Γράφει ο ΄Ακης Δημητριάδης
Η Κατερίνη έχει ίσως τους περισσότερους συνταξιούχους από κάθε άλλη πόλη στην Ελλάδα. Οι 5.000 από αυτούς δούλεψαν πολλά χρόνια στο εξωτερικό. Δούλεψαν σκληρά, με στερήσεις και οικονομίες, και τώρα απολαμβάνουν τον καρπό των κόπων τους, μια αξιοπρεπή σύνταξη – μάλιστα φέτος, σε όσους δούλεψαν στη Γερμανία, η Μέρκελ έδωσε και μια μικρή αύξηση 62 ευρώ.
Ευτυχώς που είναι κι αυτοί, οι συνταξιούχοι εξωτερικού. Μέσα στην κρίση και το γενικό χαμό συντηρούν οικογένειες, όχι μόνο τις δικές τους, αλλά και των παιδιών και των εγγονών, που είναι άνεργοι και καταχρεωμένοι.
Αυτή είναι η μια πλευρά του νομίσματος.
Υπάρχει και ή άλλη πλευρά, εκείνοι που δούλεψαν το ίδιο σκληρά επί πολλά χρόνια στη ξενιτιά, αλλά σήμερα δεν παίρνουν ούτε ένα ευρώ σύνταξη από τη χώρα που δούλεψαν. Όταν ήλθε η ώρα να επιστρέψουν στην Ελλάδα, ζήτησαν από την ασφαλιστική τους εταιρία και πήραν στο χέρι, σε μετρητά, όλες τις ασφαλιστικές εισφορές, οπότε τώρα δεν δικαιούνται σύνταξη.
Τι τα έκαναν εκείνα τα λεφτά;
Άλλοι τα επένδυσαν, κυρίως σε χωράφια, ή έκαναν δικές τους δουλειές.
Άλλοι, πάλι, τα ξόδεψαν. Έκαναν σπίτια, σπούδασαν παιδιά, πάντρεψαν, προίκισαν.
Υπάρχουν, τέλος, και μερικοί άλλοι – ευτυχώς λίγοι. Αυτοί είναι οι ταλαίπωροι, που ούτε επένδυσαν, ούτε πρόκοψαν, ούτε παίρνουν σύνταξη.
Το κακό μ’ αυτούς ξεκίνησε από την αρχή, από τη στιγμή που βρέθηκαν στη Γερμανία και τις άλλες χώρες. Στερημένοι όπως ήταν μέχρι τότε στην Ελλάδα, ξαφνικά βρέθηκαν σε ένα εντελώς αντίθετο περιβάλλον. Αφθονία υλικών αγαθών, λεφτά στην τσέπη κάθε Σάββατο, μοντέρνα αυτοκίνητα, διασκεδάσεις, όμορφες γυναίκες, εκδρομές, χοροί, τζόγος…
Και υπέκυψαν στον πειρασμό. Όπως ο άσωτος υιός, αντί να κάνουν οικονομίες, ξόδεψαν απερίσκεπτα τα χρήματά τους. Αντί να περιοριστούν στις γυναίκες τους, έφαγαν τον απαγορευμένο καρπό και διέλυσαν τις οικογένειές τους.
Τα χρόνια όμως πέρασαν γρήγορα.
Παν’ τα νιάτα, παν’ τα κάλλη, δεν ξαναγυρίζουν πάλι…
Πάνε και οι έρωτες, οι ωραίες γυναίκες, τα γλέντια και οι διασκεδάσεις.
Πάνε και τα λεφτά.
Τώρα, σε μιαν άκρη του καφενείου πίνουν αμίλητοι τον πικρό καφέ. Και το μόνο που τους απέμεινε είναι οι μακρινές παλιές αναμνήσεις. Ή καμιά μπύρα που θα τους κεράσει από το διπλανό τραπέζι ο ματσωμένος συνταξιούχος εξωτερικού.