του Jonathan Edwards. Μετάφραση – Επιμέλεια της Δρος Γιούλικας Κ. Masry
Ένα βαθυστόχαστο και Βιβλοκεντρικό κείμενο. Θα προβληματίσει, θα οικοδομήσει, θα ελέγξει, θα ενθαρρύνει τον αναγνώστη που λαχταρά να ζήσει τη ζωή του Πνεύματος. Ακόμη θα ανατρέψει λανθασμένες απόψεις…
«Και εκείθεν θέλω δώσει εις αυτήν τους αμπελώνας αυτής, και την κοιλάδα του Αχώρ διά θύραν ελπίδος∙ και θέλει ψάλλει εκεί, ως εν ταις ημέραις της νεότητος αυτής, και ως εν τη ημέρα της αναβάσεως αυτής από γης Αιγύπτου». (Ωσηέ 2:15)
Στο παραπάνω εδάφιο ο λαός Ισραήλ απειλείται από φοβερή καταστροφή, διότι έδειξε συμπεριφορά απιστίας προς το Θεό, επειδή, σύμφωνα με την τολμηρή γλώσσα του προφήτη, παρόλο που ήταν «παντρεμένος» με το Θεό, πήγε με άλλους αγαπημένους και διέπραξε μοιχεία. «[Δ]ιότι είπε, Θέλω υπάγει κατόπιν των εραστών μου, οίτινες με δίδουσι τον άρτον μου και το ύδωρ μου, το μαλλίον μου και το λινάριόν μου, το έλαιόν μου και τα ποτά μου» (2:5). Γι’αυτό ο Θεός απείλησε ότι τη σύζυγό Του αυτή θα τη γυμνώσει, ώστε να είναι όπως την ημέρα που γεννήθηκε, θα την κάνει σαν αγριότοπο και σαν γη άνυδρη, θα την κάνει να διψάσει, θα αποκαλύψει την ακαθαρσία της ενώπιον των εραστών της, θα αφανίσει τ’ αμπέλια και τις συκιές της και θα τα κάνει όμοια με δάσος. Μ’ αυτό τον τρόπο συνεχίζει τις τρομερές απειλές του ο προφήτης μέχρι και το εδάφιο δεκατρία. Όλα αυτά εκπληρώθηκαν όταν οι Ασσύριοι έσυραν τους Ισραηλίτες αιχμαλώτους στη χώρα τους.
Αλλά στο εδάφιο που προηγείται αυτού του κειμένου, καθώς και στο υπόλοιπο αυτού του κεφαλαίου, υπάρχει μία κατά χάρη υπόσχεση ελέους την οποία ο Θεός θα έδειχνε στο λαό Ισραήλ τα χρόνια του ευαγγελίου. «Διά τούτο, ιδού, εγώ θέλω εφελκύσει αυτήν, και θέλω φέρει αυτήν εις την έρημον, και θέλω λαλήσει προς την καρδίαν αυτής. Και εκείθεν θέλω δώσει εις αυτήν τους αμπελώνας αυτής, και την κοιλάδα του Αχώρ διά θύραν ελπίδος∙ και θέλει ψάλλει εκεί, ως εν ταις ημέραις της νεότητος αυτής, και ως εν τη ημέρα της αναβάσεως αυτής από γης Αιγύπτου». Αυτό που λέει ο Θεός είναι ότι θα την ελκύσει προς το μέρος Του, δηλαδή θα την κυνηγήσει και θα επιδιώξει και πάλι την εύνοιά της, όπως κάνει ένας νεαρός άντρας με τη γυναίκα που ενδιαφέρεται να παντρευτεί. Ο Θεός λοιπόν, ο οποίος την είχε απειλήσει ότι θα τη χώριζε προειδοποιώντας γι’ αυτό τα παιδιά του («Κρίθητε μετά της μητρός σας, κρίθητε, διότι αύτη δεν είναι γυνή μου, και εγώ δεν είμαι ανήρ αυτής», 2/2), εδώ, στο τέλος του κεφαλαίου, υπόσχεται ότι στα χρόνια του ευαγγελίου θα την ξανακάνει γυναίκα του. «Και εν τη ημέρα εκείνη, λέγει Κύριος, θέλεις με καλέσει, Ο ανήρ μου» (2/16). Ή αργότερα στα εδάφια 19 και 20 του ίδιου κεφαλαίου: «Και θέλω σε μνηστευθή εις εμαυτόν εις τον αιώνα∙ και θέλω σε μνηστευθή εις εμαυτόν εν δικαιοσύνη, και εν κρίσει, και εν ελέει, και εν οικτιρμοίς∙ και θέλω σε μνηστευθή εις εμαυτόν εν πίστει». Ο Θεός δηλαδή, ο οποίος δηλώνει ότι θα επιδιώξει και πάλι την εύνοιά της, λέει επίσης και πώς θα τη μεταχειριστεί όταν το κάνει αυτό: πρώτα θα την φέρει σε τόπο έρημο, δηλαδή σε δυστυχία και θλίψη, για να την ταπεινώσει, και έπειτα θα την ελκύσει μιλώντας της ευχάριστα ή παρηγορητικά, όπως κάνει ένας νεαρός στη γυναίκα που επιδιώκει την εύνοιά της.
A) – Το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε εδώ είναι ότι το δώρο της Χάρης του Θεού παιδιά του Ισραήλ είναι η πνευματική ελπίδα, η ανακούφιση κι η παρηγοριά. Υπόσχεται να δώσει αμπελώνες, η πνευματική ερμηνεία των οποίων όπως συμβαίνει και με όλες τις προφητείες που αναφέρονται στους χρόνους του ευαγγελίου είναι πνευματική παρηγοριά. Οι αμπελώνες δίνουν κρασί το οποίο είναι βάλσαμο για τους πικραμένους. «Δίδετε σίκερα εις τους τεθλιμμένους και οίνον είς τους πεπικραμένους την ψυχήν», διαβάζουμε στις Παροιμίες (31/6). Επίσης στους Ψαλμούς μιλάει για το κρασί ως «οίνον ευφραίνοντα την καρδίαν του ανθρώπου» (Ψαλ. 104/15). Τέλος, συχνά η ειρήνη και η ανάπαυση του ευαγγελίου εκφράζονται μεταφορικά ως το μέρος στο οποίο κάθεται κάθε άνθρωπος κάτω απ’ το δικό του αμπελώνα και τη δική του συκιά. Στη γυναίκα λοιπόν εκείνη την αμαρτωλή ο Θεός υπόσχεται να δώσει ελπίδα, να της ανοίξει την πόρτα της ελπίδας και να της δώσει τραγούδια, δηλαδή πνευματική χαρά, καθώς και διάθεση χαρούμενη αλλά και λόγο για τον οποίο να είναι χαρούμενη ώστε να υμνεί το Θεό.
B) – Παρατηρούμε επίσης και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο Θεός θα της έδινε αυτό το δώρα της Χάρης:
Πρώτα θα την έφερνε σε μεγάλη στενοχώρια και ταπείνωση. Πριν δηλαδή της δώσει αυτή την ελπίδα και παρηγοριά, θα την έφερνε σε κατάσταση μεγάλης ταραχής και δυστυχίας προκειμένου να την ταπεινώσει. Μέσ’ απ’ αυτή την κατάσταση υπόσχεται να της δώσει τους αμπελώνες της, δηλαδή μέσ’ απ’ τις συνθήκες της ερημωμένης ύπαρξης στην οποία ο Ίδιος ο Θεός αρχικά θα την έφερνε, ενώ στη συνέχεια θα της μιλούσε ανακουφιστικά. Ο Θεός λοιπόν θα την έφερνε πρώτα σε έρημη γη και έπειτα θα της έδινε τους αμπελώνες της. Ο σκοπός Του να τη φέρει πρώτα στην έρημο ήταν για να την ταπεινώσει, έτσι ώστε να είναι ικανή μετά να πάρει το δώρο των αμπελώνων και να καταλάβει την εξάρτησή της από το Θεό για την απόλαυσή τους, προκειμένου να μην αποδίδει την ευτυχία της σε είδωλα, όπως είχε κάνει προηγουμένως, πράγμα που είχε ως συνέπεια ότι της αφαιρέθηκαν. «Και θέλω αφανίσει τας αμπέλους αυτής, και τας συκάς αυτής, περί των οποίων είπε, Μισθώματά μου είναι ταύτα, τα οποία μοι έδωκαν οι ερασταί μου∙ και θέλω καταστήσει αυτάς δάσος» (Ωσ. 2/12). Εκεί ο Θεός την είχε απειλήσει ότι θα έκανε τους αμπελώνες της δάσος ή έρημη γη. Εδώ όμως της υπόσχεται (όπως και στον Ησαΐα 32/15) ότι η κατάσταση αυτή θα διαρκέσει μόνον «εωσού το πνεύμα εξ ύψους εκχυθή εφ’ ημάς, και η έρημος γείνει πεδιάς καρποφόρος, η δε καρποφόρος πεδιάς λογισθή ως δάσος». Πρώτα λοιπόν στην έρημο, όπου θα συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό της ούτε μπορεί να βοηθηθεί από κανένα απ’ τα είδωλά της, και, από κει, στους αμπελώνες της, όπως ακριβώς έκανε ο Θεός και με το λαό Ισραήλ τον οποίο, πριν τον φέρει στη Γη της Επαγγελίας, τον πέρασε από μια τρομερή έρημο.
Δηλαδή ο Θεός άνοιξε μια πόρτα ελπίδας σ’ εκείνους που ήταν στην Κοιλάδα του Αχώρ μια λέξη που στα εβραϊκά σημαίνει ταλαιπωρία και που η περιοχή πήρε αυτό το όνομα από την ταλαιπωρία που πέρασε εκεί ο λαός Ισραήλ εξαιτίας της αμαρτίας του Αχάν. Έτσι ο Θεός πρώτα κάνει την αμαρτία πρόξενο μεγάλων κακών στους ανθρώπους και αιτία μεγάλης δυστυχίας και έπειτα ανοίγει την πόρτα της ελπίδας. Η υπόσχεση του Θεού είναι να την κάνει να ψάλει, όπως στις ημέρες της νιότης της κι όπως τότε που βγήκε από την έρημο της Αιγύπτου. Εδώ η αναφορά είναι στο άσμα που ο Μωυσής και ο λαός Ισραήλ έψαλαν όταν πέρασαν την Ερυθρά Θάλασσα, τότε δηλαδή που ένιωσαν μεγάλη ανακούφιση και παρηγοριά, αφού προηγουμένως είχαν περάσει από τρομερές δυσκολίες. Η καταπίεση των Αιγυπτίων τους είχε φέρει σε φοβερή απελπισία και, ακριβώς λίγο πριν το θριαμβικό άσμα τους, είχαν φτάσει σε σημείο έσχατης απόγνωσης, όταν ο Φαραώ και οι Αιγύπτιοι τους κυνηγούσαν για να τους εξολοθρεύσουν.
Δεύτερον, αυτή η ελπίδα κι η παρηγοριά δίνεται μόνο μετά που ο άνθρωπος απαρνιέται και σκοτώνει την αμαρτία. Αυτή είναι το πρόβλημα της ψυχής. Αυτή είν’ εκείνη που πρέπει να οδηγηθεί στην κοιλάδα του Αχώρ, το μέρος που ο υπαίτιος για τα βάσανα του Ισραήλ σκοτώθηκε, όπως βλέπουμε στον Ιησού του Ναυή: «Και έστησαν επ’ αυτόν [τον Αχάν] σωρόν λίθων μέγαν όστις μένει έως της σήμερον∙ ούτως έπαυσεν ο Κύριος από της εξάψεως του θυμού αυτού∙ διά τούτο καλείται το όνομα του τόπου εκείνου, Κοιλάς Αχώρ, έως της ημέρας ταύτης» (7/26). Αλλά είναι επίσης στην Κοιλάδα του Αχώρ που ο λαός Ισραήλ έψαλε ύμνους όταν ανέβηκε από τη χώρα της Αιγύπτου. Ήταν στην ανατολική πλευρά της Ερυθράς Θάλασσας που ο λαός Ισραήλ είδε τους εχθρούς και παλιούς κυρίους του δηλαδή όλων των ειδών τις επιθυμίες του ανθρώπου που τον υποδουλώνουν να κείτονται νεκροί, ενώ αυτός τους άφηνε οριστικά πίσω του. Και ο Ίδιος ο Θεός είχε πει στον Ισραήλ ότι όλους τους εχθρούς του τους οποίους θα έβλεπε εκείνη την ημέρα, δεν θα τους ξανάβλεπε πια.
ΤΟ ΔΟΓΜΑ
Ο Θεός δίνει ελπίδα και παρηγοριά στην ψυχή μετά τα βάσανα και την ταπείνωσή της εξαιτίας της αμαρτίας και κατά το μέτρο που η ίδια απαρνήθηκε και σκότωσε τον υπαίτιο.
Παρακάτω θα δείξουμε ότι:
Ι – Έτσι συμβαίνει την πρώτη φορά που δίνεται στην ψυχή η αληθινή ελπίδα και παρηγοριά τη στιγμή της μεταστροφής και αναγέννησής της, και:
ΙΙ – Έτσι κάνει και στη συνέχεια ο Θεός, όταν δηλαδή από καιρού εις καιρόν χαρίζει στους χριστιανούς ελπίδα και παρηγοριά με τον ίδιο τρόπο.
Ι – Ελπίδα και παρηγοριά στο στάδιο της μεταστροφής
Στην πρώτη περίπτωση, την περίπτωση δηλαδή του ελέους που ακολουθεί αμέσως μετά τη μεταστροφή και αναγέννηση της ψυχής, θα εξετάσουμε τρία πράγματα:
Ι – α) τη δυστυχία αυτή καθαυτή∙
Ι – β) την αιτία της∙ και
Ι – γ) την ταπείνωση της ψυχής εξαιτίας της
Ι – α) Οι ψυχές θα οδηγηθούν στη δυστυχία πριν ο Θεός τους χαρίσει την πραγματική ελπίδα και παρηγοριά. Η καρδιά του αμαρτωλού ανθρώπου από φυσικού της ρέπει προς την αφροσύνη και την ανοησία πριν παρέμβει ο Θεός και την αφυπνίσει με το Πνεύμα Του το Άγιο. Οι άνθρωποι νιώθουν ήσυχοι και ασφαλείς και, παρόλο που δεν έχουν πραγματική παρηγοριά και ελπίδα, νιώθουν άνετα. Βρίσκονται στην άθλια κατάσταση της δουλείας, αλλά παρόλα αυτά δεν επιζητούν τη γιατρειά. Λένε, το ίδιο όπως είχε πει κι ο Ισραήλ στο Μωυσή στην έρημο, «Άσε μας ήσυχους να υπηρετήσουμε τους Αιγυπτίους».
Ο Θεός όμως, έχοντας ένα Σωτηριακό Σχέδιο γι’ αυτούς, ενεργεί ως εξής: πριν τους δώσει την πραγματική ελπίδα και παρηγοριά, τούς φέρνει σε μεγάλο αδιέξοδο, τους κάνει δυστυχισμένους και καταστρέφει την ψευδαίσθηση της άνεσης και της ηρεμίας που ένιωθαν προηγουμένως, προκειμένου ακριβώς να τους ξυπνήσει από κείνο τον ύπνο και να τους φέρει στην έρημο. Τους οδηγεί λοιπόν σε μεγάλη ταραχή και δυστυχία, έτσι που να μην μπορούν πια να παρηγορηθούν μ’ εκείνα στα οποία παλιότερα έβρισκαν ανακούφιση. Τρυπάει τις καρδιές τους και τις κεντρίζει, προκειμένου να μην μπορούν πια να βρουν παρηγοριά σε κανέναν απ’ τους θησαυρούς του παρελθόντος. Είναι σαν να τους διαπερνά ένα αιχμηρό βέλος που δεν μπορούν να το βγάλουν από πάνω τους. Ο πόνος και η αγωνία πνίγουν το πνεύμα τους.
Οι γνώριμες κοσμικές παρηγοριές, που παλιότερα τούς αρκούσαν, τώρα δεν βοηθούν σε τίποτε. Περιπλανιούνται με λαβωμένη την καρδιά αναζητώντας ανακούφιση και μη βρίσκοντας σαν κάποιον που περιπλανιέται στη άνυδρη και ξερή έρημο κάτω από έναν ήλιο που πυρπολεί και ψάχνει για τόπο σκιερό να κάτσει ν’ αναπαυτεί, αλλά μάταια. Όπου και να πάει, οι ακτίνες του ήλιου τον πυρπολούν. Ή αναζητεί κάποια πηγή δροσερού νερού να ξεδιψάσει, αλλά δεν βρίσκει ούτε σταγόνα.
Μοιάζει με το βασιλιά Δαβίδ στη δυστυχία του που περιπλανιώταν μες στην έρημο, με το Σαούλ να τον κυνηγάει όπου κι αν πήγαινε και να τον οδηγεί από τη μία έρημο στην άλλη, από βουνό σε βουνό και από σπηλιά σε σπηλιά ασταμάτητα. Σε τέτοιες αμαρτωλές ψυχές τα πάντα φαίνονται μαύρα και δεν ξέρουν τι να κάνουν και πού να στραφούν. Είτε κοιτάξουν προς τα δεξιά είτε προς τ’ αριστερά, προς τα πίσω ή προς τα μπρος, τα πάντα είναι ζοφερά και μπερδεμένα. Αν στρέψουν τα μάτια τους προς τον Ουρανό, αντικρίζουν σκοτάδι. Αν κοιτάξουν προς τη γη, βλέπουν δυστυχία, σκοτάδι και τη θολούρα της αγωνίας. Καμιά φορά ελπίζουν ότι θα βρουν κάποια ανακούφιση, αλλά απογοητεύονται κι έτσι ξανά και ξανά παλεύουν με τον πόνο ενώ ένας φρικτός ήχος αντηχεί στ’ αυτιά τους.
Είναι καταφοβισμένοι και τρομοκρατημένοι κι αναζητούν καταφύγιο, όπως κάθε κατατρεγμένο ζώο. Τρέχουν στο ένα καταφύγιο και βρίσκουν τον εαυτό τους πολιορκημένο. Τρέχουν στο άλλο κι αναγκάζονται να φύγουν κι από κει. Οι εχθροί τους πολλαπλασιάζονται και τους περικυκλώνουν από παντού. Είναι σαν εκείνους για τους οποίους διαβάζουμε στον Ησαΐα ότι «Φόβος και λάκκος, και παγίς είναι επί σε, κάτοικε της γης. Και ο φεύγων από του ήχου του φόβου θέλει πέσει εις το λάκκον∙ και ο αναβαίνων εκ μέσου του λάκκου θέλει πιασθή εις την παγίδα∙ διότι αι θυρίδες άνωθεν είναι ανοικταί, και τα θεμέλια της γης σείονται» (24/17-18). Είναι σαν τα τέκνα του Ισραήλ, όσον καιρό η Κοιλάδα του Αχώρ τα ταλαιπωρούσε. Πάνε προς τα μπρος εναντίον των εχθρών τους και καταβαραθρώνονται, οπότε φεύγουν τρέχοντας να ξεφύγουν απ’ αυτούς. Επικαλούνται το Θεό, αλλά Εκείνος δεν τους απαντά ούτε φαίνεται να νοιάζεται γι’ αυτούς. Κάποτε βρίσκουν κάτι να τους δώσει προσωρινή ευχαρίστηση, αλλά σύντομα εξαφανίζεται κι αυτό αφήνοντάς τους σε μεγαλύτερη οδύνη από πριν. Και καμιά φορά φτάνουν στο ίδιο το χείλος της απελπισίας. Έτσι οδηγούνται στην έρημο, στην Κοιλάδα του Αχώρ και της δυστυχίας.
Ι – β) Αιτία όλων αυτών είναι η αμαρτία. Αμαρτία είναι η ασθένεια της ψυχής και αυτή η ασθένεια, αν η ψυχή δεν είναι νεκρωμένη, προξενεί φρικτό πόνο. Η αμαρτία φέρνει την ενοχή και η ενοχή την οργή και την καταδίκη. Η όλη δυστυχία οφείλεται στην καταδίκη της αμαρτίας. Οι αφυπνισμένοι αμαρτωλοί είναι πεπεισμένοι για την αμαρτωλότητά τους. Προηγουμένως, ο αμαρτωλός είχε καλή ιδέα για τον εαυτό του ή δεν ήταν πεπεισμένος ότι είναι εξαιρετικά αμαρτωλός. Αλλά τώρα έχει οδηγηθεί στο να αναλογιστεί τι έχει κάνει, πόσο άσχημα έχει περάσει τη ζωή του και σε ποιες επονείδιστες πράξεις ή πρακτικές έχει επιδοθεί. Αργότερα, και καθώς η αφύπνισή του προχωρεί βαθμιαία, συνειδητοποιεί την αμαρτία αυτή καθαυτή η οποία τυραννάει την καρδιά του. Και συνειδητοποιεί και την ενοχή του καθώς και την οργή που επισύρει η αμαρτία. Οι συνέπειες της παράβασης των εντολών του Θεού είναι πια αισθητές στο επίπεδο της συνείδησης και οι άνθρωποι έχουν πια καταλάβει ότι ο Θεός είναι οργισμένος μαζί τους και η οργή Του είναι φοβερή. Έρχονται ν’ αναλογιστούν την τρομερή συνέπεια της καταδίκης για την οποία ο Θεός μάς έχει όλους προειδοποιήσει. Το συναίσθημα που είναι υπεύθυνο γι’αυτή τους τη δυστυχία είναι ο φόβος.
