Γράφει o Άκης Δημητριάδης
Η ομώνυμη ταινία πριν λίγες μέρες βραβεύτηκε με τις κορυφαίες επτά κινηματογραφικές διακρίσεις (Όσκαρ καλύτερης ταινίες, Όσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου, Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου, δύο βραβεία BAFTA, ένα SAG, και ένα Χρυσής Σφαίρας).
Το θέμα της αναφέρεται στους νέγρους σκλάβους στην Αμερική. Το 1841 ο Σόλομον Νόρθαπ ήταν ένας ελεύθερος μαύρος άνδρας που ζούσε μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά τους στη Νέα Υόρκη, όπου εργαζόταν ως βιολιστής. Τότε εμφανίστηκαν δύο λευκοί δουλέμποροι, τον απήγαγαν και τον πούλησαν αλυσοδεμένο σε έναν σκληρό λευκό ιδιοκτήτη φυτείας βαμβακιού στον αμερικανικό Νότο. Εκεί ο Νόρθαπ θα ζήσει 12 χρόνια ως σκλάβος μέχρι να απελευθερωθεί.
Η ταινία περιλαμβάνει σκηνές που σοκάρουν, όπως λ.χ. τον πρωταγωνιστή κρεμασμένο με θηλιά στο λαιμό να είναι έτοιμος από στιγμή σε στιγμή να πεθάνει, την συμπρωταγωνίστριά του γυμνή να σπαράζει από τους πόνους του μαστιγίου, κ.ά.
Το τέλος είναι γλυκόπικρο, αφού ναι μεν ο σκλάβος απελευθερώνεται, όμως βρίσκει τη γυναίκα του ξαναπαντρεμένη – μετά από 12 χρόνια απουσίας του πίστεψε ότι είχε σκοτωθεί και προχώρησε σε νέο γάμο.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας, Στιβ ΜακΚουίν, στις δηλώσεις του αμέσως μετά τη βράβευσή του είπε:
Με άλλα λόγια, «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή» – όπως είπε κι δικός μας Ρήγας Φεραίος.
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας, στερήθηκε την ελευθερία και την αξιοπρέπειά του, βασανίστηκε απάνθρωπα και θα εξακολουθούσε να είναι σκλάβος μέχρι να πεθάνει εάν δεν οργάνωνε την απελευθέρωσή του με καθαρό μυαλό – και δεν τον βοηθούσε και η τύχη.
Ήταν η εξαίρεση, γιατί όλοι οι άλλοι, εκατομμύρια, παρέμειναν σκλάβοι. Μερικοί προσπάθησαν να δραπετεύσουν, αλλά πιάστηκαν και πέθαναν στην κρεμάλα. Συνέχισαν να στερούνται την ελευθερία, να επιβιώνουν σαν ζώα, να βασανίζονται μέχρι το τέλος της ζωής τους. Μέσα στο φόβο και την ανασφάλεια, χωρίς ελπίδα και προοπτική.