R.C. Sproul
Μετάφραση: Δρ Γιούλικα Κ. Masry
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα πάρα πολύ μακρινή ζούσε ένας βασιλιάς με φοβερή δύναμη και άπειρα πλούτη. Ό,τι ήθελε το αγόραζε με το χρυσάφι του ή το απαιτούσε απ’ τους υπηρέτες του.
Ο βασιλιάς ζούσε σ’ ένα μεγάλο σπίτι που λεγόταν παλάτι. Ήταν τόσο μεγάλο που είχε εκατό δωμάτια. Τα δωμάτια είχαν υπέροχα έπιπλα και ακριβά χαλιά. Υπήρχαν υπνοδωμάτια, τραπεζαρίες, ακόμα και μια τεράστια αίθουσα στην οποία έδινε έξοχα γεύματα για τους καλεσμένους του.
Το πιο όμορφο δωμάτιο στο παλάτι λεγόταν η Αίθουσα του Θρόνου. Εκεί το ταβάνι ήταν ιδιαίτερα ψηλό και το δάπεδο ήταν στρωμένο με μάρμαρο. Στη μέση της αίθουσας υπήρχε ο βασιλικός θρόνος. Σκαλοπατάκια οδηγούσαν σε μια σκαλιστή πολυθρόνα από το καλύτερο ξύλο που υπήρχε. Δίπλα στο θρόνο ήταν στημένο ένα ραβδί πολύ αλλιώτικο απ’ τ’ άλλα που λεγόταν σκήπτρο. Όταν ο βασιλιάς σήκωνε το σκήπτρο, οι άνθρωποι μπορούσαν να τον πλησιάσουν και να του απευθύνουν το λόγο. Όταν το κατέβαζε, οι άνθρωποι έπρεπε να σταματούν να μιλούν και ν’ απομακρυνθούν από την παρουσία του βασιλιά.
Μια μέρα ο βασιλιάς καθόταν στο θρόνο του. Φορούσε έναν υπέροχο μανδύα φτιαγμένο από ερμίνα, μια πολύ ακριβή γούνα. Για παπούτσια φορούσε ένα ζευγάρι μαύρες γυαλιστερές μπότες. Στο κεφάλι του φορούσε ένα στέμμα από αληθινό χρυσάφι που στο μπροστινό μέρος είχε ένα κόκκινο πετράδι που λέγεται ρουμπίνι. Ένα τεράστιο παράθυρο ήταν ανοιχτό κι ο ήλιος έλαμπε μες στην αίθουσα.
Ένας από τους φρουρούς του παλατιού ήρθε στο βασιλιά και του είπε ότι ένα μικρό αγόρι είχε έρθει στο παλάτι και ρωτούσε αν θα μπορούσε να δει το βασιλιά. Ο βασιλιάς κατσούφιασε και είπε: «Ένα μικρό αγόρι; Και για ποιο λόγο θέλει να με δει το μικρό αγόρι; Είμαι ασχολημένος και δεν θέλω να μ’ ενοχλούν. Τι θέλει αυτό το παιδί;»
Ο φρουρός είπε στο βασιλιά: «Δεν είμαι σίγουρος τι σας θέλει, Μεγαλειότατε. Είπε μόνο ότι έχει να σας υποβάλει μια πολύ σοβαρή ερώτηση. Μοιάζει να τον απασχολεί πολύ κάτι και είπε ότι θα ήθελε πραγματικά να σας μιλήσει. Είπε ότι αυτό θα πάρει μόνο λίγα λεπτά».
«Χμ», είπε ο βασιλιάς και το κατσούφιασμά του έγινε ακόμα μεγαλύτερο. «Δεν έχω χρόνο να συζητώ με παιδιά. Έχω ένα βασίλειο να κυβερνήσω».
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε», είπε ο φρουρός. «Θα του πω να φύγει. Αλλά ο μικρός θ’ απογοητευτεί».
Ο βασιλιάς το σκέφτηκε λιγάκι κι η καρδιά του άρχισε ν’ αλλάζει. Τελικά είπε: «Καλά λοιπόν. Θα τον δω, αλλά μόνο για λίγα λεπτά».
Ο φρουρός βγήκε από την αίθουσα του θρόνου και επέστρεψε λίγα λεπτά αργότερα. Δίπλα του στεκόταν ένα μικρό αγόρι ντυμένο με ρούχα φτωχικά και ξυπόλητο. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, αλλά στο πρόσωπό του έλαμπε ένα τεράστιο χαμόγελο. Στα χέρια του κρατούσε ένα μικρό κουταβάκι.
Όταν ο βασιλιάς είδε το αγόρι με το κουταβάκι του, σήκωσε το σκήπτρο του και του έκανε νόημα να πλησιάσει το θρόνο. Το παιδί προχώρησε κατ’ ευθείαν προς το πρώτο σκαλί κι έπειτα σήκωσε το κεφάλι του να κοιτάξει το βασιλιά. Προσπάθησε να κάνει μια ευγενική υπόκλιση ενώπιον του βασιλιά, αλλά έπεσε προς τα μπρος, γιατί το κουταβάκι του αναδευόταν στην αγκαλιά του.
«Λοιπόν, παιδί μου», είπε ο βασιλιάς, «ποια είναι αυτή η σπουδαία ερώτηση που έχεις να μου κάνεις;»
Το παιδί ήταν νευρικό. Δεν είχε ξαναβρεθεί μπροστά σε βασιλιά. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά οι λέξεις κολλούσαν στο λαρύγγι του. Ο βασιλιάς χαμογέλασε και του είπε: «Έλα, μη φοβάσαι. Ρώτα με ό,τι έχεις να ρωτήσεις».
Το παιδί ηρέμησε και είπε: «Μεγαλειότατε, θα ήθελα να σας ρωτήσω κάτι για τους ίσκιους».
«Για τους ίσκιους;», είπε ο βασιλιάς. «Τι τρέχει με τους ίσκιους;»
«Ξέρετε, Κύριε», είπε το παιδί, «δεν καταλαβαίνω γιατί να έχουμε ίσκιο. Ο δικός μου ίσκιος με ακολουθεί όπου κι αν πάω. Μερικές φορές γίνεται πολύ ψηλός. Άλλοτε πάλι πολύ κοντός. Όποτε γυρνάω, γυρνάει κι ο ίσκιος μου».
