‘Δίκη’, ‘Ευνομία’, ‘δωροφάγοι βασιλείς’- Λέξεις από το παρελθόν σε διαχρονική και επίκαιρη χρήση

 Γράφει η Βίκυ Κάλφογλου-Καλοτεράκη, Λέκτωρ Αρχαίας Ιστορίας  ΑΠΘ

Η ‘κρίση’ μπορεί τέλος – και επί τέλους – να μας οδηγήσει σε μια πολύτιμη σχέση αγάπης μαζί Του, βασισμένη όχι στις παροχές που συντηρούν έναν λαμπερό τρόπο ζωής, τo κενό ‘life-style’ των τελευταίων χρόνων, αλλά  σ’ Αυτό που ο Θεός είναι Αλήθεια, Δικαιοσύνη, Έλεος, Αγάπη, το Απόλυτο Αγαθό.

Μπορειτε να διαβάσετε και άλλα ενδιαφέροντα κείμενα της, κάνοντας κλικ στο παρακάτω σύνδεσμο:

http://nikites.eu/synergates/46-vikykalfoglou

Η ατμόσφαιρα των ημερών:

Αν ύστερα από λίγα χρόνια  κάποιος σοβαρός ιστορικός επιχειρήσει να εκπονήσει μια συνθετική μελέτη, η οποία θα αποτύπωνε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των ημερών που ζούμε, των ημερών δηλαδή της εν εξελίξει οικονομικής και πολιτικής κρίσης, πιστεύω, ότι θα αντιμετωπίσει έργο μοναδικής δυσκολίας , προκειμένου στοιχειωδώς να δαμάσει τον  όγκο των πληροφοριών που θα πρέπει να επεξεργασθεί.[1] Απέναντι στην αντικειμενική πραγματικότητα των επίσημων θέσεων, αποφάσεων, μέτρων απλώνεται  ένας ωκεανός πράγματι αντιδράσεων, σχολίων, ερμηνειών, θέσεων. Τα μέσα προβολής όλων αυτών υπερβαίνουν πλέον τα κλασσικά ΜΜΕ (τύπο, τηλεόραση, ραδιόφωνο) και τις εκδόσεις (επιστημονικές και μη). Διακλαδίζονται μέσα στην αναρχία του Διαδικτύου καθιστώντας την εποπτεία αν όχι αδύνατη, πάντως εξαιρετικά δυσχερή. Ιστοσελίδες πολιτικών, κοινωνικών ομάδων, blogs, σχόλια στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, όλα μεταφέρουν γνώμες και αναλύσεις ειδικών και μη, τυφλή οργή και ακραίες τοποθετήσεις.

 Ανιχνεύονται κάποιες προσπάθειες να δοθεί μια ισορροπημένη, ψύχραιμη ερμηνεία της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η πατρίδα μας (και βεβαίως σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν κατά κανόνα οι θέσεις και η συζήτηση εκείνων από τους συμπολίτες μας που αναζητούν και υπολογίζουν το θέλημα του Θεού στη ζωή τους), εκείνο όμως που κυριαρχεί είναι οι ισοπεδωτικές απλουστεύσεις και οι δογματικοί αφορισμοί, προερχόμενοι σχεδόν πάντα από μη ειδήμονες, και βέβαια οι κραυγές του λαϊκιστή και του φανατικού. Δεν λέω τίποτα πρωτότυπο επαναλαμβάνοντας, ότι και τα δύο τελευταία χαρακτηριστικά τρέφονται από τις οικονομικές και πολιτικές κρίσεις.

Πατριωτισμός και εθνικισμός

Στον φανατισμό των ημερών μας ενυπάρχει και μια ειδική διάσταση: ο άκριτος εθνικισμός. Κι εδώ σπεύδω να κάνω μια διευκρίνιση, για να μην δημιουργηθούν παρεξηγήσεις στον αναγνώστη. Επικίνδυνη και απολύτως λανθασμένη είναι η σύγχυση ανάμεσα στον αγαθό πατριώτη και στον εθνικιστή. Ο πρώτος αγαπά την πατρίδα του και την υπηρετεί, χωρίς να περιφρονεί και να υποτιμά την αγάπη του Άλλου για τη δική του πατρίδα. Ο εθνικιστής αγαπώντας την, οδηγείται στην απαξίωση όλων που βρίσκονται έξω από τα εθνικά σύνορα. Ο πρώτος αγαπά την πατρίδα του, δεν είναι όμως τυφλός στα όποια αρνητικά  διαπιστώνει, αντίθετα προσπαθεί να τα επισημαίνει και να τα διορθώνει. Ο εθνικιστής τις περισσότερες φορές αρνείται να τα δει. Αν θελήσουμε δε να παρατηρήσουμε με προσοχή την καθημερινή κοινωνική και πολιτική πρακτική, θα διαπιστώσουμε συχνά το εξής: πολίτες που με αναλγησία ή παντελή έλλειψη ηθικών αναστολών βλάπτουν καθημερινά την πατρίδα τους με πράξεις ανομίας, είναι πολλές φορές αυτοί που εξανίστανται και επιτίθενται εξοργισμένοι στους ‘ξένους’ για τους οποίους θεωρούν ότι με την πολιτική τους βλάπτουν αυτή την καταταλαιπωρημένη εκ των έσω πατρίδα.

Το βάρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς

Στη δική μας περίπτωση υπάρχει και μια ιδιαιτερότητα: το βάρος της Κλασσικής Αρχαιότητος, οι επιτεύξεις του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού στον χώρο του πολιτικού στοχασμού αλλά και σ’ αυτόν της Τέχνης και Λογοτεχνίας. Όλη αυτή η κληρονομιά αναμφισβήτητα επηρέασε την πολιτική και πολιτιστική ταυτότητα της Ευρώπης και γενικότερα του Δυτικού Κόσμου, αν και για τη γράφουσα, όπως και για πολλούς άλλους, η συμβολή βέβαια του Ευαγγελίου και του μηνύματος της Βίβλου στη διαμόρφωση αυτής της ταυτότητας είναι εξίσου, ίσως και περισσότερο, σημαντική. (Πολλοί φυσικά μέσα στη μετα-χριστιανική, μετα-μοντέρνα κουλτούρα μας δεν δέχονται την ύπαρξη και τη σημασία Χριστιανικής επίδρασης. Αμφιβάλλω βέβαια, αν οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι θα ήθελαν να ζουν σ’ ένα κόσμο ‘κενό’, όχι από αρνητικές πρακτικές της ανά τους αιώνες επίσημης θρησκείας και εκκλησίας, αλλά  από τις γνήσιες Χριστιανικές αξίες).

Πολλοί λοιπόν που αντιδρούν απέναντι στα μέτρα της λιτότητος, τα οποία βλέπουν να επιβάλλονται από μία τεχνοκρατική Ευρώπη άτεγκτων Προτεσταντών, ηγετών και τραπεζιτών,   αντιπροβάλλουν με πικρία και αγανάκτηση τις οφειλές της Ευρώπης στoν Ελληνικό Πολιτισμό και θεωρούν πως αυτοί που φέρουν στο DNA τους, όπως λέγεται, αυτό το ένδοξο παρελθόν αδικούνται και κακοποιούνται από εκείνους που μόνον ευγνωμοσύνη και θαυμασμό θα έπρεπε να τους επιδεικνύουν.

Διαπιστώσεις:

Είναι αυτονόητο, πως στόχος μου δεν είναι προσθέσω άλλη μία τυπωμένη σελίδα στις χιλιάδες που γράφονται γύρω από το ιστορικό της κρίσης και το τι θα έπρεπε να έχει γίνει τόσο από την ελληνική πολιτική ηγεσία όσο και από την Ευρώπη και δεν έγινε. Άλλωστε εκατοντάδες συμπολίτες μας το κάνουν αυτό, είτε είναι σε θέση να γνωρίζουν τα πράγματα είτε όχι.

