ΙAKΩΒ:Ο ΝΙΚΗΜΕΝΟΣ ΝΙΚΗΤΗΣ της Δρος Γιούλικας Κ. Masry

ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ ΜΕ ΑΠΛΑ ΛΟΓΙΑ

          Ο Ιακώβ γεννήθηκε και ανατράφηκε σε οικογένεια πιστών δύο γενεών. Παππούς του ήταν ο Αβραάμ, ο πρώτος καλεσμένος του Θεού να Τον ακολουθήσει με πίστη και να γίνει η ρίζα του δέντρου του διαλεχτού και αγαπημένου λαού του Θεού, του Ισραήλ. Πατέρας του ήταν ο Ισαάκ που κι εκείνος είχε περπατήσει στο δρόμο της πίστης και ο Θεός τον είχε πλούσια ευλογήσει, το ίδιο όπως είχε κάνει και με τον Αβραάμ.

          Μεγαλωμένος σ’ αυτό το περιβάλλον ο Ιακώβ είχε μάθει από νωρίς τι σημαίνει να ακουμπάς στο βράχο της προστασίας του Ουράνιου Θεού. Πέρα όμως απ’ αυτό είχε και προσωπική εμπειρία της παρουσίας του Θεού στη ζωή του όταν, φεύγοντας αναγκαστικά απ’ το σπίτι των γονιών του (τότε που τον κυνηγούσε ο δίδυμος αδελφός του Ησαύ και ήθελε να τον σκοτώσει επειδή του είχε πάρει τα πρωτοτόκια), ο Ιακώβ είχε δει σε όραμα τον Ίδιο το Θεό να στέκει στο πλατύσκαλο μιας γιγάντιας σκάλας που ένωνε γη και Ουρανό και να του υπόσχεται πως θα είναι μαζί του σε όλες τις φάσεις της ζωής του, μέχρι τέλους, ως τότε δηλαδή που θα τελείωνε ο κατά Θεό προορισμός του Ιακώβ πάνω στη γη (Γεν. κη΄/12-15).

          Ακόμα ο Ιακώβ ήταν άνθρωπος ευλαβής που δεν παραμελούσε τη λατρεία του Θεού, μάλιστα δε μετονόμασε τον τόπο εκείνο που του αποκαλύφθηκε ο Θεός από Λουζ σε Βαιθήλ, που στα εβραϊκά σημαίνει κυριολεκτικά «οίκος Θεού» (‘μπετ’/οίκος και ‘Ελ(οχίμ)’/Θεός) προθυμοποιούμενος να προσφέρει εκεί το ένα δέκατο από τα αγαθά που θα αποκτούσε (Γεν. κη΄/16-22).

          Τέλος, ο Ιακώβ ήταν και άνθρωπος προσευχής, πράγμα που φαίνεται καθαρά από την ταπείνωση της καρδιάς του μπροστά στο Θεό και την άνεση που είχε να εκφράζει ανοιχτά τα αισθήματά του ενώπιόν Του—το φόβο και την αγωνία του μπρος στους κινδύνους της ζωής. «Θεέ του πατρός μου Αβραάμ και Θεέ του πατρός μου Ισαάκ, Κύριε…πολύ μικρός είμαι ως προς πάντα τα ελέη και πάσαν την αλήθειαν την οποίαν έκαμες εις τον δούλόν σου…σώσόν με, δέομαι σου εκ της χειρός του αδελφού μου, εκ της χειρός του Ησαύ· διότι φοβούμαι αυτόν…» (Γεν. λβ΄ / 9-12).

          Βέβαια όπως και ο παππούς του, και αργότερα και ο πατέρας του, είχε κι ο Ιακώβ κάνει τα λάθη του στη ζωή—ψέμματα και απάτες εις βάρος άλλων—και υποστεί τις βαριές συνέπειες, όπως π.χ. όταν ήρθε η ώρα να τον ξεγελάσουν κι εκείνον στη ζωή με ψέμματα και να τον εξαπατήσουν οικτρά (όπως έκανε για παράδειγμα ο πεθερός του Λαβάν σχετικά με την κόρη του και γυναίκα της εκλογής του Ιακώβ, τη Ραχήλ), το ίδιο όπως είχε κάνει κι αυτός σε άλλους, ή όταν έμεινε εξόριστος μακριά από το σπίτι και τη θαλπωρή της οικογένειάς του για κάπου είκοσι χρόνια και δεν ξαναείδε τη μητέρα του ζωντανή. Όμως κάθε άλλο παρά μη πιστό θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τον Ιακώβ, το τρίτο αυτό θεμέλιο λιθάρι της οικοδομής που άρχισε να χτίζει ο Θεός πάνω στη γη με υλικό τους πιστούς Του.

