Με μεγάλη χαρά συμμετέχουμε στις εορταστικές εκδηλώσεις, που πριν λίγες βδομάδες είχε η Α’ Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία για την επέτειο 150 χρόνων από την ίδρυση της στην πόλη της Αθήνας.
Η τοποθεσία της εκκλησίας αυτής βρίσκεται σε κομβικό σημείο της πρωτεύουσας, όχι μακριά από το Σύνταγμα και κάτω από την Ακρόπολη απέναντι από την Πύλη του Αδριανού. Είναι η αρχαιότερη και από τις μεγαλύτερες ευαγγελικές εκκλησίες της πατρίδας μας με μια πλούσια ιστορία και δυνατή παρουσία στην πόλη της Αθήνας. Εκτός από τον πρωτεργάτη της Μιχαήλ Καλοποθάκη, ποιμένες της διετέλεσαν και οι αείμνηστοι Αθανάσιος Λογγινίδης, Χρήστος Τόκας, Πολύκαρπος Λογγινίδης, Μιχαήλ Κυριακάκης και πρόσφατα ο Νικόλαος Τσιανικλίδης.
Είναι ιδιαίτερη τιμή μου να προλογίσω την συνέντευξη που πρόθυμα παραχώρησε στο περιοδικό μας ο τωρινός ποιμένας της Αιδέσιμος Παναγιώτης Κανταρτζής.
Έχω παρακολουθήσει την πνευματική διαδρομή και όχι μόνο, του εκλεκτού αυτού ανθρώπου του Θεού και έχω ιδιαίτερα ευλογηθεί από την ειλικρίνεια, τον ζήλο και την ευλογία που αντανακλά, καθώς διακονεί τις ανθρώπινες ανάγκες μέσω της ποιμαντορικής του διακονίας.
Είναι σπάνιο στις μέρες μας να συναντάς νέους ανθρώπους, που έχουν μια αρτιότατη ακαδημαϊκή κατάρτιση, ηθική ακεραιότητα, πνευματική οξυδέρκεια, χαρισματική προσωπικότητα και βαθιά κατανόηση των καιρών, να προσφέρουν και να προσφέρονται για την δόξα του Θεού και την επέκταση της βασιλείας Του. Η Α’ Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία συνεχίζει το πολύτιμο έργο της στο κέντρο της πόλης της Αθήνας έχοντας την ιδιαίτερη ευλογία να διακονείται ποιμαντορικά από τον αδελφό Παναγιώτη Κανταρτζή.
Ο κ. Κανταρτζής απεφοίτησε από την Ελληνική Βιβλική Σχολή, ενώ παράλληλα ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Συμπλήρωσε τις θεολογικές του σπουδές στο Θεολογικό Σεμινάριο Gordon-Conwell, ενώ ταυτόχρονα διακονούσε και την Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία Βοστώνης. Πρόσφατα απέκτησε το διδακτορικό του δίπλωμα από την Θεολογική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα πρώτα του διακονικά βήματα υπηρέτησε την Ευαγγελική Εκκλησία του Βόλου και αργότερα την Ευαγγελική Εκκλησία Ακροποτάμου. Στην Α’ Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία της Αθήνας έχει αναπτύξει ποικίλη δραστηριότητα με μια βαθιά αγάπη για το «κέντρο της πόλης», όπως το λέει, με ιδιαίτερη λαχτάρα. Μέσα από δημιουργικές, καλλιτεχνικές, κοινωνικές και άλλες εκκλησιαστικές εκδηλώσεις αναδεικνύει και διακηρύττει τις αρχές και αξίες της Χριστιανικής πίστης, αγγίζοντας τις ανάγκες των συμπολιτών μας, μεταφέροντας ταυτόχρονα μια λυτρωτική παρουσία Χριστού στο κέντρο της πόλης. Είναι παντρεμένος με τη Νόπη Ορφανίδου, απόφοιτο επίσης της Ελληνικής Βιβλικής Σχολής, και έχουν τρία αγόρια.
Ας αφήσουμε όμως ν’ απαντήσει ο ίδιος τις ερωτήσεις μας…
1. Το Νοέμβριο του 2008 η Εκκλησία σας γιόρτασε με διάφορες εκδηλώσεις την επέτειο 150 χρόνων ζωής της. Πότε, πώς και από ποιους ξεκίνησε το έργο της ΕΕΕ στην πατρίδα μας;
Το έργο της ΕΕΕ ξεκίνησε μέσα από μια διεργασία πολλών ετών και την συμμετοχή αρκετών σημαντικών προσώπων. Ξεχωρίζει όμως ο Μιχαήλ Καλοποθάκης, ο οποίος ήταν νεαρός γιατρός όταν, μετά από μια δίκη – παρωδία του ιεραποστόλου Ιωνά Κινγκ, πήρε την απόφαση να υπερασπιστεί το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας και να αγωνιστεί για την πνευματική αφύπνιση του λαού μας. Μετά από σπουδές σε θεολογικό σεμινάριο στις ΗΠΑ επέστρεψε ξεκινώντας το ευαγγελικό έργο στην πατρίδα μας. Μερικές φορές λέμε, δικαιολογώντας την αδράνειά μας, ότι η διάδοση του ευαγγελίου είναι δύσκολη υπόθεση στις μέρες μας. Συχνά όμως προσπαθώ να φανταστώ πώς ήταν τότε. ΄Οταν όμως άνθρωποι του Θεού, με οραματισμό και αφοσίωση, προχωρούν με σοφία αλλά και τόλμη, όταν, αντί να κρύβονται σε κάποιο γκέτο, παραμένουν στο κέντρο της ζωής, τότε ο Θεός ευλογεί παρά τις αντίξοες συνθήκες. Κι αυτό συνέβη με την περίπτωση του Καλοποθάκη.
2. Τι σημαίνει αυτή η επέτειος για την εκκλησία σας σήμερα, πέρα από την ιστορική της σημασία;
Είναι μια ευκαιρία για τον επαναπροσδιορισμό της θέσης μας και της αποστολής μας για την γενιά μας. Ένα σύνθημα της Αναμόρφωσης ήταν «Αναμορφωμένη εκκλησία, διαρκώς αναμορφούμενη». Έτσι αφιερώσαμε αρκετές Κυριακές μελετώντας τον Λόγο του Θεού, αναζητώντας την οδηγία Του, για την μελλοντική πορεία μας και προσπαθώντας αυτό να το μεταφράσουμε σε στρατηγική λυτρωτικής παρουσίας στην πόλη μας.
3. Ποια η φιλοσοφία δράσης της Α’ Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας για την πόλη της Αθήνας ή πώς επηρεάζετε με το ευαγγελικό μήνυμα την πόλη;
Πιστεύουμε ότι η εκκλησία καλείται να είναι η «πόλη του Θεού» μέσα στην «πόλη του ανθρώπου». Μια πόλη πάνω στο όρος, που ζει και φανερώνει τις αρχές της βασιλείας του Θεού, μέσα στην πόλη του ανθρώπου. Μία περικοπή που έχει ιδιαίτερη βαρύτητα στην καρδιά μας βρίσκεται στον Ιερεμία κεφ. 29. Εκεί ο Θεός καλεί τον λαό Του να δει την θέση του μέσα στην πόλη ως αποστολή και να προσευχηθεί αλλά και να εργαστεί ενεργά για την «ειρήνη» της πόλης. Ένας από τους πιο γνωστούς «θεολόγους της πόλης», ο Ray Bakke, περιέγραψε αυτή την αποστολή χρησιμοποιώντας την αναλογία του Έσδρα και του Νεεμία. Ο Έσδρας έφερε τον Λόγο του Θεού στο κέντρο της ζωής της Ιερουσαλήμ και έτσι οδήγησε τον λαό σε μια πνευματική αναζωπύρωση. Από την άλλη, το κύριο έργο του Νεεμία ήταν η ανοικοδόμηση των γκρεμισμένων τειχών της πόλης. Ασχολήθηκε με την ευημερία, την ασφάλεια και την πρόοδο της πόλης του. Το άγγελμα και το άγγιγμα του ευαγγελίου είναι, λοιπόν, οι δύο αυτές πτυχές της κλήσης μας μέσα στην πόλη.
4. Ποιες είναι οι δραστηριότητες σας στο χώρο της τοπικής εκκλησίας και ποιες είναι έξω απ’ αυτήν;
Οι δραστηριότητες εντός της εκκλησίας είναι πολλές. Συχνά όμως μας απορροφούν και χάνουμε την ισορροπία. Μια εκκλησία πρέπει να αυξάνει και προς τα μέσα και προς τα έξω, ταυτόχρονα και αρμονικά. Έτσι αυτή την περίοδο η έμφασή μας είναι η διακονία της εκκλησίας μας προς τα έξω. Από τον Σεπτέμβριο ξεκινήσαμε την λειτουργία ενός Κέντρου Νεότητος σε μια γειτονιά του Νέου Κόσμου (Λόφος Λαμπράκη), στο οποίο συχνάζουν πολλοί έφηβοι και νέοι της περιοχής. Επίσης αρχίσαμε να μιλούμε όλο και πιο πολύ για το θέμα της ίδρυσης εκκλησιών σε στρατηγικές περιοχές της πόλης μας.
