(Ομιλία σε Συνέδριο Νεολαίας)
Ο Θεός, όπως μας Τον αποκαλύπτει και μας Τον περιγράφει η Αγία Γραφή, θυμίζει πολύ τον άνθρωπο σε πολλές ιδιότητες και χαρακτηριστικά του: Λυπάται, οργίζεται, χαίρεται, αγαπάει, απογοητεύεται, σκέπτεται, δημιουργεί. Γι’ αυτό και αρκετοί από τους αρνητές του Θεού αποφάνθηκαν πως εμείς οι άνθρωποι φτιάξαμε στα δικά μας τα μέτρα το Θεό –κάποιον Θεό που στην πραγματικότητα, όπως λένε, δεν υπάρχει. Εμείς ξέρουμε πως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: Ο Θεός είναι που έφτιαξε εμάς τους ανθρώπους κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του. Κι όσες φορές η ανθρωπότητα ξέχασε ή αρνήθηκε τη σπουδαία αυτή πραγματικότητα, το πλήρωσε πολύ άσχημα –κι εξακολουθεί να το πληρώνει όλο και πιο σκληρά, στις μέρες μας μάλιστα με τρόπο άγριο κι ανατριχιαστικό. Δε χρειάζεται να μιλήσουμε γι αυτά. Τα ξέρουμε και τα ζούμε καθημερινά. Άλλωστε τα περισσότερα από τα χριστιανικά έντυπα, που υποθέτω πως διαβάζουμε όλοι μας περισσότερο ή λιγότερο, φροντίζουν να μας τα θυμίζουν. Τα ναρκωτικά, η βία, οι πόλεμοι, το έιτζ, η μόλυνση του περιβάλλοντος, οι κάθε είδους σεξουαλικές παρεκτροπές, αποτελούν ανεξάντλητη δεξαμενή απ’ όπου αντλούν ασταμάτητα οι χριστιανοί τα επιχειρήματά τους για να μιλήσουν για το κατάντημα του ανθρώπου και να καταδείξουν στη συνέχεια την υπεροχή της χριστιανικής πίστης και τη λύση που δίνει ο Χριστός για όλα αυτά τα προβλήματα. Κάτι που ασφαλώς έχει πνευματικά αποτελέσματα κι αποτελεί σημαντικό όπλο στα χέρια μας. Όταν όμως τα ίδια και τα ίδια επιχειρήματα ανακυκλώνονται γύρω από τα ίδια πάντα θέματα, κουράζουν κι επιπλέον δείχνουν την πνευματική μας φτώχεια, την έλλειψη σπουδής και ειδίκευσης, την προχειρότητα και την οκνηρία μας. Καιρός είναι, πιστεύω, να μπούμε περισσότερο στο βάθος και να σοβαρευτούμε λιγάκι παραπάνω. Καιρός να προσέξουμε λίγο το επίπεδο μέσα στις εκκλησίες μας και γενικότερα στο έργο του Θεού, να παύσουν να μας ενδιαφέρουν μονάχα τα εύκολα κι επιφανειακά θέματα, οι «ευχάριστες» ομιλίες που πολύ λίγο ουσιαστικό όφελος προσφέρουν και οι πρόσκαιροι κι επιφανειακοί συναισθηματισμοί. Χρόνια και χρόνια άνθρωποι που έδιωξαν το Θεό από τη ζωή τους στοχάζονται, φιλοσοφούν, ερευνούν, δημιουργούν στην επιστήμη και στην τέχνη, εκμεταλλεύονται μ’ άλλα λόγια τα δώρα που τους έχει χαρίσει ο Θεός, Αυτός ακριβώς που αρνούνται την ύπαρξή Του. Κι οι χριστιανοί περιχαρακωμένοι μέσα στα τείχη που οι ίδιοι έχουν κτίσει γύρω τους, αρκούνται σ’ ελάχιστα μονάχα από όλα εκείνα τα σπουδαία δώρα -και όπλα- που έχει βάλει ο Θεός στα χέρια τους. Κανείς δεν ισχυρίζεται πως ό,τι γίνεται σ’ ολόκληρο τον κόσμο στις μέρες μας, στον ευαγγελιστικό ιδιαίτερα τομέα, δεν είναι αξιοθαύμαστο και δεν έχει ευλογημένα αποτελέσματα. Κανείς δεν αρνιέται ότι το μεγαλύτερο μέρος από τα κηρύγματα που ακούγονται και από τα βιβλία που εκδίδονται αντιμετωπίζει αρκετές από τις πνευματικές ανάγκες των πιο πολλών ανθρώπων. Δυστυχώς όμως σαν χριστιανικό κίνημα στο σύνολό του, μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις, μένουμε