          Φαίνεται όμως πως, όταν ήρθε η ώρα να εκπληρώσει ο Ιακώβ το έργο του Θεού στον κόσμο, να γυρίσει δηλαδή και να ριζώσει στη γη Χαναάν, για να βλαστήσει απ’ το σπέρμα του το δωδεκάκλωνο δέντρο του Ισραήλ, απ’ όπου επρόκειτο να ευλογηθούν όλες οι φυλές της γης, η σχέση του με το Θεό έπρεπε να περάσει από μια ιδιαίτερη δοκιμασία για να βαθύνει και να δυναμώσει. Έπρεπε δηλαδή ο Ιακώβ να δώσει ολόκληρη την ύπαρξή του στο Θεό, πράγμα που για να γίνει έπρεπε πρώτα ο ίδιος να ’ρθει και να γνωρίσει τον εαυτό του καλύτερα—με όλους τους εγωισμούς, τις κρυφές αμφιβολίες και τις αντιρρήσεις του κατά του Θεού—να’ρθει δηλαδή και να «παλαίψει» με το Θεό στ’ ανοιχτά του πέλαγου. Και σ’ αυτή την πάλη ο Θεός, που ξέρει τις καρδιές των ανθρώπων καλύτερα από μας τους ίδιους, καλούσε τον Ιακώβ να βγει και να Τον πολεμήσει στήθος με στήθος, ανοιχτά και ελεύθερα, χωρίς να Του κρύβει τίποτε από τις επαναστατικές του διαθέσεις, γιατί γνώριζε πως μόνο όταν έρθει ο άνθρωπος και προσκολληθεί στον Κύριο και Θεό του κατ’ αυτό τον τρόπο, η σχέση μετράει και μπορεί να γίνει το αμετακίνητο θεμέλιο που πάνω του να χτίσει μετά ο Θεός τα Αιώνια Σχέδιά Του.

          Ο Ουράνιος Πατέρας που έπλασε τον Ιακώβ και τον καθέναν μας ξεχωριστά κατά το πρότυπο της δικής Του εικόνας και ομοίωσης (Γεν. α΄/27), το εννοούσε απόλυτα όταν έβγαλε από το προσωπικό Του θησαυροφυλάκιο και μας χάρισε το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί ποτέ να υπάρξει: την ηθική ελευθερία να κάνουμε εμείς οι ίδιοι τις επιλογές μας. Και οι επιλογές αυτές περιλαμβάνουν και τη σχέση που θα έχουμε με το Θεό. Η πρόσκληση στον Ιακώβ να «παλαίψει» μαζί Του ήταν ακριβώς για να του υπενθυμίσει ότι είχε στην κατοχή του αυτό το πολύτιμο αγαθό, την ελευθερία, και να τον προτρέψει να την εξασκήσει στη σχέση του με το Θεό προς δικό του όφελος. Ελευθερία να δεχτεί το Θεό ως κυρίαρχο της κάθε πλευράς της ζωής του, αρνούμενος τη δική του αυτάρκεια και αυτοδυναμία, ή να Τον απορρίψει, πράγμα που γίνεται κι όταν ακόμα δινόμαστε στο Θεό σε ορισμένα θέματα αλλά εξακολουθούμε να επιμένουμε στο δικό μας σε άλλα. Το πώς ακριβώς δόθηκε αυτό το «ματς» περιγράφεται στο πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής, τη Γένεση (λβ΄/24-31).

