ΑΠΟΥΣΙΑ ΙΔΑΝΙΚΩΝ

 Γράφει ο Στέφανος Κατσάρκας, Πολιτικόε Μηχανικός

 

Ας μπούμε αμέσως στο θέμα μας. Άλλωστε όλοι μας ξέρουμε λίγο πολύ τι εννοούμε με τον όρο «ιδανικά» ή «ιδεώδη» και πολλά έχουν ακουστεί και ακούγονται για απουσία ιδανικών στην εποχή μας. Δεν ξέρω  αν υπάρχει εποχή που να μην έχει κατηγορηθεί για απουσία ιδανικών. Όταν ήμουν μαθητής στο γυμνάσιο, ο φιλόλογος καθηγητής μας -ένας λαμπρός δάσκαλος-  αγανακτισμένος με τους νεαρούς που γέμιζαν εκείνη την εποχή τα καφενεία ξοδεύοντας άσκοπα το χρόνο τους  -απαράλλαχτα όπως σήμερα γεμίζουν τις καφετέριες και τα πεζοδρόμια-  συνήθιζε να λέει: «μου είναι αδύνατο να καταλάβω πώς μπορείς να κάθεσαι με τις ώρες και να ρεμπελεύεις χωρίς σκοπό και χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Αν δεν ξέρεις με τι ν’ ασχοληθείς, πάρε κάτι, πάρε μια πέτρα και μελέτησέ την…». Κι ακόμα , εξοργισμένος με μια μερίδα συμμαθητών μου, που, όπως διαπίστωνε με αγανάκτηση, στα δεκαοκτώ  τους είχαν γευτεί τα πάντα και δεν περίμεναν πια τίποτε από τη ζωή, έχοντας καταντήσει σ’ αυτή τη νεαρή ηλικία άχρηστοι πια «μπλαζέ», όπως τους χαρακτήριζε, αναρωτιόταν μ’ απελπισία: «πού πάμε; τι είδους κοινωνία θα καταντήσουμε σε λίγα χρόνια;»

   Φυσικά, μιλώντας σήμερα με τα ίδια λόγια εννοούμε διαφορετικά πράγματα από τότε, και ποσοτικά και ποιοτικά. Όταν μιλάμε για νέους που έχουν δοκιμάσει τα πάντα σήμερα, πολύ λίγη σχέση έχει το περιεχόμενο αυτής της φράσης μ’ εκείνο που εννοούσε ο καθηγητής μας πριν μερικές δεκαετίες. Για να πω ένα παράδειγμα, ίσως το πιο απλό και σίγουρα το πιο αθώο, θυμάμαι πως στην τελευταία τάξη του γυμνασίου -στην τρίτη λυκείου σήμερα-  ακούγαμε με θαυμασμό  -και κρυφή ζήλια-  δυο από τους συμμαθητές μας που μας διηγούνταν τις εντυπώσεις τους, από την Αγγλία ο ένας, από τη Γερμανία ο άλλος, όπου είχαν περάσει μερικές μέρες από τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Και βέβαια άπιαστο ακόμη όνειρο ήταν για μας τους υπόλοιπους, ένα μίνι ιδανικό, ας το ονομάσουμε, να μπορέσουμε κι εμείς κάποτε να βρεθούμε σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα, που σχεδόν όλες τους εκείνη την εποχή παρουσιάζανε αβυσσαλέα διαφορά από τη δική μας σε όλους τους τομείς. Σήμερα, τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις, είναι εντελώς συνηθισμένο και καμιά φορά κι αυτονόητο για ένα μαθητή γυμνασίου ή λυκείου νάχει επισκεφτεί μια ή περισσότερες χώρες του εξωτερικού. Έχει λοιπόν χαθεί η μαγεία της γνωριμίας άγνωστων τόπων κι άγνωστων λαών. Κι αν σκεφτούμε πως το ίδιο γίνεται με οποιαδήποτε απόλαυση ή ψυχαγωγία στις μέρες μας  -ας θυμηθούμε μόνο πόσο κοινό και πόσο μπουχτιστικό στην αφθονία του έχει καταντήσει το κάθε είδους θέαμα με την τηλεόραση- καταλαβαίνουμε πόσο η εύκολη απόκτηση αγαθών έχει αφαιρέσει τη μαγεία που νιώθει κανένας μπροστά στο άγνωστο και πόσο έχει κάνει περιττό τον αγώνα για την απόκτησή του.

