Μια αληθινή ιστορία της Γιούλικας Κ. Masry
Παλιά τα δώρα τα πρόσφεραν την Πρωτοχρονιά και όχι τα Χριστούγεννα, όπως έχει καθιερωθεί τώρα, αλλά εγώ για τα φετινά Χριστούγεννα πήρα—κάποιες μέρες πριν το Δώρο της Γέννησης του Χριστού—ένα άλλου είδους δώρο που ούτε το πρόσμενα ούτε μου’δωσε χαρά, αλλ’ αντίθετα μια βαθιά και πένθιμη θλίψη, τόσο αβάσταχτη που έφραξε κι αυτούς ακόμα τους κρουνούς των δακρύων μου, έτσι που δεν μπόρεσαν να στάξουν ούτε μία ανακουφιστική σταγόνα. «Δάκρυ ένας κόμπος / πώς να ζεστάνει ο κόσμος;», έγραφα παλιότερα αναφερόμενη στη σκληρή καρδιά που, όντας σε πτώχευση, δεν μπορεί να διαθέσει ούτε ένα δάκρυ για να λιώσει τους πάγους της αποξένωσης. Μα σήμερα η απουσία των δακρύων οφειλόταν σε άλλη αιτία: Στο αναπάντεχο και αβάσταχτο του φορτίου του πόνου που έπεσε τόσο βαρύγδουπα στης καρδιάς μου τους ώμους ώστε να φράξει εντελώς τη δάκρυνη κρήνη.
Καθόμουν στο γραφείο μου και εργαζόμουν όταν χτύπησε το τηλέφωνο κι από μέσα του ξεπήδησαν—ασυγκράτητα, αν και όχι ασυγκρότητα—βέβηλα λόγια εναντίον μου, σπαθιές και ακοντιές βησιγοτθικής βαρβαρότητας από χείλη νεανικά και αλαζονικά που χρόνια τώρα αγαπάω σαν παιδί. Οι πληγές έχουν φωνή πόνου και διαμαρτυρίας αλλά στην πλήρη κατεδάφιση του είναι μου που ακολούθησε χάθηκε ακόμα κι εκείνη αφήνοντας στα χείλη μου ασύλλαβους στεναγμούς. Ένιωσα μόνο πως βούλιαζα. Όχι μεταφορικά αλλά κυριολεκτικά. Καθισμένη όπως ήμουν στη βαθυπράσινη καρέκλα του γραφείου μου με τη λεία επιφάνεια, άρχισα σιγά σιγά να γλιστράω, γλιστράω, γλιστράω…Ακόμα λίγο και θα’πεφτα στο πάτωμα. Το σώμα μου δεν το άντεχε τόσο βάρος.
Θυμήθηκα δεν θυμήθηκα τα λόγια στο ευαγγέλιο του Ματθαίου, «έλθετε προς με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, και εγώ θέλω σας αναπαύσει» (11/28), δεν μπορώ να το βεβαιώσω με σιγουριά. Μάλλον ήταν απλά η «φυσική» απάντηση της νέας εκείνης φύσης που φυτρώνει στον κάθε χριστιανό τη μέρα που γονατίζει στην αποκάλυψη της δικής του αναξιότητας, ενώ συγχρόνως εμπιστεύεται τη σωτηριακή μεσολάβηση, για δική του χάρη, του Λυτρωτή και Σωτήρα Χριστού, προκειμένου ο ίδιος να συνεχίσει το ταξίδι της ζωής του σε άλλη βάση. Ενστικτωδώς, με αυτή την έννοια του ενστίκτου, άρχισα ν’ απλώνω τα χέρια μου—κυριολεκτικά και όχι συμβολικά—κι ένα ένα τα πλήγματα να τα εναποθέτω κι εγώ (μαζί με τους εμπαίκτες και υβριστές του Ιησού) στους ίδιους εκείνους ώμους που σήκωσαν το Σταυρό. Όσο το δικό μου βάρος αλάφρωνε, τόσο ένιωθα μέσα μου ν’ αλαφρώνει και το κρίμα των βάναυσων χειλιών που εξακολουθούσαν να αμαυρώνουν τους ορίζοντές μου και τους ορίζοντες του Θεού. Η ανακούφιση που άρχισε να γίνεται αισθητή στα λημέρια της καρδιάς μου όλο και αύξαινε, τόσο που συνέλαβα κάποια στιγμή τον εαυτό μου ν’ αναλογίζεται συμπονετικά πόσο σκοτάδι θα’πρεπε να σκιάζει εκείνη την καρδιά για να της κρύβει παντελώς το φως της δικαιοσύνης, του σεβασμού στην προσωπικότητα του ανθρώπου, που’ναι η εικόνα και η ομοίωση του ίδιου του Θεού, ή και του ελέους. Τι δράμα πρέπει να εκτυλισσόταν πίσω από κείνους τους καταρράχτες της βίας—τους κάθε καταρράκτες της βίας!
Έπειτα νύχτωσε. Κοιμήθηκα μονοκόμματα ως το πρωί. Μια δυο τρεις τέσσερις μέρες έμεινα μουδιασμένη, σαν να σηκωνόμουν από μεγάλη αρρώστια. Έκανα τα πάντα, ως και τη δουλειά μου, αλλά μουδιασμένα, διστακτικά, αβέβαια, λες και ενεργούσα από την περιφέρεια της ύπαρξής μου αφού είχε σαλευτεί το κέντρο βάρους μου. Στη μνήμη μου ερχόταν καθημερινά η μοναδική φράση που είχα καταφέρει να ψελλίσω όσο διαρκούσε η θύελλα, μια φράση που είχε κάνει κι εμένα την ίδια ν’ απορώ. Είχα απαντήσει—παράλογα θα’λεγε κανείς για να μην πω ηλίθια: «Μα εγώ είμαι αισιόδοξη κι έχω εμπιστοσύνη ότι στο μέλλον όλα θα πάνε καλά και εν γένει αλλά και μ’εμάς.»
Καθόλου δεν θυμήθηκα εκείνη τη στιγμή τον Παύλο που είχε πει το συχνά παρερμηνευμένο ως αρετή μοναδικού θάρρους και αισιοδοξίας (μια ανέκαθεν προσφιλή θέση του ανθρώπου από τον ηρωισμό της αρχαίας ελληνικής εποχής ως την έξαρση της «θετικής ενέργειας» στις μέρες μας): «τα μεν οπίσω λησμονών εις δε τα έμπροσθεν επεκτεινόμενος» (Φιλιπ. 3/ 14). Αλλά ήρθε και μου το θύμισε ένα άρθρο του Austin- Sparks που έτυχε να ξαναδιαβάσω πρόσφατα—«Να θυμάσαι και να ξεχνάς»[1]— το οποίο έλεγε πως ο Παύλος, όταν έγραφε αυτά, βρισκόταν αλυσοδεμένος στη φυλακή και πως για κείνον τα «όπισθεν» που θα λησμονούσε δεν ήταν μόνο η ζωή του πριν γνωρίσει το Χριστό αλλά και το κάθε «τώρα» του το οποίο μπορεί να έκλεινε μέσα του ένα πλήθος απογοητεύσεων και αποθαρρύνσεων, την αντιμετώπιση φοβερής εναντίωσης ή ίσως και κατάθλιψη. Και αυτό γιατί «τα πάντα», μα πραγματικά «τα πάντα» (ακόμα κι η αξιοπρέπεια και ο στοιχειώδης αυτοσεβασμός του ανθρώπου), είναι σκύβαλα μπρος στην κλήση μας από το Θεό εν τω Χριστώ Του να ξαναγίνουμε παιδιά Του υιοθετημένα και να ζήσουμε τη ζωή μας σ’ αυτή τη γη με την πρόγευση της ανάστασης, τη μοναδική βάση της ελπίδας μας η οποία μας σώζει από κάθε απελπισία.
Απαντώντας στο ερώτημα που θέτει ο ίδιος ο συγγραφέας στον εαυτό του αλλά και σε κάθε πιστό, τι θα ήταν σωτήριο σε μια ώρα μεγάλης κρίσης, ο Austin-Sparks γράφει τα εξής ως σχόλιο στην παραπάνω ρήση του Παύλου: «Σας συμβουλεύω να είναι ο Χριστός ο οποίος είναι ψηλότερα απ’ όλα αυτά. Δεν μπορείτε να εγκαταλείψετε τα πάντα εξαιτίας των δυσκολιών, διότι εκείνο το οποίο έχετε δει στον Ιησού Χριστό είναι τόσο αληθινό. Δεν είναι μόνο λόγια. Είναι το προσωπικό σας ουράνιο όραμα. Το έχετε δει και ό,τι έχετε δει δεν μπορείτε να το διαγράψετε. Ό,τι έχει έρθει σε σας δεν μπορείτε να το αφήσετε να φύγει σαν να ήταν απλά και μόνο ένα πράγμα, διότι είναι η ίδια η ζωή σας».
