Ποίημα για κάθε Εποχή: Πίστη, Κρίσεις και Εκκλησία

 της Γιούλικας Κ. Masry

  

Ποιος Είμαι; 

(του Dietrich Bonhoeffer) 

Ποιος είμαι; Συχνά μου λέν’ πως θα’πρεπε

Να βγω απ’ της φυλακής μου το κελί

Ήρεμα, σταθερά και ευδιάθετα

Σαν ευγενής που βγαίνει από τον πύργο του.

Ποιος είμαι; Συχνά μου λέν’ πως θα’πρεπε

Με τους φρουρούς μου να συνομιλώ

Ελεύθερα, αδερφικά, ξεκάθαρα

Λες και στην εξουσία μου είναι να τους διατάζω.

 

Ποιος είμαι; Και μου λέν’ ακόμα ότι θα’πρεπε

Της δυστυχίας μου τις μέρες να υπομένω

Αγέρωχα, ατάραχα και χαμογελαστά

Σαν κάποιος που’ναι μαθημένος να νικά.

 

Είμαι στ’ αλήθεια εγώ κείνο που οι άλλοι λέν’ για μένα;

Ή είμαι μόνο αυτό που ξέρω ότι είν’ ο εαυτός μου;

Ανήσυχος, βασανισμένος και αδύναμος, όπως  πουλί μες στο κλουβί,

Ασφυκτικά λες κι έχουν το λαιμό μου στραγγαλίσει χέρια,

Ποθώντας χρώματα, λουλούδια, κελαηδίσματα πουλιών,

Διψώντας για δυο λόγια τρυφερά, τη γειτονία ανθρώπου,

Τρέμοντας απ’ οργή μπροστά σε τυραννίες και ταπεινώσεις,

Κλυδωνιζόμενος από την προσδοκία πραγμάτων θαυμαστών,

ανίσχυρα ανησυχώντας για τους φίλους μου σε απόσταση απείρου

Αποσταμένος κι αδειανός στην προσευχή, τη σκέψη και την πράξη,

Μισολιπόθυμος κι έτοιμος ύστατο χαιρετισμό σ’ όλα να δώσω;

 

Ποιος είμαι; Τούτο ή εκείνο;

Είμαι ένας κάποιος σήμερα και αύριο κάποιος άλλος;

Ή μήπως και τα δυο συγχρόνως είμαι—υποκριτής στους άλλους μπρος

Και μπρος στον εαυτό μου ένας τιποτένιος και κατάπτυστος δειλός;

Ή να υπάρχει τάχα ακόμα μέσα μου κάτι απ’ τη νικημένη στρατιά

Που άτακτα υποχωρεί από μια ήδη κερδισμένη νίκη;

 

Ποιος είμαι; Με χλευάζουν τούτες οι μοναχικές μου σκέψεις…

Μα όποιος και να’μαι, Κύριε, Εσύ γνωρίζεις πως είμαι δικός Σου.

 

Μετάφραση: Γιούλικα Κ. Masry (4 Μαρτίου 2014)

 

 

 

*

Είτε είναι κανείς ποιητής είτε όχι (και ο Μπονχέφερ ισχυριζόταν πως δεν είναι), δεν υπάρχει τίποτε πιο προσωπικό, και γι’αυτό το λόγο πολύτιμο, από ένα ποίημα. Το ποίημα είναι μια κατάθεση ψυχής και το να το μοιράζεται κανείς με άλλους—έναν, λίγους ή πολλούς—είναι η μεγαλύτερη προσφορά θυσίας και η δυνατότερη έκφραση αγάπης και εμπιστοσύνης που μπορεί να δείξει άνθρωπος σε άνθρωπο. Αυτό λοιπόν το χριστιανικό υπαρξιακό ποίημα του Μπονχέφερ (ποιμένα, θεολόγου, συγγραφέα, κεντρικής προσωπικότητας της «ομολογούσης» γερμανικής εκκλησίας της ναζιστικής περιόδου που αντιτάχτηκε στο Χίτλερ αλλά και μάρτυρα της αντίστασης), το οποίο έγραψε μέσα στη φυλακή, ερχόμαστε εδώ να προσεγγίσουμε με προσευχή και περίσκεψη σε μια προσπάθεια να ερευνήσουμε τι σήμαινε για το συγγραφέα εκείνον τότε και τι έχει να πει σ’ εμάς σήμερα κάτω απ’ τις τόσο διαφορετικές συνθήκες ζωής μας σχετικά με τα θέματα της πίστης, των κρίσεων από τις οποίες περνά και της κοινωνίας των πιστών χριστιανών, δηλαδή της εκκλησίας.

Ο σύγχρονος κοσμικός άνθρωπος που κινείται μέσα στα πλαίσια της αδυναμίας της φιλοσοφίας του φιλελευθερισμού (ο Ρ. Π. Γούλφ την ονομάζει «πενία» και «πτώχευση») να προσφέρει στο άτομο μια ευρύτερη βάση προσδιορισμού του εαυτού του προκειμένου να επιτύχει ένα αυθεντικό είναι, μπορεί αρχικά να βρει ομοιότητες ανάμεσα στη δική του υπαρξιακή αγωνία και σ’ εκείνη του Μπονχέφερ. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν πραγματικότητες που αντιπαρατίθενται αυστηρά χωρίς καμιά απολύτως ελπίδα συμφιλίωσης: το εσωτερικό και το εξωτερικό, το ιδιωτικό και το δημόσιο, το πηγαίο και το επιβεβλημένο, η πρόθεση και η πράξη, ο αυτοπροσδιορισμός και η υπέρβαση. Η υπερτροφία των σύγχρονων ψυχολογικών προσεγγίσεων οι οποίες υπόσχονται να γεφυρώσουν το χάσμα προσφέροντας στο «θεραπευμένο άτομο» την ικανοποίηση να αναλύσει και κατανοήσει ορθολογιστικά—και συνεπώς να ελέγχει—τον εαυτό του με τη μέθοδο της εισαγωγής από το υποσυνείδητο των κρυμμένων «θησαυρών» της αναλυτικής σοφίας, λύνουν ίσως κάποια περιφερειακά ζητήματα της οντολογικής αγωνίας, αλλά δεν έχουν να προσφέρουν τίποτε στο «κεντρικό θέμα»: την αγωνία για την ύπαρξη αυτή καθαυτή, την αγωνία για το ποιο είναι το ανθρώπινο ον και ποιος ο προορισμός του.