Θα ήθελα όμως να προκαλέσω τον αναγνώστη σε κάποιες σκέψεις που έχουν να κάνουν ακριβώς με αυτό το Κλασσικό παρελθόν.

Και πρώτα-πρώτα δύο διαπιστώσεις:

Οι περισσότεροι από τους συμπολίτες μας που κατά καιρούς μιλούν με υπερηφάνεια, τις πιο πολλές φορές ειλικρινή και συγκινητική, για τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό, είτε καταφέρονται με πικρία κατά της σύγχρονης Ευρώπης είτε όχι, έχουν μια επιφανειακή και περιορισμένη γνώση για τον κόσμο της Αρχαίας Ελλάδος. Δεν είναι υποχρεωμένοι φυσικά, επειδή είναι Έλληνες, να είναι όλοι Κλασσικοί Φιλόλογοι, Αρχαιολόγοι ή Ιστορικοί. Όμως  γεγονός παραμένει, ότι η εικόνα που έχουν σχηματίσει για τον Αρχαίο Κόσμο είναι ταυτισμένη με την ομορφιά των αγαλμάτων και τη θεσπέσια αρμονία της Κλασσικής Αρχιτεκτονικής.

Το δεύτερο που θα ήθελα να επισημάνω είναι η ουσιαστική άγνοια του μέσου Έλληνα για το τι πραγματικά ‘έδωσε’ ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός, για ποιους λόγους θεωρείται ένας από τους βασικούς πυλώνες του Ευρωπαϊκού (και γι’ αυτό ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό οι τραγικές στρεβλώσεις του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά και η ανεπάρκεια πολλών λειτουργών του – με εξαίρεση πάντα κάποια φωτεινά παραδείγματα).

Στις διαπιστώσεις αυτές στηρίζονται οι παρατηρήσεις που ακολουθούν.

Πολιτικά διασπασμένοι ‘Πανέλληνες’:

Η πρώτη αφορά τη γενική εικόνα του Αρχαίου Κόσμου. Όπως υπαινίχθηκα και πιο πάνω, είναι πολλοί εκείνοι που, έστω και ασυνείδητα, θεωρούν, ότι η ομορφιά και η αρμονία της Κλασσικής Τέχνης αντανακλά μια αντίστοιχη αρμονία στην πραγματική ζωή των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Αγνοούν καταρχήν ή δεν λαμβάνουν υπόψιν, ότι ο κόσμος της Αρχαίας Ελλάδος δεν ήταν ποτέ πολιτικά ενωμένος. Αποτελούσε ένα σύνολο ανεξάρτητων κρατών, κυρίως πόλεων-κρατών, αλλά και κάποιων βασιλείων (όπως π.χ. αρχικά το βασίλειο της Μακεδονίας, αργότερα κατά την Ελληνιστική περίοδο οι ισχυρές μοναρχίες που δημιουργήθηκαν μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην τεράστια έκταση που προήλθε από τις κατακτήσεις του) ή επίσης φυλετικά οργανωμένων σχημάτων, τα οποία στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε ομόσπονδα κράτη.

Είναι απολύτως ακριβές και εξαιρετικά σημαντικό, ότι ο κόσμος αυτός απέκτησε κατά την Αρχαϊκή περίοδο (περ.750-500 π. Χ.) τη συνείδηση της πολιτιστικής του συγγένειας και τη βεβαιότητα ότι μπορεί να ορισθεί ως μία ενότητα, αυτή των Πανελλήνων. Αυτή η κοινή ταυτότητα εκφράσθηκε και ενισχύθηκε με τη θέσπιση Πανελληνίων Αγώνων και θρησκευτικών ενώσεων, όπως οι Αμφικτυονίες, ενώ οδήγησε στη συστράτευση του μεγαλύτερου μέρους των Ελληνικών δυνάμεων και στην περιφανή τους νίκη κατά τις δύο Περσικές επιθέσεις. Όμως πολιτική και ουσιαστική ένωση αυτού του κατακερματισμένου κόσμου δεν επήλθε ποτέ. Οι Συμμαχίες που ουσιαστικά επέβαλαν ή επεχείρησαν να επιβάλουν ηγεμόνες της Μακεδονίας, παρά τη μεγάλη πολιτική σημασία και τις ιστορικά βαρύνουσες συνέπειές τους, αποδείχθηκαν και εύθραυστες και βραχύβιες. Αντίθετα, ο έντονος τοπικισμός και η μόνιμη επιδίωξη ανεξαρτησίας των επιμέρους κοινοτήτων μπορεί μεν να απετέλεσαν παράγοντες πολιτιστικής ανάπτυξης και ποικιλίας όπως και παράγοντες πολιτικής ‘’ενηλικίωσης’’ και  δημιουργίας θεσμών, πολύ συχνά όμως οδηγούσαν  σε κρίσεις και πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ τους με τις αντίστοιχες τραγικές συνέπειες. Έντονες επίσης ήταν κατά καιρούς οι κοινωνικές εντάσεις και οι  εμφύλιες συγκρούσεις.

Μορφές ‘κρίσης’ στην Αρχαιότητα:

Επομένως το φαινόμενο «κρίση» (ως «στάσις» στο εσωτερικό των ανεξάρτητων κρατών, ως «πόλεμος» στις εξωτερικές τους σχέσεις) δεν ήταν άγνωστο στον Αρχαίο Ελληνικό Κόσμο. Η διαπίστωση αυτή δεν εκπλήσσει βέβαια ούτε τον γνώστη των αρχαίων πηγών ούτε όμως και τον μελετητή του Λόγου του Θεού – τον πρώτο, επειδή συναντά την ‘κρίση’ στα κείμενα της έρευνάς του, τον δεύτερο, επειδή γνωρίζει το «γιατί». Τόσο στον αρχαίο όσο και στον νεώτερο κόσμο η δυσαρμονία στις σχέσεις του ανθρώπου με  τον εαυτό του και με τους άλλους μένει η ίδια, βαριά συνέπεια της Πτώσης και συνεχής παράγων κρίσεων.

Αυτή η δυσαρμονία δεν ήταν άγνωστη ούτε στους αρχαίους στοχαστές. Σε αντίθεση με πολλούς Νεοέλληνες συμπατριώτες μας, ποιητές, φιλόσοφοι και ιστορικοί της Αρχαιότητος έβλεπαν με ρεαλισμό και ειλικρίνεια τις κρίσεις που κατά καιρούς απειλούσαν τη συνοχή της πόλης τους, ανέλυαν, σχολίαζαν και, το κύριο και χαρακτηριστικό, εντόπιζαν την αιτία της κρίσης στην ατομική συμπεριφορά των πολιτών, κατά κύριο λόγο όσων κατείχαν αξιώματα αλλά και όλων των άλλων. Δεν μέμφονταν ούτε τους θεούς, ούτε ξένους παράγοντες.

Από αυτήν κυρίως την θεμελιακή παραδοχή της ευθύνης του πολίτη γεννήθηκε στον Αρχαίο Ελληνικό Κόσμο η πολιτική σκέψη, η αναζήτηση δηλαδή θεσμών και πρακτικών κατάλληλων για την ομαλή συμβίωση των ανθρώπων, κυρίως μέσα στο πλαίσιο της πόλης-κράτους. Και ακριβώς η γένεση και ανάπτυξη της πολιτικής σκέψης αποτελεί μία καθοριστική συμβολή του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού στη δημιουργία του  Ευρωπαϊκού πολιτισμού και των πολιτικών του θεσμών.

