Ο Άγγελος Δαμασκηνίδης είχε πολλά χαρίσματα. Ένα απ’ αυτά, που του δόθηκε με πλούσιο μέτρο από τον Θεό και το άσκησε σε μεγάλο βαθμό, ήταν το μουσικό του ταλέντο.Έγραψε και έψαλε πολλούς ύμνους, μερικοί από τους οποίους, που ήταν για τη νεολαία, αγαπήθηκαν από τη νεολαία όλων των δογμάτων. Τους έψαλαν σε συνάξεις και σε συνέδρια νεολαίας της Ευαγγελικής εκκλησίας αλλά και σε Κατηχητικά της Ορθόδοξης εκκλησίας. Παρακάτω, μεταφέρουμε τα τελευταία λόγια που έγραψε στον Πρόλογο του Υμνολογίου ΩΔΕΣ ΠΙΣΤΩΝ:
« …Πιστεύουμε ότι με χαρά και συγκίνηση θα γίνουν δεκτοί όπου φτάσουν οι ωδές αυτές, γιατί το τραγούδι είναι το σκίρτημα της καρδιάς! Είναι παλιά, πιο παλιά από τον άνθρωπο. Γεννήθηκε με το κελάρυσμα του ποταμού και το κελάιδισμα των πουλιών…Η αμαρτία το έκαμνε βραχνό και έφερε παραφωνία μέσα στη ζωή, αλλά η χάρη του Κυρίου μας έφτασε. Μας βρήκε μέσα στον «βορβορώδη πηλό» της καταδίκης, μας έβγαλε από εκεί με τη θυσία του Χριστού, μας έδωσε σωτηρία και μας έβαλε στο στόμα μας ένα καινούργιο άσμα, μια νέα ωδή που πριν την ψάλλει κανείς με το στόμα, συνθέτεται και ψάλλεται μέσα στην λυτρωμένη καρδιά… ».
Α. ΑΔΑΜ
Το υμνολόγιο αυτό τυπώθηκε το 1956 σε 2.000 αντίτυπα
από τις εκδόσεις Ο ΛΟΓΟΣ με επιμέλεια Άγγελου Δαμασκηνίδη.
Επιλογή 44 ύμνων από τον ΄Ακη Δημητριάδη
1
Απέραντος κάμπος χωράφια πολλά με στάχυα που γέρνουν βαρειά,
προβάλλουν εμπρός μου και κάποια φωνή ακούω να με προσκαλεί.
Με καλεί για να τρέξω κι εγώ και μες στη δουλειά να βρεθώ
να κάνω μεγάλη κι εγώ θημωνιά απ’ όσα θερίσω σπαρτά.
Ο Κύριος στέκει ολόρθος μπροστά με την πονεμένη ματιά
κοιτάζει τον κάμπο και μένα καλεί να τρέξω για κάποια ψυχή.
Ανάβουν τα στάχυα βογκούν οι ψυχές δουλεύουν σκληρά οι θεριστές
μα θα ‘ναι ο ιδρώτας κι ο κόπος γλυκός αφού μαζευτεί ο καρπός.
«Μεγάλος ο κάμπος» μου λέγει ο Χριστός μα πού ‘ν ο δικός σου αγρός;
Από το χωράφι που σου έλαχε εδώ εγώ περιμένω καρπό».
2
Από τον ουρανό ήρθε ο Χριστός μας
το αίμα Του να χύσει στο σταυρό.
και πέθανε, στο ξύλο της αισχύνης να βρούμε τη ζωή εσύ κι εγώ.
Τι πλατειά, που είναι η αγάπη, που έδειξε για μένα ο Χριστός!
Όσο πιο μικρός είμαι κοντά Του, Ω, τόσο πιο μεγάλος είν’ Αυτός!
Άδειασε ολόκληρος, τον εαυτό Του, το στέμμα Του άφησε, το ένδοξο,
και δέχτηκε, στο άγιο Του κεφάλι, το αγκάθινο στεφάνι το πικρό.
Ανέβηκε ξανά, πάνω στο θρόνο και τώρα έχει δόξα πιο τρανή,
γιατί δεν είναι μόνος στα ουράνια, είναι κι οι λυτρωμένοι Του μαζί.
3
Είμαστε εμείς οι οδοιπόροι, οι διαβάτες στη ζωή.
Πάμε για κάποια άλλη χώρα, που δε βρίσκεται στη γη.
Είναι η πανένδοξη Σιών, των νέων ουρανών, η χώρα των πιστών.
Λυτρωμένοι αφήνουμε τη γη και φτάνουν οι πιστοί εκεί.
Δεν έχουμε ραβδί στο χέρι, δεν μας γέρνει το κορμί,
της αμαρτίας το φορτιό μας, φέραμε στον Λυτρωτή.
Πάντα εμπρός θα προχωρούμε, δεν υπάρχει εδώ σταθμός.
Για μας ανάπαυση θα είναι, μοναχά ο ουρανός.
4
Ελάτε νειάτα στον Λυτρωτή στον σταυρωμένο θριαμβευτή,
που μας χαρίζει ζωή αγνή, αιώνια κι όμορφη
Τι χαρά τα νειάτα να βρεθούν στον Χριστό, μ’ Αυτόν ν’ αγωνιστούν
με τη σημαία του Λόγου Του εμπρός να προχωρούν.
Ελάτε νειάτα στον Αρχηγό, σαν στρατιώτες Του στο πλευρό.
Μας περιμένει δόξα λαμπρή, νίκη παντοτεινή
Όλοι μας γέλασαν φοβερά, μας σπάσαν της ψυχής τα φτερά
Αυτός μονάχα μας μένει πια,ελπίδα και χαρά.