Εδώ όμως σταματά αναγκαστικά ο παραλληλισμός γιατί ο Μπονχέφερ δεν είναι το θύμα των ελλείψεων μιας φιλοσοφίας άκρατου φιλελευθερισμού αλλά ο προσανατολισμένος στο Θεό πιστός χριστιανός που στο τέλος του ποιητικού του λόγου έρχεται να διακηρύξει πως, αν και τον τυραννάει η διττότητα, την οποία δεν μπορεί με τη διάνοιά του να κατανοήσει, τελικά παίρνει τη θέση, ελεύθερα και θεληματικά, να φέρει το δίλημμά του ενώπιον του Θεού και να το εναποθέσει  με εμπιστοσύνη στο θρόνο του ελέους Του. «Μα όποιος και να’μαι, Κύριε, Εσύ γνωρίζεις πως είμαι δικός Σου». Αυτή όμως την υπέρβαση δεν την κάνει με σκοπό να υποτάξει το ανθρώπινο σε μια θρησκευτική (ακόμα και χριστιανική!) κηδεμονία. Κι αυτό επειδή δεν τίθεται καν θέμα κατεξουσίασης και υποταγής όταν η σχέση ανάμεσα στο Θεό και το λυτρωμένο άνθρωπο είναι τόσο στενή ώστε ο τελευταίος να Τον νιώθει δικό του, συγγενή του, κάτι που είναι ακόμα δυνατότερο απ’ το τρυφερό «γείτονα Εσύ Θεέ» στην ποίηση του Ρίλκε. Εξάλλου κάτι τέτοιο είναι συγχρόνως και απόλυτα βιβλικό, δεδομένου ότι τόσο ο Πατέρας Θεός μιλώντας για τον Αβραάμ όσο και ο Σωτήρας Υιός για τους δικούς Του χρησιμοποιούν τη λέξη «φίλος» (Ησ. 41/8, Ιακ. 2/23 & Ιωάν. 15/15).

Φυσικά, δεν αποκλείεται στο ζενίθ της υπαρξιακής του αγωνίας και ο κοσμικός άνθρωπος να κάνει κάποια υπέρβαση προς το Θεό ως το αόρατο και ανεξερεύνητο υπερσχήμα μεγίστου εύρους που καλύπτει κάθε τυχόν έλλειψη του κατά τα άλλα τέλειου ανθρώπινου ορθολογισμού και άκρατου ατομικισμού. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ωστόσο, δεν θ’ ακούσει ποτέ κανείς να γίνεται αυτή η αναφορά στα πλαίσια μιας στενής προσωπικής σχέσης του τύπου «μερίς μου είναι ο Θεός» (Ψαλ. 73/26, Θρήνοι 3/24) ή της εκ των Άνω γέννησης διά Πνεύματος Αγίου, όπως την εξηγεί ο Χριστός στο Νικόδημο (Ιωάν. 3/3 επ.). Διότι ο Θεός της Αγίας Γραφής δεν είναι απλά ένα εκ των υστέρων addendum, ένας από μηχανής Θεός, που τον επικαλούμαστε όταν έχουμε φτάσει στο τέρμα των αυτοδύναμων ατομικών προσπαθειών και ενεργειών μας, αλλά ο Θεός που συνιστά το κέντρο της ζωής—της κάθε ζωής—, τον πυρήνα του τομέα «καρδιά». Κι αυτό επειδή ο Θεός αυτός είναι ο αγαπών Θεός, ο Δημιουργός αλλά και Ποιητής μιας εκ βάθρων αναδημιουργίας που συντελείται όταν ο άνθρωπος μετά την Πτώση γνωρίσει τόσο την αμαρτωλότητά του όσο και τη μεγάλη του διάσωση, τη «Μεγάλη Σωτηρία» του μέσ’ απ’ την αντικατάσταση στη δική του θέση του Μεσσία, του Σωτήρα Χριστού. Εκείνος θυσιάζεται γι’ αυτόν προκειμένου να γεφυρωθεί το τραγικό χάσμα, να  αποκατασταθεί ο άνθρωπος και να επιτευχθεί η πολυπόθητη συμφιλίωση που έχει ως καρπό την πληρότητα απ’ όπου φυσικά ρέει και το αντίδοτο στην υπαρξιακή αγωνία: η βαθιά ειρήνη η οποία είναι πέρα από τη διανόηση και «υπερέχει πάντα νουν» (Φιλιπ. 4/7). Και αυτό δωρεάν. Μόνο μια τέτοια θεώρηση του Θεού και του Χριστού Του, καθώς και η αποδοχή της δωρεάς της Θαυμαστής Του Χάρης από τον άνθρωπο, είναι ικανή να δημιουργήσει το στενό εκείνο δεσμό μεταξύ ανθρώπου και Θεού που κάνει έναν πιστό σαν το Μπονχέφερ να πει, «όποιος και να’μαι, Κύριε, Εσύ γνωρίζεις πως είμαι δικός Σου».

