Η Πόλη του Θεού (1) του Γιαννάκη Φωτιάδη

(Πέντε μηνύματα από τον Γιαννάκη Φωτιάδη – Μακάμπα, Μπουρούντι –

10-12 Ιουνίου 2008)

Πρώτο Μήνυμα


Θα ήθελα αυτές τις 2 – 3 ημέρες, που θα είμαστε μαζί, να μοιραστώ μαζί σας σχετικά με την Εκκλησία του Θεού. Και θα επικεντρωθώ σε μία εικόνα ή περιγραφή της Εκκλησίας. Ξέρετε ότι η Εκκλησία του Θεού αποκαλείται με διάφορα ονόματα στην Καινή Διαθήκη. Στην επιστολή του προς Κολοσσαείς (1.24) ο Απόστολος Παύλος γράφει ότι η εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού. Στην Α’ επιστολή του προς τον Τιμόθεο (3.15)  την αποκαλεί  οίκο του Θεού. Έτσι, η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού και ο οίκος του Θεού. Στην επιστολή του προς Εφεσίους, στο κεφάλαιο 5, ο Απόστολος Παύλος μιλάει για τη σχέση μεταξύ άνδρα και γυναίκας, του συζύγου και της συζύγου, και εκεί λέει ότι ο άνθρωπος θα αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του και θα είναι οι δύο μία σάρκα. Και λέει ότι αυτό είναι ένα μεγάλο μυστήριο και “λέω”, συνεχίζει, “αυτό αναφέρεται στον Χριστό και την εκκλησία”.  Έτσι, η εκκλησία είναι επίσης η νύφη, η γυναίκα του Χριστού. Μπορούμε επίσης να πούμε ότι η Εκκλησία είναι ο λαός του Θεού. Και στη συνέχεια, στο βιβλίο της Αποκάλυψης βλέπουμε ότι η νύφη, η γυναίκα του Αρνίου είναι επίσης μια πόλη. Έχουμε, λοιπόν, όλα αυτά τα περιγραφικά ονόματα για την Εκκλησία, και ο Θεός θέλει να μας δείξει κάτι με αυτά, έτσι  ώστε να μπορούμε να γνωρίζουμε με τον τρόπο αυτό την καρδιά του Θεού σχετικά με την Εκκλησία.