   Ωστόσο δεν είναι μονάχα σ’ αυτά τα μικρά ή μεγάλα καθημερινά υλικά αγαθά,  όπου η απόκτησή τους συχνά τους αφαιρεί τη λάμψη και προκαλεί πολλές φορές την απογοήτευση. Στην καθαρά πνευματική σφαίρα, ένα ιδανικό παύει να είναι ιδανικό όταν συμβαίνει ένα από τα δύο: όταν αποκτιέται αυτονόητα και χωρίς αγώνες, ή όταν ο αγώνας για την απόκτησή του αποδειχτεί μάταιος και το ίδιο το ιδανικό πολύ κατώτερο από το βάθρο όπου το είχαμε στήσει με τη φαντασία μας. Το ιδανικό της δημοκρατίας και της ατομικής ελευθερίας, για να αναφέρουμε ένα μόνο χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι σχεδόν αυτονόητο σήμερα στο δυτικό κόσμο. Κι είναι αρκετοί εκείνοι που δυστυχώς αναλογίζονται με μελαγχολία σ’ όλες εκείνες τις χώρες που δοκιμάστηκαν κάτω από ανελεύθερα καθεστώτα, όπως η δική μας, πόσο την εποχή εκείνη το ιδανικό της ελευθερίας και της δημοκρατίας και ο αγώνας για την απόκτησή του γέμιζε τις καρδιές τους με ευγενικά αισθήματα και τους κατεύθυνε σε καθαρά πνευματικές επιδιώξεις, κι όταν κάποτε τελείωσε ο αγώνας –και δικαιώθηκε, πόση ήταν η απογοήτευση και η απότομη προσγείωση σε μικρόχαρες καθημερινές σκοτούρες και πεζές φιλοδοξίες. Κι ακόμη χειρότερα θα πρέπει να νιώθουν όλοι εκείνοι που ονειρεύτηκαν κάποτε την κοινωνική ισότητα με την εφαρμογή του μαρξισμού, κι είδαν τα όνειρα και τα ιδανικά τους συντρίμμια κι όλους τους αγώνες τους προδομένους και τα χρόνια τους χαμένα και τους εαυτούς τους φρικτά εξαπατημένους.

   Θα μπορούσε κανένας πολλή ώρα να μιλά για την απουσία ή μάλλον για την καταστροφή των ιδανικών στην εποχή μας. Που  -ας το ξαναπούμε- δεν είναι μονάχα θλιβερό προνόμιο της δικής μας εποχής. Ας θυμηθούμε μονάχα το φοβερό πνευματικό κενό στη Ρωσία του περασμένου αιώνα που δημιούργησε τα κινήματα των μηδενιστών και των αναρχικών, ή την άρνηση και την καθολική απόρριψη κάθε αξίας αμέσως μετά τη φρίκη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, που γέννησε τα κινήματα του ντανταϊσμού και του σουρεαλισμού, που εκφράζουν με τον καλύτερο –ή μάλλον με το χειρότερο- τρόπο την απουσία κάθε ιδανικού, κάθε πίστης, κάθε ευγενικού συναισθήματος και κάθε ποιοτικού στοιχείου μέσα από τη ζωή. Απουσία που ήρθε βιαστικά να καλύψει, δήθεν, ο φασισμός και ο ναζισμός, ένα σύνολο δηλ. κίβδηλων και ψευδεπίγραφων  «ιδανικών» σε τερατώδη μορφή. Είναι πάντα τέτοια η μοίρα του ανθρώπου μέσα στην ιστορία. Ν’ αγωνίζεται τάχα για ιδανικά, και ή ν’ απογοητεύεται στα μισά του δρόμου ή να φτάνει στο τέλος και να βλέπει πως το ιδανικό δεν ήταν καθόλου ιδανικό. Κι εμείς οι χριστιανοί ξέρουμε, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, πού οφείλεται το φαινόμενο αυτό, κι ακόμη πως θα επαναλαμβάνεται διαρκώς όσο εξακολουθεί η εποχή της πνευματικής πτώσης του ανθρώπου και όσο είναι παρούσα στον κόσμο η αμαρτία και η κινητήρια δύναμή της, ο εχθρός της ανθρωπότητας και των ανθρώπινων ψυχών. Που  -οφείλουμε να ομολογήσουμε-  είναι ανεξάντλητος σε εφευρετικότητα. Τη μια εξαπατά τους ανθρώπους με ψεύτικους παραδείσους κοινωνικής ισότητας, την άλλη τους παρασύρει στη δίνη των ναρκωτικών  -φρικτό υποκατάστατο στη θέση των χαμένων ιδανικών-  την άλλη τους προσφέρει, τάχα, τη γαλήνη των ανατολικών θρησκειών, ή  -κι αυτό είναι το χειρότερο και το πιο επικίνδυνο-  καινούργιες κι ενδιαφέρουσες  -κι ακραίες-  εμπειρίες μέσα στην ίδια τη χριστιανική πίστη με τη μορφή δήθεν ενεργειών και χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος.

   Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να περατώσουμε την εισήγησή μας προσθέτοντας πως ο Χριστός είναι η μοναδική λύση στην έλλειψη ιδανικών  -και η μοναδική πηγή των αληθινών ιδανικών-  και πως είναι ο μόνος που ποτέ δεν απογοητεύει εκείνον που πηγαίνει κοντά Του και του ανοίγει την καρδιά του για να κατοικήσει μέσα του. Κι ακόμη να καλέσουμε όλους εκείνους που ακόμη δεν έχουν κάνει το βήμα της μετάνοιας και της επιστροφής σ’ Εκείνον, να το τολμήσουν όσο ακόμα διαρκεί ο «ευπρόσδεκτος καιρός». Έτσι άλλωστε καταλήγουν σχεδόν πάντα τα σχετικά άρθρα που δημοσιεύονται στα περιοδικά μας, και καλά κάνουν, γιατί οι διαπιστώσεις αυτές αποτελούν αιώνιες αλήθειες, κι είναι θανάσιμη αμαρτία όταν ξέρουμε κι έχουμε γευτεί το φάρμακο που γιατρεύει τη Μεγάλη Αρρώστια να παραλείψουμε να το συστήσουμε και στους άλλους.

  Ωστόσο σ’ ένα χριστιανικό συνέδριο, όπως είναι το δικό μας εδώ, είναι ανώφελο, νομίζω, να περιοριστούμε απλά σε θριαμβολογίες για το μεγάλο δώρο που πραγματικά μας έχει χαρίσει ο Χριστός, και να ελεεινολογήσουμε γι’ ακόμη μια φορά αυτούς που βρίσκονται «απ’ έξω», που δεν έχουν δοκιμάσει αυτό που εμείς δοκιμάσαμε. Κάτι τέτοιο το κάνουμε καθημερινά και φοβάμαι πως τόχουμε παραμάθει ή καμιά φορά τόχουμε ακόμα και στραβομάθει. Πως ο Χριστός είναι η υπέρτατη πηγή κάθε ανώτερου ιδανικού, και πως τα ιδανικά της χριστιανικής πίστης είναι αξεθώριαστα κι ανεξάντλητα και πως δεν απογοητεύουν  ποτέ, είναι πέρα από κάθε αμφιβολία. Το ερώτημα όμως είναι  -κι αυτό ακριβώς πρέπει να εξετάσουμε και να συζητήσουμε σήμερα-  πόσο κτήμα μας είναι αυτά τα ιδανικά, πόσο τα πιστεύουμε και τ’ αξιοποιούμε, κι ακόμη πόσο ένας απροκατάληπτος παρατηρητής νιώθει ανάμεσά μας εκείνη την ευγενική ατμόσφαιρα, αβίαστη και χωρίς υποκριτικές διαστρεβλώσεις, που αναπόφευκτα γεννά η παρουσία γνήσιων και στέρεων ιδανικών σε μια ανθρώπινη ομάδα.