Αφού όμως ο πιστός Μπονχέφερ γνωρίζει ήδη ότι όχι μόνο είναι πλασμένος κατά την εικόνα και ομοίωση του Θεού, αλλά ότι και μετά την Πτώση εξακολουθεί να είναι παιδί του Θεού αφού έχει εκ νέου «υιοθετηθεί» στη Βασιλεία των Ουρανών διά του Χριστού (Ιωάν. 1/12), πώς εξηγείται η τόσο έντονη υπαρξιακή του ανησυχία; Στο σημείο αυτό είναι προφανές ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συνθήκες της ζωής του κατά το χρόνο της συγγραφής του ποιήματος: Είναι φυλακισμένος από το ναζιστικό καθεστώς και, όπως ξέρουμε, στη συνέχεια θα εκτελεστεί στο Φλόσενμπεργκ στις 9 Απριλίου του 1945 για το ρόλο του στην αντίσταση κατά του Χίτλερ.  Αυτές οι τραγικές συνθήκες δεν θα πρέπει ν’ αφήνουν καμιά αμφιβολία για το ποιο είναι το κύριο διαφοροποιητικό στοιχείο. Εκτός όμως από τις αυτονόητες στερήσεις που αναγκαστικά συνεπάγεται η φυλακή, τι είναι εκείνο το βασικό που λείπει στο Μπονχέφερ—και του λείπει τόσο τραγικά ώστε να μας λέει ότι είναι στο χείλος του γκρεμού της αυτοκαταστροφής του («μισολιπόθυμος και έτοιμος ύστατο χαιρετισμό να δώσω»);

Η σημαντικότερη έλλειψη του Μπονχέφερ στη φυλακή, η φραστική απόδοση της οποίας στο ποίημα αγγίζει τις ευαισθησίες μας μ’ ένα συγκλονιστικό τρόπο, είναι η έλλειψη της «γειτονίας ανθρώπου». Μπορεί ίσως κάποιος αρχικά να προβληματιστεί μ’ αυτό αφού είναι κοινώς γνωστό ότι κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στη φυλακή ο Μπονχέφερ είχε στενή επαφή με τους συγκρατουμένους του—κάποτε δε ακόμα και με τους φύλακες, οι οποίοι προσφέρονταν να προωθήσουν προς τα έξω τα κείμενά του ή να τον οδηγήσουν κρυφά στα κελιά απελπισμένων κρατουμένων για να τους συμπαρασταθεί. Πολλές είναι οι μαρτυρίες για τη φιλία και παρηγοριά που πρόσφερε ο Μπονχέφερ απλόχερα στους συγκρατουμένους του, τη βοήθειά του σε πρακτικά θέματα, καθώς και τη δυνατή μαρτυρία του για τη σωτηρία της ψυχής μέσ’ απ’ το Χριστό, σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο του Θεού, σε όσους ενδιαφέρονταν ν’ ακούσουν. Ένας Άγγλος συγκρατούμενος, ο Captain Payne Best, που είχε προσωπική εμπειρία αυτών των ιδιοτήτων και διαπροσωπικών δραστηριοτήτων του Μπονχέφερ στη φυλακή έγραψε χαρακτηριστικά:

 

Ο Μπονχόφφερ έμοιαζε να εκπέμπει μονίμως μια χαρά και ευτυχία, ακόμα και για το παραμικρό, και μια βαθιά ευγνωμοσύνη απλά και μόνο επειδή ήταν ζωντανός… Ήταν ένα απ’ τα λίγα άτομα που έχω ποτέ συναντήσει για τον οποίο ο Θεός ήταν αληθινός και πάντα κοντινός…Την Κυριακή στις 8 Απριλίου του 1945, ο ποιμένας Μπονχόφφερ έκανε μια μικρή λειτουργία και μίλησε με λόγια που μπήκαν στις καρδιές όλων μας. Βρήκε εκείνα ακριβώς τα λόγια που ήταν κατάλληλα να εκφράσουν τον απώτερο σκοπό της φυλάκισής μας και τις σκέψεις και αποφάσεις στις οποίες αυτή μας είχε οδηγήσει. Μόλις και μετά βίας είχε τελειώσει την τελευταία του προσευχή όταν η πόρτα άνοιξε και δύο άντρες με πολιτικά μπήκαν μέσα και είπαν: «Κρατούμενε Μπονχόφφερ, ακολούθησέ μας». Αυτό σήμαινε ένα μόνο πράγμα για όλους τους κρατουμένους: Την αγχόνη. Τον αποχαιρετήσαμε. Με πήρε κατά μέρος και μου είπε: «Αυτό είναι το τέλος, αλλά για μένα είναι η αρχή της ζωής». Την επομένη τον κρέμασαν στο Φλόσενμπεργκ.

 

Για ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα τι είναι εκείνο των εκ των ων ουκ άνευ που λείπει στο Mπονχέφερ, προφανώς δεν αρκεί το κείμενο του συγκεκριμένου ποιήματος αλλά πρέπει να ανατρέξουμε στην όλη θεολογία και το σχετικό συγγραφικό έργο του, καθώς και στην πρακτική χριστιανική ζωή του, ιδίως όπως την πειραματίστηκε στο κοινόβιο του Φίνκενβάλντε. Η έλλειψη της «γειτονίας ανθρώπου» που τόσο τον τυραννάει μέσα στη φυλακή δεν είναι άλλη από την έλλειψη της κοινότητας των πιστών, της εκκλησίας. Όχι βέβαια της εκκλησίας με την έννοια ενός θρησκευτικού θεσμού στον οποίο οι συγκλίνουσες θρησκευτικές ευσέβειες οδηγούν τον άνθρωπο, αλλά που μέσα τους εκείνος εξακολουθεί να υπάρχει και να δρα όπως ακριβώς και σε όλες τις άλλες ανθρώπινες κοινότητες, δηλαδή διατηρώντας όλα τα χαρακτηριστικά της αυτοδύναμης σαρκικής του ύπαρξης και απλά «υπερθέτοντας» το Θεό, αλλά της εκκλησίας με τη βιβλική της έννοια ως «νύμφη Χριστού» (Εφεσ. 5/25), ως «σώμα Χριστού» (Α Κορ. 12/27), δηλαδή σώμα του οποίου ο Χριστός αποτελεί οργανικά την κεφαλή ενώ τα μέλη συνδέονται μεταξύ τους όχι απευθείας το ένα με το άλλο αλλά επειδή έχουν όλα τα ίδια διαπιστευτήρια: στα πόδια του Σταυρού έχουν θυσιάσει το εγώ τους, έχουν μετανοήσει και έχουν λάβει την ίδια Χάρη και απελευθέρωση αφού έχουν αναγεννηθεί Άνωθεν. Αυτό που τους συνέχει και τους καθιστά «μέλη αλλήλων» (Ρωμ. 12/5) είναι η Χάρη του Θεού μέσ’ από τον κοινό Σωτήρα τους Χριστό και το είδος της καταξίωσης που έχει ο καθένας απλά και μόνο ως φορέας της ίδιας δικαίωσης—τόσο της δικής του όσο και του άλλου—η οποία έρχεται «εκ των έξω» (extra nos) μέσ’ απ’ το Μεσσία.

Κάτω απ’ αυτή την ομπρέλα του Θεού μέσ’ απ’ το Χριστό Του λοιπόν πορεύονται οι χριστιανικές κοινότητες, οι εκκλησίες, συλλογικά και συνεργικά γιατί, όπως έγραψε ο Μπονχέφερ στο κεφάλαιο του έργου του «Η Κοινή Ζωή» με τίτλο H Κοινωνία των Πιστών Χριστιανών, τα μέλη της βλέπουν το ένα το άλλο μόνο ως πρέσβεις του Θεού και του Χριστού Του, ως φορείς του μηνύματος της σωτηρίας και της νέας πνευματικής δημιουργίας του ανθρώπου και όχι ως αυτάρκεις και αυτοκυβέρνητες ατομικότητες που αναγκαστικά θα διακατέχονταν από την ανάγκη της υπεροχής και κατεξουσίασης του ενός από τον άλλο (διότι η αμαρτία δεν απομάκρυνε μόνο τον άνθρωπο από το Θεό αλλά και τον άνθρωπο από τον άνθρωπο). Γι’ αυτού του είδους την κοινότητα των πιστών λέει ο Λόγος του Θεού ότι είναι αγαθή και ωραία. «Ιδού τι καλόν και τι τερπνόν να συγκατοικώσιν εν ομονοία αδελφοί» (Ψαλ. 133/1). Και αυτή ακριβώς είναι η «γειτονία ανθρώπου» που λείπει δραματικά και τυραννικά από το φυλακισμένο Μπονχέφερ. Συνεπώς, η ανάγκη αυτού του χριστιανού υπαρξιακού ποιητή είναι πνευματική και όχι απλά ψυχολογική.

Ήταν μόλις 21 χρονών ο Μπονχέφερ όταν έγραφε στη δογματική πραγματεία του Η Κοινωνία των Πιστών Χριστιανών (Sanctorum Communio), που ήταν και η διδακτορική διατριβή του, ότι  ο χριστιανός έχει ανάγκη τον άλλο χριστιανό, ιδιαίτερα την ώρα της αδυναμίας του, για να του πει το Λόγο του Θεού, επειδή ο Θεός έβαλε το Λόγο Του στα χείλη των δικών Του ώστε να μπορεί να περνάει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Χρειάζεται δηλαδή τον άλλο πιστό, να του «κηρύξει» (με την έννοια να του μεταδώσει) το Θείο Λόγο. Ξανά και ξανά, ιδίως όταν νιώθει αποθαρρυμένος, γιατί δεν μπορεί ο ίδιος από μόνος του να βοηθήσει τον εαυτό του χωρίς να διαψεύδει τη βασική αλήθεια της τάξης του Θεού για τη χρεοκοπία του ανθρώπου. Έρχεται στιγμή που στη δική του καρδιά ο Χριστός είναι ασθενέστερος απ’ ό,τι είναι στην καρδιά του συνανθρώπου του. Έρχεται στιγμή που η δική του καρδιά παραπαίει ενώ του πιστού αδελφού του είναι στερεωμένη στο Χριστό. Έτσι στην κάθε κοινωνία των πραγματικά πιστών χριστιανών, γράφει ο Μπονχέφερ, οι άνθρωποι «επιποθούν ο ένας τον άλλο ως φορείς του μηνύματος της σωτηρίας. Είναι υπ’ αυτή την ιδιότητα που ο Θεός τούς επιτρέπει να ζουν συντροφικά και τους χαρίζει τη χριστιανική κοινωνία της εκκλησίας».

Αυτά που ο Μπονχέφερ γράφει στα είκοσι ένα του χρόνια θεωρητικά θα έρθουν να πάρουν διαστάσεις τεράστιας πρακτικής σημασίας όταν ο ίδιος βρίσκεται στερημένος της δυνατότητας να ζει σε μια χριστιανική κοινότητα και ξέρει πως κατά πάσα πιθανότητα τον περιμένει ο θάνατος. Όταν ο Ιησούς είπε στο Σίμωνα Πέτρο ότι ο εχθρός της ψυχής θα ζητήσει να τον κοσκινίσει όπως το σιτάρι, αλλά πως Εκείνος προσευχήθηκε γι’ αυτόν ώστε να μην εκλείψει η πίστη του (Λουκ. 22/31), κυριολεκτούσε ως προς την ένταση που η κρίση της πίστης έχει για τον άνθρωπο, κάτι που εξάλλου φαίνεται και από την Παλαιά Διαθήκη, για παράδειγμα στην περίπτωση της αγωνίας που δοκιμάζει ο Ιώβ, υπό ανάλογες συνθήκες. Το «ασφυκτικά λες κι έχουν το λαιμό μου στραγγαλίσει χέρια» του Μπονχέφερ καθρεφτίζει το «…δεν με αφήνει να αναπνεύσω…» του Ιώβ (9/18) και η οργή του Μπονχέφερ «μπροστά σε τυραννίες και ταπεινώσεις» ακούγεται σαν μακρινός αντίλαλος του παράπονου του Ιώβ ότι έγινε «λύχνος καταπεφρονημένος» και «χλεύη εις τον πλησίον» του (12/4-5).

