(Το άρθρο που ακολουθεί αποτελεί το Α’ κεφάλαιο του πολύ γνωστού βιβλίου ,”The case for Christ“, γραμμένο από τον κορυφαίο δημοσιογράφο Lee Strobel και μεταφρασμένο στα ελληνικά από τη Δρ Γιούλικα Κ. Masry)
Όταν πρωτοσυνάντησα το δειλό και χαμηλών τόνων Leo Carter, ήταν ένας εβδομηντάχρονος βετεράνος της φτωχότερης γειτονιάς του Chicago. Η μαρτυρία του είχε βάλει στη φυλακή τρεις δολοφόνους. Και ο ίδιος είχε ακόμη σφηνωμένη στο κρανίο του μια σφαίρα σαν θλιβερό αναμνηστικό δώρο της τρομερής περιπέτειας που ξεκίνησε όταν εκείνος είδε με τα μάτια του τον Elijah Baptist να σκοτώνει έναν μπακάλη της γειτονιάς.
Ο Leo Carter και μια φίλη του, η Leslie Scott, παίζανε μπάσκετ όταν είδαν τον Elijah, ο οποίος ήταν τότε ένας δεκαεξάχρονος εγκληματίας με 33 συλλήψεις στο ποινικό του μητρώο, να σκοτώνει τον Sam Blue έξω απ’ το μαγαζί του.
Ο Leo ήξερε τον μπακάλη από παιδί. «Όταν δεν είχαμε να φάμε, εκείνος μας έδινε κάτι», μου εξήγησε με ήρεμη φωνή. Και συνέχισε: «Έτσι, όταν πήγα στο νοσοκομείο και μου είπαν ότι ήταν νεκρός, ήξερα ότι έπρεπε να πάω να καταθέσω γι’ αυτό που είδα».
Η μαρτυρία των αυτοπτών μαρτύρων είναι πολύ δυνατή. Μια απ’ τις πιο δραματικές στιγμές σε μια δίκη είναι όταν ένας αυτόπτης μάρτυρας περιγράφει με λεπτομέρειες το έγκλημα που είδε και μετά δείχνει με αυτοπεποίθηση τον κατηγορούμενο τον οποίο αναγνωρίζει ως το δράστη. Ο Elijah Baptist ήξερε ότι ο μόνος τρόπος να αποφύγει τη φυλακή ήταν να αποτρέψει με οποιοδήποτε τρόπο τον Leo Carter και την Leslie Scott να κάνουν ακριβώς αυτό.
Έτσι, ο Εlijah και δύο απ’ τους φίλους του βγήκαν στο κυνήγι. Σύντομα βρήκαν τον Leo και την Leslie που περπατούσαν στο δρόμο μαζί με τον αδελφό του Leo, τον Henry, και με την απειλή όπλου τους έσυραν και τους τρεις σε μια σκοτεινή προκυμαία εκεί κοντά όπου φορτώνονταν και ξεφορτώνονταν εμπορεύματα.
«Σε συμπαθώ», είπε στον Leo ο ξάδερφος του Εlijah, «αλλά πρέπει να το κάνω αυτό». Και μ’ αυτά τα λόγια τού έβαλε ένα όπλο ανάμεσα στα μάτια και πάτησε τη σκανδάλη.
Το όπλο εκπυρσοκρότησε και η σφαίρα, με ελαφρά γωνιώδη απόκλιση, εισχώρησε στο μέτωπο του Leo, τον τύφλωσε απ’ το ένα μάτι και σφηνώθηκε στο κεφάλι του. Όταν ο Leo έπεσε στο έδαφος, ακούστηκε κι ένας άλλος πυροβολισμός και αυτή τη φορά η σφαίρα σφηνώθηκε στο σώμα του Leo σε απόσταση πέντε εκατοστών από τη σπονδυλική του στήλη.
Καθώς ο Leo παρακολουθούσε τα συμβαίνοντα απ’ τη θέση στην οποία βρισκόταν -ξαπλωμένος στο έδαφος-, είδε τον αδελφό του που έκλαιγε με αναφυλλητά καθώς και τη φίλη του να εκτελούνται ανελέητα σχεδόν εξ επαφής. Όταν ο Εlijah και η συμμορία του έφυγαν, ο Leo σύρθηκε σ’ ένα ασφαλές μέρος.
Κατά κάποιον τρόπο και τελείως απροσδόκητα ο Leo δεν πέθανε. Η σφαίρα, η οποία ήταν πολύ επικίνδυνο να αφαιρεθεί, παρέμεινε σφηνωμένη στο κεφάλι του. Παρά τους φρικτούς πονοκεφάλους του, που τα δυνατότερα φάρμακα δεν μπορούσαν να ανακουφίσουν, ο Leo κατέληξε να είναι ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας στη δίκη του Elijah Baptist για τη δολοφονία του μαγαζάτορα Sam Blue. Οι ένορκοι πίστεψαν τον Leo και ο Εlijah καταδικάστηκε σε φυλάκιση ογδόντα χρόνων.
Και πάλι ο Leo ήταν ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας στη δίκη κατά του Εlijah και των συντρόφων του για τη δολοφονία του αδελφού του Leo και της φίλης του. Για μια ακόμη φορά ο λόγος του Leo ήταν αρκετός να καταδικάσει τους τρεις κακοποιούς σε φυλάκιση εφόρου ζωής.
Ο Leo Carter είναι ένας απ’ τους ήρωές μου. Υπηρέτησε τη δικαιοσύνη, παρόλο που το πλήρωσε ακριβά. Όταν σκέπτομαι τη μαρτυρία των αυτοπτών μαρτύρων, ακόμη και σήμερα -δέκα χρόνια αργότερα-, μου έρχεται στο νου η φυσιογνωμία του[1].
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Πράγματι, η μαρτυρία των αυτοπτών μαρτύρων μπορεί να είναι αποφασιστική και πειστική. Όταν ένας μάρτυρας είχε κάθε ευκαιρία να παρατηρήσει ένα έγκλημα, όταν δεν υπάρχουν άλλα ελατήρια για τη μαρτυρία του, όταν ο μάρτυρας είναι αξιόπιστος και δίκαιος, η στιγμή κατά την οποία εκείνος δείχνει με το δάχτυλο τον εγκληματία στο δικαστήριο μπορεί να είναι κρίσιμη για την καταδίκη του κατηγορουμένου σε φυλάκιση ή και κάτι χειρότερο.
Και η μαρτυρία των αυτοπτών μαρτύρων είναι εξίσου αποφασιστική για την έρευνα ιστορικών θεμάτων, ακόμη και για το θέμα αν ο Ιησούς είναι ο μοναδικός Υιός του Θεού.
Τι μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων όμως έχουμε για την υπόθεση Ιησούς Χριστός; Έχουμε μαρτυρίες από κανέναν ο οποίος ήρθε σε επικοινωνία απευθείας με τον Ιησού, άκουσε τη διδασκαλία Του, είδε τα θαύματά Του, το θάνατό Του, ίσως και κάποια Του εμφάνισή μετά την υποτιθέμενη Ανάστασή Του; Έχουμε άραγε τίποτε αναφορές από “δημοσιογράφους” του 1ου αιώνα, οι οποίοι να πήραν συνέντευξη από τους αυτόπτες μάρτυρες και να κατέγραψαν πιστά εκείνο που διαπίστωσαν ότι είναι αληθινό; Και ένα εξίσου σπουδαίο ερώτημα: πόσο θ’ άντεχαν αυτές οι μαρτυρίες στις εξονυχιστικές εξετάσεις των σκεπτικιστών;
Ήξερα ότι, όπως η μαρτυρία του Leo Carter εξασφάλισε με οριστικό τρόπο την καταδίκη τριών βάναυσων εγκληματιών, μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων από την ομίχλη του παρελθόντος μπορούσαν να βοηθήσουν να λυθεί το σπουδαιότερο απ’ όλα τα πνευματικά θέματα. Για να πάρω αδιάσειστες απαντήσεις, κανόνισα μία συνέντευξη με το διεθνώς γνωστό επιστήμονα ο οποίος κυριολεκτικά έγραψε το βιβλίο επάνω σ’ αυτό το ερώτημα: τον Δρα Craig Blomberg, συγγραφέα του έργου The Historical Reliability of the Gospels (Η ιστορική αξιοπιστία των ευαγγελίων).
Ήξερα ότι ο Βlomberg ήταν ευφυέστατος. Μάλιστα, ακόμη κι η εμφάνισή του ταίριαζε με τη στερεότυπη εικόνα αυτού του χαρακτηρισμού. Ψηλός -ένα κι ενενήντα- και αδύνατος, με κοντά, σπαστά, καστανά μαλλιά, ατημέλητα χτενισμένα προς τα μπρος, φουντωτή γενειάδα και χοντρά γυαλιά χωρίς σκελετό, έδειχνε σαν κάποιος που θα πρέπει να ήταν αριστούχος στο σχολείο (και ήταν), βραβευμένος εθνικός επιστήμονας (και ήταν) και διακεκριμένος απόφοιτος από μία από τις καλύτερες Θεολογικές Σχολές της χώρας (και ήταν -από τη Θεολογική Σχολή Trinity Evangelical).
Αλλά εγώ ήθελα κάποιον που να είναι κάτι περισσότερο από απλά ευφυής και μορφωμένος. Έψαχνα για έναν ειδικό ο οποίος δεν θα άφηνε τις λεπτές διαφορές να περάσουν απαρατήρητες ή που δεν θα απέκρουε επιφανειακά τις κριτικές κατά των χριστιανικών πηγών. Ήθελα κάποιον με ακεραιότητα, κάποιον ο οποίος να έχει έρθει αντιμέτωπος με τους πιο δυνατούς επικριτές της χριστιανικής πίστης και ο οποίος να μιλά με κύρος, αλλά χωρίς εκείνες τις γενικεύσεις που μάλλον θολώνουν παρά φωτίζουν τα καίρια σημεία.
