Στο κεφάλαιο 8 των Πράξεων των Αποστόλων παρουσιάζεται με ιδιαίτερη έμφαση και αγαπητό τρόπο η καρποφόρα συνεργασία διαφόρων υπηρετών του Κυρίου καθώς και ολόκληρων τοπικών εκκλησιών. Τότε η ειδική περίσταση ήταν οι απόστολοι στην Ιερουσαλήμ και ο Φίλιππος ο ευαγγελιστής, η οποίος εργαζόταν στη Σαμάρεια. Σήμερα δεν πρόκειται για αποστόλους, αλλά για άλλους δούλους του Θεού, τους οποίους χρησιμοποιεί ο Κύριος εδώ κι εκεί. Οι θεμελιώδεις αρχές τους θα πρέπει να κυριεύουν εμάς επίσης – επειδή είναι θεμελιώδεις αρχές του Λόγου του Θεού.
Η Σαμάρεια αποδέχεται το Λόγο του Θεού
Ο Κύριος ενήργησε δυναμικά στη Σαμάρεια μέσω του υπηρέτη Του, Φιλίππου. Πολλοί πίστεψαν εκεί στον Κύριο Ιησού. Η είδηση αυτή έφθασε και στους αποστόλους στην Ιερουσαλήμ, κι εμείς μαθαίνουμε λίγο αργότερα μια από τις κύριες αιτίες, γιατί ο Κύριος δεν επέτρεψε να διωχθούν οι απόστολη από την πόλη (συγκρ. Πραξ. 8:1).
«Ακούσαντες δε οι απόστολοι οι εν Ιεροσολύμοις ότι η Σαμάρεια εδέχθη τον λόγον του Θεού, απέστειλαν προς αυτούς τον Πέτρον και Ιωάννην. Οίτινες καταβάντες προσηυχήθησαν περί αυτών δια να λάβωσι Πνεύμα Άγιον. Διότι δεν είχε έτι επιπέσεις επ’ ουδένα εξ αυτών, αλλά μόνον ήσαν βεβαπτισμένοι εις το όνομα του Κυρίου Ιησού. Τότε επέθετον τας χείρας επ’ αυτούς, και ελάμβανον Πνεύμα Άγιον» (εδ. 14-17).
Η Σαμάρεια είχε αποδεχθεί το Λόγο του Θεού. Πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική διαδικασία, επί πλέον για ένα θρίαμβο της χάριτος του Θεού πάνω στην εξουσία του Σατανά. Οι εισαγωγικός λόγος δεν θέλει φυσικά να πει, ότι είχε δεχθεί ολόκληρη η Σαμάρεια το Λόγο, πως δηλαδή πίστεψαν όλοι οι κάτοικοι εκεί. Πολλοί περισσότερο εκφράζεται έτσι η διάκριση ή ο καθορισμός απέναντι στους Ιουδαίους. Ο Λόγος του Θεού είχε διαπέρασει κατά το θέλημα του Κυρίου (συγκρ. κεφ. 1:8) πέραν του Ιουδαϊκού χώρου μέχρι τη Σαμάρεια και έγινε αποδεκτός από πολλούς εκεί. Σ’ αυτό το ιδιαίτερο γεγονός επικεντρώνεται το βλέμμα. Μετά την Ιουδαία έφθασε το Ευαγγέλιο και στη Σαμάρεια.
Και πλέον: εκτελέστηκε ένα πραγματικό έργο Θεού στους ανθρώπους εκεί. Όπως αργότερα οι πιστοί στη Θεσσαλονίκη, είχαν αποδεχθεί κι εκείνοι το Λόγο του Θεού «ουχί ως λόγον ανθρώπων, αλλά καθώς είναι αληθώς, λόγον Θεού» (Α΄ Θεσσ. 2:13). Αυτό είναι καθοριστικό: να διακρίνει κανείς, ότι ο Θεός μιλάει. Σήμερα έχουμε το Λόγο του Θεού γραπτό, ολοκληρωμένο: την Αγία Γραφή. Έζησε όμως κάθε αναγνώστης, ότι ο Θεός μιλάει σε μας προσωπικά; Για πολλούς είναι λόγος ανθρώπινος. Αυτή όμως είναι μια μοιραία πλάνη, βάσει της οποίας καταλήγει κανείς στην αιώνια απώλεια, εάν συνεχίσει να την ακολουθεί. Οι άνθρωποι στη Σαμάρεια πάντως δεν δέχθηκαν τον κηρυχθέντα Λόγο του Φιλίππου ως ανθρώπινο λόγο, αλλά ως Λόγο Θεού. Υπέκυψαν στην εξουσία Εκείνου, ο Οποίος είχε μιλήσει στις καρδιές και συνειδήσεις τους. Αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος προς σωτηρία.