έξω από δύο σημαντικούς τομείς που αντιπροσωπεύουν ό,τι ευγενέστερο και υψηλότερο μας έχει χαρίσει ο Θεός: τον ελεύθερο στοχασμό και την καλλιτεχνική δημιουργία κι ευαισθησία. Μπορεί να πυκνώνουν τις τάξεις μας άνθρωποι που αναζητούν λύση στα εναγώνια προβλήματά τους –και μακάρι να γίνεται αυτό όλο και περισσότερο, και δόξα τω Θεώ όπου γίνεται. Πάντα όμως υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων που αναζητούν μια άλλη ποιότητα, που έχουν άλλου είδους ευαισθησίες κι άλλου είδους ενδιαφέροντα, κι ελάχιστα φροντίζουμε γι’ αυτούς. Κι όταν καμιά φορά τύχει να βρεθούν μέσα στην εκκλησία σαν πιστοί νιώθουν φτωχοί συγγενείς και παραπεταμένοι, κι όμως αν τους είχαμε αξιοποιήσει και χρησιμοποιήσει κατάλληλα θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν το αλάτι στην ανάλατη πολλές φορές πνευματική ζωή μας και στο συχνά άχαρο και στενόχωρο περιβάλλον μας. Κι όσο ανεβαίνει σ’ όλο τον κόσμο –και στον τόπο μας σ’ ένα ποσοστό- το πολιτιστικό επίπεδο, τόσο περισσεύουν αυτού του είδους οι άνθρωποι. Και οι ανάγκες τους γίνονται όλο και πιο επιτακτικές. Κι εμείς, μακάριοι κι ευχαριστημένοι στον κόσμο μας, «περί άλλα τυρβάζουμε»..
Το δίλημμα που βάζει μπροστά μας το σημερινό μας θέμα, έτσι όπως έχει διατυπωθεί, βρίσκω πως δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο –και είναι και λίγο παραπλανητικό. Το ερώτημα δεν είναι αν πρέπει να πάμε στο Χριστό ή στην τέχνη για να λύσουμε τα εσωτερικά μας προβλήματα. Η τέχνη και στις δυο περιπτώσεις είναι δεδομένη. Ο Θεός, το είπαμε και πιο πάνω, μας χάρισε σαν ένα από τα καλύτερά Του δώρα τη δημιουργικότητα, χαρακτηριστικό και του ίδιου του εαυτού Του που εικόνα και ομοίωσή Του αποτελούμε εμείς οι άνθρωποι. Κι ένας από τους σημαντικότερους τομείς της ανθρώπινης δημιουργικότητας εκδηλώνεται με την τέχνη. Άλλωστε ο ίδιος ο Θεός μάς χάρισε ένα αξεπέραστο πρότυπο τέχνης: τη φύση ολόγυρά μας με τις χιλιάδες ομορφιές της, που έχω το μεγάλο προνόμιο ν’ αποθαυμάζω κάθε πρωί απ’ το παράθυρό μου, και που δυστυχώς εμείς οι άνθρωποι φροντίζουμε να τη μολύνουμε και να την καταστρέφουμε. Γι’ αυτό και αποτελεί μεγάλο λάθος κι αδικία κι αχαριστία απέναντι στο Θεό αυτό που έκαναν οι πιο πολλοί από τους χριστιανούς μέσα στους αιώνες –και μάλιστα αρκετοί απ’ αυτούς με υπεύθυνες ηγετικές θέσεις: που έδιωξαν τον πλούτο της τέχνης από την πνευματική ζωή, κάνοντάς την στεγνή και αποστεωμένη και άχαρη, που άφησαν την ομορφιά, την ποίηση, την ευαισθησία να τα νέμονται –και να τα διαστρεβλώνουν- οι άνθρωποι οι ξένοι προς την πίστη του Χριστού, κι οι ίδιοι φόρεσαν το μανδύα της σοβαροφάνειας και της τυπικότητας, φτωχαίνοντας το μήνυμά τους και κάνοντάς το κατάλληλο μονάχα για μια ειδική κατηγορία ανθρώπων. Κάνετε μια σύγκριση ανάμεσα στο λόγο του Χριστού, με την ομορφιά του, την ποίησή του, με την ευαισθησία και τρυφερότητά του, με το απαράμιλλο λογοτεχνικό ύφος στις παραβολές, και στο ξερό θεολογικό και νομικό ύφος πολλών οπαδών Του σ’ ολόκληρη τη διαδρομή της εκκλησιαστικής ιστορίας, και θα συμφωνήσετε μαζί μου.