Είχα ακούσει ότι ο Blomberg ήταν ακριβώς εκείνο που ζητούσα και πήρα το αεροπλάνο για το Denver, διερωτώμενος αν θα ανταποκρινόταν στη φήμη του. Πρέπει να παραδεχτώ ότι είχα ορισμένες επιφυλάξεις, ιδίως όταν η έρευνά μου γύρω απ’ το πρόσωπό του έβγαλε στη φόρα το μη κολακευτικό γεγονός που εκείνος μάλλον θα προτιμούσε να είχε παραμείνει μυστικό: ο Blomberg ακόμη πιστεύει ότι η ομάδα των Chicago Cubs, των αγαπημένων του παιδικών ηρώων, θα κερδίσει το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στα χρόνια του!
Πραγματικά, αυτό αρκούσε να με κάνει ν’ αμφιβάλω για την ικανότητά του να κρίνει!
Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Ο Δρ CRAIG BLOMBERG
O Craig Blomberg θεωρείται παγκοσμίως ως μία από τις αυθεντίες στην Αμερική στις βιογραφίες για τον Ιησού, που δεν είναι άλλες από τα τέσσερα ευαγγέλια. Πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο Aberdeen της Σκωτίας και αργότερα εργάστηκε σε ανώτερη θέση στο ερευνητικό τμήμα του Tyndale House στο Πανεπιστήμιο του Cambridge στην Αγγλία ως μέλος μιας εκλεκτής ομάδας διεθνών επιστημόνων, η οποία παρήγαγε μια σειρά φημισμένων βιβλίων για τον Ιησού. Για τα τελευταία δέκα και περισσότερα χρόνια είναι καθηγητής της Καινής Διαθήκης στο πολύ γνωστό Denver Seminary.
Τα βιβλία του Βlomberg περιλαμβάνουν τα εξής: Jesus and the Gospels (Ο Ιησούς και τα ευαγγέλια), Interpreting the Parables (Η ερμηνεία των παραβολών), How Wide the Divide? (Πόσο μεγάλο είναι το χώρισμα;) και σχόλια στο ευαγγέλιο του Ματθαίου και την Α’ προς Κορινθίους επιστολή. Επίσης, συνέβαλε στην επιμέλεια του 6ου Τόμου του Gospel Perspectives (Απόψεις των ευαγγελίων), ο οποίος πραγματεύεται εκτενώς τα θαύματα του Ιησού, και συνεργάστηκε στη συγγραφή του Introduction to Biblical Interpretation (Εισαγωγή στη Βιβλική ερμηνεία). Έγραψε κεφάλαια σχετικά με την ιστορικότητα των ευαγγελίων στο βιβλίο Reasonable Faith (Λογική πίστη) και το βραβευμένο Jesus under Fire (Ο Ιησούς στο εδώλιο). Είναι μέλος επιστημονικών συνδέσμων όπως της Society for the Study of the New Testament (Εταιρείας Μελέτης της Καινής Διαθήκης), της Society of Biblical Literature (Εταιρείας Βιβλικής Βιβλιογραφίας) και του Institute for Biblical Research (Ινστιτούτου Βιβλικής Έρευνας).
Όπως το περίμενα, το γραφείο του είχε περισσότερα από τον αναμενόμενο αριθμό επιστημονικών βιβλίων στα ράφια (ακόμη και η γραβάτα που φορούσε ο ίδιος είχε βιβλία σχεδιασμένα επάνω!)
Ωστόσο, γρήγορα παρατήρησα ότι στους τοίχους του γραφείου του δεν κυριαρχούσαν οι σκονισμένοι τόμοι παλιών ιστορικών βιβλίων, αλλά οι ζωγραφιές των μικρών κοριτσιών του. Τις παράξενες και φανταχτερές απεικονίσεις τους ζώων, σπιτιών και λουλουδιών δεν τις είχε απλά και τυχαία κρεμάσει -λες κι αυτό ήταν κάτι που είχε σκεφτεί να το κάνει εκ των υστέρων-, αλλά προφανώς τις θεωρούσε πολύτιμες, γιατί τις είχε προσεκτικά καδράρει, προσθέτοντας μάλιστα και πασπαρτού. Έφεραν τις υπογραφές της Elizabeth και της Rachel. Σίγουρα, σκέφτηκα, αυτός ο άνθρωπος δεν έχει μόνο μυαλό αλλά και καρδιά.
Ο Βlomberg μιλά με την ακρίβεια μαθηματικού (ναι, είχε διδάξει και μαθηματικά τα πρώτα χρόνια της καριέρας του) και ζυγίζει καλά την κάθε του λέξη, προφανώς γιατί δεν θέλει να αγνοήσει ούτε μία ασήμαντη λεπτομέρεια που απαιτείται για την απόδειξη. Ακριβώς αυτό που ήθελα δηλαδή!
Καθώς εγκαταστάθηκε σε μια ψηλή πολυθρόνα γραφείου με το φλιτζάνι του καφέ στο χέρι του, κάθισα κι εγώ με το ζεστό μου καφέ που ήταν ό,τι έπρεπε για το παγερό κλίμα του Colorado. Επειδή διαισθάνθηκα ότι ο Βlomberg ήταν απ’ τους τύπους που θέλει να φτάσει γρήγορα στην ουσία, αποφάσισα ν’ αρχίσω τη συνέντευξή μου με ερωτήσεις που πήγαιναν κατ’ ευθείαν στο ψητό.
ΑΥΤΟΠΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
«Πείτε μου ένα πράγμα», είπα με μια δόση πρόκλησης στη φωνή μου. «Είναι ποτέ δυνατόν να είναι κανείς ένα ευφυές και ορθολογιστικά σκεπτόμενο άτομο και να πιστεύει ότι τα τέσσερα ευαγγέλια γράφτηκαν από κείνους που τα ονόματά τους αναγράφονται σ’ αυτά;»
Ο Βlomberg έβαλε το φλιτζάνι του στην άκρη του γραφείου του και με κοίταξε έντονα. «Η απάντηση είναι ναι», είπε με απόλυτη πεποίθηση.
Κάθισε προς τα πίσω και συνέχισε: «Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι, με την αυστηρή έννοια του όρου, τα ευαγγέλια είναι ανώνυμα. Αλλά η ομόφωνη μαρτυρία της πρώτης εκκλησίας ήταν ότι ο Ματθαίος, γνωστός επίσης και ως Λευί, ο τελώνης και μαθητής του Ιησού, ήταν ο συγγραφέας του πρώτου ευαγγελίου της Καινής Διαθήκης. ο Ιωάννης Μάρκος, ένας σύντροφος του Πέτρου, ήταν ο συγγραφέας του ευαγγελίου που το λέμε το κατά Μάρκον. ο Λουκάς, ο αγαπητός γιατρός του Παύλου, έγραψε το κατά Λουκάν ευαγγέλιο και τις Πράξεις των Αποστόλων».
«Πόσο ομόφωνη είναι η γνώμη ότι αυτοί ήταν πράγματι οι συγγραφείς;» ρώτησα.
«Δεν υπάρχουν κάποιοι που να τους συναγωνίζονται γι’ αυτό τον τίτλο», είπε. «Προφανώς το θέμα δεν αμφισβητήθηκε».
Παρόλα αυτά, εγώ ήθελα να τεστάρω αυτήν την υπόθεση ακόμη περισσότερο. «Με συγχωρείτε για το σκεπτικισμό μου», είπα, «αλλά υπάρχει κανείς που θα είχε συμφέρον να πει ψέματα και να ισχυριστεί ότι αυτοί οι άνθρωποι πράγματι έγραψαν τα ευαγγέλια, ενώ στην ουσία δεν τα έγραψαν;»
Ο Blomberg κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και είπε μ’ ένα χαμόγελο που μόλις άρχιζε να διαγράφεται στα χείλη του: «Μάλλον όχι. Μην ξεχνάτε ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν πιθανοί υποψήφιοι γι’ αυτό το έργο. Ο Μάρκος και ο Λουκάς δεν ήταν καν μεταξύ των δώδεκα μαθητών. Ο Ματθαίος ήταν αλλά, ως τέως μισητός τελώνης, θα ήταν το πιο αχρείο πρόσωπο μετά τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, ο οποίος πρόδωσε τον Ιησού!»
«Τώρα, συγκρίνετε και αντιπαραβάλετε αυτό μ’ εκείνο που συνέβη όταν πολύ αργότερα γράφτηκαν τα απόκρυφα ευαγγέλια. Διάλεξαν για συγγραφείς τα ονόματα πολύ γνωστών προσωπικοτήτων -τον Φίλιππο, τον Πέτρο, την Μαρία, τον Ιάκωβο. Τα ονόματα αυτά ήταν πολύ πιο αξιοσέβαστα από του Ματθαίου, του Λουκά και του Ιωάννη. Έτσι, για ν’ απαντήσω στο ερώτημά σας, δεν θα υπήρχε κανείς λόγος ν’ αποδώσουν τη συγγραφή τους στα τρία αυτά λιγότερο αξιοσέβαστα άτομα, αν αυτό δεν ήταν αληθινό».
Αυτό ακουγόταν λογικό, αλλά επίσης τον βόλευε, γιατί δεν περιλάμβανε σ’ αυτούς έναν από τους συγγραφείς των ευαγγελίων. «Και για τον Ιωάννη τι θα λέγατε;», ρώτησα. «Ήταν πολύ γνωστός. Μάλιστα, δεν ήταν απλά ένας από τους δώδεκα μαθητές, αλλά ένας από τους τρεις κοντινότερους του Ιησού -μαζί με τον Ιάκωβο και τον Πέτρο».