   Πριν από πολλά χρόνια σε κάποια συμμελέτη μας των νέων  -τότε που ανήκαμε κι εμείς στη νεολαία της εκκλησίας-  κάποιος εισηγητής περιέγραφε την ωραία ζωή στην παρουσία του Θεού, πάνω στον ουρανό, με τα εξής λόγια πάνω-κάτω: «μπορεί σήμερα, σ’ αυτή τη ζωή, να υποφέρεις, νάχεις οικονομικά προβλήματα, νάχεις διαφορές με τους εργοδότες σου, να ζητάς να σου αυξήσουν το μισθό γιατί δεν τα βγάζεις πέρα, ή ακόμα και να υποφέρεις από ανεργία. Όταν όμως θα πάμε στην παρουσία του Θεού, εκεί να δεις. Εκεί δε θάχεις προβλήματα. Εκεί…θα τρέχει ο μισθός»… Βέβαια ο άνθρωπος μιλούσε αλληγορικά και υποθέτω –κι ελπίζω- πως εννοούσε κάτι παραπάνω από ένα παραλληλισμό ανάμεσα στο γήινο και στον ουράνιο «μισθό».  Ωστόσο φοβάμαι πως αρκετοί από τους χριστιανούς στο βάθος και υποσυνείδητα δεν ανεβάζουν το επίπεδο της πνευματικής ζωής και των πνευματικών επιδιώξεων πολύ παραπάνω απ’ το επίπεδο ενός μισθού ή ενός «μεταθανάτιου ΙΚΑ», σύμφωνα με το χαρακτηρισμό που είχε δώσει κάποτε κάποιος έξυπνος και διορατικός άνθρωπος που  χρόνια  πηγαινοερχόταν στις συνάξεις  μας. Γι’ αυτό και πολύς ο  λόγος   -ιδιαίτερα ανάμεσα στους παλιότερους από μας-  για στεφάνια, βραβεία και παρόμοιες απολαβές που τις υπόσχεται μεν ο Λόγος του Θεού, δίνει όμως ένα πολύ πιο πνευματικό περιεχόμενο σ’ αυτά από εκείνο που ίσως αντιλαμβανόμαστε εμείς. Από δω προέρχονται και εκφράσεις όπως το «αιώνιο συμφέρον» μας, που χρησιμοποιούσαν και πάλι οι παλιότεροι από μας, και που εμένα τουλάχιστον σταθερά μου θύμιζε εμπορική συναλλαγή. Γι’ αυτό και κάποτε κάποιος από τους παλιούς αδελφούς είχε δηλώσει απερίφραστα και με ωμή ειλικρίνεια: «Μα αν δεν πρόκειται ν’ αγωνιζόμαστε για τους στεφάνους και τα βραβεία, ποιος ο λόγος να υποβληθούμε σε τόσες θυσίες εδώ κάτω, σ’ αυτή τη ζωή;» Είχαν λοιπόν οι παλιότεροι από μας πολλές φορές  -κι ίσως χωρίς να το καταλαβαίνουν-  μια κάποια υλιστική αντίληψη των χριστιανικών ιδανικών, οφείλουμε όμως να ομολογήσουμε ότι είχαν ιδανικά, έστω κι όχι πάντα σ’ εκείνο το επίπεδο που τα τοποθετεί ο Λόγος του Θεού. Και λέω «όχι πάντα», γιατί πολλές φορές οι αντιλήψεις ήταν σωστές, και το επίπεδο ανάλογα υψηλό. Το ερώτημα που απομένει είναι τι γίνεται σήμερα, όπου τις περισσότερες φορές έχει λείψει ακόμη και η προσδοκία της μελλοντικής ζωής και σπάνια ακούγεται ο δεύτερος ερχομός του Χριστού και η αρπαγή της εκκλησίας του, το πρώτο και υπέρτατο ιδανικό, και μονάχα στιγμές σαν κι αυτές του πολέμου του Περσικού Κόλπου έρχονται για να μας το ξαναθυμίσουν. Θάθελα λοιπόν εδώ ακριβώς να θέσω ορισμένα ερωτήματα για συζήτηση, έτσι ώστε να συνειδητοποιήσουμε την ύπαρξη ή μη ύπαρξη ιδανικών μέσα στην εκκλησιαστική, κοινωνική, οικογενειακή και ατομική μας ζωή, και να ανιχνεύσουμε το επίπεδο όπου βρίσκονται τα ιδανικά αυτά.

   Ερώτημα πρώτο: Είναι γνωστό σε όλους πως πρώτο και κύριο γνώρισμα  -και ιδανικό-  του χριστιανού πρέπει νάναι η καλή και σωστή σχέση με τον Κύριο και Σωτήρα του, κι αυτό γίνεται με την έρευνα του θελήματός του μεσ’ από το Λόγο Του, με την τακτική επαφή μαζί Του με την προσευχή, και με την υπακοή και εκτέλεση του θελήματός Του σε κάθε στιγμή της ζωής μας. Πόσο λοιπόν το ιδανικό αυτό γεμίζει την καρδιά και τη σκέψη μας, και πόσο οι καθημερινές επιδιώξεις και οι ευχαριστήσεις, που άφθονα προσφέρονται σήμερα, σκοτεινιάζουν και ξεθωριάζουν την εικόνα του Θεού μέσα μας και μας απομακρύνουν από Αυτόν και το θέλημά Του; Ένα ερώτημα που ακούγεται πολύ συχνά ανάμεσά μας, που τόχουμε πολύ συνηθίσει, κι ίσως γι’ αυτό δεν του δίνουμε την προσοχή που έπρεπε να του δώσουμε. Γιατί όλα τα παρακάτω ερωτήματα έχουν άμεση σχέση μ’ αυτό. Καλή και ουσιαστική σχέση με το Θεό σημαίνει και ύπαρξη ιδανικών και ποιότητα ιδανικών, και επιτυχία στην επιδίωξή τους.