5
Εμπρός παιδιά με μια καρδιά προς τη νίκη, όσοι γευθήκαμε τη λύτρωση
και τώρα λεύτεροι, με το Χριστό μαζί, θα προχωρήσουμε σε νέα ζωή.
Με το βλέμμα στραμμένο στου Χριστού τη μορφή
πλημμυρίζει η καρδιά μας απ’ αγάπη αγνή.
Μές τη ζωή πόνος παντού και κατήφεια, μας έχουν σκλάβους τους και μας κρατούν.
Πάντα γυρεύουμε κάπου ν’ ανέβουμε κι όλο σερνόμαστε στα χαμηλά.
Μα, να, το φως της Βηθλεέμ που χαράζει και φέγγει ολόλαμπρο στον Γολγοθά.
Κι όλο ανεβαίνουμε, και δεν χορταίνουμε ώσπου να φτάσουμε στην Ξαστεριά.
6
Εμπρός πιστοί ας τρέξουμε κατόπιν του Χριστού
Κι ας Τον ακολουθήσουμε με το σταυρό παντού
Μαζί Του εδώ στη γη, μαζί όλοι οι πιστοί
Θα πολεμήσουμε και θα νικήσουμε
Και θα μας στεφανώσει ο Μέγας Αρχηγός
Ο αιώνιος Χριστός.
Κι αν τρέχει ο ιδρώτας μας στη μάχη τη σκληρή
Εκεί που στάζ’ ανθίζουμε της νίκης οι ανθοί.
Και με της νίκης τους ανθούς πλέκει για τους πιστούς
Ο Κύριος μας στέφανα ψηλά στους ουρανούς
7
Έχω έναν σωτήρα που ζει και τώρα εδώ,
κι αν δεν Τον ξέρει ο κόσμος, Τον ξέρω όμως εγώ.
Το χάδι του χεριού Του και τη γλυκειά φωνή
νοιώθω πολύ κοντά μου, κάθε στιγμή.
Ναι, ζει!Ναι, ζει, και τώρα ο Χριστός
και περπατεί, και μου μιλεί πάντα μές στη ζωή.
Ω, ζει, Ναι, ζει. Και δεν θα χωριστεί
ποτέ από κοντά μου πια. Ναι, ζει μεσ στην καρδιά.
Οι θησαυροί του κόσμου, κάποτε θα χαθούν
κι εκείνοι που τους έχουν φτωχοί θε να βρεθούν.
Μα εγώ απολαμβάνω, τον θησαυρό μου εδώ
και θα τον έχω αιώνια, στον ουρανό.
Της δόξας η ελπίδα, εντός μου ο Χριστός.
Δεν ζω εγώ πια τώρα, για μένα ζει Αυτός.
Νειάτα, ζωή και πλούτη, σκιές μπροστά στο φως.
Το ζειν για μένα είναι, μόνο ο Χριστός.
8
Ήλθε κάποιος μια νύχτα βαρειά, σκοτεινή,
που ετύλιγε όλη τη γη
Να σκορπίσει της χάρης το άφθονο φως
και να φέξει γλυκά η αυγή
Στο σκληρό το σταυρό, το βαρύ, τον πικρό
Ο Χριστός μου ανέβη εκεί
Στη γλυκειά Του μορφή βρήκ’ αγάπη πολλή
Βρήκα τον μόνο μου Λυτρωτή
Ήταν χρόνια κλειστός, ήταν μαύρος, βουβός,
της ψυχής ο γλυκύς ουρανός
τον σκεπάζαν πολλά κρίματα μου βαρειά
κι είχα νύχτα βαθειά δίχως φως
ω, εσχίσθηκε πια η σιγή τ’ ουρανού
κι άκουσα τη φωνή του Θεού
να μου λέγει για χάρη κι αιώνια ζωή
απ’ το ύψος εκεί του σταυρού.
9
Η μαύρη νύχτ’ απλώνει τα πέπλα της βαρειά
Με βιάση περιζώνει τη θάλασσα βαθειά
Μες το πυκνό σκοτάδι που πνίγετ’ όλη η γη
Καιρός να εργαστούμε πριν φέξει η αυγή.
Εμπρος παιδιά στα δίχτυα προστάζει ο Χριστός
Απ’ τους εχθρού τα νύχια να βγει λαός πιστός
Κανένας ας μη μείνει τη νύχτ’ αυτή αργός
Εμπρός παιδιά στα δίχτυα πριν φύγει ο καιρός
Τα δίχτυα της αγάπης ν’ απλώσουμε παντού
Το άγγελμα της χάρης του Ιησού Χρσιτού
Και σαν χαράξει η μέρα δίπλα στην αμμουδιά
Τον κόπο μας θα στέψει πολύτιμη σοδειά.
10
Θέλω ν’ ακούω για Κείνον, πού ‘ρθε για μένα στη γη
Ω, τι γλυκειά ιστορία, μές στην καρδιά μου ας γραφεί,
πώς τα ουράνια μια νύχτα, σκόρπισαν άπλετο φως
κι άγγελοι ψάλλαν με χάρη, πως εγεννήθη ο Χριστός.
Θέλω ν’ ακούω για Κείνον που ‘ρθε για μένα στη γη.
Ω, τι γλυκειά ιστορία, μες στην καρδιά μου ας γραφεί
Πες μου πώς γύρω σκορπούσε, χάρη κι ελπίδα γλυκειά,
οι άνθρωποι τον εδιώξαν, και του φερθήκαν σκληρά.
Μόνος επήρε το δρόμο, μ’ ένα στον ώμο σταυρό,
πάνω εκεί να πεθάνει, για να γλιτώσω εγώ.
Πες μου πώς κάποιαν αυγούλα, μές στη γλυκειά σιγαλιά,
έλυσ’ Αυτός του θανάτου, τα φοβερά τα δεσμά.