«Ναι, ο Ιωάννης είναι η μόνη εξαίρεση», παραδέχτηκε ο Βlomberg μ’ ένα νεύμα. «Και είναι πολύ ενδιαφέρον ότι το ευαγγέλιο του Ιωάννη είναι το μόνο για το οποίο υπάρχουν αμφισβητήσεις ως προς την πατρότητα».
«Τι ακριβώς αμφισβητείται;» είπα.
«Δεν αμφισβητείται το όνομα του Ιωάννη -ήταν όντως ο Ιωάννης που το έγραψε», απάντησε ο Βlomberg. «To θέμα είναι αν ήταν ο απόστολος Ιωάννης που το έγραψε ή κάποιος άλλος Ιωάννης».
«Γιατί, βλέπετε, η μαρτυρία ενός χριστιανού συγγραφέα που τον έλεγαν Παπία, γύρω στο 125 μ.Χ., αναφέρεται στον απόστολο Ιωάννη και στον πρεσβύτερο Ιωάννη και δεν προκύπτει από το περιεχόμενο του κειμένου αν μιλά για το ίδιο πρόσωπο από δύο διαφορετικές σκοπιές ή για δύο διαφορετικά πρόσωπα. Αλλά, εκτός απ’ αυτή την εξαίρεση, η υπόλοιπη μαρτυρία της εκκλησίας των πρώτων χριστιανικών χρόνων είναι ομόφωνη ότι ήταν ο Ιωάννης ο απόστολος, ο γιος του Ζεβεδαίου, που έγραψε το ευαγγέλιο».
«Και εσείς», ρώτησα, σε μια προσπάθεια να τον κάνω να πάρει θέση ακόμη πιο αποφασιστικά, «είστε πεπεισμένος ότι αυτός ήταν που το έγραψε;»
«Ναι, πιστεύω ότι το μεγαλύτερο υλικό του ευαγγελίου -σημαντικά μεγαλύτερο- είναι του μαθητή Ιωάννη», απάντησε. Ωστόσο, αν διαβάσετε το κείμενο προσεκτικά, μπορείτε να βρείτε κάποιες ενδείξεις ότι τα τελευταία του τμήματα μπορεί να έχουν οριστικοποιηθεί από κάποιον άλλον, ο οποίος έκανε την επιμέλεια. Προσωπικά δεν έχω πρόβλημα μ’ αυτό, γιατί κάποιος που ήταν πολύ κοντά με τον Ιωάννη μπορεί να είχε αναλάβει κάτι τέτοιο, φορμάροντας τα τελευταία εδάφια και ενδεχομένως ενοποιώντας και το ύφος σε ολόκληρο το κείμενο».
«Αλλά, όπως και να ‘χει το πράγμα», συνέχισε, «το ευαγγέλιο αναμφισβήτητα βασίζεται σε υλικό μαρτυρίας αυτόπτη μάρτυρα, όπως ακριβώς και τα άλλα τρία ευαγγέλια».
ΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΑ ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ
Παρόλο που εκτιμούσα βαθύτατα τα μέχρι στιγμής σχόλια του Βlomberg, δεν ήμουν ακόμη έτοιμος ν’ αφήσω το θέμα και να προχωρήσω σε άλλα. Το ερώτημα ποιος έγραψε τα ευαγγέλια είναι εξαιρετικά σημαντικό και ήθελα συγκεκριμένες λεπτομέρειες -ονόματα, χρονολογίες, παραπομπές. Τέλειωσα τον καφέ μου και ακούμπησα το φλιτζάνι στο γραφείο του. Κρατώντας το στυλό στο χέρι μου, ετοιμάστηκα να σκάψω πιο βαθιά.
«Ας πάμε πάλι στον Μάρκο, τον Ματθαίο και τον Λουκά», είπα. «Τι συγκεκριμένη απόδειξη έχετε ότι αυτοί έγραψαν τα ευαγγέλια;» ρώτησα.
Ο Βlomberg έκλινε το σώμα του λίγο προς τα μπρος και είπε: «Η αρχαιότερη, και ίσως και σημαντικότερη, μαρτυρία προέρχεται από τον Παπία, ο οποίος γύρω στο 125 μ.Χ. βεβαίωσε πολύ συγκεκριμένα ότι ο Μάρκος είχε καταγράψει τις παρατηρήσεις του Πέτρου ως αυτόπτη μάρτυρα με πολλή προσοχή και ακρίβεια. Μάλιστα, είπε ότι ο Μάρκος δεν έκανε κανένα λάθος και δεν περιέλαβε στην αφήγησή του τίποτε που δεν ήταν αληθινό. Επίσης, ο Παπίας είπε ότι και ο Ματθαίος είχε διατηρήσει την αυθεντική διδασκαλία του Ιησού».
«Στη συνέχεια, ο Ειρηναίος, ο οποίος έγραψε γύρω στο 180 μ.Χ., επιβεβαίωσε την κλασική άποψη για την ταυτότητα των συγγραφέων. Μάλιστα, νάτην -», είπε κατεβάζοντας ένα βιβλίο που το άνοιξε και διάβασε τα λόγια του ίδιου του Ειρηναίου:
«Ο μεν Ματθαίος λοιπόν κυκλοφόρησε γραπτό ευαγγέλιο μεταξύ των εβραίων στη δική τους γλώσσα, καθώς ο Πέτρος και ο Παύλος κήρυτταν το ευαγγέλιο στη Ρώμη και θεμελίωναν εκεί την εκκλησία. Μετά το θάνατό τους, ο Μάρκος, ο μαθητής και ερμηνευτής του Πέτρου, μας παρέδωσε κι εκείνος γραπτώς τα όσα κήρυττε ο Πέτρος. Και ο Λουκάς, ο ακόλουθος του Παύλου, κατέγραψε σε βιβλίο το ευαγγέλιο το οποίο κήρυττε εκείνος. Έπειτα ο Ιωάννης, ο μαθητής του Κυρίου, εκείνος ο οποίος είχε γείρει και στο στήθος Του, εξέδωσε και αυτός ευαγγέλιο, ενώ διέμενε στην Έφεσο της Ασίας»[2].
«ΟΚ, να το διευκρινίσω λίγο αυτό», είπα σηκώνοντας το κεφάλι μου απ’ τις σημειώσεις που κρατούσα. «Αν μπορούμε να εμπιστευτούμε την πληροφορία ότι τα ευαγγέλια γράφτηκαν από τους μαθητές Ματθαίο και Ιωάννη, από τον Μάρκο που ήταν ο σύντροφος του Πέτρου και από τον Λουκά τον ιστορικό, το σύντροφο του Παύλου και κάτι σαν “δημοσιογράφο” του 1ου αιώνα, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι τα γεγονότα που αναφέρουν βασίζονται σε μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων -άμεσες ή έμμεσες».
Καθώς μιλούσα, ο Βlomberg κοσκίνιζε με το νου του τα λόγια μου και όταν τέλειωσα, έγνεψε καταφατικά.
«Ακριβώς», είπε ζωηρά.
ΑΡΧΑΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ
Υπήρχαν ακόμη κάποιες προβληματικές πλευρές των ευαγγελίων που χρειαζόταν να διευκρινίσω. Συγκεκριμένα, ήθελα να καταλάβω καλύτερα το είδος του φιλολογικού τους ύφους.
«Όταν πηγαίνω στα βιβλιοπωλεία και κοιτάζω το τμήμα με τις βιογραφίες», είπα, «δεν βλέπω το ίδιο είδος γραψίματος που βλέπω στα ευαγγέλια. Όταν κάποιος γράφει μία βιογραφία σήμερα, μπαίνει πλήρως μέσα στην προσωπική ζωή του ανθρώπου. Αλλά, κοιτάξτε τον Μάρκο -δεν μιλάει καθόλου για τη γέννηση του Ιησού ή για τα πρώτα νεανικά Του χρόνια μετά την ενηλικίωσή Του. Εστιάζει την προσοχή του σε μια περίοδο τριών μόνο χρόνων και αφιερώνει το μισό ευαγγέλιο στα γεγονότα που οδήγησαν και κορυφώθηκαν στην τελευταία εβδομάδα της ζωής του Ιησού. Πώς το εξηγείτε αυτό;»
Ο Blomberg σήκωσε τα δύο του δάχτυλα προς τα πάνω και είπε: «Υπάρχουν δύο αιτίες: η μία είναι φιλολογική και η άλλη θεολογική».
«Η φιλολογική αιτία είναι ότι βασικά έτσι έγραφαν τις βιογραφίες την αρχαία εποχή. Δεν είχαν την αίσθηση, όπως την έχουμε εμείς σήμερα, ότι είναι σημαντικό να αφιερώνουν το ίδιο ενδιαφέρον σε όλες τις περιόδους της ζωής του ατόμου ή ότι ήταν απαραίτητο να αφηγηθούν μια ιστορία με την αυστηρά χρονολογική σειρά των γεγονότων ή ακόμη και να παραθέσουν τα λεγόμενα τρίτων κατά λέξη -αρκεί να μην αλλοιωνόταν η ουσία εκείνου που ειπώθηκε. Τα αρχαία ελληνικά και τα εβραϊκά δεν είχαν καν το σημείο στίξης των εισαγωγικών».
«Ο μόνος λόγος που νόμιζαν ότι άξιζε τον κόπο να καταγραφεί η ιστορία ήταν επειδή μπορούσε κανείς να μάθει κάποια μαθήματα από τα αναφερόμενα και περιγραφόμενα πρόσωπα. Γι’ αυτό, ο βιογράφος ήθελε ν’ ασχοληθεί εκτενώς μ’ εκείνα τα τμήματα της ζωής του ατόμου που ήταν παραδειγματικά, επεξηγηματικά, μπορούσαν να βοηθήσουν άλλους ανθρώπους και έδιναν νόημα σε μία περίοδο της ιστορίας».
«Και η θεολογική αιτία;» ρώτησα.