Φοβούνται την τιμωρία του Θεού καθώς και την οργή Του απέναντί τους. Είναι πολλά τα πράγματα σ’ αυτό τον κόσμο που φοβούνται ότι αποτελόυν καρπό της αμαρτίας. Φοβούνται πως ο Θεός δεν θ’ ακούει τις προσευχές τους, πως είναι τόσο εξοργισμένος απέναντί τους που δεν θα τους δώσει ποτέ τη Χάρη η οποία είναι απαραίτητη για να μεταστραφούν∙ πως έχουν διαπράξει την ασυγχώρητη αμαρτία ή τουλάχιστον πως είναι ένοχοι μιας τόσο μεγάλης αμαρτίας που ο Θεός ουδέποτε θα τους συγχωρήσει. Φοβούνται ότι έχασαν πια κάθε ευκαιρία στη ζωή κι ότι ο Θεός τούς έχει ήδη παραδώσει σε δίκαιη σκλήρυνση της καρδιάς και τυφλότητα του νου. Έστω κι αν δεν έχουν ακόμα φτάσει σ’ αυτό το σημείο, φοβούνται ότι προς τα εκεί οδεύουν. Μερικές φορές φοβούνται ότι το Πνεύμα του Θεού δεν είναι πια με το μέρος τους, τώρα που οι φόβοι τους προέρχονται από κάποια άλλη πηγή. Κάποτε φοβούνται ότι είναι μόνο ο διάβολος που τους κατατρομάζει και βασανίζει και πως, αν το Πνεύμα του Θεού δίνει ακόμα μάχη για λογαριασμό τους, θα τους αφαιρεθεί και αυτό το προνόμιο κι έτσι θα βρεθούν μια μέρα χωρίς Χριστό στη ζωή τους. Φοβούνται πως αν εκζητήσουν τη σωτηρία τους, θα είναι μάταιος κόπος και αυτό απλά και μόνο θα χειροτερέψει τη θέση τους. Φοβούνται ότι βρίσκονται πολύ μα πολύ μακριά από καθετί το αγαθό και ότι τώρα έχουν πολύ λιγότερες πιθανότητες να σωθούν απ’ ό,τι όταν πρωτοάρχισαν την εκζήτηση. Μερικές φορές φοβούνται ότι έχουν ελάχιστο χρόνο να ζήσουν κι ότι σύντομα ο Θεός θα τους πετάξει στο πυρ το εξώτερο. Φοβούνται ότι κανείς ποτέ δεν ήταν τόσο αμαρτωλός όσο εκείνοι και νομίζουν ότι η περίπτωσή τους είναι ιδιάζουσα κι ότι, αν διαφέρουν σε κάτι απ’ τους άλλους, είναι μόνο στο πόσο χειρότεροι είναι από κείνους. Οι φόβοι τούς κυκλώνουν από παντού. Ορισμένες φορές φοβούνται τα πάντα! Όλα τους φαίνονται σκοτεινά και φοβούνται πως όλα θα αποβούν καταστρεπτικά γι’ αυτούς.
Σε τελευταία ανάλυση όμως εκείνο το οποίο φοβούνται περισσότερο είναι ότι θα χαθούν αιώνια. Φοβούνται πως όταν πεθάνουν θα πάνε στο πυρ το εξώτερο κι εκεί η μερίδα τους θα είναι να καούν στη φωτιά που ουδέποτε σβήνει. Αυτή είναι η πεμπτουσία όλων των φόβων τους και αιτία αυτού του φόβου είναι η συνειδητοποίηση εκ μέρους τους ότι είναι ένοχοι αμαρτίας. Είναι δηλαδή η αμαρτία που αποτελεί γι’ αυτούς το σκληρό κύριο που τους καταπιέζει και τους κυνηγάει, όπως ο Φαραώ κυνηγούσε το λαό Ισραήλ. Συμβαίνει λοιπόν εδώ ό,τι είχε συμβεί και με το λαό Ισραήλ που, πριν φτάσει να υμνεί και να ψάλλει γεμάτος χαρά, μετά που βγήκε από την Αίγυπτο, ήταν σε μεγάλη δυστυχία και καταπίεση από τους κυρίους του και αναστέναζε κάτω απ’ το σκληρό ζυγό τους και στη συνέχεια ήταν γεμάτος φόβο όταν οι Αιγύπτιοι τον πήραν στο κατόπι στην Ερυθρά Θάλασσα. Οι εχθροί του το προξένησαν αυτό. Έτσι γίνεται και με την αμαρτία, τον εχθρό της ψυχής, που κάνει τον άνθρωπο να περνάει από τέτοια βασανιστήρια άπαξ και έχει αφυπνιστεί ως προς την ύπαρξη της αμαρτίας. Αυτή όμως η δυστυχία εξαιτίας της αμαρτίας δεν είναι η ευγενική και κατά Θεό λύπη για την αμαρτία, διότι πηγή της είναι μόνο ο φόβος και όχι η αγάπη. Δεν είναι μία ευαγγελική, αλλά μία νομική μετάνοια γιατί προέρχεται από αγάπη του ανθρώπου για τον εαυτό του και όχι για το Θεό.
Ι – γ) Ο απώτερος σκοπός αυτής της δυστυχίας για τους ανθρώπους, τους οποίους ο Θεός κατά το προαιώνιο σχέδιό Του πρόκειται να ελεήσει, είναι να τους ταπεινώσει. Τους οδηγεί στην έρημο πριν τους μιλήσει παρηγορητικά για τον ίδιο ακριβώς λόγο που οδήγησε στην έρημο και το λαό Ισραήλ πριν τον φέρει στη Γη της Επαγγελίας: για να τον ταπεινώσει. Στο Δευτερονόμιο διαβάζουμε: «Και θέλεις ενθυμείσθαι πάσαν την οδόν εις την οποίαν σε ωδήγησε Κύριος ο Θεός σου τα τεσσαράκοντα ταύτα έτη εν τη ερήμω, διά να σε ταπεινώση, να σε δοκιμάση, διά να γνωρίση τα εν τη καρδία σου» (8/2). Η φύση του ανθρώπου είναι να βασίζεται στον εαυτό του και να τον μεγεθύνει και, προκειμένου ο άνθρωπος να απολαμβάνει ευημερία και ειρήνη, την τάση του αυτή τείνει να την εγκαθιδρύει στέρεα και να την τρέφει.
Στο Δευτερονόμιο διαβάζουμε σχετικώς: «Ο δε Ιεσουρούν επαχύνθη, και απελάκτισεν∙ επαχύνθης, επλατύνθης και υπερελιπάνθης» (32/15). Αλλά με τη δυστυχία και την απελπισία, καθώς και με την αίσθηση της βαριάς ενοχής, ο Θεός κατεβάζει τους ανθρώπους στο χώμα. Τους οδηγεί στην έρημο για να τους δείξει ότι δεν επαρκούν από μόνοι τους∙ για να τους μάθει ότι οι ίδιοι δεν κατέχουν τίποτε στο οποίο μπορούν να προστρέξουν για βοήθεια∙ για να τους ανοίξει τα μάτια ότι δεν είναι πλούσιοι και πλήρεις αγαθών αλλά άθλιοι, πανδυστυχείς, φτωχοί, τυφλοί και γυμνοί∙ για να τους καταδείξει ότι είναι πέρα για πέρα εξαρθρωμένοι και κατεστραμμένοι∙ για να τους ευαισθητοποιήσει στο ότι είναι υπερβολικά διεστραμμένοι και για να τους κάνει να συνειδητοποιήσουν πόσο δίκαια ο Θεός θα μπορούσε κάλλιστα να τους στείλει μια για πάντα στο πυρ το εξώτερο.
Αυτές οι «νομικές» δυστυχίες τείνουν να τους δείξουν πόσο ολοκληρωτικά ανίκανοι είναι να κάνουν κάτι για τον εαυτό τους, αφού οι φόβοι τους τούς ωθούν να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια και να βάζουν διαρκώς τα δυνατά τους για να επιτύχουν. Συνεχίζοντας όμως μ’ αυτό το ρυθμό η πείρα τους τούς φέρνει διαρκώς αντιμέτωπους με την αδυναμία τους και είναι αποκαρδιωτικό για κείνους ότι δεν μπορούν να κάνουν απολύτως τίποτε γι’αυτό. Δοκιμάζουν και ξαναδοκιμάζουν και οδηγούνται μονίμως στην απογοήτευση. Οι επανειλημμένες απογοητεύσεις όμως κάνουν τον άνθρωπο να θέλει να τα παρατήσει όλα και να μην έχει πια ελπίδα στη δική του μέθοδο που ακολουθούσε για χρόνια. Τον ευαισθητοποιούν στο γεγονός ότι ο ίδιος είναι λειψός και η σοφία του άσοφη. Έτσι έρχεται να δει την τεράστια του άγνοια και τυφλότητα. Γιατί ο φόβος, η ανησυχία κι η απελπισία αναγκαστικά οδηγούν τον άνθρωπο σε βαθιά σκέψη, αυτοέλεγχο και την επινόηση ανακουφιστικών λύσεων. Αλλά όταν οι άνθρωποι έχουν δοκιμάσει τη δική τους σοφία και επινοητικότητα στο έπακρο κι έχουν διαπιστώσει ότι είναι ελλιπής και ανώφελη, τείνουν να δουν με άλλο μάτι τις αδυναμίες και την τυφλότητά τους, κάτι που τους ευαισθητοποιεί περισσότερο στο γεγονός ότι οι ίδιοι είναι αδύναμοι και τυφλοί, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για τη μετάνοια.
Μοιάζουν με κάποιον που βρίσκεται στο μέσο μιας μεγάλης και φοβερής ερήμου. Αρχικά μπορεί να μη συνειδητοποιεί ότι δεν ξέρει το δρόμο της επιστροφής. Αφού όμως κάνει διάφορες απόπειρες και ανακαλύψει ότι δεν γνωρίζει το δρόμο της επιστροφής κι οι προσπάθειές του αποβαίνουν μάταιες, γιατί κάνει απλά κύκλους που τον ξαναφέρνουν πάντοτε στο ίδιο σημείο απ’ το οποίο ξεκίνησε, αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι δεν ξέρει ούτε πού να πάει ούτε τι να κάνει, οπότε συνειδητοποιεί ότι έχει πέρα για πέρα χαθεί και βρίσκεται σε βαθύ σκοτάδι, επιτέλους υποχωρεί, μένει ακίνητος και δεν κάνει τίποτε άλλο απ’ το να ζητάει βοήθεια, μήπως τυχόν και τον ακούσει κανείς και τον βγάλει από την έρημο. Αυτός είναι ο λόγος που ο Θεός οδηγεί τους ανθρώπους στην έρημο πριν τους μιλήσει με λόγια παρηγορητικά και ανακουφιστικά. Η δυστυχία στην οποία έχουν περιέλθει εξαιτίας της αμαρτίας τείνει να τους κάνει να καταλαβαίνουν πόσο δίκαια ο Θεός θα μπορούσε να τους πετάξει στο πυρ το εξώτερο.
Αυτός είναι και ο λόγος που τους κάνει ν’ αναλογίζονται τις αμαρτίες τους τις συνέπειες των οποίων φοβούνται. Όταν ο άνθρωπος φοβάται πάρα πολύ εκείνα που τον περιβάλλουν, το βλέμμα του τείνει να εστιάζεται επίμονα σ’ αυτά, κάτι που τον οδηγεί να διαπιστώσει πόσο τρομερά είναι αυτά τα πράγματα. Τώρα περισσότερο από ποτέ άλλοτε η τρομερή τους φύση αναδεικνύεται ανάγλυφα μπρος στα μάτια των ανθρώπων. Συνειδητοποιούν ίσως για πρώτη φορά πόσο φρικτός είναι ο τρόπος με τον οποίο έζησαν και πόσο διεφθαρμένη και αποκρουστική είναι η καρδιά τους, οπότε ευαισθητοποιούνται πολύ περισσότερο στην ιδέα ότι οι ίδιοι είναι εξαιρετικά αχρεία υποκείμενα. Αυτό, με τη σειρά του, τους κάνει να καταλάβουν καλύτερα το βαθμό της οργής του Θεού απέναντί τους και την ένταση αυτής της οργής.
Προσπαθούν να συμφιλιωθούν με το Θεό και να Τον εξευμενίσουν με τις δικές τους καλές πράξεις, αλλά αποτυγχάνουν. Ο Θεός εξακολουθεί να τους φαίνεται ένας οργισμένος Θεός ο οποίος αρνείται ν’ακούσει τις προσευχές τους ή τα αιτήματά τους για βοήθεια, μέχρι που απελπίζονται απ’ την ικανότητα της δικής τους καλοσύνης και παραδίνουν τα όπλα. Όσο περισσότερο σε βάθος βλέπουν τον εαυτό τους, τόσο περισσότερο τείνουν να ομολογήσουν ότι δεν έχουν καμιά δικαιολογία να αντιτάξουν. Ο Θεός τούς φαίνεται ολοένα και τρομερότερος μέχρι που διαλύονται πια όλες οι δικές τους υποθέσεις για το ότι μπορεί να κατέχουν οι ίδιοι κατιτί το οποίο να επαρκεί για τη συμφιλίωσή τους με το Θεό, όπως Τον θεωρούν ότι είναι. Έτσι ο Θεός πρώτα τους φέρνει σε δυστυχία εξαιτίας της αμαρτίας τους, προκειμένου να τους ταπεινώσει, και έπειτα τους δίνει την πραγματική ελπίδα και παρηγοριά που έρχεται με τη μεταστροφή τους.
*
Αυτή όμως η ελπίδα κι η παρηγοριά δίνεται όχι μόνο με την εντόπιση της αμαρτίας αλλά και με τη θανάτωσή της. Οσοδήποτε μεγάλη δυστυχία και να έχει φέρει η αμαρτία, αν δεν θανατωθεί, το μόνο που μπορεί να αναμένεται είναι ότι θα επιστρέψει. Η ψυχή μπορεί να ξαναγυρίσει στην αφροσύνη και ανοησία της και να πάρει φαινομενική μόνο ανακούφιση και θάρρος, ενώ η αμαρτία να εξακολουθεί να ζει και να βασιλεύει. Αυτό σημαίνει ότι η παρηγοριά και η ανακούφιση δεν ήταν αληθινά. Ο άνθρωπος μπορεί να έχει οδηγηθεί σε εξαιρετική δυστυχία εξαιτίας της αμαρτίας, αλλά η αμαρτία να παραμένει ακέραιη. Μπορεί να λυπάται βαθιά στη συνειδητοποίηση ότι έχει φερθεί αμαρτωλά με τον άλφα ή βήτα τρόπο, να χύνει καυτά δάκρυα και να θρηνεί με κραυγές για την αμαρτωλότητα και κακία του κι ωστόσο η ζωή της αμαρτίας να εξακολουθεί να ζει αλώβητη μέσα του.
Σ’ αυτή την περίπτωση ουδέποτε θα λάβει αληθινή παρηγοριά και ανακούφιση. Μπορεί να σταματήσει να αμαρτάνει, μπορεί να υπάρξει πλήρης αναμόρφωση αναφορικά με κάποια συγκεκριμένη αμαρτία, αλλά και πάλι όχι αληθινή ελπίδα. Και αυτό επειδή η αμαρτία απλά περιορίζεται, αλλά δεν θανατώνεται. Πολλοί άνθρωποι κατορθώνουν να δαμάσουν και να περιορίσουν την αμαρτία καταφέρνοντάς της ελαφρά χτυπήματα, τα οποία όμως δεν έχουν τη δύναμη να τη θανατώσουν. Ο φυσικός άνθρωπος δεν θέλει να θανατώσει την αμαρτία. Οι δυο τους έχουν ζήσει χρόνια μαζί από τότε που ήρθαν στον κόσμο και της συμπεριφέρεται πάντοτε σαν το στενότερο και καλύτερο φίλο του. Της έχει δώσει την καλύτερη θέση στην καρδιά του και της έχει φερθεί με την καλύτερη συμπεριφορά του, οπότε δεν θέλει να τη θανατώσει. Μέχρι να γίνει όμως αυτό, ο Θεός ουδέποτε θα δώσει στον άνθρωπο την αληθινή παρηγοριά και ανακούφιση.
Αν είναι να λάβει κάποτε ο άνθρωπος αληθινή ελπίδα, πρέπει να κάνει όπως έκανε ο λαός Ισραήλ στον Αχάν. Στον Ιησού του Ναυή διαβάζουμε: «Τότε ο Ιησούς, και πας ο Ισραήλ μετ’ αυτού, επίασαν τον Αχάν τον υιόν του Ζερά, και το αργύριον, και την στολήν, και το έλασμα του χρυσού, και τους υιούς αυτού, και τα θυγατέρας αυτού, και τους βόας αυτού, και τους όνους αυτού, και τα πρόβατα αυτού, και την σκηνήν αυτού, και πάντα όσα είχε, και έφεραν αυτούς εις την κοιλάδα Αχώρ. Και είπεν ο Ιησούς, διά τι κατετάραξας ημάς; ο Κύριος θέλει σε καταταράξει την ημέραν ταύτην. Και πας ο Ισραήλ ελιθοβόλησαν αυτόν με λίθους. Και έστησαν επ’ αυτόν σωρόν λίθων μέγαν, όστις μένει έως της σήμερον∙ ούτως έπαυσεν ο Κύριος από της εξάψεως του θυμού αυτού∙ διά τούτο καλείται το όνομα του τόπου εκείνου, Κοιλάς Αχώρ, έως της ημέρας ταύτης» (ΙησΝ 7/24, 25, 26).
Έτσι και οι άνθρωποι, αν θέλουν να γευτούν πραγματική ανακούφιση και ελπίδα, πρέπει να πάρουν την αμαρτία, που είναι ο υπαίτιος, και όλα όσα ανήκουν σ’ αυτήν όσο και να τους φαίνονται αγαπητά και πολύτιμα κι όσο και να’ναι σπάνια, όπως ήταν το ασήμι του Αχάν και το έλασμα του χρυσού και να τα κάψουν στη φωτιά, έτσι ώστε να είναι σίγουροι ότι καταστράφηκαν οριστικά. Έπειτα να τα θάψουν στη γη και να σωριάσουν επάνω τους πέτρες οι οποίες να είναι εξαιρετικά βαριές, για να είναι βέβαιοι ότι δεν θα ξεθαφτούν ποτέ. Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να εξολοθρεύσουν τους γιους και τις θυγατέρες αυτών των αμαρτιών, έτσι ώστε να καταστραφεί ολοκληρωτικά το καταραμένο αυτό γένος. Όλοι οι καρποί της αμαρτίας πρέπει να καταστραφούν. Δεν πρέπει να παραμείνει κάποια συγκεκριμένη επιθυμία, κάποια αγαπημένη αμαρτωλή ευχαρίστηση, κάποιος χαριτωμένος γόνος της αμαρτίας ο οποίος να ξεφύγει, αλλά ολόκληρη η αμαρτία πρέπει να λιθοβοληθεί και να καεί. Αν αυτό γίνει έτσι, μπορούμε να προσδοκούμε ότι η δυστυχία θα σταματήσει και το φως θα λάμψει όπως έγινε και στο στρατόπεδο του Ισραήλ μετά που θανατώθηκε ο υπαίτιος.
Ερώτημα: στο σημείο αυτό μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, τι ακριβώς σημαίνει να θανατωθεί η αμαρτία στο στάδιο της μεταστροφής;
Αυτό υπονοεί τα εξής:
Πρώτον: Είναι απαραίτητο ο άνθρωπος να δει και να καταδικάσει το κακό της αμαρτίας ως προσβολή απέναντι του Θεού. Η διαδικασία είναι πάντοτε η ίδια: η καταδίκη. Όλες οι «νομικές» αναταράξεις που προηγούνται της μεταστροφής του ανθρώπου προέρχονται από την καταδίκη της οντότητας που λέγεται αμαρτία και από την ενοχή και τον κίνδυνο που συνεπάγεται. Η θανάτωση της αμαρτίας γίνεται με κριτήριο την αισχρή και μισητή φύση της. Αλλά, προκειμένου να θανατώσουμε τον υπαίτιο, είναι απαραίτητο να ψάξουμε να τον βρούμε, όπως έκανε και ο Ισραήλ με τον Αχάν πριν τον σκοτώσουν. Ξύπνησαν πολύ πρωί και έφεραν ολόκληρο το λαό Ισραήλ κατά φυλές. Έπειτα έψαξαν την κάθε φυλή κατά οικογένειες και μετά κατά πρόσωπα και μ’ αυτό τον τρόπο τον βρήκαν.
