Χριστός και Καίσαρ

Γράφει ο Δημήτρης Τσινικόπουλος, Δικηγόρος-Συγγραφέας

«Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε·
αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον»
.
Ιησούς Χριστός

Τα λόγια αυτά του από Ναζαρέτ Ιησού, στο στενό κύκλο των μαθητών του λίγες ώρες πριν απ’ το θάνατό του, σε συνδυασμό με άλλες προφητικές ρήσεις του ιδίου («έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων των εθνών για το όνομά μου» και, «ει εμένα έδιωξαν και υμάς διώξουσι») δεν άφηναν κανένα περιθώριο για το τι επρόκειτο να αντιμετωπίσουν οι οπαδοί του στο εγγύς μέλλον.

Το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων είναι η πρώτη χριστιανική πηγή που αποκαλύπτει τους διωγμούς που υπέστησαν οι οπαδοί του απλού Ναζωραίου από τους ομοεθνείς τους αρχικά, από τους εθνικούς αργότερα (στους Φιλίππους, στην Έφεσο και αλλού). Είναι όμως γνωστό ιστορικά, ότι αργότερα επακολούθησαν μεγάλοι διωγμοί από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες με πρώτον αυτόν του Νέρωνα το 64 μ.Χ., και τελείωσαν, με το διωγμό του Γαλέριου, το 311 μ.Χ.

Τι ήταν αυτό που προκάλεσε τους περίφημους αυτούς διωγμούς και τι ήταν εκείνο που έκανε τους πρωτοχριστιανούς να αντέξουν στα φοβερά μαρτύρια, στο ξίφος των δημίων, στον τροχό, στα γαμψά νύχια των λεόντων του Κολοσσαίου; Πώς η μικρή και άσημη αίρεση του Ναζωραίου από την Ιερουσαλήμ και την Παλαιστίνη, παρά τους διωγμούς, έφθασαν να «αλώσουν» τις επαρχίες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ώστε στο 2° μ.Χ. αιώνα ο απολογητής Τερτυλλιανός να γράψει ότι «είμαστε μόλις χθεσινοί, αλλά καταλάβαμε τη γη, τις πόλεις, τα φρούρια ακόμα και τα στρατόπεδα, το ανάκτορο και τη σύγκλητο»; Και πώς οι έκνομοι Χριστιανοί, έφθασαν να αριθμούν μόνο στη Ρώμη 100.000, ενώ το 1/4 του πληθυσμού Ανατολής και Δύσης, ήταν χριστιανοί προσήλυτοι;

Τα ιστορικά γεγονότα ερμηνευόμενα μεμονωμένα και σε συνδυασμό προς αλλήλα, υπό το φως των μαρτυριών χριστιανών, αιρετικών και εθνικών συγγραφέων, δίνουν επαρκή απάντηση στα συναφή ερωτήματα.

Ο Χριστιανισμός, σαν παρακλάδι του Ιουδαϊσμού, στην αρχή, δεν προκάλεσε καμιά εντύπωση στους γύρωθεν. Γι’ αυτό και οι εθνικοί συγγραφείς δεν μνημονεύουν την δράση του Ιησού, ούτε των μαθητών του. Γιατί ν’ ασχοληθούν με μια άσημη αίρεση των (μισητών) Ιουδαίων;

Όταν όμως ο Χριστιανισμός με το κήρυγμα του αποστόλου Παύλου και των συντρόφων του, βγήκε από τα στενά όρια της Παλαιστίνης και άρχισε να διεισδύει στον εθνικό κόσμο της Μικράς Ασίας και Ελλάδας, άρχισαν και οι πρώτες αντιδράσεις Ιουδαίων πρώτα και Ελλήνων (εθνικών) αργότερα.

Είναι φανερό, ότι με διαφορετικό μάτι είδαν την διείσδυση και την ολίγον κατ’ ολίγον εξάπλωση της Χριστιανοσύνης δια του προσηλυτισμού, οι διάφορες κάστες, ομάδες και παρατάξεις που είχαν διαφορετική ιδεολογία και συγκρουόμενα συμφέροντα με την νέα και διαρκώς εξαπλούμενη θρησκεία.