«Πολιτική ευθύνη»: οφειλή της Ευρώπης στην Ελληνική σκέψη

 Στις μέρες μας γίνεται γενικά και αόριστα λόγος για «αυτά που μας οφείλει η Ευρώπη» ως μέρος μιας ρητορείας αγανάκτησης εναντίον των επιβαλλόμενων οικονομικών μέτρων, αγανάκτησης απολύτως δικαιολογημένης δεδομένης της δεινής θέσης στην οποία έχουν περιέλθει πολλοί συμπατριώτες μας, αν όχι οι περισσότεροι, αγανάκτησης στερούμενης όμως μιας ψύχραιμης και έντιμης ανάλυσης των βαθύτερων ηθικών αιτίων της κρίσης. «Η Ευρώπη οφείλει στην Ελλάδα, όχι η Ελλάδα στην Ευρώπη» αναφώνησε μπροστά στο ενθουσιασμένο ακροατήριο ένας γνωστός Ιταλός ηθοποιός, ο οποίος πρόσφατα αναγορεύθηκε σε επίτιμο διδάκτορα της Ιταλικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ. Φραστικό πυροτέχνημα που μπορεί να γοητεύει και να ικανοποιεί το πατριωτικό συναίσθημα, την οργή για τις καθημερινές επιπτώσεις της κρίσης, δεν παύει όμως να είναι πυροτέχνημα.

 Πρώτον, διότι δεν λαμβάνει υπόψιν μια κρίσιμη παράμετρο, την ‘ευθύνη’. Αντίθετα υπογραμμίζει και επιβεβαιώνει την κυρίαρχη ανθρώπινη τάση μετά την Πτώση, την απόσειση των ευθυνών από τον εαυτό μου στους άλλους. Και δεύτερον, διότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς που οργισμένοι κραυγάζουν, ότι «η Ευρώπη μας οφείλει» -υπονοώντας συνήθως, ότι δικαιούμαστε μία εσαεί προνομιακή μεταχείριση από το σύνολο της ανθρωπότητας – αγνοούν, ή επιλέγουν να αγνοούν, ότι μεταξύ αυτών που πράγματι οφείλει η Ευρώπη στην Ελλάδα είναι και αυτή ακριβώς η αναγνώριση, ότι ο πολίτης είναι υπεύθυνος, είτε για την αρμονική λειτουργία είτε για τη δυσαρμονία στο εσωτερικό της πόλης του – «άνδρες γαρ πόλις». Και μπορεί να ωρύονται νεόκοποι αρχηγοί πολιτικών σχημάτων, υπεύθυνοι πολιτικών και σατιρικών εκπομπών, συντάκτες ιστοσελίδων και blogs, αλλά και χιλιάδες απλοί πολίτες, ότι, ναι, υπάρχουν ευθύνες, τις επιρρίπτουν όμως αποκλειστικά στην ηγεσία των λεγομένων κομμάτων εξουσίας και επομένως σε εκείνους που μετά τη Μεταπολίτευση χρημάτισαν σε θέσεις εξουσίας.

 Βεβαίως υπάρχει διαβάθμιση ευθυνών, μάλιστα εξαιρετικά άνιση. Όμως, όπως γράφτηκε σ’ ένα εξαιρετικά εύστοχο άρθρο, τα συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία έστω αποδεδειγμένα καταλήστεψαν το δημόσιο χρήμα και απετέλεσαν μνημεία διαφθοράς, «κάποιοι τα στήριξαν, κάποιοι τα ανέχθηκαν, κάποιοι πίστεψαν, ότι εκφράζουν ένα μοντέλο ζωής και για τους ίδιους». Και, όπως ο ίδιος αρθρογράφος παρατηρεί, δεν πρόκειται να αλλάξουμε ως κοινωνία και ως κράτος, αν μπουν μερικοί πολιτικοί στη φυλακή. «Δυστυχώς ή ευτυχώς πρέπει ν’ αλλάξουμε κι εμείς».

Ακόμη από τον Όμηρο…

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός, ότι αυτή την ιδέα της προσωπικής ευθύνης του ανθρώπου για πολλά από τα δεινά που τον βασανίζουν, ιδίως στο πλαίσιο της κοινότητας, την εντοπίζουμε ήδη σε ομηρικό κείμενο, συγκεκριμένα στην α’ ραψωδία της ‘Οδύσσειας’ (στ.32-34). Μιλά ο Ζευς σχολιάζοντας τη μοίρα του Αίγισθου που τον βρήκε ο θάνατος από το χέρι του Ορέστη, γιου του Αγαμέμνονα: «Αλίμονο, είναι αλήθεια ν’ απορείς που θέλουν οι θνητοί να ρίχνουν/στους θεούς τα βάρη τους – έρχεται λένε το κακό από μας -/ κι όμως οι ίδιοι , κι από φταίξιμο δικό τους, πάσχουν και βασανίζονται/ και πάνω  απ’ το γραφτό τους», (μτφρ. Δ.Ν.Μαρωνίτη),(‘οίον δή νυ θεούς βροτοί αιτιόωνται/εξ ημέων γάρ φασι κάκ’έμμεναι – οι δε και αυτοί/σφήσιν ατασθαλίησιν υπέρ μόρον άλγε’έχουσιν’)[2]:

Σχολιάζει χαρακτηριστικά ένας σύγχρονος ιστορικός: «Από την πρώτη της εμφάνιση η Ελληνική σκέψη εστιάζει στην προσωπική ευθύνη που φέρει κάθε άτομο για τη συλλογική  ευημερία της κοινότητος και αυτό ακριβώς την καθιστά αληθινά πολιτική σκέψη».[3]

Πράγματι, η προσωπική ευθύνη για την ανομική συμπεριφορά και τη δυστυχία που ακολουθεί αποτελούν ένα ζεύγος αίτιου-αιτιατού που χαρακτηρίζει τη γένεση και προετοιμάζει την περαιτέρω ανάπτυξη της ελληνικής πολιτικής σκέψης. Και αυτή τη θέση τη συναντούμε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αρχέγονης ομηρικής κοινωνίας.

Κείμενα απαιτητικά, πολυεπίπεδα, με σύνθετη αφηγηματική δομή που μακράν απέχει από την απλοϊκή καταγραφή γεγονότων, τα Ομηρικά έπη δίκαια έχουν χαρακτηρισθεί σαν η λαμπρή αρχή της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας (ενώ δυστυχώς η εντόπια παιδεία δεν οδηγεί τις περισσότερες φορές ούτε στην εξοικείωση με αυτά ούτε στην αγάπη προς αυτά) και βέβαια εξακολουθούν να προκαλούν συζήτηση στη διεθνή φιλολογική και ιστορική έρευνα. Παρ’ όλο δε που ως  ποιητικά έργα, ο στόχος τους δεν είναι να  ικανοποιήσουν ιστορικά ερωτήματα, είναι γενικά αποδεκτό, ότι περιέχουν αναφορές και στοιχεία από συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους. Επίσης, είναι δυνατόν κανείς να εντοπίσει μια αμυδρή έστω εικόνα της αναδυόμενης ‘πόλεως’ και κάποια υποτυπώδη μορφή των κατοπινών θεσμών της. Διαβάζουμε π.χ. για την «αγοράν», έννοια, η οποία χρησιμοποιείται προκειμένου να περιγράψει  τόσο τον τόπο, όπου οι άνθρωποι συγκεντρώνονται, κυρίως για να λύσουν κάποιες νομικές διαφορές, όσο και την ίδια  την διαδικασία αυτής της πρώτης μορφής συνέλευσης. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι η ΄πόλις’ θεωρείται το φυσιολογικό πλαίσιο κατοικίας αλλά και ένδειξη ενός εξελιγμένου τρόπου ζωής – η ‘πόλις’ δηλαδή με την «αγορά που παράγει αποφάσεις» («βουληφόρος αγορά») και την λειτουργία (στοιχειωδών έστω) κανόνων δικαίου («θέμιστες»).