Ο Θεός δεν θέλει ανεξάρτητες εκκλησίες
Τί χαρά θα πρέπει αυτό να ήταν για τους αποστόλους στην Ιερουσαλήμ, όταν μετά απ’ όλες τις δυσχέρειες του πρώτου διωγμού χριστιανών άκουσαν τις καλές ειδήσεις από τη Σαμάρεια! Αμέσως έστειλαν δυο από τους εξοχότερους εκπροσώπους τους: τον Πέτρο και τον Ιωάννη. Αυτή η διαδικασία επίσης είναι άξια της προσοχής μας. Εδώ διαφαίνεται με πρακτικό τρόπο μια αλήθεια, την οποία εξηγεί ο απόστολος Παύλος ως διδασκαλία: ότι η Εκκλησία, είτε ως Σώμα του Χριστού είτε ως Οίκος του Θεού, αποτελούν ένα ενωμένο σύνολο και ότι δεν υπάρχει εκεί ανεξαρτησία και αντιπαλότητα.
Η Εκκλησία καθαυτή ήδη υπήρχε, αν και η διδασκαλία σχετικά με την τάξη και τη δομή της δόθηκε αργότερα στις επιστολές της Καινής Διαθήκης. Σημαντικό επίσης είναι: το Άγιο Πνεύμα καθοδηγούσε τους αποστόλους και τους πιστούς ήδη στην αρχή να ενεργούν κατά τις θεμελιώδεις αρχές αυτής της διδασκαλίας της Καινής Διαθήκης σχετικά με την Εκκλησία του Θεού. Το βλέπουμε ήδη σε προηγούμενα περιστατικά. Ο Θεός δεν άλλαξε τις σκέψεις Του σχετικά με την Εκκλησία Του, δεν τις προσάρμωσε σε μεταβαλλόμενες συνθήκες, όπως το κάνουν οι άνθρωποι. Τότε όπως και σήμερα – οι βασικές αρχές είναι οι ίδιες. Ο Θεός δεν γνωρίζει ούτε αναγνωρίζει άλλες, ούτε σε μέρες κατάπτωσης. Είμαστε πρόθυμοι σήμερα να τις θεωρούμε σημείο προσανατολισμού για τις σκέψεις και πράξεις μας σε σχέση με την κοινή πορεία μας; Παρακάτω θα έχουμε την ευκαιρία να συγκρίνουμε τη σημερινή μας πρακτική με το αδιάψευστο μέτρο του Λόγου του Θεού και με τις πρώτες μέρες.
Δυο περιστάσεις δίνουν ιδιαίτερο κύρος στην αποστολή των αποστόλων προς τους πιστούς στη Σαμάρεια. Αφ’ ενός υπήρχε ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα σε Ιουδαίους και Σαμαρείτες, απ’ όταν επέστρεψαν από την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα. Μολονότι οι Σαμαρείτες ανήγαγαν την παράδοσή τους στον πατριάρχη Ιακώβ (Ιωαν. 4:12), είχαν στήσει μια αντίπαλη λατρεία από τις μέρες του Νεεμία, μάλιστα είχαν οικοδομήσει δικό τους ναό στο όρος Γαριζίν, ο οποίος βρισκόταν σε αντίθεση προς το ναό του Θεού στην Ιερουσαλήμ. Οι Σαμαρείτες από θρησκευτική άποψη δηλαδή είχαν μια καθαρά σχισματική στάση. Η συπμεριφορά τους, η λατρεία τους χαρακτηριζόταν ξεκάθαρα από ανεξαρτησία.
Ο Θεός με τον τρόπο Του προφύλαξε από τον κίνδυνο να μεταδοθεί αυτή η αντιπαλότητα και ανεξαρτησία με οποιονδήποτε τρόπο στις χριστιανικές σχέσεις και να τις επηρεάσει. Πόσο εύκολα θα μπορούσε για παράδειγμα να δημιουργηθεί μια εκκλησία με Ιουδαϊκά χαρακτηριστικά στην Ιερουσαλήμ και μια εκκλησία με χαρακτηριστικά της Σαμάρειας, οι οποίες θα ήταν αντίπαλες μεταξύ τους! Έτσι Εκείνος φρόντισε, ώστε η χαρακτηριστική χριστιανική ευλογία, η παραλαβή και κατοχή του Αγίου Πνεύματος, μπορούσε να ληφθεί μόνο σε σχέση με την Ιερουσαλήμ. Δεν έπρεπε μόνο ο Φίλιππος να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα και να κηρύξει το Ευαγγέλιο στους Σαμαρείτες, αλλά έπρεπε να κατέβουν επίσης ο Πέτρος και ο Ιωάννης στη Σαμάρεια, για να λάβουν οι πιστοί εκεί το Άγιο Πνεύμα. Αυτό έπρεπε να μάθουν οι μαθητές στη Σαμάρεια, το οποίο θα πρέπει κι εμείς να μάθουμε απ’ αυτό: ότι ο Θεός δεν επιτρέπει να υπάρχει ανεξαρτησία μεταξύ τοπικών εκκλησιών.