   Ερώτημα δεύτερο:  Είναι γνωστό πως πολλά από τα ιδανικά που τελικά έπεσαν στα χέρια ανθρώπων άσχετων με την πίστη του Χριστού, ξεκίνησαν από πιστά παιδιά του Θεού που αγωνίστηκαν γι’ αυτά και επηρέασαν προς το καλό την ανθρωπότητα, με βάση πάντα το Λόγο του Θεού που στάθηκε οδηγός σε κάθε ευγενική επιδίωξη. Αρκετοί από τους χριστιανούς αγωνίστηκαν για την επικράτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης ή για τις ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα ή για την κατάργηση της δουλείας και των φυλετικών διακρίσεων, ή για τα δικαιώματα της γυναίκας και για πολλά άλλα παρόμοια. Πόσο άραγε οι ιδέες αυτές, που όλες τους  -το ξανάλεμε-  έχουν τη βάση τους στο Λόγο του Θεού, αποτελούν και δικά μας ιδανικά, και πόσο αυτονόητα είναι στην καθημερινή μας συμπεριφορά; Είναι πολύ συνηθισμένο γι’ αρκετούς να διακηρύττουν πως τάχα υποστηρίζουν τη δημοκρατία σαν τρόπο ζωής  -και μάλιστα οι χριστιανοί προσθέτουν, πολύ σωστά, πως ο Θεός μάς έχει γεννήσει ελεύθερους και κανένας δεν έχει δικαίωμα να βάλει φραγμό στην ελευθερία του άλλου-  κι ωστόσο στην καθημερινή ζωή είναι δεσποτικοί και αυταρχικοί και στην οικογένειά τους, και στη συντροφιά τους, και στη συμπεριφορά τους μέσα στην εκκλησία. Πόσο, μ’ άλλα λόγια, θυμίζουμε τους πρώην κομμουνιστές  -και λέω «πρώην» γιατί υποπτεύομαι πως «νυν» κομμουνιστές υπάρχουν σχεδόν μόνο στην Ελλάδα-  που κόπτονταν τάχα για την ανθρωπότητα και τον ανθρωπισμό και τη δημοκρατία, ενώ στην καθημερινή τους ζωή δεν έδιναν  δεκάρα ούτε για τον άνθρωπο ούτε για τις ατομικές ελευθερίες; Είναι εύκολο να υποστηρίζουμε με λόγια το  ιδεώδες της ισότητας  -«ουκ ένι Ιουδαίος  ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ…» Πόσο όμως το εφαρμόζουμε στο περιβάλλον μας, στην οικογένειά μας ή στην εκκλησία μας; Πόσες παλιές προκαταλήψεις κουβαλάμε σχετικά με το περίφημο θέμα της θέσης της γυναίκας μέσα στην εκκλησία και στο σπίτι, με τι μάτι βλέπουμε τον «περιθωριακό» που κτύπησε την πόρτα του σπιτιού μας ή κάθισε δίπλα μας στον πάγκο της εκκλησίας; Πόσο δυσφημίζουμε την εκκλησία του Χριστού μπροστά στα μάτια του κόσμου, που ζητά ν’ αρπάξει την ευκαιρία να μας κατηγορήσει για οπισθοδρομικούς και για σκοταδιστές;

   Ερώτημα τρίτο, που έχει και κάποια σχέση και με το προηγούμενο: Διακηρύττουμε με όλα τα μέσα που διαθέτουμε  -απ’ τους άμβωνές μας, από τα περιοδικά μας και τα φυλλάδιά μας, στις καθημερινές μας συζητήσεις-  πως όσο ο Χριστός δε βασιλεύει στις καρδιές δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί η ιδεώδης κοινωνία πάνω στη γη . Αυτόματα λοιπόν προκύπτει το συμπέρασμα, πως σε μια χριστιανική ομάδα  ή σε μια εκκλησία ή σε μια κοινωνία εκκλησιών, ή ακόμη και σε μια οικογένεια, τα προβλήματα και τα «σημεία τριβής», για να μεταχειριστούμε μια λέξη της μόδας, τείνουν στο ελάχιστο, κι ακόμη πως οι διαφορές που προκύπτουν λύνονται με τον πιο ειρηνικό και τον πιο ανώδυνο τρόπο. Το ερώτημα δεν είναι τόσο αν πράγματι αυτό συμβαίνει ή όχι  -πάνω σ’ αυτό ο καθένας μας ανάλογα με την πείρα του και το κλίμα της δικής του εκκλησίας και της δικής του οικογένειας θα έχει σίγουρα σχηματίσει την ιδιαίτερη άποψή του-  αλλά πόσο συμβάλλεις εσύ προσωπικά στο ήπιο, γνήσια χριστιανικό και  -γιατί να μην το πούμε;- πολιτισμένο κλίμα μέσα στην εκκλησία  και μέσα στο όποιο περιβάλλον σου. Πόσο συχνά ασχολούνται οι υπόλοιποι αδελφοί της εκκλησίας ή τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς σου μαζί σου, με τις ιδιαιτερότητες και τις ιδιοτροπίες και τα καπρίτσια σου, με τις δυσκολίες του χαρακτήρα σου, με τις απαιτήσεις και τις γκρίνιες σου, κι ακόμη πόση είναι η απόσταση ανάμεσα στις κορώνες σου για τέλεια ιδανική κοινωνία που δημιουργεί ο Χριστός  με τους χριστιανούς και στην καθημερινή σου ασυνέπεια που κατεδαφίζει τα πάντα; Πόσο τρέμει η ψυχή σου μη τυχόν δημιουργηθούν προβλήματα και ερεθισμοί και χαλάσει το κλίμα της ειρήνης, της αγάπης και της ομόνοιας και μέσα στην εκκλησία σου και μέσα στην οικογένειά σου;   Και τέλος: Πόσο το πνεύμα της θυσίας και της αλληλοβοήθειας κυριαρχεί ανάμεσά μας  -κι όχι μόνο απέναντι στον αδελφό μας, μα και απέναντι στον οποιονδήποτε δυστυχισμένο που έχει ανάγκη από βοήθεια, είτε μακρινό είτε κοντινό μας; Μήπως χρειαζόμαστε κάποιο ισχυρό σοκ σαν αυτό της Βουλγαρίας όπου οι άνθρωποι κυριολεκτικά κοντεύουν να πεθάνουν από την πείνα, για να ξυπνήσουν επιτέλους τα χριστιανικά μας αισθήματα;