Δίκη – Νόμος ανθρώπων

Η σημασία όμως της ύπαρξης ενός ‘Κοινού’ Δικαίου και η ανάγκη αυτό να γίνεται απόλυτα σεβαστό από τους ανθρώπους είναι ιδέες που κυριαρχούν σε επόμενο, χρονολογικά, σωζόμενο ποιητικό έργο, στο έπος του Ησιόδου «Έργα και Ημέραι». Από την Άσκρα της Βοιωτίας, ο Ησίοδος ζει τον 7ο αι. και επίσης χρησιμοποιεί στα κείμενά του την φόρμα του έπους. Η θεματική του όμως είναι διαφορετική, ενώ ιδιαίτερα στο έργο που ανέφερα και το οποίο παρουσιάζει ενδιαφέρον για τα θέματα που μας απασχολούν σ’ αυτές τις σελίδες δίνει, συνδιαλεγόμενος με τον αδελφό του, Πέρση, πληροφορίες τόσο για τον εαυτό του, για πραγματικές οικογενειακές σχέσεις και περιπλοκές (όπως φαίνεται, ο αδελφός του τον αδίκησε σε θέματα κληρονομιάς δωροδοκώντας τους αρμόδιους κριτές), όσο και για τις επικρατούσες συνθήκες σε μια μικρή ελληνική κοινότητα, σε μια αρχική μορφή πόλης. Το έπος «Έργα και Ημέραι» μας επιτρέπει να εντοπίσουμε την αρχή της κρίσης που τον επόμενο ιδίως αιώνα (δηλ. τον 6ο αι. π.Χ.) κλονίζει, συχνά με εξαιρετικά βίαια φαινόμενα, τον κοινωνικό ιστό πολλών ελληνικών πόλεων, ώσπου στις περισσότερες να αναδειχθεί ένα σταθερό, αντικειμενικό πλαίσιο θεσμών.

Μια από τις χαρακτηριστικές θέσεις που διατυπώνει ο Ησίοδος μιλώντας στον Πέρση είναι η εγγενής στον άνθρωπο γνώση-αίσθηση του Δικαίου, η ύπαρξη της Δίκης, όπως την ονομάζει, στοιχείο άλλωστε που τον διαχωρίζει από τα υπόλοιπα έμβια όντα (στ.275-280):

«Πέρση, βάλε τα λόγια μου βαθιά στο νου σου, άκου της δικαιοσύνης τη φωνή… (‘δίκης επάκουε….)/αφού τον νόμο αυτόν επέβαλε ο Κρονίδης στους ανθρώπους (‘τόνδε γαρ ανθρώποισι νόμον έδωσε Κρονίων’) /Ψάρια, θηρία και πουλιά..να αλληλοτρώγονται, γιατί δεν ξέρουν τι θα πει δικαιοσύνη (‘επεί ου δίκη εστί μετ’ αυτοίς’) Στον άνθρωπο όμως έδωσε ο Δίας τη Δίκη – μέγα καλό και πρώτο (‘ανθρώποισι δ’ έδωκε δίκην, η πολλόν αρίστη’)

                                                                                     [μτφρ. Δ. Ν. Μαρωνίτη]

Πρόκειται για μία από τις πρώτες (στην ελληνική Γραμματεία) νύξεις προεξαγγελτικές του μεγάλου ρεύματος της ανθρώπινης Σκέψης, το οποίο αποδέχεται την ύπαρξη ενός ‘Φυσικού Δικαίου’, κατά περίεργο τρόπο κοινού στις βασικές του αρχές μέσα στις ανθρώπινες ομάδες.

Φυσικά απέναντι στην ιδέα ενός Αντικειμενικού, Απόλυτου Δικαίου πολύ σύντομα, από την Αρχαιότητα ακόμη, αναπτύχθηκε και η αντίθετη θέση, αυτή του υποκειμενικού χαρακτήρα της Αλήθειας. Και οι δύο τάσεις, επεξεργασμένες και διαμορφωμένες σε ανάλογες κοσμοθεωρίες και ιδεολογίες, λειτουργούν κατά βάση και στις μέρες μας.

Το δεύτερο που αξίζει να παρατηρηθεί στο κείμενο του Ησιόδου είναι η στενή σχέση της Δίκης με τον Δία: η Δίκη είναι μία από τις θυγατέρες του. Μητέρα της η Θέμις, θεότητα, η οποία επίσης ταυτίζεται με την εγγύηση της Δικαιοσύνης και της Τάξης.

Η προσβολή της Δίκης έχει άμεση αντανάκλαση στην προσβολή του Διός, ενώ οι συνέπειες αυτής της παρέκκλισης κυρίως από τους ηγέτες μιας κοινότητας (τους «βασιλείς» στην πολιτική ορολογία της εποχής, τους ευγενείς δηλ. που στα πλαίσια της διαμορφούμενης πόλης ασκούν τα διάφορα αξιώματα) είναι αναπόφευκτες και σοβαρές (στ.240 κ.εξ.):

«Πολλές φορές από έναν άνθρωπο κακό μια πόλη στο σύνολό της υποφέρει, αν αμαρτάνει αυτός και μηχανεύεται ανόσια έργα…… Βασιλιάδες,… την τιμωρία τούτη στοχαστείτε! Γιατί κοντά σας, ανάμεσα στους ανθρώπους, βρίσκονται θεοί αθάνατοι και παρατηρούν εκείνους που μ’ άδικες κρίσεις καταπονούν ο ένας τον άλλον, περιφρονώντας την τιμωρία των θεών.. (‘εγγύς γαρ εν ανθρώποισιν εόντες/αθάνατοι φράζονται, όσοι σκολιήσι δίκησιν/αλλήλους τρίβουσι θεών όπιν ουκ αλέγοντες’)…..Μία παρθένα είναι η Δίκη, από τον Δία γεννημένη, ένδοξη και αξιοσέβαστη απ’ τους θεούς που εξουσιάζουνε τον Όλυμπο. Όταν κανείς τη βλάπτει και την κατηγορεί στρεβλά, αμέσως πάει και κάθεται πλάι στο Δία τον πατέρα της… και απαγγέλλει τον άδικο των ανθρώπων νου, για να πληρώσει ο λαός τις αμαρτίες των αρχόντων του που σκέφτονται ολέθρια κι εκτρέπουνε το δίκαιο σ’ άλλο δρόμο με άδικες αποφάσεις (‘δίκας σκολιώς ενέποντες’)».[4]

Ο Ησίοδος αδικήθηκε στη δικαστική διαμάχη με τον αδελφό του εξαιτίας άδικων αποφάσεων που εξέδωσαν κάποιοι άρχοντες δωροδοκούμενοι. Πρόκειται για τις «σκολιές δίκες» των «δωροφάγων βασιλέων». Έχοντας σκιαγραφήσει μπροστά τους τη μορφή της Δίκης και της συνέπειες της συμπεριφοράς τους προτρέπει (στ.263-264):

«Αποφεύγετε όλα αυτά, δωροφάγοι βασιλείς,..ξεχάστε ολότελα τις άδικες κρίσεις σας.. (‘ταύτα φυλασσόμενοι, βασιλής, ιθύνετε μύθους,/δωροφάγοι, σκολιών δε δικέων επί πάγχυ λάθεσθε’).

Επανειλημμένα ο Ησίοδος ψέγει την ηγεσία για την περιφρόνηση της Δίκης και την «ύβριν» (την κατάφωρη δηλαδή, αλαζονική, άφρονα και πέρα από κάθε μέτρο πρακτική της αδικίας) που τη συνοδεύει οδηγώντας μας στο συμπέρασμα, ότι αυτές οι συμπεριφορές έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του κλίματος που οδήγησε στην εκδήλωση της κρίσης στις αρχαϊκές πόλεις.  Και μπορεί να τονίζεται σαφώς, ότι η ευθύνη της άνομης ηγεσίας είναι μεγάλη και οδηγεί σε δεινά ολόκληρη την κοινότητα, όμως δεν εξαιρείται από την ευθύνη των επιλογών και ο καθένας που ακολουθεί το άδικο:

«Πέρση, υπάκουε στη Δίκη, μην ακολουθείς την ύβρη/ Φέρνει δεινά η ύβρη στον ταπεινό, μα ούτε και ο δυνατός μπορεί ν’ αντέξει τις συνέπειές της, λυγίζει κι αυτός κάτω από τις συμφορές που την ακολουθούν.. Άλλος δρόμος καλύτερος υπάρχει που οδηγεί στο δίκαιο».

