Γράφει ο Άκης Δημητριάδης
Η γειτονιά μας είναι πολύ ήσυχη. Ο πιο δυνατός ήχος είναι τα πρωϊνά κοκόρια και οι καμπάνες. Αυτά τα δύο, δηλαδή τα κοκόρια και οι καμπάνες, έχουν κάτι κοινό. Μόλις τελειώνει το ένα, σε λίγο αρχίζει πιο κάτω το άλλο, μόλις σημάνει η μία καμπάνα ύστερα από λίγο χτυπάει μια άλλη σε άλλη γειτονιά.
Από τον ήχο της καμπάνες καταλαβαίνω περίπου τι ώρα είναι.
Τα κοκόρια είναι λίγο διαφορετικά, πιο αυτόνομα και απρόβλεπτα. Λαλούν όποτε τους γουστάρει, μπορεί και στις 3 η ώρα τη νύχτα, μπορεί και χαράματα. Από εδώ προήλθε και η γνωστή παροιμία, «όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώσει».
Πάντως, τόσα χρόνια που ακούω καμπάνες και κοκόρια, τα συνήθισα και δεν μου κάνουν εντύπωση. Η μόνη φορά που πετάχτηκα αλαφιασμένος απ’ το κρεβάτι μου, ήταν πέρσι που είχαμε πάει εκδρομή στην Κεφαλονιά.
Μέναμε σε ένα ξενοδοχείο δίπλα στην εκκλησία, και το δωμάτιό μας ήταν ακριβώς απέναντι από το καμπαναριό. Αποβραδίς είχαμε πάει σε ένα φεστιβάλ χορωδιών με μαντολινάτες και καντάδες, γυρίσαμε πολύ αργά στο ξενοδοχείο και το πρωί χρειαζόμασταν ακόμα ύπνο και ξεκούραση.
– ΝTAN, NTAN, NTAN ! χτύπησε πάνω απ’ το κεφάλι μου η καμπάνα.
Από τότε κάθε φορά που θέλω να κοιμηθώ βάζω βύσματα στα αυτιά.