«Η θεολογική αιτία είναι η συνέπεια αυτού που μόλις ανέφερα. Οι χριστιανοί πιστεύουν πως, όσο θαυμάσιες κι αν είναι η ζωή και η διδασκαλία του Ιησού, θα ήταν άνευ σημασίας αν δεν ήταν ιστορικά ακριβές ότι ο Χριστός πέθανε και αναστήθηκε από τους νεκρούς και ότι αυτό ήταν εκείνο που χάρισε τη λύτρωση ή συγχώρηση στον κάθε άνθρωπο για την αμαρτία του».
«Έτσι, ο Μάρκος ιδιαίτερα, ως συγγραφέας κατά πάσαν πιθανότητα του πρώτου ευαγγελίου, αφιερώνει τη μισή περίπου αφήγηση σε γεγονότα τα οποία οδήγησαν στην τελευταία εβδομάδα της ζωής του Ιησού -περιλαμβάνοντάς την-, όταν δηλαδή κορυφώθηκε η ιστορία Του με το θάνατο και την Ανάστασή Του».
«Λαμβανομένης υπόψη της σπουδαιότητας της Σταύρωσης», συμπέρανε, «αυτό είναι κάτι το απόλυτα θεμιτό στην αρχαία φιλολογία».
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ Q
Πέρα από τα τέσσερα ευαγγέλια, οι επιστήμονες συχνά αναφέρονται σε μια πηγή γνωστή ως Q, το πρώτο γράμμα της γερμανικής λέξης Quelle, που θα πει «πηγή»[3]. Επειδή υπάρχουν ομοιότητες στη γλώσσα και το περιεχόμενο, γενικά πιστεύεται ότι ο Ματθαίος και ο Λουκάς άντλησαν από το παλαιότερο ευαγγέλιο του Μάρκου, όταν έγραφαν τα δικά τους. Επίσης, έχει υποστηριχτεί από τους επιστήμονες ότι ο Ματθαίος και ο Λουκάς περιέλαβαν και κάποιο υλικό προερχόμενο από τη μυστηριώδη Q, κάτι που δεν υπάρχει στον Μάρκο.
«Τι ακριβώς είναι η Q;» ρώτησα.
«Τίποτε παραπάνω από μία υπόθεση», απάντησε και άρχισε να γέρνει το σώμα του προς τη ράχη της καρέκλας, για να καθίσει αναπαυτικότερα. «Εκτός λίγων εξαιρέσεων, πρόκειται απλά για λόγια ή διδασκαλίες του Ιησού τα οποία μπορεί κάποτε να αποτελούσαν ένα ανεξάρτητο και ξεχωριστό κείμενο».
«Γιατί, βλέπετε, ήταν συνηθισμένο στη φιλολογία να συλλέγουν τα ρητά αξιοσέβαστων δασκάλων, κάτι όπως εμείς σήμερα συλλέγουμε τα καλύτερα τραγούδια κάποιου τραγουδιστή και τα βάζουμε σε άλμπουμ. Κάτι τέτοιο μπορεί να ήταν και η Q. Τουλάχιστον αυτή είναι η θεωρία».
Αλλά αν η Q υπήρχε πριν από τον Ματθαίο και τον Λουκά, θα αποτελούσε αρχαίο ιστορικό υλικό για τον Ιησού. Ίσως, σκέφτηκα, να μπορέσω μέσω αυτής να φωτίσω κάποια πράγματα για την προσωπικότητα του Ιησού.
Οπότε είπα: «Να σας ρωτήσω κάτι. Αν απομονώσουμε το υλικό της Q, τι εικόνα παίρνουμε για τον Ιησού;»
Ο Blomberg χάιδεψε τη γενειάδα του και κοίταξε μια στιγμή προς το ταβάνι, καθώς σκεφτόταν την ερώτηση. «Θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η Q ήταν μία συλλογή ρητών και συνεπώς δεν έχει αφηγηματικό περιεχόμενο, το οποίο θα μας έδινε μια πληρέστερη εικόνα για τον Ιησού», απάντησε μιλώντας αργά και διαλέγοντας την κάθε του λέξη με πολλή προσοχή και φροντίδα.
«Παρόλα αυτά, θα βρείτε εκεί τον Ιησού να ισχυρίζεται, για παράδειγμα, ότι είναι η προσωποποίηση της σοφίας, ότι είναι Εκείνος διά του οποίου ο Θεός θα κρίνει όλη την ανθρωπότητα -αν Τον δέχονται και Τον ομολογούν ή αν Τον απορρίπτουν. Ένα σπουδαίο επιστημονικό βιβλίο ανέφερε τελευταία ότι, αν απομονώσεις όλα τα ρητά της Q, σχηματίζεις την ίδια εικόνα για τον Ιησού -σαν κάποιον ο οποίος έκανε τολμηρούς ισχυρισμούς για τον εαυτό Του- μ’ εκείνη που προκύπτει γενικότερα και απ’ τα ευαγγέλια».
Σ’ αυτό το σημείο ήθελα να σπρώξω τον Blomberg να κάνει ένα βήμα παραπέρα και ρώτησα: «Παρουσιάζεται εκεί ως εργαζόμενος θαύματα;»
«Και πάλι», είπε, «θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι δεν θα βρίσκατε εκεί πολλές αφηγήσεις θαυμάτων, γιατί αυτές βρίσκονται συνήθως στα αφηγηματικά κείμενα, ενώ η Q είναι πρωτίστως μία συλλογή ρητών».
Σταμάτησε και άπλωσε το χέρι του στο γραφείο να φτάσει μία δερματόδετη Αγία Γραφή και να ξεφυλλίσει τις παλιωμένες απ’ τη χρήση σελίδες της.
«Αλλά, για παράδειγμα, ο Λουκάς (ζ’ 18-23) και ο Ματθαίος (ια’ 2-6) λένε ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής έστειλε τους αγγελιοφόρους του να ρωτήσουν τον Ιησού αν Αυτός ήταν πραγματικά ο Χριστός, ο Μεσσίας τον οποίο περίμεναν. Ο Ιησούς βασικά απάντησε και είπε: «Πες του να λάβει υπόψη του τα θαύματά μου. Πες του τι έχετε δει -οι τυφλοί βρίσκουν την όρασή τους, οι κουφοί ακούν, οι κουτσοί περπατούν, οι φτωχοί ακούνε να τους κηρύττονται τα “καλά νέα”».
«Έτσι», συμπέρανε ο Blomberg, «ακόμη και στην Q υπάρχει καθαρά η συνειδητοποίηση της διακονίας των θαυμάτων του Ιησού».
Η αναφορά του Blomberg στον Ματθαίο μού έφερε στο νου μια άλλη ερώτηση σχετικά με το πώς γράφτηκαν τα ευαγγέλια. «Γιατί», ρώτησα, «ο Ματθαίος -που υποτίθεται ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας του Ιησού- να συμπεριλάβει στο ευαγγέλιό του ένα τμήμα του ευαγγελίου που είχε γράψει ο Μάρκος, ο οποίος, όπως όλοι συμφωνούν, δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας; Αν το ευαγγέλιο του Ματθαίου γράφτηκε πραγματικά από έναν αυτόπτη μάρτυρα, θα περίμενε κανείς να είναι βασισμένο αποκλειστικά στις δικές του παρατηρήσεις».
Ο Blomberg χαμογέλασε. «Αυτό θα είχε νόημα μόνο αν ο Μάρκος πράγματι βάσιζε την αφήγησή του στις αναμνήσεις του αυτόπτη μάρτυρα Πέτρου», είπε. «Όπως είπατε και μόνος σας πριν, ο Πέτρος ήταν απ’ τους κοντυνότερους του Ιησού και είχε το προνόμιο να δει και ν’ ακούσει πράγματα που οι άλλοι μαθητές δεν είχαν. Οπότε, θα είχε νόημα για τον Ματθαίο -παρόλο που ήταν κι ο ίδιος αυτόπτης μάρτυρας- να βασιστεί στην απόδοση των γεγονότων από τον Πέτρο, όπως μας αναμεταδόθηκε από τον Μάρκο».
Τότε σκέφτηκα με το νου μου, “Αυτό πραγματικά είναι σωστό”. Μάλιστα, άρχισε να γεννιέται μέσα μου η σκέψη μιας αναλογίας από την εποχή που ήμουν ανταποκριτής εφημερίδας. Θυμήθηκα μια φορά που ήμουνα μαζί με πολλούς άλλους δημοσιογράφους και είχαμε στριμώξει τον περιβόητο πολιτικό “πατριάρχη” του Chicago, το δήμαρχο Richard J. Daley, για να τον βομβαρδίσουμε με ερωτήσεις σχετικά μ’ ένα σκάνδαλο στους κόλπους της αστυνομίας. Μας έδωσε κάποιες απαντήσεις και μετά έφυγε με τη λιμουζίνα του.
Παρόλο που ήμουν αυτόπτης μάρτυρας του τι είχε συμβεί, πήγα αμέσως σ’ ένα δημοσιογράφο της ραδιοφωνίας που βρισκόταν πιο κοντά στο δήμαρχο απ’ ό,τι εγώ και του ζήτησα να μου βάλει ν’ ακούσω τη δική του κασέτα για το τι είπε ο Daley. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσα να βεβαιωθώ ότι είχα σημειώσει σωστά τα λεγόμενά του.
Αυτό, συλλογίστηκα, θα έκανε και ο Ματθαίος με τον Μάρκο, παρόλο που ο Ματθαίος είχε τις δικές του αναμνήσεις ως μαθητής του Ιησού που ήταν. Η επιθυμία του να είναι ακριβής τον έκανε να βασιστεί σε κάποιο υλικό που ερχόταν απευθείας από το στενό περιβάλλον του Ιησού.
Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ
Όντας ικανοποιημένος από τις πρώτες απαντήσεις του Βlomberg αναφορικά με τα τρία πρώτα ευαγγέλια, τα λεγόμενα συνοπτικά -που σημαίνει ότι συμπίπτουν στην επισκόπηση των γεγονότων-, επειδή το διάγραμμα και οι συσχετίσεις τους είναι παρεμφερείς[4], στράφηκα στη συνέχεια στο ευαγγέλιο του Ιωάννη. Όποιος διαβάσει και τα τέσσερα ευαγγέλια, θα αναγνωρίσει αμέσως ότι υπάρχουν προφανείς διαφορές μεταξύ των συνοπτικών ευαγγελίων και του ευαγγελίου του Ιωάννη. Ήθελα λοιπόν να ξέρω αν αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν μεταξύ τους αντιφάσεις, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να συμβιβαστούν.
«Θα μπορούσατε να μου εξηγήσετε τις διαφορές μεταξύ των συνοπτικών ευαγγελίων και του ευαγγελίου του Ιωάννη;» ρώτησα τον Blomberg.
Ανασήκωσε τα φρύδια του και αναφώνησε: «Τεράστιο ζήτημα! Ελπίζω να γράψω ένα βιβλίο πάνω σ’ αυτό το θέμα».
Αφού τον διαβεβαίωσα ότι ενδιαφερόμουν μόνο για τα βασικά σημεία του θέματος και όχι για μια διεξοδική ανάλυση, κάθισε αναπαυτικότερα στην καρέκλα του.
«Είναι πραγματικά αλήθεια ότι ο Ιωάννης έχει περισσότερες διαφορές παρά ομοιότητες με τα συνοπτικά ευαγγέλια», άρχισε. «Μόνο ένας μικρός αριθμός των κύριων ιστοριών, οι οποίες εμφανίζονται στα άλλα τρία ευαγγέλια, ξανακάνουν την εμφάνισή τους στον Ιωάννη, παρόλο που αυτό αλλάζει σημαντικά όταν ερχόμαστε στην τελευταία εβδομάδα της ζωής του Ιησού. Απ’ αυτό το σημείο κι έπειτα οι παραλληλισμοί είναι πολύ περισσότεροι».
«Επίσης, φαίνεται να υπάρχει και μεγάλη διαφορά στο ύφος των κειμένων. Στον Ιωάννη ο Ιησούς εμφανίζεται να χρησιμοποιεί μια διαφορετική ορολογία, να μιλάει με μακρόπνοα κηρύγματα και να αναπτύσσει μια υψηλότερη Χριστολογία -δηλαδή, μια Χριστολογία με περισσότερο άμεσους και τολμηρούς ισχυρισμούς ότι Εκείνος και ο Πατέρας είναι ένα, ότι είναι Θεός, ότι είναι η Οδός, η Αλήθεια, η Ζωή και η Ανάσταση, η Ζωή».
«Πού οφείλονται οι διαφορές;» ρώτησα.
«Για πολλά χρόνια κυριαρχούσε η πεποίθηση ότι ο Ιωάννης ήξερε όλα όσα είχαν γράψει ο Ματθαίος, ο Μάρκος και ο Λουκάς και δεν έβλεπε το λόγο να τα επαναλάβει. γι’ αυτό και αποφάσισε συνειδητά μόνο να τα συμπληρώσει. Τώρα τελευταία όμως υποστηρίζεται ότι ο Ιωάννης είναι εν πολλοίς ανεξάρτητος από τους ευαγγελιστές των τριών άλλων ευαγγελίων, πράγμα που θα εξηγούσε όχι μόνο τη διαφορετική επιλογή υλικού, που θα συμπεριλαμβανόταν στα ευαγγέλια, αλλά και τη διαφορετική οπτική γωνία από την οποία είδαν τον Ιησού».
ΟΙ ΤΟΛΜΗΡΟΤΕΡΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
«Στον Ιωάννη υπάρχουν ορισμένα ιδιάζοντα θεολογικά χαρακτηριστικά», παρατήρησα.
«Καμιά αμφιβολία γι’ αυτό», είπε. «Αλλά πρέπει αυτά να τα λέμε αντιφάσεις; Νομίζω πως όχι. κι αυτό για τον εξής λόγο: σχεδόν για κάθε κύριο ή ιδιαίτερο θέμα στον Ιωάννη μπορούμε να βρούμε παραλληλισμούς στον Ματθαίο, Μάρκο και Λουκά, έστω κι αν δεν είναι πολλοί».
Αυτό ήταν ένας τολμηρός ισχυρισμός εκ μέρους του Blomberg και αμέσως αποφάσισα να τον τεστάρω με το να θέσω τη σημαντικότερη ίσως απ’ όλες τις ερωτήσεις αναφορικά με τις διαφορές μεταξύ των συνοπτικών ευαγγελίων και του ευαγγελίου του Ιωάννη.
«Ο Ιωάννης κάνει ορισμένους πολύ ευθείς ισχυρισμούς για το ότι ο Ιησούς είναι Θεός που μερικοί τους αποδίδουν στο γεγονός ότι έγραψε αργότερα απ’ τους άλλους και άρχισε να ωραιοποιεί τα πράγματα», είπα. «Μπορείτε να βρείτε αυτό το θέμα της θεότητας του Ιησού στα συνοπτικά ευαγγέλια;»
«Ναι, μπορώ», είπε. «Είναι λιγότερο εμφανές αλλά υπάρχει. Θυμηθείτε την εξιστόρηση για τον Ιησού, ο οποίος περπατά πάνω στο νερό, όπως αναφέρεται στον Ματθαίο (ιδ’ 22-33) και στον Μάρκο (στ’ 45-52). Στο σημείο που οι μαθητές Τον βλέπουν και φοβούνται ότι πρόκειται για φάντασμα, το ελληνικό κείμενο λέει ότι ο Ιησούς τους απαντά με τα λόγια: «Θαρσείτε, εγώ είμαι». Οι δύο τελευταίες αυτές λέξεις είναι ολόιδιες μ’ εκείνο που λέει ο Ιησούς στον Ιωάννη (η’ 58), όταν θεμελιώνει τη θεϊκή Του ιδιότητα. «Αληθώς, αληθώς σας λέγω, πριν γείνη ο Αβραάμ εγώ είμαι». Στην Έξοδο (γ’ 14) ήταν με τα ίδια αυτά λόγια που ο Θεός φανερώθηκε στον Μωυσή στη φλεγόμενη αλλά μη καιόμενη βάτο. «Εγώ ειμί ο Ων». Ο Ιησούς λοιπόν αποκαλύπτεται ως Εκείνος ο οποίος έχει την ίδια θεϊκή δύναμη επάνω στις δυνάμεις της φύσης όπως και ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, ο Γιαχβέ».
Έγνεψα καταφατικά το κεφάλι μου και είπα, «Αυτό είναι ένα παράδειγμα. Έχετε και κανένα άλλο;»
«Ναι, θα μπορούσα να συνεχίσω κατά τον ίδιο τρόπο», απάντησε ο Blomberg. «Για παράδειγμα, ο πιο συνηθισμένος τρόπος με τον οποίο ο Ιησούς αποκαλεί τον εαυτό Του στα τρία πρώτα ευαγγέλια είναι “ο Υιός του Ανθρώπου” ».
Σήκωσα το χέρι μου να τον σταματήσω. «Σταθείτε», του είπα. Βάζοντας το χέρι μου στην τσάντα μου έβγαλα ένα βιβλίο και το ξεφύλλισα μέχρι που έφτασα στην παραπομπή που ήθελα. «Η Karen Armstrong, η τέως καλόγρια που έγραψε το μπεστσέλλερ A History of God (Μία ιστορία του Θεού), λέει ότι φαίνεται πως ο τίτλος ο Υιός του Ανθρώπου “απλά τόνιζε την αδυναμία και θνητότητα της ανθρώπινης φύσης” οπότε, με το να τον χρησιμοποιεί ο Ιησούς, το μόνο που κάνει είναι να τονίζει ότι “Εκείνος ήταν ένα εύθραυστο ανθρώπινο ον που μια μέρα θα υπέφερε και θα πέθαινε”[5]. Αν αυτό είναι αλήθεια, δεν μοιάζει και πολύ για ισχυρισμός θεότητας εκ μέρους του Ιησού», είπα.
Η έκφραση του προσώπου του Blomberg έγινε στριφνή και είπε: «Κοιτάξτε, αντίθετα προς τη λαϊκή εντύπωση, η έκφραση “ο Υιός του Ανθρώπου” δεν αναφέρεται πρωτίστως στην ανθρώπινη φύση του Ιησού. Είναι μια απευθείας αναφορά στον Δανιήλ (ζ’ 13-14)».
Με αυτά τα λόγια άνοιξε την Παλαιά Διαθήκη και διάβασε τα εξής από την προφητεία του Δανιήλ:
Είδον εν οράμασι νυκτός, και ιδού, ως Υιός ανθρώπου ήρχετο μετά των νεφελών του ουρανού, και έφθασεν έως του Παλαιού των ημερών, και εισήγαγον αυτόν ενώπιον αυτού. Και εις αυτόν εδόθη η εξουσία, και η δόξα, και η βασιλεία, δια να λατρεύωσιν αυτόν πάντες οι λαοί, τα έθνη, και αι γλώσσαι? η εξουσία αυτού είναι εξουσία αιώνιος, ήτις δεν θέλει παρέλθει, και η βασιλεία αυτού, ήτις δεν θέλει φθαρή.
Ο Blomberg έκλεισε τη Γραφή και συνέχισε: «Δείτε λοιπόν τι κάνει ο Ιησούς με το να χρησιμοποιεί τον όρο “ο Υιός του ανθρώπου” χαρακτηρίζοντας τον εαυτό Του. Αυτός είναι κάποιος ο οποίος πλησιάζει τον Ίδιο το Θεό στην αίθουσα του Θρόνου και στον οποίο δίνεται παγκόσμια εξουσία και κυριαρχία. Αυτό κάνει τον τίτλο “ο Υιός του Ανθρώπου” έναν τίτλο μεγάλης ανάτασης και όχι απλής ανθρώπινης ύπαρξης».