Οι ιερείς και οι μάντεις των παγανιστών, οι αγαλματοποιοί, οι οικοδόμοι ναών, οι στεφανοποιοί, οι θύτες, ήταν σαφώς απογοητευμένοι και εξοργισμένοι από την διάδοση μιας θρησκείας που οι οπαδοί της λάτρευαν έναν άγνωστο υπερβατικό Θεό «εν πνεύματι και αληθεία». Τα κέρδη τους μειώνονταν συνεχώς. Οι απλοί ειδωλολάτρες, οι εθνικοί φιλόσοφοι και άλλοι αντιδρούσαν. Εξάλλου, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες θεωρούσαν τον εαυτό τους Θεό και απαιτούσαν λατρεία Θεού. Ο πρώτος αυτοκράτορας που θεοποιήθηκε δυο χρόνια μετά το θάνατό του, ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας. Στα 29 μ.Χ. στην Πέργαμο, χτίστηκε και αφιερώθηκε ο πρώτος ναός προς τιμήν του Αυγούστου. Και ο Δομιτιανός ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτωρ, που προσφωνήθηκε εν ζωή Κύριος και Θεός (dominus et deus). Αν κάποιος τολμούσε να αμφισβητήσει τη θειότητα των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, δεν ήθελε να αποδίδει λατρεία σ’ αυτούς και θυσία στο άγαλμά τους, ήταν επικίνδυνος εχθρός του κράτους, της ίδιας της Ρώμης. Έτσι, σιγά σιγά, άρχισε να καλλιεργείται ένα αντιχριστιανικό πνεύμα, πολλές φορές μάλιστα, με χαλκευμένες κατηγορίες εις βάρος της Εκκλησίας.

Οι Χριστιανοί ως θρησκεία πολλών λαών, διεθνιστική, θεωρούνταν «τρίτο γένος», μισάνθρωπων, που απέκρουαν την επίσημη θρησκεία του Κράτους, ανέτρεπαν την κοινωνική τάξη και τις πατροπαράδοτες παραδόσεις, αφού κήρυτταν ότι εν Χριστώ Ιησού δεν υπάρχει άρρεν ή θήλυ, βάρβαρος Σκύθης Πέρσης, Έλλην, ελεύθερος ή δούλος.

Κατηγορήθηκαν λοιπόν από τους εθνικούς, από ιερείς και από οχλοκρατικές φανατικές ομάδες, ως άθεοι (αφού δεν είχαν ναούς και είδωλα), μισάνθρωποι (επειδή δεν έπαιρναν μέρος στις εθνικές εορτές και δεν παρακολουθούσαν άγρια θεάματα), συνωμότες (γιατί έκαναν τις δικές τους μυστικές συναθροίσεις) και ανήθικοι (γιατί έκαναν δήθεν αιμομιξίες-θυέστεια δείπνα). Έξαλλοι οι εκπρόσωποι του Ρωμαϊκού Κράτους υποκινούμενοι από άγνοια, ανασφάλεια και φανατισμό, θέλησαν να βάλουν φραγμό στην εξάπλωση της νέας θρησκείας.

Έτσι άρχισαν και ξέσπασαν βίαιοι διωγμοί εις βάρος των Χριστιανών. Ο πρώτος, του Νέρωνα, στα 64 μ.Χ., ξεκίνησε από ένα τυχαίο γεγονός (πυρκαγιά). Στοίχισε στη ζωή πολλών χριστιανών στη Ρώμη, που πέθαναν με φρικιαστικό τρόπο. Ο Τάκιτος, ο Ρωμαίος ιστορικός, μας πληροφορεί ότι οι Χριστιανοί καλύπτονταν με δέρματα αγρίων θηρίων για να κατασπαράζονται από σκυλιά, σταυρώνονταν και παλουκώνονταν αλειμμένοι με πίσσα και καίγονταν σαν δαυλοί τη νύχτα στους κήπους του παράφρονα Νέρωνα! Μπορεί, όπως παρατηρεί εύστοχα ο Π. Κανελλόπουλος, ο Νέρων να μην υπήρξε υπαίτιος της πυρκαγιάς της Ρώμης, αλλά υπήρξε υπαίτιος της ενοχής των Χριστιανών… Τον διωγμό επανέλαβε ο Δομιτιανός (81-96 μ.Χ.), εξαιτίας του φόρου διδράχμου που βάρυνε κανονικά μόνο τους Εβραίους και ενίσχυε το ειδωλολατρικό κράτος. Γι’ αυτό και αρνήθηκαν οι Χριστιανοί να τον καταβάλλουν. Με αντίτιμο όμως, το διωγμό, την εξορία, τα βασανιστήρια και το θάνατο.

