Ρομαντικό ηλιοβασίλεμα

Γράφει ο ΄Ακης Δημητριάδης

 

Πέρσι είχα ξεχάσει τα γενέθλια της γυναίκας μου, και είχα στενοχωρηθεί πολύ για αυτό. Φέτος όμως, όχι μόνο τα θυμήθηκα, αλλά αποφάσισα να της κάνω κι ένα δώρο έκπληξη – μια εκδρομή σε ένα όμορφο ελληνικό νησί. Το γραφείο ταξιδίων μου σύστησε ένα νησί, το οποίο είχε διάφορα αξιοθέατα, ανάμεσα σ’ αυτά και ένα μοναδικό ηλιοβασίλεμα.

Θυμήθηκα τα νιάτα μου, τότε που ήμουν πολύ ερωτευμένος με τη γυναίκα μου. Πώς καθόμασταν με τις ώρες να απολαύσουμε το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα. Πολλές φορές ξενυχτούσαμε στην αμμουδιά κοιτάζοντας τον έναστρο ουρανό, τη Μεγάλη Άρκτο, τον γαλαξία, μέχρι το πρωί την ανατολή του ήλιου, με τα χρυσοκόκκινα χρώματα.

Έτσι, λοιπόν, μόλις φτάσαμε στο νησί και τακτοποιηθήκαμε στο ξενοδοχείο, νωρίς το απόγευμα, μία ώρα πριν τη δύση του ηλίου, ξεκινήσαμε με το αυτοκίνητο για τη δυτική πλευρά του νησιού, εκεί όπου θα απολαυμβάναμε ρομαντικά το μεγαλείο της φύσης και τη δύση του ηλίου στο βάθος του ορίζοντα.

Ο δρόμος ήταν κακοτράχαλος, ανώμαλος χωματόδρομος, και το αυτοκίνητο υπέφερε από τις αναταράξεις στις λακούβες και τις νεροφαγιές. Όσο πήγαινε στένευε, απότομες στροφές χωρίς ορατότητα.

   Πού πηγαίνουμε;      με ρώτησε η γυναίκα μου γεμάτη αγωνία.

   Είναι έκπληξη,     της απάντησα.

            Κάποια στιγμή τα φρένα δεν έπιασαν καλά, ή μάλλον το αυτοκίνητο γλύστρισε στα χώματα. Έσφιξε το στομάχι μου όταν είδα την άκρη του γκρεμού δίπλα μου. Η γυναίκα μου δεν μιλούσε πλέον, κρατούσε την αναπνοή της.

            Το χειρότερο ήταν ότι το κατηφορικό αυτό μονοπάτι έφτασε σε ένα αδιέξοδο. Βγήκα έξω από το αυτοκίνητο και διαπίστωσα ότι ούτε μανόβρα μπορούσα να κάνω για να γυρίσω πίσω, κι ότι μόνο με την όπισθεν έπρεπε να ανέβω την ανηφοριά. Με έπιασε απελπισία, είχα γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα.

            Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στην οδική βοήθεια, την Express Service, αλλά εκεί στην ερημιά το κινητό μου δεν έπιανε σήμα. Σε λίγο θα άρχιζε να νυχτώνει, με έπιασε πανικός.

            Για καλή μας τύχη μετά από κάμποση ώρα έτυχε να περάσει ένα κοπάδι κατσίκια. Το άγριο τσομπανόσκυλο ήταν έτοιμο να ορμήσει πάνω μας και η γυναίκα μου μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο για ασφάλεια. Ο βοσκός, ένας Αλβανός που μιλούσε σπασμένα ελληνικά, ήλθε κοντά να δει τι πάθαμε.

 

                      Πού πάει, ρε σύ!   Ντεν βλέπει;

                      Ψάχνουμε το μέρος για να δούμε το ηλιοβασίλεμα.

                      Τι;

                      Ηλιοβασίλεμα!

                      Α.. κατάλαβα. Τουρίστι. Ανέβητε εκεί πάνω, βλέπεις κατσάβραχα;  Μόνο πρόσεξε, γλιστράει, επικίντινος.

 

Τον ευχαρίστησα, και μόλις έφυγαν τα κατσίκια και το άγριο τσομπανόσκυλο, προσπάθησα να ανέβω την ανηφοριά με την όπισθεν. Έβαλα μπρος τη μηχανή και με μεγάλη προσπάθεια, εκατοστό προς εκατοστό, κάποτε, ύστερα από πολλή ώρα που μου φάνηκαν αιώνες, κατόρθωσα να φτάσω σε ένα μέρος όπου μπόρεσα να κάνω μανούβρα και να γυρίσουμε πίσω. Το αυτοκίνητο είχε ανάψει, εγώ έσταζα μούσκεμα στον ιδρώτα και την αγωνία.

Ήμασταν και οι δυο αμίλητοι. Κάποια στιγμή η γυναίκα μου γύρισε και είπε,

 

                      Αυτή ήταν η μεγάλη έκπληξη που μου είχες ετοιμάσει;

Comments are closed.