Γράφει ο ΄Ακης Δημητριάδης
Καμιά φορά προσπαθώ να καταλάβω πώς ζουν και πώς αισθάνονται οι μοναχικοί άνθρωποι και οι εργένηδες σε μεγάλη ηλικία. Όσο είναι νέοι ίσως να περνάνε καλά, ανέμελοι, χωρίς ευθύνες και υποχρεώσεις, να γλεντάνε τη ζωή τους και να ξοδεύουν τα λεφτά τους όπως τους γουστάρει. Όταν γεράσουν όμως; Τι γίνεται όταν έχουν ανάγκη από κάποιον να τους συμπαρασταθεί;
Αυτοί που παντρεύονται και μπαίνουν στο συζυγικό βίο είναι αλήθεια ότι μια ζωή ζορίζονται και στερούνται. Είναι συνέχεια κάτω από έλεγχο, πού ήσουν, ποια είναι αυτή, γιατί άργησες, κλπ. Δουλεύουν σκληρά για την οικογένεια, για την/τον σύζυγο, για τα παιδιά. Μερικοί συνεχίζουν να δουλεύουν και για τα εγγόνια. Και τι απομένει στο τέλος, μετά από όλα αυτά, όταν έλθουν τα γεράματα;
Όταν έλθουν τα γεράματα όλος ο κόπος και όλη η περιουσία έχει δοθεί στα παιδιά. Η μόνη διαφορά ανάμεσα σε έναν ηλικιωμένο εργένη και σε έναν ηλικιωμένο παντρεμένο νομίζω είναι ότι ο δεύτερος έχει κάποιον να μιλήσει. Και πότε-πότε ακούει δυο λέξεις από κάποιον δικό του:
Σ’ αγαπώ!