Τούτες τις μέρες των Χριστουγέννων, λέω να πάρω τους δρόμους και να ρωτάω τον άγνωστο διαβάτη, πόσο σχετίζεται με Εκείνον που γιορτάζει. Στο μυαλό μου καρφώθηκε η ιδέα, πως στην πολύβουη πόλη κάτι παράλογο συμβαίνει. Θαρρώ, πως συμμετέχουμε σε μια γιορτή χωρίς να ξέρουμε το λόγο. Μιλάμε για κάποιον που ποτέ δεν γνωρίσαμε, ποτέ δεν Του μιλήσαμε, ποτέ δεν σχετιστήκαμε μαζί Του, ποτέ δεν Τον αγαπήσαμε όπως πρέπει. Κι αν τούτο αληθεύει, προς τι οι γιορτές; Προς τι οι χαρές και οι φωταψίες; Είναι λίγες μέρες που λέω να βγω στην κοσμοσυρροή να Τον αναζητήσω. Με την ελπίδα πως θα Τον βρω στην καρδιά του καστανά της Πλατείας Ηρώων. Με την ελπίδα, ότι ο ταξιτζής θα μου πει πως Τον ξέρει. Μπορεί η πωλήτρια της οδού Ανεξαρτησίας να μου πει, πως Τον αγαπά από τότε που ήταν μαθητριούλα. Που ξέρεις, ίσως η καθαρίστρια με βεβαιώσει ότι Του μιλάει καθώς σφουγγαρίζει τους πολυτελείς γρανίτες των επαύλεών μας. Ίσως ο τυφλός ακορντεονίστας που κάθεται στις εισόδους των υπεραγορών μας, μου αποκριθεί με ένα γλυκό χαμόγελο. «Ναι τον γνωρίζω. Είναι ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Κύριε, είναι λίγες μέρες που μια σκέψη με πιέζει σαν μυλόπετρα και με συνθλίβει. Σαν μελίσσι βουίζει στο μυαλό μου η σκέψη πως σ’ αντικαταστήσαμε με κάποιον Άϊ-Βασίλη, με το Σκανδιναβό Σάντα Κλάους. Ένα αγκάθι μου κεντρίζει την καρδιά. Συγχώρεσέ μας που από Χριστό σε κάναμε χριστούλη. Πήραμε τ’ όνομά Σου και φτιάξαμε έθιμα για να γλεντάμε. Συνδέσαμε τ’ όνομά Σου με τα λουκούλλεια γεύματα και ξεφαντώματά μας. Σε θυμόμαστε οι άθλιοι όταν σε έχουμε ανάγκη. Κι ενώ είμαστε «τυφλοί», γιορτάζουμε σε φωταγωγημένους οίκους. Γιορτάζουμε Εσένα που ποτέ δεν γνωρίσαμε εν πνεύματι και αληθεία. Είναι λίγες μέρες, που μια λύπη πικραίνει την καρδιά μου. Γιατί όλο και διαπιστώνω, πως καταντήσαμε χριστιανοί χωρίς Χριστό. Κύριε, είναι λίγες μέρες που αναλογίζομαι πόσο πολύ μας αγαπάς!