Κύλησ’ η πέτρα του τάφου, όρμησε έξω η ζωή
κι άγγελοι διαλαλήσαν, σ’ όλους «Ανέστη και ζει».
Πες μου ακόμα πώς κάποια, μέρα σε κάποιο βουνό,
με τους δικούς Του μιλώντας, έφυγε στον ουρανό.
Δόξα λαμπρή τυλιγμένος, ζει δεξιά του Πατρός
και μεσιτεύει για μένα, ο Λυτρωτής μου Χριστός.
11
Κάποιαν αυγούλα,μια γλυκειάν αυγούλα,
ξύπνησ’ ανάλαφρος, σαν πεταλούδα.
Μέσα στον κήπο, της αγνής αγάπης, πέταξα ήρεμα, απαλά, γλυκά.
Έφυγε η νύχτα της αμαρτίας. Έφεξε η μέρα του λυτρωμού.
Καινούργια μέρα, που τη ζωή μου θα τη φωτίζει, παντοτεινά.
Μέσ’ στο σκοτάδι, συντροφιά τον πόνο, τον πόνο της σκλαβιάς, ένοιωθα μόνο.
Κι όμως με βρήκε, κάποια ηλιαχτίδα, σταλμένη από τη χώρα του Θεού.
Όμορφη μέρα, λάμπει πέρα ως πέρα, μα λάμπει πιο γλυκά, μές στην καρδιά μου.
Κι αν θα σωπάσουν, κάποτε τα αηδόνια, θα ψάλλει αιώνιο άσμα η ψυχή.
12
Κουραστήκαμε πια να κοιμόμαστε, φτάνει!
Μας επλήγωσ’ ο πόνος βαθειά
Κάποιος θρίαμβος τώρα σαν ήλιος προβάλλει
Τα σκοτάδια του ύπνου νικά
Με τα μάτια ψηλά προχωρούμε του Χριστού λυτρωμένη γενιά
Που στα στήθια μας τώρα χτυπάει μια καινούργια καινούργια καρδιά
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ζήσουμ’ αδέλφια
Απομένει ο Χριστός μοναχά
Που μας φέρνει κοντά στον ουράνιο Πατέρα
Και μας κάνει παιδιά Του πιστά
Ω, ας μη μας γελάει το κιβδηλο γέλιο
Ποις μας δίνει η ψεύτρα ηδονή
Μας το παίρνει με τόκο πολύ και με πόνο
Κι η ψυχή γελασμένη θρηνεί
Ο Χριστός μας περπάτησε μέσα στον πόνο
Μες τη σάπια μας μπήκε καρδιά
Και τη ζύμωσε με το δικό Του το αίμα
Για να λάμπει ντυμένη λευκά.
13
Μέρα χρυσή, πότε θα δω της δόξας σου τον ουρανό,
που θε να δείξει στην ψυχή, τη χώρα την εξωτική;
Τώρα η γλώσσα η φτωχή, ψελλίζει σαν μικρό παιδί
τα μεγαλεία του Θεού, που δεν χωράνε μες στο νου.
Ω, κάποτε, θα μάθω πια του Πλάστη μου τα μυστικά
κι ο ουρανός θα μου είναι μια ζεστή και γνώριμη γωνιά.
Δε θα ‘ναι πάντα συννεφιά, έξω και μέσα στην καρδιά
κι η πίστη θα ξεκουραστεί, όταν η γνώσει ανδρωθεί.
Κι αν τώρα στήνω τη σκηνή, μέσα στου πόνου τη βροχή,
αχειροποίητη, γερή, οικοδομή θα βρω εκεί.
Μες στον καθρέφτη το θολό, τον Κύριό μου θεωρώ.
Θέλω να πάω πιο κοντά, μα ο καθρέφτης με κρατά.
Και αν τον έχω εδώ στη γη, κάποτε θα θρυμματιστεί
και θα βρεθώ, ω, τι χαρά, μές στου Θεού την αγκαλιά!
14
Μέσα στους δρόμους της ζωής αυτής τι ψάχνεις να βρεις;
Ω, δεν κουράστηκες τόσο καιρό; Σαν τι να ζητείς;
Αν ζητεις την ευτυχία, ω αμαρτωλέ, μην αργεις.
Αν μισείς την αμαρτία, τρέξε στον Χριστό ευθύς.
Ω, ψυχή, κάποιος σε προσκαλεί να σε κάνει τώρα αυτυχή
Στου σταυρού το ξύλο πάνω εσταυρώθηκε για σε.
Ναι, τετέλεσται είπ’ ο Χριστός, και ο δρόμος προς τον ουρανό
Άνοιξε για να προσέλθει καθ’ αμαρτωλή ψθχή.
Σήμερα π’ ακούς να σε καλεί η φωνή του θείου Λυτρωτή
Ω, ψθχή μην αναβάλλεις, πρόσελθε και θα σωθείς.
Μην αρνηθείς, ψυχή, να δεχτείς. Ο Ιησούς γλυκά σε καλεί.
Δειλή ψυχή, μη φοβηθείς, τρέξε ευθύς και θα σωθείς,
Δέχεται αμαρτωλούς.