Ο όρος «εκκλησία» στα ελληνικά σημαίνει ένα σύνολο, μια σύναξη ανθρώπων που γίνεται για έναν σκοπό. Στην κυριολεξία, η λέξη σημαίνει ένα κάλεσμα προς τα έξω (εκ+καλώ), με την έννοια ότι οι άνθρωποι καλούνται να εγκαταλείψουν τους τόπους και τις ασχολίες τους και να συγκεντρωθούν μαζί για έναν σκοπό. Στις Πράξεις των Αποστόλων βρίσκουμε δύο περιπτώσεις όπου η λέξη «εκκλησία» χρησιμοποιείται μεν, αλλά δεν αναφέρεται στον λαό του Θεού. Στη μια περίπτωση αναφέρεται όντως στον λαό του Θεού, αλλά στην Παλαιά Διαθήκη, δεν πρόκειται για την εκκλησία της Καινής Διαθήκης. Η περίπτωση αυτή είναι στο κεφάλαιο 7 εδ. 38, όπου ο Στέφανος αναφέρει ότι ο Θεός  “μίλησε στην εκκλησία στην έρημο”. Η δεύτερη περίπτωση ειναι στο κεφ. 19. Μεγάλη αναταραχή προκλήθηκε, επειδή οι άνθρωποι που πίστευαν στον Χριστό, ανταποκρινόμενοι στο κήρυγμα του ευαγγελίου από τον απόστολο Παύλο, αποκήρυτταν τη λατρεία των ειδώλων και των διάφορων θεοτήτων, όπως  η Άρτεμη των Εφεσίων (μια θεά που λάτρευαν οι αρχαίοι Έλληνες). Κατά συνέπεια, οι αργυροκόποι που κατασκεύαζαν  ασημένιους ναούς της  Άρτεμης ξεσήκωσαν τον λαό, επειδή ελαττωνόταν το εισόδημα τους. Στο τελευταίο εδάφιο (41) του παρόντος κεφαλαίου, διαβάζουμε ότι ο Γραμματέας  «απέλυσε τη συνέλευση». Η λέξη εδώ πάλι στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο για αυτή τη συνέλευση ή συγκέντρωση είναι «εκκλησία».  Αλλά ήταν μια συγκέντρωση των Ελλήνων, καμία σχέση με το ευαγγέλιο, καμία σχέση με τον Ιησού. Τώρα, γιατί τα λέω όλα αυτά; Επειδή στο αρχικό ελληνικό κείμενο, με τον όρο «εκκλησία» εννοούνται οι άνθρωποι. Δεν είναι ένα κτήριο. Το κτήριο δεν είναι η εκκλησία, αλλά οι άνθρωποι που συγκεντρώνονται εκεί είναι η εκκλησία. Βλέπετε, για παράδειγμα, ένας Καθολικός ή Ορθόδοξος ή Αγγλικανικός ναός αποκαλείται συχνά «εκκλησία», αφιερωμένη συνήθως σε κάποιο άγιο. Είναι λάθος.  Μην το χρησιμοποιείτε με αυτόν τον τρόπο ή με αυτή την έννοια. Ο τόπος συνάθροισης  ή η αίθουσα ή οποιαδήποτε άλλη κατασκευή χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτό,  είναι απλά ένα κτήριο, δεν είναι η εκκλησία. Επειδή η εκκλησία είναι οι άνθρωποι. Εσείς και εγώ, όλοι εμείς μαζί είμαστε η εκκλησία. Όταν ανήκουμε στον Θεό, όταν το Άγιο Πνεύμα κατοικεί μέσα μας, τότε είμαστε μέλη της Εκκλησίας του Θεού, είμαστε η Εκκλησία.

Θέλω να πω κάτι ακόμα: Ανακάλυψα στη μελέτη μου ότι η Εκκλησία του Θεού, όπως ο Θεός τη σχεδίασε να είναι και όπως ήταν κρυμμένη στην καρδιά Του, είναι ένα μυστήριο. Και είναι ένα αριστούργημα ωραιότητας. Δεν έχουμε ακόμη δει αυτή την Εκκλησία. Γνωρίζουμε όμως ότι σε αυτή τη μία Εκκλησία του Θεού υπάρχουν άνθρωποι από κάθε φυλή, έθνος και γλώσσα. Αλλά στη γη έχουμε αυτές που ονομάζονται «εκκλησίες» με πολλά, πολλά ονόματα. Μπορεί να υπάρχουν χιλιάδες τέτοια ονόματα. Ακόμη και εδώ στη Nιάνζαλακ, την περασμένη εβδομάδα, συναντήσαμε διάφορες εκκλησίες:  η «Εκκλησία του Tέκε», η «εκκλησία της Πεντηκοστής», η «καθολική εκκλησία», η «εκκλησία του Γολγοθά», «η εκκλησία Eζεϊμπου» κτλ … πολλά και διάφορα ονόματα.  Εδώ, επίσης, η εκκλησία που συγκεντρώνεται σε αυτό το κτήριο έχει ένα όνομα. Υπάρχουν χιλιάδες εκκλησίες σε όλο τον κόσμο. Και μερικές είναι πολύ κακές και διδάσκουν εσφαλμένες διδασκαλίες, εντελώς έξω από την αλήθεια. Δεν ξέρω αν έχετε Μάρτυρες του Ιεχωβά ή Μορμόνους εδώ. Αυτές είναι αιρετικές διδασκαλίες που πόρρω απέχουν από την αλήθεια. Υπάρχουν ακόμη και πολλές άλλες που είναι μεταξύ αλήθειας και πλάνης,  έχουμε όμως και πολύ καλές εκκλησίες, που προσπαθούν να είναι πολύ κοντά στην αλήθεια. Στην Κύπρο υπάρχουν επίσης πολλές εκκλησίες.  Και όλοι έχουμε διαφορετικά ονόματα, έτσι ώστε να ξεχωρίζουμε από τους άλλους.