****
2) ΤΟΥΤΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Τούτα τα Χριστούγεννα κάνε μια ενδοσκόπηση οδοιπόρε της ζωής. Έχεις ανάγκη από περισυλλογή και αυτοεξέταση. Σκέψου την παρελθούσα ζωή σου. Τα μονοπάτια που διάβηκες. Ρίξε μια διεισδυτική ματιά στο παρελθόν και φέρε στη σκέψη σου τα γεγονότα που χάραξαν ανεξίτηλα τη ζωή σου. Ήλθε η ώρα, σε ένα ήσυχο μέρος, να αφιερώσεις χρόνο με τον Κύριο, για μια αναδρομή στο παρελθόν. Από τότε, που με τα γειτονόπουλά σου έπαιζες τα δειλινά κρυφτούλι, ως σήμερα που ωρίμασες. Ο Θεός μπορεί να σου αποκαλύψει ότι όλα αυτά τα χρόνια, που ίσως Τον αγνοούσες, Αυτός ήταν μαζί σου χωρίς να το ξέρεις. Θυμήσου, με ποιο τρόπο γλίτωσες από εκείνη τη δύσκολη περίσταση που σε έπνιγε. Σκέψου, μήπως η απελπισία θόλωσε τα πνευματικά σου μάτια και δε μπορούσες να αναγνωρίσεις τον Κύριο, που ήταν παρών στα γεγονότα. Τούτα τα Χριστούγεννα, σε μιαν ήσυχη ώρα περισυλλογής, μπορείς να καταλάβεις αν ο Χριστός χτύπησε κάποτε την πόρτα της καρδιάς σου, αλλά εσύ δεν Του άνοιξες. Θαρρώ πως τα αδιέξοδά σου ήταν οι ευκαιρίες που προετοίμασε ο Θεός, για να συναντηθείτε. Τούτα τα Χριστούγεννα, μην κάνεις το ίδιο λάθος. Κράτα το πνεύμα σου ήσυχο και ατάραχο. Άκου τους ψιθυρισμούς του Παράκλητου που σε καλεί σε μιαν προσωπική σχέση με τον Αναστημένο Χριστό. Στάσου οδοιπόρε της ζωής και τείνε ευήκοον ους στη φωνή του Θεού που αντηχεί στα βάθη της καρδιάς σου. Τούτα τα Χριστούγεννα, κάνε να γίνουν τα Χριστούγεννά σου, ω του Θεού αγαπητή και πολύτιμη ψυχή.
****
3) ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ ΚΑΙ ΟΧΙ ΕΚ ΧΕΙΛΕΩΝ
Τώρα που Σε ξέρω, καταλαβαίνω γιατί διάλεξες ένα παχνί και απέρριψες την Αθήνα, το κέντρο της σοφίας και της γνώσης. Γιατί Εσύ, είσαι η ενυπόστατη Σοφία. Τώρα που Σε ξέρω, καταλαβαίνω γιατί απέρριψες την κραταιά Ρώμη, το κέντρο της παγκόσμιας δύναμης και διάλεξες τη φάτνη για θρονί Σου. Γιατί Εσύ Κύριε είσαι ο Βασιλιάς των βασιλέων. Τώρα που Σε ξέρω, καταλαβαίνω γιατί η Ινδία, το κέντρο του μυστηρίου και του μυστικισμού, δεν ήταν στην προτίμησή Σου. Γιατί Εσύ Κύριε, είσαι το μυστήριο των μυστηρίων. Τώρα που Σε ξέρω, καταλαβαίνω γιατί αρνήθηκες την Ιερουσαλήμ, το κέντρο της θρησκείας του λαού Σου. Γιατί Εσύ Κύριε, απέρριψες τη θρησκοληψία και τυπολατρία κι έκρινες, πως σου ταιριάζει πιότερο η φάτνη.
Πέρασαν από τότε δυο χιλιετίες κι ακόμα δεν πήραμε όπως πρέπει το μήνυμα της φάτνης. Οι καρδιές μας ξεχειλίζουν από εγωισμό κι αλαζονεία. Περηφάνεια και ματαιοδοξία κατευθύνουν τη ζωή μας. Η ταπεινοφροσύνη του Ιησού δεν άγγιξε τις πέτρινες καρδιές μας.
Τούτα τα Χριστούγεννα ας κάνουμε επιτέλους μιαν αρχή. Ν’ αφήσουμε το Βασιλιά να γεννηθεί στο στάβλο του εγώ μας. Δυο χέρια σημαδεμένα απ’ τα καρφιά, παραμένουν απλωμένα στους αιώνες και καρτερούν τη δική μας ανταπόκριση. Ο Χριστός είναι στο κατώφλι του ”σπιτιού” σου και χτυπάει τη θύρα της καρδιάς σου. Άνοιξε αγαπητέ και πες Του δυο λέξεις μόνο. ” Κύριε σ’ αγαπώ”. Εκ βαθέων κι όχι εκ χειλέων.