15
Μιαν άνοιξη προσμένω στον κόσμο για να ρθει
Μιαν άνοιξη καινούργια, χαράς αγνή γιορτή
Μαζί με τα λουλούδια ν’ ανοίξουν οι ψυχές
Και τη ζωή να ραίνουν αυράνιες ευωδιές
Μιαν άνοιξη προσμένω που η κάθε μια ψυχή
Σαν το πουλί με χάρη θα γλυκοκελαηδεί
Το ευχαριστώ θα ψάλλει στον Πλάστη και Θεό
Της ομορφιάς και χάρης τον άϋλο ναό
Μιαν άνοιξη, μα, να ‘τη! Τη νοιώθω στην καρδιά
Όπου της σωτηρίας σκορπιέται ευωδιά
Μιαν άνοιξη ανθοφόρα που δένει τους καρπούς
Νέας ζωής, ουράνιας, ωρίμους και γλυκούς
Ο Πλάστης μου χαρίζει την άνοιξη εδώ
Σαν δένδρο με ποτίζει μ’ αθάνατο νερό
Και τώρα δεν προσμένω παρά τον τρυγητό
Για να ρθει να μαζέψει όσο θα βρει καρπό
16
Μια ειρήνη βαθιά έχω μέσ΄ στην καρδιά περίσσια, μεγάλη, πλατειά.
Ω, κανείς δεν μπορεί, να την πάρει ποτέ. Αιωνίως ανήκει σε με.
Είναι ο Χριστός μου, ο Λυτρωτής. Είν’ ο ουρανός μου εδώ στη γη.
Αυτός είν’ η ειρήνη, μέσα στην ψυχή. Ω, χαρά, δικός μου, κάθε στιγμή!
Είν’ ο δρόμος στενός, μα ποτέ σκοτεινός εφ΄ όσον μου φέγγει ο Χριστός.
Και χαράδρες βαθιές, στη ζωή αν διαβώ, το Χριστό θα ‘χω για οδηγό.
Έτσι πάντα μαζί, στην επίγεια ζωή βαδίζω με τον Λυτρωτή.
Θα βρεθούμε μαζί, στα ουράνια εκεί κάποια μέρα σ’ αιώνια ζωή.
17
Να, τα κύματα που φτάνουν στη στεριά πώς μιλούν, πώς βογκούν.
Τις κραυγές μας φέρνουν των αμαρτωλών που ζητούν, να σωθούν.
Ω, πιστοί, στο πέλαγο όλοι, εκεί πριν χαθούν, οι ναυαγοί.
Το Χριστό Σωτήρα να δεχτούν ν’ αρπαχτούν, για να σωθούν.
Η φουρτούνα θέριεψε κι αγρίεψε του κακού, ω, παντού.
Το καράβι της ζωής βουλιάζει πια στ’ ανοιχτά, στα βαθιά.
Το σωσίβιο για κάθε ναυαγό είναι Αυτός, ο Χριστός.
Ας Τον δώσουμε μ’ όλη τη δύναμη τώρα ευθύς, τώρα ευθύς.
Ας ριχτούμε στης ζωής το πέλαγο, Τι πολλοί,ναυαγοί!
Να τους φέρουμ’ ασφαλείς εις του Θεού τη στεριά, με χαρά
18
Ξέρω μια χώρα μακρινή, ο κόσμος δεν την έχει δει
Όπου λουλούδια αμάραντα σκορπούν αιώνια ευωδιά
Χώρα ομορφιάς, φωτός, χαράς, η δόξα σου λάμπει παντού
Όπου αντηχεί άσμα γλυκύ, πώς λαχταρώ να φτάσω εκεί
Ο ουρανός της ξάστερος λουσμένος χάρη, γαλανός
Και ήλιος αβασίλευτος λάμπει αιώνια ο Χριστός
Εκεί ο πόνος δεν μπορεί να θλίψει πια καμιά ψυχή
Εκεί δε θα ‘χω πια σταυρό, μόνο στεφάνι ανθηρό.
Κι αν μεσ’ το πέλαγο μοχθώ, το ακρογιάλι της θωρώ
Όπου θ’ αναπαυθώ γλυκά με του Θεού τη συντροφιά
19
Ο ήλιος, να, απ’ τα βουνά ξυπνά και μας χαμογελά
η νύχτα πια φεύγει γοργά κι η μέρα, να, μας χαιρετά
Μες από τον καπνό, τη μπόρα το κακό
καινούργιος ουρανός προβάλλει γαλανός
Χριστός ο λυτρωτής, σαν ήλιος θριαμβευτής
χαρίζει φως, χαρά, αγάπη, λευτεριά.
Ω, φτάνει πια, δεν μας κρατά καμιά σκλαβιά και σκοτεινιά.
Στο θείο φως κάθε καρδιά για τη ζωή πώς λαχταρά.
Ω, νειάτα, εμπρός!Τι κι αν σταυρός μες στη ζωή μας καρτερεί;
Κι αν φτάσουμε στον Γολγοθά η νίκη θα χαμογελά.
20
Όλα είν’ έτοιμα, για σε στρωμένα,
Έλα σε καρτερεί ο Λυτρωτής
Έλα στο γεύμα Του τη χάρη να γευτείς,
άφθονη θρεπτική τροφή να βρεις.
Έλα στη δροσερή πηγή της χάρης,
να σβυσ’ ο πόνος σου στα σωθικά
να πιεις χορταστικό το αθάνατο νερό
που τρέχει αστείρευτο απ’ το σταυρό.
Πού πας τρικλίζοντας μέσα στη νύχτα
Πλανεύτρα ποια φωνή σε οδηγεί;
Γιατί μες το γκρεμό με βόγγο και καημό
Η δόλια σου ψυχή να τσακιστεί;
Της νειότης τα φτερά μη τα ματώνεις
Πετώντας μακριά απ’ το Χριστό.
Για σε ο Λυτρωτής ετοίμασ’ ουρανό
Καινούργιον, όμορφο, παντοτινό.