Εκτός από αυτό, η ίδια εκκλησία μπορεί να έχει επίσης τοπικές εκκλησίες. Αυτό ήταν που συνέβαινε και κατά τις πρώτες ημέρες. Στο βιβλίο των Πράξεων διαβάζουμε ότι υπήρχαν πολλές τοπικές εκκλησίες. Υπήρχε μια εκκλησία στην Έφεσο, μια εκκλησία στην Κόρινθο, μια εκκλησία στη Θεσσαλονίκη και ούτω καθεξής. Ακόμη, σε μια πόλη μπορούσε να υπάρχουν πολλές εκκλησίες, όπως στη Ρώμη, για παράδειγμα. Όταν ο απόστολος Παύλος γράφει τους χαιρετισμούς στο τέλος της επιστολής του προς τους Ρωμαίους, στο κεφάλαιο 16, καταλαβαίνουμε από τα γραφόμενά του ότι υπήρχαν στη Ρώμη πολλές εκκλησίες, συναθροίσεις, ή ομάδες, ενώ ορισμένες από αυτές ήταν «κατ’ οίκον» εκκλησίες, δηλαδή, συνάξεις σε σπίτια πιστών. Και κάθε εκκλησία είχε τους προϊστάμενους και τους διακόνους της και άλλους χαρισματούχους ανθρώπους που βοηθούσαν. Υπήρχαν απόστολοι  και προφήτες και ευαγγελιστές που περιφέρονταν και  βοηθούσαν  όλες τις εκκλησίες.  Και σε κάθε εκκλησία υπήρχαν πρεσβύτεροι. Δεν ξέρω πότε οι πρεσβύτεροι είχαν αντικατασταθεί από ένα άτομο που ονομάστηκε  «ποιμένας». Ο ποιμένας και ο διδάσκαλος, όπως ο απόστολος, ο προφήτης και ο ευαγγελιστής  είναι διακονίες για υπηρεσία και όχι αξιώματα.

Βέβαια, για να μιλήσουμε για όλα αυτά τα πράγματα είναι αδύνατο σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα. Πάντα προτιμώ να επικεντρώνομαι σ’ αυτό που ο Θεός θέλει να γνωρίζουμε για την αλήθεια Του. Επειδή, αυτά που ο Θεός μάς αποκαλύπτει για την εκκλησία Του είναι πολύ σημαντικές πνευματικές αρχές και ελπίζω ότι με τη χάρη του Θεού θα εξετάσουμε ορισμένες από αυτές τις αρχές, έτσι ώστε να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πώς να συμπεριφερόμαστε. Αυτό είναι που διαβάζουμε στην πρώτη επιστολή του Παύλου προς τον Τιμόθεο (3:14,15)   «Σου τα γράφω αυτά, ελπίζοντας να ‘ρθω σε σένα γρηγορότερα αλλά, αν καθυστερήσω, για να ξέρεις πώς πρέπει να συμπεριφέρεσαι στον οίκο τού Θεού, που είναι η εκκλησία τού ζωντανού Θεού, στύλος και στερέωμα της αλήθειας». Αμήν. Και αυτό είναι που θέλω να μοιραστώ μαζί σας. Θέλω να μιλήσω για τις αρχές, για τη βάση, το θεμέλιο της Αλήθειας σχετικά με την Εκκλησία. Συγκεκριμένα, αυτό που ο Κύριος εντύπωσε στην καρδιά μου αυτές τις μέρες, από τη στιγμή που ήρθαμε στη Nιάνζαλακ και χθες το βράδυ ιδιαίτερα, είναι η αλήθεια αυτή που μας παρουσιάζεται, ότι, δηλαδή,  η Εκκλησία είναι η Πόλη του Θεού. Στα ελληνικά η λέξη «εκκλησία» είναι όνομα θηλυκό. Και επονομάζεται ως  Πόλη του Θεού, Επουράνια Ιερουσαλήμ, Νέα Ιερουσαλήμ. Και επιπλέον, Νύφη του Αρνίου.