Η όλη τραγωδία της κρίσης της πίστης του χριστιανού, όπως την περιγράφει στο ποίημά του ο Μπονχέφερ, κλείνει ωστόσο μέσα της και το πρώτο βήμα της επίλυσης του αδιέξοδου και της πορείας προς μία αποκατάσταση, ακόμα και πριν φτάσουμε στον τελευταίο στίχο όπου το «όποιος και να’μαι, Κύριε, Εσύ γνωρίζεις πως είμαι δικός Σου» παραλληλίζεται απόλυτα με την υπερβατική θέση του Ιώβ «και αν με θανατόνη, εγώ θέλω ελπίζει εις αυτόν» (13/15) ή το ακόμα δυνατότερο «διότι εξεύρω ότι ζη ο Λυτρωτής μου, και θέλει εγερθή εν τοις εσχάτοις καιροίς επί της γης∙ και αφού μετά το δέρμα μου το σώμα τούτο φθαρή, πάλιν με την σάρκα μου θέλω ιδεί τον Θεόν» (19/25-26). Το πρώτο βήμα που κάνει ο Μπονχέφερ συνίσταται απλά και μόνο στο γεγονός ότι εκφράζει και εξωτερικεύει αυτή του την απελπισία αντί να την αποθηκεύει καταπιεστικά μέσα του με κίνδυνο να εξιδανικεύσει την εσωτερικότητά του—ενδεχομένως και να την ειδωλοποιήσει—όπως ίσως θα έκανε ένας αναχωρητής είτε χριστιανικών είτε μη χριστιανικών αποχρώσεων.

Γιατί παρόλο που είναι πέρα για πέρα αληθινό ότι μόνο ως μεμονωμένο άτομο μπορεί ο άνθρωπος ν’ ακούσει το κάλεσμα του Θεού και του Χριστού Του, είναι εξίσου αληθινό ότι μόνο μέσ’ απ’ τη συλλογικότητα της χριστιανικής κοινότητας, της εκκλησίας, μπορεί να ολοκληρωθεί ως αυθεντική ατομική ύπαρξη λόγω της αλληλεγγύης που προσφέρει αυτή η κοινότητα μέσ’ απ’ το Χριστό ο Οποίος είναι η κεφαλή της. Η κραυγή απελπισίας του Μπονχέφερ δεν είναι το προϊόν μιας αυτολύπησης, μιας κραυγής στο κενό που το μόνο το οποίο προσμένει είναι ο ναρκισσιστικός της αντίλαλος. Αντίθετα, είναι μια απελπισμένη πρόσκληση προς το αόρατο ακροατήριο μιας (κατ’ ανάγκη) απούσας από τη ζωή του εκκλησίας με το σκοπό να ζητήσει από την κοινότητα αυτή να τον στηρίξει στην πίστη του προκειμένου να ξαναβρεί το πραγματικό κέντρο βάρους του: το κέντρο του Θεου εν τω Χριστώ που υπάρχει μέσα του την ώρα ακριβώς που εκείνος νιώθει αδειανός και αδύναμος ακόμα και για προσευχή. Άτομο και κοινότητα πιστών δεν είναι ποτέ δύο ξεχωριστές πραγματικότητες για το Μπονχέφερ, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η σχέση των μελών της κοινωνίας των πιστών με τον πιστό δεν θα γίνεται παρά μόνο διά μέσου του Χριστού, δεδομένου ότι αν επιχειρούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο οι άνθρωποι από μόνοι τους, το ίδιο τους το «εγώ» θα τους έφραζε το δρόμο.

Πολλά τα σενάρια και στη δική μας εποχή της έλλειψης μιας τέτοιας «φιλαδέλφειας» στην οποία ο Παύλος μάς καλεί να περισσεύουμε κατ’εξοχήν (Α Θεσ. 4/9-10). Και για να κάνουμε τη μετάβαση από την κυριολεκτική φυλακή στην οποία βρίσκεται ο Μπονχέφερ στη «μεταφορική φυλακή» στην οποία μπορεί να βρίσκονται πιστοί στην εποχή μας, ακόμα και εντός σχήματος καταξιωμένων εκκλησιών αυθεντικού χριστιανισμού, αξίζει ίσως να σκιτσάρουμε μερικά απ’ αυτά τα σενάρια. Η στήριξη των πιστών από την κοινωνία των πιστών, την εκκλησία, παρόλο που μπορεί να γίνεται με τα ίδια φραστικά εργαλεία του ευαγγελίου της σωτηρίας, ενδέχεται να προφέρεται χωρίς ίχνος Χάρης. Αν για οποιουσδήποτε λόγους σε μια εκκλησία η χριστιανική πίστη έχει απομακρυνθεί από τη ζωντανή προσωπική σχέση με το Θεό και τον Υιό, το ευαγγέλιο βαραίνει σαν υπερσχήμα στους ώμους των ανθρώπων οι οποίοι κατά συνέπεια μόνο με αυτή τη μορφή είναι ικανοί να το αναμεταδώσουν. Αν μάλιστα προσθέσει κανείς και το φόβο που δημιουργεί στην ανθρώπινη ψυχή η απειλή να «ξεφύγει» κάτι από την ομπρέλα του υπερσχήματος (αφού δεν είναι οργανικά δεμένο με την κοινότητα αλλά απλά υπερίπταται), μπορεί εύκολα να κατανοήσει γιατί τα εκτοξευόμενα βοηθητικά εδάφια από το Λόγο του Θεού μπορεί να «λιθοβολούν» μάλλον παρά να συμβάλλουν στην αποκατάσταση του «ακρογωνιαίου λίθου» του Χριστού στο κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ένα από τα χαρακτηριστικά τέτοιου είδους βοηθητικών και παραινετικών ευαγγελιστικών λόγων είναι ότι εξαπολύονται με μηχανισμούς τόσο έντονου αυτοματισμού που δεν λαμβάνουν υπόψη την καταλληλότητα χώρου/χρόνου, στερούνται δηλαδή και πάλι της Χάρης που ενοικεί στο πνεύμα της διάκρισης (Φιλιπ. 1/10.).