«Μα και βέβαια», είπε ο βασιλιάς γελώντας δυνατά. «Η βασίλισσα έχει κι αυτή ίσκιο. Ο πρίγκιπας έχει ίσκιο. Ακόμα κι εγώ που είμαι βασιλιάς έχω ίσκιο!» Ο βασιλιάς γύρισε το κεφάλι του προς το πλάι του θρόνου και είπε: «Κοίτα! Βλέπεις τώρα τον ίσκιο μου εκεί πέρα;»
Το μικρό αγόρι κρυφογέλασε. «Ποπό!», είπε, «δεν ήξερα ότι και οι βασιλιάδες έχουν ίσκιο! Δείτε, Μεγαλειότατε, κοιτάξτε το κουταβάκι μου». Το μικρό αγόρι έβαλε το κουταβάκι του κάτω κι εκείνο είδε τον ίσκιο του και άρχισε να τον κυνηγάει. Το κουταβάκι πήδηξε πάνω στον ίσκιο του, αλλά εκείνος μετακινήθηκε σε άλλο μέρος. Όταν κουνιόταν το κουταβάκι, κουνιόταν και ο ίσκιος του κι όσο κι αν προσπαθούσε το κουταβάκι, δεν μπορούσε να πιάσει τον ίσκιο του.
Καθώς το αγόρι και ο βασιλιάς παρακολουθούσαν το κουταβάκι να προσπαθεί να πιάσει τον ίσκιο του, ο βασιλιάς γελούσε τόσο δυνατά που δάκρυα έτρεχαν απ’ τα μάτια του και κυλούσαν στα μάγουλά του.
«Αυτό είναι πολύ διασκεδαστικό», είπε ο βασιλιάς. «Δεν έχω ξαναγελάσει έτσι από τότε που ήμουν μικρός πρίγκιπας. Αλλά τι είναι εκείνο που ήθελες να με ρωτήσεις;»
Το μικρό παιδί έσκυψε, σήκωσε το κουταβάκι του και το ’σφιξε στο στήθος του». «Βλέπετε, Κύριε», είπε, «μερικές φορές είναι διασκεδαστικό να παίζω με τους ίσκιους, αλλά μερικές φορές με φοβίζουν. Τη νύχτα, για παράδειγμα, όταν είμαι στο κρεβάτι μου και υπάρχει ένα αναμμένο κερί επάνω στο τραπέζι, βλέπω λογιών λογιών ίσκιους στον τοίχο. Τη μέρα δεν με φοβίζουν οι ίσκιοι, αλλά τη νύχτα με φοβίζουν πάρα πολύ».
«Χμ», είπε ο βασιλιάς. «Καταλαβαίνω τι εννοείς. Αλλά ακόμα δεν με ρώτησες την ερώτηση».
«Για να ’μαι ειλικρινής, Μεγαλειότατε, έχω δύο ερωτήσεις», απάντησε το παιδί. «Η πρώτη είναι από πού έρχονται οι ίσκιοι και η δεύτερη πού πάνε όταν φεύγουν».
«Χμ», είπε ο βασιλιάς. «Αυτές είναι πράγματι και δύσκολες ερωτήσεις. Δεν ξέρω. Δεν το σκέφτηκα ποτέ μου».
«Άκου να δεις», πρόσθεσε ο βασιλιάς. «Οι ερωτήσεις που ρωτάς είναι πολύ μυστήριες. Θα φωνάξω τους σοφούς του βασιλείου μου να δούμε αν μπορούν να τις απαντήσουν. Αν ξανάρθεις να με δεις την άλλη βδομάδα, θα έχω απαντήσεις στις ερωτήσεις σου».
Μ’ αυτά τα λόγια ο βασιλιάς άπλωσε το χέρι να φτάσει το σκήπτρο του και το χαμήλωσε, πράγμα που σήμαινε ότι η συνάντηση με το παιδί είχε τελειώσει κι εκείνο έπρεπε να φύγει.
Μόλις έφυγε το παιδί, ο βασιλιάς φώναξε τους σοφούς του σε συμβούλιο. Όταν έφτασαν, ο βασιλιάς τούς είπε: «Έχω ένα πρόβλημα να μου λύσετε, κάτι ερωτήσεις που θέλω να μου απαντήσετε».
Οι σοφοί χάρηκαν που ο βασιλιάς ζήτησε τη συμβουλή τους, αλλά συγχρόνως φοβόνταν μήπως και δεν μπορούν να βρουν την απάντηση. Ο αρχισοφός είπε τότε στο βασιλιά: «Πες μας τις ερωτήσεις, Μεγαλειότατε, κι εμείς θα προσπαθήσουμε να βρούμε την απάντηση».
Ο βασιλιάς τότε απάντησε και είπε: «Έχω δύο ερωτήσεις. Πρώτον: από πού έρχονται οι ίσκιοι; Δεύτερον: πού πάνε όταν σβήνουν τα κεριά;»
Στο άκουσμα αυτών των ερωτήσεων οι σοφοί δυσανασχέτησαν. Ήταν τόσο δύσκολες που φοβόνταν ότι δεν θα μπορέσουν να τις απαντήσουν. Ο αρχισοφός είπε: «Οι ερωτήσεις Σας είναι δύσκολες, Μεγαλειότατε. Αφήστε μας να κάνουμε σύσκεψη για μια μέρα να δούμε αν μπορούμε να τις απαντήσουμε».
Ο βασιλιάς θύμωσε. «Και γιατί δεν μπορείτε να τις απαντήσετε τώρα; Υποτίθεται ότι είσαστε σοφοί. Ωστόσο, δεν είσαστε σε θέση να απαντήσετε τις ερωτήσεις ενός μικρού παιδιού».
«Α, Μεγαλειότατε, καταλαβαίνουμε το ενδιαφέρον σας, αλλά καμιά φορά οι πιο δύσκολες ερωτήσεις είναι εκείνες που ρωτούν τα παιδία. Σας παρακαλούμε να κάνετε υπομονή και να μας δώσετε τον απαραίτητο χρόνο για να μελετήσουμε το ζήτημα».
«Καλά λοιπόν», είπε ο βασιλιάς, «έχετε μία μέρα στη διάθεσή σας. Μόνο μία μέρα όμως. Αν μέχρι αύριο δεν μπορέσετε ν’ απαντήσετε σ’ αυτές τις ερωτήσεις, θα σας διώξω απ’ το βασίλειό μου και θα βάλω άλλους στη θέση σας».
Μ’ αυτή την απάντηση χαμήλωσε το σκήπτρο του και οι σοφοί βιάστηκαν να φύγουν απ’ την Αίθουσα του Θρόνου. Μετά πήγαν γρήγορα στην αίθουσα του σπουδαστηρίου του παλατιού. Μελέτησαν τις ερωτήσεις μέχρι αργά τη νύχτα, συζητώντας και διαφωνώντας ο ένας με τον άλλο σχετικά με τις απαντήσεις. Τελικά, λίγο πριν ξημερώσει, συμφώνησαν μεταξύ τους. Τώρα είχαν απαντήσεις για το βασιλιά, αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουροι αν οι απαντήσεις τους ήταν οι σωστές.