5. Από την ηλικία των 21 ετών υπηρετείτε τον Κύριο σε διάφορες εκκλησίες. Τι ήταν αυτό που σας «κέρδισε» στην χριστιανική διακονία από μια οποιαδήποτε άλλη καριέρα;
Από την στιγμή που συνειδητοποίησα την αξία και την σοβαρότητα να υπηρετεί κάποιος τον Θεό, στα χρόνια της ύστερης εφηβείας μου, ο Θεός έβαλε μέσα μου την επιθυμία να Τον υπηρετήσω στο έργο Του. Δοξάζω τον Θεό για τους γονείς μου που με ενθάρρυναν και με στήριξαν στην απόφασή μου αυτή. Βέβαια, στην αρχή ήμουν σε πλήρη σύγχυση σε σχέση με το τι συγκεκριμένα ο Θεός ήθελε από τη ζωή μου. Ο αδ. Νίκος Στεφανίδης, ποιμένας μου τότε στην εκκλησία Κατερίνης, με βοήθησε να δω ότι μέσα από την ποιμαντική διακονία μπορώ να εκπληρώσω όποιον οραματισμό και όποιο βάρος ο Κύριος μου δίνει στην καρδιά. Έτσι, ήταν 1 Οκτωβρίου 1989 όταν παντρευτήκαμε με την Νόπη και μετά από ένα μήνα πήγαμε για την πρώτη μας ποιμαντική διακονία στην εκκλησία του Βόλου.
6. Είστε, νομίζω, ο πρώτος ΄Ελληνας Ευαγγελικός που ανακηρύχτηκε διδάκτωρ της θεολογίας από ένα ελληνικό πανεπιστήμιο. Τι αποκομίσατε από την εμπειρία σας αυτή σ’ ένα χώρο που η παρουσία της Ορθόδοξης εκκλησίας είναι σχεδόν αποκλειστική;
Η εμπειρία μου ήταν γενικά θετική. Ο επιβλέπων καθηγητής μου, ο κ. Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρος απέναντί μου στηρίζοντάς με σε ορισμένες δύσκολες καμπές. Τον χαρακτηρίζει μια ευρύτητα και μια «αρχοντιά». Παρά τις διαφορές που υπήρχαν στις θεωρήσεις μας, εκτίμησα την αγάπη του για τον Λόγο του Θεού και για το έργο της Βιβλικής Εταιρίας. Θυμάμαι έναν άλλον καθηγητή μου, στη Βοστώνη, που είπε κάτι πολύ σοφό, «πρέπει να χωρίζουμε τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες, σε αυτούς που είναι μέρος του προβλήματος και σε αυτούς που είναι μέρος της λύσης του». Η επαφή μου αυτή ενίσχυσε την οπτική μου γωνία. Στο τοπίο της ελληνικής πνευματικής πραγματικότητας πρέπει να δούμε ότι αυτοί που είναι μέρος της λύσης ξεπερνούν τα δικά μας στενά εκκλησιαστικά και δογματικά όρια.
7. Τι είναι αυτό που λείπει από την σημερινή εκκλησία του Χριστού στην πατρίδα μας; Σε τι υστερεί η εκκλησία του Χριστού στις μέρες μας απ’ αυτήν την αποστολικών χρόνων;
Πιστεύω ότι δεν υπάρχει μία απάντηση που είναι απαραίτητα η ίδια για κάθε εκκλησία. Για παράδειγμα, η εκκλησία μας, μια εκκλησία που υπάρχει εδώ και 150 χρόνια, έχει ανάγκη από την «πρώτη αγάπη». Αντίθετα, άλλες εκκλησίες που ακόμη βρίσκονται σε «κινηματική» φάση, έχουν ανάγκη από εμβάθυνση και συγκρότηση. Μιλώντας, λοιπόν, μόνο για την δική μου εμπειρία θα έλεγα ότι αυτό που μας λείπει κυρίως είναι η βαθιά πίστη μας στο ευαγγέλιο και η ολοκληρωτική αφοσίωσή μας στον Θεό. Δηλαδή, πρέπει να έχουμε την πεποίθηση ότι το ευαγγέλιο έχει δύναμη μεταστροφής και αλλαγής.
8. Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο πρώτιστος σκοπός της εκκλησίας;
Ένας από τους συγγραφείς που καθόρισαν την σκέψη μου είναι ο βαπτιστής ιεροκήρυκας John Piper. Αν κάποιος, λοιπόν, θα ήθελε μια πιο εκτεταμένη και βιβλικά τεκμηριωμένη εκδοχή της απάντησής μου μπορεί να ανατρέξει σε βιβλία του ή στην ιστοσελίδα του. Μετά από αυτή τη διευκρίνιση η απάντησή μου επιγραμματικά είναι ότι, ο πρώτιστος σκοπός της εκκλησίας, όπως και οποιουδήποτε άλλου έργου του Θεού ή οποιασδήποτε ενέργειας του Θεού είναι η δόξα Του.
9. Πώς κρίνετε τη συμμετοχή της νεολαίας στις δραστηριότητες της εκκλησίας. Πώς ανταποκρίνονται οι νέοι μας στην κλήση της Μεγάλης Αποστολής, «Πορευθέντες….»;
Ο Θεός πάντοτε εργάζεται με μονάδες και όχι με μάζες. Έτσι, θα έλεγα ότι, όπως πάντα, έτσι και στις μέρες μας υπάρχουν νέοι και νέες που ζητούν πρώτα την βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνη Του, περιμένοντας και εμπιστευόμενοι ότι ο Θεός θα φροντίσει για όλα τα άλλα. Υπάρχουν όμως και άλλοι που ζητούν πρώτα όλα τα άλλα αφήνοντας τον Θεό να περιμένει…
10. Εκκλησίες του εξωτερικού εμπλέκονται με την πολιτική και άλλες κοινωνικές δραστηριότητες. Πρέπει η Εκκλησία να παίρνει μαχητική θέση σε πολιτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά θέματα;
Η εκκλησία πρέπει να διατηρήσει έναν «προφητικό» ρόλο μέσα στην κοινωνία και ιδιαίτερα απέναντι στην εξουσία. Ο προφήτης στην κλασσική περίοδο της προφητικής ιστορίας, είναι ο θεματοφύλακας της διαθήκης του Θεού. Χρησιμοποιώντας τους όρους της ερμηνεύει το ιστορικό βίωμά του λαού αλλά και προειδοποιεί και ελέγχει κάθε επίπεδο της κοινωνίας του Ισραήλ. Έτσι και η εκκλησία, με βάση της τον Λόγο του Θεού πρέπει να μιλά για κάθε ζήτημα. Να μιλά όμως με λόγο θεολογικό και βιβλικό, δηλαδή εναλλακτικό.
11. Σε μια κοινωνία που αλλάζει ποιες πλευρές της εκκλησίας πιστεύετε ότι θα πρέπει να ανανεωθούν και ποια στοιχεία πρέπει να μείνουν ανάλλαχτα;
Ήδη αναφέρθηκα στο χαρακτηριστικό της εκκλησίας ως «διαρκώς αναμορφούμενης». Αυτή η αναμόρφωση πρέπει να είναι ιεραποστολικά παρακινούμενη και θεολογικά – βιβλικά τεκμηριωμένη. Με άλλα λόγια δεν πιστεύω στην αλλαγή χάριν της αλλαγής. Ούτε στην αλλαγή που απλά μιμείται το τι γίνεται αλλού. Η κάθε εκκλησία, κατανοώντας την ιδιαίτερη αποστολή της μέσα στον κόσμο, πρέπει να ρωτά συνεχώς πώς θα την επιτελέσει καλύτερα. Το ιεραποστολικό βάρος, λοιπόν, την ωθεί να αλλάζει για να μπορεί να πλησιάσει τον κόσμο γύρω της, ο οποίος διαρκώς αλλάζει. Αυτή η ανανέωση όμως δεν γίνεται άκριτα. Πρέπει να γίνεται μετά από στοχασμό θεολογικό και βιβλικό. Μια από τις φράσεις που πιστεύω ακράδαντα είναι ότι, η εκκλησία πρέπει να αλλάζει για να μπορεί να μείνει η ίδια. Δηλαδή, αν θέλουμε να μείνουμε πιστοί στην αποστολή μας πρέπει να είμαστε έτοιμοι όπου και όταν χρειάζεται να προσαρμοζόμαστε και να αναμορφωνόμαστε.
Φώτης Ρωμαίος