Δεύτερον: Είναι απαραίτητο η καρδιά του ανθρώπου να αποστραφεί την αμαρτία, να τη μισήσει και να την καταδικάσει. Ο υπαίτιος της δυστυχίας δεν θανατώνεται παρά με μια ολοκληρωτική αλλαγή της καρδιάς και αναγέννηση, έτσι ώστε εκείνο που προηγουμένως ο άνθρωπος επιθυμούσε και υιοθετούσε, τώρα να το απεχθάνεται, να το αποστρέφεται και να το μισεί—ιδιαίτερα στις μορφές με τις οποίες εμφανιζόταν προηγουμένως.
Τρίτον: Να την απαρνηθεί και να την καταδικάσει. Οι άνθρωποι μπορεί να ισχυρίζονται οτιδήποτε, αλλά είναι δύσκολο η καρδιά του ανθρώπου να αποστραφεί την αμαρτία, αν δεν την απορρίψει. Κανείς δεν έχει μεταστραφεί αν δεν έχει προηγουμένως έρθει στη θέση να αποστραφεί και να εγκαταλείψει πλήρως κάθε οδό αμαρτίας. Προκειμένου ο αμαρτωλός να βρει πραγματική ελπίδα και ανακούφιση, πρέπει πρώτα να πει το οριστικό του «αντίο» στην αμαρτία, όπως έκανε και ο Ισραήλ με τους Αιγυπτίους στην Ερυθρά Θάλασσα. Οι άνθρωποι μπορεί να υποφέρουν πολλά δεινά εξαιτίας της αμαρτίας, να έρχονται σε αναρίθμητες συγκρούσεις και αγώνες μαζί της και να φαίνεται προς στιγμήν ότι την απαρνήθηκαν, αλλά σε τελευταία ανάλυση να μην την έχουν απορρίψει οριστικά, όπως έκανε ο Ισραήλ με τους Αιγυπτίους. Είχαν πολλούς αγώνες εναντίον τους πριν ελευθερωθούν οριστικά απ’ αυτούς. Πόσες και πόσες κρίσεις δεν έφερε ο Θεός στους Αιγυπτίους πριν αφήσουν το λαό Ισραήλ να φύγει! Μερικές φορές μάλιστα δινόταν η εντύπωση ότι ο Φαραώ θα τους άφηνε να φύγουν, αλλά την τελευταία στιγμή αρνιόταν. Και όταν τελικά ξέφυγαν απ’ το Ραμσή, αναμφισβήτητα έμεναν με την εντύπωση ότι είχε λήξει το θέμα. Δεν πίστευαν πως θα ξανάβλεπαν τους Αιγυπτίους. Όταν όμως έφτασαν στην Ερυθρά Θάλασσα και κοίταξαν πίσω τους, τους είδαν να τρέχουν στο κατόπι τους. Ήταν δύσκολο ν’ απαλλαγούν απ’ αυτούς ολοκληρωτικά. Όταν όμως εκείνοι πνίγηκαν στη θάλασσα, τότε ο Ισραήλ απαλλάχτηκε οριστικά και αμετάκλητα απ’ αυτούς. Γι’ αυτό είπε ο Θεός στην Έξοδο: «…τους Αιγυπτίους τους οποίους είδετε σήμερον, δεν θέλετε ιδεί πλέον αυτούς εις τον αιώνα» (14/13).
Γι’αυτό και ο αμαρτωλός άνθρωπος δεν πρέπει απλά να απομακρυνθεί για λίγο από την αμαρτία, αλλά να την απαρνηθεί μια για πάντα και να μη θέλει να έχει τίποτε το κοινό με την παλιά αμαρτωλή ζωή του και τις χαρές που του εξασφάλιζε. Έτσι είναι απαραίτητο να κάνει με τη δική του αμαρτία, την αμαρτία η οποία ευκολότερα τον εμπλέκει και στην οποία, είτε λόγω της ιδιοσυγκρασίας του είτε λόγω των συνηθειών του, είναι περισσότερο επιρρεπής και τού είναι ιδιαίτερα αρεστή και σημαντική τη βασίλισσα όλων των αμαρτιών μέσα στο εχθρικό στρατόπεδο. Και αυτήν όμως πρέπει να τη θανατώσει, όπως θανατώθηκε και ο Φαραώ των Αιγυπτίων στην Ερυθρά Θάλασσα, και να μην κάνει όπως έκανε ο Σαούλ όταν ο Θεός τον διέταξε να σκοτώσει όλους τους Αμαληκίτες αλλά εκείνος δεν σκότωσε το βασιλιά τους, κάτι που αργότερα τού στοίχισε το βασίλειό του.
Τέταρτον: Αυτά όλα υπονοούν ότι έχει αγκαλιάσει το Χριστό και Τον έχει εμπιστευτεί ως Σωτήρα από την αμαρτία του. Πρέπει να προσβλέπουμε σ’ Αυτόν όχι μόνο για την τιμωρία της αμαρτίας αλλά και ως Σωτήρα μας από την ίδια την αμαρτία. Από μόνοι μας δεν μπορούμε να θανατώσουμε τον εχθρό, γιατί είναι πολύ δυνατός για μας. Το ίδιο όπως δεν μπορούσε και ο Ισραήλ (ένα πλήθος φτωχό, αδύναμο και απροετοίμαστο) να σκοτώσει από μόνο του το Φαραώ και τα ισχυρά άρματα και τους ιππείς του. Ήταν ο Χριστός στη στήλη της νεφέλης την ημέρα και στη στήλη της φωτιάς τη νύχτα που πολέμησε τους Αιγυπτίους για λογαριασμό του Ισραήλ. Το μόνο που εκείνοι είχαν να κάνουν ήταν να Τον εμπιστευτούν. «Ο Κύριος θέλει πολεμήσει διά σας∙ σεις δε θέλετε μείνει ήσυχοι» (Έξ. 14/14). Από μόνος του ο Ισραήλ ουδέποτε θα είχε κατορθώσει να πνίξει τους Αιγυπτίους στην Ερυθρά Θάλασσα. Ο Χριστός το έκανε αυτό, γιατί η στήλη της νεφέλης στάθηκε μεταξύ των Αιγυπτίων και των Ισραηλιτών κι όταν οι τελευταίοι είχαν βγει από τη θάλασσα, τότε ο Χριστός σώρευσε πάνω στους Αιγυπτίους τα νερά της Ερυθράς Θάλασσας. Οι εχθροί μας πρέπει να πνιγούν στην πηγή που είναι απόλυτα επαρκής, την πηγή του αίματος του Χριστού, όπως οι Αιγύπτιοι πνίγηκαν στα άφθονα νερά της Ερυθράς Θάλασσας. Και τότε μπορούμε να ψάλουμε, όπως έκανε και ο Ισραήλ όταν βγήκε από τη γη της Αιγύπτου. Όταν με τέτοιο τρόπο θανατωθεί η αμαρτία, τότε ο Θεός ανοίγει την πόρτα της ελπίδας, μια πόρτα που από μέσα της βγαίνει ένα γλυκό ουράνιο φως για την ψυχή. Απ’ αυτό έρχονται η παρηγοριά και η ανακούφιση που ακολουθούνται από ένα άσμα καινούργιο προς δόξα του Θεού.
ΙΙ – Ελπίδα και παρηγοριά στην πορεία του αγιασμού
Στη δεύτερη περίπτωση, την περίπτωση δηλαδή που το έλεος και η ανακούφιση στην πορεία της χριστιανικής ζωής έρχονται μετά από κάποια κρίση με την ίδια ακριβώς διαδικασία όπως έγινε και στην αρχική μεταστροφή, θα εξετάσουμε τα εξής:
Πρώτον: Οι πιστοί συχνά βρίσκονται στο σκοτάδι και συχνά ο τρόπος που βλέπουν τα πράγματα είναι πολύ θολός.
Δεύτερον: Εκείνο που θολώνει το βλέμμα τους είναι η αμαρτία.
Τρίτον: Η κρίση τους συχνά παίρνει μεγάλες διαστάσεις ακριβώς λίγο πριν έρθει η ανανέωση του φωτός και της ελπίδας.
Τέταρτον: Η αναταραχή τους δεν κρατάει για πάντα. Ο Θεός απλά τη χρησιμοποιεί για να φέρει την ανανέωση του φωτός και της ελπίδας στη ζωή τους.
Πέμπτον: Η ελπίδα και η ανακούφιση ανανεώνονται στη ζωή τους όταν θανατώσουν τον υπαίτιο.
Πρώτον, Πολύ συχνά οι χριστιανοί βρίσκονται στο σκοτάδι κι η ελπίδα τους είναι εξαιρετικά θαμπή. Ο Θεός δίνει στους ανθρώπους φως και παρηγοριά την ώρα της μεταστροφής τους και μερικές φορές το φως αυτό παραμένει ζωηρό και χωρίς πολλές διακοπές για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Επίσης κάποιοι πιστοί ζουν πολύ περισσότερο στο φως από άλλους. Ορισμένοι ζουν για χρόνια με ελάχιστα μόνο σκοτεινά διαλείμματα. Ο Θεός ευαρεστείται να ξεχωρίζει αυτούς τους πιστούς από τους άλλους. Τους προστατεύει ελεητικά από τις κρίσεις του σκότους, από τις οποίες όμως επιτρέπει να περνούν άλλοι, και τους χαρίζει το φως του Προσώπου Του. Σ’ αυτά τα θέματα ο Θεός ενεργεί με βάση την κυρίαρχη θέλησή Του, όπως ακριβώς κάνει και με το θέμα της Χάρης στο στάδιο της μεταστροφής. Όπως δίνει τη Χάρη κατά τη βούλησή Του, έτσι δίνει σε μερικούς από κείνους που έχουν μεταστραφεί περισσότερο φως, ενώ σε άλλους λιγότερο πάλι κατά τη βούλησή Του.
Πολλοί Χριστιανοί όμως συναντούν φοβερό σκοτάδι στη ζωή τους κι οι ελπίδες τους φαντάζουν πολύ θαμπές στα μάτια τους. Μερικές φορές οι γλυκές και ανακουφιστικές επιρροές του Πνεύματος του Θεού μοιάζουν να έχουν αποσυρθεί. Παλιότερα ο Θεός και ο Χριστός Του έκαναν αποκαλύψεις στην ψυχή του πιστού, αλλά τώρα δεν φαίνεται να του γίνεται καμία αποκάλυψη. Ο νους τους φαίνεται να έχει σκοτεινιάσει και δεν μπορούν να διακρίνουν τα πνευματικά πράγματα όπως μπορούσαν παλιότερα. Άλλοτε, όταν διάβαζαν τις Γραφές, συχνά φωτίζονταν και φαινόταν πως τις καταλάβαιναν και χαίρονταν για ό,τι διάβασαν, πράγμα που τους γέμιζε ανακούφιση. Τώρα όμως, όταν διαβάζουν, είναι σαν να διαβάζουν νεκρό γράμμα που δεν τους ευχαριστεί και συνεχίζουν το διάβασμα αναγκαστικά. Για κείνους αυτό δεν είναι πια ευχαρίστηση αλλά καθήκον και βάρος. Άλλοτε τούς έρχονταν εδάφια στο νου, ακόμα κι όταν δεν διάβαζαν, που τους γέμιζαν με φως και τρυφεράδα. Τώρα δεν έχουν πια τίποτε απ’ αυτά. Άλλοτε ένιωθαν τα αβρά ενεργήματα της Χάρης. Εμπιστεύονταν το Θεό και μπορούσαν να βρουν μέσ’ απ’ αυτά την ειρήνη να υποχωρούν στο θέλημά Του απ’ όπου μπορούσαν να αντλήσουν αγάπη κι ένα γλυκό αίσθημα αβροφροσύνης προς το Θεό.
Αλλά τώρα το πνεύμα τους έχει πολύ αμβλυνθεί και οι ίδιοι είναι σαν νεκροί. Άλλοτε συναντιούνταν με το Θεό στις Άγιες Αυλές Του. Ήταν όμορφο γι’ αυτούς να κάθονται και ν’ ακούν το κήρυγμα του Λόγου Του που τους γέμιζε φως και ζωή. Αισθάνονταν τη ζωντάνια και τη γλυκύτητα των ομαδικών προσευχών και οι καρδιές τους υψώνονταν στον Ουρανό όταν έψελναν ύμνους ευχαριστίας στο Θεό. Τώρα όμως όλα έχουν αλλάξει. Άλλοτε ευφραίνονταν στην προσευχή. Ο χρόνος που περνούσαν στο ταμείο τους, ο κατ’ ιδίαν χρόνος μεταξύ Θεού και ψυχής, τούς ήταν πολύ ευχάριστος. Τώρα, όταν πηγαίνουν εκεί, δεν συναντούν πια το Θεό και δεν αισθάνονται καμία ευχαρίστηση να Τον πλησιάζουν. Προσεύχονται σαν να έδιναν απλά μια παράσταση χωρίς καρδιά και χωρίς ζωή. Προφέρουν ορισμένα λόγια, αλλά αυτά δεν είναι παρά μόνο λόγια. Η καρδιά τους είναι απούσα. Ο νους τους τριγυρνάει διαρκώς εδώ κι εκεί από ματαιότητα σε ματαιότητα. Με τέτοια αποσύνθεση της άσκησης της Χάρης αποσυντίθεται κι η ελπίδα τους και η απόδειξη της πιστότητάς τους χάνει όλη της τη διαφάνεια.
Όταν κοιτάνε στις καρδιές τους, τούς φαίνεται ότι δεν υπάρχει εκεί τίποτε από το οποίο να αντλήσουν ελπίδα. Και όταν κοιτάζουν τον τρόπο της ζωής τους, τούς φαίνεται ότι μπορούν να ισχυριστούν πως δεν έχουν τη Χάρη. Δεν υπάρχει τίποτε το καινούργιο στον ορίζοντά τους που να τους ενισχύει την πεποίθηση για το θησαυρό που κατέχουν. Όσο για τις παλιές τους αποδείξεις, είναι εξαιρετικά θαμπές και μοιάζουν πολύ μακρινές και απρόσιτες. Σχεδόν τις έχουν ξεχάσει και νιώθουν άβολα να τις σκέφτονται και να μιλούν γι’ αυτές. Έτσι, μερικές φορές και οι πιστοί έρχονται σε φοβερή απελπισία. Όχι μόνο δεν έχουν πια την παλιά παρηγοριά και ελπίδα τους, αλλά τους γεμίζει και εσωτερικό σκοτάδι που οδηγεί στην απελπισία. Όχι μόνο ο Θεός κρύβει το Πρόσωπό του απ’ αυτούς αλλά και αισθάνονται την οργή Του. Μοιάζει συνοφρυομένος απέναντί τους. Αυτή την εντύπωση έδινε και στο Δαβίδ, όπως βλέπουμε στον Ψαλμό 42: «Άβυσσος προσκαλεί άβυσσον εις τον ήχον των καταρρακτών σου∙ πάντα τα κύματά σου και αι τρικυμίαι σου διήλθον επ’ εμέ» (42/7). Το ίδιο και στον Ψαλμό 88, τον Ψαλμό του Αιμάν: «Μ’ έβαλες εις τον κατώτατον λάκκον, εις το σκότος, εις τα βάθη. Επ’ εμέ επεστηρίχθη ο θυμός σου, και πάντα τα κύματά σου επέφερες επ’ εμέ» (88/6, 7).
Δεύτερον, Αιτία αυτής της δυστυχίας και του σκότους είναι η αμαρτία. Οποτεδήποτε οι άνθρωποι του Θεού συναντούν τέτοιο σκοτάδι στη ζωή τους, είναι εξαιτίας κάποιου Αχάν στην ψυχή τους που προξένησε αυτή την κατάσταση, δηλαδή εξαιτίας της αμαρτίας. Αυτή είναι η αιτία του σκότους για τους πιστούς, το ίδιο όπως είναι και για το φυσικό άνθρωπο ο οποίος βρίσκεται σε πνευματική αφύπνιση. Δεν είναι ότι ο Θεός δεν αγαπάει αρκετά τους δικούς Του ή ότι δεν είναι έτοιμος να τους παρηγορήσει. Ο βραχίονας του Θεού δεν μίκρυνε ούτε το αυτί Του έγινε βαρήκοο ώστε να μην ακούει. Είναι η αμαρτία τους που τούς κρύβει το Πρόσωπο του Θεού. Στον προφήτη Ησαΐα διαβάζουμε: «ΙΔΟΥ, η χειρ του Κυρίου δεν εσμικρύνθη, ώστε να μη δύναται να σώση∙ ουδέ το ωτίον αυτού εβάρυνεν, ώστε να μη δύναται να ακούση∙ αλλ’ αι ανομίαι σας έβαλον χωρίσματα μεταξύ υμών και του Θεού υμών, και αι αμαρτίαι σας έκρυψαν το πρόσωπον αυτού από σας, διά να μη ακούη» (59/1, 2). Η αμαρτία γίνεται αιτία του σκότους των πιστών με τους παρακάτω τρεις τρόπους:
αα. – Μερικές φορές αυτό οφείλεται στην αδυναμία και μικρή ποσότητα Χάρης κατά τη μεταστροφή, σε αντίθεση με τη μεγάλη δύναμη της διαφθοράς που έχει απομείνει. Το έργο της Χάρης του Θεού είναι το ίδιο σε όλους όσους έχουν αναγεννηθεί, κατά το μέτρο που η αμαρτία τους έχει θανατωθεί κι εκείνο που μέχρι τότε βασίλευε, δεν βασιλεύει πια. Η καρδιά αλλάζει απ’ το σκοτάδι στο φως κι από το θάνατο στη ζωή καθώς αποστρέφεται την αμαρτία και στρέφεται προς το Θεό. Παρόλα αυτά, το έργο διαφέρει κατά πολύ ανάλογα με το βαθμό κατά τον οποίο η αμαρτία θανατώθηκε και το βαθμό κατά τον οποίο η Χάρη χύθηκε στην ψυχή. Μερικοί παίρνουν περισσότερο πνευματικό φως κατά την αναγέννησή τους από άλλους, ανακαλύπτουν περισσότερα πράγματα μέσα τους, έρχονται σε στενότερη επαφή με το Θεό, ταπεινώνονται περισσότερο, απογαλακτίζονται οριστικότερα από την αμαρτία που βασιλεύει στον κόσμο, γεμίζουν περισσότερο με την αγάπη του Θεού και του Χριστού Του και έρχονται κοντύτερα στον Ουρανό. Σε μερικούς γίνεται πολύ δυνατότερο έργο Χάρης από άλλους κατά το χρόνο της αναγέννησής τους. Σε άλλους ο βαθμός της Χάρης που χύνεται στην καρδιά τους είναι σημαντικά μικρότερος και κατά συνέπεια η διαφθορά τους παραμένει πολύ πιο δυνατή. Όταν συμβαίνει το τελευταίο, δεν είναι ν’ απορεί κανείς που σ’ αυτούς τους ανθρώπους η ελπίδα είναι ασθενέστερη το ίδιο όπως και το φως και η παρηγοριά σε σύγκριση με άλλους. Η φυσική τάση της αμαρτίας που έχει απομείνει σ’ αυτούς τους πιστούς θολώνει και σκοτεινιάζει το νου, οπότε, όσο περισσότερη αμαρτία μένει, τόσο περισσότερο θα οδηγεί σ’ αυτό το αποτέλεσμα. Οι άνθρωποι έρχονται να γνωρίσουν την καλή πνευματική τους θέση μόνο με την εκζήτηση της Χάρης και τη διαπίστωση ότι στην καρδιά τους κατοικεί η Χάρη. Σίγουρα όμως όσο λιγότερη Χάρη ενοικεί στις καρδιές τους, τόσο λιγότερη Χάρη θα βλέπουν και θα νιώθουν ότι έχουν. Όσο περισσότερο χώρο καταλαμβάνει η αμαρτία, τόσο περισσότερο θαμπώνει και κρύβει τη σπίθα του πνεύματος. Συνεπώς, όσο περισσότερη η αμαρτία που έχει απομείνει, τόσο περισσότερο επισκιάζεται η Χάρη.