Παρόλο που την ώρα εκείνη της καταιγίδας δεν είχα έτσι συνειδητά συνδέσει το άνοιγμα που έκανα στην πληρότητα του Ιησού Χριστού ως βάση για την υπέρβασή μου, εκεί και μόνο θα μπορούσε να ήταν στραμμένο το βλέμμα της ψυχής μου για να μπορέσω να αρθώ από την αγωνία της στιγμής και να οραματιστώ μια εξέλιξη εντελώς διαφορετική από κείνη που εγγυούνταν τα δεδομένα της περίστασης: Να οραματιστώ αφενός μια δική μου απελευθέρωση από τα δεσμά της πικρίας και αφετέρου μια ακόμα μεγαλύτερη απελευθέρωση η οποία έκλεινε μέσα της και την άλλη ψυχή, την ψυχή που ήταν η πρωταγωνίστρια σ’ αυτή τη θλιβερή ιστορία, σ’ ένα σχήμα που κινητήρια δύναμή του ήταν αποκλειστικά η ελεύθερη από κάθε αμοιβαιότητα εν Κυρίω αγάπη για κείνη.
Το έχει βέβαια πει ο κόσμος στο τραγούδι του πως «η αγάπη όλα τα υπομένει, η αγάπη όλα τα ελπίζει, δίνει ζωή στην οικουμένη κι η γη γυρίζει…». Το έχει πει και ο Παύλος στο περίφημο δέκατο τρίτο κεφάλαιο της Πρώτης προς Κορινθίους επιστολής του («η αγάπη μακροθυμεί… δεν ζητεί τα εαυτής… πάντα ανέχεται, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει…»). Αλλά από πού θα αντλήσει ο άνθρωπος αυτή τη δύναμη; Μόνο από τη θεώρηση των «έμπροσθεν», της αιωνιότητας, του αναστημένου Ιησού, η Χάρη του οποίου μάς αρκεί (Β Κοριν. 12/9). Μόνο από τη συσχέτιση αυτής της ελπίδας με τη βαθιά και διαρκώς εμπλουτιζόμενη συνειδητοποίηση ότι μέσα μας δεν κατοικεί τίποτε το αγαθό (Ρωμ. 7/18), δεν υπάρχει ίχνος δικαιώματος με βάση την αξία μας και γι’ αυτό εκείνα που πρέπει πάντα να λησμονούμε είναι όλα τα περί τον άνθρωπο. Αυτά είναι τα παρελθόντα και δεν έχουν μέλλον, γιατί το μέλλον δεν ξεκινάει απ’ αυτά—σ’ ένα αργό ή γρήγορο προοδευτικό ξεδίπλωμα. Το μέλλον είναι «άλλο». Είναι «εξω απ’ αυτά». Είναι «Άνωθεν». Είναι «εκ Πνεύματος» (Ιωάνν. 3/5). Είναι μέσα στον Ιησού Χριστό. Είναι στη γέφυρα που οικοδόμησαν από αγάπη για μας τα σταυρωμένα Του χέρια για να μας συμφιλιώσουν με το Θεό από τον οποίο είχαμε ξεκοπεί μετά την αποστασία της ανυπακοής μας. Είναι μες στο ποτήρι που Εκείνος ήπιε για λογαριασμό και για χάρη μας. Από αγάπη…
Μόλις και μετά βίας προλάβαινα να φορέσω την αγωνιστική φορεσιά μου για την Πρωτοχρονιά, τη στολή την καινούργια η οποία, δίχως ίχνος παρελθοντικής θύμησης, θα ξεδιπλωνόταν προς τα μπρος και προς τα Άνω σαν αντίστροφο νυφικό πέπλο που αντί για ουρά θα είχε ως προπομπό και οδηγό τον Ίδιο το Μεσσία. Τόσο κοντά είχαν γίνει όλα τούτα τα ολοκαίνουργα στη γιορταστική πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου! Κι έπειτα ήρθε η μέρα της παραμονής της πρωτοχρονιάς, οπότε δεν μας χώριζαν παρά ώρες από το «καινούργιο»…Μαζί με τα παιδιά που ήρθαν το πρωί στην πόρτα να μου πουν τα κάλαντα ήρθε και κάτι άλλο απροσδόκητο: Δώρα!! Πραγματικά δώρα αυτή τη φορά και όχι σαν εκείνα τα «άλλου είδους» που με είχαν τόσο πονέσει τα Χριστούγεννα. Δώρα καλοτυλιγμένα και βαλμένα προσεχτικά σε χρωματιστές τσαντούλες με πολύχρωμες κορδελίτσες. Δώρα διαλεχτά. Δώρα ακριβά, κι ας μην τα είχα ακόμα ανοίξει—αλλά αυτό φαινόταν ξεκάθαρα απ’ τη φίρμα των μαγαζιών απ’ όπου προέρχονταν.
Η προέλευσή τους ωστόσο δεν ήταν όμοια μ’ εκείνη των δώρων του Ιακώβ προς τον Ησαύ για να τον εξευμενίσει—που ήταν μεν σταλμένα με «κομιστές» αλλά κι ο ίδιος ο Ιακώβ ακολουθούσε από πίσω. Τα δικά μου είχαν την προέλευσή τους αποκλειστικά σε πρόσωπα «άλλα» απ’ την πρωταγωνιστική φιγούρα που με είχε ισοπεδώσει λίγες μέρες πριν, πρόσωπα «συγγενικά» της, «ομοειδή», «προστατευτικά» του image της—ή ίσως και «επικαλυπτικά»—κι άντε τώρα να βρεις την άκρη για το ποιο μπορούσε να αποτελεί το «είναι» και ποιο το «φαίνεσθαι» σ’ αυτή την καταβολή υπέρ τρίτου, όπως λέμε και στα νομικά…
Ξαναμούδιασα και πώς να τρέξει κανείς τον «καλόν αγώνα» μουδιασμένος; Για να ξεφύγω από την ακινησία μπήκα στο αυτοκίνητό μου και άρχισα να οδηγώ χωρίς συγκεκριμένο στόχο ή κατεύθυνση. Ο νους μου βιδωμένος στη Γένεση. Τι ακριβώς είχε συμβεί με τα δώρα απ’ τον Ιακώβ στον Ησαύ; Τον είχε σίγουρα αδικήσει ο Ιακώβ τον Ησαύ με τα πρωτοτόκια κι έπειτα, για να τον καλοπιάσει, του’στειλε αναρίθμητα δαμάλια και πρόβατα, ταύρους και καμήλες με τα μικρά τους και άλλα πάμπολλα και πλούσια αγαθά… Στους κομιστές των δώρων παράγγειλε ωστόσο να του το δηλώσουν ότι, να, έρχεται από πίσω και ο ίδιος ο «οφειλέτης».
Μόνο που ο Ιακώβ δεν ακολούθησε αμέσως. Καλά τα εξιλεωτικά δώρα, αλλά είχε να κάνει κάτι άλλο πριν, κάτι βαθύτερο, ουσιαστικότερο και σπουδαιότερο: Να γνωρίσει τον εαυτό του απέναντι του Θεού—και μετά ας έκανε και δώρα. Έτσι, τη νύχτα εκείνη βρέθηκε να παλεύει με τον άγγελο του Κυρίου. Και ήθελε και δεν ήθελε να λυγίσει ο φταίχτης Ιακώβ, όπως άλλωστε κι ο καθένας μας! Τρομερή η πάλη. Ως και ο άγγελος κουράστηκε και του ζήτησε να σταματήσουν. Αλλά ο Ιακώβ επέμεινε να μη φύγει ο αντιπρόσωπος του Θεού αν δεν τον ευλογήσει! Και έτσι κι έγινε. Νικήθηκε τελικά απ’ τον άγγελο του Θεού ο Ιακώβ, προκειμένου να μπορέσει να «νικήσει» ο ίδιος στον αγώνα της υποταγής του εγώ του στο Θεό έτσι ώστε να μπορεί να είναι μέλος της Βασιλείας των Ουρανών και μέτοχος της Θεϊκής αγάπης. Από τη στιγμή εκείνη αλλάζει και στη Γραφή το όνομα του Ιακώβ και του δίνεται ένα ολοκαίνουργο όνομα για να ταιριάζει και με τη νέα του ταυτότητα: Από Ιακώβ, που σημαίνει στα εβραϊκά «υποσκελιστής» (υποσκελιστής του Ησαύ δηλαδή), τώρα πια λέγεται Ισραήλ, που θα πει «εκείνος που υπερίσχυσε με το Θεό» γιατί δέχτηκε να νικηθεί από Κείνον. Τι θαυμαστή υπέρβαση! Τι υπέρβαση εκ των Άνω!
Είχα ενθουσιαστεί στη θύμηση αυτής της Βιβλικής αφήγησης που ξετυλιγόταν στο νου μου σαν να’χα μπρος μου ανοιχτή τη Γραφή μου και να τη διάβαζα την ίδια εκείνη ώρα που οδηγούσα (κεφάλαιο 32 για την ακρίβεια!). Και στα πρώτα χρόνια της πίστης μου με είχε απασχολήσει το θέμα του Ιακώβ όταν, έκθαμβη μπρος στην αλλαγή καρδιάς και πορείας ζωής του πατριάρχη, κατέγραφα τις σκέψεις μου σ’ ένα κείμενο με τίτλο «Ιακώβ: Ο νικημένος νικητής».[2] Πάνω στον ενθουσιασμό μου που ξαναθυμήθηκα με ακρίβεια αυτή την ιστορία για τα δώρα και το «μεγαλύτερο απ’ τα δώρα» δώρο—στον ενικό—της εσωτερικής αλλαγής του ανθρώπου, καθώς και τη συσχέτισή τους με την τωρινή δική μου εμπειρία, άρχισα να τρέχω περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε χωρίς καν να το συνειδητοποιώ.
Καλά έκανε βέβαια ο Ιακώβ να διαλέξει την πορεία προς τα Άνω, προς το Θεό, και να μην παραμείνει δέσμιος του εγώ του ή των ανθρωπίνως επινοούμενων τεχνασμάτων να εξιλεωθεί με δώρα. Εγώ όμως δεν έκανα καλά να γλιστρήσω και πάλι προς τα «όπισθεν» και να καταλήξω να μετράω με το υποδεκάμετρο τις πράξεις ή παραλείψεις μιας άλλης ψυχής («δεν έκανε το βήμα της ψυχικής γονυκλισίας, προσπάθησε να τα μπαλώσει με δώρα—αν το έκανε έστω κι αυτό…»). Από κει που ήμουν ένα απελευθερωμένο από τα «όπισθεν» άτομο, ξαναεγκλωβίστηκα στα παρελθόντα. Έκρινα, καταδίκαζα, αυτοδικαιωνόμουν και έπαιρνα την ανηφόρα για τους «υψηλούς τόπους» του εγώ μου με ταχύτητα στο καντράν του αυτοκινήτου μου που άνετα θα δικαιολογούσε κλήση αν τύχαινε και βρισκόταν εκεί κοντά η τροχαία.