Ας ξαναδιατυπώσουμε λοιπόν το θέμα μας: «Στην Τέχνη Χωρίς το Χριστό, ή στην Τέχνη με το Χριστό;»
Όταν μου δόθηκε το σημερινό θέμα, σκέφτηκα πως είχα να επιλέξω ανάμεσα σε δύο δρόμους: Ή να δώσω περισσότερο βάρος στο πρώτο σκέλος του θέματος, στην τέχνη χωρίς το Χριστό, ή να περιοριστώ σε λίγα μόνο πάνω σ’ αυτό, μιλώντας κυρίως για την τέχνη με το Χριστό, τη σχέση δηλ. της τέχνης με το χριστιανό και τη χριστιανική εκκλησία. Προτίμησα το δεύτερο, που είναι πιο χρήσιμο και πιο διδακτικό για μας. Το πρώτο σκέλος, ο δρόμος δηλ. που ακολούθησε η τέχνη χωρίς το Χριστό αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, που χρειάζεται όμως μια σειρά από μαθήματα σ’ ένα ειδικό σεμινάριο για ν’ αντιμετωπισθεί με κάποια πληρότητα (έχουν άλλωστε γραφτεί σχετικά από σημαντικούς χριστιανούς δυο-τρία πολύ ενδιαφέροντα βιβλία στην αγγλική γλώσσα). Εδώ το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιοριστούμε σε ελάχιστα στοιχεία.
Είναι γνωστό ότι μετά από την αναγέννηση, και κυρίως μετά το 18ο αιώνα με το διαφωτισμό και τη γαλλική επανάσταση, η τέχνη, όπως έγινε άλλωστε και μ’ όλες τις άλλες εκδηλώσεις του ανθρώπινου πνεύματος, απομακρύνθηκε σημαντικά από το Θεό και από την πίστη του Χριστού. Ο άνθρωπος ουσιαστικά «εκθρόνισε» το Θεό, βάζοντας στη θέση του Θεού τον εαυτό του σαν κέντρο και κυβερνήτη του σύμπαντος, όπως τουλάχιστον νόμιζε. Τα αποτελέσματα είναι σ’ όλους μας γνωστά και φανερά παντού. Το αποκορύφωμα όλης αυτής της κατάστασης και τα τραγικά αδιέξοδα εμφανίστηκαν κυρίως στον αιώνα μας, με όλα τα γνωστά φαινόμενα που ονομάσαμε παραπάνω. Ένας από τους τομείς του πολιτισμού που εκφράζει ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου είναι η τέχνη· με διαφόρους τρόπους και ποικίλες μορφές. Οι πίνακες του Ντε Κίρικο, του Νταλί ή του Πικάσο, η σουρεαλιστική ποίηση και το θέατρο του παραλόγου, ένα μεγάλο μέρος από την κινηματογραφική παραγωγή που άπλωσε τα φτερά της σε τόσα χωράφια και με τόσους άξιους εκπροσώπους όπως ο Μπέργκμαν, ο Μπουνιουέλ και ο Φελίνι, αρκετή από τη σύγχρονη μουσική, φανερώνουν ακριβώς το ίδιο μεταφυσικό κενό με όλα τα θλιβερά επακόλουθά του. Άδειες μορφές χωρίς έκφραση, φιγούρες τεράτων κι εφιαλτικές εικόνες, παράλογα σχήματα, λέξεις και φράσεις μετέωρες, ιστορίες χωρίς αρχή και τέλος και χωρίς λογική συνέχεια, χαρακτήρες και ήρωες που μιλούν κι ενεργούν σχιζοφρενικά, ψίθυροι και κραυγές απελπισίας και φράσεις χωρίς νόημα, φθόγγοι και συγχορδίες και μουσικά κατασκευάσματα που δύσκολα τα αντέχει και το πιο έμπειρο μουσικό αυτί, όλα αυτά και πολλά άλλα συνθέτουν με τον πιο παραστατικό τρόπο το χάος και το μεταφυσικό κενό όπου οδηγήθηκε ο σύγχρονος άνθρωπος. Είναι λάθος να