          Το σκηνικό είναι στημένο σε μια μακρινή γωνιά της γης, που ο Ιακώβ ονόμασε Μαχαναΐμ και που σήμερα λέγεται Ιορδανία, στις όχθες του χειμάρρου Ιαβόκ. Ο Ιακώβ, ύστερα από χρόνια απουσίας στην εξορία, βρίσκεται τώρα στο δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα του μαζί με τα γυναικόπαιδα, τους δούλους, τα ζώα του και όλους του τους ακολούθους. Η συνάντηση με το δίδυμο αδελφό του Ησαύ και τους τετρακόσιους άνδρες της συνοδείας του πλησιάζει και ο Ιακώβ, από πλευράς του, έχει εξαντλήσει όλα τα μέτρα πρόνοιας που μπορούσε να πάρει άνθρωπος για την περίπτωση: έχει έξυπνα στείλει δώρα στον Ησαύ για να τον καλοπιάσει και έχει στρατηγικά χωρίσει τους δικούς του άντρες σε δύο τάγματα—με τη λογική ότι αν ο Ησαύ εξολοθρεύσει το ένα, να γλιτώσει το άλλο. Είναι νύχτα στην έρημο αλλά προφανώς ο Ιακώβ δεν έχει ύπνο αφού, όπως διαβάζουμε στο Λόγο του Θεού, σηκώνεται για να περάσει στην απέναντι όχθη γυναίκες, παιδιά, δούλες και τα υπάρχοντά του. Κι έπειτα «ο Ιακώβ έμεινε μόνος» (Γεν. λβ΄/24).

          Στη ζωή υπάρχουν πολλών ειδών μοναξιές. Είναι εκείνες οι μενεξελιές, παραπονεμένες, ρομαντικές μοναξιές που θαρρείς κι είναι φτιαγμένες για να λικνίζουν προσδοκίες και όνειρα για το μέλλον. Έπειτα είναι οι μουντές, αγκαθωτές, βαριές μοναξιές των θλιβερών απολογισμών του δειλινού για τα χαμένα τρένα της ζωής. Ακόμα είναι οι κλασικές μοναξιές της ερήμου, του φλογερού δηλαδή πόθου και της καυτής δίψας κάθε ανθρώπινης ψυχής για επικοινωνία με μια άλλη με την οποία να έχει ταύτιση (κι αυτό είτε είναι κανείς κυριολεκτικά μόνος του είτε μόνος μέσα σε πλήθος). Αλλά είναι και ορισμένες μοναξιές–«μοναχικότητες» θα ήταν σωστότερο να τις ονομάσουμε—οι οποίες κείτονται μόνιμα και αναγκαία στα διάφορα σταυροδρόμια της ζωής σαν λίθοι ακρογωνιαίοι των αλλαγών που θα επακολουθήσουν, αλλαγών που θα είναι τόσο δραματικές ώστε μετά τίποτε πια δεν θα’ναι το ίδιο όπως πρώτα.

          Εκείνες τις ώρες η ψυχή δεν επιθυμεί τόσο να ξεφύγει από την απομόνωσή της όσο… να της πάρει τα μέτρα, να κατανοήσει τη σκοπιμότητα και σημασία της. Αυτές δεν είναι «μοναξιές χρείας» αλλά «μοναξιές αυτάρκειας» που μέσα τους ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με το γυμνό εαυτό του, τη δύναμη και τις αδυναμίες του, και με τη θεώρηση «ενός Κάτι» μεγαλύτερου απ’ τον ίδιον που είναι συγχρόνως ένα «Κάτι» απόλυτα Αγαθό, και Ζωντανό το οποίο τον καλεί να Το αναγνωρίσει, γνωρίσει και θέσει τις βάσεις της μεταξύ τους σχέσης.

Την ευκαιρία για τέτοιου είδους μοναχικούς στοχασμούς και ψυχικές ανακατατάξεις μπορεί να δώσουν διαφόρων ειδών γεγονότα στη ζωή (εξωτερικά ή εσωτερικά), από το θαυμάσιο μιας γέννησης ως την ελεγεία ενός θανάτου, από τον ασήκωτο προβληματισμό μπρος σε μια βαριά κρίση της ζωής ως το ευεργετικό ξαλάφρωμα στη συνειδητοποίηση του πόσο ανήμποροι τελικά είμαστε να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας. Κρίνοντας από τα όσα διαδραματίστηκαν εκείνη τη σημαδιακή για τον Ιακώβ νύχτα κι από τις μελλοντικές τους συνέπειες, γήινες και αιώνιες, φαίνεται πως η μοναξιά του τρίτου κατά σειρά πατριάρχη του Ισραήλ εκείνη τη βραδιά στις όχθες του Ιαβόκ ήταν του τύπου της «μοναχικότητας» μάλλον παρά της απλής μοναξιάς.