Στο βιβλίο της Αποκάλυψης διαβάζουμε στο κεφάλαιο 21.2: «Και την πόλη, την άγια Ιερουσαλήμ, καινούργια την είδα να κατεβαίνει από τον ουρανό, από τον Θεό, ετοιμασμένη σαν νύφη κοσμημένη για τον άντρα της». Και μετά στα εδάφια  9 και 10: «Και ήρθε ένας από τους εφτά αγγέλους που είχαν τις εφτά φιάλες, που ήταν γεμάτες με τις εφτά πληγές τις έσχατες, και μίλησε μαζί μου λέγοντας: ‘Έλα, θα σου δείξω τη νύφη, τη γυναίκα του Αρνίου’. Και με μετέφερε μέσα στο πνεύμα πάνω σε όρος μεγάλο και ψηλό και μου έδειξε την πόλη, την άγια Ιερουσαλήμ, να κατεβαίνει από τον ουρανό, από τον Θεό». Έτσι, εδώ βλέπουμε ότι αυτή η άγια Πόλη, η νέα Ιερουσαλήμ, είναι η γυναίκα του Αρνίου και είναι στον ουρανό, στον Θεό. Κατά κάποιον τρόπο,  η τέλεια αυτή πόλη, η τέλεια νύφη, η τέλεια εκκλησία,  βρίσκεται κρυμμένη στον Θεό και δεν την βλέπουμε ακόμη στη γη. Αυτό είναι το συμπέρασμά μου. Συμφωνείτε;

Στην επιστολή του προς Κολοσσαείς (3:3) ο απόστολος Παύλος λέει ότι η ζωή μας είναι κρυμμένη μαζί με τον Χριστό μέσα στον Θεό. Το θυμάστε αυτό. Και, συνεχίζοντας, λέει ότι, όταν ο Χριστός, η ζωή μας φανερωθεί, τότε κι εμείς θα φανερωθούμε μαζί Του με δόξα (εδ. 4). Προς το παρόν, αυτή η δόξα καλύπτεται. Αν πάρει κάποιος καθέναν  από εμάς ξεχωριστά, αυτός ο θησαυρός, αυτή η δόξα του Θεού είναι σε πήλινα σκεύη, κάτι που διαβάζουμε στη δεύτερη επιστολή προς Κορινθίους (4:7). Μέσα μας. Όταν λαμβάνουμε Άγιο Πνεύμα, ο Θεός είναι μέσα μας και όλη η δόξα Του είναι μέσα μας. Το όνομά Του είναι μέσα μας. Όλα του Θεού είναι μέσα μας. Αλλά είναι μέσα σε σκεύη, σε αυτά τα σώματα, τα οποία είναι φτιαγμένα από το χώμα της γης. Και αυτή η δόξα δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί. Όταν όμως αποκαλυφθεί, ξέρουμε ότι θα είμαστε όμοιοι με τον Ιησού, επειδή θα τον δούμε καθώς είναι (Α΄ Ιωάννη 3:2).

Ο Ιωάννης είδε αυτή την Ιερουσαλήμ, αυτή την ωραιότατη πόλη, την άγια, την τέλεια, να κατεβαίνει από τον ουρανό, από τον Θεό και να έχει τη δόξα του Θεού (εδ. 11). Η δόξα του Θεού είναι εκεί. Και ο Θεός μάς αποκαλύπτει, μέσω του Ιωάννη, κάποιες αλήθειες που ελπίζω ότι με τη χάρη του Θεού, θα μοιραστώ μαζί σας,  αρχίζοντας  από σήμερα και συνεχίζοντας αργότερα σε επόμενες συναντήσεις. Ο Θεός μάς δείχνει μερικά από τα χαρακτηριστικά αυτής της πόλης, ορισμένα από τα πράγματα που είναι εκεί. Και θέλει να μας τα γνωρίσει, έτσι ώστε να μπορούμε να γνωρίζουμε πώς να ζούμε. Πρέπει να αποβάλουμε κάθε μικρή ιδέα. Κάθε εγωισμό. Κάθε διαμάχη και διαίρεση μεταξύ μας. Είθε ο Θεός να μας βοηθήσει να δούμε με ποιον τρόπο τούτο θα γίνει κατορθωτό.