Η αστυνομία όμως δεν ήταν εκεί και σωστά ισχυρίζονται στις αμφισβητούμενες παραβιάσεις του κ.ο.κ. ότι ο οδηγός πρέπει τελικά πάντα να παίρνει κλήση, παρόλες τις τυχόν αμφιβολίες, γιατί είναι τόσες πολλές οι άλλες φορές που έχει παραβεί το νόμο χωρίς συνέπειες… Κάποια στιγμή έκοψα ταχύτητα από μόνη μου, λες κι ένα εσωτερικό φρένο ήρθε να με συγκρατήσει. Αν όμως τέλειωνε εδώ η βιωματική εμπειρία μου θα μπορούσα ως και να υπερηφανευτώ για την αυτοκυριαρχία μου! Ωστόσο, δεν τέλειωνε εδώ γιατί, σύντομα, απ’ το πουθενά, ήρθε να με συναντήσει μια νέα αντικειμενική τάξη πραγμάτων στο σχεδιασμό της οποίας δεν είχα παίξει κανέναν απολύτως ρόλο με τη θέλησή μου. Ξαφνικά, βρέθηκα να οδηγώ σ’ ένα δρόμο που ήταν αδιέξοδο! Δεν υπήρχε καμία προειδοποιητική σηματοδότηση γι’ αυτό. Ήταν μάλιστα κι ένα σωρό αυτοκίνητα παρκαρισμένα κι απ’ τις δύο μεριές του στενού αυτού μονόδρομου που θα ήταν αδύνατο να υποπτευθεί κανείς από την αρχή ότι η οδός εκείνη στο τέλος θα κατέληγε σε αδιέξοδο (αλήθεια, πώς θα έφευγαν όλα αυτά τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα;) Έκοψα ταχύτητα γιατί ο δρόμος ήταν στενός χωρίς όμως να κόψω εξίσου αποτελεσματικά και την ταχύτητα της εσωτερικής ανάλυσης στην οποία είχα επιδοθεί ως προς τα κίνητρα της πρωταγωνιστικής φιγούρας της πρόσφατης βιωματικής εμπειρίας μου, και μάλιστα με βιβλική επιβεβαίωση για την ορθότητα της κρίσης μου! Πορευόμουν σε δύο μονόδρομους για κανέναν από τους οποίους δεν είχα την παραμικρή υποψία.
Ώσπου κάποια στιγμή έφτασα στο πραγματικό αδιέξοδο του δρόμου στον οποίο οδηγούσα και είδα ότι το πέρασμα φραζόταν από ένα χαμηλό σαν σκαλοπατάκι τειχάκι. Εντελώς παράλογα το αγνόησα και πήγα να το ανέβω—λες και οδηγούσα κανένα τζιπ και όχι το μικρό και εύθραυστο γιαπωνέζικο σεντάν μου. Το αυτοκίνητο αγκομάχησε και πισωγύρισε αφού πρώτα άφησε μια πονεμένη κραυγή απ’ το χτύπημα που έφαγε ο προφυλακτήρας του. Κοινός νους θα έπρεπε να με είχε αποτρέψει απ’ το «δις εξαμαρτείν», αν μη τι άλλο για ν’ αποφύγω μεγαλύτερη ζημιά στον προφυλακτήρα. Αλλά ξαναδοκίμασα και φυσικά ξαναχτύπησα δυνατότερα τον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου μου. Ρίχνοντας μια βιαστική ματιά στον καθρέφτη είδα ότι πίσω μου βρίσκονταν και άλλοι πλανημένοι. Σταμάτησα αποφασιστικά τη μηχανή, άνοιξα την πόρτα και πήγα προς το μέρος τους να τους αναγγείλω λακωνικά πως έπρεπε να πάμε όλοι πίσω με την όπισθεν, γιατί είχαμε πέσει σε αδιέξοδο.
Καθώς πρόφερα στους πίσω τα λόγια αυτής της διαπίστωσης ένιωσα να ελέγχεται η καρδιά μου απ’ αυτή και μόνο την προφορική μου παραδοχή ότι «ήμουν σε αδιέξοδο». Ξαναμπήκα στο αυτοκίνητο κι όσο περίμενα να οπισθοχωρήσουν οι πίσω μου πριν ξεκινήσω κι εγώ τη δική μου υποχώρηση, ένα πνεύμα πράο, ταπεινό και ησύχιο πλημμύρισε την καρδιά μου λες και ο Θεός ήταν εκεί Παρών. Νοερά «ξεφύλλισα» το κομμάτι της Παλαιάς Διαθήκης, εκεί στους Αριθμούς (22/21 και επ.), που λέει ότι ο Βαλαάμ δεν έβλεπε πως ο δρόμος που ακολουθούσε ήταν φραγμένος απ’ τον άγγελο του Κυρίου. Δεν ήταν καθόλου τυφλός ο Βαλαάμ αλλά απλά δεν έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του εκείνο από το οποίο ο Κύριος προσπαθούσε να τον αποτρέψει—κι ας το’βλεπε αυτό ξεκάθαρα ως και ο γάιδαρος του που τελικά «μίλησε» για να συνεφέρει τον καβαλάρη του!