Όσο μεγαλύτερη δύναμη έχει η διαφθορά η οποία έχει απομείνει, τόσο σπανιότερες θα είναι οι καλές περίοδοι στις οποίες θα βρίσκονται οι πιστοί και τόσο συχνότερες και μεγαλύτερης διάρκειας θα είναι οι περίοδοι του σκότους τους. Μπορεί το σκοτάδι στο οποίο βρίσκονται οι πιστοί να προέρχεται από κάποια συγκεκριμένη αμαρτία, η οποία είχε ανέκαθεν μεγάλη δύναμη επάνω τους και ουδέποτε θανατώθηκε σε μεγάλο βαθμό, έτσι ώστε να αποτελεί πάντα κίνδυνο για την ψυχή. Με τη Χάρη να είναι ασθενής, η θεμελιακή αυτή αμαρτία επωφελείται και αυτό ισχύει είτε πρόκειται για υπεροπτικό και αλαζονικό πνεύμα, είτε για πνεύμα πλεονεξίας, πνεύμα εθισμού στον αισθησιασμό, πνεύμα δειλίας και φόβου, πνεύμα ανικανοποίητο, οργίλο, εριστικό, εξαιρετικά μνησίκακο ή γενικότερα για κάθε διεφθαρμένη τάση προς αμαρτία στην οποία οι άνθρωποι είναι κατ’ εξοχήν επιρρεπείς εξ ιδιοσυγκρασίας, αγωγής τους ή προηγουμένων κακών συνηθειών. Το έργο της Χάρης διαφοροποείται ποικιλοτρόπως στην καρδιά του κάθε ανθρώπου όσον αφορά τις συγκεκριμένες αποκαλύψεις που του δίνονται και τις συγκεκριμένες μορφές Χάρης τις οποίες εκείνος εξασκεί περισσότερο. Οπότε είναι φυσικό μερικοί κατά τη μεταστροφή τους να βοηθούνται περισσότερο κατά μίας συγκεκριμένης αμαρτίας η οποία βρίσκεται στους αντίποδες της Χάρης. Συνεπώς, κάποιες συγκεκριμένες αμαρτίες μπορεί να έχουν αποδυναμωθεί πολύ λιγότερο από άλλες και να γίνονται πρόξενος μεγάλων δυστυχιών.
Έτσι, στις συγκεκριμένες εμπειρίες ζωής τους, μερικοί μπορεί να μην έχουν τόσο βοηθηθεί εναντίον της αλαζονείας όσο άλλοι, οπότε η υπερηφάνειά τους μπορεί να βρίσκει πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί. Και όταν ακόμα έχουν πνευματικές αποκαλύψεις σχετικώς και βρίσκουν ανακούφιση, μπορεί το «εγώ» τους να ενισχύεται περισσότερο απ’ αυτές. Κάτι τέτοιο βέβαια θα δυσαρεστήσει το Άγιο Πνεύμα και εξαιτίας αυτού θα οδηγούνται διαρκώς σε όλο και μεγαλύτερο σκοτάδι. Είναι πιθανό να μην έχουν συνειδητοποιήσει τη φτώχεια τους, τόσο όσο κάποιοι άλλοι, και η αυτοπεποίθησή τους να είναι εντονότερη απ’ ό,τι σε άλλους. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο που εκείνοι με τη μεγάλη αυτοπεποίθηση βρίσκονται στο σκοτάδι. Όταν οι άνθρωποι εμπιστεύονται τους εαυτούς τους για θέματα πνευματικού φωτός και Χάρης, η αυτοπεποίθησή τους ξεφτίζει και αντιμετωπίζουν μεγάλο έλλειμμα ειδικά ως προς την ιδιότητα εκείνη για την οποία εμπιστεύτηκαν τον εαυτό τους.
ββ. – Κάποτε οι πιστοί πέφτουν σε μεγάλο σκοτάδι εξαιτίας μιας μεγάλης παράβασης που διέπραξαν. Αυτό συνέβη και με το Δαβίδ όταν έπεσε σε μεγάλη αμαρτία σχετικά με τον Ουρία. Αυτό κυριολεκτικά φίμωσε τις ευεργετικές επιδράσεις του Πνεύματος του Θεού στη ζωή του και ο Θεός τις απέσυρε απ’ αυτόν μαζί με την παρηγοριά και ανακούφιση που προσφέρουν, πράγμα που φαίνεται καθαρά από τις προσευχές του για αποκατάσταση, όπως, για παράδειγμα, στη φράση: «Απόδος μοι την αγαλλίασιν της σωτηρίας σου, και με πνεύμα ηγεμονικόν στήριξόν με» (Ψαλμός 51/12). Όταν οι χριστιανοί πέφτουν σε μεγάλη παράβαση, είναι συνηθισμένο να ακολουθεί περίοδος μεγάλου σκότους στη ζωή τους.
γγ. – Επίσης και οι πιστοί οι οποίοι δεν κάνουν καμία συγκεκριμένη μεγάλη και σκανδαλώδη παράβαση, μπορεί κάποτε να βρεθούν σε πολύ μεγάλο σκοτάδι ψυχής, όταν πέφτουν σε αμαρτωλούς τρόπους σκέψης και κακές συνήθειες. Στην καρδιά κάθε πιστού υπάρχει πάντα μεγάλη εναπομένουσα διαφθορά και συχνά πέφτουν σε πολύ άσχημο τρόπο σκέψης. Κάποια συγκεκριμένη αμαρτία μεγαλώνει υπερτροφικά. Μερικές φορές γίνονται οι ίδιοι εξαιρετικά υψηλόφρονες και αλαζόνες, είτε λόγω της δικής τους πνευματικότητας και της καλής γνώμης που έχουν οι άλλοι γι’ αυτούς είτε για κάποιον άλλο λόγο.
Καμιά φορά πέφτουν σ’ έναν τελείως κοσμικό τρόπο σκέψης και δεν επιδιώκουν καθόλου τα πνευματικά πράγματα, αλλά, αντίθετα, οι καρδιές τους προσπαθούν απεγνωσμένα να αποκτήσουν κοσμικά αγαθά. Καμιά φορά ο νους τους χάνει τη σοβαρότητά του και γίνονται ματαιόδοξοι, ενδιαφερόμενοι αποκλειστικά για τη ματαιότητα της νιότης, το ντύσιμο, τη διασκέδαση και τη μόδα. Μερικοί, επειδή δεν ενδιαφέρονται όπως παλιότερα για πνευματικές χαρές και απολαύσεις διαλογιζόμενοι τα ουράνια, τρεφόμενοι μ’ αυτά, επιθυμώντας και εκζητώντας τα γίνονται δούλοι των αισθησιακών τους επιθυμιών. Άλλοι γίνονται εριστικοί και φιλόνικοι, οργίζονται συχνά με τους γύρω τους και μόνιμα τρέφουν πικρία στην καρδιά τους για κείνους, ενώ οι ίδιοι παραμένουν πάντα αποφασισμένοι να κάνουν πάση θυσία το δικό τους και ποθούν να δουν τους διαφωνούντες να νικιούνται και να υποβιβάζονται. Γίνονται επίμονοι και πεισματάρηδες και δημιουργούν καυγάδες πολεμώντας τους άλλους με μανία. Άλλοι πάλι πέφτουν σε παραπονιάρικο τρόπο σκέψης, φόβο και ανυπομονησία για το πώς ενεργεί στη ζωή των ανθρώπων η Πρόνοια του Θεού. Εξάλλου, πολλές φορές όλα αυτά πάνε μαζί!
Καθώς λοιπόν τα άτομα αυτά βυθίζονται σε τέτοια δυστυχία καρδιάς, αφήνουν τους εαυτούς τους να επιδίδονται σε πολύ αμαρτωλές πράξεις. Συμπεριφέρονται ανάρμοστα, έτσι που δεν αποδίδουν καμία τιμή στο Θεό και βλάπτουν εξαιρετικά τη θρησκεία. Δεν ακτινοβολούν ένα καλό πνεύμα. Πέφτουν στο σφάλμα να επιτρέπουν στους εαυτούς τους μεγάλες ελευθεριότητες με το να επιδίδονται σε αισθησιακές απολαύσεις, την ικανοποίηση της πλεονεξίας και αλαζονείας τους, την εριστικότητα, την κακολογία πίσω απ’ την πλάτη των άλλων και γενικά μια βίαιη και ετσιθελική επιδίωξη των κοσμικών αγαθών. Συχνά ο τρόπος με τον οποίο γλιστράνε σ’ αυτές τις διεστραμμένες πρακτικές και κακούς δρόμους είναι μέσω του πνεύματος της νωθρότητας στην οποία πέφτουν. Δεν είναι πια τόσο επιμελείς και ειλικρινείς με τα πράγματα του Θεού όσο ήταν παλιότερα. Αφήνουν τους εαυτούς τους να γλιστρήσουν στη νωθρότητα και δεν συνεχίζουν να παραμένουν άγρυπνοι, οπότε πέφτουν θύματα του πειραστή.
Μ’ αυτό τον τρόπο οι κακές συνήθειες ανεπαίσθητα διεισδύουν μέσα τους κι εκείνοι όλο και συχνότερα ακολουθούν τις πρακτικές τους. Το ίδιο συνέβη και με το Δαβίδ. Έτσι, η αμαρτία στην οποία πέφτουν είναι το αποτέλεσμα αυτών των εκφυλισμένων τάσεων και η ζωή τους ξετυλίγεται μέσα σε βαθύ σκοτάδι. Ο Θεός αποσύρει το Πνεύμα Του από πάνω τους, το φως τους σβήνει και η απόδειξη της ευσέβειάς τους θαμπώνει και σκοτεινιάζει. Μοιάζουν σαν να είναι σχεδόν όπως ήταν πριν τη μεταστροφή τους και δεν έχουν καμία αισθητή επικοινωνία με το Θεό. Έτσι συμβαίνει όταν η αμαρτία γίνεται αιτία για κρίση και σκοτάδι στη ζωή του χριστιανού.
Τρίτον, όταν αυτή είναι η κατάσταση των πιστών, η κρίση από την οποία ο Θεός τούς περνάει είναι συνήθως πολύ πιο έντονη λίγο πριν ανανεωθεί σ’ αυτούς η ελπίδα και η ανακούφιση. Όταν με τους τρόπους που ήδη αναφέραμε, η αμαρτία αφθονεί στην καρδιά των πιστών, εκείνοι δεν είναι ακριβώς όπως οι άλλοι αμαρτωλοί ειρηνικοί και άνετοι μ’ αυτό. Υπάρχει συνήθως μέσα τους μια ανησυχία και γίνεται μια εσωτερική πάλη. Η Χάρη στην καρδιά τους, αν και εξαιρετικά καταπιεσμένη και βαλλόμενη από παντού, και πάλι θα αντισταθεί στον εχθρό και θα αγωνίζεται για να ελευθερωθεί, οπότε με τους πιστούς οι οποίοι βρίσκονται υπό την επήρεια της διαφθοράς δεν συμβαίνει το ίδιο όπως με τους πέρα για πέρα σαρκικούς ανθρώπους οι οποίοι στην πτώση τους νιώθουν άνετα. Ωστόσο, και οι πιστοί που βρίσκονται σε πνευματική πτώση μπορεί να φτάσουν σε μεγάλη έλλειψη συνειδητοποίησης και συναίσθηση ασφάλειας, διότι η αμαρτία έχει τη φοβερή δύναμη να αποκοιμίζει και να αποχαυνώνει συνειδήσεις και οποτεδήποτε το πνεύμα τυχαίνει να είναι αλαζονικό και εριστικό, φέρνει λίγο πολύ το ίδιο αποτέλεσμα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μεγάλες αμαρτίες οι οποίες κατ’εξοχήν έχουν την τάση να αποβλακώνουν την ψυχή. Προφανώς αυτό συνέβη και στην περίπτωση του Δαβίδ, ο οποίος φαίνεται να κατελήφθη τελείως εξ απροόπτου όταν ο Νάθαν πήγε και του είπε την παραβολή με τον πλούσιο που οικειοποιήθηκε το θηλυκό πρόβατο του φτωχού συνανθρώπου του. Οργίστηκε με τον πλούσιο της παραβολής, αλλά η σκέψη του δεν οδηγήθηκε να ελέγξει τον εαυτό του ούτε σκέφτηκε πόσο παρόμοια ήταν η περίπτωση της παραβολής με τη δική του πραγματικότητα.
Για όσο διάστημα οι άνθρωποι μένουν μακριά από τη συνειδητοποίηση, η δυστυχία τους δεν είναι και τόσο μεγάλη ούτε και η αμαρτία τους τούς βαραίνει πολύ. Ο Θεός όμως, πριν τους δώσει παρηγοριά και ανακούφιση, θα τους φέρει σε ακόμα μεγαλύτερη κρίση. Όπως ακριβώς ο Θεός φέρνει το σαρκικό άνθρωπο σε κρίση πριν τη μεταστροφή του, έτσι κάνει και με τους πιστούς μετά την πτώση τους και κατόπιν τους χαρίζει την ανανέωση της ανακούφισης και της ελπίδας μέσ’ απ’ τη Χάρη. Ενόσω βρίσκονται σε κατάσταση αμαρτίας και διαφθοράς, είναι σε κατάσταση ύπνου. Μοιάζουν με τις δέκα μωρές παρθένες οι οποίες κουράστηκαν κι αποκοιμήθηκαν και ως άτομα που βρίσκονται στον ύπνο, στερούνται συνείδησης και δεν έχουν συναίσθηση πού και σε ποια κατάσταση βρίσκονται. Γι’αυτό, όταν ο Θεός επιστρέφει σ’ αυτούς με το Πνεύμα Του, συνήθως η πρώτη Του δουλειά είναι να τους αφυπνίσει, να ξυπνήσει μέσα τους κάποια συναίσθηση και να τους οδηγήσει να διαισθανθούν τη μεγάλη αφροσύνη των πράξεών τους πώς δυσαρέστησαν και πρόσβαλαν το Θεό και τι αμαρτία διέπραξαν. Έτσι ο Θεός τούς οδηγεί στην Κοιλάδα του Αχώρ ή της δυστυχίας. Τότε βρίσκονται σε ακόμα μεγαλύτερη κρίση απ’ ό,τι ήταν πριν, είναι πιο ενήμεροι του σκότους τους και απείρως περισσότερο απογοητευμένοι. Ωστόσο, τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα γι’αυτούς τώρα παρά πριν αρχίσουν να αποκτούν συνείδηση του εαυτού τους. Οι συνθήκες της ζωής τους έχουν τώρα πολύ περισσότερες πιθανότητες να είναι αρεστές στο Θεό κι εκείνοι να βρουν ανακούφιση και ελπίδα, παρόλο που είναι σε απόγνωση και σχεδόν χωρίς στήριγμα.
Ακριβώς λίγο πριν ο Θεός ανανεώσει την ανακούφιση και ελπίδα τους, έχουν μια έντονη αίσθηση της οργής του Θεού το βάρος της οποίας νιώθουν επάνω τους. Το ίδιο συνέβαινε και με το Δαβίδ λίγο πριν την αποκατάσταση της πνευματικής του ανακούφισης, όταν μιλούσε για τα κόκαλά του που ο Θεός συνέτριψε. «Κάμε με να ακούσω αγαλλίασιν και ευφροσύνην, διά να ευφρανθώσι τα οστά τα οποία συνέθλασας» (Ψαλ. 51/8). Και κατά πάσα πιθανότητα στο ίδιο αναφέρεται και πάλι όταν λέει: «Διότι τα βέλη σου ενεπήχθησαν εις εμέ, και η χειρ σου καταπιέζει με. Δεν υπάρχει υγεία εν τη σαρκί μου, εξαιτίας της οργής σου∙ δεν είναι ειρήνη εις τα οστά μου, εξ αιτίας της αμαρτίας μου. Διότι αι ανομίαι μου υπερέβησαν την κεφαλήν μου∙ ως φορτίον βαρύ υπερεβάρυναν επ’ εμέ» (Ψαλ. 38/2, 3& 4). Συχνά, όταν ο Θεός είναι έτοιμος να φέρει τους ανθρώπους σε συνειδητοποίηση του εαυτού τους και να τους χαρίσει ανακούφιση, πρώτα τους φέρνει σε κάποια πολύ μεγάλη κατά κόσμο δυστυχία και αναταραχή για να τους αφυπνίσει, φέρνοντάς τους δηλ. πρώτα στην έρημο και αργότερα μιλώντας τους παρηγορητικά.
Στον Ιώβ διαβάζουμε τα εξής σχετικά: «[Τ]ότε ανοίγει τα ώτα των ανθρώπων και επισφραγίζει την προς αυτούς νουθεσίαν∙ διά να αποστρέψη τον άνθρωπον από των πράξεων αυτού, και να εκβάλη την υπερηφανίαν εκ του ανθρώπου. Προλαμβάνει την ψυχήν αυτού από του λάκκου, και την ζωήν αυτού από του να διαπερασθεί υπό ρομφαίας. Πάλιν τιμωρείται με πόνους επί της κλίνης αυτού, και το πλήθος των οστέων αυτού, με δυνατούς πόνους∙ ώστε η ζωή αυτού αποστρέφεται τον άρτον, και η ψυχή αυτού το επιθυμητόν φαγητόν∙ η σαρξ αυτού αναλίσκεται, ώστε δεν φαίνεται, και τα οστά αυτού τα αφανή, εξέχουσιν∙ η δε ψυχή αυτού πλησιάζει εις τον λάκκον, και η ζωή αυτού εις τους φονευτάς. Εάν ήναι μηνυτής μετ’ αυτού, ή ερμηνευτής, εις μεταξύ χιλίων, διά να αναγγείλει προς τον άνθρωπον την ευθύτητα αυτού∙ τότε θέλει είσθαι ίλεως εις αυτόν, και θέλει ειπεί, Λύτρωσον αυτόν από του να καταβή εις τον λάκκον∙ εγώ εύρηκα εξιλασμόν. Η σαρξ αυτού θέλει είσθαι ανθηροτέρα νηπίου∙ θέλει επιστρέψει εις τας ημέρας της νεότητος αυτού∙ θέλει δεηθή του Θεού, και θέλει ευνοήσει προς αυτόν∙ και θέλει βλέπει το πρόσωπον αυτού εν χαρά∙ και θέλει αποδώσει εις τον άνθρωπον την δικαιοσύνη αυτού. Θέλει βλέπει προς τους ανθρώπους, και θέλει λέγει, Ημάρτησα, και διέστρεψα το ορθόν, και δεν με ωφέλησεν∙ αλλ’ αυτός ελύτρωσε την ψυχήν μου από του να υπάγη εις τον λάκκον∙ και η ψυχή μου θέλει ιδεί το φως. Ιδού, πάντα ταύτα εργάζεται ο Θεός δις και τρις μετά του ανθρώπου, διά να αποστρέψη την ψυχήν αυτού από του λάκκου, ώστε να φωτισθή εν τω φωτί των ζώντων» (Ιώβ 33/16-30).
Έτσι, εκείνοι οι οποίοι είναι εξαιρετικά ασθενείς στη Χάρη μερικές φορές έρχονται σε μεγάλη και σκληρή κρίση, τόσο του μυαλού όσο και του σώματος, η οποία είναι μια ευκαιρία για να γίνει νέο έργο Χάρης στις καρδιές τους, οπότε στη συνέχεια θα είναι πιο διακεκριμένοι πιστοί του Θεού και θα απολαύσουν πολύ μεγαλύτερη παρηγοριά.
Τέταρτον, όταν οι πιστοί βρίσκονται στο σκοτάδι, το σκοτάδι τους δεν είναι μόνιμο, γιατί ο Θεός θα τους ξαναδώσει φως και ελπίδα. Όταν ένα από τα πρόβατα του Χριστού ξεστρατίσει και καταλήξει στην έρημο, ο Χριστός, ως Καλός Βοσκός, δεν θα το αφήσει εκεί αλλά θα ψάξει να το βρει, θα το πάρει στους ώμους του και θα το ξαναφέρει εκεί που ανήκει. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε για πόσον καιρό ο Θεός μπορεί ν’ αφήσει τους δικούς Του στο σκοτάδι, αλλά σίγουρα το σκοτάδι τους δεν θα διαρκέσει επ’ άπειρον. Γιατί, όπως μας λέει ο Λόγος του Θεού, «Φως σπείρεται διά τον δίκαιον, και ευφροσύνη διά τους ευθείς την καρδίαν» (Ψαλ. 97/11). Σ’ αυτούς ο Θεός έχει υποσχεθεί «αιώνια ευφροσύνη» (Ησ. 61/7).
Μπορεί να επιτρέπει ο Θεός για λίγο στον εχθρό της ψυχής να τους φέρει στο σκοτάδι και μπορεί ως απάντηση στην πρόκλησή τους ο Θεός να κρύψει το Πρόσωπό Του απ’ αυτούς. Αλλά, ακόμα κι αν αυτό φαίνεται ότι διαρκεί πολύ, στην ουσία είναι για μικρό χρονικό διάστημα. Στον προφήτη Ησαΐα διαβάζουμε σχετικώς: «Σε εγκατέλιπον δι’ ολίγον καιρόν∙ πλην με έλεος μέγα θέλω σε περισυνάξει. Εν θυμώ μικρώ έκρυψα το πρόσωπόν μου από σου διά μίαν στιγμήν∙ με έλεος όμως αιώνιον θέλω σε ελεήσει, λέγει Κύριος ο Λυτρωτής σου» (Ησ. 54/7 & 8). Και τέλος, «Διότι η οργή αυτού διαρκεί μίαν μόνην στιγμήν∙ ζωή όμως είναι εν τη ευμενεία αυτού∙ το εσπέρας δύναται να συγκατοικήσει κλαυθμός, αλλά το πρωί έρχεται αγαλλίασις» (Ψαλ. 30/5).