****
4) ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΧΩ ΑΪ ΒΑΣΙΛΗ
Σήμερα το απόγευμα βγήκα ένα γύρο στα καταστήματα, να νιώσω κι εγώ τον παλμό της πόλης που ετοιμάζεται να γιορτάσει τα γενέθλια του Κυρίου. Αλλά καθώς χάζευα τις βιτρίνες των καταστημάτων, όλο και πιο πολύ ξεκαθάριζε στο μυαλό μου η γνώμη ότι διώξαμε το Χριστό απ’ τη ζωή μας. Κι αυθόρμητα ρώτησα με πίκρα και απορία τον Κύριο. Γιατί ήλθες Κύριε; Δεν ήξερες πόσο αχάριστοι είμαστε;
Στην είσοδο μιας υπεραγοράς, ένας Άϊ-Βασίλης μοίραζε δωράκια στα παιδιά. Αλήθεια, πόσο εύκολα αλώθηκαν οι παιδικές καρδιές εξαιτίας της ένοχης ανοχής μας σε ένα ευπαρουσίαστο ψέμα! Πιστέψαμε πως θα γεμίσουμε τις καρδιές τους από χαρά κι ελπίδα με ένα παραμύθι. Έτσι, με δική μας ευθύνη, ενθρονίσαμε στη σκέψη τους ως κυρίαρχη μορφή των Χριστουγέννων τον Σάντα Κλάους και όχι το Χριστό. Και ρώτησα πάλι τον Κύριο. Γιατί ήλθες Κύριε, ανάμεσα σε αχάριστους και επιλήσμονες;
Συνέχισα σκεφτικός την περιδιάβασή μου. Κάποια στιγμή προσπέρασα δυο καλοντυμένες κυρίες που τέλειωναν την κουβέντα τους μεγαλόφωνα. «Θα σας περιμένουμε αύριο το βράδυ. Θα παίξουμε και κανένα ποκεράκι, Χριστούγεννα είναι». Πάλι διερωτήθηκα. Χριστέ μου, γιατί ήλθες ανάμεσά μας, αφήνοντας τον ένδοξο θρόνο σου; Σ’ εμάς, που εκμεταλλευόμαστε την επέτειο της ενανθρώπησής Σου, για να επιδοθούμε στο πόκερ;
Μια αδύνατη αλλά διαπεραστική φωνή ενός ρακένδυτου παιδιού στην απέναντι γωνιά, διέκοψε τις σκέψεις μου. «Βοηθήστε με παρακαλώ. Εγώ, δεν έχω Άϊ-Βασίλη». Ένιωσα πως μια ρομφαία διέσχισε την καρδιά μου. Πλησίασα το παιδί και του μίλησα. Πριν φύγω, καθώς εκείνο με ευχαριστούσε, του είπα στοργικά: «Εσύ, έχεις το Χριστό παιδί μου». Αμέσως η φωνή του Παράκλητου αντήχησε μέσα μου, γλυκά και σιγανά. «Ήλθα για σένα τον αμαρτωλό, για τα παιδιά, για τους χαρτοπαίχτες, για τον καθένα. Ήλθα, γιατί σας αγάπησα αγάπησιν αιώνιον (Ιερ.31/3)».
Καθώς έστριβα περίλυπος τη γωνία, μια ικεσία ξεχύθηκε με συντριβή απ’ την καρδιά μου. ”Παραμείναμε άθλιοι και ά-Χριστοι και τούτα τα Χριστούγεννα Κύριε. Αλλά σε παρακαλώ μη στήσης (ημίν) την αμαρτίαν ταύτην” (Πρ.7/60).