21
Όλος χαρά για τον Χριστό πάντα θα ψαλμωδώ
0λημερίς κι ολονυχτίς θα Τον ευχαριστώ
Παντοτινά είμ’ ευτυχής, με έσωσε ο Λυτρωτής
Στο σταυρό έσβησε η ενοχή, ναι εκεί
Στο σταυρό νέα ντύθηκα στολή καθαρή
Στο σταυρό βρήκα πύλη ανοιχτή, αλληλούϊα
Να μπω στον ουρανό
Ω, δεν μπορώ, πώς να το πω αυτό που τώρα ζω
Δεν είμαι πια μες τα δεσμά και στην απελπισιά
Μεσ’ τη φθορά, στη σκοτεινιά, στου κόσμου τα δεινά
Ζω μεσ’ το φως και στη χαρά, ναι, ζω παντοτινά.
Να ζω για με είν’ ο Χριστός ο μόνος μου σκοπός
Κι όπου βρεθώ κι όπου σταθώ Αυτόν θα μαρτυρώ
22
Ο Χριστός θέλει να λάμπω στον κόσμο σαν το φως
να με βλέπει με καμάρι, να χαίρεται κι Αυτός.
Με θέλει ο Χριστός μου, σαν ακτίνα στο σκοτάδι
να φέγγω σε όλους, και να σκορπώ τη χαρά.
Στο παιχνίδι, στο σχολείο, με θέλει ο Χριστός
σ’ όλα τα παιδιά να δείχνω, πως λάμπω σαν το φως.
Δε με θέλει να μαλώνω, να ‘μια κακό παιδί
γιατί τότε η ακτίνα, εντός μου θα σβηστεί.
Ο Χριστός θέλει να λάμπω, το γέλιο να σκορπώ
και να ζω για Κείνον πάντα, να Τον υπηρετώ.
23
Όπως το ελάφι πάντα μέσα στα βουνά ποθεί
τρέχοντα νερά για να ‘βρει, και μ’ απόλαυση να πιει,
έτσι κι η καρδιά μου πάντα, κλαίει και ζητεί να βρει
τον Κύριο τον Άγιο, έστω και για μια στιγμή.
Όταν ο εχθρός με λύσσα σκύβει μες στ’ αυτί κρυφά
και με πονηριά μου λέγει, «πού ‘ναι ο θεός σου πια»;
Στρέφω το δειλό μου βλέμμα προς τον ουρανό ψηλά
στον Κύριο των ταπεινών, για να βρω παρηγοριά.
Τότε η καρδιά μου λέγει:ξέχασες πόσες φορές
σ’ έσωσε από φουρτούνες, κι από μαύρες συμφορές;
Έλπιζε επί τον Θεόν σου, με αγκάλες ανοιχτές
ο Κύριος σε προσκαλεί, σε αθάνατες χαρές.
24
Πατρίδα που σε χάϊδευε το κύμα το απαλό
Και με τον μπάτη έπαιζε στον όμορφο γιαλό
Πώς άφησα το χώμα σου ένα βαρύ κι αξέχαστο
Θλιμμένο δειλινό
Κι ενώ τραβούσε στ’ ανοιχτά το καραβάκι αργά
Για πάντα πια χαθήκανε απ’ την ακρογιαλιά
Μαντήλια που σαλεύανε, μάτια που μ’ αγναντεύανε
Για υστερνή φορά
Μες στην καρδιά μου κάποιο φως μου δείχνει απαλά
Τα όμορφα σπιτάκια σου, την ακροθαλασσιά
Τις ρόδινες ανατολές, τα ηλιοβασιλέματα
Τις φεγγαροβραδιές
Ω, να μπορούσα κάποτε σιμά σου να βρεθώ
Τις άπειρες σου ομορφιές πάλι να τις χαρώ
Να σβήσει το παράπονο, ν’ ανθίσει το χαμόγελο
Όταν θα ξαναρθώ
25
Πέρα απ’ τη δύση, καινούργια μέρα με περιμένει με τον Χριστό
Χωρίς τον μόχθο, χωρίς την πίκρα, ζωή αγία στον ουρανό.
Καινούργια θα ‘ρθει αυτή ουράνια, που θ’ αναγγείλουν κάποια πουλιά
Που έχουν όλα φωνή αγγέλων και ζουν σ’ αιώνια χρυσή φωλιά
Πέρ’ απ’ τη δύση αυτού του βίου δε θα με εύρει νύχτα βαριά
Θα ‘ ν ο Χριστός μου ήλιος για μένα, θα ‘ναι τα πάντα Θεού χαρά.
26
Πόσο κοντά μου είν’ ο Χριστός μου, όσο δεν είναι άλλος κανείς
Όταν στο δρόμο βρίσκομαι μόνος βαδίζει πλάι φίλος γλυκύς
Όταν δεν έχω πού ν’ ακουμπήσω, όταν δεν έχω πού να σταθώ
Αυτός μου είναι το στήριγμα μου, είναι το χέρι το πατρικό
Όταν με ζώνουν μέσα στον κόσμο οι δυσκολίες κι οι πειρασμοί
Στρέφω ένα βλέμμα στον Σταυρωμένο κι έρχετ’ η νίκη αυτοστιγμεί
Και όταν θέλω να Του ζητήσω κάποια βοήθεια μεσ’ τη ζωή
Δεν είν’ ανάγκη κάπου να τρέξω, είναι κοντά μου στην προσευχή.
27
Προχωρώ μέσα στη νύχτα και το μέλλον αγνοώ
Έχω τόσο φως μπροστά μου για ένα βήμα μοναχό
Μα μες την ψυχή μου νοιώθω ένα ψίθυρο γλυκό
Κι ένα χέρι που με πιάνει, ω, μου είναι αρκετό.