Ανέθεσαν στον αρχισοφό να αναγγείλει το αποτέλεσμα της σύσκεψής τους στο βασιλιά. Εκείνος κοιμήθηκε λιγάκι, έφαγε ένα καλό πρωινό και ετοίμασε τις σημειώσεις του για τη συνάντηση με το βασιλιά.
Στο μεταξύ ο βασιλιάς είχε σηκωθεί πρωί πρωί και ήταν ήδη στην Αίθουσα του Θρόνου. Αντί όμως να κάθεται στο θρόνο του, βημάτιζε πάνω κάτω στο μαρμάρινο δάπεδο. Ήταν πολύ νευρικός και ενοχλημένος. Από τότε που το παιδί τού είχε υποβάλει εκείνες τις ερωτήσεις, ο βασιλιάς δεν μπορούσε να τις βγάλει απ’ το νου του. Πήγαινε πάνω κάτω, κάτω πάνω και ανησυχούσε για τις ερωτήσεις. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν ο ίσκιος του. Κάθε φορά που γύρναγε, έβλεπε τον ίσκιο του. Όσο περισσότερο έβλεπε τον ίσκιο του, τόσο περισσότερο εκνευριζόταν.
Ξέροντας ότι δεν υπήρχε κανείς άλλος στο δωμάτιο, ο βασιλιάς άρχισε να μιλάει με τον ίσκιο του. «Φύγε!», τον διέταξε. «Σε διατάζω, ίσκιε, να φύγεις!»
Ο ίσκιος όμως δεν έφευγε. Έμοιαζε ν’ αψηφά τις βασιλικές εντολές. «Τι είσαι, ίσκιε, που αρνείσαι να με υπακούσεις;»
Ο ίσκιος δεν απάντησε αλλά ούτε και έφυγε. Ο βασιλιάς έτρεμε ολόκληρος από οργή κι ο θυμός του υψωνόταν αμείλικτος απέναντι στον ίσκιο του. Του φώναζε. Τον εκλιπαρούσε, τον χιλιοπαρακαλούσε να εξαφανιστεί. Αλλά τίποτε! Ο ίσκιος γύρναγε κι αυτός μαζί με τις στροφές που έπαιρνε ο βασιλιάς.
Ώσπου να ’ρθει η ώρα της συνάντησης με τον αρχισοφό, ο βασιλιάς ήταν εξαντλημένος από τη μονομαχία με τον ίσκιο του. Ένιωθε νικημένος, σαν ιππότης που έπεσε στη μάχη! Ο φρουρός μπήκε στην Αίθουσα του Θρόνου και ανάγγειλε ότι ο αρχισοφός ήταν έτοιμος να τον δει. Στη στιγμή άλλαξε η όψη του βασιλιά. Το πνεύμα του αναπτερώθηκε απ’ την ελπίδα ότι ο αρχισοφός θα είχε κάποια απάντηση για τα ερωτήματά του και αυτό θα έβαζε τέλος στην πάλη του με τον ίσκιο του.
Ο αρχισοφός εμφανίστηκε στην πόρτα. Κοίταξε προσεκτικά προς το μέρος του βασιλιά να δει αν θα μπορούσε να καταλάβει τη διάθεσή του. Ο βασιλιάς χάρηκε που τον είδε. Του χαμογέλασε και σήκωσε το σκήπτρο του. Ο αρχισοφός μπήκε μέσα και αμέσως κατευθύνθηκε προς το βασιλιά. Στα χέρια του κρατούσε έναν καθρέφτη.
«Καλό μεσημέρι, αρχισοφέ. Τι έχεις εκεί πέρα;»
«Καλό μεσημέρι, Μεγαλειότατε. Αυτό είναι ένας καθρέφτης. Ένας απλός καθρέφτης», απάντησε ο αρχισοφός. «Τον έφερα μαζί μου μήπως με βοηθήσει να δώσω απάντηση στις ερωτήσεις Σας».
«Θαυμάσια! Θαυμάσια!», απάντησε ο βασιλιάς. Έχεις λοιπόν την απάντηση στις ερωτήσεις μου;»
«Ίσως, Κύριε», είπε ο αρχισοφός. «Έχουμε βέβαια κάποιες απαντήσεις για τη Μεγαλειότητά Σας, αλλά οι ερωτήσεις Σας είναι πολύ περίεργες. Πιστεύουμε ότι οι ίσκιοι δημιουργούνται από το φως. Ξέρουμε πως, όταν το φως λάμπει, μπορούμε να δούμε σκιές και, όταν δεν υπάρχει φως, δεν υπάρχουν σκιές».
Ο βασιλιάς κατσούφιασε. «Αυτό δεν είναι απάντηση, αρχισοφέ», βροντοφώνησε. «Αυτό το ’ξερα κι εγώ! Όταν δεν υπάρχει φως, δεν μπορώ να δω τίποτε απολύτως—άρα ούτε και τον ίσκιο μου. Θα πρέπει να υπάρχει και κάποια άλλη εξήγηση».
«Κι όμως είναι και παραείναι εξήγηση, Μεγαλειότατε. Σας παρακαλώ να με ακούσετε», είπε ο αρχισοφός. «Και βέβαια δεν μπορούμε να δούμε τίποτε όταν δεν υπάρχει φως. Μάλιστα, αν δεν υπήρχε καθόλου φως, θα ήμασταν όλοι τυφλοί ψηλαφώντας στο σκοτάδι. Αλλά και όταν ακόμα υπάρχει φως, και πάλι υπάρχει κάποιο σκοτάδι γύρω μας. Όλο αυτό έχει σχέση με το μεγάλο μυστήριο του φωτός».
«Μα τι είναι εκείνο που είναι τόσο μυστηριώδες σχετικά με το φως;» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Πολλά πράγματα», απάντησε ο αρχισοφός. «Πρώτα πρώτα το ότι κινείται τόσο γρήγορα. Αν μπούμε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο κι ανάψουμε ένα κερί, πόσο θέλει ώσπου να φωτίσει το δωμάτιο; Κι αν σβήσουμε το κερί, πόσο παίρνει μέχρι να σκοτεινιάσει το δωμάτιο;»
«Μα, φυσικά, δεν χρειάζεται καθόλου χρόνος γι αυτό! Γίνεται στη στιγμή», είπε ο βασιλιάς.
