Μετάφραση του ποιήματος «ΓΕΙΤΟΝΑ ΕΣΥ ΘΕΕ» του Ράινερ Μαρία Ρίλκε
με σύντομο σχόλιο
της
Γιούλικας Masry
Ας μη σταθούμε στις βιογραφικές πληροφορίες για το μποέμ Αυστριακό ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε ότι είχε δηλώσει πως η μόνη λύτρωση και σωτηρία του αθρώπου είναι η τέχνη. Ούτε στην ποιητική αφέλεια των πρώτων στίχων του ποιήματός του «ΓΕΙΤΟΝΑ ΕΣΥ ΘΕΕ» ότι ο Θεός έχει την ανάγκη του ανθρώπου στη μοναξιά Του… έστω να Του φέρει ένα ποτήρι νερό! Ούτε ακόμα στο απαλό παράπονό του πως ο Θεός δεν μας δίνει μια απτή απόδειξη της Ύπαρξής Του… ένα μικρό σημάδι, δεν μας κάνει έστω ένα απλό νόημα. Ας μείνουμε καλύτερα στο φώς που καίει σαν αναμμένη δάδα μέσα στην ψυχή του Ρίλκε, το ίδιο όπως και στην ψυχή του κάθε ανθρώπου, για να Τον γνωρίσει, κείνο το φως με το οποίο ο καθένας—αρνητής, αμφισβητητής ή αναζητητής—Τον αποζητεί στα μύχια του είναι του. Αλλά ας μην παραλείψουμε να μείνουμε επίσης και στο τείχος που χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό τον Οποίο όμως η καρδιά τόσο ποθεί: είναι το τείχος του «φαίνεσθαι» που κρύβει το «Είναι» του Θεού, το τείχος των εικόνων και των κάθε είδους αναπαραστάσεών Του στον κόσμο, από τα άκαμπτα θρησκευτικά δόγματα ως τις σκληρές ανθρώπινες συμπεριφορές πιστών που κάθε άλλο παρά αναδίνουν το άρωμά Του. Το πλήθος αυτών των «φαίνεσθαι» είναι τόσο μεγάλο και απειλητικό που τρομάζει τον ποιητή-αναζητητή και τον κάνει κάποια στιγμή να φοβάται πως ο πόθος του, πύρινος όσο κι αν είναι, θ’ αναλωθεί σ’ ετούτες τις εικόνες και στο νεκρό τους περιτύλιγμα… Και τότε; Τότε πολύ φοβάται ο ποιητής πως κι η ψυχή του θα ξεστρατίσει και θα πορεύεται στη ζήση ολομόναχη, περιπλανώμενη, άστεγη. Και ποιος δεν θα φοβόταν κάτι τέτοιο;;;
Γ. Μ.
Γείτονα Εσύ Θεέ!
Γείτονα Εσύ Θεέ, όταν εγώ καμιά φορά
τη νύχτα Σε ξυπνάω με χτύπους δυνατούς,
αυτό είναι γιατί σπάνια Σ’ ακούω ν’ ανασαίνεις
και το ξέρω: στην Αίθουσα είσαι μόνος∙
κι όταν κάτι χρειαστείς, κανείς δεν είν’εκεί
για να Σου φέρει—ψαχουλεύοντας τυφλά—ένα νερό να πιείς.
Εγώ πάντα αφουγκράζομαι. Δώσ’ μου ένα μικρό σημάδι.
Είμαι πολύ κοντά.
Ανάμεσά μας δεν υπάρχει παρά ένας φτενός τοίχος
και τούτο κατά τύχη, γιατί θ’αρκούσε
μια φωνή απ’ τα χείλη Σου ή τα δικά μου
να τον γκρεμίσει
—κι αυτό αθόρυβα και άηχα
Είναι απ’ τις εικόνες Σου φτιαγμένος.
Εκείνες στέκουν μπρος Σου και Σε κρύβουν σαν ονόματα.
Αλλ’ όταν μέσα μου το φως σαν δάδα ανάψει,
το φως με το οποίο Σε γνωρίζω στα βαθιά μου μύχια,
η λάμψη στων εικόνων τις κορνίζες αναλώνεται.
Και τότε οι αισθήσεις μου, που καταπέφτουν γρήγορα
εξόριστες μακριά Σου, πορεύονται στην άστεγη οδό τους.
Rainer Maria Rilke
Μετάφραση: Γιούλικα Masry (14 Οκτ. 2014)