Ξαφνικά, απ’ τα πλοκάμια της σκοτεινής νύχτας ξεπήδησε ένα χέρι, ένα σώμα ανθρώπινο που συνεπλάκη μαζί του σε άγρια ολονύχτια πάλη. «Και επάλαιε μετ’ αυτού άνθρωπος έως τα χαράγματα της αυγής», μάς λέει η Αγία Γραφή (Γεν. λβ΄24). Ο «άνθρωπος» όμως αυτός κάθε άλλο παρά συνηθισμένος άνθρωπος ήταν. Στην προφητεία του Ωσηέ, ο οποίος μάς προσφέρει ένα μεταγενέστερο σχόλιο του γεγονότος, διαβάζουμε ότι επρόκειτο για ουράνιο επισκέπτη, για άγγελο (Ωσ. ιβ΄/4), ενώ ο ίδιος ο Ιακώβ, όταν συνήλθε από την κατάπληξη, δήλωσε πως είχε δει τον Ίδιο το Θεό «πρόσωπο προς πρόσωπον» (Γεν. λβ΄/30). Και για ένα Θεό ο οποίος, όπως ξέρουμε από το μεταγενέστερο ξεδίπλωμα των σχεδίων Του για τη σωτηρία του ανθρώπου, επρόκειτο να πάρει όμοια μ’ εμάς μορφή και να ’ρθει να ζήσει ανάμεσά μας, δεν είναι καθόλου παράξενο ότι με ανθρώπινη και πάλι μορφή θα εμφανιζόταν και πριν από την ενσάρκωσή Του. Άλλωστε αυτή δεν είναι η πρώτη φορά στην Παλαιά Διαθήκη που που ο Θεός επισκέπτεται τους δικούς Του με μορφή ανθρώπου. Νωρίτερα στη Γένεση, όταν δίνεται για πρώτη φορά στον Αβραάμ η θεϊκή υπόσχεση για το γιο που θα φέρει στον κόσμο η γερόντισσα γυναίκα του Σάρρα, αναφέρεται ότι με την ίδια ακριβώς μορφή έκανε ο Θεός την εμφάνισή του στον πρώτο πατριάρχη: «εφάνη εις αυτόν ο Κύριος εις τας δρυς Μαμβρή, ενώ εκάθητο εν τη θύρα της σκηνής εις το καύμα της ημέρας…και ιδού, τρεις άνδρες ιστάμενοι έμπροσθεν αυτού…» (ιη΄/1&2).

Με τέτοιο λοιπόν «άνθρωπο» βρέθηκε αντιμέτωπος ο Ιακώβ και με την ουράνια πρωτοβουλία να γίνει μια ανοιχτή αναμέτρηση μεταξύ τους. Όπως σε κάθε αγώνισμα πάλης, είτε όπως γινόταν τα αρχαία χρόνια στην παλαίστρα, είτε όπως το είδαμε πρόσφατα στους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης, οι αθλούμενοι μάχονται σώμα με σώμα για το ποιος θα καταβάλει τον άλλον. Λόγω της υπερβολικής έντασης που το άθλημα αυτό προϋποθέτει, ο αγώνας είναι πάντοτε μικρής διάρκειας. Στην περίπτωση όμως του Ιακώβ διαβάζουμε ότι κράτησε ολόκληρη νύχτα! Οι αντιμέτωπες δυνάμεις των θελήσεων Θεού και Ιακώβ απέβλεπαν η καθεμιά στο δικό της αντικειμενικό σκοπό. Το θέλημα του Θεού (και ο πόθος Του ο βαθύς και φλογερός, αν κρίνουμε από το είδος του αθλήματος που διάλεξε για ν’ αναμετρηθεί με τον άνθρωπο—σώμα με σώμα—κι απ’ την εξαιρετικά μακρά του διάρκεια) ήταν να πλημμυρίσει Εκείνος με την αγάπη και το θέλημά Του ολόκληρη την ψυχή του Ιακώβ, τόσο που εκείνη να σβήσει σαν ξεχωριστή οντότητα, λες και δεν είχε ποτέ προηγηθεί χωρισμός Θεού και ανθρώπου, όπως έγινε μετά την πτώση. Το θέλημα του Ιακώβ, συνειδητά ή ασυνείδητα, ήταν να περιορίσει τη μαγνητική έλξη του Θεού σε ορισμένες μόνο διαστάσεις της ζωής του—λατρεία, προσευχή, ομολογία—αλλά όχι και ολοκληρωτική παράδοση. Για ν’ αντέξει δε  να παλεύει και ο Ιακώβ τόση ώρα με τον άνθρωπο-Θεό («έως τα χαράγματα της αυγής»), σημαίνει ότι και η δική του αντίσταση να αφεθεί ολοκληρωτικά στην κυριαρχία του Θεού, μη κρατώντας τίποτε για τον εαυτό του, ήταν ισομεγέθης με τον πόθο του Θεού να ελκύσει όλη την ύπαρξη του πατριάρχη προς το μέρος Του.