«Κύριε, η πρώτη Σας απάντηση ήταν πιο κοντά στην αλήθεια από τη δεύτερη. Γίνεται σε λιγότερο από μία στιγμή. Είναι σαν να μην πέρασε καθόλου χρόνος! Ωστόσο, για να συμβεί το καθετί χρειάζεται χρόνος—ακόμα και για να φωτίσει το φως. Αυτό όμως συμβαίνει τόσο πολύ γρήγορα που μοιάζει σαν να μην πέρασε καθόλου χρόνος. Αυτό είναι ένα απ’ τα μεγάλα μυστήρια του φωτός».
«Α, κατάλαβα», είπε ο βασιλιάς. «Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Και τι άλλα μυστήρια υπάρχουν για το φως;»
Ο αρχισοφός έδωσε τον καθρέφτη στο βασιλιά και είπε: «Κοιτάξτε στον καθρέφτη, Μεγαλειότατε, και πείτε μου τι βλέπετε».
Ο βασιλιάς πήρε στα χέρια του τον καθρέφτη και τον κράτησε μπροστά του. Έπειτα, κοίταξε μες στον καθρέφτη και είπε: «Βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη».
«Βλέπετε ολόκληρο τον εαυτό Σας μέσα στον καθρέφτη, Μεγαλειότατε;» ρώτησε ο αρχισοφός.
«Όχι βέβαια!», απάντησε ο βασιλιάς. «Βλέπω μόνο το πρόσωπό μου μέσα στον καθρέφτη».
«Αλλά, Μεγαλειότατε, είναι πράγματι το πρόσωπό σας αυτό που βλέπετε στον καθρέφτη;»
Ο βασιλιάς μπερδεύτηκε με την ερώτηση. Δεν καταλάβαινε τι του έλεγε ο αρχισοφός. «Και βέβαια είναι το πρόσωπό μου που βλέπω στον καθρέφτη. Εγώ είμαι εκείνος που κοιτάω μέσα στον καθρέφτη. Δεν είναι κανενός άλλου αυτό το πρόσωπο. Αναγκαστικά είναι το δικό μου!»
Ο αρχισοφός γέλασε. «Μάλιστα, Μεγαλειότατε. Πράγματι, δεν είναι κανενός άλλου αυτό το πρόσωπο. Κι αν θέλετε να ξέρετε δεν είναι κανενός απολύτως αυτό το πρόσωπο, ούτε καν το δικό Σας. Το πρόσωπό Σας είναι εκεί που ήταν πάντα, στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού Σας. Το πρόσωπό Σας δεν έφυγε απ’ το κεφάλι Σας να πάει να τρυπώσει στον καθρέφτη. Στην ουσία δεν είναι το πρόσωπό Σας αυτό που είναι εκεί μέσα. Μοιάζει με το πρόσωπό Σας, αλλά δεν είναι το πρόσωπό Σας. Αν κοιτάξετε προσεκτικά, θα δείτε ότι ακόμα κι η εικόνα Σας δεν είναι έτσι ακριβώς όπως είσαστε Εσείς. Ο καθρέφτης δείχνει την εικόνα Σας ανάποδα. Ελάτε να Σας δείξω», είπε ο σοφός άνθρωπος.
Ο αρχισοφός λοιπόν πήρε μια πλάκα κι έγραψε πάνω της κάτι γράμματα. Μετά, τα έβαλε μπροστά στον καθρέφτη. Τα γράμματα τώρα ήταν ανάποδα και δεν μπορούσε να διαβαστεί η λέξη!
«Βλέπετε τώρα, Μεγαλειότατε; Η εικόνα στον καθρέφτη δεν είναι η ίδια».
Ο βασιλιάς ζάρωσε τα φρύδια του για άλλη μια φορά και είπε: «Σημαίνει λοιπόν άραγε αυτό ότι στην πραγματικότητα δεν είμαι καθόλου έτσι όπως με βλέπω μέσα στον καθρέφτη;»
«Στην πραγματικότητα, Μεγαλειότατε, μοιάζετε πάρα πολύ με την εικόνα Σας την οποία βλέπετε μέσα στον καθρέφτη. Αλλά αυτό που βλέπετε εκεί μέσα δεν είναι το ίδιο μ’ αυτό που είσαστε στην πραγματικότητα».
Ο βασιλιάς ήταν κατάπληκτος. «Καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε χωρίς ουσιαστικά να ρωτάει κανέναν. «Σημαίνει ότι εγώ δεν μπορώ ποτέ να δω τον εαυτό μου όπως με βλέπουν οι άλλοι».
«Σωστά, Μεγαλειότατε. Κανείς μας δεν μπορεί ποτέ να δει τον εαυτό του όπως τον βλέπουν οι άλλοι».
«Αλλά δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω πώς γίνεται κάτι τέτοιο και πώς αυτό θα εξηγήσει τον ίσκιο μου», είπε ο βασιλιάς.
«Μεγαλειότατε, είναι δύσκολο να Σας το εξηγήσω. Μην ξεχνάτε αυτό που σας είπα στην αρχή, ότι δηλαδή το φως έχει πολλά μυστήρια. Το μυστήριο του καθρέφτη είναι το εξής: Όταν το φως μάς φωτίζει και κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη, βλέπουμε μια αντανάκλαση. Είναι σαν να εκτινάζεται το φως απ’ το πρόσωπό μας και να αντανακλάται στον καθρέφτη. Η εικόνα μας μέσα στον καθρέφτη δεν είναι το ίδιο μας το πρόσωπο αλλά η αντανάκλαση του φωτός που το πρόσωπό μας εκτοξεύει προς τα έξω».
«Μα αυτό είναι εκπληκτικό!», είπε ο βασιλιάς. «Μόλις και μετά βίας το καταλαβαίνω».
«Μη Σας απασχολεί αυτό, Μεγαλειότατε. Στην πραγματικότητα δεν είμαι σίγουρος ότι το καταλαβαίνει κανείς μας. Εδώ είναι το μυστήριο».
«Αλλά είπες ότι υπάρχουν κι άλλα μυστήρια για το φως. Ποια είν’ αυτά;» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Μεγαλειότατε, θέλετε να ’ρθετε μια στιγμή μαζί μου ως το παράθυρο;»
Ο βασιλιάς συμφώνησε και πήγε ως το μεγάλο παράθυρο της Αίθουσας του Θρόνου. Έξω είχε πολύ ωραίο καιρό, ξαστεριά, και ο ήλιος έλαμπε δυνατά. Από το παράθυρο οι ακτίνες του ξεχύνονταν σ’ όλη την Αίθουσα του Θρόνου.
«Κοιτάξτε, Μεγαλειότατε, ο ήλιος μπαίνει ανεμπόδιστα μεσ’ απ’ το τζάμι του παράθυρου, αλλά δεν μπορεί να περάσει μέσ’ απ’ την πόρτα. Αυτό είναι ένα άλλο μυστήριο του φωτός. Μπορεί να περάσει από μερικά πράγματα αλλά όχι από άλλα. Κάποια πράγματα μπλοκάρουν το φως. Γι αυτό δημιουργούνται οι ίσκιοι».