Είναι ο δρόμος που οδηγεί τελικά και το άτομο και την κοινότητα στην αρμονία και στην ισορροπία. Γιατί (στ.265-266): «στον ίδιο του τον εαυτό κάνει κακό ο άνθρωπος που κάνει κακό σε άλλον και η κακή σκέψη για εκείνον που τη σκέφτηκε είναι η πιο κακή» (‘αυτώ κακά τεύχει ανήρ άλλω κακά τεύχων, η δε κακή βουλή τω βουλεύσαντι κακή’).

Αντίστοιχη είναι η εξέλιξη και στο πλαίσιο της ανθρώπινης οργανωμένης συμβίωσης (στ.225κ.εξ.):

«Μα όσοι απονέμουν κρίσεις δίκαιες στους ξένους και στους ντόπιους κι από του δίκαιου την οδό δεν παρεκβαίνουν, ακμάζει η πόλη τους κι ανθεί ο λαός σε τούτη» (οι δε δίκας ξείνοισι και ενδήμοισι διδούσιν/ιθείας και μη τι παρεκβαίνουσι δικαίου, τοίσι τέθηλε πόλις, λαοί δ’ ανθέουσιν εν αυτή’).

Ο μελετητής της Παλαιάς Διαθήκης  αναγνωρίζει, είμαι βέβαιη, στις απόψεις και παραινέσεις του Ησιόδου πολλά στοιχεία που θυμίζουν έντονα τις επιταγές του Νόμου του Θεού σχετικά με τη μεταχείριση του ξένου, την προστασία του αδυνάτου, τη δίκαιη κρίση απέναντι σε όλους. Θα επανέλθουμε στο θέμα αυτό με τις τελευταίες μας παρατηρήσεις.   

Αναζητώντας την αρμονία της Ευνομίας

Θυγατέρα του Διός και της Θέτιδος, όπως είδαμε, η Δίκη είχε δύο αδερφές, την Ειρήνη και την Ευνομία. Είναι φανεροί οι συνειρμοί που δημιουργούν αυτοί οι συσχετισμοί: η ύπαρξη της Δίκης συνδέεται άμεσα με την ειρηνική διαβίωση στο εσωτερικό μιας κοινότητας, όπως και με την Ευνομία, ενώ, αντίθετα, η περιφρόνηση των επιταγών του Δικαίου οδηγεί σε κοινωνική δυσαρμονία και τέλος στην γνωστή, για τον μελετητή της Ελληνικής Αρχαιότητος, «στάσιν».

 Αυτές οι παραστάσεις και σκέψεις κυριαρχούν σ’ ένα μεταγενέστερο ποιητικό έργο με πολιτικό περιεχόμενο, γραμμένο από τον πολιτικό άνδρα, νομοθέτη και ποιητή Σόλωνα. Το συγκεκριμένο κείμενο μάλιστα ονομάστηκε από τους αρχαίους σχολιαστές «Ευνομία», εφόσον, αφού αρχικά παρουσιάζονται οι παράγοντες που οδηγούν στην  διάσπαση της κοινωνίας, στην «δυσνομίαν»,  περιγράφονται τα αγαθά της «ευνομίας».[5]

Η έννοια αυτή χρησιμοποιείται βέβαια και στη Νεοελληνική, δηλώνοντας το πλαίσιο κανόνων και νόμων που εξασφαλίζουν δικαιοσύνη, ισότητα και ομαλές συνθήκες διαβίωσης, στην ορολογία όμως της Αρχαϊκής εποχής η Ευνομία έχει περιεχόμενο όχι φυσικά αντίθετο, αλλά ευρύτερο και περισσότερο σύνθετο – δηλώνει την αρμονία που χαρακτηρίζει τη ζωή μιας κοινότητας, όταν απουσιάζουν εντελώς η αδικία και η καταπίεση σε βάρος του αδυνάτου, η ‘ύβρις’ και απληστία του δυνατού, όταν ο πλούσιος και ισχυρός προστατεύει τον μη προνομιούχο και όταν όλες οι κοινωνικές ομάδες (για τις οποίες δεν προβλέπεται την εποχή εκείνη πολιτική ισότητα) σέβονται εξίσου και απόλυτα το Δίκαιο.

 Και πάλι παρουσιάζει ενδιαφέρον και έχει επισημανθεί από την έρευνα η ομοιότητα με παραστάσεις πολιτισμών της Εγγύς Ανατολής, συγκεκριμένα η ομοιότητα  ανάμεσα στην Αρχαϊκή ιδέα της Ευνομίας  και το αιγυπτιακό ‘maat, έννοια που αποδίδει ένα πλαίσιο ‘συμπαντικής’ αρμονίας, τάξης, δικαιοσύνης και αλήθειας, μέσα στο οποίο δεν υπάρχει  χώρος για το άδικο και την καταπίεση   και το οποίο καλείται να εξασφαλίσει (εφόσον δεν είναι δεδομένο μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία) ο εκάστοτε Φαραώ. Και εδώ ο ισχυρός, παρά την κατοχυρωμένη προνομιακή θέση του, είναι υποχρεωμένος να προστατεύει και να αποδίδει το δίκαιο στον αδύνατο.[6]

Τα αίτια της ‘κρίσης’

Ο Σόλων κλήθηκε το 594 να αντιμετωπίσει την «στάσιν», μια κοινωνική και πολιτική ‘κρίση’ που για μεγάλο χρονικό διάστημα κατέτρωγε τα θεμέλια της Αθηναϊκής πολιτείας. Οικονομική εξαθλίωση των πολλών, εξάρτηση από τους ολίγους ‘ευπατρίδες’, επαχθείς συνθήκες δανεισμού (δεν γνωρίζουμε ακριβώς τη φύση των δανείων, καθώς η νομισματική οικονομία βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα) με εγγύηση την προσωπική ελευθερία του δανειζομένου, αποκλεισμός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού, όπως φαίνεται, από την πολιτική συμμετοχή στα κοινά – αυτές πρέπει να ήταν, σύμφωνα με τα δεδομένα των πηγών μας, οι παράμετροι της κρίσης.[7]  Το γεγονός, ότι, όπως πληροφορούμαστε, υπήρξε κάποια πρωτοβουλία συνδιαλλαγής και από κοινού εκλογή του Σόλωνα ως ‘διαλλακτού’, υποδηλώνει, ότι  παρά τις ακραίες συνθήκες κρίσης υπήρχαν ακόμη τμήματα της κοινωνίας που διέθεταν  ωριμότητα, ψυχραιμία και ευθυκρισία. Και όσον αφορά τα μέτρα που πήρε ο Σόλων, αυτά  δεν πρόκειται εδώ να μας απασχολήσουν. Αρκεί μόνον να παρατηρήσουμε: α) ότι με την κατάργηση των συγκεκριμένων όρων δανεισμού (του «δανείζειν επί τοις σώμασιν») κατοχύρωσε οριστικά την ελευθερία του Αθηναίου πολίτη, μέτρο καθοριστικό για τις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις και β) η πολιτική του μετριοπάθεια τον έκανε ουσιαστικό μισητό σ’ εκείνους που εκπροσωπούσαν τα άκρα, στους ισχυρούς γαιοκτήμονες, επειδή κατήργησε τα χρέη, και στους αδύνατους κοινωνικά, επειδή δεν προχώρησε σε αναδασμό της γης.

Εκείνο  που σύντομα θα εξετάσουμε είναι ο τρόπος που ο Σόλων ‘είδε’ την ‘κρίση’  και τα αίτιά της. Και πάλι διαπιστώνουμε, ότι  πρόκειται για μια οπτική συνεπή με την ιδέα της ατομικής ευθύνης απέναντι στην κοινότητα – αυτού που εξ αρχής ορίσαμε ως μια από τις σημαντικότερες συμβολές της Ελληνικής Σκέψης στον ανθρώπινο πολιτισμό.