Αργότερα, βρήκα ένα σχόλιο από έναν άλλο επιστήμονα, από τον οποίο θα έπαιρνα επίσης συνέντευξη γι’ αυτό το βιβλίο, τον William Lane Craig, που έκανε κι αυτός μια παρόμοια παρατήρηση:
Το “ο Υιός του Ανθρώπου” συχνά θεωρείται ότι δηλώνει την ανθρώπινη φύση του Ιησού, όπως ακριβώς και το “ο Υιός του Θεού” δηλώνει τη θεϊκή. Το αντίθετο όμως αληθεύει. Ο “Υιός του Ανθρώπου” ήταν μία θεϊκή φυσιογνωμία στο Βιβλίο του προφήτη Δανιήλ στην Παλαιά Διαθήκη. Θα ερχόταν στο τέλος του κόσμου να κρίνει την ανθρωπότητα και θα βασίλευε για πάντα. Έτσι, το να αυτοχαρακτηρίζεται ο Ιησούς “ο Υιός του Ανθρώπου”, ήταν στην πραγματικότητα ένας ισχυρισμός για τη θεότητά Του[6].
Και ο Blomberg συνέχισε: «Επίσης, στα συνοπτικά ευαγγέλια ο Ιησούς ισχυρίζεται ότι συγχωρεί αμαρτίες και αυτό είναι κάτι που μόνο ο Θεός μπορεί να κάνει. Λέει ότι, όποιος Τον ομολογεί εμπρός στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσει κι Εκείνος ενώπιον του ουράνιου Πατέρα. Η τελική κρίση λοιπόν εξαρτάται από την απάντηση που θα δώσει κανείς σε- ποιον; Στον Ιησού ως απλό ανθρώπινο ον; Όχι, αυτό θα ήταν ένας πολύ αλαζονικός ισχυρισμός. H τελική κρίση εξαρτάται από την απάντηση που θα δώσει ο άνθρωπος στον Ιησού ως Θεό.
«Όπως βλέπετε, υπάρχει ένα σωρό υλικό στα συνοπτικά ευαγγέλια για το θέμα της θεότητας του Ιησού. Στο ευαγγέλιο του Ιωάννη αυτό γίνεται απλά πιο εμφανές».
Ο ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ ΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΩΝ
Γράφοντας το τελευταίο ευαγγέλιο, ο Ιωάννης είχε το πλεονέκτημα να έχει περισσότερο χρόνο να σκεφτεί τα θεολογικά θέματα. Οπότε, ρώτησα τον Blomberg: «Το γεγονός ότι ο Ιωάννης έγραφε με μια περισσότερο θεολογική προδιάθεση δεν σημαίνει ότι το ιστορικό υλικό του μπορεί να έχει “μολυνθεί” και συνεπώς να μην είναι αξιόπιστο;»
«Δεν πιστεύω ότι ο Ιωάννης είναι πιο “θεολογικός”», αντέταξε ο Blomberg. «Απλά υπογραμμίζει ένα διαφορετικό πυρήνα θεολογικών επιχειρημάτων. Ο Ματθαίος, ο Μάρκος και ο Λουκάς έχουν όλοι πολύ συγκεκριμένες θεολογικές οπτικές γωνίες, τις οποίες θέλουν να φέρουν στο φως: ο Λουκάς είναι ο θεολόγος των κοινωνικών προβληματισμών και των φτωχών. ο Ματθαίος ο θεολόγος ο οποίος προσπαθεί να καταλάβει τη σχέση χριστιανισμού και ιουδαϊσμού. ο Μάρκος ο θεολόγος που παρουσιάζει τον Ιησού ως τον “Δούλο του Θεού”, ο οποίος υποφέρει. Μπορούμε να κάνουμε ένα μακρύ κατάλογο με τις διαφορετικές θεολογικές αποκλίσεις των ευαγγελιστών των συνοπτικών ευαγγελίων Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά».
Διέκοψα γιατί νόμισα ότι ο Blomberg δεν καταλάβαινε το ευρύτερο θέμα του ερωτήματός μου. «ΟΚ, αλλά αυτά τα “θεολογικά” κίνητρα δεν αμφισβητούν την ικανότητα και προθυμία των ευαγγελιστών να αναφέρουν τι συνέβη με ιστορική ακρίβεια;» ρώτησα. «Δεν είναι πιθανό η θεολογική τους σκοπιμότητα να τους ωθεί να χρωματίζουν και να διαστρεβλώνουν την ιστορία την οποία καταγράφουν;»
«Πραγματικά, αυτό σίγουρα σημαίνει ότι, όπως και με κάθε ιδεολογικό κείμενο, πρέπει να θεωρήσουμε ότι κάτι τέτοιο είναι πιθανό», παραδέχτηκε. «Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν προσωπικό συμφέρον να διαστρεβλώσουν την ιστορία, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους ιδεολογικούς σκοπούς. Το δυστύχημα είναι ότι οι άνθρωποι πιστεύουν πως αυτό είναι κάτι που συμβαίνει πάντοτε, πράγμα που είναι λάθος».
«Στον αρχαίο κόσμο η ιδέα να γράφει κανείς την ιστορία αντικειμενικά και χωρίς πάθος, απλά και μόνο για να εξιστορήσει γεγονότα, αλλά χωρίς να έχει κανένα ιδεολογικό σκοπό, ήταν κάτι το άγνωστο. Κανείς δεν έγραφε ιστορία, αν δεν υπήρχε κάποιο μάθημα που η ιστορία μπορούσε να διδάξει».
Χαμογέλασα. «Υποθέτω ότι θα μπορούσε κανείς να πει πως αυτό κάνει τα πάντα ύποπτα», παρατήρησα.
«Ναι, κατά κάποιον τρόπο τα κάνει», απάντησε. «Αλλά, αν μπορούμε να αναπλάσουμε ακριβή ιστορία από όλων των ειδών τις άλλες αρχαίες πηγές, θα πρέπει να μπορούμε να το κάνουμε και για τα ευαγγέλια, παρόλο που και αυτά είναι ιδεολογικά κείμενα».
Ο Blomberg σκέφτηκε για λίγο ψάχνοντας με το νου του να βρει κάποιον κατάλληλο παραλληλισμό προκειμένου να με κάνει να καταλάβω καλύτερα. Τέλος είπε: «Να ένα σύγχρονο παράδειγμα από την εμπειρία της ιουδαϊκής κοινότητας, που θα μπορούσε να ρίξει φως σ’ εκείνο που εννοώ».
«Μερικοί άνθρωποι, συνήθως για αντισημιτικούς λόγους, αρνούνται ή υποτιμούν τη φρίκη του Ολοκαυτώματος. Εβραίοι επιστήμονες όμως ήταν εκείνοι που ίδρυσαν μουσεία, έγραψαν βιβλία, διατήρησαν κειμήλια και κατέγραψαν τη μαρτυρία αυτοπτών μαρτύρων σχετικά με το Ολοκαύτωμα».
«Προβαίνοντας σ’ αυτές τις ενέργειες, εκείνοι βέβαια είχαν έναν πολύ ιδεολογικό σκοπό -δηλαδή, να εξασφαλίσουν ότι δεν θα ξαναγίνουν ποτέ τέτοιες φρικαλεότητες-, αλλά ήταν συγχρόνως και εξαιρετικά αξιόπιστοι και αντικειμενικοί στην καταγραφή τους της ιστορικής αλήθειας».
«Παρόμοια, και ο χριστιανισμός βασιζόταν σε ορισμένους ιστορικούς ισχυρισμούς ότι ο Θεός μπήκε με μοναδικό τρόπο στο χώρο και στην ιστορία στο Πρόσωπο του Ιησού του Ναζαρηνού, οπότε η ίδια αυτή ιδεολογία, που οι χριστιανοί προσπαθούσαν να προωθήσουν, απαιτούσε όσο το δυνατόν προσεκτικότερη ιστορική έρευνα».
Αφησε τον παραλληλισμό του να αιωρείται για λίγο στο κενό μέχρι να τον χωνέψω. Έπειτα, γυρνώντας και κοιτάζοντάς με κατά πρόσωπο, ρώτησε: «Καταλαβαίνετε τι εννοώ;»
Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.
ΚΑΥΤΑ ΝΕΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Αλλο είναι να λέμε ότι τα ευαγγέλια βασίζονται σε άμεσες και έμμεσες μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων και άλλο ότι αυτές οι πληροφορίες διατηρήθηκαν αναλλοίωτες μέχρι να καταγραφούν κάποια χρόνια αργότερα. Ήξερα ότι αυτό είναι ένα πολύ αμφισβητούμενο ζήτημα και ήθελα να φέρω αυτή την πρόκληση στον Blomberg όσο πιο ευθέως γινόταν.
Πήρα και πάλι στα χέρια μου το δημοφιλές βιβλίο της Armstrong, A History of God (Mία ιστορία του Θεού) και είπα: «Ακούστε και κάτι άλλο που έγραψε».
Ξέρουμε πολύ λίγα πράγματα για τον Ιησού. Η πρώτη πλήρης αναφορά για τη ζωή Του ήταν το κατά Μάρκον ευαγγέλιο, το οποίο όμως δεν γράφτηκε νωρίτερα από το 70 μ.Χ., δηλαδή κάπου σαράντα χρόνια μετά το θάνατό Του. Μέχρι τότε, όμως, τα ιστορικά γεγονότα είχαν επικαλυφθεί με μυθικά στοιχεία τα οποία καθρέφτιζαν τη σημασία που είχε ο Ιησούς για τους οπαδούς Του. Αυτό είναι εκείνο που κυρίως μάς μεταφέρει το ευαγγέλιο του Μάρκου. Όχι ένα αξιόπιστο πορτρέτο[7].