«Τι;» αναφώνησε ο βασιλιάς. «Τι εννοείς όταν λες γι αυτό δημιουργούνται οι ίσκιοι;»
«Να, Μεγαλειότατε. Ελάτε να καθίσετε μπροστά στο παράθυρο που λάμπει το φως του ήλιου. Βλέπετε; Μπλοκάρετε το φως. Κοιτάξτε τώρα πάνω απ’ τον ώμο Σας και θα δείτε τον ίσκιο Σας. Ο ίσκιος Σας εμφανίζεται, όταν το φως δεν λάμπει. Ο ίσκιος είναι απλά το περίγραμμα του σκοτεινού χώρου ο οποίος κρύβεται απ’ το σώμα Σας».
Και ο σοφός εξήγησε αναλυτικότερα. «Το καθετί που μπλοκάρει το φως έχει ίσκιο. Ο ίσκιος είναι το σκοτεινό μέρος που δεν μπορεί να φτάσει το φως».
«Απόψε, Μεγαλειότατε, μετά τη δύση το ήλιου, κοιτάξτε και πάλι από το παράθυρο. Ψάξτε να βρείτε το φεγγάρι μες στο σκοτάδι της νύχτας. Μερικές φορές το φεγγάρι είναι γεμάτο. Είναι σαν ένας φωτεινός κύκλος στον ουρανό. Άλλοτε είναι μισογεμάτο κι άλλοτε πάλι είναι απλά μια φετούλα. Αυτό είναι ένα ακόμα από τα μυστήρια του φωτός. Μερικές φορές το φεγγάρι είναι σκοτεινό, επειδή το κρύβει ο ίσκιος της γης. Όταν ο ήλιος δύει, δεν παύει να λάμπει. Απλά η γη, ο δικός μας κόσμος, έχει βγει από την περιοχή του φωτός του. Και όταν ο κόσμος μας μπαίνει ανάμεσα στον ήλιο και στο φεγγάρι, ένα κομμάτι του φεγγαριού κρύβεται απ’ τον ίσκιο του. Βλέπετε, Μεγαλειότατε, δεν είναι μόνο ότι κάθε πράγμα στον κόσμο έχει ίσκιο, αλλά και ο ίδιος ο κόσμος μας έχει κι αυτός ίσκιο!»
Ο βασιλιάς άκουγε αμίλητος. Σκέφτηκε λίγο και μετά πήγε στην κασέλα του θησαυροφυλάκιου που υπήρχε στην Αίθουσα του Θρόνου, την άνοιξε, έβγαλε από μέσα μερικά χρυσά νομίσματα και τα έδωσε στο σοφό.
«Εσύ και οι σοφοί σου κάνατε πολύ καλή δουλειά, αρχισοφέ. Αυτά τα χρυσά νομίσματα είναι η αμοιβή σας που απαντήσατε στις ερωτήσεις μου. Αλλά έχω μία ακόμα ερώτηση. Πώς μπορώ να ξεφύγω απ’ τον ίσκιο μου; Πώς μπορώ να τον κάνω να εξαφανιστεί για πάντα; Θέλω να είμαι γνωστός ως ο βασιλιάς που δεν έχει ίσκιο».
Ο αρχισοφός χαμογέλασε και είπε στο βασιλιά. «Φοβάμαι πως αυτό που ζητάτε είναι αδύνατο να γίνει ακόμα και για Σας, δυνατέ βασιλιά. Για να κάνουμε τον ίσκιο Σας να εξαφανιστεί θα έπρεπε να μπορούσαμε να κάνουμε τον ήλιο να μη λάμπει. Αυτό ούτε Εσείς δεν έχετε τη δύναμη να το κάνετε».
«Εγώ όμως θέλω να είμαι ο μόνος βασιλιάς χωρίς ίσκιο», παραπονέθηκε ο βασιλιάς.
«Λυπάμαι, Μεγαλειότατε, αλλά εγώ μόνο για ένα βασιλιά έχω ακούσει που δεν έχει ίσκιο».
«Τι; Ποιος είναι αυτός ο βασιλιάς χωρίς ίσκιο; Πού ζει; Πώς μπορεί αυτός να διατάζει τον ήλιο να μη λάμπει;»
«Ξέρω πολύ λίγα γι’ αυτό το βασιλιά. Έχω βέβαια ακούσει γι’ αυτόν, αλλά εγώ προσωπικά δεν τον γνωρίζω. Αν θέλετε να μάθετε για το βασιλιά χωρίς ίσκιο, θα πρέπει να πάτε να επισκεφτείτε τον Άνθρωπο της Σπηλιάς».
«Τον Άνθρωπο της Σπηλιάς; Και ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Πού μπορώ να τον βρω;» ρώτησε απανωτά ο βασιλιάς.
«Αν θέλετε να συναντήσετε τον Άνθρωπο της Σπηλιάς, πρέπει να πάτε στην έρημο. Εκεί, στην άκρη των βουνών που τελειώνει η έρημος, υπάρχει μια μεγάλη σπηλιά που μέσα της ζει ένας προφήτης. Ο προφήτης είναι ένας άγιος άνθρωπος και ξέρει το μυστικό του βασιλιά που δεν έχει ίσκιο».
«Θα φύγω αμέσως», απάντησε ο βασιλιάς. Μ’ αυτά τα λόγια ο βασιλιάς χαμήλωσε το σκήπτρο και ο αρχισοφός αποσύρθηκε.
Ο βασιλιάς τότε κάλεσε τους ιππότες του. Καβάλησαν τ’ άλογά τους και ξεκίνησαν μαζί με το βασιλιά για την έρημο. Όταν έφτασαν στην άκρη της ερήμου, κατέβηκαν απ’ τ’ άλογά τους και προχώρησαν προς τη μεγάλη Σπηλιά.
Στο άκουσμα των καβαλάρηδων, ο προφήτης ήρθε και στάθηκε έξω απ’ την είσοδο της Σπηλιάς. Ο βασιλιάς τον είδε και φώναξε δυνατά: «Εσύ είσαι ο Άνθρωπος της Σπηλιάς;»
Ο προφήτης απάντησε και είπε: «Ναι, εγώ είμαι. Αν θέλετε να μου μιλήσετε, πρέπει να έρθετε στη Σπηλιά μου μόνος Σας». Ο βασιλιάς διέταξε τους ιππότες του να μείνουν πίσω κι εκείνος άρχισε να περπατά προς τη Σπηλιά.
Όταν πλησίασε τον προφήτη, ο βασιλιάς είπε: «Εγώ είμαι ο βασιλιάς».