Όταν ήμουν μικρό παιδί, συλλογιζόμουν πάρα πολύ. Όταν έγινα άνδρας, συνέχισα να συλλογίζομαι και τώρα ακόμη πολύ περισσότερο. Ευχαριστώ τον Θεό που σήμερα οι σκέψεις μου είναι γεμάτες από τον Κύριό μου. Αλλά, όταν ήμουν νεαρό αγόρι – πολλά χρόνια προτού  ο Κύριος έρθει στη ζωή μου – πάντοτε αγαπούσα τη δικαιοσύνη. Ήμουν μόνο ένα νεαρό αγόρι που πήγαινε  στο δημοτικό σχολείο και με ενοχλούσε πάρα πολύ όταν άκουγα ανθρώπους να λένε ψέματα ή όταν έβλεπα ανθρώπους να καβγαδίζουν, να τσακώνονται και να χτυπάει ο ένας τον άλλον. Αναστατωνόμουν πάρα πολύ. Έτσι, με το παιδικό μυαλό μου, σκεφτόμουνα: «Θα οικοδομήσω  μια πόλη … και θα είμαι ο ηγέτης αυτής της πόλης και θα χτίσω έναν φράχτη γύρω από αυτή και δεν θα επιτρέπω σε κανέναν να μπαίνει μέσα, παρά μόνο εκείνους που δεν λένε ψέματα, που δεν κλέβουν, που δεν τσακώνονται». Αυτές ήταν οι σκέψεις που έκανα.  Όταν ο Κύριος με έφερε στον εαυτό Του και ήρθε στη ζωή μου,  ήμουν περίπου 22 χρονών. Πολλά χρόνια μετά από αυτό, σκεφτόμουν για τη Νέα Ιερουσαλήμ και ξαφνικά θυμήθηκα τα όνειρα και τις σκέψεις μου που είχα ως παιδί. Είπα: «Ευχαριστώ, Πατέρα, Σ’ ευχαριστώ,  Θεέ μου. Εγώ ως άνθρωπος ποτέ δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο, αλλά Εσύ είσαι ο Θεός, μπορείς να το κάνεις. Θα έχεις μια Πόλη όπου τα πάντα είναι άγια, όπου τα πάντα είναι δικαιοσύνη, όπου τα πάντα είναι αλήθεια, όπου υπάρχει μόνο η δόξα του Θεού!».