Οι διωγμοί του Τραϊανού και των μετέπειτα αυτοκρατόρων, έγιναν με «αυτοκρατορικά σημειώματα» και βασίζονταν σε νόμους για αθεΐα, έσχατη προδοσία και προσηλυτισμό.

Ο Μάρκος Αυρήλιος (161-180) ο στωικός φιλόσοφος, παρόλο που πρέσβευε την ανεκτικότητα, κήρυξε άγριο διωγμό εναντίον των Χριστιανών, γιατί οι Χριστιανοί τάχα ήταν υπαίτιοι της προκλήσεως θεομηνιών στην Ιταλία όπως σεισμών, πλημμυρών κ.λπ.!

Ο Σεπτίμιος Σεβήρος (193-291) κήρυξε διωγμό, εις βάρος της εκκλησίας, απαγορεύοντας τον προσηλυτισμό και το βάπτισμα των Χριστιανών.

Οι σκληροί διωγμοί του Δεκίου (249-251) και Διοκλητιανού (284-305) κηρύχτηκαν με ειδικούς νόμους και είχαν εφαρμογή σ’ όλη την Ρωμαϊκή επικράτεια. Κίνητρά τους υπήρξαν ο θρησκευτικός φανατισμός, όπως και αυτός του Γαλερίου (305-311). Οι Χριστιανοί αναζητούνταν παντού. Τους υποχρέωναν να προσέρχονται σε ειδικές επιτροπές για να ομολογούν την αφοσίωσή τους στους θεούς της Ρώμης. Ο Διοκλητιανός με διάταγμά του (303- 304 μ.Χ.) διέτασσε κατά το παράδειγμα του Δεκίου «πάντας πανδημεί τους κατά πόλιν θύειν τε και σπένδειν». Σε όλο το κράτος ελέγχονταν από κρατικούς υπαλλήλους η πίστη του κάθε πολίτη· οι πολίτες εφοδιάζονταν με πιστοποιητικό ομολογίας πίστεως στην κρατική θρησκεία. Λίγοι κόκκοι θυμιάματος στο βωμό του Αυτοκράτορα μπροστά στο άγαλμά του, ήσαν αρκετοί, για να απαλλάξουν κάποιον από την φοβερή κατηγορία του Χριστιανού και να σώσει έτσι την περιουσία του, και την ίδια τη ζωή του.

Αλλά οι Χριστιανοί αντιλαμβάνονταν την πράξη αυτή ως ειδωλολατρία και ενέργεια ασυμβίβαστη με την πίστη τους. Έτσι, προτιμούσαν να υποβληθούν σε φρικώδη βασανιστήρια, να εξοριστούν, να χάσουν την περιουσία τους, την τιμή τους, την ελευθερία τους και τη ζωή τους ακόμη, παρά να συμβιβαστούν και να λατρέψουν είδωλα.