Συνήθως συνδέουμε το έντονο της σύγκρουσης μεταξύ των θελήσεων Θεού και ανθρώπου με τις αρχικές μόνο αντιστάσεις του ανθρώπινου εγωισμού να βγει από το σχήμα της απόλυτης αυτάρκειας και αυτοκυβέρνησής του, να σκύψει τον αυχένα και να δεχτεί την κυρίαρχη παρουσία του Θεού στη ζωή του. Η ιστορία όμως της προσωπικής ζωής του Ιακώβ μάς δείχνει ότι η ίδια απόσταση υπάρχει και ο ίδιος αγώνας γίνεται κάθε φορά που ο άνθρωπος βρίσκεται στο κατώφλι κάποιου πνευματικού βήματος, κάθε που βαθαίνει η σχέση του ανθρώπου με το Θεό, κάθε που ο Θεός ετοιμάζει το δούλο Του να φέρει σε πέρας κάποια αποστολή που του έχει αναθέσει στη ζωή.

Οι ράγες πάνω στις οποίες κυλάει το τρένο του ανθρώπινου «εγώ» είναι μόνιμα προδιατεθειμένες να αποκλίνουν από τη θεϊκή τροχιά η οποία ευθυγραμμίζει τις δύο πορείες και οι εκτροχιασμοί θα ήταν πολυπληθείς αν ο Ίδιος ο Θεός, ως ελεήμονας κλειδούχος, δεν έστρεφε μόνιμα κατά το βαγόνι μας το μαγνήτη της έλξης της αγάπης Του προσκαλώντας μας διαρκώς να συγκλίνουμε με την τροχιά Του. Εμείς μπορεί κάλλιστα να Του κλείνουμε την πόρτα, αλλά ο Θεός στέκει μόνιμα «προ των πυλών» ζητώντας πρόσβαση στην καρδιά μας. «Ιδού, ίσταμαι εις την θύραν και κρούω», λέει ο Χριστός. «Εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, θέλω εισέλθει προς αυτόν και θέλω δειπνήσει μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού» (Αποκ. γ΄/20).

          Θα μας ήταν σχεδόν αδύνατο να διανοηθούμε ότι ο ευσεβής, θεοσεβούμενος και προσευχητής Ιακώβ μπορούσε να έχει ακόμα μέσα του τόσες επιφυλάξεις για την αγάπη του Θεού, τόσο επαναστατικό δυναμικό κατά της κυρίαρχης παρουσίας Του στη ζωή του, αν δεν αναλογιζόμασταν πόσες φορές δεν έχουμε κι εμείς βρεθεί στην ίδια θέση. Ούτε που το συνειδητοποιούμε πως έχουμε ακόμα «απόρθητα οχυρά» μέσα μας. Ούτε που τα γνωρίζουμε ποια είναι, αν δεν μας τα αποκαλύψει ο Ίδιος ο Θεός. Στην περίπτωση του Ιακώβ, επειδή η πάλη είχε κρατήσει πολύ κι η καρδιά του δεν έσπαγε, ο Θεός επέλεξε να τον «λαβώσει» Εκείνος, προκειμένου να του λυγίσει τον εγωισμό και να τον κάνει ευάλωτο στο  δικό Του άγγιγμα. Ενώ λοιπόν πάλευε ακόμα ο Ιακώβ, μάς λέει ο Λόγος του Θεού, Εκείνος «ήγγισε την άρθρωσιν του μηρού αυτού και μετετοπίσθη η άρθρωσις του μηρού του Ιακώβ» (Γεν. λβ΄/25). Η ζωή του Ιακώβ έπρεπε κυριολεκτικά να «εξαρθρωθεί» για να’ρθει ο ίδιος στην ψυχική εκείνη γονυκλισία που παραδίνει όλη την εσωτερική ύπαρξη του ανθρώπου στο Θεό και όχι μόνο τις εξωτερικές του πράξεις –υπακοής, λατρείας ή ακόμα και προσευχής.