Στην επιστολή προς Εβραίους διαβάζουμε κάτι πολύ ενδιαφέρον. Ξέρετε ότι στο κεφάλαιο 11 γράφει για την πίστη. Διαβάζουμε ότι η πίστη (εδ. 1) είναι το θεμέλιο, το στέρεο έδαφος, το οποίο υποστηρίζει την ελπίδα (κείμ.: η υπόστασις). Για παράδειγμα, το τραπέζι αυτό εδώ μπροστά μου, στηρίζεται πάνω στα πόδια του. Και η πίστη είναι αυτή που υποστηρίζει την ελπίδα. Διαβάζουμε ακόμη ότι χωρίς πίστη είναι αδύνατο να ευαρεστήσει κανείς τον Θεό (εδ. 6). Στη συνέχεια, έχουμε  όλους εκείνους τους άνδρες και γυναίκες  της πίστης που αναφέρονται σε αυτό το κεφάλαιο. Υπάρχουν δύο ομάδες.  Στη μια ομάδα δόθηκε από τον Θεό η χάρη, η αποστολή, η δύναμη να καταπολεμήσουν βασίλεια,  να κλείσουν στόματα λεόντων, να διαφύγουν από στόματα μάχαιρας, να ενδυναμωθούν από ασθένεια, ήταν ισχυροί στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή τους εχθρούς τους, γυναίκες έλαβαν πίσω τους νεκρούς τους αφού αναστήθηκαν (εδ. 33-35). Και υπήρχε και μια άλλη ομάδα, που εκτιμώ περισσότερο. Εκτιμώ περισσότερο αυτή την ομάδα, επειδή υπέστησαν διώξεις, φυλακίσεις, αιχμαλωσία, έχασαν τη ζωή τους, περιπλανήθηκαν με δέρματα προβάτων και κατσικιών. Είχαν υποφέρει, είχαν στερηθεί, είχαν υποστεί τα πάνδεινα. Και ο συγγραφέας προσθέτει εδώ: «…για τους οποίους ο κόσμος δεν ήταν άξιος. Περιπλανώμενοι σε ερήμους και βουνά, σε σπηλιές και σε τρύπες της γης. Και όλοι αυτοί δεν έλαβαν την επαγγελία, γιατί ο Θεός είχε προβλέψει κάτι καλύτερο για μας» (εδ. 36-39). Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι μάρτυρες της πίστεως (12:1).

Τώρα αν πάμε πίσω, διαβάζουμε κάτι για αυτούς τους ανθρώπους. Από το εδ. 13 έως το 16 διαβάζουμε ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι είδαν από μακριά τις υποσχέσεις και τις αποδέχθηκαν και τις αγάπησαν και ομολόγησαν ότι ήταν ξένοι και πάροικοι, ήταν απλώς περαστικοί από αυτή τη γη. Και στη συνέχεια, στο εδ. 14 λέει: “Επειδή  οι άνθρωποι που λένε αυτά τα πράγματα, δείχνουν ότι ψάχνουν για μια πατρίδα. Επιθυμούν ένα μέρος για το οποίο θα πουν: «Αυτός  είναι ο τόπος μου, αυτό είναι το σπίτι μου.” Και έπειτα, λέει: « … αν θυμούνταν  την πατρίδα τους από την οποία εξήλθαν, θα είχαν χρόνο για να επιστρέψουν εκεί». Ο Αβραάμ κλήθηκε από τη γη της Ουρ. Ο Θεός του είπε: «Βγες έξω από την οικογένειά σου, από τη γη σου, από τους συγγενείς σου και εγώ θα σας μεταφέρω σε μια άλλη χώρα». Έτσι, υπάκουσε στον Θεό και πήγε μακριά, δεν επέστρεψε ποτέ εκεί. Άφησε τα πάντα. Και ο Θεός τον έφερε στη γη Χαναάν, στη γη της επαγγελίας. Και ο Αβραάμ περιφέρθηκε σ’ αυτή τη γη και ο Θεός του είπε: «Θα σου δώσω αυτή τη γη, θα τη δώσω σε σένα και στους απογόνους σου». Και ο Θεός το έκανε. Εξαιτίας της αμαρτίας, δύο φορές βγήκαν από αυτή τη χώρα. Σε εύθετο χρόνο, επέστρεψαν στη γη τους, λόγω της υπόσχεσης του Θεού στον Αβραάμ και στον Ισαάκ και στον Ιακώβ. Αλλά διαβάζουμε ακόμη ότι, και όταν ακόμη ήταν στη γη της επαγγελίας, ο Αβραάμ περιφερόταν ψάχνοντας κάτι. Ζούσε σε σκηνές,  όπως και ο Ισαάκ και ο Ιακώβ. Και έψαχναν για αυτόν τον τόπο, και στην καρδιά τους έλεγαν: “Δεν είναι αυτό,  δεν είναι αυτό που ο Θεός υποσχέθηκε». Και διαβάζουμε εδώ ότι έψαχναν πραγματικά για κάτι άλλο. Στο εδ. 16 λέει ότι επρόκειτο για ένα ουράνιο τόπο. Επιθυμούσαν ένα ασύγκριτα καλύτερο τόπο, έναν ουράνιο τόπο. Έψαχναν για μια πόλη ουράνια. «Ως εκ τούτου ο Θεός δεν ντρέπεται να λέγεται Θεός τους, επειδή έχε ετοιμάσει γι ‘αυτούς μια πόλη». Αλληλούια! Δόξα στο όνομά Του!  Ο Θεός έχει ετοιμάσει για μας μια πόλη. Έχω πάει στη Νέα Υόρκη, στη Μελβούρνη, στο Σίδνεϊ και στο Περθ στην Αυστραλία. Έχω πάει στο Λονδίνο πολλές φορές. Σε πολλές πόλεις στην Αγγλία. Έχω πάει στη Μαδρίτη της Ισπανίας. Έχω πάει στην Αθήνα στην Ελλάδα. Έχω πάει στο Παρίσι στη Γαλλία. Στη Φρανκφούρτη και στο Ανόβερο στη Γερμανία. Στη Λευκωσία της Κύπρου, όπου είναι και η γενέτειρά μου. Και σε άλλες πόλεις της Κύπρου και σε όλο τον κόσμο. Αλλά καμιά από όλες αυτές τις πόλεις δεν είναι η Πόλη του Θεού. Καμιά από αυτές. Έχω πάει στην Μπουτζιουμπούρα και Νυάνζαλακ και Μακάμπα εδώ στο Μπουρούντι. Ούτε καμιά από αυτές δεν είναι η πόλη του Θεού. Η πόλη του Θεού είναι ουράνια. Τώρα βρίσκεται μέσα στον Θεό. Αλληλούια, και είμαστε οι πολίτες αυτής της πόλης. Ναι, είμαστε οι πολίτες αυτής της πόλης!