αρνιόμαστε –όσοι το κάνουν- την αξία από την τέχνη της εποχής μας. Κανείς βέβαια δεν αμφιβάλλει ότι προσφέρεται πολύ περισσότερο για απάτη και αγυρτεία απ’ όσο σε παλιότερες εποχές. Ωστόσο ούτε οι μεγάλοι δημιουργοί λείπουν, ούτε τα μεγαλόπνοα έργα. Κι ακριβώς επειδή είναι μεγάλη η τέχνη του εικοστού αιώνα, εκφράζει μ’ αυτόν τον πετυχημένο και παραστατικό τρόπο τον παραλογισμό και την τραγική κατάληξη της εποχής μας. Λυπάμαι αληθινά που δεν έχουμε τη χρονική άνεση ν’ αναφέρουμε αρκετά παραδείγματα. Θα περιοριστούμε έτσι σ’ ελάχιστα, και θα δώσουμε κάποια έκταση σ’ ένα μόνο χαρακτηριστικό δείγμα απ’ το χώρο του θεάτρου: το έργο του περίφημου ιρλανδού θεατρικού συγγραφέα Σάμουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό», ένα από τα πιο γνωστά του σύγχρονου θεατρικού ρεπερτορίου, που γράφτηκε ακριβώς στη μέση του 20ού αιώνα. «Ανατράφηκα σαν κουάκερος», έλεγε ο Μπέκετ, «αλλά γρήγορα έχασα την πίστη μου». Κι αυτή η ολοκληρωτική έλλειψη πίστης διαποτίζει όλα του τα έργα και κορυφώνεται ακριβώς στο «Περιμένοντας τον Γκοντό». Δυο αλήτες, ο Βλαδίμηρος κι ο Εστραγκόν, συζητούν κάτω από ένα δέντρο. Κανείς δεν ξέρει από πού ήρθαν, ποιοι είναι, πού πάνε, τι θα κάνουν την άλλη στιγμή. Ούτε κι οι ίδιοι ξέρουν άλλωστε. Το μόνο που μαθαίνουμε είναι ότι βρίσκονται εκεί περιμένοντας κάποιον κύριο Γκοντό, κι είναι τούτη η αναμονή αναγκαστική, δε γίνεται αλλιώς, δε μας λένε όμως γιατί είναι έτσι. «Πάμε να φύγουμε», επαναλαμβάνει κάθε τόσο ο ένας στον άλλον. «Δεν μπορούμε». «Γιατί;» «Περιμένουμε τον Γκοντό». «Καλά λες». Ποιος άραγε είναι αυτός ο Γκοντό, και για ποιο λόγο τον περιμένουν; ούτε κι αυτό το μαθαίνουμε. Η κουβέντα τους είναι ανούσια, χωρίς συνέχεια και νόημα, οι ενέργειες και οι κινήσεις τους καθώς περιμένουν παράλογες και σχιζοφρενικές, οι μοναδικοί διαβάτες που εμφανίζονται, ο Πότζο κι ο Λάκυ, αφέντης και δούλος, επιτείνουν στο μέγιστο βαθμό την εφιαλτική ατμόσφαιρα. Κάποια στιγμή εμφανίζεται στη σκηνή ένα νεαρό αγόρι κι αναγγέλλει πως ο κύριος Γκοντό δεν πρόκειται νάρθει σήμερα, αλλά θάρθει οπωσδήποτε αύριο. «Θα κρεμαστούμε αύριο», λέει ο Βλαδίμηρος. «Κι αν έρθει;» ρωτά ο Εστραγκόν. «Σωθήκαμε», απαντά ο Βλαδίμηρος. «Λοιπόν, φεύγουμε;» ρωτά ο Βλαδίμηρος στο τέλος. «Πάμε», απαντά ο Εστραγκόν, κι η αυλαία πέφτει, ενώ και οι δυο μένουν ακίνητοι στις θέσεις τους…