****
5) ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΔΕΣ
Σήμερα βγήκα με τη γυναίκα μου για ψώνια σε μια μεγάλη υπεραγορά. Στην είσοδο, κάποιες κοπέλες ντυμένες με γιορτινές στολές, καλωσόριζαν τον κόσμο. Μέσα επικρατούσε κλίμα πανηγυρικό. Οι χριστουγεννιάτικες μελωδίες πνίγονταν από ένα υπόκωφο ανθρώπινο μουρμουρητό. Χρωματιστά λαμπάκια αναβόσβηναν παντού. Προχωρούσα χαζεύοντας τους Αϊ Βασίληδες, τα μπαλόνια, τα φανταχτερά στολίδια, τα δώρα. Ξάφνου, μια φωνή από το μεγάφωνο ανάγγειλε την άφιξη του Αϊ Βασίλη στην υπεραγορά, με τούτα τα λόγια. ”Τα παιδάκια να συγκεντρωθούν στην πλατεία. Ο Αϊ Βασίλης ήλθε και θα μοιράσει δώρα ”. Κι ενώ από το μεγάφωνο επαναλαμβάνονταν τα ίδια λόγια, μια σκέψη ξεπήδησε αυθόρμητα από τα βάθη του μυαλού μου. « Εσύ ήλθες και μας χάρισες το αιώνιο και ανεκτίμητο δώρο της Σωτηρίας και ίσως κανείς εδώ δεν Σε σκέφτεται. Στη σκέψη όλων είναι ο Αϊ Βασίλης. Αφού είμαστε τόσο αγνώμονες, γιατί ήλθες Κύριε»; Κι ενώ άπλωνα το χέρι στα ράφια και γέμιζα το καρότσι με προμήθειες, οι απαντήσεις έφθαναν μέσα μου η μια πίσω από την άλλη από το στόμα Εκείνου. Κι ήταν τόσο ήρεμες και γαλήνιες, τόσο απαλές, όπως οι νιφάδες του χιονιού σε μια ήσυχη χειμωνιάτικη νύχτα. «Ήλθα, για να καλέσω αμαρτωλούς εις μετάνοιαν (Ματ.9/13). Ήλθα, για να σώσω το απολωλός (Λουκ.19/10). Ήλθα, ουχί διακονηθείναι αλλά διακονίσαι (Ματ.20/28). Ήλθα, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία (Ιω.18/37). Ήλθα, για να προσφέρω τη ζωή μου λύτρον αντί πολλών (Ματ.20/28). Ήλθα, για να έχετε ζωήν και αυτήν εν αφθονία (Ιω.10/10). Ήλθα γιατί σας αγαπώ χωρίς μέτρο, χωρίς όρια, χωρίς αρχή και τέλος». Σε λίγο, τις σκέψεις μου διέκοψαν τα λόγια της γυναίκας μου. «Θέλω αλεύρι για τους κουραμπιέδες. Λένε, πως χωρίς κουραμπιέδες δεν γίνονται Χριστούγεννα». «Γιατί να μην γίνονται», είπα. «Αυτό που δεν γίνεται, είναι Χριστός και κουραμπιέδες». «Τι λες καλέ μου», απάντησε η γυναίκα μου και πήρε ένα σακούλι αλεύρι από το ράφι. Συνέχισα. «Νομίζω, πως με τον τρόπο που εκδηλωνόμαστε αυτές τις μέρες, δείχνουμε πόση αγνωμοσύνη και άγνοια έχουμε για Εκείνον που τόσο πολύ μας αγάπησε, ώστε για χάρη μας «εκένωσε εαυτόν… γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου θανάτου δε σταυρού» (Φιλ.2/7). Στη σκέψη μας παρέμεινε ένα όνομα, για να δικαιολογούμε μια γιορτή, στην οποία πρωταγωνιστούν οι έμποροι, τα κέντρα διασκέδασης, οι κοιλιόδουλοι, οι χαρτοπαίχτες. Η ούτω καλούμενη χριστιανοσύνη, μετέτρεψε τα Χριστούγεννα σε διασκέδαση, ενώ έπρεπε να είναι μέρα περισυλλογής, ευχαριστίας και δοξολογίας προς τον Τριαδικό Θεό». Ακολούθησε σιγή μερικών δευτερολέπτων και μετά ρώτησα. «Θέλεις κι άλλο αλεύρι για τη βασιλόπιτα»; Γύρισε και με κοίταξε με ένα γλυκό χαμόγελο. Ύστερα με φωνή τόσο ψιθυριστή που μόλις ακουγόταν, είπε. «Δε νομίζεις ότι αρκετά μείναμε εδώ; Τι λες, φεύγουμε»;