Συχνά, αν και όχι βέβαια πάντοτε, μια «εξάρθρωση» και της δικής μας ζωής μπορεί να οφείλεται σε πρωτοβουλία του Θεού για να μας φέρει περισσότερο κοντά Του—μια αρρώστια, μια οικογενειακή αποτυχία, μια πρώχευση, μια απόλυση, ένα ατύχημα. Μας «λαβώνει» ελεητικά για να φανεί η αδυναμία μας μακριά Του, μας «νικάει» στην πάλη του εγώ μας μ’ Εκείνον για να «νικήσουμε» εμείς αφηνόμενοι στα χέρια Του, στα ίδια εκείνα χέρια που, όπως λέει ο προφήτης Ησαΐας, είναι ζωγραφισμένο το πορτρέτο του καθενός μας. «Ιδού, επί των παλαμών μου σε εζωγράφισα» (μθ΄/16).

Η λογική του «νικημένου νικητή» δείχνει πράδοξη εκ πρώτης όψεως. Φαίνεται όμως ότι σ’ εκείνη τη φάση της πνευματικής του ζωής ο Ιακώβ ήταν έτοιμος να κατανοήσει αυτή την παράδοξη λογική. «Άφες με να απέλθω, διότι εχάραξεν η αυγή», του πρότεινε κάποια στιγμή ο Θεός. Όχι βέβαια ότι ο Κύριος μπορεί ποτέ να «κουραστεί» από την επιμονή του ανθρώπου να Τον απωθεί. Η επιθυμία του Θεού να προσελκύσει τον άνθρωπο ολοένα και πιο κοντά Του είναι μεγαλύτερη από την επιθυμία του ανθρώπου να απομακρύνεται από τη Βασιλεία των Ουρανών. Εξάλλου ο Θεός δεν παραβαίνει τις υποσχέσεις Του και στον Ιακώβ είχε υποσχεθεί ότι θα ήταν πάντα μαζί του, όπου κι αν πήγαινε, ότι δεν θα τον εγκατέλιπε ώσπου να ολοκληρώσει αυτά για τα οποία ο Θεός του είχε μιλήσει. Την ίδια μονιμότητα καρτερικότητας φανερώνει και η υπόσχεση του Ιησού Χριστού στον κάθε πιστό: «[Ι]δού, εγώ είμαι μεθ’υμών πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη΄/20). Ίσως τότε αυτό το «άσε με λοιπόν να φύγω» του Κυρίου προς τον πατριάρχη να μην ήταν άλλο από μια πρόσθετη υπενθύμιση στον Ιακώβ της ελευθερίας που εκείνος είχε να κάνει τις ηθικές επιλογές του ως προς τη σχέση του, εγκαταλείποντας δηλαδή τη φυσική τάση της ψυχής να  μάχεται το Θεό και προσχωρώντας ολοκληρωτικά στο θέλημά Του. Και ο Ιακώβ επέλεξε: «Δεν θέλω σε αφήσει να απέλθης, εάν δεν με ευλογήσης» (Γεν. λβ΄/26).

Η απάντηση που δίνει ο Ιακώβ στο Θεό μιλάει από μόνη της για το είδος της δραματικής εσωτερικής αλλαγής που είχε στο μεταξύ συντελεστεί στην ψυχή του. Του ζητάει, σχεδόν το απαιτεί απ’ Αυτόν, να τον ευλογήσει και αυτή η πράξη αναγκαστικά προϋποθέτει απ’ τη μια μεριά έναν Παντοδύναμο, Πανάγαθο και Ελεήμονα Θεό, που χύνει κυριαρχικά επάνω στον άνθρωπο τις ευλογίες Του σαν λάδι ιαματικό, και από την άλλη έναν Ιακώβ ανοιχτό και πανέτοιμο να τις δεχτεί. Έναν Ιακώβ που έχει αδειάσει το σκεύος του εαυτού του από την ακατάπαυστη φυσική δραστηριότητα της ψυχής να «μάχεται» την παράδοση στα χέρια του Θεού κι έχει ντυθεί το ένδυμα της προσμονής στα πόδια Του και της εμπιστοσύνης στην αγάπη Του. «Ησυχάσατε και γνωρίσατε ότι εγώ είμαι ο Θεός», λέει ο ψαλμωδός, θυμίζοντάς μας ότι κανείς δεν μπορεί να ταξιδέψει στ’ανοιχτά πελάγη της ύπαρξης και του θελήματος του Θεού, κανείς δεν μπορεί να Τον γνωρίσει από κοντά, αν δεν απαγκιστρωθεί οριστικά απ’ το λιμάνι του πολυπράγμονος εαυτού του, αν δεν «ησυχάσει» ενώπιον του Θεού (Ψαλ. μστ΄/10).