Ας πάμε πάλι στην επιστολή προς Εβραίους. Στο κεφάλαιο 12, αρχίζοντας από το εδ. 18, διαβάζουμε «Επειδή, δεν προσήλθατε σε ένα βουνό που ψηλαφείται και καίγεται με φωτιά, και σε ένα μαύρο σύννεφο και σκοτάδι και ανεμοστρόβιλο, και σε ήχο σάλπιγγας, και φωνή λόγων, που, αυτοί οι οποίοι την άκουσαν, παρακάλεσαν να μη τους μιληθεί πλέον ο λόγος». Και στο εδ. 21 λέει ότι ήταν τόσο φοβισμένοι από αυτό το φαινόμενο που συνέβαινε, που ακόμη και ο Μωυσής είπε: «Είμαι κατάφοβος και έντρομος»,  αλλά, έχετε έρθει … δηλαδή, όλοι οι άνθρωποι οι Θεού, οι οποίοι έχουν το Πνεύμα του Θεού, αυτοί που είναι εν Πνεύματι, εν Πνεύματι έχουν έρθει σ’ αυτό το ουράνιο μέρος. Παρεπιπτόντως, έχω επίσης πάει και στην Ιερουσαλήμ, στην επίγεια Ιερουσαλήμ, που βρίσκεται στο Ισραήλ, αλλά και αυτή ακόμη δεν είναι η Πόλη του Θεού. Στη συνέχεια διαβάζουμε τα εξής: “… αλλά, προσήλθατε στο βουνό Σιών, και σε πόλη τού ζωντανού Θεού, την επουράνια Ιερουσαλήμ, και σε μυριάδες αγγέλων, σε πανηγύρι και εκκλησία πρωτοτόκων, που έχουν καταγραφεί στους ουρανούς, και στον Θεό, που είναι ο κριτής όλων, …». Προς το παρόν, όταν  γινόμαστε πρωτότοκοι, όταν γεννιόμαστε από τον Θεό με την αναγέννηση,  εισερχόμαστε μεν σε αυτή την ουράνια πόλη,  αλλά εν Πνεύματι. Έρχεται ώρα που θα είμαστε εκεί και με τα ένδοξα, αναστημένα, άφθαρτα σώματά μας. Αμήν.