«Αν καταστραφεί η πόλη μας», αρχίζει ο Σόλων το μεγάλο, προγραμματικό του κείμενο, το επονομαζόμενο «Ευνομία», «δεν θα’ναι από βουλή του Δία ή γιατί έτσι το σχεδίασαν οι αθάνατοι θεοί…». Η προστασία των θεών, όπως μας διαβεβαιώνει, είναι δεδομένη. Αντίθετα:

 «Οι ίδιοι οι πολίτες είναι που θέλουν να καταστρέψουν τη μεγάλη μας πόλη με τις ανοησίες τους, κινημένοι από την επιθυμία του πλούτου (αυτοί δε φθείρειν μεγάλην πόλιν αφραδίησιν αστοί βούλονται χρήμασι πειθόμενοι)– κι ακόμη οι ηγέτες με τον άδικο νου που πολλές συμφορές τους περιμένουν από την αλαζονεία τους, καθώς δεν ξέρουν πώς να δαμάσουν την απληστία τους και με μέτρο να απολαύσουν τα αγαθά τους τραπεζιού τους (δήμου θ’ ηγεμόνων άδικος νόος, οίσιν ετοίμον ύβριος εκ μεγάλης άλγεα πολλά παθείν-ου γαρ επίστανται κατέχειν κόρον ουδέ παρούσας ευφροσύνας κοσμείν δαιτός εν ησυχίη)… πλουτίζουν με άδικα έργα και άδικους τρόπους (πλουτούσιν δ’ αδίκοις έργμασι πειθόμενοι)…. Δεν υπολογίζουν ούτε ιερή ούτε δημόσια περιουσία – κλέβουν κι αρπάζουν ο ένας απ’ τον άλλον (ούθ’ ιερών κτεάνων ούτε τι δημοσίων φειδόμενοι κλέπτουσιν εφ’ αρπαγή άλλοθεν άλλος) κι ούτε σέβονται τα ιερά θεμέλια της Δικαιοσύνης που, αν και σιωπά, ξέρει καλά και όσα γίνονται και όσα γίνηκαν και κάποια στιγμή θα’ ρθει  να τιμωρήσει (ουδέ φυλάσσονται σεμνά θέμεθλα Δίκης η σιγώσα σύνοιδε τα γιγνόμενα πρό τα’ εόντα, τω δε χρόνω πάντως ήλθ’ αποτεισομένη) – Αυτές οι πράξεις έρχονται και χτυπούν την πόλη σαν πληγή που κανένας δεν μπορεί να εμποδίσει (τούτ’ ήδη πάση πόλει έρχεται έλκος άφυκτον)– σκλαβιά έρχεται στην πόλη μας και ξεσηκώνει τον εμφύλιο σπαραγμό (εις δε κακήν ταχέως ήλυθε δουλοσύνην, ή στάσιν έμφυλον..επεγείρει)… πολλοί φτωχοί φεύγουν στην ξενητειά σαν δούλοι, έχοντας χάσει ελευθερία κι αξιοπρέπεια…. Κι έτσι, το κακό που πλήττει τον δήμο έρχεται και στου καθενός το σπίτι (ούτω δημόσιον κακόν έρχεται οίκαδ’ εκάστω)– οι θύρες της αυλής  δεν καταφέρνουν να το συγκρατήσουν μακριά, πηδά πάνω από τους ψηλούς τοίχους και σε βρίσκει οπωσδήποτε, ακόμα κι αν κρυφτείς στο βάθος του σπιτιού (αύλειοι δ’ έτ’ έχειν ουκ εθέλουσι θύραι, υψηλόν δ’ υπέρ έρκος υπέρθορεν, εύρεν δε πάντως, ει και τις φεύγων εν μυχώ η θαλάμου).

Αφροσύνη, απληστία, ανομικές πρακτικές, αλαζονεία και ‘ύβρις’, έλλειψη μέτρου, περιφρόνηση των αρχών του Δικαίου συνιστούν κατά τον Σόλωνα το πλαίσιο της κρίσης στην Αθήνα του 6ου αι. π. Χ. Έννοιες και παραστάσεις αρχαίες που προκαλούν επίκαιρους, θλιβερούς συνειρμούς. Και η τραγική συνέπεια: η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, το ‘δημόσιον κακόν’ που γλιστρά  και σε βρίσκει, όπου κι αν κρύβεσαι, κι ας ζεις σε μέγαρο, κι ας έχεις φροντίσει να οχυρώσεις την ευμάρειά σου πίσω από γεροχτισμένους τοίχους και κλειδαριές ασφαλείας.

Ο Σόλων καταλήγει σκιαγραφώντας την παράσταση της Ευνομίας’: «Αυτό μου λέει η καρδιά μου να διδάξω στους Αθηναίους, πως η ‘δυσνομία’ φέρνει αναρίθμητα δεινά στην πόλη, ενώ η ‘ευνομία’ φέρνει παντού τάξη και αρμονία (ευνομίη δ’ εύκοσμα και άρτια πάντ’ αποφαίνει), βάζει δεσμά στον άνομο (τοις αδίκοισ’ αμφιτίθησι πέδας)… παύει την απληστία (παύει κόρον), θαμπώνει την ‘ύβριν’ (ύβριν αμαυροί), ξηραίνει στο πρώτο άνθισμα την ‘άτην’, <την αφροσύνη, δηλ., που ακολουθεί ως τιμωρία την εκδήλωση της ‘ύβρεως’>(αυαίνει δ’ άτης άνθεα φυόμενα), διορθώνει τις άδικες αποφάσεις (ευθύνει δε δίκας σκολιάς)… σταματά τη διχόνοια, την οργή των αδικημένων (παύει δ’ έργα διχοστασίης, παύει δ’ αργαλέης έριδος χόλον) – κάτω απ’ αυτήν βασιλεύει αρμονία και φρόνηση (έστι δ’ υπ’ αυτής πάντα… άρτια και πινυτά)».

«Πρέπει ν’ αλλάξουμε»

Πράγματι – μια από τις σημαντικότερες συμβολές του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού αποτελεί η ανάπτυξη της προβληματικής γύρω από τη συμβίωση των ανθρώπων σε οργανωμένη κοινωνία, η δημιουργία δηλαδή της πολιτικής σκέψης. Σ’ αυτές τις σελίδες προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε  κάποια χαρακτηριστικά πρώτα βήματα αυτής της διαδρομής, όταν ακόμη η προβληματική εκφραζόταν μέσα από ποιητικά σχήματα, όχι με αφηρημένες έννοιες ή μια συστηματική πραγματεία. Διαγράφηκε η πεποίθηση των ποιητών-πολιτικών, ποιητών- στοχαστών, ότι αυτό που οδηγεί στην Ευνομία, στην αρμονική δηλαδή λειτουργία της κοινότητας, είναι η τήρηση του Δικαίου από ηγεσία και πολίτες. Αντίθετα – η περιφρόνηση της Δίκης, η ‘ύβρις’, η απληστία, η στρεψοδικία χάριν κέρδους οδηγούν στην κοινωνική κρίση, στο ‘δημόσιον κακόν’ που πλήττει κάθε πολίτη. Ο σύγχρονος αναγνώστης είναι, δυστυχώς, αδύνατον να μη βρει επίκαιρη εφαρμογή γι’ αυτές τις έννοιες που έρχονται από το απώτερο παρελθόν.

Αναμφίβολα ο πολύπλοκος, παγκοσμιοποιημένος κόσμος μας, οι σύνθετες δομές του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν έχουν καμιά σχέση ούτε με τη βοιωτική Άσκρα του Ησιόδου, ούτε με την αρχαϊκή Αθήνα της εποχής του Σόλωνα. Αν σκεφτούμε όμως προσεκτικά, η καρδιά, η ρίζα και του σύγχρονου ελληνικού προβλήματος δεν βρίσκεται μακριά από κει που την τοποθετούσαν οι αρχαίοι στοχαστές, (για τους οποίους τόσο καυχώνται οι Νεοέλληνες, χωρίς να γνωρίζουν τις περισσότερες φορές τις απόψεις και την προβληματική τους): στην ανομική συμπεριφορά «δωροφάγων αρχόντων» και άπληστων, ιδιοτελών πολιτών. «Καλώς η κακώς πρέπει να αλλάξουμε», θυμίζω την τοποθέτηση του σύγχρονου αναλυτή που ανέφερα στην αρχή.