Η δυσκολία που είχε ο Ιακώβ να δεχτεί να πάρει αυτή τη θέση υποταγής δεν είναι διαφορετική από κείνη που, συνειδητά ή ασυνείδητα, αποτελεί πρόσκομμα σε όλους μας. Τι θα γίνει όταν αφήσουμε τα ηνία του εαυτού μας στα χέρια του Θεού; Μας προσκαλεί άραγε ο Θεός να γίνουμε «παθητικά» όντα—άβουλα, γυμνά, αδύναμα, έρμαια του καθενός—προκειμένου να Τον γνωρίσουμε από κοντά; Αυτό όμως δεν είναι καθόλου εκείνο που έχει υπόψη Του ο Ουράνιος Πατέρας. Τ’ αμπάρια μας θα ξαναγεμίσουν με δράση, ενεργητικότητα και δύναμη αφού πρώτα ξεντυθούμε τον εαυτό μας και φορέσουμε την πνευματική στολή, «το ένδυμα του γάμου» με το Θεό, όπως η αλλαγή αυτή περιγράφεται στο κατά Ματθαίο ευαγγέλιο (κβ΄/11). Μόνο που αυτή θα είναι μια δράση η οποία θα ξεκινά απ’ το αρχηγείο του Αγίου Πνεύματος. Διότι, όπως διαβάζουμε στην προς Φιλιππησίους επιστολή, «ο Θεός είναι ο ενεργών εν υμίν και το θέλειν και το ενεργείν κατά την ευδοκίαν αυτού» (β΄/13). Κάθε άλλο λοιπόν παρά για παθητικότητα και αδράνεια μιλάει ο Λόγος του Θεού. Η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτή τη μορφή πράξης και την προηγούμενη είναι ότι τώρα το στοιχείο της πάλης έχει εκλείψει αφού οι δύο θελήσεις, του Θεού και του ανθρώπου, είναι ευθυγραμμισμένες στη Ουράνια Τροχιά. Έτσι οι πράξεις μας, αντί να γίνονται ανταγωνιστικά και εξουσιαστικά—εκδηλώνοντας στον εξωτερικό κόσμο την εσωτερική μας επιθυμία να βάλουμε τη σφραγίδα μας στο έμψυχο ή άψυχο περιβάλλον ή και στη σχέση μας με το Θεό—γίνονται τώρα φυσικά και αβίαστα, σαν τα φύλλα που φυτρώνουν στα δέντρα, γιατί είναι «καρπός Πνεύματος».

          Ο Ιακώβ που επιλέγει να «καταθέσει τα όπλα» μπρος στον Κύριό του και Θεό του και να λουστεί με τις ευλογίες Του έχει τόσο πλησιάσει το Κέντρο της Θεότητας, τόσο αυξήσει την εμπιστοσύνη του στις Θεϊκές Παλάμες, τόσο ταυτιστεί με το Θεό, που δεν έχει σχεδόν καμιά σχέση με τον Ιακώβ των προηγουμένων κεφαλαίων ο οποίος, νωρίτερα στη Γένεση, έλεγε «αν ο Θεός είναι μετ’εμού και με διαφυλάξη εν τη οδώ ταύτη εις την οποίαν υπάγω, και μοι δώση άρτον να φάγω, και ένδυμα να ενδυθώ, και επιστρέψω εν ειρήνη εις τον οίκον του πατρός μου, τότε ο Κύριος θέλει είσθαι Θεός μου» (Γέν. κη΄/20-21). Ο Θεός αναγνωρίζει αμέσως πόσο ποιοτικά διαφορετική είναι αυτή η πίστη γιατί του λέει στη συνέχεια: «Δεν θέλει καλεσθή πλέον το όνομά σου Ιακώβ, αλλά Ισραήλ», ένα σύνθετο εβραϊκό όνομα προερχόμενο από μια φράση που σημαίνει «πάλαιψες με το Θεό»,  «ενίσχυσας μετά Θεού» (Γέν. λβ΄/28). Διότι, πράγματι ο Ιακώβ, με το ν’ αφήσει να νικηθεί από το Θεό στην πάλη του μαζί Του, έχει γίνει ο ίδιος «νικητής» και φορέας στο μέλλον της δύναμης του Θεού.