Ένα άλλο σενάριο της πλήρους ακαταλληλότητάς τους να συμβάλουν στην ουσιαστική στήριξη του πιστού είναι να προχωρούν στην προσφορά συμβουλευτικής/στηρικτικής ευαγγελικής αρωγής πριν ακόμα συναισθανθούν την τραγικότητα της εκάστοτε αντικειμενικής κρίσης στην οποία μπορεί να βρίσκεται ο συγκεκριμένος πιστός, θυμίζοντας έτσι τους «ανωφελείς ιατρούς» τους οποίους ο Ιώβ ορθώς και ευθαρσώς διατάζει να σωπάσουν (13/4) προκειμένου ο ίδιος, στη συνέχεια, να πάρει την ίδια ακριβώς θέση με το Μπονχέφερ: να αποθέσει στα πόδια του ελέους του Θεού την κρίση του γιατί μόνο Εκείνος γνωρίζει και καταλαβαίνει την ψυχή του την ώρα που ο ίδιος αδυνατεί να το κάνει και η κοινότητά του είναι ουσιαστικά ή μεταφορικά ανύπαρκτη. «Τώρα ο οφθαλμός μου σε βλέπει» (42/5), θα πει στο Θεό ο Ιώβ της Παλαιάς Διαθήκης, και ο Μπονχέφερ του χριστιανισμού του Ιησού Χριστού θα πει το ακόμα κοντινότερο «Κύριε, είμαι δικός Σου».

Φυσικά, σ’ αυτό συμβάλλει και η απομάκρυνση του ίδιου του χριστιανού ο οποίος βρίσκεται σε κρίση πίστης (ή και πτώση) από τη ζωντανή σχέση του με το Θεό μέσ’ απ’ το Χριστό Του, διότι αυτό κάνει και τον ίδιο να λειτουργεί ως αυτόνομη προσωπικότητα, κάτι που συντηρείται μόνο με την επιθυμία της υπερίσχυσης του «εγώ» του, ενώ στη ζωή του ο Θεός έχει υποβαθμιστεί σε ένα απλό υπερσχήμα. Εννοείται ότι στην περίπτωση αυτή τα «εγώ» στερούνται αυθεντικότητας εκατέρωθεν, οπότε επέρχεται σύγκρουση μάλλον παρά ιαματική, στηρικτική και ανοικοδομητική αλληλεπίδραση αφού στην ουσία δεν διαφέρουν σχεδόν καθόλου από την κοσμική αντιπαλότητα που είναι ο καρπός της αμαρτίας, τότε και τώρα. Αυτό μπορεί ίσως να γίνει ευκολότερα αντιληπτό—και αποδεκτό—αν αναπολήσουμε ένα σκηνικό στη θάλασσα: κύματα να χτυπούν άγρια και δυνατά πάνω σ’έναν αντιβραχίονα. Η δύναμη των κυμάτων είναι εξαιρετικά μεγάλη. Αλλά και η δύναμη της αντίστασης του τσιμεντένιου αντιβραχίονα εξίσου μεγάλη. «Αδελφός διχοστατήσας υποτάσσεται δυσκολώτερα παρά οχυρά πόλις», λέει το ίδιο πράγμα με άλλη παρομοίωση ο Λόγος του Θεού (Παρ. 18/19). Και ο νικητής; Όπως και στην περίπτωση της σθεναρής αντίστασης του Ιακώβ/Ισραήλ στην πάλη του με τον άγγελο του Κυρίου (Γέν. 32/24 επ.), ο πραγματικός νικητής, ο από πνευματικής πλευράς νικητής, δεν είναι άλλος από το «νικημένο νικητή». Γιατί στον πνευματικό τομέα η νίκη δεν κρίνεται από την αντιπαράθεση δύο «εγώ» επειδή έχει ήδη κερδηθεί επάνω στο Σταυρό, όπως αναφέρει στο ποίημά του και ο ίδιος ο Μπονχέφερ προς το τέλος του βασανιστικού μονολόγου του.