Πέμπτον, η ελπίδα και η ανακούφιση ανανεώνονται σ’ αυτούς οι οποίοι υποδουλώνουν τον υπαίτιο, δηλ. την αμαρτία. Όλη η αμαρτία θανατώνεται κατά την αναγέννηση, ή τουλάχιστον τότε δέχεται τα θανατηφόρα της χτυπήματα. Έκτοτε όλες οι παρεμβάσεις της είναι, κατά κάποιον τρόπο, οι προσπάθειες και αγώνες ενός νεκρού που ξεψυχάει. Αλλά δεν έχει ακόμα φύγει όλη η ζωή από μέσα της, γι’αυτό χρειάζεται να θανατωθεί περισσότερο, να δεχτεί ακόμα πιο θανατηφόρα χτυπήματα. Στους πιστούς η αμαρτία θανατώνεται μετά την περίοδο της δυστυχίας και του σκότους και πριν την ανανέωση της παρηγοριάς και ανακούφισης με τους εξής τρεις τρόπους:
i ) Νεκρώνεται ως προς τον προηγούμενο βαθμό έντασής της. Βέβαια δεν εξαλείφονται όλα τα κατάλοιπα της αμαρτίας. Η αμαρτία εξακολουθεί να υπάρχει στην καρδιά. Αλλά παύει να έχει πια την ένταση την οποία είχε. Παύει να κατέχει τόσο εξέχουσα θέση.
ii) Νεκρώνεται ως προς τον προηγούμενο τρόπο έκφρασή της. Ο άνθρωπος απαρνιέται τον προηγούμενο τρόπο με τον οποίο η αμαρτία έκανε την εμφάνισή της στη ζωή του. Η καρδιά οχυρώνεται εναντίον επιθέσεων αυτού του είδους. Για παράδειγμα, αν κάποιος διακρινόταν για το εριστικό του πνεύμα και την τάση του για καυγάδες, τώρα που έρχεται να το συνειδητοποιήσει αυτό, θανατώνει την εριστικότητά του. Θανατώνει δηλ. την αμαρτία ως προς το συγκεκριμένο αυτό τρόπο με τον οποίο προηγουμένως εκδηλωνόταν. Ή, επίσης, αν η αμαρτία έπαιρνε τη μορφή κάποιου αισθησιασμού, με το που συνέρχεται ο άνθρωπος, θα θανατώσει αυτό τον αισθησιασμό και θα τον διώξει από πάνω του.
iii) Η αμαρτία νεκρώνεται πλήρως ως προς τη θέληση και τη ροπή του ανθρώπου προς αυτήν.
Τώρα πια υπάρχει αυτή η ανανεωμένη αντίσταση κατά της αμαρτίας, πράγμα που σημαίνει ότι ο άνθρωπος πάση θυσία τάσσεται εναντίον της. Εκείνο που ο πιστός επιδιώκει, μετά που συνέρχεται από μακροχρόνια πτώση, είναι να θανατώσει την αμαρτία που τόσο περίτρανα έτρεφε μέσα του προηγουμένως και να την εξαφανίσει πλήρως. Την αντιμετωπίζει όπως θα αντιμετώπιζε έναν τρομερό εχθρό. Αν δεν την εξοντώνει με ένα χτύπημα, δεν είναι γιατί του λείπει η αποφασιστικότητα αλλά η δύναμη. Ο άνθρωπος του Θεού δεν μεταχειρίζεται την αμαρτία τρυφερά και ελεητικά, αλλά, όσο εξαρτάται απ’ τον ίδιο, της φέρεται όπως ο λαός Ισραήλ φέρθηκε στον Αχάν. Τη λιθοβολεί και την καταστρέφει με φωτιά μαζί με ό,τι ανήκει στο δικό της βασίλειο. Δεν της χαρίζεται, όπως κάνει ο σαρκικός άνθρωπος. Επιβουλεύεται τη ζωή της και τίποτε λιγότερο απ’ αυτό δεν τον ικανοποιεί. Εκείνο που συνεπάγεται η θανάτωση της αμαρτίας από τον πιστό, ο οποίος είχε πέσει σε εξαιρετικά αμαρτωλούς τρόπους σκέψεις, μπορεί να εξεταστεί από τις εξής τέσσερις οπτικές γωνίες:
a) – Υπάρχει εκ μέρους τους καταδίκη του κακού το οποίο κατοικεί μέσα στην αμαρτία. Το έχουν συνειδητοποιήσει και τώρα στρέφουν τα βήματά τους προς άλλη κατεύθυνση, όπως λέει και ο ψαλμωδός. «Διελογίσθην τας οδούς μου, και έστρεψα τους πόδας μου εις τα μαρτύριά σου» (Ψαλ. 119/59). Αναλογίζονται πόσο άσχημα έχουν συμπεριφερθεί, πόσο έχουν προδώσει την ομολογία της πίστης τους και πόσο αγνώμονες και αρνητικοί έχουν υπάρξει απέναντι στα ελέη του Θεού των οποίων είναι αποδέκτες. Αναλογίζονται πόσο έχουν εξοργίσει το Θεό και συνεπώς πόσο δίκαιη είναι η τιμωρία τους. Διαπιστώνουν πως η δυστυχία τους τούς οδήγησε να δουν πολύ βαθύτερα από ποτέ άλλοτε την αμαρτία και διαφθορά της καρδιάς τους. Με αυτή την έννοια το έργο του Θεού με τους πιστούς, οι οποίοι έχουν πολύ απομακρυνθεί από την οδό Του, είναι το ίδιο όπως και το έργο Του στην καρδιά του φυσικού ανθρώπου πριν τη μεταστροφή και αναγέννησή του.
b) – Υπάρχει εκ μέρους τους μια ευγενής ταπείνωση της ψυχής ενώπιον του Θεού. Η ευγενής ψυχή, αφού πειστεί για την αμαρτία της, μετά από τη μεγάλη της πτώση, και στη συνέχεια μετανοήσει και αποκατασταθεί, νιώθει βαθιά ταπείνωση, γιατί έχει συρθεί ως το χώμα ενώπιον του Θεού. Η μετάνοια αυτή είναι η ευαγγελική μετάνοια κατά την οποία η καρδιά συνθλίβεται από την αμαρτία και αυτό είναι εκείνο που προσφέρεται ως θυσία στο Θεό. Και ο Δαβίδ τέτοια θυσία πρόσφερε μετά τη μεγάλη του πτώση αντί για ολοκαυτώματα ζώων. «Διότι δεν θέλεις θυσίαν, άλλως ήθελον προσφέρει∙ εις ολοκαυτώματα δεν αρέσκεσαι. Θυσίαι του Θεού είναι πνεύμα συντετριμμένον∙ καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, Θεέ, δεν θέλεις καταφρονήσει» (Ψαλ. 51/16 & 17). Όπως ακριβώς και ο Ιώβ, μετά την αμαρτία του να παραπονείται για τον τρόπο με τον οποίο τον μεταχειρίστηκε ο Θεός, έχουν φτάσει στο σημείο να απεχθάνονται τον εαυτό τους. «Βδελύττομαι εμαυτόν, και μετανοώ εν χώματι και σποδώ» (Ιώβ 42/6). Είναι λοιπόν περισσότερο ταπεινωμένοι, όπως ήταν και οι Κορίνθιοι μετά που είχαν φοβερά αποκλίνει, κάτι για το οποίο ο Παύλος τούς είχε επιπλήξει. «Διότι ιδού, αυτό τούτο, το ότι ελυπήθητε κατά Θεόν, πόσην σπουδήν εγέννησεν εις εσάς! Αλλά απολογίαν, αλλά αγανάκτησιν, αλλά φόβον, αλλά πόθον, αλλά ζήλον, αλλ’ εκδίκησιν!» (Β¢ Κοριν. 7/11). Ήταν γεμάτοι θλίψη κι ένα είδος αγανάκτησης με τους εαυτούς τους, ζήλο και τιμωρητικό πνεύμα που οι ίδιοι είχαν πέσει σε τέτοια αφροσύνη κι είχαν δείξει τέτοια αγνωμοσύνη απέναντι του Θεού.
Όταν οι χριστιανοί συνειδητοποιήσουν την αμαρτία τους, η οποία έχει την αφετηρία της σε φοβερές τους πτώσεις και κακές προθέσεις του νου, συνήθως συνειδητοποιούν πολλά από τα ίδια πράγματα μ’ εκείνα τα οποία είχαν συνειδητοποιήσει κατά την αρχική τους μεταστροφή, αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι ποτέ πριν. Τώρα έρχονται σε μια νέα συνειδητοποίηση, εντονότερη από άλλοτε, της δικής τους μηδαμινότητας πόσο φτωχά, αδύναμα, αβοήθητα, αμαρτωλά, αποκρουστικά και ανάξια πλάσματα είναι∙ πόσο πέρα για πέρα ανάξιοι είναι του ελέους του Θεού και πόσο άξιοι της οργής Του. Είναι αυτή η συνειδητοποίηση που τους φέρνει σε μια θέση κατά Χάρη ταπεινότητας. Η ταπεινότητα της ψυχής που δίνεται με τη Χάρη αυξάνει πολύ μ’ αυτό τον τρόπο και σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους είναι συνήθως περισσότερο ταπεινοί και ‘πτωχοί τω πνεύματι’. Βλέπουν πολύ καθαρότερα πόσο σκόπιμο είναι να φράζουν με τα χέρια τους το στόμα τους, να πορεύονται ταπεινά μπροστά στο Θεό και να μην κατοικούν σε ‘υψηλούς τόπους’ ενώπιόν Του.
c) – Υπάρχει μια ανανεωμένη εκ μέρους τους εμπιστοσύνη στο Χριστό για τη δικαίωσή τους ενώπιον του Θεού, εμπιστοσύνη στο αίμα Του να τους καθαρίσει και να καλύψει τη γύμνια και αθλιότητά τους. Ο Χριστός ως Σωτήρας γίνεται πιο πολύτιμος γι’ αυτούς. Καθώς αποκτούν μια μεγαλύτερη συναίσθηση της μηδαμινότητας και κακότητάς τους, έχουν μια πιο ολοκληρωτική εξάρτηση από την πληρότητα του Χριστού.
d) – Η καρδιά αυτών των ανθρώπων είναι μακρύτερα από ποτέ άλλοτε απ’ αυτές τις μορφές της αμαρτίας και οι ίδιοι είναι πιο αποφασισμένοι να την απορρίψουν. Μετά από κάτι τέτοιο, γενικά έχουν μεγάλο τρόμο και αποστροφή προς αυτήν, τη βλέπουν σαν εχθρό τους και θυμούνται τι πέρασαν εξαιτίας της. Είναι περισσότερο αποφασισμένοι να εναντιώνονται σε όλα εκείνα που μοιάζουν μ’ αυτή την αμαρτία ή μπορεί να οδηγούν σ’ αυτήν. Γι’αυτό και στη δεύτερη επιστολή προς Κορινθίους αναφέρεται ότι αυτή η κρίση τούς έκανε εξαιρετικά προσεκτικούς, τους καθάρισε, τους γέμισε φόβο και ζήλο (εδ. 11). Ο φόβος και ο τρόμος που ένιωσαν κατά της συγκεκριμένης αυτής αμαρτίας για το μέλλον ήταν μεγαλύτερος του συνηθισμένου, η προσοχή τους για να την αποφύγουν πολλαπλάσια και ο πόθος τους για καθετί προς την αντίθετη κατεύθυνση ειλικρινέστερος. Το έργο του Θεού στην καρδιά του πιστού που γλίστρησε και πισωγύρισε είναι σε μεγάλο βαθμό ίδιο με το έργο στην καρδιά του αμαρτωλού πριν μεταστραφεί και αναγεννηθεί.
Βέβαια δεν είναι ακριβώς το ίδιο, γιατί οι δύο καταστάσεις έχουν πολλές διαφορές. Όταν ο υπαίτιος της κρίσης έρχεται και θανατώνεται μετά από τόσο σκότος και όλες τις φάσεις της δυστυχίας στις οποίες έχει οδηγήσει τον πιστό, ο Θεός θ’ ανοίξει την πόρτα της ελπίδας. Το σκοτάδι, που σκέπαζε τους ανθρώπους πριν, τώρα διαλύεται και το φως μπαίνει και η μακριά συννεφιασμένη νύχτα που τους κάλυπτε τώρα διαπερνάται από τις ακτίνες του φωτός που φτάνουν μέχρι τα βάθη της καρδιάς τους. Η ψυχή που είχε βαριά τραυματιστεί, τώρα γιατρεύεται. Ο Θεός χύνει πάνω της το έλαιο της ανακούφισης. Η ανανέωση της συνειδητοποίησης της πληρότητας και επάρκειας του Χριστού δίνει νέα ζωή, ελπίδα και χαρά. Μετά το νέο πλήγμα κατά της αμαρτίας, ο Θεός δίνει καινούργιες αποκαλύψεις της δόξας Του και καινούργια δείγματα της Χάρης Του. Έτσι η ψυχή που πρώτα ήταν στο σκοτάδι, τώρα απολαμβάνει μια γλυκιά θέα. Και η ελπίδα η οποία αναβίωσε ενώ πριν είχε τόσο εξασθενίσει που κόντευε να εξαφανιστεί ξανανιώνει και επιβεβαιώνεται. Τώρα η ψυχή έχει τη δύναμη ν’ αναπαυτεί στις υποσχέσεις του Θεού. Τώρα ο πιστός βλέπει την προσωπική του πρόοδο στην πνευματική πορεία μέσ’ απ’ τις αποκαλύψεις του προσώπου του Θεού, που Εκείνος επιτρέπει να γίνουν στον άνθρωπο, και μέσ’ απ’ τα δώρα της Χάρης Του.
Παλιότερα ο άνθρωπος περνούσε πολύ χρόνο αναπολώντας τις παλιές εμπειρίες του και ερευνώντας συμπεριφορές που άλλοτε τις θεωρούσε δείγματα της ευσεβείας του. Εις μάτην όμως. Αυτή η τακτική δεν του έδινε καμιά ικανοποίηση. Ο λόγος βέβαια ήταν πως η αμαρτία δεν είχε θανατωθεί αλλά εξακολουθούσε να παραμένει ζωντανή. Τώρα όμως ο Θεός δίνει στον άνθρωπο καινούργιο φως και καινούργιες εμπειρίες που σε ελάχιστο χρονικό διάστημα καταφέρνουν να διαλύσουν τα σύννεφα και ν’ απομακρύνουν τους φόβους αποτελεσματικότερα απ’ ό,τι η αναδρομή σε παλιές εμπειρίες μπορούσε να κάνει σε μήνες ή χρόνια. Προηγουμένως η καρδιά του ανθρώπου ήταν εν πολλοίς νεκρή αναφορικά με τα πνευματικά ενεργήματα. Τώρα όμως οι άνθρωποι παρατηρούν ότι απολαμβάνουν καινούργια ζωή. Τώρα, όταν διαβάζουν τις Γραφές ή ακούν να κηρύττεται ο Λόγος του Θεού, το κάνουν με χαρά και το απολαμβάνουν. Τώρα βρίσκουν τον Ίδιο το Θεό μέσα στο Λόγο και τις εντολές Του. Τώρα ο Χριστός έρχεται και τους αποκαλύπτεται κι αυτοί ξαναβρίσκουν την επικοινωνία τους με το Θεό. Όταν στους χριστιανούς η ελπίδα κι η παρηγοριά ανανεώνονται μ’ αυτό τον τρόπο, η ανακούφισή τους είναι συνήθως αγνότερη από ποτέ πριν. Οι χαρές τους είναι πιο ταπεινές και ελεύθερες από κάθε ανάμειξη ή λέκιασμα από την αυτοδικαίωση που είχαν πριν.
Έχοντας δείξει ότι ο Θεός θα δώσει παρηγοριά και ελπίδα στην ψυχή μετά την κρίση και την ταπείνωση εξαιτίας της αμαρτίας, αφού ο υπαίτιος θανατωθεί τόσο στην αρχική μεταστροφή και αναγέννηση όσο και αργότερα, μετά από θλιβερές πτώσεις θα προχωρήσουμε τώρα να αναφέρουμε τους λόγους για το δόγμα.
ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΟΓΜΑ
Πρώτον, διότι έτσι η ψυχή προετοιμάζεται ν’ απευθυνθεί στο Χριστό για παρηγοριά και ανακούφιση. Είναι θέλημα Θεού να μη δίνεται στους ανθρώπους παρηγοριά και ανακούφιση με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο διά του Ιησού Χριστού. Μόνο μέσω Αυτού οι αμαρτωλοί βρίσκουν ανακούφιση κατά τη μεταστροφή και αναγέννησή τους και μόνο μέσω Αυτού οι πιστοί ξαναβρίσκουν την ελπίδα και ανακούφισή τους μετά τις πτώσεις τους. Ο τρόπος λοιπόν για να βρει κανείς αυτή την ανακούφιση είναι να προσβλέπει σ’ Αυτόν. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο οι άνθρωποι πρέπει να νιώσουν την ανάγκη τους για το Μεσσία. Και προκειμένου να νιώσουν αυτή την ανάγκη είναι απαραίτητο να συναισθανθούν την κατάντια και μιζέρια τους, να βρεθούν σε κρίση και να νιώσουν εξαιρετικά αβοήθητοι και αδύναμοι. Και αυτό όχι μόνο οι σαρκικοί άνθρωποι, αλλά και οι πιστοί χριστιανοί, που έχουν πέσει σε αμαρτία και βρίσκονται σε κατάσταση πνευματικής νέκρας, χρειάζονται την κρίση και την ταπείνωση για να τους φέρει σε μεγαλύτερη συνειδητοποίηση της ανάγκης τους για το Χριστό. Γιατί, πραγματικά, ακόμα κι οι καλύτεροι χριστιανοί δεν έχουν τόσο συνειδητοποιήσει την ανάγκη τους για το Χριστό, οπότε πρέπει να τη συνειδητοποιήσουν ακόμα περισσότερο. Ιδιαίτερα όμως εκείνοι που έχουν ξεπέσει, χρειάζονται κρίση και ταπείνωση για να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη τους για Κείνον και να προετοιμάσουν την καρδιά τους για μια καινούργια αφιέρωση στο Χριστό ως το μόνο γιατρικό τους.
Στην περίπτωση αυτή οι άνθρωποι του Θεού ασθενούν από μια σοβαρή ασθένεια και ο Χριστός είναι ο μόνος Γιατρός που μπορεί να τους θεραπεύσει. Είναι λοιπόν απαραίτητο να συνειδητοποιήσουν την ασθένειά τους προκειμένου να συναισθανθούν την ανάγκη τους για γιατρό. Το ίδιο όπως και οι σαρκικοί άνθρωποι, χρειάζεται κι αυτοί να βρεθούν σε καταιγίδα και θαλασσοταραχή, για να νιώσουν την ανάγκη να τρέξουν σ’ Αυτόν ο οποίος είναι το καταφύγιο απ’ τον άνεμο και η κρυψώνα απ’ την καταιγίδα. Ο πιστός που απομακρύνεται από το Θεό είναι σαν το περιστέρι στην κιβωτό του Νώε που πέταξε μακριά απ’ την κιβωτό. Πέταγε τόσο που κουράστηκε και εξαντλήθηκε ψάχνοντας για τόπο ανάπαυσης για τα πόδια του μέχρι που είδε την ανάγκη του να επιστρέψει στο Χριστό. Γι’αυτό ειπώθηκε για το λαό Ισραήλ: «Διά τούτο, ιδού, εγώ θέλω φράξει την οδόν σου με ακάνθας, και οικοδομήσει φραγμόν, διά να μη εύρει τας οδούς αυτής» (Ωσ. 2/6). Και στην προκείμενη περίπτωση: «Και θέλει τρέξει κατόπιν των εραστών αυτής, και δεν θέλει φθάσει αυτούς∙ και θέλει ζητήσει αυτούς, και δεν θέλει ευρεί∙ τότε θέλει ειπεί, Θέλω υπάγει, και επιστρέψει προς τον πρώτον μου άνδρα∙ διότι καλήτερον ήτο τότε εις εμέ, παρά τώρα» (Ωσ. 2/7). Όταν οι ψυχές που έχουν γνωρίσει τη Χάρη απομακρύνονται από το Χριστό, το νόμιμο σύζυγό τους, και ακολουθούν άλλες αγάπες, ο Θεός θα τις φέρει σε κρίση και δυστυχία και θα τις αναγκάσει να δουν ότι οι άλλοι αγαπημένοι δεν μπορούν να τις βοηθήσουν, έτσι ώστε να συνειδητοποιήσουν ότι το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να γυρίσουν στον πρώτο τους σύζυγο.