   Ερώτημα τέταρτο:  Χωρίς αμφιβολία ένα από τα σπουδαία ιδανικά μας σαν χριστιανών είναι να φτάσουμε με τη βοήθεια και τη δύναμη του Θεού στον ιδανικό τύπο ανθρώπου, στο «μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού», κατά την έκφραση της Αγίας Γραφής. Το ερώτημα είναι: τι είδους ανθρώπους ονειρευόμαστε να μας διαπλάσει το Πνεύμα του Θεού; Βλέπουμε μέσα στην Αγία Γραφή πόσο άνετος και μεγαλόψυχος στάθηκε ο Γιος του Θεού στην επίγεια παραμονή του. Μήπως εμείς είμαστε εντελώς το αντίθετο –σφιγμένοι, μικρόψυχοι, μικροϋπολογιστές και μικροφανατικοί, περιχαρακωμένοι μέσα στα πλαίσια των τεσσάρων τοίχων της εκκλησίας και του δόγματός μας; Μήπως αντιλαμβανόμαστε τα χριστιανικά ιδεώδη και τη διαφύλαξή τους κατά τον ίδιο τρόπο που τα αντιλαμβάνεται ο Άγιος Φλωρίνης, ενεργώντας με την ίδια περίπου βαναυσότητα που ενεργούν οι οπαδοί του ή όλοι εκείνοι που θυμήθηκαν πριν μερικά χρόνια πως είναι χριστιανοί με αφορμή το 666; Μας μιλά η Αγία Γραφή για αγιασμό. Μήπως εμείς τον υποβιβάσαμε σε μερικές απαγορεύσεις  -δε θα πας εκεί, δε θα δεις αυτό, δε θα φορέσεις εκείνο-  «μη πιάσης, μη γευθής, μη εγγίσης»; Μ’ άλλα λόγια: πόση ποιότητα και περιεχόμενο δίνουμε στο ιδανικό της σωστής χριστιανικής προσωπικότητας; Πόσο προσπαθούμε να κρατηθούμε μακριά και από τα δύο άκρα, και από τον τύπο του γνωστού σαν «κοσμικού» χριστιανού, του χριστιανού του πρωινού μονάχα της Κυριακής και της πολλής τηλεόρασης, και του άλλου ακραίου τύπου, του «μουφλούζη» και ασκητικού,  που συνεχώς απαγορεύει τα πάντα, και τα μη νόμιμα και τα νόμιμα, συνεχώς γκρινιάζει για τους πάντες  -εκτός απ’ τον εαυτό του-  που συνεχώς νομίζει πως σαν χριστιανός έχει υποχρέωση να ματώνει, να στερείται, να υποφέρει, να αυτομαχαιρώνεται, που έχει μεταποιήσει όλη τη δυσκολία του χαρακτήρα του σε πνευματικότητα;

   Ερώτημα πέμπτο:  Ασφαλώς ένα από τα μεγάλα ιδανικά μας είναι ο ευαγγελισμός των ψυχών και στην ατομική και στην εκκλησιαστική ζωή. Πόσο πραγματικά όμως φωλιάζει μέσα μας η ευγενική φιλοδοξία να οδηγηθεί κάποιος στο Χριστό με τη δική μας μαρτυρία; Κι ακόμη: πώς αντιλαμβανόμαστε τη διακονία του ευαγγελισμού; Έχω ακούσει αρκετές φορές να επαινούνται μέσα σε χριστιανικούς κύκλους οι μάρτυρες του Ιεχωβά για τον ευαγγελιστικό ζήλο τους και για τον τρόπο και το σύστημα ευαγγελισμού τους. Προσωπικά εμένα δε μου είναι καθόλου ελκυστικός ένας τέτοιος τρόπος ευαγγελισμού. Μπορεί να εξακολουθεί ακόμα να έχει κάποια απήχηση το σύστημα της κομματικής προπαγάνδας που θυμίζει το κομμουνιστικό κόμμα της περασμένης εποχής, φοβάμαι όμως ότι σήμερα ο κόσμος ζητά όλο και λιγότερα συνθήματα και όλο και περισσότερη ουσία, όλο και περισσότερη ποιότητα, όλο και περισσότερη «καλή μαρτυρία» Και η καλή μαρτυρία δεν είναι μονάχα πως κάποιος είναι καλός άνθρωπος ή τίμιος ή ηθικός. Σημαίνει πως είναι και σοβαρός και υπεύθυνος  -και φυσικά όχι απλά σοβαροφανής-  πως είναι και συνεπής κι έχει μια ποιότητα, πως αξίζει να τον παίρνεις στα σοβαρά κι όχι να γελάς μαζί του. Σας βεβαιώνω πως σήμερα τουλάχιστον κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν αντιμετωπίζει ειρωνικά κανέναν χριστιανό με τέτοιου είδους καλή μαρτυρία. Δεν ξεχνώ τον καθηγητή μου στο πανεπιστήμιο, όταν ήμουν επιμελητής του, που αφού είχε περάσει αρκετός καιρός  με αρκετούς ειρωνικούς υπαινιγμούς από μέρους του σε βάρος της πίστης του Χριστού, μου δήλωσε μια μέρα σοβαρότατα: «μη βλέπετε που αστειεύομαι πότε-πότε. Κατά βάθος ζηλεύω την πίστη σας και θάθελα κι εγώ να μπορώ να πιστέψω σαν κι εσάς». Και το ίδιο επανέλαβε πρόσφατα, και πολύ πιο έντονα, όταν βρέθηκε σ’ αυτόν εδώ το χώρο σε μια πασχαλιάτικη εκδήλωσή μας.

