Η ελληνική αυτή παροιμία σημαίνει ότι, εάν δεν έχεις λεφτά να αγοράσεις τα όμορφα και νόστιμα ψάρια, τότε μόνο τα κοιτάς, χορταίνουν τα μάτια σου, αλλά η κοιλιά σου γουργουρίζει από την πείνα.
Πολύ μ’ αρέσει να χαζεύω τα ψάρια στα ψαράδικα ή στη λαϊκή αγορά. Ο Ζήσκας στην Κατερίνη και η ψαραγορά στο Καπάνι στη Θεσσαλονίκη είναι από τα αγαπημένα μου μέρη. Μόλις όμως πλησιάσω τον πάγκο με τις τσιπούρες, τις συναγρίδες, τα λυθρίνια και τα άλλα εντυπωσιακά ψάρια, ο πωλητής έχει πάρει ήδη τη σακούλα, την έχει μισογεμίσει με ψάρια, τα έχει βάλει στη ζυγαριά, κι αρχίζει να με βομβαρδίζει,
– Ενάμισι κιλό είναι, να τα αφήσω ή να βάλω μερικά ακόμα ;
– Έχω και γλώσσες φρεσκότατες…
– Πάρε το γοφάρι, για σένα θα το αφήσω μόνο 25 ευρώ…
Όταν του πω ότι δεν θα αγοράσω, ότι θέλω μόνο να δω, κι ότι είναι πολύ ακριβά, αυτοστιγμεί το ενδιαφέρον του εξαφανίζεται, κατεβάζει τα μούτρα και με παρατάει για να βομβαρδίσει κάποιον άλλο πελάτη.
Είναι αλήθεια ότι τα ψάρια είναι πανάκριβα. 25 ευρώ τα λυθρίνια και οι μουρμούρες, 28 τα γοφάρια, 30 οι γλώσσες, 35 οι γαρίδες. Ακόμα και τα «λαϊκά» ψάρια, ο ταπεινός γαύρος, η σαρδέλα και ο μπακαλιάρος, δεν πέφτουν κάτω από 5-6 ευρώ, που σημαίνει 2.000 δραχμές το κιλό.
Γι’ αυτό κι εγώ περιμένω πότε θα έχει λαϊκή αγορά στη γειτονιά μου, και κατά το μεσημεράκι, που μαζεύουν τους πάγκους και πέφτουν οι τιμές, πηγαίνω να αγοράσω κανένα φτηνό ψάρι στη μισή τιμή…