Οι συνδηλώσεις αυτής της φράσης ηχούν οικείες για τον πιστό άνθρωπο που έχει βιώσει την Αλήθεια του Χριστιανικού μηνύματος. Είναι αδύνατον η κρίση που μαίνεται γύρω μας να μην επιβεβαιώνει τις θεμελιώδεις διακηρύξεις του Λόγου του Θεού για την επιτακτική ανάγκη να  αντιμετωπισθεί η πρωταρχική Κρίση μέσα μας και να μορφωθεί ένα «νέο εν Χριστώ κτίσμα».

Τα ‘χνάρια’ του Νομοθέτη

Δεν θέλω να κλείσω χωρίς μια τελευταία παρατήρηση που, πιστεύω,  υπερβαίνει την ‘κρίση’ και τις όποιες εκτιμήσεις και σκέψεις γύρω απ’ αυτήν καθένας μας συνεισφέρει. Γιατί παρά τη μιζέρια και την ασφυκτική ατμόσφαιρα που μας περιβάλλουν και μας επηρεάζουν, παρά τα πραγματικά προβλήματα και βάρη που έχουν συσσωρευθεί στη ζωή μας, είναι ανάγκη, πιστεύω, να «ανακύψουμε».

Ας  σκεφτούμε για λίγο: ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία είναι μια ακολουθία περιόδων ‘κρίσης’ και μέσα απ’ αυτές αναδείχθηκαν σπουδαίες προσωπικότητες, γνωστές ή μη, γράφτηκαν μεγάλα έργα λογοτεχνίας και μουσικής.[8] 

Ας σκεφτούμε βαθύτερα: ολόκληρη η Βίβλος αφορά και απευθύνεται σ’ έναν κόσμο που βρίσκεται σε ‘κρίση’, διότι απλούστατα έτσι βλέπει τον κόσμο ο Θεός και αυτή είναι η αλήθεια μετά την Πτώση.

 Συγχρόνως όμως ολόκληρη η Βίβλος αντηχεί από το «αλλά» του Θεού – το «αλλά» των παρεμβάσεων και της Χάρης Του. «Όσοι δε έλαβον Αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού» (Ιωάνν.1.12). Όποιος από μας ταπεινά, με απέραντη ευγνωμοσύνη βλέπει τον εαυτό του  σ’ αυτή τη δήλωση, όποιος αναγνωρίζει την δική του προσωπική, υπαρξιακή ‘κρίση’  που  ο Ιησούς Χριστός ‘ελυσε’, θα πρέπει, πιστεύω, να «ανακύψει» – το ίδιο και οι επιμέρους κοινότητες-οικογένειες των πιστών. Τότε θα ανανεωθεί η εμπιστοσύνη και η αγαλλίασή μας στον προνοούντα Θεό της Σωτηρίας μας, τότε θα αναζητήσουμε τρόπους να προσφέρουμε και να ανακουφίσουμε τον Άλλον (εφόσον και στο βαθμό που μπορούμε), τότε θα ξαναβρούμε  στήριγμα και διέξοδο από την κατάθλιψη όχι σ’ αυτά που μας δίνει ο Θεός αλλά σ’ Αυτό που Εκείνος είναι. Και  ακριβώς κάτι από τα ‘χνάρια’ Αυτού του Άγιου Θεού αφορά η τελευταία  παρατήρηση, που απλώς θα καταθέσω, περισσότερο σαν αφορμή  για στοχασμό.

Σχολιάζοντας τα κείμενα των στοχαστών της Αρχαϊκής Ελλάδος ο αναγνώστης πρόσεξε ενδεχομένως κάποιες νύξεις που έκανα υπογραμμίζοντας, α) την παραδοχή μιας στενής σχέσης ‘συγγένειας’ ανάμεσα στο Δίκαιο, προσωποποιούμενο στη μορφή της ‘Δίκης’ κατά το έθος της εποχής, και στο Θείον, συγκεκριμένα στον Δία, β) την ‘περίεργη’ ομοιότητα ανάμεσα σε θέσεις και απόψεις Αρχαίων λαών  γύρω από το Δίκαιο, την ορθή συμπεριφορά και την παρέκβασή της.

Όσον αφορά το πρώτο   η ΄συγγένεια’  αυτή μας οδηγεί όχι βέβαια στον Δία ως κεφαλή του Δωδεκάθεου, αλλά στην αρχετυπική, καθαρή Αλήθεια του Ενός, Μοναδικού Θεού, ο Οποίος αγαπά Δικαιοσύνη, Έλεος, Κρίση σωστή για τον φτωχό και κοινωνικά αδύνατο. Η καθαρή παράσταση Αυτού του Θεού μπορεί να αμαυρώθηκε και να παραμορφώθηκε μετά την Πτώση, σπαράγματα όμως από  τον Ηθικό Νόμο Του φαίνεται πως διατηρήθηκαν στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας, όπως και η αντίληψη, ότι αυτός ο Ίδιος ο Νόμος έχει Θεία προέλευση και νομιμοποίηση. Ειδικά αυτή η σχέση του Δικαίου με το Θείον είναι ένα στοιχείο που τις περισσότερες φορές «επιμελώς» αποσιωπάται από τους μελετητές της Αρχαιότητος. Ορθά τονίζουν την έμφαση στην ατομική, πολιτική ευθύνη που αναδεικνύεται από την Ελληνική σκέψη, αποφεύγουν όμως να σχολιάσουν παράλληλα τη στενή σύνδεση ανάμεσα στην Δικαιοσύνη και στις Θείες εντολές που επίσης συναντά κανείς στους Αρχαίους στοχαστές.

 Οπωσδήποτε έχει επισημανθεί από την ιστορική και θρησκειολογική έρευνα η ομοιότητα μεταξύ των συγκεκριμένων επιταγών της Ησιόδειας Δίκης που γνωρίσαμε προηγουμένως και της θέσης που παίρνουν απέναντι στο κοινωνικό άδικο οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης, μεταφέροντας εκείνοι την απερίφραστη Θεία Αποκάλυψη. Αναφέρω ενδεικτικά την εντολή που καταγράφεται στο βιβλίο του Λευιτικού (19.15) και σαφέστατα θυμίζει την καταδίκη των «σκολιών δικών» από τον Ησίοδο: «Δεν θέλετε κάμει αδικίαν εις κρίσιν-δεν θέλεις αποβλέψει εις πρόσωπον πτωχού, ουδέ θέλεις σεβασθή πρόσωπον δυνάστου – εν δικαιοσύνη θέλεις κρίνει τον πλησίον σου» Αξίζει επίσης να μελετήσει κανείς: Αμώς, 5.7-15. [9]

Το δεύτερο    στοιχείο που υπογράμμισα πιο πάνω ήταν αυτή ακριβώς η  ομοιότητα την οποία εντοπίζει ο μελετητής των Πολιτισμών και Λαών της Μεσογείου μεταξύ των  αντιλήψεών τους για το Δίκαιο και το Άδικο, την αρμονία και τη δυσαρμονία στις ανθρώπινες σχέσεις. Αντικείμενο και καθήκον της ιστορικής έρευνας όπως και των συγκριτολογικών σπουδών είναι φυσικά να διαπιστώνουν διαύλους και μέσα επικοινωνίας, χάρη στα οποία εμφανίζονται αυτοί οι κοινοί τόποι, να εξετάζουν τη διαδικασία πρόσληψης ιδεών και να  την τοποθετούν σε μια λογική χρονική αλληλουχία. Είναι  άλλωστε δεδομένο και πλέον αποδεκτό, ότι στην Αρχαιότητα η Μεσόγειος μάλλον ένωνε παρά χώριζε τις κοινότητες που τη μοιράζονταν. Όμως, και πάλι, αφού εξετασθούν όλα τα στοιχεία και τα σημεία πιθανής επαφής, συχνά συναντά κανείς στη βιβλιογραφία τη διαπίστωση, ότι «υπάρχουν ιδέες που μοιάζει να αποτελούν κοινή περιουσία της Ανθρωπότητος, ανεξάρτητα από επιμέρους αλληλοεπιδράσεις».