«Ξέρω ποιος είσαστε», απάντησε ο προφήτης. «Περάστε στη Σπηλιά και θα μιλήσουμε».
Μέσα στη Σπηλιά έκαιγε μια μικρή φωτιά. Καθώς οι φλόγες έγλυφαν το μονοπάτι της ανοδικής πορείας της, σκιές άρχισαν να χορεύουν στον τοίχο. «Τι θέλετε να μάθετε, Μεγαλειότατε;»
«Ο αρχισοφός μου έκανε τη δήλωση ότι υπάρχει ένας βασιλιάς ο οποίος δεν έχει ίσκιο κι ότι εσείς θα μπορούσατε να μου πείτε γι’ αυτόν».
Ο προφήτης ήταν γέρος. Είχε μια μακριά κυματιστή γενειάδα και τα ρούχα του ήταν από δέρμα ζώων. Χαμογέλασε με την ερώτηση του βασιλιά και είπε: «Ναι, πράγματι υπάρχει τέτοιος βασιλιάς. Είναι ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους βασιλιάδες».
«Πού είναι;» ρώτησε ο βασιλιάς. «Πού είναι το βασίλειό του;»
«Είναι εδώ. Είναι εκεί. Και είναι κι εκεί πίσω απ’ όπου ήρθατε. Το βασίλειό του δεν έχει σύνορα. Το βασίλειό του δεν έχει τέλος».
«Μα, πώς είναι δυνατόν αυτό;» ρώτησε ο βασιλιάς. «Όλα τα βασίλεια έχουν σύνορα. Εξάλλου, πώς μπορεί αυτός ο βασιλιάς να είναι εδώ, εκεί και πίσω από κει που ήρθα; Μιλάς με αινίγματα, προφήτη».
«Ο Μέγας Αυτός Βασιλιάς είναι συγχρόνως παντού. Είναι αόρατος, γι αυτό και δεν μπορεί κανείς να τον δει με ανθρώπινα μάτια. Δεν έχει σώμα, χέρια, πόδια σαν τους κανονικούς βασιλιάδες. Είναι Πνεύμα. Ωστόσο, είναι βασιλιάς».
«Α», είπε ο βασιλιάς. «Ώστε γι αυτό δεν έχει ίσκιο! Μόνο τα όντα που έχουν σώμα έχουν ίσκιο. Δεν είν’ έτσι;»
«Μμμ…», είπε ο προφήτης. «Κάπως έτσι είναι, αλλά όχι ακριβώς. Είναι σωστό ότι μόνο τα όντα που έχουν σώματα μπορούν να έχουν ίσκιο σαν τους ίσκιους που βλέπαμε στους τοίχους της Σπηλιάς μου. Αλλά υπάρχει κι ένα άλλο είδος ίσκιου που μπορεί να τον έχουν ακόμα και τα πνευματικά όντα».
«Τώρα μιλάς πάλι με αινίγματα», είπε ο βασιλιάς. «Τι άλλο είδος ίσκιου υπάρχει;»
«Υπάρχει και η σκιά του κακού», είπε ο προφήτης. «Όλοι μας έχουμε μια πνευματική πλευρά μέσα μας. Τη λέμε ψυχή. Όταν κάνουμε κάτι που είναι κακό, αμαρτάνουμε. Η αμαρτία είναι σαν μια σκιά στην ψυχή μας. Μόνο η ψυχή που είναι αγνή δεν έχει σκιά μέσα της».
«Η δική σου ψυχή έχει σκιά;» ρώτησε ο βασιλιάς. «Εσύ υποτίθεται ότι είσαι ένας άγιος άνθρωπος κι εγώ νόμιζα ότι οι άγιοι άνθρωποι δεν έχουν σκιά στην καρδιά ή στην ψυχή τους».
«Ακόμα και άγιοι άνθρωποι σαν τους προφήτες έχουν σκιά στην ψυχή τους», είπε ο Άνθρωπος της Σπηλιάς. «Δεν είμαι τέλειος. Ακόμα κάνω πράγματα τα οποία είναι κακά. Μόνο όταν πεθάνω και πάω στον Ουρανό, η σκιά μου θα εγκαταλείψει για πάντα την ψυχή μου».
«Ο Μέγας Βασιλιάς, ο Βασιλιάς χωρίς ίσκιο», συνέχισε ο Άνθρωπος της Σπηλιάς, «δεν έχει σκιά όχι μόνο επειδή είναι Πνεύμα. Δεν έχει σκιά επειδή είναι πέρα για πέρα Άγιος. Δεν κάνει κακό. Δεν έχει αμαρτία μέσα Του. Σ’ Αυτόν δεν υπάρχει σκοτάδι».
«Ο βασιλιάς χωρίς ίσκιο είναι ο Θεός», κατέληξε ο Άνθρωπος της Σπηλιάς. «Είναι Κυρίαρχος των πάντων. Είναι και δικός Σας Κυρίαρχος, Μεγαλειότατε. Εκείνος είναι που κάνει τον ήλιο να λάμπει και τη βροχή να πέφτει. Το Βασίλειό Του είναι παντού και για πάντα».
Ο βασιλιάς ενδιαφερόταν πολύ ν’ ακούσει περισσότερα για το Μεγάλο Βασιλιά χωρίς ίσκιο. Κάθισε στη σπηλιά για ώρες ακούγοντας προσεκτικά τον προφήτη, ο οποίος του μάθαινε για το Βασιλιά που είναι ο Θεός.
Τέλος, όταν ο ήλιος άρχισε να δύει, ο βασιλιάς αποχαιρέτησε τον προφήτη. Έφυγε από τη Σπηλιά και μαζί με τους ιππότες του πήρε το μακρύ δρόμο του γυρισμού στο βασιλικό παλάτι.
Εκείνη τη νύχτα ο βασιλιάς δεν καλοκοιμήθηκε. Όλο στριφογύριζε στο κρεβάτι του. Το σώμα του ήταν κατάκοπο, αλλά το πνεύμα του ήταν ξεκάθαρο. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν τα θαυμαστά πράγματα που έμαθε για το Μεγάλο Βασιλιά χωρίς ίσκιο.
Τελικά, αποκοιμήθηκε. Το πρωί ο βασιλιάς σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι του και φώναξε τους υπηρέτες του. Τους είπε: «Πηγαίνετε να βρείτε το μικρό αγόρι που ήταν εδώ τις προάλλες με το κουταβάκι του και φέρτε το σε μένα».
«Πώς το λένε;» ρώτησε ο αρχιυπηρέτης.