   Ερώτημα έκτο: Νομίζω πως ένα άλλο βασικό ιδανικό μας πρέπει νάναι το να εργαζόμαστε όλοι μαζί μέσα σε μια εκκλησία για την από κάθε πλευρά βελτίωση και προαγωγή της. Και το ερώτημα αυτή τη φορά είναι: τι είδους άραγε εκκλησία ονειρευόμαστε κι επιδιώκουμε να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές; Πόσο μας καίει ο ζήλος να μεταβάλουμε την εκκλησία μας από ένα κουρασμένο και παρακμασμένο οργανισμό  -αν φυσικά συμβαίνει κάτι τέτοιο-  σ’ ένα σώμα του Χριστού ζωντανό και δυναμικό; Πόσο προσπαθήσαμε και προσπαθούμε για τη σωστή και σωστά δοσμένη πνευματική τροφή, πόσο για την από κάθε άποψη βελτίωση της εκκλησιαστικής ζωής, πόσο για την ανανέωση των συνεδρίων μας, πόσο για την ποιότητα της  χορωδίας μας και της μουσικής που προσφέρει αυτή  -μήπως άραγε γινόμαστε περίγελος του έξω κόσμου με την κακογουστιά μας και τη χαμηλή μας ποιότητα; Πόσο φροντίζουμε να κρατήσουμε σε ψηλό επίπεδο τη γνήσια κι όχι μονάχα με λόγια πνευματικότητα της εκκλησίας μας, τι είδους όμιλο νέων και δραστηριότητα νέων φροντίζουν να παραδώσουν οι τωρινοί νέοι στους επόμενους, σ’ αυτούς που έρχονται μετά απ’ αυτούς;

   Ερώτημα έβδομο και τελευταίο:  Υποθέτω πως όλοι συμφωνούμε πως το ύψιστο ίσως ιδανικό για τον πιστό είναι η προσδοκία του ερχομού του Κυρίου. Μήπως όμως με το πρόσχημα πως τάχα περιμένουμε τον Κύριο και πως θεωρούμε όλα τ’ άλλα «παρερχόμενα» και μάταια παραμελούμε άλλα ιδανικά κι άλλες υποχρεώσεις, από πρώτη όψη κοσμικά και άσχετα με την πίστη του Χριστού, που όμως στην πραγματικότητα συνδέονται με την πνευματική ζωή πολύ περισσότερο απ’ όσο φανταζόμαστε; Μήπως μ’ άλλα λόγια προσπαθούμε να «κουτσοπορέψουμε»  τη ζωή μας χωρίς πολλή μελέτη, χωρίς σοβαρές σπουδές, χωρίς προσπάθεια για αυτοβελτίωση, μήπως κάνουμε τρόπο ζωής τη μετριότητα, δόγμα πίστης την ιερή αμάθεια, μήπως θεωρούμε πως ο αγώνας για ν’ αναδειχθούμε σε αξιόλογες κοινωνικές μονάδες «δεν είναι για μας»; από πού προκύπτει κάτι τέτοιο μέσα από την Αγία Γραφή ή την ιστορία της εκκλησίας; ή μήπως αγνοούμε ότι όσοι μεγαλούργησαν πνευματικά μέσα στην εκκλησία του Χριστού υπήρξαν συγχρόνως και άνθρωποι πετυχημένοι στην όποια άλλη δουλειά τους και σπουδαγμένοι κι αξιόλογοι; Από πού άραγε έχει επικρατήσει σε μερικούς κύκλους η άποψη ότι ο χριστιανός πρέπει νάναι μια μετριότητα σ’ όλους τους άλλους τομείς εκτός απ’ τον καθαρά πνευματικό; Και τι είδους εκκλησία μπορεί να οικοδομηθεί μονάχα με μετριότητες;