Οι Χριστιανοί σφάζονταν αγεληδόν αδιακρίτως, άνδρες, γέροι, νέοι και παιδιά σύμφωνα με τον ιστορικό Ευσέβιο τον Πάμφιλο. Φρίττει κανείς σήμερα, όταν διαβάζει τα φοβερά βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκαν οι μάρτυρες εκείνοι. Μερικοί ανεσκολοπίσθησαν. Άλλοι ποντίστηκαν δεμένοι στη θάλασσα. Άλλοι ψήθηκαν ζωντανοί. Άλλοι κρεμάστηκαν ανάποδα, και η φωτιά που ήταν από κάτω τους και ο καπνός, προκαλούσε τον πνιγμό τους. Σε ορισμένων τα λαρύγγια χύθηκε καυτός διαλυμένος μόλυβδος. Άλλων η σάρκα ξεσχίστηκε με σιδερένιους όνυχας! 17.000 σφάγηκαν μέσα σ’ ένα μήνα. Μόνο στην Αίγυπτο υπολογίζεται ότι πέθαναν βιαίως 144.000 και 700.000 από κακουχίες, εξορίες και άλλα βασανιστήρια… Τα ιερά βιβλία των χριστιανών (Βίβλος και άλλα) κατάσχονταν και καταστρέφονταν (ενέργεια που δείχνει ότι οι διωκτικές αρχές αντιλήφθηκαν καλά, ότι τα ιερά βιβλία κρατούσαν ενωμένους σφιχτά τους διωκόμενους). Τότε, κόπηκαν και νομίσματα με επιγραφές, που ανέφεραν ότι «η Χριστιανική δεισιδαιμονία εξαλείφθηκε τελείως».

Οι περισσότεροι Χριστιανοί άντεξαν στα φριχτά μαρτύρια. Το αίμα τους όπως έγραψε ο Τερτυλλιανός, έγινε ο σπόρος της εκκλησίας. Ο αριθμός τους αντί να μειωθεί, αυξανόταν. Σώζονται ομολογίες μαρτύρων γεμάτες θάρρος, αυταπάρνηση και αποφασιστικότητα. Πολλούς όταν οι διώκτες τους ρωτούσαν από που ήταν και τι πίστευαν, απαντούσαν απλά: «Είμαι Χριστιανός», ή, «ζούμε και όταν μας φονεύουν. Είμαστε νικητές του θανάτου» (Φλαβιανός). Λίγοι, οι λεγόμενοι «λιβελλοφόροι» ή «πεπτωκότες» λόγω ανθρώπινης αδυναμίας, υπέκυψαν, συμβιβάστηκαν και δέχτηκαν να θυσιάσουν ή να θυμιάσουν στους θεούς, παίρνοντας τη βεβαίωση ότι μένουν πιστοί στη θρησκεία των ειδώλων.

Οι περισσότεροι, το νέφος των μαρτύρων, παρέμειναν πιστοί, αμετακίνητοι, άκαμπτοι στο μαρτύριο. Ατρόμητοι μπροστά στο θάνατο. Τέτοια ήταν η επιμονή τους και η αφοσίωσή τους στο Θεό και στον Κύριό τους, το Χριστό, που πολλές φορές προκαλούσαν το θαυμασμό των διωκτών και των δημίων τους. Έτσι, μερικοί απ’ αυτούς, τους έκρυβαν για να τους γλιτώσουν, άλλες φορές τους υπερασπίζονταν παίρνοντας το μέρος τους, και μερικές φορές τη θέση τους και στο μαρτύριο ακόμη (!) πράξη γνωστή στην ιστορία και στην εκκλησιαστική ορολογία ως «εισπήδησις.

* * *

Τι ήταν αυτό που προκάλεσε αυτήν την καρτερία, αυτή τη ψυχική δύναμη και αντίσταση των πρωτοχριστιανών, απέναντι στους σκληρούς διωγμούς των Ρωμαίων; Και γιατί ενώ διώκονταν, γέμισαν τον τότε γνωστό κόσμο με την παρουσία τους και έφτασαν να αλώσουν την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία; Είναι πολύ ενδιαφέρον και κρίσιμο το ερώτημα αυτό.