Αφ’ ετέρου δεν επιτρεπόταν να υπάρξει αντιπαλότητα μεταξύ των υπηρετών του Θεού. Αυτό επίσης εύκολα θα μπορούσε να οδηγήσει σε σχίσμα μέσα στην εκκλησία, όπως διδάσκει το λυπηρό παράδειγμα των Κορινθίων (συγκρ. Α΄ Κορ. 3). Έτσι είχε εξαίρετη σημασία μ’ αυτή την έννοια να διατηρηθεί στην πράξει η ενότητα, να εμποδιστεί από την αρχή η ανθρώπινη τάση προς ανεξαρτησία. Ο Λόγος του Θεού δεν έφθασε στη Σαμάρεια μόνο μέσω ενός των αποστόλων – ως εργαλείων του Θεού – αλλά με την ελευθερία του Πνεύματος μέσω ενός άλλου υπηρέτη του Κυρίου, ο οποίος εξελέγη από την εκκλησία για μια άλλη, εξωτερική εργασία. Άλλα γι’ αυτό ήταν τόσο σπουδαίο να μπορούν οι απόστολοι στην Ιερουσαλήμ να ταυτιστούν με το έργο του Θεού στη Σαμάρεια. Θα δούμε επίσης παρακάτω, με τί όμορφο τρόπο το έκαναν. Ακόμη κι αν οι Ιουδαίοι δεν συναναστρέφονταν με τους Σαμαρείτες (Ιωαν. 4:9) – οι απόστολοι κατέβηκαν στη Σαμάρεια και ενώθηκαν με τους πιστούς εκεί. Το έργο του Θεού στην Ιερουσαλήμ και το έργο του Θεού στη Σαμάρεια ήταν αληθώς ένα έργο, το οποίο δεν επιτρεπόταν να σχιστεί μέσω εθνικών συνόρων ή προκαταλήψεων.
Εκείνο λοιπόν το οποίο έπρεπε να μάθουν και να μάθουμε, είναι η αλήθεια, ότι όλοι οι πιστοί αποτελούν ένα σώμα εν Χριστώ, είτε προέρχονται από τους Ιουδαίους ή τους Σαμαρείτες είτε προέχονται από οποιονδήποτε άλλο λαό. Αυτή η αλήθεια εκφράστηκε πρακτικά και διατηρήθηκε μέσω της αποστολής του Πέτρου και του Ιωάννη προς τη Σαμάρεια. Αυτή θα έπρεπε να διακατέχει διαρκώς την καρδιά μας και να κυριεύει πάνω σε ό,τι κάνουμε. Μόνον τότε θα είμαστε σε αρμονία με το θέλημα του Θεού. Οι απόστολοι σίγουρα δεν γνώριζαν ακόμη την προτροπή στο Εφεσίους 4 να κοπιάζουμε να διατηρούμε την ενότητα του Πνεύματος με το σύνδεσμο της ειρήνης (εδ. 3), ενεργούσαν όμως σύμφωνα μ’ αυτή, ενεργούσαν ως μέλη του ενός Σώματος του Χριστού, γιατί άφηναν το Άγιο Πνεύμα να τους καθοδηγεί. Το Πνεύμα του Θεού οδηγεί πάντοτε στην ενότητα, στην πρακτική αναγνώριση της αλήθειας του ενός Σώματος, ποτέ όμως στην άρνησή της. Ο Θεός δεν αναγνωρίζει – σήμερα καθώς τότε – καμία άλλη ενότητα, κανένα άλλο σώμα εκτός του Σώματος του Χριστού, στο οποίο ανήκουν όλοι οι πιστοί. Μάθαμε κι εμείς, να θεωρούμαστε απλώς μέλη του Σώματος του Χριστού και σύμφωνα μ’ αυτό ν’ απορρίπτουμε καθετί το οποίο αρνείται ως προς τη διδασκαλία ή την πράξη αυτή τη θαυμαστή ενότητα; Ή μήπως αυτή η αλήθεια είναι κάτι άγνωστο για μας, κάτι δευτερεύον;
Μπορούμε να θέσουμε το λόγο από την επιστολή προς Εφεσίους ως επικεφαλίδα των διαδικασιών στη Σαμάρεια. Διότι ο Φίλιππος επίσης ενεργούσε μ’ αυτό το πνεύμα. Ναι μεν δεν κάλεσε εκείνος τους αποστόλους, αλλά όταν εκείνοι ήρθαν, ο ίδιος δεν είχε καμία αντίρρηση. Και όταν οι απόστολοι φανέρωναν πιο βαθιά πνευματική διάκριση και δύναμη από εκείνον, παρέμενε ικανοποιημένος και το αναγνώριζε. Δεν γνώριζε ζήλια και φθόνο. Θέλουμε να πούμε ξανά: είθε να μας πληρώνει περισσότερο αυτό το φρόνημα!
Ch. B.
Μετ.: Ιωνάς Ζάϊντελ