Ειν’ αχάρακτος ο δρόμος για το μάτι της σαρκός
Μα η πίστη τον χαράζει κι έτσι προχωρώ εμπρός
Κάποτ’ η ζωή με φέρνει σε μια θάλασσα ερυθρά
Και τα μάτια μου το δρόμο δεν τον βλέπουν πουθενά
Μα η ράβδος του Κυρίου χαρακώνει τα νερά
Και η θάλασσα του τρόμου γίνεται με μιας στεριά
Σαν πουλί μέσ’ το κλουβί του μ’ έχει κλείσει η ζωή
Μα μπορώ κι εδώ να ψάλλω του Χριστού μου την ωδή
Κι όταν το κλουβί θ΄ανοίξει με της πίστης τα φτερά
Θα χαράξω την πορεία για τον ουρανό ψηλά
28
Σαλεύουν δάφνες, δακρύζουν μάτια στο διάβα του Λυτρωτή
Μικροί, μεγάλοι, καλωσορίζουν το Μέγα Θριαμβευτή
Στης αμαρτίας τη χώρα σκορπά το φως Του γλυκά
Κι απ’ τις θλιμμένες μορφές μας φεύγει του πόνου η σκιά
Κάποτε σκλάβοι της αμαρτίας, τώρα ελεύθεροι πια
Σου υποσχόμαστε πίστη, Χριστέ, αιώνια, βαθειά
Κι αν ποτισμένες από τον πόνο είν’ οι καρδιές μας Χριστέ
Σαν τις καμπάνες γλυκοσημαίνουν και περιμένουν Εσέ
Ω, να σκιζόταν τα ουράνια κάποιαν ημέρα γλυκιά
Και να ερχόσουν με δόξα για να μας πάρεις ψηλά.
Στενάζει γύρω όλη η φύση δεμένη μες τη φθορά
Σε μας ακόμα τους λυτρωμένους είναι ο πόνος κοντά
Μα, να, που τώρα διαβαίνεις, έρχεσαι θριαμβευτής
Για ν’ απαντήσεις στους πόθους κάθε πιστής Σου ψυχής
29
Σαν σε γαλάζιαν αυγούλα μες στη δροσιά του ουρανού
σάμπως κελάηδισμα αιθέριο, φτάνει η φωνή του Χριστού.
«Έρχομαι ήλιος να λάμψω, στη σκοτεινή σου ψυχή,
καινούργια μέρα σου φέρνω, δίχως πια δύση πικρή».
Με τον Χριστό, οδηγό, προχωρούμε
Μας καρτερεί, ο λαμπρός, ουρανός.
Φόβοι και αμφιβολίες, με είχανε δέσει βαριά
κι ήταν για μένα το μέλλον, μια φοβερή καταχνιά.
Μα τώρα έφερε Εκείνος, το έλεος Του γλυκύ
και μ’ ελευθέρωσε αλήθεια, απ’ τη φρικτή φυλακή.
Κάποτε πάθη χαϊδεύουν, το φοβερό μου εγώ
και τότε γρήγορο βλέμμα, ρίχνω ψηλά στο σταυρό:
«Είμαι κι εγώ σταυρωμένος, εκεί μαζί σου, Χριστέ.
Κράτα με πάντα κοντά Σου, για να μη πέσω ποτέ».
30
Σ’ ένα λόφο ψηλά στέκει κάποιος σταυρός,
μένει αιώνες στημένος εκεί. Πόσα μάτια θωρούν, πόσα στήθη σκιρτούν,
και στη θέα του ύμνοι αντηχούν.
Το καμάρι μας είναι ο σταυρός, όπου ανέβη ο Σωτήρας Χριστός.
Κάποια μέρα το ξύλο αυτό,θα μας γίνει στεφάνι ανθηρό.
Απ’ αυτόν το σταυρό, μια μεγάλη κραυγή,
αντιλάλησε σ’ όλη τη γη. Πληγωμένου κραυγή, κι όμως νίκης ωδή,
που αναγγέλλει αιώνια ζωή.
Τι μεγάλος σταυρός! Ο καθένας στη γη,
ν’ ατενίσει σ’ αυτόν ημπορεί.
Και να βρει τον Χριστό, να του λέει «σ’ αγαπώ,
και για σένα εδώ καρτερώ».
Σ’ ένα λόφο ψηλά, περιμένει ο σταυρός, και θα μένει ακόμα στητός.
Να σε σώσει ευθύς, τρέξε τώρα εκεί, και θα ψάλλεις μαζί μας κι εσύ.
31
Στον κόσμο γύρω τι ζητάς να βρεις
και ψάχνεις τόσα χρόνια δυστυχής;
Δεν έμαθες ακόμη πώς μακριά απ’ το Χριστό μας δε θα βρεις χαρά;
Έλα, σε περιμένει, ο Ιησούς Χριστός.
Εις τον σταυρό Αυτός ανέβηκε για σε,
Έλα, αμαρτωλέ (έλα σ’ Αυτόν).
Οι δόξες και τα πλούτη κι οι χαρές οι άνομες του κόσμου ηδονές
με θλίψη σου γεμίζουν την καρδιά και η ζωή σου άχαρη κυλά.
Εις τον σταυρό επάνω ο Χριστός για να σε σώσει ανέβηκεν Αυτός.
Σταγόνες αίμα έχυσε για σε να σε λυτρώσει, ω, αμαρτωλέ.
Ω, μη διστάζεις, πρόσελθε σ’ Αυτόν. Μη αναβάλλεις, έλα στον Χριστό.
Ειρήνη, φως, αγάπη και χαρά, είν’ ο Χριστός σε κάθε μια καρδιά.