Ο διάσημος ιστορικός Edward Gibbon αναλύοντας το φαινόμενο, δίνει πέντε σπουδαίους λόγους στο περίφημο έργο του The Decline and Fall of Roman Empire (1778). Αυτοί είναι κατά τον Gibbon: Ο ακατάβλητος ευαγγελικός ζήλος των Χριστιανών για τη μετάδοση του Ευαγγελίου, η διδασκαλία για μια μελλοντική ζωή, η ενότητα και η μαθήτευση της Χριστιανικής εκκλησίας, οι αρετές των πρώτων Χριστιανών (που εξέπλητταν πολλούς εθνικούς) και οι θαυματουργικές δυνάμεις που αποδίδονταν στην πρωτόγονη Εκκλησία.

Κοντά σε αυτούς τους λόγους, θα μπορούσε κάποιος να προσθέσει και δύο ακόμη· την πίστη των πρώτων Χριστιανών στην επικείμενη δευτέρα παρουσία του Χριστού (πεποίθηση που τους εμψύχωνε αφάνταστα) αλλά πρωτίστως, τη θεία εύνοια, υποστήριξη και κατεύθυνση. Όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό στα αυτιά μερικών, ο ίδιος ο Ιησούς που είχε προφητεύσει το διωγμό των οπαδών του, είχε προφητεύσει και την εξάπλωση των ακολούθων του: «Καγώ εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν». Και, «εσεσθέ μοι μάρτυρες… έως εσχάτου της γης».

Ο γνωστός ιστορικός Will Durant, παρατηρώντας ότι η Εκκλησία παρά τους φοβερούς διωγμούς τελικά θριάμβευσε στους διώκτες, κατέληξε να πει, ότι, «ο Καίσαρ και ο Χριστός συναντήθηκαν στον στίβο και νίκησε ο (άοπλος) Χριστός τον (πάνοπλο) Καίσαρα».

Ο τελευταίος διωγμός του Γαλέριου που κράτησε μέχρι το 311 μ.Χ., σταμάτησε εξαιτίας της ασθενείας του, με διάταγμα ανοχής που υπέγραψε ο ίδιος. Μετά το θάνατό του, επικράτησε ο Κωνσταντίνος, ο γιος του Κωνστάντιου του Χλωρού, απέναντι στον αντίπαλό του Μαξέντιο, που τον νίκησε στη Μουλβία γέφυρα το 312 μ.Χ. Το 313, ο Κωνσταντίνος υπέγραψε με τον Λικίνιο το περίφημο Διάταγμα των Μεδιολάνων (Μιλάνο) για την ανεξιθρησκία. Σύμφωνα μ’ αυτό, ο Χριστιανισμός, αναγνωριζόταν religio licita (νόμιμη θρησκεία). Οι Χριστιανοί μπορούσαν πια να βγουν από την επιφάνεια και όσοι ήθελαν, μπορούσαν ελεύθερα να γίνουν Χριστιανοί, βαπτιζόμενοι.

Όποιος επισκέπτεται σήμερα τη Ρώμη, μπορεί να δει την περίφημη αψίδα θριάμβου του Κωνσταντίνου κοντά στο Κολοσσαίο (όπου θηριομαχούσαν οι Χριστιανοί). Την έστησε η Ρωμαϊκή σύγκλητος σε ανάμνηση της νίκης του Κωνσταντίνου κατά του Μαξέντιου. Διακρίνεται η επιγραφή που λέει: «Στον αυτοκράτορα Καίσαρα Φλάβιο Κωνσταντίνο το Μέγα Ευσεβή, ευτυχισμένο Αύγουστο. Επειδή εμπνευσμένος από τη θεότητα και τη μεγαλοσύνη του πνεύματός του… τιμώρησε για λογαριασμό της πολιτείας τον εχθρό και το στράτευμά του».