Στο σημείο αυτό αξίζει να διευκρινίσουμε ότι, όσο μεγάλη και να είναι η ομοιότητα του σενάριου της τιτάνιας σύγκρουσης δύο απομακρυσμένων από τη Χάρη ατομικών χριστιανικών «εγώ» με την πάλη των ίδιων μέσα στον κόσμο, δεν είναι ποτέ εντελώς όμοια. Και αυτό γιατί ο πιστός χριστιανός που έχει κάποτε γευτεί τη συντριβή της καρδιάς του στα πόδια του Σταυρού και την αγαθότητα του ελέους του Θεού να τον χαριτώσει με μια εκ βάθρων αναδημιουργία και πνευματική αναγέννηση (εάν όντως αυτά έχουν έτσι συμβεί στη γη αλλά και μπροστά στον αόρατο πνευματικό κόσμο), δεν θα νιώθει ποτέ άνετα υπηρετώντας με τη συμπεριφορά του άλλα σχήματα ύπαρξης που ανήκουν στην παλιά του φύση. Έτσι, ενώ ο κοσμικός νικητής θα θριαμβεύει όταν υπερισχύσει, ο πνευματικός «νικητής» θα θρηνεί. Θα άγχεται. Θα δυσθυμεί. Θα νιώθει κάματο δουλεύοντας σε κυρίους τους οποίους είχε προηγουμένως απορρίψει. Θα υποφέρει από την έλλειψη αυθεντικής σχέσης με το Θεό, τόσο που θα πνίγεται. Θα νιώθει εγκλωβισμένος, στραγγαλισμένος. Θα ποθεί έντονα να γευτεί ξανά τη χαρά του Κυρίου που τόσο βασανιστικά του λείπει. Μάταια θα μπαίνουν απ’ την πίσω πόρτα του μυαλού του σκέψεις που θα τον «δικαιώνουν», ότι δηλαδή είναι οι άλλοι που τον εξωθούν, οι άλλοι που δεν έχουν τη φιλαδέλφεια την ώρα που εκείνος τόσο τη χρειάζεται, οι άλλοι που είναι «απόντες» από τη ζωή του ως μέλη της χριστιανικής κοινότητάς στην οποία ανήκει.

Στο ζενίθ του αδιέξοδου η κρίση της πίστης (με την έννοια της εξασθένησης της στενής προσωπικής εξάρτησης από το Θεό του ενός ή των πολλών μέσα σε μια κοινωνία πιστών) μπορεί να δημιουργήσει σενάρια αμηχανίας τόσο έντονα που να οδηγήσουν σε αποξένωση, μερική ή ολική, ακόμα δε και πλήρη αποστασιοποίηση και αποχωρισμό πιστού από πιστό ή και ομάδας πιστών από τα λοιπά μέλη της χριστιανικής κοινότητας. Κάτι τέτοιο όμως ούτε ως παυσίπονο δεν θα μπορούσε ν’ ανακουφίσει την έντονη υπαρξιακή ανησυχία που η άπαξ γεύση της Χάρης του Θεού μέσ’ από το Χριστό έχει χαρίσει στον αναγεννημένο άνθρωπο. Αντίθετα—και αυτό ελεητικά—το άλγος της απουσίας της προσωπικής εξάρτησης του κάθε πιστού ανθρώπου από το Θεό ολοένα θα μεγαλώνει ακόμα κι αν «μετατεθεί» σε άλλη αρένα—εντός της αρχικής κοινότητας των πιστών, ως υποκοινότητα, ή και εκτός αυτής ως νέα κοινότητα.

Στο θεολογικό του έργο ο Μπονχέφερ, μολονότι θέτει την υπευθυνότητα στα χέρια όλων των μελών της χριστιανικής κοινότητας, να θεωρεί δηλαδή ο καθένας τον άλλο όχι με το κριτήριο ποιος είναι (εξωτερικά ή ακόμα και εσωτερικά) αλλά με το τι έκανε για κείνον ο Χριστός—τι έκανε για τον καθέναν ο Χριστός—, δεν πετάει στα σύννεφα ούτε παρασύρεται από κάποιο δικό του προσωπικό όραμα για μια τέλεια κοινωνία πιστών. Κάτι τέτοιο θα ήταν μία εκ των υστέρων προσθήκη την οποία θα έβαζαν χέρια ανθρώπινα στην έννοια του σώματος του Χριστού, όπως όρισε Εκείνος τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ισχύει αυτή η συντροφικότητα, τώρα και στην αιωνιότητα, δηλαδή με βάση την εκ των Άνω αναγέννηση του καθενός ο οποίος θα περάσει απ’ την πύλη της μετάνοιας και θ’ αφήσει εκεί την παλιά του φύση, ενώ στη συνέχεια θα ντυθεί το ένδυμα της νέας του ταυτότητας που θα τον προσδιορίζει απλά και αποκλειστικά ως εκείνον για τον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός. Όμως, όπως η πρακτική στο σεμινάριο του Φίνκενβάλντε τον δίδαξε, δεν αποκλείεται να είναι χρήσιμο να μπουν σε εφαρμογή και κάποιες—φυσικά ευέλικτες—διαδικασίες στη χριστιανική κοινότητα της εκκλησίας οι οποίες να ενισχύουν, στηρίζουν και αποκαθιστούν την αυθεντικότητα της χριστιανικότητας όπου και όποτε χρειάζεται. Στο σεμινάριο των 25 ποιμένων στο Φίνκενβάλντε, για παράδειγμα, είχε καθιερωθεί ο αμοιβαίος απολογισμός, όχι μόνο «πεπραγμένων» αλλά και «διαλογισθέντων» με σκοπό πάντοτε τον καθαρισμό των κινήτρων από εγωιστικές τάσεις απ’ όπου πηγάζουν οι εκτός Χάρης συμπεριφορές. Μάλιστα η ομάδα του απολογισμού δεν αποτελείτο από το σύνολο των μελών αλλά ο καθένας μπορούσε να επιλέξει μερικούς στην παρουσία των οποίων θα δεχόταν να ελεγχθεί.