Δεύτερον, ένας άλλος λόγος για τον οποίο ο Θεός ενεργεί μ’ αυτό τον τρόπο είναι για να εκτιμήσουν περισσότερο την ελπίδα και ανακούφιση όταν την αποκτήσουν. Παρατηρούμε ότι στα κοσμικά πράγματα την αξία της κάθε απόλαυσης τη μαθαίνει κανείς με τη στέρηση. Ο άρρωστος στην αρρώστια μαθαίνει την αξία της υγείας. Εκείνος που πονάει, από τον πόνο μαθαίνει την αξία της ανακούφισης απ’ τον πόνο. Εκείνος που τυχαίνει να βρίσκεται σε τρικυμισμένη θάλασσα, μαθαίνει να εκτιμά την ασφάλεια της στεριάς. Όσοι βρεθούν σε πόλεμο, μαθαίνουν την αξία της ειρήνης. Όποιοι γνωρίσουν τις δυσκολίες της αιχμαλωσίας και της δουλείας, μαθαίνουν να εκτιμούν την ελευθερία. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πνευματικά πράγματα. Όποιος γνωρίσει τη δυστυχία να μην έχει ελπίδα, είναι έτοιμος να εκτιμήσει την ελπίδα όταν την αποκτήσει. Όποιος έρθει και δυστυχήσει εξαιτίας του φόβου του αιωνίου θανάτου και της οργής του Θεού, είναι περισσότερο έτοιμος να εκτιμήσει την παρηγοριά που πηγάζει από τις εκδηλώσεις της εύνοιας του Θεού και την αίσθηση της λύτρωσης από τον αιώνιο θάνατο. Όποιος έρθει σε κατάσταση να αναγνωρίσει την απόλυτη μηδαμινότητα, φτώχια και ανάγκη του συνθήκες που αναγκαστικά τον οδηγούν στην απώλεια είναι πανέτοιμος να συνειδητοποιήσει και να χαρεί για την πληρότητα που έχει ο άνθρωπος εν Χριστώ. Επίσης εκείνα τα παιδιά του Θεού που πέφτουν σε άφρονες και διεφθαρμένες πρακτικές, έχουν απόλυτη ανάγκη από κάτι που θα τους κάνει πιο ευαίσθητους στην έλλειψη πνευματικής ελπίδας και παρηγοριάς η οποία τους διακρίνει.
Ζώντας με τον τρόπο που ζουν δείχνει ότι δεν έχουν συναίσθηση της αξίας της πνευματικής παρηγοριάς και των ευλογιών που συνδέονται με τη σωτηρία τους. Αλλιώς δεν θα φέρονταν με τέτοια αγνωμοσύνη απέναντι του Θεού ο οποίος τους τη χάρισε. Αν δεν είχαν κάνει τόσο μεγάλο λάθος με το να παραβλέψουν την πνευματική ανακούφιση, όπως ο λαός του Ισραήλ έκανε με το μάννα, η καρδιά τους δεν θα είχε ποτέ ξεστρατίσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να κυνηγήσει τη ματαιότητα, τα κοσμικά αγαθά και τις αισθησιακές απολαύσεις. Είναι λοιπόν απαραίτητο να οδηγηθούν σε σκοτάδι και δυστυχία προκειμένου να ευαισθητοποιηθούν στην αξία της πνευματικής παρηγοριάς και ανακούφισης και να διδαχτούν να την εκτιμούν. Είναι απαραίτητο να οδηγηθούν στην έρημο και να αφεθούν εκεί για ένα διάστημα, περιπλανώμενοι και υποφέροντας από πείνα και δίψα στην άνυδρη γη, προκειμένου να μάθουν να εκτιμούν τους αμπελώνες τους. Η συνειδητοποίηση της συγχώρησης της αμαρτίας στον άνθρωπο, της χάρης που τού έκανε με το έλεός Του ο Θεός κι η ελπίδα της αιώνιας ζωής που έρχεται ως συνέπεια δεν δίνουν στην ψυχή την ανακούφιση και ελπίδα παρά μόνο αν εκτιμώνται βαθιά. Έτσι η δυστυχία και το σκοτάδι που προηγούνται της ανακούφισης εξυπηρετούν το σκοπό να κάνουν τη χαρά και την παρηγοριά ακόμα μεγαλύτερη, όταν αποκτηθεί, οπότε είναι πράξεις ελέους απέναντι εκείνων στους οποίους ο Θεός πρόκειται να δώσει αυτή την ανακούφιση.
Τρίτον, είναι εντολή του Θεού κάθε φορά που δίνεται στον άνθρωπο ελπίδα και ανακούφιση να αναγνωρίζεται ως πηγή τους η Χάρη και η θεία δύναμη. Από φυσικού τους οι άνθρωποι δεν έχουν καμιά συνειδητοποίηση ότι εξαρτώνται από το Θεό και τείνουν να αποδίδουν στους εαυτούς τους όλα όσα απολαμβάνουν ή να θεωρούν ότι προέρχονται από δευτερεύουσες πηγές. Αυτή είναι η κυρίαρχη τάση του φυσικού ανθρώπου και η εξουσία της επάνω του είναι απόλυτη. Γι’αυτό είναι απαραίτητο ο άνθρωπος να διδαχτεί ότι είναι αβοήθητος, λειψός και πέρα για πέρα ανάξιος. Αλλιώς, αν τού δινόταν απ’ την αρχή παρηγοριά και ελπίδα, σίγουρα θα την απέδιδε στον εαυτό του, ή σε κάποιο δημιούργημα και αυτό θα τον έκανε να υπερηφανεύεται, οπότε δεν θα απέδιδε τη δόξα στο Θεό. Γι’αυτό το λόγο ο τρόπος του Θεού είναι πρώτα να ταπεινώνει τους αμαρτωλούς και μετά να τους δίνει ανακούφιση.
Βέβαια, η τάση του ανθρώπου για αυτοπεποίθηση δεν ξεριζώνεται ούτε από τις καρδιές των αναγεννημένων χριστιανών. Μάλιστα, όταν αυτοί βρίσκονται σε πτώση, η τάση αυτή υπερισχύει. Είναι λοιπόν απαραίτητο, πριν τους δοθεί μια ουσιώδης παρηγοριά και ελπίδα, να περάσουν από νέες ταπεινώσεις. Οι άνθρωποι πρέπει διαρκώς να βλέπουν πόσο αβοήθητα πλάσματα είναι έτσι ώστε, όταν τους δίνεται φως, να αναγνωρίζουν ότι πηγή του είναι ο Θεός και όχι ο εαυτός τους ή κάποιος άλλος. Κι αυτό προκειμένου να μπορέσει ο άνθρωπος, μέσ’ απ’ τη δυστυχία και ταπείνωσή του, να αναγνωρίσει και να δοξάσει το Θεό για τη δύναμη και το έλεός Του, καθώς και για την απλόχερη δωρεά της Χάρης Του προς τον άνθρωπο. Όσο οι άνθρωποι παραμένουν σε πλούσια και καρποφόρα γη δεν θα μάθουν ποτέ το πόσο ανεπαρκείς είναι. Γι’αυτό ο Θεός θα τους βγάλει από κει και θα τους ρίξει στην έρημο. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα απ’ τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός μεταχειρίστηκε το λαό Ισραήλ, όπως είδαμε στον Ωσηέ. Πριν ο Θεός οδηγήσει τον Ισραήλ στην έρημο, ο λαός αυτός δεν απέδιδε στο Θεό τα αγαθά που απολάμβανε. Αυτό φαίνεται καθαρά στο 8ο εδάφιο του δευτέρου κεφαλαίου του Ωσηέ: «Και αύτη δεν εγνώριζεν ότι εγώ έδωκα εις αυτήν τον σίτον, και τον οίνον και το έλαιον, και επλήθυνα το αργύριον εις αυτήν, και το χρυσίον». Όλα αυτά ο λαός τα απέδιδε στα είδωλα. «Θέλω υπάγει κατόπιν των εραστών μου, οίτινες με δίδουσι τον άρτον μου και το ύδωρ μου, το μαλλίον μου και το λινάριόν μου, το έλαιόν μου και τα ποτά μου» (Ωσ. 2/5). «Μισθώματά μου είναι ταύτα, τα οποία μοι έδωκαν οι ερασταί μου» (Ωσ. 2/12).
Αυτός είναι ο λόγος που ο Θεός αφαιρεί από το λαό Ισραήλ όλα αυτά. «Διά τούτο θέλω επιστρέψει, και λάβει τον σίτον μου εν τω καιρώ αυτού, και τον οίνον μου εν τω διωρισμένω καιρώ αυτού, και θέλω αφαιρέσει το μαλλίον μου και το λινάριόν μου, τα οποία είχε διά να σκεπάζει την γύμνωσιν αυτής» (Ωσ. 2/9). «Και θέλω καταπαύσει πάσαν την ευφροσύνη αυτής, τας εορτάς αυτής, τας νεομηνίας αυτής, και τα σάββατα αυτής, και πάσας τα πανηγύρεις αυτής. Και θέλω αφανίσει τας αμπέλους αυτής, και τας συκάς αυτής, περί των οποίων είπε, Μισθώματά μου είναι ταύτα, τα οποία μοι έδωκαν οι ερασταί μου∙ και θέλω καταστήσει αυτά δάσος, και τα θηρία του αγρού θέλουσι κατατρώγει αυτάς» (Ωσ. 2/11 & 12). Όλα αυτά τα πήρε πίσω ο Θεός και μετέτρεψε τους αμπελώνες του Ισραήλ σε δάσος, και έκανε το λαό Ισραήλ να συνειδητοποιήσει ότι προέρχονταν απ’ Αυτόν. Και έπειτα του τα ξανάδωσε. Αυτός είναι ο λόγος που ο Θεός οδηγεί τις ψυχές σε δυστυχία και τις ταπεινώνει εξαιτίας της αμαρτίας, πριν ξαναχαρίσει σ’ αυτές ελπίδα και ανακούφιση.
ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΑΝΑΧΑΡΙΖΕΤΑΙ
Η ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ
ΠΡΙΝ ΝΕΚΡΩΘΕΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ
aa) Ενόσω η αμαρτία κατοικοεδρεύει και διατηρείται ζωντανή, έχει την τάση να κάνει το Θεό να συνοφρυώνεται και να εκφράζει την οργή Του. Η αμαρτία είναι ο θανάσιμος εχθρός του Θεού. Είναι εκείνο που η ψυχή Του μισεί περισσότερο απ’ όλα και στην οποία αντιτάσσεται χωρίς καμιά ελπίδα συμφιλίωσης. Αν λοιπόν εμείς ανεχόμαστε την αμαρτία και της επιτρέπουμε να ζει στην καρδιά μας και να κυβερνάει τη ζωή και τις πράξεις μας, δεν μπορούμε να προσδοκούμε τίποτε άλλο από το ότι θα προξενήσει τη συνοφρύωση του Θεού. Η πνευματική ανακούφιση προϋποθέτει την εύνοια του Θεού. Πώς όμως μπορούμε να περιμένουμε κάτι τέτοιο όταν δίνουμε καταφύγιο στο μεγαλύτερο εχθρό Του; Βλέπουμε τι είπε ο Θεός στον Ιησού του Ναυή όσο ακόμα ζούσε ο Αχάν: «[Δεν] θέλω είσθαι πλέον με σας, εάν δεν εξαλείψητε το ανάθεμα εκ μέσου σας» (7/12).
bb) Η φυσική τάση της αμαρτίας είναι να θολώνει το νου και να ταράζει τη συνείδηση. Μόνο η αμαρτία μπορεί ν’ αναστατώσει μια καλοσχηματισμένη συνείδηση. Η αμαρτία είναι ο εχθρός της Χάρης. Συνεπώς, η φυσική της τάση είναι να αντιτίθεται και να καταπιέζει τα ενεργήματα της Χάρης, πράγμα που αποκλείει την πνευματική ανακούφιση και παρηγοριά αφού αυτά δεν έρχονται με κανέναν άλλο τρόπο παρά με την ενέργεια της Χάρης. Ό,τι εμποδίζει τη Χάρη να ενεργήσει, θολώνει την εικόνα της καλής κατάστασης του ανθρώπου. Γιατί το μόνο σημείο που αυτή φαίνεται είναι στα ενεργήματα της Χάρης. Η αμαρτία τόσο πολύ εμποδίζει την πνευματική ανακούφιση και παρηγοριά του ανθρώπου όσο τα σύννεφα εμποδίζουν τις ακτίνες του ήλιου. Είναι λοιπόν απαραίτητο να φύγει, προκειμένου να λάβουμε την ανακούφιση. Είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο ο άνθρωπος να έχει παρηγοριά και ελπίδα πριν θανατωθεί η αμαρτία. Για να έχουν οι αμαρτωλοί ανακούφιση, ενώ η αμαρτία βασιλεύει, θα έπρεπε η ανακούφιση αυτή να είναι πνευματικής φύσης, γιατί η πνευματική ανακούφιση ισοδυναμεί με κατά Χάρη ανακούφιση. Πώς όμως να υπάρχει κατά Χάρη ανακούφιση όταν η Χάρη δεν βρίσκεται καν στο προσκήνιο; Αν πρόκειται να υπάρξει Χάρη, τότε η αμαρτία δεν πρέπει να βρίσκεται στην εξουσία, γιατί η φύση της Χάρης είναι να θανατώνει την αμαρτία. Και όπως δεν μπορεί να υπάρξει καμιά παρηγοριά και ανακούφιση χωρίς ένα βαθμό θανάτωσης της αμαρτίας σ’ εκείνους στις καρδιές των οποίων η αμαρτία είναι θανατωμένη, έτσι και ο βαθμός της πνευματικής ελπίδας και ανακούφισης δεν μπορεί ποτέ να είναι μεγαλύτερος από το βαθμό στον οποίο η αμαρτία έχει θανατωθεί.
cc) Αν η ελπίδα της αιώνιας ζωής δινόταν πριν θανατωθεί η αμαρτία, θα γίνονταν καταχρήσεις. Αν δηλαδή κάποιος είχε την ελπίδα της αιώνιας ζωής ανεξάρτητα από τη στάση του απέναντι της αμαρτίας, θα είχε εξασφαλισμένη την εύνοια του Θεού απέναντί του και δεν θα είχε το παραμικρό κίνητρο να αναστείλει την πορεία του στην οδό της αμαρτίας. Έτσι, αν είχε την ελπίδα από την αρχή, αυτό θα είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα για κείνον. Μέχρι να θανατωθεί η αμαρτία ο άνθρωπος πρέπει να κατέχεται από φόβο προκειμένου να την περιορίσει. Αν ο φόβος εξαφανιζόταν πριν θανατωθεί η αμαρτία, ο άνθρωπος θα πορευόταν ασυγκράτητος στην οδό της χωρίς να έχει καμία ανάσχεση. Οπότε, ακόμα και οι πιστοί χριστιανοί, όσο ζουν στα φθαρτά τους σώματα, είναι απαραίτητο να φοβούνται την αμαρτία για να υπάρχει χαλινάρι.
Διότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις η αγάπη, ως ένα μεγάλο βαθμό, βρίσκεται σε λήθαργο. Είναι συνεπώς απαραίτητο να έχουν οι άνθρωποι κάποια αρχή η οποία να τους αποτρέπει από την αμαρτία. Αλλά δεν υπάρχει καμία αρχή που μπορεί να είναι αποτελεσματική στο να αναχαιτίσει τον άνθρωπο από την αμαρτία από κείνη που εφαρμόζεται κατά την πράξη. Και αν η αγάπη είναι ανενεργή, δεν θα μπορέσει να αναχαιτίσει τους ανθρώπους. Κάτι τέτοιες ώρες λοιπόν και οι πιστοί χρειάζονται το φόβο. Γι’αυτό το λόγο ο Θεός, προκειμένου να τους χαλιναγωγήσει, έχει ορίσει εκείνες τις ώρες να είναι θολή η απόδειξή τους για την αιωνιότητα και θαμπή η ελπίδα τους για τη Βασιλεία των Ουρανών, ώστε να έχουν τουλάχιστον φόβο, αφού η αγάπη είναι ανενεργή. Αν κάτι τέτοιες ώρες οι πιστοί εξακολουθούσαν να έχουν την πνευματική ελπίδα τους, θα ήταν εκτεθειμένοι σε μεγάλο κίνδυνο να κάνουν κατάχρηση αυτής της ελπίδας και να παίρνουν θάρρος απ’ αυτήν για να επιδίδονται στις αισθησιακές τους απολαύσεις ή τουλάχιστον να μην είναι αρκετά προσεκτικοί ώστε να τις χαλιναγωγούν. Διότι βλέπουμε ότι σε τέτοιες στιγμές, παρόλο που η ελπίδα τους είναι θολή και έχουν ένα μεγάλο βαθμό φόβου, εξακολουθούν να είναι απρόσεχτοι και νωθροί. Πόσο περισσότερο όμως απρόσεχτοι και νωθροί θα ήταν αν δεν είχαν καθόλου το φόβο να τους χαλιναγωγεί!
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
Primum – Η χρησιμότητα της διδασκαλίας
Πρώτα πρώτα, αξίζει να παρατηρήσουμε την υπέροχη σοφία του Θεού στις σχέσεις Του με τους ανθρώπους. Όταν αναλογιστούμε αυτά που αναπτύχθηκαν παραπάνω μαζί με την αιτιολογία τους μπορούμε πραγματικά να θαυμάσουμε τη θεϊκή σοφία στις καθημερινές σχέσεις του Θεού με τους ανθρώπους τους οποίους πρόκειται να παρηγορήσει. Η σοφία Του είναι θαυμαστή καθώς τούς ετοιμάζει για την ανακούφιση με το να τους φέρνει προηγουμένως σε δυστυχία και απελπισία, να φράζει το δρόμο τους μ’ αγκάθια, να τους αφήνει να τρέχουν πίσω απ’ τα είδωλά τους χωρίς να μπορούν να τα κατακτήσουν, να τους αφαιρεί τους αμπελώνες τους και όλα όσα εκείνοι εμπιστεύονταν μέχρι τότε και να τους μετατρέπει σε δάσος, δείχνοντάς τους μ’ αυτό τον τρόπο τι φτωχά, ανήμπορα και αβοήθητα πλάσματα είναι πριν Εκείνος τους δώσει παρηγοριά κι ελπίδα. Έτσι μπορούμε πραγματικά να θαυμάσουμε τη θεϊκή σοφία στον τρόπο με τον οποίο ο Ύψιστος μεταχειρίζεται τους δικούς Του, όταν εκείνοι βρίσκονται σε πτώση ή αποκλίνουν από το σωστό δρόμο.
Ο Θεός γνωρίζει πώς να οργανώσει τα πάντα προκειμένου να τους επαναφέρει. Και μπορούμε να θαυμάσουμε πόσο σοφά το κάνει αυτό για τη δική Του δόξα, για να εξασφαλίσει τη δόξα που αρμόζει στη Δύναμή Του και τη δωρεάν Χάρη Του και να φέρει τους ανθρώπους στη συνειδητοποίηση της στενής τους εξάρτησης απ’ τον Ίδιο, έτσι ώστε εκείνοι να αποδίδουν τα πάντα στο Θεό. Επίσης και πόσο σοφά κανονίζει τα πράγματα για τη δόξα του Υιού Του, ώστε να παίρνει Εκείνος όλη τη δόξα για τη σωτηρία του ανθρώπου, επειδή το αξίζει, διότι έδωσε τη ζωή Του για να σωθούν. Και τέλος πόσο σοφά ο Θεός κανονίζει τα πράγματα για τους δικούς Του, πώς φέρνει το αγαθό μέσ’ απ’ το κακό, το φως μέσ’ απ’ το σκοτάδι. Πόσο σοφά σκέφτεται το καλό τους και την παρηγοριά τους μέσ’ από κείνα που στους ίδιους φαίνονται κατεξοχήν ενάντια. Πόσο σοφά τους προετοιμάζει να δεχτούν το αγαθό και να είναι αυτό το γλυκύτερο δυνατό όταν το πάρουν. Και συχνά να το κάνει αυτό μέσ’ από κείνες ακριβώς τις συνθήκες οι οποίες φαίνονται στους ανθρώπους ότι είναι δείγματα της έχθρας Του εναντίον τους.
Πόσο σοφά ενεργεί ο Θεός για να μην επιτρέψει στους ανθρώπους να καταχραστούν την αίσθηση της ασφάλειάς τους με το να τους δίνει χαλινάρια για τους πόθους τους. Κατά την ώρα λοιπόν που η αμαρτία υπεραφθονεί και υπάρχει κίνδυνος, ο Θεός κανονίζει να μένουν κρυμμένες απ’ τα μάτια των ανθρώπων οι αποδείξεις της αιώνιας ασφάλειάς τους και να τους καταλαμβάνει ο φόβος της Κόλασης, έτσι ώστε να συγκρατούνται μέσω του φόβου ενώ η παρηγοριά και η ανακούφιση έχει οριστεί να δοθούν μόνο όταν η επιρροή τους μπορεί να κρατήσει τους ανθρώπους μακριά απ’ την αμαρτία και να τους ενθαρρύνει να κάνουν το καθήκον τους υπηρετώντας το Θεό. Και όταν θα έχουν αυτή την τάση στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, τότε να είναι μεγαλύτερη και η παρηγοριά και ελπίδα τους. Σκεφτόμενοι όλα αυτά μπορούμε ν’ αναφωνήσουμε μαζί με τον απόστολο: «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού! Πόσον ανεξερεύνητοι είναι αι κρίσεις αυτού, και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού!» (Ρωμ. 11/33).