***

Με τον Φλάβιο Βαλέριο Κωνσταντίνο, τα πράγματα πήραν άλλη τροπή, ευχάριστη, για τους Χριστιανούς. Ήταν μετά από σχεδόν 300 χρόνια διωγμών, ελεύθεροι πια, να λατρεύουν το θεό τους και να διακηρύττουν τις ιδέες τους έξω από τις κατακόμβες. Ο Κωνσταντίνος, ο γιος του Κωνστάντιου του Χλωρού και της Ελένης, εμφανίστηκε συν τω χρόνω, όχι μόνο ελευθερωτής αλλά και ως προστάτης της Χριστιανικής εκκλησίας συνεργαζόμενος με τους επισκόπους της. Καίτοι ο ίδιος δεν είχε γίνει συνειδητός Χριστιανός (βαπτίστηκε από τον αιρετικό Ευσέβιο λίγο πριν πεθάνει) αυτό δεν τον εμπόδισε να προεδρεύσει στην Α΄ Οικουμενική σύνοδο το 325 μ.Χ. και να ρυθμίζει με τις παρεμβάσεις και τις αποφάσεις του τα της συνόδου, καταδιώκοντας και εξορίζοντας αιρετικούς αλλά και ορθόδοξους (σαν τον Μέγα Αθανάσιο).

Παράλληλα, όμως, διακρατώντας τις πολιτικές του ισορροπίες, διατήρησε τον τίτλο του Pontifex maximus, του «μεγάλου αρχιερέως» της ειδωλολατρικής θρησκείας, που είχαν και οι προκάτοχοί του Αυτοκράτορες. Πίστευε ως δεισιδαίμων σε οιωνούς, όνειρα και οράματα. Εξακολούθησε μέχρι το τέλος της ζωής του να είναι σκληρός και ανάλγητος, φθάνοντας να δολοφονήσει μια σειρά από ανωνύμους αλλά και αρκετούς επωνύμους, μεταξύ των οποίων τον Λικίνιο και το γιο του, έναν ανηψιό του, τη σύζυγό του Φαύστα, και τον γιο του, παρά τη μεταστροφή του στο Χριστιανισμό και το όραμα του «εν τούτω νίκα» (312 μ.Χ.). Τα νομίσματα που κόβονταν επί σειρά ετών, τον απεικονίζουν ως λάτρη του Απόλλωνα, του Άρη, του Μίθρα και του Δία.

Η στάση αυτή του Κωνσταντίνου και η σχετική του εύνοια στη νέα θρησκεία, ώθησε πολλούς ειδωλολάτρες να προσέλθουν μαζικά στον Χριστιανισμό, με περισσότερες αρνητικές βέβαια επιπτώσεις, για το Χριστιανισμό παρά θετικές, αφού γινόταν από συμφέρον Χριστιανοί (για να καταλάβουν δημόσιες θέσεις κ.λπ.) παρά από ειλικρινή μετάνοια και πίστη.

Ο Κωνσταντίνος ήταν μεγάλος πολιτικός, ο οποίος είχε πεισθεί ότι ο Χριστιανισμός ήταν η μόνη δύναμη που μπορούσε να ζωογονήσει και να ενώσει την κομματιασμένη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Γι’ αυτό μετέφερε και την πρωτεύουσά του από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.

Όπως παρατήρησε ο Ρώσος Θεολόγος Γ. Φλωρόφσκυ: «Ο αιώνας του Κωνσταντίνου είναι γενικά παραδεκτός σαν καμπή της Χριστιανικής ιστορίας. Μετά από παρατεταμένο αγώνα με την Εκκλησία ο Αυτοκράτορας επί τέλους συνθηκολόγησε… Οι Χριστιανοί… αποκαταστάθηκαν ξανά. Στην πραγματικότητα ο Κωνσταντίνος προσέφερε στην εκκλησία όχι μόνο ειρήνη και ελευθερία μα προστασία και στενή συνεργασία. Πραγματικά, παρότρυνε την Εκκλησία και τους ηγέτες της να ενωθούν μαζί του για την «ανακαίνιση» της Αυτοκρατορίας. Αυτή η νέα στροφή της αυτοκρατορικής τακτικής και πολιτικής έγινε δεκτή από τους Χριστιανούς όχι και χωρίς κάποια αμηχανία και έκπληξη (…) Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ήταν επιφυλακτικοί για την αυτοκρατορική στροφή (…) Το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είχε ακόμη λυθεί και ήταν πρόβλημα αρκετά περίπλοκο… ένα οξύ και παραδοξολικό πρόβλημα». (Γ. Φλωρόφσκυ, Χριστιανισμός και πολιτισμός, 1982, σελ. 92-93). Μετά το θάνατό του Κωνσταντίνου (337 μ.Χ.) η Ρωμαϊκή σύγκλητος τον ανακήρυξε Θεό… ενώ η Χριστιανική Εκκλησία, άγιο και ισαπόστολο.