****
6) ΤΙ ΚΡΥΒΟΥΝ ΟΙ ΕΥΧΕΣ
Την περίοδο των Χριστουγέννων και της πρωτοχρονιάς συνηθίζουμε να ανταλλάζουμε ευχές. Αλλά πίσω από αυτές τις ευχές κρύβεται η δυστυχία που υποβόσκει στις καρδιές μας. Γιατί προφανώς, κανείς δεν εύχεται στον άλλο να αποκτήσει αυτό που έχει, αλλά αυτό που του λείπει. Τι μας λείπει; Το μαρτυρούν οι λέξεις που πλεονάζουν στα ευχολόγιά μας τούτες τις μέρες. Η αγάπη, ειρήνη, χαρά, ευτυχία, υγεία, κ.λπ. Με αυτές τις ευχές, χωρίς να το θέλουμε, αναδεικνύουμε την εσωτερική μας φτώχεια. Ακούσια αποσύρουμε το καταπέτασμα που αποκρύπτει τη δυστυχία και τον πόνο που φωλιάζει στις καρδιές μας. Αλλά η εσωτερική μας κατάσταση είναι απόρροια της σχέσης και του δεσμού μας με το Χριστό. Και επειδή οι σχέσεις των περισσότερων συνανθρώπων μας με τον Κύριο είναι χαλαρές ή και ανύπαρκτες, γι’ αυτό το λόγο απουσιάζει η λέξη Θεός από αυτές τις Χριστουγεννιάτικες ευχές. Αντί να λέμε, ο Θεός να σου δίνει χαρά, ο Κύριος να μας δώσει ειρήνη, κ.λπ, αλληλοευχόμαστε αγάπη, ειρήνη, χαρά, σαν να έχουμε τη δύναμη ή την εξουσία να υλοποιήσουμε τις επιθυμίες μας. Όσο βαθαίνει το κενό μέσα μας, τέτοιες ευχές ακούγονται μάλλον σαν δυνατές κραυγές απόγνωσης. Οι πόλεμοι, η πείνα, η διάδοση ανίατων ασθενειών, η εξάπλωση της τρομοκρατίας, το λιώσιμο των παγετώνων, κάνουν την ανθρωπότητα να τρέμει όσο ποτέ άλλοτε στη σκέψη των επερχόμενων δεινών. Με τις Χριστουγεννιάτικες ευχές εξωτερικεύουμε έμμεσα και επιγραμματικά τους φόβους και τις ανησυχίες μας. Όμως τα προβλήματά μας δεν μπορούν να εξαλειφθούν με ευχολόγια. Κανείς δεν μπορεί να ξεδιψάσει με μια ευχή, παρά μόνο όταν τρέξει το δροσερό νερό μέσα του. Έτσι και οι καρδιές μας θα βρουν τη χαρά, την ειρήνη και την αγάπη που αναζητούν, όταν «κατοικήσει δια της πίστεως εν ταις καρδίαις ημών ο Χριστός» (Εφ.3/17). Διότι Αυτός είναι ο μοναδικός φορέας κάθε πνευματικής δωρεάς. «Αυτός εστιν η ειρήνη ημών» (Εφ.3/14). Αν πιστεύουμε ότι θα έχουμε ειρήνη χωρίς τον Άρχοντα της ειρήνης (Ησ.9/6), είναι σαν να περιμένουμε βροχές χωρίς σύννεφα. Τα ευχολόγιά μας θα παραμείνουν κούφια λόγια, αν λείπει από τη ζωή μας Εκείνος που μπορεί να τα πραγματοποιήσει.