Εξάλλου, από όλα αυτά μπορούμε να μάθουμε ότι οι ψυχές που βρίσκονται στο σκοτάδι και στην έρημο δεν πρέπει να αποθαρρύνονται. Γιατί με το δόγμα αυτό μάθαμε ότι συχνά αυτός είναι ο δρόμος για την ελπίδα και την ανακούφιση. Οι άνθρωποι ωστόσο τείνουν να απογοητεύονται απ’ αυτά. Ο Θεός τούς φαίνεται συνοφρυωμένος. Έχουν μια αίσθηση της οργής Του. Τον καλούν και δεν φαίνεται να απαντά στις προσευχές τους. Αγωνίζονται να βρουν κάποια ανακούφιση και αυτό δεν συμβαίνει. Βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση που τα πάντα τούς φαίνονται σκοτεινά. Τα πάντα φαίνονται να είναι εναντίον τους. Νιώθουν χαμένοι μες στην έρημο και δεν μπορούν να βρουν το δρόμο του γυρισμού. Κάνουν κύκλους, αλλά επιστρέφουν πάντα στην ίδια θέση. Δεν ξέρουν πού να στραφούν ή τι να κάνουν. Η καρδιά τους είναι έτοιμη να βουλιάξει.
Όμως μπορούμε να πάρουμε θάρρος απ’ αυτό το δόγμα, γιατί μπορούμε να δούμε ότι δεν υπάρχει λόγος να απογοητευόμαστε. Συχνά αυτός είναι ο τρόπος του Θεού: να φέρνει τους ανθρώπους σε τέτοιες συνθήκες προκειμένου να τους προετοιμάσει για την ελπίδα και την ανακούφιση. Όταν έφτασε ο Ισραήλ στην Ερυθρά Θάλασσα, ήταν έτοιμος ν’ απογοητευτεί βλέποντας ότι τον ακολουθούσε ο Φαραώ με το στρατό του. Αυτό όμως ήταν απλά για να προετοιμάσει ο Θεός τον Ισραήλ για τη μεγάλη χαρά όταν θα λυτρωνόταν. Ο Ιησούς του Ναυή και οι δυνάμεις του ήταν έτοιμοι ν’ απογοητευτούν όταν νικήθηκαν στη Γαι (ΙησΝ 7/5 επ.). Έτσι κι εσείς που είσαστε στην έρημο μπορείτε να πάρετε θάρρος απ’ αυτά και να εκζητείτε ειλικρινά το Θεό, την ελπίδα, το φως και την ανακούφιση. Στο δικό Του χρόνο.
Secundum – Η χρησιμότητα του αυτοέλεγχου
Με τον αυτοέλεγχο ο άνθρωπος μπορεί να καταλάβει αν η ελπίδα και η ανακούφιση που νιώθει είναι κατά Θεό, αν δηλαδή έχει προέλθει από την Κοιλάδα του Αχώρ με την έννοια που εξηγήσαμε παραπάνω. Τότε αυτή είναι η ελπίδα που του έδωσε ο Θεός, οπότε δεν πρέπει να την πετάξει αλλά να την κρατήσει, να τη χαίρεται και να ευγνωμονεί το Θεό γι’αυτήν. Γι’αυτό ας ρωτήσει ο καθένας την καρδιά του σχετικά με τις ελπίδες και την παρηγοριά του:
Α) αν τις έχει ως αποτέλεσμα της ταπείνωσής του και
Β) αν τις έχει αφού πρώτα θανάτωσε την αμαρτία.
Α) Για να διαπιστώσει ο άνθρωπος αν η ελπίδα του προήλθε ως αποτέλεσμα της ταπείνωσης της ψυχής του εξαιτίας της αμαρτίας, ας εφαρμόσει τα παρακάτω τρία κριτήρια:
Α 1ο – Έχεις διαπιστώσει πόσο δυστυχισμένο και αβοήθητο πλάσμα είσαι; Όταν η ελπίδα και η ανακούφιση ήρθαν στην καρδιά σου, συνέβη αυτό μετά που είδες τον εαυτό σου μ’ αυτά τα μάτια; Συνοδευόταν η ελπίδα σου από μια τέτοια θεώρηση της ψυχής σου; Όταν σου πρωτοδόθηκε η ελπίδα, ήταν η καρδιά σου προετοιμασμένη μ’ αυτή την έννοια; Κι όταν κατά καιρούς νιώθεις παρηγοριά και χαρά, συνοδεύεται η χαρά σου από μια τέτοια ακριβώς αίσθηση και αντίληψη; Συνειδητοποιείς ότι, ενώ απολαμβάνεις μια τέτοια δυνατή ελπίδα που ο Θεός είναι με το μέρος σου και ο Χριστός είναι δικός σου εσύ συγχρόνως είσαι ένα τίποτε στα μάτια σου; Σου έχει τύχει σε τέτοιες στιγμές ανάτασης να βλέπεις τον εαυτό σου ένα φτωχό, μηδαμινό και αβοήθητο πλάσμα που δεν αξίζει τίποτε ενώπιον του Θεού, αντί απλά ν’ αναρωτιέσαι αν πραγματικά τέτοια ήταν η αντίληψή σου; Αν ποτέ είχες μια σωστή κατά Θεό αντίληψη του εαυτού σου και της κατάστασης της καρδιάς και της θέσης σου, ποτέ δεν θα τη χάσεις τελείως. Κατά καιρούς θα ξαναζωντανεύει μέσα σου. Αν αυτό είναι κάτι που είχες όταν πρωτοένιωσες την ελπίδα και την παρηγοριά του Θεού, αυτή η ίδια αίσθηση θα σου ξανάρθει. Οπότε, όταν ανανεωθεί η παρηγοριά σου, θα ανανεωθεί και αυτή η συγκεκριμένη αίσθηση. Αν την πρώτη φορά που σου χάρισε ο Θεός χαρά, η καρδιά ήταν έτσι προετοιμασμένη, από καιρού εις καιρόν θα ξανάρχεται αυτή η αίσθηση του κενού και της αναξιότητας μαζί με τις χαρές και την ανακούφιση που θα σου χαρίζονται και τις χαρές αυτές θα τις χαίρεσαι μαζί με τη συναίσθηση του τι φτωχό, δυστυχισμένο και αμαρτωλό πλάσμα είσαι. Αυτή είναι η πραγματική ανακούφιση και μ’ αυτό τον τρόπο έρχεται: μ’ ένα άδειασμα του εαυτού μας και μια ταπείνωση της ψυχής. Οπότε, ενώ ο Θεός σού υψώνει την ψυχή με την ανακούφιση, τη χαρά και την εσωτερική γλυκύτητα που σου δίνει, συγχρόνως σού ταπεινώνει την ψυχή. Η ευαγγελική και κατά Χάρη ταπείνωση πάει χέρι χέρι με την πνευματική ανακούφιση. Όταν έρχεται η μία, η άλλη ακολουθεί.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την ψευδοανακούφιση και τις κίβδηλες χαρές και ελπίδες. Ο σύντροφος αυτών είναι η αλαζονεία και η ψευτοταπείνωση. Πραγματικά είναι δυνατό να υπάρξει κίβδηλη ταπείνωση. Αν όμως την καλοεξετάσει κανείς, θα δει πως η ψευτοταπείνωση υψώνει τον άνθρωπο, αντί να τον κατεβάζει, και τον γεμίζει υπερηφάνεια. Ο υποκριτής, τις ώρες της μεγαλύτερης χαράς και ελπίδας του, είναι τελείως αυτοαπορροφημένος. Οι σκέψεις του περιστρέφονται γύρω από τις δικές του εξαιρετικές ιδιότητες πόσο άγιος είναι, πόσο διακεκριμένος μεταξύ των χριστιανών, πόσο καλύτερος απ’ το γείτονά του, πόσο λίγοι είναι ισάξιοί του. Συνεπώς αναλογίζεται πόσο περισσότερο ο Θεός αγαπά αυτόν από τους άλλους, πόσο τον ξεχωρίζει ο Θεός, πόσες ευλογίες γεύεται, πόσο καλός είναι και τι ευχαρίστηση προκαλεί στο Θεό το άτομό του! Τέτοιες όμως χαρές δεν είναι από το Άγιο Πνεύμα. Δεν αποκλείεται και ο πιστός να έχει τέτοιες κίβδηλες χαρές. Είναι κι αυτός ευάλωτος σ’ αυτές. Εκτός αυτού μπορεί να υπάρχει και μια νόθη κατάσταση, δηλαδή οι ψευδοχαρές να είναι αναμεμειγμένες με τη γνήσια ή να προηγηθούν οι κίβδηλες αλλά ν’ ακολουθήσουν οι αυθεντικές. Όμως η ευαγγελική ή κατά Χάρη Θεού χαρά συνοδεύεται πάντοτε από πτωχεία πνεύματος την οποία ο άνθρωπος ουδέποτε αποστρέφεται.
Α 2ο – Ένας τρόπος για να ελέγξει κανείς τον εαυτό του ως προς αυτό είναι ν’ αναρωτηθεί πάνω σε τι βασίζονται οι ελπίδες και χαρές του: στο Χριστό ή στην ατομική του αξία; Ας ακολουθήσει λοιπόν κανείς τις χαρές και την ανακούφισή του μέχρι την πηγή τους για να διαπιστώσει από πού πηγάζουν. Αν η ελπίδα σου είναι εκείνη που δόθηκε στην Κοιλάδα του Αχώρ, τότε δεν πηγάζει απ’ τη δική σου αυτοδικαίωση. Ψάξε λοιπόν να βρεις τι είναι εκείνο που σού δίνει παρηγοριά κι ελπίδα σχετικά με τις παλιές σου αμαρτίες, τι είναι εκείνο που σού ανακουφίζει τη συνείδηση ως προς αυτές. Είναι η εμπιστοσύνη που έχεις στη δωρεάν, κυρίαρχη και γεμάτη έλεος Χάρη του Θεού μέσ’ απ’ το Χριστό Του; Είναι αυτό που εσύ ο ίδιος έχεις δει στο Χριστό και το ευαγγέλιο της Χάρης Του το οποίο σε ξαλάφρωσε απ’ το βάρος της αμαρτίας σου; Ή μήπως σκέφτεσαι πως τώρα που έχεις κάνει αυτά κι αυτά τα πράγματα και τρέφεις αυτά κι αυτά τα αισθήματα απέναντι του Θεού έχεις γίνει πιο αρεστός στα μάτια Του, έτσι που Εκείνος, βλέποντας από τι άγια αισθήματα και εμπειρίες έχει πλημμυρίσει η καρδιά σου, συμφιλιώνεται μαζί σου εξαιτίας ακριβώς αυτών των ιδιοτήτων σου οι οποίες τώρα σε καθιστούν ευπρόσδεκτο; Τι είναι εκείνο που σε κάνει να νομίζεις ότι απολαμβάνεις την εύνοια του Θεού; Είναι επειδή νομίζεις πως ο Θεός κοιτάζει από ψηλά την καρδιά σου και, βλέποντας πόσο εξασκείς τη Χάρη που έχεις πάρει, δεν μπορεί παρά να σε ευνοήσει; Ή βασίζεται η ελπίδα σου στην αξιοσύνη του Χριστού και τη γεμάτη έλεος σωτηρία που σού χάρισε ο Θεός μέσ’ απ’ το Χριστό σε συνδυασμό με την πιστότητα των υποσχέσεων του Θεού;
Α 3ο – Ερεύνησε ακόμα πού σε οδηγούν η ελπίδα και ανακούφισή σου, αν δηλαδή σε οδηγούν να δοξάσεις το Θεό και να ταπεινωθείς ενώπιόν Του. Η αληθινή ελπίδα και ανακούφιση η οποία έρχεται από το Θεό και έχει την αφετηρία της στη σωστή πηγή, μ’ αυτό τον τρόπο ενεργεί. Γεμίζει τον άνθρωπο από μια έντονη εσωτερική επιθυμία να υψώσει το Θεό, ενώ ο ίδιος κείτεται στο χώμα, όπως φαίνεται κι από τα λόγια του ψαλμωδού: «ΜΗ εις ημάς, Κύριε, μη εις ημάς, αλλ’ εις το όνομά σου δος δόξαν, διά το έλεός σου, διά την αλήθειάν σου» (Ψαλ. 115/1). Η επανάληψη της φράσης «μη εις ημάς» δείχνει πόσο έντονα το επιθυμεί αυτό η καρδιά. Όταν ο Θεός ευαρεστείται να φωτίσει μια ψυχή με το φως του Προσώπου Του και να της δώσει εσωτερική γλυκύτητα από τη δική Του ύπαρξη, είναι φυσικό η ψυχή να ποθεί να πέσει στο χώμα. Κάτι τέτοιες στιγμές ο χριστιανός βλέπει περισσότερο εμφανώς τώρα από κάθε άλλη φορά πόσο ωραίο είναι για τον ίδιο να είναι ταπεινός και πόσο άξιοι κάθε δόξας είναι ο Θεός και ο Χριστός Του. Βλέπει και λυπάται γι’αυτό πως δεν μπορεί να σκύψει χαμηλότερα, πως έτσι όπως είναι αυτός αμαρτωλός, δεν μπορεί να πάρει μια ακόμα χαμηλότερη θέση ενώπιον του Θεού του. Με άλλα λόγια γεννιέται στον άνθρωπο η έντονη επιθυμία να ταπεινώσει τον εαυτό του. Η ψυχή κυριολεκτικά διψάει για ταπείνωση ενώπιον του Θεού.
Β) – Ας ερευνήσει ο άνθρωπος αν η πνευματική του ανακούφιση και ελπίδα ακολούθησε την εκ μέρους του νέκρωση της αμαρτίας. Δεν αρκεί να δόθηκε η πνευματική παρηγοριά μετά από μεγάλη κρίση, δυστυχία, φόβο ή κάμψη του ανθρώπου εξαιτίας της αμαρτίας και μετά από καυτά δάκρυα που φέρθηκε κανείς τόσο αμαρτωλά. Ούτε αρκεί ότι ακολούθησε μια αναμόρφωση του ατόμου μερική ή ολική και δόθηκε η υπόσχεση για μελλοντική αποχή από τη συγκεκριμένη αμαρτία ή άλλες συναφείς κακές πρακτικές. Η αληθινή πνευματική ελπίδα και ανακούφιση έρχεται μετά τη νέκρωση της αμαρτίας σχετικά με την οποία μπορεί κανείς να υποβάλει στον εαυτό τους τα εξής ερωτήματα:
(Β) ένα – Συνοδεύεται η χαρά και η ελπίδα από μια καρδιά και ζωή η οποία έχει οριστικά αποστραφεί την αμαρτία; Ή μήπως δεν υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ του πριν και του μετά ως προς αυτό; Όλοι γνωρίζουμε ότι η μεταστροφή και αναγέννηση του ατόμου φέρνουν μεγάλη αλλαγή ως προς αυτό το ζήτημα. Όλοι συμφωνούμε ότι η μεταστροφή συνίσταται στο εξής: απόρριψη της αμαρτίας και στροφή προς το Θεό. Θα πρέπει λοιπόν να υπάρχει μια μεγάλη αλλαγή ως προς αυτό το θέμα. Υπάρχει τέτοια αλλαγή μέσα σου; Το ερώτημα δεν είναι αν υπάρχει αλλαγή μέσα σου αναφορικά με την ύπαρξη ανακούφισης και παρηγοριάς, ότι δηλαδή, ενώ προηγουμένως δεν ήσουν με το Χριστό και δεν είχες καμιά ελπίδα να είσαι, τώρα είσαι και έχεις τέτοια ελπίδα, η οποία συχνά σου προξενεί μια περίεργη χαρά και ανύψωση του πνεύματος. Μπορεί να υπάρχει μεγάλη αλλαγή μέσα σου όσον αφορά αυτό το ζήτημα, αλλά παρόλα αυτά να εξακολουθείς να παραμένεις σε μια «άνευ Χριστού» κατάσταση.
Το ερώτημα είναι: υπάρχει μέσα σου μια αποστροφή της καρδιάς σου από την αμαρτία και εναντίωση προς αυτήν; Μπορεί κάποιος να απαντήσει και να πει: «Βλέπω πολλή αμαρτία και διαφθορά μέσα στην ψυχή μου και πολύ απέχω από το να έχω λυτρωθεί απ’ αυτήν αφού συνέχεια τη βλέπω μέσα μου». Το θέμα όμως δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι, ανεξάρτητα από το αν ακόμα βλέπεις αμαρτία και διαφθορά στην καρδιά σου, εναντιώνεσαι στο θέαμα αυτής της αμαρτίας την οποία διαπιστώνεις; Υπάρχει μεγάλη διαφορά μέσα σου ως προς αυτό; Υπάρχει μέσα σου η τάση να της αντισταθείς και να την αντιμετωπίσεις ως ένα επαχθές βάρος; Είναι η θέλησή σου εναντιωμένη στην αμαρτία και, παρόλο που ανακαλύπτεις μεγάλη διαφθορά στην καρδιά σου, ωστόσο δεν της δίνεις το ελεύθερο, την παρακολουθείς άγρυπνα και δεν της επιτρέπεις να εκδηλώνεται ανεμπόδιστα στη ζωή και τα λόγια σου; Έχεις αποφασίσει να μη δώσεις καταφύγιο σε αμαρτωλούς πόθους στην καρδιά σου οι οποίοι, έχοντας ξεφύγει του ελέγχου σου, έχουν το ελεύθερο να στρέφονται προς κάθε κατεύθυνση; Μήπως υπάρχει μέσα σου καμιά αμαρτία που ενσυνείδητα ανέχεσαι; Είσαι αποφασισμένος να τηρήσεις όλες τις εντολές του Θεού και είναι σ’ αυτό το στόχο στραμμένη όλη η προσοχή σου, ώστε να αποφύγεις το κακό και την πλάνη κατά το μέτρο που εξαρτάται από σένα και να ευχαριστείς και να τιμάς το Θεό στο καθετί; Και θεωρείς ότι προς τα εκεί είναι στραμμένη η ελπίδα σου, η οποία ενεργεί ευεργετικά και αγιαστικά επάνω σου με την έννοια ότι σε αποτρέπει από την αμαρτία και σε ενεργοποιεί προς την κατεύθυνση της καθαρότητας; Αν κάνουμε μια αμερόληπτη εξέταση του εαυτού μας προς αυτή την κατεύθυνση, θα δούμε ότι έχουμε τη δυνατότητα να βρούμε τις απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα.
(Β) δύο – Όσοι, μετά από σημαντική απομάκρυνση από το Θεό, είδατε την ελπίδα σας να ανανεώνεται, θα πρέπει ν’ αναρωτηθείτε με τι τρόπο αποκαταστάθηκε. Ο υποκριτής δεν συνηθίζει ν’ αφήνει την ελπίδα του να ελαττώνεται, έτσι όπως κάνουν εκείνοι οι οποίοι έχουν αληθινή ελπίδα. Η ελπίδα και ψευτοανακούφιση του υποκριτή εξακολουθούν να παραμένουν αμείωτες—και μπορεί μάλιστα να γίνουν και δυνατότερες από ποτέ άλλοτε—ακόμα και υπό συνθήκες μεγάλης αμαρτίας και πτώσης στις οποίες μπορεί να πέσει ο πιστός καθώς βυθίζεται σε πυκνό σκοτάδι. Μερικοί υποκριτές μπορεί να ζουν πολύ αμαρτωλά, αλλά παρόλα αυτά να διατηρούν αμείωτη την εμπιστοσύνη τους και να εξακολουθούν να έχουν ακέραιη την αιώνια ελπίδα τους, κομπάζοντας μάλιστα γι’ αυτό. Αυτή όμως δεν είναι η αληθινή ελπίδα και ανακούφιση.
Η πραγματική παρηγοριά, η οποία πηγάζει από την πνοή που δίνει στην καρδιά το Πνεύμα του Θεού, αναγκαστικά είναι εξαιρετικά καταπιεσμένη σε τέτοιες περιπτώσεις και συνήθως ο άνθρωπος τότε δοκιμάζει μεγάλο σκοτάδι και δυστυχία. Αν όμως δεν έχει γίνει έτσι στη δική σας περίπτωση αλλά, αντίθετα, ανακαλύψατε πως κάτι τέτοιες ώρες η ελπίδα σας έφθινε κι η συνείδησή σας σάς έλεγχε που ζείτε αντίθετα με τους κανόνες του Θεού, οπότε αμφιβάλατε για την αιώνια ελπίδα σας, στη συνέχεια όμως εκείνη αποκαταστάθηκε με τον ίδιο τρόπο που αυτό γίνεται στους πραγματικά πιστούς, αναρωτηθείτε με ποιον τρόπο αποκτήσατε και πάλι την ελπίδα σας.