Φόβος Κυρίου κατέλαβε την καρδιά μου στη συνειδητοποίηση πως κάτι ήθελε να μου δείξει ο Θεός ως προς τη δική μου ταυτότητα και τη Δική Του, κάτι που ήταν οφθαλμοφανές ως και στα άψυχα αλλά όχι και σε μένα την ίδια. Επειδή μου αρέσει να βρίσκω μέσ’ απ’ τις σελίδες της Αγία Γραφής συσχετίσεις των αφηγήσεων με την καθημερινή μου ζωή δεν σημαίνει ότι διαβάζω και σωστά το Λόγο του Θεού. Ιδίως όταν παρασύρομαι απ’ τις αναλογίες των περιστάσεων και τείνω να βλέπω τους άλλους μέσα στη Βίβλο αντί για τον ίδιο μου τον εαυτό.
Και μετά που έφυγαν οι πίσω μου έμεινα για ένα διάστημα ακίνητη μες στο αυτοκίνητο, μάλλον γιατί η θέση αυτή είναι η μόνη για να αναπαυθεί η ψυχή και να γνωρίσει ο άνθρωπος τον Κύριο και Θεό του. «Ησυχάσατε και γνωρίσατε ότι εγώ είμαι ο Θεός», αντήχησε μελωδικά μέσα μου ο Ψαλμός 46/10 σαν τρυφερό νανούρισμα. Είχα την αίσθηση πως—επιτέλους—ήμουνα στο δρόμο για το «σπίτι»! Πήγαινα προς την κατεύθυνση που υπάρχει μόνο η αγάπη του Θεού, τόσο ως ιδιότητα του Είναι Του όσο και ως ενέργεια που απόδειξή της είναι ο Σταυρός, μια ενέργεια που την ένιωθα κι εγώ τώρα μέσα μου να με «ενοποιεί» νικώντας αποφασιστικά τον κατακερματισμό μου στα χίλια δυο κομμάτια του πριν: Το πληγωμένο ον, το σκεπτόμενο ον, το αισθανόμενο ον, το επικρίνον ον, το ελεητικό ον, το αυτοελεγχόμενο ον, το θεολογίζον ον…
Ήταν αργά το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, σχεδόν ο καινούργιος χρόνος, όταν εγώ, πάντα με την όπισθεν, απεγκλωβίστηκα από το αδιέξοδο, ξαναευθυγραμμίστηκα και πήρα το δρόμο της επιστροφής για το επίγειο σπίτι μου. Βιαζόμουν πολύ, μεταξύ άλλων, για ν’ ανοίξω τα δώρα που τόσο με απωθούσαν πριν! Ήταν πανέμορφα, απαλά, ζεστά… Και είχαν όλα το ίδιο χαρακτηριστικό γνώρισμα: Ήταν προστατευτικά από το κρύο του χειμώνα και της καρδιάς. Με μια κούπα τσάι στο χέρι, κάθισα να περιμένω τα μεσάνυχτα για το επακριβές της αφετηρίας του καινούργιου χρόνου. Στην καρδιά μου μόνο μία προσευχή: Οι Δυνάμεις του Θεού μέσ’ απ’ το Χριστό Του να με κατακλύσουν και να μην ξαναπέσω σε κανένα μούδιασμα που δεν είναι άλλο από την «πίσω πόρτα» της προς τα όπισθεν πορείας. Στα χείλη μου οι προς «τα έμπροσθεν επεκτεινόμενοι» στίχοι από ένα ποίημα της Καρμάικελ για την αγάπη του Θεού που έλεγε:
Ω, συ Αγάπη Θεϊκή, μέσ’ από μένα αγάπα
Κάνε με σαν το διάφανο δικό Σου αέρα
Που μέσα του τα χρώματα ανεμπόδιστα περνούν
Θαρρείς και δεν υπήρχε…
Ω, σεις Δυνάμεις της Αγάπης του Θεού,
Βάθη απροσμέτρητα της Θεϊκής καρδιάς,
Ω, Αγάπη εσύ που ουδέποτε αστοχείς
Ανάβλυσε, κατάκλυσε τον κόσμο το Δικό σου!
Άλιμος, 12 Ιανουαρίου 2013
[1] Αυτό το άρθρο έχει αναρτηθεί στο σάιτ www.nikites.eu σε μετάφραση στα ελληνικά από την ίδια τη συγγραφέα.
[2] Το άρθρο αυτό είναι αναρτημένο και στο σάιτ www.nikites.eu