Γράφει ο Χάρης Ι. Νταγκουνάκης, Νομικός
Μια φορά κι έναν καιρό, λέει ένας μύθος, κυβερνούσε τη μακρινή Περσία ένας πολύ σοφός και καλόκαρδος βασιλιάς. Ήταν ένας βασιλιάς που δεν ήθελε να μένει κλεισμένος στο παλάτι του, αλλά κατέβαινε συχνά πυκνά μεταμφιεσμένος σε φτωχό χωρικό και επικοινωνούσε με τον λαό του. Ταξίδευε σ’ όλη τη χώρα κι ήθελε να μαθαίνει τις ανάγκες του κόσμου, να βλέπει από κοντά πώς ζούνε οι φτωχοί άνθρωποι, πώς παλεύουν για να βγάλουν το ψωμί τους, πώς βιώνουν τις αρρώστιες τους, τι λένε γι’ αυτόν στην αγορά ή στα καφενεία της επικράτειας.
Κανένας δεν μπορούσε να διανοηθεί πως ο επισκέπτης του ήταν ο βασιλιάς της χώρας. Όλοι τον περνούσαν για έναν φτωχό ταξιδευτή και τον καλοδέχονταν στα σπίτια τους και στις παρέες τους, και του έλεγαν τα προβλήματά τους.
Πήγε μια φορά και σ’ έναν απλό χωρικό που είχε χάσει τη γυναίκα του κι έμενε μόνος σε μια καλύβα. Όταν είδε τον περαστικό στην πόρτα του εκείνος ο χωριάτης τον υποδέχτηκε με χαρά, τον φιλοξένησε, του πρόσφερε από το λιγοστό και κακομαγειρεμένο φαγητό του, του έδειξε όλη του την καλοσύνη. Ο βασιλιάς δέχτηκε τη φιλοξενία, και του είπε λόγια ενθαρρυντικά για τη φτώχεια του, και πως ο Θεός ήταν μεγάλος και δεν θα άφηνε στη δυστυχία του τον φιλόξενο χωρικό.
Καιρό αργότερα ο βασιλιάς επισκέφτηκε πάλι εκείνη την καλύβα, αλλά με τη βασιλική του άμαξα αυτή τη φορά, ντυμένος με όλη του τη μεγαλοπρέπεια. «Εγώ είμαι», του είπε, «εκείνος ο περαστικός που κάποτε με φιλοξένησες. Τι θέλεις να σου κάνω για να σου ανταποδώσω εκείνη τη φιλοξενία». Κι ο φτωχός χωρικός απάντησε: «Βασιλιά μου, ήρθες και με βρήκες στη φτώχεια και στη μοναξιά μου, δέχτηκες τη φιλοξενία μου, έφαγες από το φτωχικό φαγητό μου, με παρηγόρησες με τα όμορφα λόγια σου. Στους άλλους μπορεί να πρόσφερες τα πλούσια δώρα σου. Σ’ εμένα πρόσφερες τον ίδιο τον εαυτό σου. Τι άλλο πιο μεγάλο δώρο να γυρέψω;»
Στους καιρούς τους δικούς μας κι όσο οι άνθρωποι προοδεύουν τεχνολογικά, πολιτισμικά, βγαίνουν από τις καλύβες τους και μένουν σε ουρανοξύστες, άρχισαν να ξεχνούν ποιος ήταν εκείνος που γεννήθηκε φτωχός σε μια φάτνη της Βηθλεέμ πριν πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια. Ποιος ήταν εκείνος ο βασιλιάς που ήρθε ταπεινός για να μας προσφέρει τον ίδιο του τον εαυτό. Που πέρασε απ’ ανάμεσά μας, που άπλωσε το χέρι του και μας θεράπευσε, που καθίσαμε στα πόδια του και μας δίδαξε, που φάγαμε από τα χέρια του ψάρια και ψωμί στην ερημιά, που ελευθέρωσε τους δαιμονισμένους μας από τη δύναμη του σατανά, που πλήρωσε όλων μας το χρέος των αμαρτιών για να ζήσουμε μια καινούργια ζωή. Ξεχάσαμε ποιος είναι ο Ιησούς που ήρθε στη γη για να μας σώσει από την αμαρτία και τον θάνατο. Έτσι, ευχόμαστε πια «καλές γιορτές» αντί να πούμε «Καλά Χριστούγεννα». Βγάλαμε τη φάτνη με τον Χριστό από το σπήλαιο της Βηθλεέμ και μας έμειναν τα έλατα, τα λαμπάκια και οι όμορφες μουσικές.
Είναι ανάγκη να ξαναθυμηθούμε τι σημαίνει η γιορτή των Χριστουγέννων. Τι θέλει να μας πει η γιορτή των Χριστουγέννων. Πολλοί λένε πως δεν είναι παρά μια ειδωλολατρική γιορτή των Ρωμαίων που τη μετατρέψαμε σε χριστιανική. Δεν έχουν άδικο. Πρέπει όμως παράλληλα να δούμε κι ότι το μήνυμα της γιορτής αυτής έρχεται ν’ αλλάξει τη ζωή μας. Θα γονατίσουμε μπροστά στον βασιλιά Χριστό; Θα του δώσουμε τον θησαυρό της καρδιάς μας; Τότε μόνο θα μπορούμε να γιορτάζουμε «Καλά Χριστούγεννα».
Η ιστοσελίδα μας τέτοια Χριστούγεννα αλλαγής εύχεται σε όλους τους αναγνώστες και τους φίλους της: Καλά Χριστούγεννα με το θείο Βρέφος βασιλιά στην καρδιά μας για μια ζωή που θα την ομορφαίνει το κεντρικό πρόσωπο των Χριστουγέννων, ο Κύριος Ιησούς Χριστός.