Γράφει ο ΄Ακης Δημητριάδης, Φιλόλογος
Κάθε χρόνο περιμένω με λαχτάρα τα παιδιά να μου πουν τα κάλαντα. Μου θυμίζουν τη δική μου παιδική ηλικία. Θυμάμαι τότε που ήμουν μικρός, πώς προετοιμαζόμουν, να μάθω όλα τα λόγια, να φτιάξω το τριγωνάκι. Όλη τη νύχτα δεν κοιμόμουν από την αγωνία και την προσμονή πότε θα φέξει για να ξεκινήσω.
Είχα καταστρώσει ένα λεπτομερές σχέδιο, σε ποιους θα πάω να τα πω. Πρώτα στους γνωστούς, και κατόπιν σε άγνωστους. Οι γνωστοί θα μου έδιναν σίγουρα, ιδίως ο θείος Νίκος που με αγαπούσε ιδιαίτερα. Από τους άγνωστους, ό,τι βγει καλοδεχούμενο.
Οι περισσότεροι μου έδιναν κάποιο κουλουράκι, χουρμάδες, χαρούπια, μανταρίνια, καρύδια, αλλά υπήρχαν και οι πιο ανοιχτοχέρηδες που έδιναν και χρήματα.
Μ’ αυτά τα χρήματα που μάζευα φασούλι το φασούλι, και με τα χρήματα που έβγαζα άλλες δύο φορές –από τα κάλαντα της παραμονής Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, αγόραζα το μοναδικό παιχνίδι που ονειρευόμουν ολόκληρη τη χρονιά – ένα κόκκινο αστραφτερό αυτοκινητάκι.
Στο σπίτι, βέβαια, είχαμε τα χειροποίητα κουλουράκια και ρυζόγαλο, αλλά σ’ εμένα άρεζαν πιο πολύ τα «αγοραστά» γλυκά που έφτιαχναν ο Παπαρώσος, ο Πόδας, ο Οικονομίκος και ο Νίτσης: κάτι τεράστιες μερίδες καρυδομπακλαβά, κανταΐφι, πρόβειο γιαούρτι με μυρωδάτο μέλι και λαχταριστή πουτίγκα με κανέλα, που τα σέρβιραν από μια μεγάλη τσανάκα.
Εκείνη την εποχή τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά είχε πάντοτε χιόνια. Από τον Οκτώβριο μέχρι το Φεβρουάριο όλα ήταν ντυμένα στα λευκά. Τα σπίτια ήταν μονοκατοικίες και φαίνονταν απέναντι ο κάτασπρος επιβλητικός όγκος τα Πιέρια και ο Όλυμπος. Στους παγωμένους δρόμους κάναμε τσουλήθρα κι από τις στέγες των σπιτιών κρέμονταν σταλακτίτες σαν πολυέλαιοι. Στους χιονισμένους μπαχτσέδες έρχονταν τα σπουργίτια, οι κοκκινολαίμηδες, τα κοτσύφια και οι μπεκάτσες να ψάξουν για τροφή.
Στο σχολείο η δασκάλα μας μάθαινε το τραγούδι «Χιόνια στο καμπαναριό», και όταν μετά τα Φώτα ξανάνοιγαν τα σχολεία, γράφαμε έκθεση με θέμα «Πώς πέρασα τις Γιορτές».
Χιόνια στο καμπαναριό, που Χριστούγεννα σημαίνει
Χιόνια στο καμπαναριό, ξύπνησε όλο το χωριό
Κι όλοι παν στην εκκλησιά, το Χριστό να προσκυνήσουν
κι όλοι παν στην εκκλησιά, λάμπει απόψε η Παναγιά
Στην ολόφωτη εκκλησιά, ώρα πια κι εμείς να πάμε
Στην ολόφωτη εκκλησιά, με καθάρια φορεσιά
Ντιν ντιν νταν
ντιν ντιν νταν
ντιν ντιν νταν, ντιν ντιν νταν ντιν νταν.
Φέτος, λοιπόν, ήλθαν πάλι τα παιδιά να μου πουν τα κάλαντα.
Αλλά δεν μου θύμισαν καθόλου την δική μου παιδική ηλικία.
- Πρώτα-πρώτα, άργησαν να έλθουν, μετά τις 9 η ώρα. Φαίνεται ότι κάθε μέρα αργούν να ξυπνήσουν κι ότι δεν έχουν και μεγάλη αγωνία να τα πουν. Αυτό μάλλον είναι φυσικό, διότι το καθένα έχει πάνω από 20 ακριβά παιγνίδια, ηλεκτρονικά, λάπτοπ και κινητό τηλέφωνο.
- Το δεύτερο που μου έκανε εντύπωση, ήταν ότι δεν ήξεραν καλά τα λόγια. Επίσης δεν τα είπαν τα λόγια ως το τέλος, αλλά έφαγαν τα μισά προς το τέλος.
- Δυο πιο οργανωμένοι, είχαν ένα κασετόφωνο που τα έλεγε αντί γι’ αυτούς! Αυτό ομολογώ ότι μου άρεσε, διότι η πρωτοβουλία και η τεχνολογία είναι καλό πράγμα στη σημερινή εποχή, άσχετα εάν εγώ δεν ξέρω καλά-καλά να χειρίζομαι το κινητό μου!
- Σε όσους επιχείρησα να δώσω μανταρίνια ή μελομακάρονα, κατέβασαν κάτι μούτρα, σαν να τους έδειρα…
- Σε όσους έδωσα μέχρι 1 ευρώ, μάλλον απογοητεύτηκαν.
Μόνον από 5 ευρώ και πάνω έμειναν ικανοποιημένοι.