Γράφει ο ΄Ακης Δημητριάδης
Τώρα που πέρασα τα εξήντα αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί οι μεγάλοι στην ηλικία κοιμούνται νωρίς, με τις κότες, και το πρωί ξυπνάνε επίσης νωρίς, με τους πετεινούς.
Το μεν πνεύμα πρόθυμο, η δε σαρξ ασθενής. Δηλαδή, θέλω να ξενυχτήσω, λ.χ. να δω καμιά καλή ταινία αργά το βράδυ, κανέναν αθλητικό αγώνα, αλλά το σώμα ψάχνει το κρεβατάκι και τα μάτια γίνονται βαριά.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και το πρωί. Κατά τις 4.30 – 5.00 ξυπνάω μες της νύχτας τη σιγαλιά από το φίλο μου πετεινό. Σαν να έχουμε δώσει ραντεβού. Μου θυμίζει να φτιάξω το μυρωδάτο ελληνικό καφέ, και όση ώρα τον πίνω στο μπαλκόνι μου εξηγεί τι καιρό θα κάνει σήμερα. Όταν ο καιρός είναι καλός, η φωνή του είναι ζωηρή, ιδίως όταν συναγωνίζεται τους άλλους πετεινούς της γειτονιάς. Όταν είναι βραχνή και παράφωνη, σημαίνει ότι ο καιρός θα χαλάσει και θα βρέξει.
Έχει κι άλλα καλά αυτό το ξύπνημα νωρίς το πρωί. Το μυαλό είναι ξεκούραστο και μπορείς να βάλεις σε τάξη τις σκέψεις και το πρόγραμμα της ημέρας. Η καινούργια μέρα σου δίνει μια αισιοδοξία. Λίγοι άνθρωποι έχουν το προνόμιο να βλέπουν τα χρυσοκόκκινα χρώματα στον ουρανό την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος.