Γράφει ο Άκης Δημητριάδης
Ήταν κάτι ψαράδες, επαγγελματίες, που με την τράτα τους ψάρευαν 5-6 μέρες μακριά από το νησί, και διανυκτέρευαν πρόχειρα σε ένα μικρό ερημονήσι, σαν το Σεργίτσι.
Μια μέρα ένας από αυτούς πρότεινε, γιατί δεν κάνουμε ένα μικρό κατάλυμα εδώ στο νησάκι, να κοιμόμαστε σαν άνθρωποι;
Πράγματι, έφτιαξαν ένα μικρό σπιτάκι και το εξόπλισαν με τα στοιχειώδη απαραίτητα, κρεβάτια, μια κουζινίτσα, κλπ. Ένας άλλος, θρησκευόμενος, πρότεινε και έχτισαν κι ένα μικρό άσπρο ξωκλήσι. Ως προς το όνομα που θα του έδιναν, πήγαν στο δεσπότη και του ζήτησαν να έλθει να κάνει την σχετική τελετή, τα θυρανοίξια όπως λέγονται, και να του δώσει και το όνομα.
Τη συμφωνημένη μέρα ο δεσπότης ήλθε ακολουθούμενος από το διάκο και ένα ψάλτη. Αφού έγινε η ψαλμωδία και η τελετή, οι ψαράδες τους είπαν,
Εμείς τώρα θα φύγουμε για ψάρεμα και θα επιστρέψουμε αύριο βράδι. Εσείς με την ησυχία σας ξεκουραστείτε, κι αύριο πρωί με το καλό επιστρέφετε στο νησί. Τους έδειξαν τα δωμάτια και την κουζίνα, από όπου μοσχοβολούσε ωραία μυρωδιά φαγητού.
Όταν πεινάσετε, σας έχουμε ετοιμάσει φαγητό, – φυσικά δική μας παραγωγής, ψαρόσουπα με σέλινο αυγολέμονο, και συναγρίδα στο φούρνο πλακί, με πατάτες, ντομάτες, μαϊδανό και σκόρδο.
Όταν έφυγαν οι ψαράδες, ο δεσπότης άνοιξε την πόρτα της κουζίνας, -θυρανοίξιο ήταν κι αυτό-, στο φούρνο μοσχομύριζε μια μεγάλη συναγρίδα 7-8 κιλά και στην κατσαρόλα άχνιζε ζεστή η ψαρόσουπα. Πρότεινε τότε, λίγο πονηρά,
Σήμερα ας φάμε την ψαρόσουπα και τη γαρνιτούρα από το ψάρι, κι αύριο το πρωί, όποιος θα έχει δει στο όνειρό του το πιο μεγάλο πράγμα, αυτός θα το πάρει το ψάρι.
Οι άλλοι δύο δέχτηκαν –τι μπορούσαν να κάνουν άλλωστε, κι αφού δείπνησαν την ψαρόσουπα και τη γαρνιτούρα από τη συναγρίδα, έπεσαν να κοιμηθούν. Την άλλη μέρα το πρωί ο δεσπότης ρωτάει το διάκο,
– Τι όνειρο είδες, τέκνον μου;
– Είδα τη σκάλα του Ιακώβ, που γράφει στη Βίβλο. Όλη νύχτα μέχρι το πρωί στον ύπνο μου ανέβαινα αυτή την τεράστια σκάλα, που έφτανε από τη γη στον ουρανό. Επομένως, δική μου είναι η συναγρίδα.
– Λάθος κάνεις, του απαντάει ο δεσπότης, η συναγρίδα είναι δική μου. Κι εγώ ονειρεύτηκα την ίδια σκάλα, αλλά όταν έφτασα στο τελευταίο πάνω σκαλοπάτι, χρειάστηκε να προσθέσω 5-6 σκαλιά ακόμα για να φτάσει στα σύννεφα στον ουρανό. Λυπάμαι, αλλά το ψάρι είναι δικό μου.
Στην άκρη έστεκε σιωπηλός ο ψάλτης, σαν βρεγμένη γάτα.
– Εσύ τι όνειρο είδες; τον ρωτάει ο δεσπότης.
– Εγώ, τι να σας πω… Ένα παράξενο πράγμα, όλη νύχτα δεν κοιμήθηκα καθόλου, δεν με έπιανε ύπνος. Πεινούσα κι όλα, όσο εσείς κοιμόσασταν και βλέπατε τα όνειρα, σιγά-σιγά, μέχρι το πρωί, το έφαγα όλο το ψάρι…