32
Στο σταυρό εκεί ψηλά είναι κάποια βρύση
Ξεδιψά κάθε θνητό που θα την αγγίσει
Ο σταυρός, ο σταυρός, δόξα και τιμή μου
Θα ναι νίκης σύμβολο μέσα στη ζωή μου
Στο σταυρό κάποια ψυχή βρήκε αγάπη θεία
Τ’ άστρο της αυγής γλυκιά να σκορπά μαγεία
Ξαναδείξε μου Χριστέ του σταυρού το δράμα
Κι ας μου γίνει ο Γολγοθάς στη ζωή μου τάμα
Στο σταυρό θα καρτερώ με χαρά κι ελπίδα
ώσπου να ξεκουραστώ στη γλυκιά πατρίδα
33
Τι χαρά, είμαι παιδί Θεού, βρίσκομαι στην ποίμνη του Χριστού!
Άλλοτε υπόδικος θνητός, τώρα του Θεού ο εκλεκτός!
Τι χαρά, να είμαι του Χριστού, ασφαλής πάντοτε και παντού
Σε κρίση πλέον δε θα ‘ρθώ και δεν θα καταδικαστώ
Το ξέρω πως θα μπω κι εγώ στον ουρανό
Πάντοτε κλειστός ο ουρανός θα ΄ναι για τα έργα της σαρκός
Κείνος που κατέβηκε στη γη έχει το πολύτιμο κλειδί
Του Θεού η χάρη θαυμαστή με την πίστη την αληθινή
Στήνουν την αψίδα τη λαμπρή να περάσω μέσα στη ζωή
34
Το βαρύ το σταυρό Του σηκώνοντας ο Χριστός μου
Προχωρεί στο βωμό της θυσίας Του, πράος αμνός
Τα δικά μου τα άθλια κρίματα οδηγούνε τα θεία του βήματα
Στο Γολγοθά
Για με υποφέρει ο Χριστός στο σκληρό το σταυρό
Το δρόμο μ’ ανοίγει του ουρανού το αίμα Του
Κι αν τα αγκάθια ματώνουν τ’ ολόξανθο Του κεφάλι
Και τα δάκρυα κυλούνε στην άσπιλη θεία μορφή
Το βαρύ το φορτιό των κριμάτων μου
Πιο βαθιά την καρδιά Του επλήγωνε, τη θεϊκιά
Πέρ’ ακόμα απ’ τον πόνο που όργωνε την καρδιά Του
Κι απ’ το μέγα και θείο μαρτύριο του Γολγοθά
Η αγάπη εντός Του θριάμβευε και το σχέδιο το μέγα εσφράγιζε
Του λυτρωμού
Κι αν ο πόνος φωλιάζει μες τις καρδιές των ανθρώπων
Κι αν της θλίψης τα νέφη σκοτείνιασαν κάθε μορφή
Πέρα κει θριαμβεύει αβασίλευτος
του Χριστού μας ο ήλιος χρυσίζοντας Τον ουρανό
35
Χαμομήλι ας είμαι στον κήπο Σου
Της καρδιάς Σου Χριστέ ένας χτύπος Σου
Μάρτυρας Σου κι εγώ ταπεινός να γενώ
Στη γωνιά μου πιστά να Σε υπηρετώ
Ένα αρνάκι να είμαι στην ποίμνη Σου
Να μ’ ευφραίνουν Χριστέ μου οι ύμνοι Σου
Σε βοσκές χλοερές, παραδείσιες λαμπρές
Στης χαράς Σου να ζω τις δροσοπηγές.
Σαν ακτίνα να φέγγω τριγύρω μου
Η ζωή Σου να είναι το μύρο μου
Σε σκοτάδι πυκνό να φωτίζω κι εγώ
Όσους θέλουν να βρουν τη στενή οδό.
36
Χάρις! Τι έργο, γεμάτο αγάπη, που σε ενώνει με τον Θεό
Αυτή σε σώζει και σου ανοίγει τον ουρανό
Χάρις, τι έργο, γεμάτο αγάπη, που σε ενώνει με τον Θεό!
Κοίτα το αίμα για σένα τρέχει, για σε πληρώνει κάθε σταξιά
Αυτό σε πλύνει και σου χαρίζει τον ουρανό
37
Ω, κάποια μέρα θα ρθει ο Χριστός θα φύγει η νύχτα, θα ρθει το φως.
Η εκκλησία θα αρπαχτεί, με τον Νυμφίο θ’ ανταμωθεί.
Μια μέρα αιθέρια, μέρα γλυκιά, θα λείψει ο πόνος, και η φθορά.
Θα παύσει η μάχη πάνω στη γη και θα ρθει η νίκη, η ποθητή.
Θα ρθει μια μέρα, κι ο ήλιος πια δεν θ’ ανατείλει, ποτέ ξανά.
Τα πάντα νέα, γη κι ουρανός κι αιώνιος ήλιος, θα ΄ν ο Χριστός.
Ω, κάποια μέρα, μια χρυσαυγή ο Κύριός μου, θα κατεβεί
και θα με πάρει, με τους πιστούς να ζω αιώνια, στους ουρανούς.
38
Ω, Κύριε μου, πόσο σε θαυμάζω, κι εκστατικός τα έργα Σου κοιτώ
Βλέπω το φως, τον ήλιο και τ’ αστέρια, που Συ εσκόρπισες στον ουρανό.
Τότ’ η ψυχή μου ψάλλει και υμνεί τη δόξα Σου τη θαυμαστή
Και μέσ’ απ’ την καρδιά μου ταπεινά σ’ ευχαριστώ για όλα αυτά.
Όταν κοιτώ τα πλάτη του πελάγου, τα όρη τα ψηλά, τους κεραυνούς
Μεγαλοπρέπεια είσαι ντυμένος και κυβερνάς Εσύ τους ουρανούς.
Όταν σκεφτώ ότι Εσύ, Θεέ μου, για με τον άθλιο κι αμαρτωλό
Τον μόνο Σου Υιό δεν ελυπήθης, αλλά τον είδες πάνω στο σταυρό
Σαν θυμηθώ πως ο Σωτήρ μου θά ρθει να με αρπάξει για τον ουρανό
Κι εκεί μπροστά στο θρόνο Σου Πατέρα δικαιωμένος θα παρασταθώ.