Δεν αποτελούν αντικείμενο αυτής της μελέτης οι τυχόν συγκεκριμένες εισηγήσεις που θα μπορούσαν να γίνουν σχετικώς κι αυτό γιατί πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός μήπως κάτι τέτοιο οδηγήσει στην εγκατάσταση «δομών» οι οποίες θα έβλαπταν την αμεσότητα της σχέσης του ατόμου με το Θεό ενώπιον του οποίου μόνο ως άτομο έρχεται κανείς και κάνει τον απολογισμό του. Ίσως όμως δεν θα έβλαπτε να αναρωτηθούμε αν τυχόν μπορούσαν να γίνουν κάποιες αλλαγές: ο κηρυγματικός λόγος να έπαιρνε κάποιο συγκεκριμένο καινούργιο προσανατολισμό (π.χ. να επεκτεινόταν πέρα από τη διδασκαλια του «ο Θεός κι εγώ» στο «ο Θεός και οι αδελφοί μου»)∙ να γίνονταν κάποιες ανακατατάξεις στο ρόλο και τη λειτουργία των πρεσβυτερίων∙ να δοκιμάζονταν μηχανισμοί αμοιβαίου απολογισμού εντός του πρεσβυτερίου∙ να γινόταν δυνατό να θίγονται θέματα συμπεριφορών και εκτός πρεσβυτερίου, π.χ. στα πλαίσια μιας άτυπης βιβλικής μελέτης ή στα πλαίσια λειτουργίας άλλων μικρών ομάδων ή με την ευκαιρία κοινών συναντήσεων μεγαλυτέρων ομάδων. Η προσευχή πρώτιστα αλλά και το πνεύμα της διάκρισης, που αναντίρρητα θα λάμβανε σοβαρά υπόψη και το συγκεκριμένο πολιτιστικό περιβάλλον, θα ήταν εκείνα που θα είχαν το λόγο στην επιλογή της καταλληλότερης οδού. Το θέμα όμως είναι πάντοτε ένα: σε κάθε περίπτωση να ενισχύεται η συνειδητοποίηση για το ποιος είναι ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός της κοινωνίας των πιστών χριστιανών (η παλιά φύση του εγωισμού και της αυτοκυβέρνησης) και ποια η θέση του Χριστού για το «σώμα» Του, στη γη και στην αιωνιότητα: να συνυπάρχει ως κοινότητα με βάση το ότι το κάθε μέλος έχει δικαιωθεί μόνο μέσω του Χριστού και σε καμία περίπτωση μέσ’ απ’ τις δικές του δυνάμεις ώστε να επαίρεται.

Γιατί αυτή είναι η ρήση της Αλήθειας του Θεού μέσ’ από το Χριστό Του: «Αληθώς, αληθώς σοι λέγω, εάν τις δεν γεννηθεί άνωθεν, δεν δύναται να ίδη την βασιλείαν του Θεού» (Ιωάν. 3/3). Και αυτή είναι η προϋπόθεση για να μπορούμε να επιποθήσουμε, μαζί με το Μπονχέφερ, τη sanctorum communio, την αυθεντική συμμετοχή μας στην κοινωνία των πιστών χριστιανών της οποίας ο Κύριος είναι ο Χριστός—είτε ανήκουμε στην παράταξη των εκάστοτε «δυσαρεστούντων» είτε των «δυσαρεστουμένων». Γιατί στον Κύριο ανήκουμε όλοι οι πιστοί χριστιανοί. Ας πούμε λοιπόν κι εμείς μαζί με το Μπονχέφερ «Συ, Κύριε, γνωρίζεις ότι είμαστε δικοί Σου» και ας συμπληρώσουμε αυτή την ομολογία με τα λόγια του Ψαλμωδού (ο λόγος του οποίου εξάλλου μοιάζει τόσο πολύ με την ποιητική του Μπονχέφερ): Είμαι δικός Σου γιατί Εσύ «γνωρίζεις το κάθισμα και την έγερσίν μου…τους λογισμούς…τας οδούς μου…το μόρφωμα των νεφρών μου…το αδιαμόρφωτον του σώματός μου…» (Ψαλ. 139). Κι αυτό είτε η θρησκευτική μας κοινότητα, η εκκλησία μας, τυχόν αντιμετωπίζει κάποια κρίση στον παρόντα χρόνο, είτε προληπτικά για την επί σωστών πνευματικών βάσεων συντήρησή της στο μέλλον, είτε προκειμένου να αποτελέσει αυτή κάποια στιγμή τον πυρήνα περαιτέρω επέκτασής της κάτω από τις οδηγίες του Αγίου Πνεύματος για το τι πραγματικά συνιστά «εκκλησία Χριστού».

 

[Οι σκέψεις που διατυπώθηκαν σ’ αυτό το κείμενο έχουν την πηγή τους στην εμπειρική παρατήρηση προβλημάτων που συχνά δημιουργούνται στις κοινότητες των πιστών χριστιανών όταν υπάρχει κρίση στη συνειδητοποίηση της ταυτότητας των μελών της ως μέλη πρωταρχικά του σώματος του Χριστού και του έργου της σωτηρίας που Εκείνος έκανε για τον καθένα τους ξεχωριστά και κατά δεύτερο μόνο λόγο ως μέλη μιας συγκεκριμένης τοπικής χριστιανικής εκκλησίας. Επίσης έχουν ληφθεί υπόψη έργα χριστιανών συγγραφέων που αναφέρονται σ’ αυτό το ζήτημα και συγκεκριμένα των εξής κατ’ αλφαβητική σειρά: Dietrich Bonhoeffer, Life Together, The Cost of Discipleship, Letters and Papers from Prison, and Psalms. G. B. Kelly & F. B. Nelson, The Cost of Moral Leadership: The Spirituality of Dietrich Bonhoeffer (2002). Art Lindsley, Η Χριστιανική Εκκλησία στο περιοδικό Αστήρ της Ανατολής (2013)—μετάφραση από το αγγλικό πρωτότυπο The Christian Church (στο περιοδικό Knowing and Doing (2005). Eric Metaxas, Bonhoeffer: Pastor, Prophet, Martyr, Spy (2010). Bernd Wannenwetch, Bonhoeffer’s Theology through his Poetry (ιδιαίτερα το άρθρο του Michael Northcott, “Who Am I?” Human Identity and the Spiritual Disciplines of the Witness of Dietrich Bonhoeffer (2009)].

 

Comments are closed.