Χριστός και Καίσαρ συναντήθηκαν στο στίβο και νίκησε… ο Χριστός. Αλλά ό,τι δεν μπόρεσε να επιτύχει το ξίφος του Καίσαρα επί τρεις αιώνες, το πέτυχε η αναίμακτη γραφίδα του Κωνσταντίνου. Ό,τι δεν πέτυχε ο διωγμός και το μαρτύριο χιλιάδων μαρτύρων, το πέτυχε ο συμβιβασμός με το προσωπείο της αναγνώρισης του Χριστιανισμού. Ό,τι δεν πέτυχε το ξίφος και ο τροχός το πέτυχαν τα αυτοκρατορικά προνόμια και η μετέπειτα τρυφηλή ζωή των πάλαι ποτέ διωχθέντων. Το αγωνιστικό χριστιανικό φρόνημα βαθμιαία εξέλειπε, οι διωκόμενοι σε λίγα χρόνια μετατράπηκαν σε διώκτες, όταν επί Θεοδοσίου (378-395 μ.Χ.) κατελύθη ο παγανισμός, η αγάπη αντικαταστάθηκε από φανατισμό και αλαζονεία, η απλότητα της λατρείας του Θεού «εν πνεύματι και αληθεία», μετατράπηκε σε λαμπρές τελετουργίες, με μεγαλοπρεπείς ναούς, στέψεις, κωδωνοκρουσίες, λατρεία λειψάνων κ.ά. Ο χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας. Οι άλλες, οι παγανιστικές, εξαφανίστηκαν ή απορροφήθηκαν με εκπληκτική ταχύτητα. Αλλά αυτή η μετεξέλιξη του Χριστιανισμού, είναι μια άλλη ιστορία…

Ο Χριστός, άοπλος νίκησε τον Καίσαρα, όταν ο Καίσαρ επετέθη με το ξίφος, γεγυμνωμένο, σε μια κατά μέτωπον επίθεση εναντίον των οπαδών του πρώτου. Ωστόσο, η Εκκλησία, ο Χριστός ο επεκτεινόμενος εις τους αιώνας κατά την έκφραση του Αυγουστίνου, δέχθηκε πισώπλατο πλήγμα, με την εκκοσμίκευση που εισήχθη και λειτούργησε σαν δούρειος ίππος μέσα στα σπλάχνα του… Έτσι η «βασιλεία του Θεού» έγινε… βασίλειο των ανθρώπων.

Ο Καίσαρ Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος, έκανε την αρχή. Οι μετέπειτα αυτοκράτορες του Βυζαντίου και της Δύσης συνέχισαν, μετατρέποντας τη θρησκεία της αγάπης σε κοσμικό καθίδρυμα.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία (Αθήνα 1970).
  • G. Uhlhom, The conflict of Christianity with Heathenism.
  • Η. Lietzmann, Der Glaube Konstantin des Grossen (1937).
  • Th. Mommsen, Romische Geschichte (9n έκδ. 1921).
  • Α. Τζόουνς, Ο Κωνσταντίνος και ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης (μτφ. Α. Κοτζιά. Γαλαξίας 1962).
  • Η. Dorries, Konstantin der Grosse (Urban Taschenbiicher, 1958).
  • Φ. Θ. Βλαχοπούλου, Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η διαμόρφωση του Βυζαντινού κράτους (Αθήνα 1986).
  • Μαγγιώρος Νικόλαος, Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η δονατιστική έριδα. Συμβολή στη μελέτη των σχέσεων εκκλησίας – πολιτείας κατά την Κωνσταντίνεια περίοδο (Βάνιας, 2005).
  • Έμπερχαρντ Χορστ, Μέγας Κωνσταντίνος (Ωκεανίδα, 2006).

Comments are closed.