Οι αδόκιμοι πιστοί σ’ αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να μην ανακτούν την ελπίδα τους όπως οι πραγματικοί πιστοί, δηλαδή με την ταπείνωση και τη νέκρωση της αμαρτίας. Μπορεί δηλαδή να σκέφτονται κάπως έτσι: «τώρα είμαι καλύτερος απ’ ό,τι ήμουνα πριν», οπότε η ελπίδα τους αναπτερώνεται. Αν, για παράδειγμα, προηγουμένως ζούσαν για ορισμένο χρονικό διάστημα σε κάποια απαίσια αισθησιακή αμαρτία και τώρα δεν το κάνουν πια αυτό, βλέπουν την αναμόρφωσή τους σαν να ήταν μετάνοια και μεταστροφή, οπότε η ελπίδα τους αναπτερώνεται χωρίς να έχει μεσολαβήσει ταπείνωση της καρδιάς τους ή καταδίκη της συγκεκριμένης αμαρτίας ή μια ανανέωση της εκ μέρους τους επίκλησης του ελέους του Θεού μέσ’ από το Χριστό Του ή κάποια μεγαλύτερη αποστασιοποίησή τους από την προηγούμενη αμαρτωλή πορεία τους. Αν, μετά από σημαντική παρεκτροπή από το δρόμο του Θεού, η ανακούφιση και εμπιστοσύνη σας έχουν ανανεωθεί χωρίς κάτι τέτοιο, υπάρχει φόβος ότι κάνατε θεμέλιο της παρηγοριάς και της ελπίδας σας τη δική σας αυτοδικαίωση.
(Β) τρία – Αναρωτηθείτε αν όλες τις φορές που νιώθετε τη μεγαλύτερη ανακούφιση και ελπίδα η τάση σας είναι πάνω απ’ όλα να προσέχετε να αποφεύγετε την αμαρτία και να έχετε στόχο σας να ζείτε άγια. Καμιά φορά η ελπίδα των υποκριτών έχει μεγάλη αυτοπεποίθηση, οπότε ο βαθμός της εμπιστοσύνης που συνοδεύει την ελπίδα δεν είναι ένδειξη της αληθινής της φύσης και αυθεντικότητας. Θα πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε προσεκτικά τι επίδραση έχει αυτή η δυνατή βεβαιότητα σε μας. Βρίσκουμε τις καρδιές μας να είναι περισσότερο αντίθετες προς την αμαρτία και περισσότερο διατεθειμένες να ζήσουν μια άγια ζωή, όταν η ελπίδα και ανακούφισή μας είναι στο ζενίθ; Βρίσκουμε τις καρδιές μας τότε ακριβώς να έχουν τη διάθεση να είναι εξαιρετικά προσεκτικές, να βρίσκονται σε μεγάλη αντιπαλότητα με την αμαρτία και να επιθυμούν έντονα να ακολουθήσουν το δρόμο του Θεού;
Ή μήπως βρίσκουμε να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο όταν η ελπίδα μας είναι δυνατή και νιώθουμε ασφαλείς, οπότε τότε είμαστε πολύ λιγότερο προσεκτικοί να αποφεύγουμε την αμαρτία, να χαλιναγωγούμε τους πόθους μας και να αντιστεκόμαστε στον πειραστή; Αν αυτό συμβαίνει, είναι πολύ κακό σημάδι και αμαυρώνει την ελπίδα και παρηγοριά μας. Η αληθινή ελπίδα έχει την τάση να ωθεί εκείνον που την έχει να καθαρίσει τον εαυτό του και να προσέχει και αγωνίζεται πιο μαχητικά εναντίον της αμαρτίας. Στην Πρώτη Επιστολή του Ιωάννη διαβάζουμε: «Και πας όστις έχει την ελπίδα ταύτην επ’ αυτόν, καθαρίζει εαυτόν, καθώς εκείνος είναι καθαρός» (3/3). Αντίθετα, καταδικάζονται εκείνοι οι οποίοι, επειδή νομίζουν πως είναι δίκαιοι και συνεπώς θα έχουν αιώνια ζωή, εμπιστεύονται ότι αυτή η ελπίδα θα τους δώσει μεγαλύτερη ελευθερία να αμαρτάνουν. Στον Ιεζεκιήλ διαβάζουμε σχετικώς: «Όταν είπω προς τον δίκαιον ότι θέλει εξάπαντος ζήσει, και αυτός θαρρών εις την δικαιοσύνην αυτού πράξη αδικίαν, άπασα η δικαιοσύνη αυτού δεν θέλει μνημονευθή∙ και εν τη αδικία αυτού την οποίαν έπραξεν, εν αυτή θέλει αποθάνει» (33/13).
Tertium – Η χρησιμότητα του δόγματος ως γνώμονα
Αν έτσι έχει το πράγμα και ο Θεός χαρίζει ελπίδα και παρηγοριά μετά την ταραχή και τη δυστυχία εφόσον υπάρχει ταπείνωση της καρδιάς του ανθρώπου και νέκρωση της αμαρτίας, αυτό μπορεί να γίνει ο γνώμονας της ψυχής που βρίσκεται σε κρίση και σκοτάδι σχετικά με το τι πορεία ν’ ακολουθήσει προκειμένου να βρει ελπίδα και ανακούφιση.
(1ο) – Ο άνθρωπος πρέπει να απορρίψει πέρα για πέρα κάθε αμαρτωλή συμπεριφορά και ν’ αποστασιοποιηθεί απ’ αυτήν. Γιατί, όπως είπαμε, η παρηγοριά και η ελπίδα δεν πρέπει ποτέ να αναμένονται μέχρις ότου ο άνθρωπος θανατώσει την αμαρτία και απομακρυνθεί απ’ αυτήν. Όποιος δεν το κάνει αυτό, έτσι ώστε η αλλαγή του να είναι πλήρης, δεν μπορεί να περιμένει να λάβει ανακούφιση κι ελπίδα, όσο κι αν μένει πιστός σε κάποια συγκεκριμένα χριστιανικά «καθήκοντα». Τα άτομα που έχουν πνευματικά αφυπνιστεί και που, κατά συνέπεια, θ’ αναζητούν την πραγματική παρηγοριά και ελπίδα είναι απαραίτητο να βεβαιωθούν ότι καταδικάζουν κάθε αμαρτωλή πράξη και πρακτική και απέχουν απ’ αυτή. Πρέπει να ερευνήσουν την καρδιά τους και να βρουν τι είναι άπρεπο στη συμπεριφορά τους, τι έχουν παραλείψει να κάνουν, τι συμπεριφορές και πρακτικές έχουν επιτρέψει στη ζωή τους τις οποίες θα έπρεπε να είχαν απαρνηθεί. Και θα πρέπει ευθύς αμέσως ν’ αλλάξουν πορεία, χωρίς να επιτρέπουν ούτε μία από τις αμαρτωλές πρακτικές στη ζωή τους, έχοντας καταδικάσει κάθε αποστασία από το Θεό και μην παραλείποντας επίσης τίποτε απ’ όσα απαιτεί ο Θεός απ’ αυτούς. Τέλος, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι είναι απαραίτητο να μείνουν σταθεροί σ’ αυτή την επιλογή έτσι ώστε η καταγγελία της αμαρτίας να μην είναι γι’ αυτούς ένας προσωρινός τρόπος ζωής αλλά πάγιος κώδικας ζωής, παντοτινή απόρριψη και καταδίκη της αμαρτίας.
(2ο) – Ο άνθρωπος πρέπει ειλικρινά να ζητεί την ταπείνωση. Και για να γίνει αυτό είναι απαραίτητο να είναι απόλυτα πεπεισμένος για την αμαρτία. Πρέπει να ερευνά την καρδιά του πολύ προσεκτικά και να μην αφήνει να του ξεφύγει το παραμικρό. Δεν αρκεί να βασίζεται στις δικές του προσπάθειες γι’αυτό, αλλά ειλικρινά και ένθερμα να ζητεί από το Θεό να του δώσει μια σωστή θεώρηση του εαυτού του και τη σωστή καταδίκη της αμαρτίας, καθώς και να του φανερώσει ότι το μόνο το οποίο τού αξίζει είναι η αιώνια οργή του Θεού. Προκειμένου να γίνει αυτό, ο άνθρωπος πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός να μην ολισθήσει, γιατί η πτώση εμποδίζει την ταπείνωση. Όποια πνευματική πρόοδος και να είχε γίνει προς αυτή την κατεύθυνση με την ενέργεια του Πνεύματος του Θεού, χάνεται με την πτώση. Αυτό στη συνέχεια τυφλώνει και αποχαυνώνει την καρδιά του ανθρώπου, πράγμα που τον απομακρύνει ακόμα περισσότερο από τη σωστή γνώση του εαυτού του και από την επίγνωση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η καρδιά του.
(3ο) – Ο άνθρωπος πρέπει να ερευνήσει και να εντοπίσει την αμαρτία. Ειπώθηκε παραπάνω πως, όταν ο άνθρωπος του Θεού βρίσκεται στο σκοτάδι, δεν είναι γιατί ο Θεός δεν τον αγαπά ή δεν είναι έτοιμος να του δώσει παρηγοριά και ανακούφιση, αλλά γιατί με τον άλφα ή βήτα τρόπο έχει μπει στη μέση η αμαρτία η οποία είναι υπεύθυνη για το σκοτάδι του. Ο υπαίτιος βρίσκεται στο κατώφλι του ίδιου του ανθρώπου. Αναμφισβήτητα υπάρχει αμαρτία στο στρατόπεδο, η οποία κάνει το Θεό να αποστασιοποιηθεί. Γι’αυτό, αν ο άνθρωπος φωτιστεί, αναζωπυρωθεί και ξαναδοκιμάσει την παρηγορητική παρουσία του Θεού στη ζωή του, το πρώτο πράγμα που επιβάλλεται να κάνει είναι να ψάξει να βρει τον υπαίτιο, δηλ. την αμαρτία. Πολλοί, όταν βρίσκονται στο σκοτάδι, ακολουθούν ένα λανθασμένο τρόπο: εξετάζουν τις παλιές τους εμπειρίες. Βέβαια, αυτό είναι καλό να το κάνουν αλλά όχι μόνο αυτό. Χάνουν τον καιρό τους, γιατί ψάχνουν να βρουν κάτι μέσα στους ίδιους το οποίο να είναι καλό, ενώ θα έπρεπε να ψάχνουν να βρουν εκείνο που είναι κακό. Οτιδήποτε καλό και να υπάρχει, δεν θα μπορέσουν να το βρουν αν δεν βρουν την αμαρτία που το θαμπώνει και το κρύβει. Και οτιδήποτε σκέφτονται, που προηγουμένως νόμιζαν πως ήταν καλό, δεν θα τους δώσει καμιά ικανοποίηση μέχρι που το κακό να επισημανθεί και να απομακρυνθεί.
Αναρωτιούνται γιατί βρίσκονται σε τέτοια άγνοια. Στο παρελθόν ειλικρινά νόμιζαν ότι ήταν σωστοί κι ότι είχαν γευτεί το καλό έργο που έκανε το Πνεύμα του Θεού στις καρδιές τους, οπότε θεωρούσαν τους εαυτούς τους παιδιά Του. Τώρα όμως ο Θεός κρύβει το Πρόσωπό Του απ’ αυτούς κι εκείνοι αναρωτιούνται γιατί να συμβαίνει αυτό, όπως αναρωτιόταν και ο Ιησούς του Ναυή, όταν ο λαός Ισραήλ κατατροπώθηκε στη Γαι. Μερικές φορές βγάζουν το συμπέρασμα ότι θα πρέπει να μην είναι παιδιά του Θεού. Προσεύχονται πολύ στο Θεό να τους ανανεώσει την παρηγοριά και την ελπίδα τους. Και καλά κάνουν βέβαια και προσεύχονται. Έχουν όμως μεγάλη ανάγκη να κάνουν και κάτι άλλο. Ο Ιησούς του Ναυή ξόδεψε πολύ χρόνο προσευχόμενος, όταν ο Ισραήλ ήταν σε κρίση. Έπεσε με το πρόσωπο στη γη μέχρι που βράδιασε παραπονούμενος στο Θεό για την αποστασιοποίηση Του. Ο Θεός όμως του είπε: «Σηκώθητι∙ διά τι έπεσες ούτως επί το πρόσωπόν σου; Ημάρτησεν ο Ισραήλ, και μάλιστα παρέβησαν την διαθήκην μου, την οποίαν προσέταξα αυτούς∙ και έτι έλαβον από του αναθέματος» (ΙησΝ 7/10, 11). Και στη συνέχεια τού έδωσε την εξής εντολή: «[Σ]ηκωθείς, αγίασον τον λαόν» (7/13).
Στους ανθρώπους που βρίσκονται στο σκοτάδι και δεν έχουν καμιά ανακούφιση κι ελπίδα, αυτό δείχνει τι ακριβώς πρέπει να κάνουν: πρέπει να σηκωθούν και να ψάξουν να βρουν τον υπαίτιο. Αν δεν το κάνουν αυτό, δεν βοηθάει σε τίποτε να κάθονται και να κλαίνε παραπονούμενοι στο Θεό για τη δυστυχία τους. Υπάρχουν κι άλλα που πρέπει πρωτίστως να κάνουν, παρόλο που δεν πρέπει να παραμελούν και την προσευχή. Θα ήθελα να σας θερμοπαρακαλέσω λοιπόν να κάνετε εξονυχιστική έρευνα πάνω στο θέμα αυτό. Είναι απαραίτητο να είναι εξονυχιστική, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανακαλύψει κανείς την αμαρτία.
Η καρδιά του ανθρώπου είναι σαν τον Αχάν που έκρυψε το «καταραμένο πράγμα» στη γη στο μέσο της σκηνής του. «[Ι]δών μεταξύ των λαφύρων μίαν Βαβυλωνιακήν στολήν, και διακοσίους σίκλους αργυρίου, και έλασμα χρυσού βάρους πεντήκοντα σίκλων, επεθύμησα αυτά, και έλαβον αυτά∙ και ιδού, είναι κεκρυμμένα εν τη γη, κατά το μέσον της σκηνής μου, και το αργύριον υποκάτω αυτών» (ΙησΝ 7/21). Την έκρυψε δηλαδή πολύ καλά. Δεν αρκέστηκε να την κρύψει στο πιο κρύφιο μέρος της σκηνής του, αλλά έσκαψε στη γη και την έθαψε κάτω απ’ τα πόδια του, έτσι ώστε να μην υπάρχει ίχνος αυτής πάνω απ’ το έδαφος.
Έτσι κάνουν και οι απατηλές καρδιές των ανθρώπων όταν πρόκειται να κρύψουν το επικατάρατο πράγμα που τους βυθίζει στο σκοτάδι. Όταν αρχίζουν να ψάχνουν για την αιτία του σκοταδιού και της δυστυχίας τους, φαντάζονται ότι είναι το τάδε ή το δείνα, αλλά συνήθως παραβλέπουν την κύρια αιτία της δυστυχίας τους. Ούτε καν τους περνάει απ’ το μυαλό! Ψάχνουν τη «σκηνή» τους, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται να ψάξουν στο υπέδαφος, γιατί αλλιώς δεν θα τη βρουν ποτέ. Όταν μιλούν για τη δυστυχία τους και καταπιάνονται με την έρευνα της αιτίας στο στρατόπεδο της αμαρτίας, ήδη αναγνωρίζουν ότι οφείλεται σε δικό τους λάθος. Αλλά, παρόλο που ομολογούν τη διαφθορά της ψυχής τους, δεν καταφέρνουν να εντοπίσουν τον πραγματικό Αχάν.
Διότι δεν είναι απλά και μόνο η εν γένει διαφθορά στις ψυχές τους, η οποία επηρεάζει τη σκέψη που αποτελεί την αιτία, αλλά μάλλον κάποια εξωτερική αμαρτία και κακία στην οποία έχουν πρόσφατα κατά κάποιον τρόπο επιτρέψει στους εαυτούς τους να περιπέσουν. Αυτή είναι η κύρια αιτία της δυστυχίας τους: κάποιο είδος αλαζονείας, ζήλιας, κακολογίας, κακοπροαίρετης διάθεσης απέναντι των γειτόνων τους, κάποιος εγωισμός ή κάποιο άλλο είδος ανάρμοστης συμπεριφοράς. Κατά κάποιον τρόπο είναι πολύ ευκολότερο ν’ ανακαλύψουμε μικρές αμαρτίες παρά μεγάλες, κάτι που οδηγεί πολλούς από μας να «διϋλίζουμε τον κώνωπα και να καταπίνουμε την κάμηλο».
Αμαρτίες που είναι κοινές σε όλους και για τις οποίες όλοι παραπονούνται—όπως οι διαφθαρμένοι τρόποι με τους οποίους σκέφτεται η καρδιά—οι άνθρωποι συνήθως δεν νιώθουν ντροπή που τις έχουν. Και μάλιστα οι πιστοί μιλούν γι’αυτές χωρίς να νιώθουν φόβο βλέποντάς τες μέσα τους. Αλλά αμαρτίες όπως η κακία, η υπερήφανη και αλαζονική συμπεριφορά, ο φθόνος και πολλές άλλες που θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε εδώ είναι ιδιαίτερα αποκρουστικές και ο άνθρωπος επ’ ουδενί λόγω δέχεται να τις αναγνωρίσει ως δικές του. Αντίθετα, βρίσκει γι’αυτές καλές ονομασίες και προσθέτει επάνω τους καλοχτισμένες κατασκευές για να τις κρύψει, όπως ακριβώς έκανε και ο Αχάν με το ανάθεμα το οποίο έθαψε σε υπόγεια κρυψώνα.
Έτσι η αμαρτία εκείνη η οποία κατ’ εξοχήν τους βλάπτει, έχοντας τη μεγαλύτερη δύναμη επάνω τους και όντας ο κύριος υπαίτιος της τύφλωσης του νου τους, περνάει απαρατήρητη. Μπορούν άνετα να δουν αυτήν ειδικά την αμαρτία σε άλλους, αλλά ουδέποτε στη δική τους καρδιά, οπότε συνεχίζουν να ζουν στο σκοτάδι το οποίο καρποφορεί πλόυσια στη ζωή τους. Βέβαια, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εντοπίσει κανείς μέσα του μια τέτοια αμαρτία. Γι’αυτό είναι απαραίτητο, όταν ερευνά κανείς τον εαυτό του, να μην τον απαλλάσσει ή δωροδοκεί τη συνείδησή του σχετικώς, αλλά να επιδιώκει να είναι αμερόληπτος στην έρευνά του. Και προκειμένου να ενθαρρυνθούμε προς αυτή την κατεύθυνση, ας ακούσουμε πάλι τι δηλώνει ο Θεός απερίφραστα στον Ιησού του Ναυή: «[Ο]υδέ θέλω πλέον είσθαι με σας, εάν δεν εξαλείψητε το ανάθεμα εκ μέσου σας» (7/12).
(4ο) – Όταν όμως ανακαλύψετε τον ταραχοποιό, βεβαιωθείτε ότι τον εξολοθρεύσατε ολότελα. Αποβάλετέ τον με απέχθεια, σαν να ήταν δηλητηριώδες φίδι που κρυβόταν μέσα σας για χρόνια και κατά καιρούς, όταν εσείς κοιμόσασταν, σάς δάγκωνε με το δηλητήριό του, σάς αρρώσταινε και σάς προξενούσε πόνο. Αλλά εσείς δεν ξέρατε ποιος είναι. Δεν είναι λοιπόν φυσικό, όταν ο άνθρωπος ανακαλύψει το φίδι, να το θανατώσει με αγανάκτηση και να είναι έκτοτε εξαιρετικά προσεκτικός να μην ξαναβρεθεί με τέτοια συφορά στα χέρια του; Έναν τέτοιον εχθρό πρέπει να τον καταστρέψει κανείς ολότελα και ν’ αγωνιστεί να ξεριζώσει κάθε του κατάλοιπο και να αφανίσει το είδος του.
Όποιος από σας τυχαίνει να βρίσκεται σε δυστυχία και συφορά το λέω ευθαρσώς αυτό αν, με τη βοήθεια του Θεού, ακολουθήσει αυτές τις οδηγίες, σύντομα το σκοτάδι του θα διαλυθεί και η ελπίδα και ανακούφισή του θα ανανεωθεί. Αυτή είναι η ασφαλέστερη, πιο προσιτή και συντομότερη οδός που μπορεί ο καθένας ν’ ακολουθήσει προκειμένου να ανανεώσει την παρηγοριά στη ψυχή του. Χωρίς αυτή, μην ελπίζετε ότι θα βρείτε κάποιο αξιόλογο φως ή ανακούφιση ενόσω ζείτε, οσοδήποτε προσεκτικά και να αναλύετε τις παλιές σας εμπειρίες κι οσοδήποτε ένθερμα και να προσεύχεστε στο Θεό να σας δώσει φως.