Στην Αγία Γραφή μετονομασίες ανθρώπων γίνονται μόνο όταν η αλλαγή είναι τόσο ριζική, ώστε η καινούργια πραγματικότητα να μη μπορεί πια να εκφραστεί μέσω της παλιάς ταυτότητας, όταν δηλαδή η διαφορά είναι όχι μόνο διαφορά βαθμού αλλά και είδους. Ο Ισραήλ δεν είναι απλά ένας «καλύτερος» Ιακώβ αλλά ένας «αλλιώτικος» Ιακώβ, ένας μεταμορφωμένος, ένας καινούργιος, ένας αναγεννημένος Ιακώβ. Αν σκεφτεί κανείς ότι αυτή η ίδια ετυμολογία του παλιού ονόματος του Ιακώβ σημαίνει «υποσκελιστής» (από το ‘ακάβ’ που στα εβραϊκά σημαίνει ο παρακωλύων), δηλαδή εκείνος που πήγε με τη δική του δύναμη να «υποσκελίσει» τον αδελφό του—στη γέννα αλλά και αργότερα στα πρωτοτόκια—, τότε ο τωρινός Ιακώβ ο οποίος παραχωρεί κάθε του δύναμη στο Θεό, δεν είναι πλέον καν «Ιακώβ». Κάτι μέσα του έχει «πεθάνει» και κάτι άλλο έχει μέσα του «αναστηθεί». Κάτι μέσα του έχει «χαθεί» και κάτι άλλο έχει αναπληρωματικά «βρεθεί». «Όστις εύρη την ζωήν αυτού, θέλει απολέσει αυτήν, και όστις απολέση την ζωήν αυτού δι’εμέ, θέλει ευρεί αυτήν», μας λέει στο κατά Ματθαίο ευαγγέλιο ο ενανθρωπισμένος Θεός, ο Ιησούς Χριστός (ι΄/39).

Στην πάλη του με τον «άνθρωπο» του Θεού ο Ιακώβ δέχτηκε να χάσει και να νικηθεί, να θάψει τη δύναμη των αντιστάσεών του και να προτιμήσει (και ποθήσει) να ευλογηθεί. Εκείνο που ως συνέπεια αυτής της θεληματικής του ήττας αναστήθηκε μέσα του ήταν η ασύγκριτα μεγαλύτερη ισχύς του Θεού μέσω της οποίας ο πατριάρχης οδήγησε το λαό Ισραήλ στον Αιώνιο Προορισμό του. Ως «νικημένος νικητής» ο Ιακώβ δεν ανήκε πια στον εαυτό του αλλά στον «ανθρωπο» του Θεού και μέσω εκείνου στον Ουράνιο Πατέρα. Ο απόστολος Παύλος εκφράζει αυτή την μεταβολή ταυτότητας στους αλλαγμένους και αναγεννημένους πιστούς ως εξής: «σεις δε του Χριστού, ο δε Χριστός του Θεού» (Α΄ Κοριν. γ΄/23).

Αύγουστος 1992

Σημείωση της συγγραφέως

Αγαπητέ αναγνώστη:

Όταν διαβάσεις αυτό το κομμάτι, οποιαδήποτε και να ’ναι η παιδεία σου στο Λόγο του Θεού, πήγαινε στη δική σου Γραφή και αναζήτησε εκεί τις Βιβλικές παραπομπές που έχω σημειώσει μέσα σε παρένθεση για να τις μελετήσεις. Η Αγία Γραφή είναι σαν ένα ανοιχτό γράμμα που έγραψε ο Θεός στον καθένα μας ξεχωριστά και, όπως και μ’ ένα γράμμα που παίρνεις από ένα πολύ αγαπημένο σου πρόσωπο, είναι προτιμότερο να διαβάζεις το ίδιο παρά ν’ αφήνεις να σου αναφέρουν οι άλλοι τι λέει. Και να θυμάσαι ότι κάθε φορά που διαβάζεις το Λόγο του Θεού είναι ευλογία για σένα.


Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΣΑΛΠΙΣΜΑ, εκδ. Ελληνικού Ινστιτούτου της Βίβλου, το 1993 (Έτος 49ο, Τεύχ. 1, Ιανουάριος-Μάρτιος 1993, σ. 11-14).

Comments are closed.