“Μπορώ να καλέσω μερικούς φίλους μου να παίξουμε το Σάββατο;” είπε ο Βασίλης στον πατέρα του.
“Και βέβαια μπορείς να τους καλέσεις να παίξετε στην αυλή” απάντησε ο πατέρας, αλλά σύντομα αποδείχτηκε ότι η συγκατάθεσή του ήταν πολύ βιαστική.
Το επόμενο Σάββατο πέντε αγόρια, όλοι φίλοι και συμμαθητές του Βασίλη κατέφθασαν ντυμένοι με τις φόρμες και τα ποδοσφαιρικά τους παπούτσια. Ο Βασίλης έφερε την μπάλα και το παιχνίδι άρχισε.
Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά και ήρεμα. Τα παιδιά κρατούσαν τα προσχήματα καλής συμπεριφοράς. Αλλά, όσο το παιχνίδι άναβε τόσο τ’ αγόρια ξεχνούσαν τα προσχήματα και άφηναν τον πραγματικό τους εαυτό να εκδηλώνεται. Μέσα σε μια ώρα μεταβλήθηκαν σε πραγματικούς μικρούς βάνδαλους που έκαναν τον τόπο να μοιάζει με βομβαρδισμένη πόλη. Το φρεσκοκομμένο γκαζόν με τις κλοτσιές τους κατατρυπήθηκε. Τα παρτέρια με τα λουλούδια καταπατήθηκαν, τα καγκελάκια από γύρω ισοπεδώθηκαν.
Η μπάλα, βέβαια δεν παρέμεινε στην αυλή, αλλά εκσφενδονιζόταν προς όλες τις κατευθύνσεις καθώς τα αγόρια αδέξια και με πολλή δύναμη την κλοτσούσαν πάνω στα δένδρα, ανάμεσα στους καλοπιστικούς θάμνους, στα τζάμια, στη στέγη. Τα αγόρια ήταν τόσο απορροφημένα με το παιχνίδι που δεν πρόσεξαν τις ζημιές που προκάλεσαν γύρω τους.
Κάποια στιγμή το παιχνίδι τέλειωσε και τ’ αγόρια έφυγαν. Σε λίγο κατέφθασε ο πατέρας του και ρώτησε:
“Περάσατε ωραία, Βασίλη;”
“Θαυμάσια!” είπε με ενθουσιασμό ο Βασίλης. Ο πατέρας κοίταξε γύρω του και τότε η έκφραση του προσώπου του άλλαξε.
“Τι συνέβη εδώ. Μήπως πέρασε κάποιος τυφώνας και δεν τον αντιλήφθηκα εγώ;” είπε ο πατέρας δείχνοντας γύρω. “Δες τα σπασμένα κλαδιά, τα μαδημένα φύλλα, τους ωραίους μου θάμνους, τα ποδοπατημένα παρτέρια. Το γκαζόν που κόπιασα χρόνια να το φέρω στην καλή κατάσταση που ήταν. Βασίλη, τι σημαίνουν όλα αυτά; Ποιοι, τέλος πάντων, πέρασαν απ’ εδώ;”
“Τα παιδιά από την τάξη μου”, είπε ο Βασίλης φοβισμένος.
“Παιδιά!” βροντοφώνησε ο πατέρας. “Καλύτερα να τους αποκαλέσεις βάνδαλους! Μονάχα οι βάνδαλοι μπορούν να μετατρέψουν έναν ωραίο κήπο σε ερείπιο σαν κι αυτό. Δώσε μου τώρα αμέσως τα ονόματα όλων και θα τηλεφωνήσω τους γονείς τους για να μάθουν κι αυτοί τι είδους βάνδαλους μεγαλώνουν στα σπίτια τους”.
“Όχι, όχι! Σε παρακαλώ πατέρα, μη το κάνεις αυτό” είπε ο Βασίλης.
“Γιατί όχι! Θα πρέπει να πάρουν το μάθημά τους” επέμεινε ο πατέρας.
“Θα τους καλέσω να έρθουν και όλοι μαζί να διορθώσουμε τις ζημιές” ικέτευσε ο Βασίλης. Ο πατέρας συμφώνησε και ο Βασίλης προσπάθησε να τους πείσει να έρθουν γιατί αλλιώς ο πατέρας θα αναλάμβανε την υπόθεση και τότε τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα.
Τα αγόρια πείστηκαν και άρχισαν την δουλειά. Διόρθωσαν τα παρτέρια και το τσαλαπατημένο γκαζόν. Έδεσαν τους πεσμένους θάμνους. Μάζεψαν όλα ότι κατάστρεψαν. Αφού δούλεψαν μέχρι αργά το απόγευμα και ακόμα δεν είχαν τελειώσει, τότε κατάλαβαν πόση ζημιά είχαν προκαλέσει. Τέλος, ο πατέρας έκαμε την εμφάνισή του. Φαινόταν σοβαρός.
“Ευχαριστώ παιδιά, και να είστε πιο προσεκτικοί στο μέλλον αν θέλετε να σας αφήσω να παίξετε στην αυλή μου και πάλι. Υπάρχει αρκετός βανδαλισμός γύρω μας. Άνθρωποι κακοί που δεν υπολογίζουν τις περιουσίες των άλλων, αλλά μόνο την ικανοποίηση των δικών τους βάρβαρων ενστίκτων. Αυτό πρέπει να σταματήσει πριν καταστραφεί ολόκληρη η κοινωνία μας” είπε ο πατέρας με έμφαση.
“Μάλιστα, κύριε” συμφώνησαν τ’ αγόρια και υποσχέθηκαν ότι στο εξής θα είναι πιο προσεκτικοί στη συμπεριφορά τους. “Το ελπίζω” είπε ο πατέρας και συνέχισε:
“Να θυμάστε πάντοτε ότι, σεβασμός στην περιουσία του άλλου είναι το σημάδι ενός καλού πολίτη. Σεβασμός λοιπόν παιδιά, στην περιουσία του άλλου, είτε αυτή είναι περιουσία ατόμου, σχολείου, κράτους για να έχουμε ειρηνική και ομαλή συμβίωση. Ο χρυσός κανόνας συμβίωσης είναι: “Όλα όσα θέλετε να σας κάνουν οι άλλοι άνθρωποι, αυτό να τους κάνετε κι εσείς”, σ’ αυτό συνοψίζονται ο νόμος και οι προφήτες”.(Ματθαίος 7/12).
ΘΑΛΕΙΑ Κ. ΓΕΩΡΓΟΥΒΕΛΑ