Ο βασιλιάς ήρθε σε δύσκολη θέση. «Δεν ξέρω. Ξέχασα να το ρωτήσω τ’ όνομά του», είπε. «Αλλά βρείτε το οπωσδήποτε. Ψάξτε σ’ ολόκληρο το βασίλειο να το βρείτε και μετά να μου το φέρετε», διέταξε.
Οι υπηρέτες έφυγαν απ’ το παλάτι κι άρχισαν να ψάχνουν για το μικρό αγόρι σ’ ολόκληρο το βασίλειο. Πήγαν από χωριό σε χωριό κι από σπίτι σε σπίτι μέχρι που έφτασαν σε μια μικρή έπαυλη. Εκεί, στη μπροστινή αυλή, είδαν ένα μικρό αγόρι με τη μεγαλύτερη αδελφή του και το μικρότερο αδελφό του να παίζουν μ’ ένα κουταβάκι.
Ένας υπηρέτης πλησίασε το παιδί και το ρώτησε: «Εσύ είσαι το παιδί που επισκέφτηκε το βασιλιά μαζί με το κουταβάκι;»
Το αγόρι χαμογέλασε, έλαμψε ολόκληρο και είπε: «Ναι, ήμουν εκεί με το κουταβάκι μου».
«Ωραιότατα», είπε ο υπηρέτης. «Επιτέλους σε βρήκαμε. Πρέπει τώρα να ’ρθεις μαζί μας στο παλάτι, γιατί ο βασιλιάς θέλει να σου μιλήσει».
Το μικρό αγόρι έριξε μια ματιά στην αδελφή και τον αδελφό του και ρώτησε τον υπηρέτη: «Μπορούν να έρθουν μαζί μου και τ’ αδέλφια μου; Δεν με πίστευαν που τους είπα ότι συνάντησα το βασιλιά».
Ο υπηρέτης γέλασε και είπε: «Καταλαβαίνω. Και βέβαια η αδελφή σου και ο αδελφός σου μπορούν να έρθουν μαζί σου. Και φέρε επίσης και το κουταβάκι σου».
Έτσι τα παιδιά και το σκυλάκι πήγαν μαζί με τους υπηρέτες στο βασιλικό παλάτι. Όταν μπήκαν στη μεγάλη Αίθουσα του Θρόνου, ο βασιλιάς σήκωσε το σκήπτρο του και τα κάλεσε να πλησιάσουν το θρόνο του.
Πολύ χάρηκε ο βασιλιάς που ξαναείδε το μικρό αγόρι. Του είπε: «Χαίρομαι που οι υπηρέτες μου σε βρήκαν. Τώρα πες μου τ’ όνομά σου».
Το αγόρι απάντησε και είπε: «Με λένε Ράιαν κι αυτή εδώ είναι η αδελφή μου η Κέλι κι εκείνος εκεί είναι ο αδελφός μου ο Μάικλ».
«Και το σκυλάκι σου, έχει όνομα;» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Βεβαίως, Μεγαλειότατε. Το σκυλάκι μου ονομάζεται Σερ Γουίνστον του Βόρειου Γουίνγκφηλντ», απάντησε το παιδί.
«Ποπό, Ράιαν! Μα αυτό είναι μεγάλο όνομα για ένα τοσοδά κουταβάκι. Του έχεις δώσει τον τίτλο ιππότη! Εγώ έλεγα ότι μόνο οι βασιλιάδες μπορούν να δίνουν τέτοιους τίτλους».
Το πρόσωπο του Ράιαν κοκκίνισε από ντροπή. «Ω, Μεγαλειότατε, Σας παρακαλώ μη θυμώσετε γι αυτό. Απλά έπαιζα το ρόλο του βασιλιά την ημέρα που έδωσα αυτό το όνομα στο σκυλάκι μου».
«Δεν πειράζει», είπε ο βασιλιάς. «Φέρε το σκυλάκι σε μένα και θα κάνουμε τη δουλειά σωστά».
Ο Ράιαν έφερε το κουταβάκι στο βασιλιά κι εκείνος έβγαλε το ξίφος του και το ακούμπησε πάνω στο κεφάλι του σκύλου μ’ αυτά τα λόγια: «Σε χρίζω Σερ Γουίνστον του Βόρειου Γουίνγκφηλντ. Από σήμερα θα είσαι ο ιππότης του κυρίου σου, του Ράιαν».
Τα παιδιά κρυφογελούσαν από συγκίνηση που το κουταβάκι τους είχε τώρα επίσημα χριστεί ιππότης από το βασιλιά.
«Έχω πολλά να σου πω», είπε ο βασιλιάς στο Ράιαν. «Ελάτε να καθίσετε όλοι γύρω απ’ το θρόνο μου και θα σας πω τα μυστήρια των σκιών».
Τα παιδία άκουγαν προσεκτικά καθώς ο βασιλιάς τούς εξηγούσε όλα όσα είχε μάθει κι εκείνος από τον αρχισοφό του για τις σκιές και το φως.
«Και τώρα», είπε ο βασιλιάς, «φύλαξα το καλύτερο για το τέλος. Θα σας πω τι έμαθα από τον Άνθρωπο της Σπηλιάς για το Βασιλιά που δεν έχει ίσκιο».
«Ναι!», φώναξαν τα παιδιά. «Σας παρακαλούμε, πείτε μας!»
Ο βασιλιάς τους είπε τότε για το Μεγάλο Βασιλιά ο οποίος μπορεί να βρίσκεται εδώ κι εκεί και παντού συγχρόνως. Τους είπε: «Αυτός ο Βασιλιάς δεν μοιάζει με κανέναν άλλο βασιλιά στον κόσμο. Αυτός έφτιαξε τον κόσμο και το καθετί που είναι μέσα του. Είναι ο Βασιλιάς των πάντων».
«Αλλά γιατί δεν έχει ίσκιο;» ρώτησε ο Ράιαν.
«Θυμηθείτε αυτό που σας είπα. Οι ίσκιοι δημιουργούνται από το φως. Αυτός ο Μέγας Βασιλιάς, είναι ο Ίδιος Φως! Το δικό Του φως είναι λαμπερότερο απ’ τον ήλιο. Ζει μέσα σε φως τόσο δυνατό και εκτυφλωτικό που κανείς δεν μπορεί ποτέ να το κοιτάξει χωρίς να τυφλωθεί. Έχει ένα βασίλειο διαφορετικό απ’ όλα τ’ άλλα. Είναι ένα Ουράνιο Βασίλειο. Οι υπηρέτες κι οι ιππότες Του δεν είναι σαν τους δικούς μου. Είναι πολύ αλλιώτικοι. Λέγονται άγγελοι. Αυτοί οι άγγελοι βρίσκονται καθημερινά στο Βασίλειό Του. Πετούν γύρω απ’ το Θρόνο Του και τραγουδούν ο ένας στον άλλο την ψαλμωδία Άγιος, Άγιος, Άγιος είναι ο Μέγας Βασιλιάς που είναι ο Ίδιος ο Θεός».