Πέταξα το βιβλίο μες στην τσάντα μου, που ήταν ακόμη ανοιχτή, γύρισα προς το μέρος του Βlomberg και συνέχισα: «Μερικοί επιστήμονες λένε ότι τα ευαγγέλια γράφτηκαν τόσο πολύ αργότερα από τα γεγονότα που στο μεταξύ είχαν δημιουργηθεί μύθοι, οι οποίοι αλλοίωσαν αυτό που τελικά καταγράφτηκε, έτσι ώστε ο Ιησούς να μετατραπεί από σοφός δάσκαλος, που ήταν στην πραγματικότητα, σε Υιό του Θεού. Είναι αυτό μία λογική θεωρία ή υπάρχουν ικανά αποδεικτικά στοιχεία για ότι τα ευαγγέλια γράφτηκαν νωρίτερα, πριν οι μύθοι αλλοιώσουν εκείνο το οποίο τελικά γράφτηκε;»
Τα μάτια του Βlomberg στένεψαν στις κόχες τους και η φωνή του πήρε έναν τόνο σκληράδας σαν το διαμάντι. «Εδώ υπάρχουν δύο διαφορετικά θέματα», είπε, «και πρέπει να προσέξουμε να τα κρατήσουμε χωριστά. Ναι, πιστεύω ότι υπάρχουν ικανά αποδεικτικά στοιχεία για το ότι τα ευαγγέλια γράφτηκαν σύντομα μετά τα γεγονότα. Αλλά, και αν δεν υπήρχαν, το επιχείρημα της Armstrong δεν ισχύει έτσι κι αλλιώς».
«Γιατί αυτό;» ρώτησα.
«Η κλασική επιστημονικά δεκτή χρονολογία, ακόμη και στους κύκλους των φιλελεύθερων διανοούμενων, είναι ότι το ευαγγέλιο του Μάρκου γράφτηκε το 70 μ.Χ., του Ματθαίου και του Λουκά τη δεκαετία του 80 και του Ιωάννη τη δεκαετία του 90. Αλλά, προσέξτε, αυτές οι χρονολογίες είναι μέσα στα πλαίσια που οι αυτόπτες μάρτυρες της ζωής του Ιησού ήταν ακόμη εν ζωή, περιλαμβανομένων και των εναντίων αυτοπτών μαρτύρων, οι οποίοι θα μπορούσαν να δράσουν διορθωτικά, αν προωθούνταν ψευδείς διδασκαλίες για τον Ιησού».
«Συνεπώς, αυτές οι όχι και τόσο κοντά στα γεγονότα χρονολογίες των ευαγγελίων, σε τελευταία ανάλυση δεν είναι και τόσο μακρινές. Μπορούμε μάλιστα να κάνουμε έναν πολύ ενδιαφέροντα παραλληλισμό».
«Οι δύο αρχαιότερες βιογραφίες για τον Μέγα Αλέξανδρο γράφτηκαν από τον Αρριανό και τον Πλούταρχο περισσότερο από 400 χρόνια μετά το θάνατο του Mεγάλου Αλεξάνδρου, το 323 π.Χ. Ωστόσο, οι ιστορικοί τις θεωρούν ως γενικά αξιόπιστες. Και, ναι, μυθικό υλικό πράγματι έκανε την εμφάνισή του με τον καιρό, αλλά αυτό συνέβη κατά τους αιώνες μετά απ’ αυτούς τους δύο συγγραφείς».
«Με άλλα λόγια, τα πρώτα 500 χρόνια διατήρησαν την ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου εν πολλοίς αναλλοίωτη. Μυθικό υλικό άρχισε να συγκεντρώνεται κατά τη διάρκεια των επόμενων 500 ετών. Έτσι, αν τα ευαγγέλια γράφτηκαν 60 ή 30 χρόνια μετά το θάνατο του Ιησού, σε σύγκριση με αυτό που συνέβη με τον Μέγα Αλέξανδρο, ο αριθμός των ετών είναι αμελητέος. Είναι σχεδόν αδιάφορος».
Μπορούσα να καταλάβω αυτό που έλεγε ο Blomberg. Συγχρόνως όμως είχα και κάποιες επιφυλάξεις. Εμένα ενστικτωδώς μου φαινόταν ολοφάνερο ότι, όσο μικρότερο το χρονικό διάστημα μεταξύ ενός γεγονότος και της καταγραφής του, τόσο λιγότερες οι πιθανότητες να επηρεαστεί από μύθους ή λαθεμένες αναμνήσεις.
«Επιτρέψτε μου να παραδεχτώ το επιχείρημά σας για τώρα, αλλά ας ξαναγυρίσουμε στις χρονολογίες των ευαγγελίων», είπα. «Είπατε πως πιστεύετε ότι γράφτηκαν νωρίτερα από τις χρονολογίες στις οποίες αναφερθήκατε».
«Ναι, νωρίτερα», επιβεβαίωσε. Και αυτό ενισχύεται αν κοιτάξουμε τις Πράξεις των Αποστόλων που γράφτηκαν από τον Λουκά. Οι Πράξεις τελειώνουν προφανώς χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί -ο Παύλος είναι η κεντρική προσωπικότητα του Βιβλίου και βρίσκεται υπό κατ’ οίκον κράτηση στη Ρώμη. Με αυτό τελειώνει το Βιβλίο κάπως απότομα. Τι συμβαίνει στον Παύλο; Δεν μας το λένε οι Πράξεις, προφανώς επειδή το Βιβλίο γράφτηκε πριν θανατωθεί ο Παύλος».
Καθώς συνέχιζε, η ένταση του Blomberg αυξανόταν. «Αυτό σημαίνει ότι οι Πράξεις δεν μπορεί να χρονολογηθούν αργότερα από το 62 μ.Χ. Έχοντας θεμελιώσει αυτό, μπορούμε να πάμε πίσω στο χρόνο αρχίζοντας από κείνη τη χρονολογία. Αφού οι Πράξεις είναι το δεύτερο τμήμα ενός έργου που αποτελείται από δύο μέρη, ξέρουμε ότι το πρώτο τμήμα -το ευαγγέλιο του Λουκά- πρέπει να είχε γραφτεί νωρίτερα. Και αφού ο Λουκάς περιλαμβάνει και τμήματα των ευαγγελίων του Μάρκου, αυτό σημαίνει ότι το ευαγγέλιο του Μάρκου πρέπει να έχει γραφτεί ακόμη πιο νωρίς».
«Αν δώσουμε πες ένα χρόνο μεταξύ αυτών, θα πρέπει να καταλήξουμε ότι το ευαγγέλιο του Μάρκου γράφτηκε γύρω στο 60 μ.Χ. ή στο τέλος της δεκαετίας του 50. Αν ο Ιησούς θανατώθηκε το 30 ή το 33 μ.Χ., μιλάμε για ένα μεσοδιάστημα το πολύ 30 χρόνων».
Κάθισε βαθιά στην καρέκλα του μ’ ένα ύφος θριάμβου. «Μιλώντας ιστορικά», είπε, «και ιδιαίτερα σε σύγκριση με τον Μέγα Αλέξανδρο, αυτό είναι κάτι σαν ειδήσεις-αστραπή!»
Πραγματικά, αυτό ήταν εντυπωσιακό και μίκραινε το κενό μεταξύ των γεγονότων στη ζωή του Ιησού και της συγγραφής των ευαγγελίων σε σημείο που ήταν πια αμελητέο, σύμφωνα με τα ιστορικά κριτήρια. Ωστόσο, ένιωθα ότι ήθελα να τον πιέσω λίγο επάνω σ’ αυτό. Ο στόχος μου ήταν να γυρίσω το ρολόι πίσω, όσο περισσότερο γίνεται, για να εντοπίσω τις πιο πρώιμες πληροφορίες σχετικά με τον Ιησού.
ΓΥΡΝΩΝΤΑΣ ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ
Σηκώθηκα επάνω και έκανα μια βόλτα προς τη βιβλιοθήκη. «Για να δούμε αν μπορούμε να γυρίσουμε το ρολόι ακόμη πιο πίσω», είπα στρεφόμενος προς τον Blomberg. Ποια είναι η νωρίτερη χρονολογία που μπορούμε να προσδιορίσουμε για τα θεμελιώδη πιστεύω στο λυτρωτικό έργο και την Ανάσταση του Ιησού, καθώς και στη μοναδική σχέση Του με τον Θεό;» ρώτησα.
«Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι τα Βιβλία της Καινής Διαθήκης δεν είναι με χρονολογική σειρά», άρχισε. Τα ευαγγέλια γράφτηκαν μετά από όλες σχεδόν τις επιστολές του Παύλου, η διακονία της καταγραφής των οποίων έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 40. Οι περισσότερες από τις κυριότερες επιστολές του Παύλου κυκλοφόρησαν τη δεκαετία του 50. Για να βρει κανείς τις πιο πρώιμες πληροφορίες, πάει στις επιστολές του Παύλου και μετά ρωτάει, “Μήπως υπάρχουν και πρωιμότερες πηγές, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν στα ευαγγέλια;”»
«Και», τον παρακίνησα, «υπάρχουν;»
«Βρίσκουμε ότι ο Παύλος ενσωμάτωσε μερικά πιστεύω, ομολογίες πίστης και ύμνους από την πρώτη χριστιανική εκκλησία. Αυτά ανατρέχουν πολύ παλιά, στην πρώτη εμφάνιση της εκκλησίας λίγο μετά την Ανάσταση».