39
Ω, μην αγωνιάς πιστέ ό,τι κι αν σου συμβεί
Είν’ οι φτερούγες του Θεού ασπίδα και ζωή
Φροντίζει ο Θεός ολημερίς κι ολονυχτίς
Είναι Πατέρας σου και κηδεμόνας σου
Όταν λυγίζει η καρδιά σε μέρες σκοτεινές
Πάρε το φως της χάρης Του να γίνουν φωτεινές
Όποια κι αν είν’ η χρεία σου, την ξέρει ο Θεός
Ω, μην ανησυχείς πιστέ και θ΄απαντήσει Αυτός
Κι αν είν’ ο δρόμος άγνωστος, ω, άπλωσε γοργά
Πίστεως χέρι στον Θεό και κράτα το γερά
40
Ω, να η στρατιά των πιστών περνά το βουνό των παθών
Κι ανοίγουν στην άγρια πλαγιά το δρόμο που φτάνει ψηλά
Εμπρός! Εμπρός, ν’ ανοίξει ο δρόμος, εμπρός!
Εμπρός, εμπρός, να ‘ρθεί να περάσ’ ο Χριστός.
Με μόχθο δουλεύουν τη γη τη χέρσα τη γη των ψυχών
Που χρόνια πληγώνουν βαριά τριβόλια αμαρτίας πολλά
Ο δρόμος θ’ ανοίξει, εμπρός, θα ‘ρθει να περάσ’ ο Χριστός
Κι η μαύρη του μίσους καρδιά θα γίνει αγάπης φωλιά
Και στάζουνε δάκρυα πικρά μετάνοιας σε κάθε καρδιά
Κι εκεί όπου ζούσαν θεριά, αρνάκια βελάζουν γλυκά.
41
Ω, πες μου και πάλι για Κείνον που όνομα έχει γλυκύ
Που η ευωδιά Του σαν κρίνο σκορπίζεται μες την ψυχή
Για Κείνον π’ αγάπησε μένα και άφησε τους ουρανούς
Και έπαθε τόσα για μένα, ω, δεν το χωράει ο νους
Ω, τι όνομα γλυκύ Χριστός, για κάθε πιστού ψυχή Αυτός
Με πόση χαρά το ψάλλον παντού το όνομα του Χριστού
Γραμμένο μες την καρδιά μου θα μένει παντοτινά
Και στον ουρανό μ΄αγγέλων χορό αιώνια θα Τον υμνώ
Ω, πώς να ξεχάσω Εκείνον που είχε στεφάνι λαμπρό
Με δάφνες αιώνιας δόξας αμάραντο στον ουρανό
Και τ’ άφησε για να φορέσει στον κόσμο αυτό το σκληρό
Στεφάνι απ’ αγκάθια του πόνου για με τον αμαρτωλό
Πώς θέλω για τ’ όνομα εκείνο ν’ ακούω το βασιλικό
Που δόθηκε δώρο σε μένα τον άθλιο αμαρτωλό
Κι αν πέθανε Κείνος για μένα, εγώ θα ζήσω γι’ Αυτόν
Πιστός ως το τέλος θα μείνω κι αιώνια θα ζω μ’ Αυτόν.
42
Ω, πιστέ, προχώρα και μη σταματάς.
Της ζωής ο δρόμος, είναι Γολγοθάς.
Όσο κι αν σε θλίβει, τώρα το κακό,
σε προσμένει δόξα, κει στον ουρανό.
Ω, αγάλλου, οδοιπόρε, στο ταξίδι σου αυτό.
Έχεις σύντροφο τον πράο, τον γλυκύτατο Χριστό
Όσο κι αν η νύχτα, είναι σκοτεινή, στην καρδιά σου μέσα, δε μπορεί να μπει.
Κι αν σαν οδοιπόρος, τώρα κουραστείς, κάποτε για πάντα, θα αναπαυθείς.
Έχει ακόμα δρόμο, για τον ουρανό, δύσκολο, θλιμμένο, και πολύ στενό.
Μα και του Πατέρα, η άσωστη πηγή, έχει, να ζητήσεις, πίστη πιο τρανή.
43
Ω, πώς αγαπώ τον γλυκύ μου Χριστό,
τι λόγια να βρω για να πω
Ό,τι έχει κάμει εκεί στο σταυρό για μένα τον αμαρτωλό
Επλήρωσ’ Αυτός τη δική μου ποινή με το αίμα Του το ακριβό
Με πήρ’ από άδη φρικτό, σκοτεινό, να ζω σε λαμπρό ουρανό
Ω, πώς αγαπώ τον Χριστό μου εγώ,
μαζί Του παντού προχωρά
Μαζί Του ο δρόμος κι αν είναι τραχύς, για με είναι τόσο γλυκύς
Ω, πώς αγαπώ τον Σωτήρα Χριστό
γι’ Αυτόν κάθε τι παραιτώ
Κι ανάλαφρος μες τη ζωή περπατώ με βάρος γλυκύ τον σταυρό
44
Ω, Χριστέ μου, πώς ποθώ να δουλέψω και εγώ
Και για σένα κάτι τι να προσφέρω σαν παιδί.
Θέλω μέσα στη θερμή Σου αγκαλιά
Όπως χαίρομαι εγώ να χαρούν κι άλλα παιδιά
Ω, Χριστέ σ’ ευχαριστώ που μου δίνεις τη χαρά
Για να λέω στα παιδιά πως σε έχω στην καρδιά
Στον μεγάλο Σου αγρό που δουλεύουν οι πιστοί
Θα σου ρίξω και εγώ λίγους σπόρους μες τη γη.