«Τι θα πει Άγιος;» ρώτησαν τα παιδιά.
«Τι θα πει Άγιος;» είπε ο βασιλιάς. «Το να είσαι Άγιος σημαίνει δύο πράγματα: Πρώτα πρώτα το να είσαι Άγιος σημαίνει ότι είσαι μεγαλύτερος απ’ το καθετί σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Σημαίνει δηλαδή πως ο Θεός είναι διαφορετικός από μας. Είναι ψηλότερος απ’ τα ψηλά και βαθύτερος απ’ τα βαθιά».
«Και δεν είναι μόνο αυτό», συνέχισε ο βασιλιάς. «Λέγεται Άγιος επειδή είναι πέρα για πέρα αγνός. Δεν υπάρχει καμιά ασχήμια ή κακία στην καρδιά Του. Δεν κάνει ποτέ τίποτε το κακό. Δεν έχει ούτε μία φορά αμαρτήσει».
«Ο προφήτης λοιπόν μού είπε», πρόσθεσε ο βασιλιάς, «ότι ο Θεός, ο Μεγάλος Βασιλιάς, δεν έχει ίσκιο. Όταν γυρίζει, κανένας ίσκιος δεν γυρίζει μαζί Του. Είναι Όλος Φως και το φως αυτό είναι γεμάτο από εκτυφλωτική δόξα. Το φως Του είναι τόσο λαμπερό που ακόμα και οι άγγελοι, οι ουράνιοι υπηρέτες Του, πρέπει να χρησιμοποιούν τα φτερά τους για να σκεπάζουν τα μάτια τους, όταν βρίσκονται στην παρουσία Του. Η δόξα Του είναι τόσο φωτεινή που ακόμα και οι άγγελοί Του δεν τολμούν να Τον κοιτάξουν μήπως και τα ουράνια μάτια τους καούν από τη λάμψη και τυφλωθούν».
«Ο Μέγας Βασιλιάς λοιπόν», ολοκλήρωσε τη σκέψη του ο βασιλιάς, «δεν υποκλίνεται σε κανέναν. Αντίθετα, όλοι οι άνθρωποι πρέπει να υποκλιθούν μπροστά σ’ Αυτόν, μπρος στην Υψηλή Μεγαλειότητά Του. Όταν μπείτε μες στην Αίθουσα του δικού μου Θρόνου, πρέπει να υποκλιθείτε μπροστά μου, γιατί εγώ είμαι ο βασιλιάς σας. Εγώ δεν υποκλίνομαι σε κανέναν άνθρωπο. Είμαι, ωστόσο, υποχρεωμένος να υποκλιθώ και να γονατίσω μπρος στο Μεγάλο Βασιλιά. Ο Βασιλιάς που δεν έχει ίσκιο είναι τόσο Μέγας που ακόμα κι εγώ πρέπει να υποκλιθώ ενώπιόν Του. Είναι ο Κυβερνήτης μου, ο Βασιλιάς μου».
«Ποπό!» αναφώνησε ο Ράιαν. «Εγώ νόμιζα ότι Εσείς ήσασταν ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους βασιλιάδες. Λέτε δηλαδή τώρα ότι υπάρχει ένας άλλος βασιλιάς τόσο μεγάλος που κι Εσείς ακόμα πρέπει να υποκλιθείτε μπροστά του;»
«Ναι, Ράιαν. Μπορεί εγώ να είμαι μεγάλος βασιλιάς, αλλά είμαι ένας βασιλιάς με ίσκιο. Κοίτα, ακόμα και τώρα μπορείς να δεις τον ίσκιο μου δίπλα στο θρόνο. Αλλά ακόμα κι αν έδυε ήλιος και σβήναμε όλα τα κεριά στο παλάτι, ακόμα και τότε θα είχα σκιά. Στην ψυχή μου. Εγώ δεν είμαι αγνός και άγιος σαν το Βασιλιά που είναι στον Ουρανό. Μέχρι να Τον συναντήσω στον Ουρανό, εγώ πάντα θα έχω ίσκιο».
«Δηλαδή αυτό σημαίνει ότι ο ίσκιος Σας κάποτε θα εξαφανιστεί;» ρώτησε η Κέλι.
«Ναι, Κέλι. Όταν πεθάνω και πάω στον Ουρανό, επιτέλους θα δω το Θεό όπως πραγματικά είναι. Θα αντικρίσω τη δόξα Του. Θα κοιτάξω μέσα στην Ωραιότητα της Αγιότητάς Του. Τότε, εκείνη την ημέρα που θα Τον αντικρίσω, η σκιά μου θα εξαφανιστεί για πάντα. Ο Θεός θ’ απομακρύνει κάθε κακό απ’ την καρδιά μου. Ο ίσκιος μου θα εξαφανιστεί, επειδή κι εγώ θα είμαι αγνός, όπως κι ο Θεός είναι Αγνός. Θα με κάνει άγιο όπως κι Εκείνος είναι Άγιος».
«Από τότε που μίλησα με τον Άνθρωπο της Σπηλιάς», κατέληξε ο βασιλιάς, «τα μάτια μου άνοιξαν και συνειδητοποίησα πράγματα που δεν τα καταλάβαινα ποτέ πριν. Τώρα είμαι πεινασμένος και διψασμένος για να γνωρίσω περισσότερα πράγματα για το Βασιλιά που δεν έχει ίσκιο. Εσείς τώρα είσαστε ενθουσιασμένοι, επειδή σας δόθηκε η άδεια να επισκεφτείτε το παλάτι μου και να μιλήσετε μαζί μου. Εγώ όμως τώρα σας καλώ όλους σε μια άλλη κλήση: Αναζητήστε το Μεγάλο Βασιλιά, αναζητήστε το δικό Του Ανάκτορο. Ψάξτε προσεκτικά να βρείτε την Πόρτα που οδηγεί στη δική Του Αίθουσα του Θρόνου. Αν Τον αναζητήσετε, θα Τον βρείτε κι αν Τον βρείτε, δεν θα σας φοβίζουν ποτέ πια οι ίσκιοι».
Μ’ αυτά τα λόγια ο βασιλιάς χαμήλωσε το σκήπτρο του κι έκανε νόημα στα παιδιά να φύγουν. Εκείνα γύρισαν στο σπίτι τους πηδώντας και χορεύοντας σε όλη τη διαδρομή. Από κείνη την ημέρα άρχισαν να ψάχνουν για να βρουν το Βασιλιά που δεν έχει ίσκιο.