«Τα πιο γνωστά πιστεύω περιλαμβάνονται στην προς Φιλιππησίους επιστολή (β’ 6-11), η οποία αναφέρει ότι ο Ιησούς είναι “ίσα με τον Θεόν”, και στην προς Κολασσαείς επιστολή (α’ 15-20), η οποία αναφέρεται στον Ιησού ως “εικόνα του Θεού του αοράτου” διά του οποίου “εκτίσθησαν τα πάντα” και δια του οποίου ο Θεός ευδόκησε να “συνδιαλλάξη τα πάντα προς εαυτόν”, “ειρηνοποιήσας διά του αίματος του σταυρού αυτού”».
«Αυτά είναι σίγουρα σημαντικά για να μας εξηγήσουν τι πίστευαν ακράδαντα οι πρώτοι χριστιανοί για τον Ιησού. Αλλά ίσως το πιο σπουδαίο πιστεύω αναφορικά με τον ιστορικό Ιησού βρίσκεται στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή (ιε’ 3-8), όπου ο Παύλος χρησιμοποιεί μια τεχνική γλώσσα, για να δείξει ότι περνούσε αυτή την προφορική παράδοση σε μια σχετικά τυποποιημένη μορφή».
Ο Blomberg βρήκε το σημείο αυτό στη Γραφή του και μου το διάβασε:
Διότι παρέδωκα εις εσάς εν πρώτοις εκείνο, το οποίον και παρέλαβον, ότι ο Χριστός απέθανε δια τας αμαρτίας ημών κατά τας γραφάς. και ότι ετάφη, και ότι ανέστη την τρίτην ημέραν, κατά τας γραφάς. και ότι εφάνη εις τον Κηφάν, έπειτα εις τους δώδεκα. μετά ταύτα εφάνη εις πεντακοσίους και επέκεινα αδελφούς δια μιάς, εκ των οποίων οι πλειότεροι μένουσιν έως τώρα, τινές δε και εκοιμήθησαν. έπειτα εφάνη εις τον Ιάκωβον, έπειτα εις πάντας τους αποστόλους[8].
«Και εδώ είναι το θέμα», είπε ο Blomberg. «Αν η Σταύρωση έγινε το 30 μ.Χ., η μεταστροφή του Παύλου έγινε περίπου το 32. Αμέσως μετά, ο Παύλος οδηγήθηκε στη Δαμασκό, όπου συναντήθηκε με ένα χριστιανό ονομαζόμενο Ανανία και με μερικούς άλλους οπαδούς. Η πρώτη του συνάντηση με τους αποστόλους στην Ιερουσαλήμ θα έγινε γύρω στο 35 μ.Χ. Κάποια στιγμή εκείνη την εποχή δόθηκε στον Παύλο αυτό το πιστεύω, το οποίο είχε ήδη σχηματιστεί και χρησιμοποιείτο από την πρώτη χριστιανική εκκλησία».
«Τώρα, σ’ αυτό το πιστεύω έχετε όλα τα γεγονότα-κλειδιά αναφορικά με το θάνατο του Ιησού για τις αμαρτίες μας, συν έναν αναλυτικό κατάλογο εκείνων στους οποίους εμφανίστηκε στην αναστημένη μορφή Του -και όλα αυτά ανάγονται στα πρώτα δύο με πέντε χρόνια από τα γεγονότα αυτά καθαυτά!»
«Δεν πρόκειται λοιπόν για μεταγενέστερη μυθολογία που δημιουργήθηκε σαράντα ή και περισσότερα χρόνια αργότερα, όπως ισχυρίζεται η Armstrong. Ένα πολύ καλό επιχείρημα μπορεί να θεμελιωθεί στον ισχυρισμό ότι η χριστιανική πίστη στην Ανάσταση, παρόλο που δεν είχε ακόμη καταγραφεί, ανάγεται στο διάστημα μιας διετίας από το γεγονός της Ανάστασης».
«Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό», είπε με φωνή κάπως υψωμένη για έμφαση. «Οπότε, δεν συγκρίνετε πια τα 30 ή 60 χρόνια με τα 500, τα οπoία θεωρούνται γενικώς αποδεκτά για άλλα γεγονότα -συγκρίνετε μόνο δύο χρόνια!»
Δεν μπορούσα να αρνηθώ τη σπουδαιότητα αυτής της απόδειξης. Σίγουρα, ήταν μια απόδειξη που αποδυνάμωνε την κριτική ότι η Ανάσταση (την οποία οι χριστιανοί επικαλούνται ως την κορωνίδα της επιβεβαίωσης της θεότητας του Ιησού) ήταν απλά μια μυθολογική έννοια, που δημιουργήθηκε με την πάροδο πολλών χρόνων, κατά τη διάρκεια των οποίων οι θρύλοι αλλοίωσαν τις μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων για τη ζωή του Ιησού. Για μένα, αυτό ήταν πολύ σημαντικό, διότι, την εποχή που συγκαταλεγόμουν στους σκεπτικιστές, αυτή ήταν η μεγαλύτερη αντίρρησή μου κατά του χριστιανισμού.
Στηρίχτηκα στη βιβλιοθήκη. Είχαμε καλύψει πολλή ύλη και η διακήρυξη αυτή του Blomberg, η οποία συνιστούσε το αποκορύφωμα των απαντήσεών του, μού φάνηκε καλό σημείο να σταματήσω.
ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
Ήταν αργά το απόγευμα. Μιλούσαμε για ώρα χωρίς ούτε ένα διάλειμμα. Ωστόσο, δεν ήθελα να σταματήσω τη συνέντευξή μας χωρίς να υποβάλω τις μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων στον ίδιο τύπο τεστ στον οποίο θα τις υπέβαλλε κι ένας δικηγόρος ή δημοσιογράφος. Ήθελα να ξέρω: θα άντεχαν σ’ αυτή την εξέταση ή θα έβγαιναν στην καλύτερη περίπτωση αμφίβολες και στη χειρότερη αναξιόπιστες;
Αφού, λοιπόν, ήδη υπήρχε το βασικό υλικό, είπα στον Blomberg να κάνουμε ένα διάλειμμα και να σηκωθεί να περπατήσει λίγο, για να ξεμουδιάσει, πριν ξανακαθίσουμε και οι δύο και ξαναρχίσουμε τη συζήτηση.
Σκέψεις
Ερωτήσεις για εμβάθυνση ή συμμελέτη
1. Πώς έχει επηρεαστεί η γνώμη σας από τη μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα σε κάποιο γεγονός; Ποιοι είναι μερικοί από τους παράγοντες που συνήθως χρησιμοποιείτε για να αξιολογήσετε αν η ιστορία κάποιου είναι ειλικρινής και ακριβής; Πώς νομίζετε ότι θα άντεχαν τα ευαγγέλια αν τα υποβάλατε σε τέτοια εξέταση;
2. Πιστεύετε ότι τα ευαγγέλια μπορούν να έχουν ένα θεολογικό στόχο και συγχρόνως να είναι αξιόπιστα σχετικά με ό,τι αναφέρουν; Γιατί ναι ή γιατί όχι; Βρίσκετε ότι ο παραλληλισμός που κάνει ο Blomberg με το Ολοκαύτωμα βοηθάει να σκεφτεί κανείς καλά αυτό το ζήτημα;
3. Πώς και γιατί η περιγραφή που δίνει ο Blomberg για τις πρώιμες πληροφορίες που υπάρχουν αναφορικά με τον Ιησού επηρεάζουν τη γνώμη σας για την αξιοπιστία των ευαγγελίων;
Για περαιτέρω αποδείξεις
Πρόσθετη βιβλιογραφία επί του θέματος
· Barnett, Paul, Is the New Testament History (Αποτελεί η Καινή Διαθήκη ιστορία;), Ann Arbor, Mich.: Vine, 1986.
· Barnett, Paul, Jesus and the Logic of History (Ο Ιησούς και η λογική της ιστορίας), Grand Rapids: Eerdmans, 1997.
· Blomberg, Craig, The Historical Reliability of the Gospels (Η ιστορική αξιοπιστία των ευαγγελίων), Downers Grove, Ill.: InterVarsity Press, 1987.
· Bruce, F. F., The New Testament Documents: Are They Reliable? (Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης: Είναι άραγε αξιόπιστα;), Grand Rapids, Eerdmans, 1960. {Ας σημειωθεί ότι το βιβλίο αυτό έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά με τον ίδιο τίτλο από την Γωγώ Καρκανίδου και εκδοθεί στην Αθήνα από τις εκδόσεις ΠΕΡΓΑΜΟΣ, 1η έκδ. 1987, 3η έκδ. 2000}.
· France, R. T., The Evidence for Jesus (H aπόδειξη για τον Ιησού), Downers Grove, Ill.: InterVarsity Press, 1986.
[1] Lee Strobel, Youth‘ s Testimony Convicts Killers, but Death Stays Near (Η μαρτυρία νέου καταδικάζει τους δολοφόνους, αλλά ο θάνατος δεν απομακρύνεται), Chicago Tribune, 25 Οκτ. 1976.
[2] Irenaeus (Ειρηναίος), Adversus haereses (Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως), Γ΄, Ι, 1.
[3] Arthur G. Patzia, The Making of the New Testament (Πώς σχηματίστηκε η Καινή Διαθήκη), Downers Grove, Ill.: InterVarsity Press, 1995, σελ. 164. {Aς σημειωθεί ότι το βιβλίο αυτό έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά με τον ίδιο τίτλο από τον Γιώργο Λυχνό και εκδοθεί στην Αθήνα από τις εκδόσεις ΠΕΡΓΑΜΟΣ το 1999}.
[5] Karen Armstrong, A History of God (Μία ιστορία του Θεού), New York: Ballantine/Epiphany, 1993, σελ. 82.
[6] William Lane Craig, The Son Rises: Historical Evidence for the Resurrection of Jesus (Ο Υιός ανασταίνεται: Ιστορική απόδειξη για την Ανάσταση του Ιησού), Chicago: Moody Press, 1981, σελ. 140.
[7] Armstrong, A History of God (Μία ιστορία του Θεού), ό.π., σελ. 79.
|