  Να λοιπόν μερικά ερωτήματα που πιστεύω πως θα προκαλέσουν αρκετή συζήτηση κι ελπίζω να έχουν τεθεί με αρκετά ξεκάθαρο τρόπο. Ο τίτλος του θέματός μας ήταν «Απουσία Ιδανικών». Ωστόσο μιλήσαμε περισσότερο για  παρουσία ή πιο σωστά για αφθονία ιδανικών. Γιατί ιδανικά υπάρχουν πάντα, αλλά υπάρχουν μονάχα για ανθρώπους με όραση. Και τέτοιοι πρέπει νάναι προπάντων οι χριστιανοί, που θα πρέπει από τα πιο ωραία ιδανικά να διαλέγουν πάντα το πιο ωραίο τους μέρος. Μου είναι αδύνατον ν’ αντιληφθώ πώς μπορούν να υπάρχουν χριστιανοί που σέρνονται κυριολεκτικά μέσα στις εκκλησίες και στην καθημερινή τους ζωή. Λέω συχνά στα παιδιά μου, πως η κυριότερη συμβουλή που έχω να τους αφήσω σαν κληρονομιά κι εφόδιο γι’ αυτή τη ζωή είναι: «πολεμείστε όσο μπορείτε την παρακμή και τον υποβιβασμό που καραδοκεί συνέχεια σε κάθε γωνιά του δρόμου μας». Κι αυτού του είδους ο πόλεμος ταιριάζει προπάντων σ’ ένα χριστιανό, και στην πνευματική και σ’ οποιαδήποτε άλλη πλευρά της ζωής του.

   Υποθέτω πως αρκετοί από μας γνωρίζουν το περίφημο ποίημα του μεγάλου μας ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη, την «Ιθάκη», μια αλληγορία παρμένη από το γεμάτο περιπέτεια ταξίδι του Οδυσσέα προς την πατρίδα του. Άλλωστε το ποίημα αυτό διδασκόταν από πολύ νωρίς ακόμη στο μάθημα των νέων ελληνικών του γυμνασίου κι είναι από τα πιο γνωστά του. Κι ασφαλώς θα θυμούνται αρκετοί πως σπουδαίο δε θεωρούσε ο ποιητής τόσο το τέρμα του ταξιδιού, την ίδια την Ιθάκη, όσο το μακρόχρονο ταξίδι γι αυτήν, με τις γνώσεις και τις εμπειρίες που χάριζε. «Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν». Στη ζωή του χριστιανού υπάρχουν πολλές Ιθάκες που αξίζουν ένα μακρόχρονο ταξίδι. Φτάνει, όπως μας λέει και το ποίημα, «να μέν’ η σκέψις σου υψηλή, κι εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου ν’ αγγίζει»  -κι όλοι καταλαβαίνουμε πώς μεταφράζονται τα λόγια αυτά στη δική μας, την πνευματική χριστιανική γλώσσα. Κι είναι ακόμη πιο σπουδαίες όλες αυτές οι Ιθάκες για μας, γιατί όλες αυτές προετοιμάζουν για τη μεγάλη, τη μοναδική Ιθάκη, για την ουράνια πατρίδα της αιώνιας παρουσίας του Θεού. Κι έτσι εδώ αντιστρέφονται αυτά που μας λέει ο ποιητής: εδώ η ουράνια Ιθάκη, η τελική κατάληξη, αξίζει άπειρα περισσότερο από τα ταξίδια και από τις μικρές Ιθάκες που προετοιμάζουν γι’ αυτήν. Κι όπως και νάναι, αξίζει να πορευτούμε μέσα στη ζωή μας τους δρόμους για τις μικρές αυτές Ιθάκες, με πάντα ζωντανή την όραση της μεγάλης, της υπέρτατης Ιθάκης. Αλήθεια, πόσο άραγε ταιριάζει για τους κάθε χριστιανούς, τον καθένα μας, εκείνη η φράση που είπε κάποιος από τους αρχαίους μας, ελαφρά παραλλαγμένη όμως και προσαρμοσμένη. Είπε ο αρχαίος εκείνος σοφός «ως καλόν άνθρωπος, όταν άνθρωπος η»  (τι ωραίο πλάσμα είναι ο άνθρωπος, όταν είναι άνθρωπος). Κι εμείς σήμερα μπορούμε να πούμε «τι ωραίο πλάσμα είναι ο χριστιανός, φτάνει όμως νάναι πραγματικά χριστιανός»…

(Συνέδριο Θεσσαλονίκης, 18/2/91)

 

 

 

 

Comments are closed.