Θα τελειώσω με μια ακόμη περικοπή. Είναι στην επιστολή προς Εφεσίους. Θέλω να βεβαιωθείτε για τη θέση μας σε σχέση με όλα αυτά, επειδή, ακόμη και στο βιβλίο της Αποκάλυψης, αυτή η νέα Ιερουσαλήμ συνδέεται με τον Ισραήλ και τις φυλές του Ισραήλ. Διαβάζουμε στην επιστολή προς Εφεσίους, στο κεφάλαιο 2, εδάφια 11 – 18: Γι’ αυτό, να θυμάστε ότι, εσείς, οι άλλοτε εθνικοί κατά σάρκα, που αποκαλείστε ακροβυστία, απ’ αυτούς που αποκαλούνται περιτομή, η οποία γίνεται με το χέρι στη σάρκα ότι, εκείνο τον καιρό, ήσασταν χωρίς Χριστό, απαλλοτριωμένοι από την πολιτεία τού Ισραήλ, και ξένοι από τις διαθήκες τής υπόσχεσης, μη έχοντας ελπίδα, και ήσασταν στον κόσμο χωρίς Θεό. τώρα, όμως, διαμέσου τού Ιησού Χριστού, εσείς που άλλοτε ήσασταν μακριά, γίνατε κοντά διαμέσου τού αίματος του Χριστού. Επειδή, αυτός είναι η ειρήνη μας, ο οποίος έκανε τα δύο μέρη ένα, και γκρέμισε το μεσότοιχο του φραγμού, καταργώντας την έχθρα επάνω στη σάρκα του, τον νόμο των εντολών, που είναι στα διατάγματα, ώστε, στον εαυτό του, να κτίσει τούς δύο σε έναν καινούργιο άνθρωπο, φέρνοντας ειρήνη και να συμφιλιώσει και τους δύο σε ένα σώμα προς τον Θεό διαμέσου τού σταυρού, αφού θανάτωσε διαμέσου αυτού την έχθρα.  Και όταν ήρθε, κήρυξε ευαγγέλιο ειρήνης σε σας που ήσασταν μακριά, και σ’ αυτούς που ήσαν κοντά  επειδή, διαμέσου αυτού έχουμε και οι δύο την είσοδο προς τον Πατέρα μεσα σε ένα Πνεύμα.

Με τη δύναμη του σταυρού, μέσω του αίματος του Ιησού Χριστού, εν Πνεύματι Αγίω, μπήκαμε μέσα, κατά τον ίδιο τρόπο όπως και οι Ισραηλίτες. Και το συμπέρασμα είναι στο εδ. 19: «Ως εκ τούτου, δεν είστε πλέον ξένοι, αλλά συμπολίτες των αγίων και της οικογένειας του Θεού». Αλληλούια!  Έτσι ο απόστολος Παύλος τα έγραφε  αυτά τότε για τους Εφεσίους, οι οποίοι ήταν Έλληνες, αλλά  το Άγιο Πνεύμα λέει σήμερα το ίδιο και για τους πιστούς εδώ στο Μπουρούντι.  Τόσο εσείς όσο και όλοι οι άλλοι, από οποιοδήποτε έθνος κι αν προερχόμαστε, έχουμε γίνει διά του Πνεύματος, διά του αίματος του Ιησού, διά του όλου έργου της απολυτρώσεως, πολίτες αυτής της Πόλης και έχουμε έρθει σ’ αυτή τη νέα, την ουράνια Ιερουσαλήμ. Και πάλι, στην επιστολή προς τους Γαλάτες, οι οποίοι ήταν επίσης προηγουμένως εθνικοί, ειδωλολάτρες, ο Παύλος γράφει (4:26): “Η άνω Ιερουσαλήμ είναι ελεύθερη, η οποία είναι  μητέρα όλων μας”. Δόξα στο όνομά του Κυρίου. Αμήν.

Με τη χάρη του Θεού, θα συνεχίσουμε τη μελέτη αυτού του θέματος στην επόμενη μας συνάντηση.


Comments are closed.