του ΄Ακη Δημητριάδη
Ο αδελφός μου μένει 35 χρόνια στη Σουηδία. Φέτος έπεισε μια ομάδα συναδέλφων και φίλων του Σουηδών, αντί να κάνουν διακοπές στην Τουρκία (η οποία έχει πολύ φτηνές τουριστικές προσφορές), να έλθουν στην Ελλάδα. Όλοι είχαν ακούσει για την πατροπαράδοτη Ελληνική φιλοξενία, είχαν μάθει στο σχολείο για την Ελληνική ιστορία και τον πολιτισμό. Ήθελαν να γνωρίσουν από κοντά τα αρχαία μνημεία, το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, τη χώρα του Αριστοτέλη, του Σωκράτη, αλλά και του Ελύτη και Σεφέρη, οι οποίοι τιμήθηκαν στη Σουηδία με το βραβείο Νόμπελ.
Μετά τις διακοπές, όταν επέστρεψαν στη Σουηδία, κάποιος από αυτούς έγραψε τις εντυπώσεις του σε τοπική Σουηδική εφημερίδα. Ένα απόσπασμα από την πρώτη μέρα στην Ελλάδα:
«…Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση, ήταν ότι οι Έλληνες ήταν «φευγάτοι», δηλαδή νευρικοί και κατσουφιασμένοι. Θαρρείς και είχαν μαλώσει με κάποιον.
Ο οδηγός ταξί που μας μετέφερε από το αεροδρόμιο στην Αθήνα ήταν αξύριστος. Χωρίς να μας ρωτήσει είχε το ραδιόφωνο σε μεγάλη ένταση και κάπνιζε. Παρατηρήσαμε ότι έκανε παράνομες προσπεράσεις και δεν τηρούσε το όριο ταχύτητας.
Στα φανάρια δεν υπήρχε χρώμα πορτοκαλί, αλλά από το κόκκινο άναβε κατευθείαν το πράσινο. Μόλις άναβε το πράσινο, τα αυτοκίνητα πίσω από μας κορνάρανε, δεν καταλαβαίναμε για ποιο λόγο. Σχεδόν κανένας δεν φορούσε ζώνη ή κράνος ασφαλείας. Ούτε οι αστυνομικοί, ούτε καν οι εκπαιδευόμενοι νέοι οδηγοί.
Το μεσημέρι, μετά την εγκατάστασή μας στο ξενοδοχείο, βγήκαμε μια βόλτα για να γνωρίσουμε την πόλη και για ψώνια. Στο δρόμο περιμέναμε να ακούσουμε την αρχαία Ελληνική γλώσσα του Ομήρου, αλλά αντίθετα ακούγαμε Αλβανικά, Αραβικά, Βουλγαρικά, Ρωσικά και διάφορες άλλες γλώσσες.
Παρατηρήσαμε ότι τα μαγαζιά έκλειναν εκείνη την ώρα, μέρα μεσημέρι, και ο κόσμος πήγαινε σπίτι να… κοιμηθεί! Μας είπαν μάλιστα ότι αυτό συμβαίνει κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο. Έτσι, αναβάλαμε τα ψώνια μας.
Αποφασίσαμε να πάμε σε κάποιο μουσείο. Μόλις όμως φτάσαμε, το βρήκαμε κλειστό. Μας είπαν ότι οι δημόσιες υπηρεσίες δεν δουλεύουν όλη μέρα, αλλά κλείνουν στις 2 το μεσημέρι.
Κουρασμένοι και πεινασμένοι όπως ήμασταν, πήγαμε σε ένα εστιατόριο να φάμε. Εκεί περιμέναμε όρθιοι σε μια γωνιά να αδειάσει κάποιο τραπέζι. Τελικά μας έβαλαν σε ένα με πολλά πιάτα μισοφαγωμένα –δεν καταλάβαμε γιατί οι Έλληνες παραγγέλνουν τόσα πολλά και τρώνε μόνο τα μισά. Εκεί περιμέναμε 10 λεπτά να έλθει ένας κατσουφιασμένος και αξύριστος σερβιτόρος, με ένα λερωμένο τζιν, να μαζέψει τα πιάτα.
Στο διπλανό τραπέζι ήταν μια οικογένεια με δύο παχύσαρκα παιδιά, τα οποία η μητέρα τους προσπαθούσε να ταίσει με το ζόρι.
Μετά από 10 λεπτά ήλθε κάποιος άλλος νεαρός, ο οποίος χωρίς να χαμογελάσει, μας ρώτησε, ΠΑΡΑΚΑΛΩ; Ζητήσαμε ευγενικά να μας φέρει έναν κατάλογο, να δούμε τι έχει, αλλά φαίνεται ότι θύμωσε, γιατί άρχισε σαν πολυβόλο να μας λέει πολύ γρήγορα και νευρικά διάφορα φαγητά, τα οποία δεν συγκρατήσαμε. Όταν επιμείναμε να μας φέρει έναν κατάλογο, τον πέταξε πάνω στο τραπέζι, θαρρείς και είχαμε κάνει κάτι κακό.
Σηκώναμε το χέρι για να μας προσέξει και να παραγγείλουμε, αλλά αυτός έτρεχε σε άλλα τραπέζια. Μετά από 15 λεπτά ήλθε να πάρει παραγγελία, και μετά από 20 λεπτά να μας σερβίρει. Είχε περάσει σχεδόν μία ώρα.
Ζητήσαμε να φέρουν χαρτοπετσέτες, διότι δεν είχε στο τραπέζι μας. Η αλατιέρα ήταν μπουκωμένη από την υγρασία και δεν έβγαζε αλάτι.
Όση ώρα τρώγαμε, μας διέκοπταν κάτι κακοντυμένοι σαν ζητιάνοι, οι οποίοι επέμεναν να μας πουλήσουν χαρτομάντιλα, cd, και άλλα πράγματα. Ένας από αυτούς μας έδειξε και μια φωτογραφία ενός άρρωστου παιδιού και ήταν έτοιμος να κλάψει.
Τελικά, πληρώσαμε έναν τσουχτερό λογαριασμό, το ουζάκι μας βγήκε ξινό, και πήγαμε σε μια καφετέρια να πιούμε καφέ.
Στο δρόμο ένας της παρέας μας πάτησε κάτι βρωμιές που μύριζαν άσχημα. Παρατηρήσαμε ότι στην Ελλάδα είναι φιλόζωοι, αλλά τα σκυλιά αποπατούν όπου να ΄ναι, ακόμα και στη μέση του πεζοδρομίου.
Τελικά ήπιαμε τον καφέ μας, αλλά κι αυτός ήταν πολύ ακριβός, 4,5 ευρώ μαζί με το νερό –ο ίδιος καφές στη Σουηδία κάνει 100 κορώνες, δηλαδή 1 ευρώ.
Κάπως έτσι πέρασε η πρώτη μέρα μας στην Ελλάδα…”.