Πράγματι, μέσα σε όσα γνωρίζουμε πια από την ιστορία των ανθρώπινων ιδεών και αντιλήψεων, και βέβαια όχι μόνον στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, είναι δύσκολο να βρει κανείς κάποιο αξιακό σύστημα ή κώδικες συμπεριφοράς, οι οποίοι προγραμματικά να επιβραβεύουν την άδικη συμπεριφορά, την καταπίεση των αδυνάτων, το ψέμμα, την προδοσία. Μοιάζει στ’ αλήθεια να υπάρχει ‘γραμμένος’ μέσα μας ένας Κοινός Ηθικός Νόμος, μια συγκεκριμένη Απαίτηση που  οδηγεί βέβαια  επανειλημμένα στη συνειδητοποίηση της αποτυχίας και της αστοχίας μας . Από την Αρχαϊκή σκέψη του Ησιόδου και του Σόλωνα  και μέσα σ’ όλες τις μετέπειτα απόπειρες του ανθρώπινου πνεύματος να βρει λύση στην ατομική και συλλογική ‘κρίση’  βρίσκουμε σταθερά μπροστά μας την ίδια επίμονη Παρουσία – πρόκειται για τον Κοινό Ηθικό Νόμο, τα ‘χνάρια’ του Νομοθέτη, τα στοιχεία του  Χαρακτήρα ενός Άγιου Θεού που μισεί το Άδικο. Ο απ. Παύλος το γνώριζε αυτό καλά, όταν έγραφε στην επιστολή προς Ρωμαίους για τα έθνη «τα μη νόμον έχοντα», τα οποία όμως «φύσει τα του νόμου ποιούσιν» και έδινε την εξήγηση: «ούτοι νόμον μη έχοντες εαυτοίς εισί νόμος – οίτινες ενδείκνυνται το έργον του νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως» (Ρωμ.2.14,15).

Για τον Ησίοδο και τον Σόλωνα του 7ου και 6ου π. Χ. αι. ήταν αυτονόητο, ότι η περιφρόνηση των ‘ιερών θεμελίων’ του Δικαίου, η ‘ύβρις’ – ή αλλιώς το αλαζονικό ξεπέρασμα του μέτρου -, όπως και  η απληστία  οδηγούν πάντα στην ‘δυσνομίαν’ και στην ‘στάσιν’, στην ‘κρίση’ θα λέγαμε εμείς σήμερα. Η Αλήθεια του Ηθικού Νόμου καθιστούσε αληθινές και υποχρεωτικές τις συνέπειες της παράβασής του.

 Για τον συνειδητό πιστό του Χριστού στη σημερινή Ελλάδα, η ‘κρίση’ που τον πιέζει, συχνά ασφυκτικά, μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει ως ένα βαθμό με τον ίδιο τρόπο, οδηγώντας δηλ. στην συνειδητοποίηση, ότι η Αλήθεια του Νόμου του Θεού καθιστά αληθινές και αναπόφευκτες τις συνέπειες της παράβασης των επιταγών Του.  Πάνω απ’ όλα όμως μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει σαν αιτία και ευκαιρία να ζητήσουμε στενότερη και ουσιαστική κοινωνία με τον Άγιο Θεό που άφησε τα ‘χνάρια’ του Νόμου Του στις καρδιές μας και από Αγάπη ασύλληπτη έγινε ο Σωτήρας μας.

Η ‘κρίση’ μπορεί τέλος – και επί τέλους – να μας οδηγήσει σε μια πολύτιμη σχέση αγάπης μαζί Του, βασισμένη όχι στις παροχές που συντηρούν έναν λαμπερό τρόπο ζωής, to κενό ‘life-style’ των τελευταίων χρόνων, αλλά  σ’ Αυτό που ο Θεός είναι Αλήθεια, Δικαιοσύνη, Έλεος, Αγάπη, το Απόλυτο Αγαθό.



[1] Το κείμενο αυτό ολοκληρώθηκε στις 14 Ιουνίου 2012. Δεν νομίζω η περιρρέουσα ατμόσφαιρα να έχει αλλάξει ριζικά, όταν θα έρθει στα χέρια του αναγνώστη. Σίγουρα όχι, ως προς την ουσία του προβλήματος.

[2] Ο Ορέστης σκότωσε και τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα και τον σύντροφό της Αίγισθο εκδικούμενος τη δολοφονία του πατέρα του, Αγαμέμνονα. Ο Ζευς τονίζει, ότι ο Αίγισθος είχε ρητά προειδοποιηθεί  από τους θεούς, να μην προχωρήσει σ’ αυτή την ανόσια πράξη.

[3] It is man’s responsibility for the well-being of his community,.., upon which Greek thinking focuses from the very beginning, and that, I propose, makes it truly political thought”. Βλ.σχετικά: Kurt Raaflaub, «Political Thought, Civic responsibility and the Greek Polis”, στο Johann Arnason/Peter Murphy (εκδ.). Agon, Logos, Polis, Stuttgart 2001, 87.

[4] Η μετάφραση του συγκεκριμένου χωρίου και των επόμενων είναι του Στ. Γκιργκένη από  σχολιασμένη έκδοση τριών έργων του Ησιόδου, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2001.

[5] Για το κείμενο βλ. Martin West, Iambi et Elegi Graeci Ante Alexandrum Cantati, t.II, Oxford 19922 , αρ.2.

[6] Βλ. μεταξύ άλλων Kurt Raaflaub, «Poets, lawgivers and the beginnings of political reflection in Archaic Greece”, στο Chr.Rowe, M.schofield (εκδ.) , The Cambridge History of Greek and Roman Political Thought, Cambridge 2000. Για την έννοια του ma‘at βλ. γενικά: Jan Assmann, Ma’at: Gerechtigkeit und Unsterblichkeit im Alten Ägypten, München 1990.

[7] Βλ.σχετικά: Αριστ.Αθηναίων Πολιτεία,2κ.εξ., Πλούτ.Σόλων.

[8] Και ανεξάρτητα από την πνευματική διάσταση, αξίζει να αναλογιστούμε πόσοι άνθρωποι και στο παρελθόν αλλά και τώρα αγωνίστηκαν και αγωνίζονται, δημιούργησαν και  δημιουργούν μέσα σε απίστευτες αντιξοότητες σε αντίθεση με άλλους που δεν χρειάστηκε να κουραστούν για τίποτα. Βρίσκω εξαιρετικά απλουστευτική και πολύ άδικη για  τον ελβετικό λαό τη γνωστή ατάκα του Όρσον Ουέλλες από την περίφημη ταινία του «Ο τρίτος άνθρωπος», ενέχει όμως ένα ποσοστό αλήθειας που αξίζει να λάβουμε υπόψη μας: «Η Φλωρεντία μέσα σε συγκρούσεις και κοινωνική αναταραχή έδωσε έναν Μιχαήλ Άγγελο, η Ελβετία μέσα σε αιώνες ηρεμίας και γαλήνης παράγει μόνον σοκολάτες και ρολόγια». 

[9]  Βλ.μεταξύ άλλων: Fr.Dornseiff, Hesiods Werke und Tage und das Alte Morgenland (1934), στο E.Heitsch (εκδ.), Hesiod, Wege der Forschung XLIV, WBG Darmstadt 1966, όπως και Klaus SeyboldJürgen von UngernSternberg, Amos und Hesiod. Aspekte  eines Vergleichs,στο K.Raaflaub (εκδ.) Anfänge des politischen Denkens in der Antike-Die nahöstlichen Kulturen und die Griechen, München 1993.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΑΣΤΗΡ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ” (ΤΕΥΧΟΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2012)

 www.gec.gr/astir

 

Comments are closed.