Τούτη η αποθέωση του παραλογισμού στο θέατρο μαζί με την απαισιοδοξία, τον ακαθόριστο φόβο, την κενότητα στις σκέψεις, στις προθέσεις, στις πράξεις, την απουσία αρχής και τέλους, την απουσία όποιου μηνύματος, χαρακτηρίζει, εκτός από πολύ λίγες εξαιρέσεις, ολόκληρη την τέχνη του 20ού αιώνα. Ζωή χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο, χωρίς σκοπό, που θεμελιώνεται φιλοσοφικά στην αθεϊστική υπαρξιστική φιλοσοφία του Ζαν Πωλ Σαρτρ και στα μυθιστορήματα του δεύτερου μεγάλου εκπροσώπου του υπαρξισμού, του Αλμπέρ Καμύ (κι ήταν ο Καμύ που εξομολογήθηκε σε κάποιο φίλο του, διάσημο ζωγράφο, την παραμονή ακριβώς του θανάτου του από αυτοκινητικό δυστύχημα στα 1960, πως κουράστηκε κι αηδίασε από όλη τούτη τη μιζέρια, και πως αποφάσισε να στραφεί στην πίστη). Στο έργο του Μπέκετ που σκιαγραφήσαμε παραπάνω, οι περισσότεροι από τους σχολιαστές συμφωνούν πως ο «Γκοντό» είναι ο ίδιος ο Θεός (από τη ρίζα «God» – «Godot»). Ο Θεός λοιπόν είναι απών, μάταια τον περιμένουμε, μάταια ελπίζουμε, η ζωή δεν έχει νόημα, η ζωή είναι ένας εφιάλτης, ακόμη και το χιούμορ στη ζωή είναι πικρό και σαρκαστικό, όπως είναι το χιούμορ του Βλαδίμηρου και του Εστραγκόν. «Ο Θεός είναι σιωπηλός», επαναλαμβάνει κάθε τόσο ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στις ομολογουμένως αριστουργηματικές ταινίες του. Η φιλοσοφία δίνει το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι ιδέες και οι αντιλήψεις κάθε εποχής. Η τέχνη εκφράζει με ποικίλους τρόπους τις ιδέες αυτές, κι αρκετά παραστατικά ώστε να τις καταλάβει και να τις κάνει κτήμα του ο μέσος άνθρωπος. Μ’ άλλα λόγια «διδάσκει» είτε θετικά, είτε αρνητικά. Κι επηρεάζει και διαμορφώνει το κλίμα της εποχής. Το πού οδήγησε η τέχνη της εποχής μας το σύγχρονο άνθρωπο, το πώς χρησιμοποιήθηκε η τέχνη –το μεγαλύτερο μέρος της- κι ιδιαίτερα στο χώρο του θεάματος και της μουσικής, κι ακόμη πιο ειδικά ένα μεγάλο μέρος της ροκ μουσικής, το ξέρουμε και το ζούμε. Κι αλίμονο στους χριστιανούς καλλιτέχνες, αλίμονο στους χριστιανούς πνευματικούς ηγέτες, αλίμονο στο σύνολο των χριστιανών που με την αδιαφορία τους, και την πολεμική τους πολλές φορές ενάντια στη σωστή τέχνη, άφησαν τα πράγματα να οδηγηθούν εκεί που οδηγήθηκαν: στην απουσία και στην άρνηση του Θεού, στην υπαρξιακή «ναυτία» και τα ναρκωτικά, στη βία και στη σεξουαλική ασυδοσία. Και στην καταστροφή στις ανθρώπινες σχέσεις ακόμη και στην οικογένεια, όπως πολύ πετυχημένα παρουσίασαν την καταστροφή αυτή –κι ίσως και τη «δίδαξαν»- έργα όπως οι «Σκηνές από Ένα Γάμο» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, και το πασίγνωστο θεατρικό έργο του Έντουαρντ Άλμπυ «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», που αποτέλεσε μάλιστα εισπρακτική επιτυχία πρώτης γραμμής φέτος στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.
Όχι, λοιπόν, η τέχνη από μόνη της χωρίς την πίστη και χωρίς το Χριστό δε σώζει, κι αυτό το ξέρουμε πολύ καλά όλοι εμείς εδώ, και δείξαμε παραπάνω ποια μπορεί νάναι η επίδρασή της από την κακή χρήση της. Ασφαλώς δεν είναι ολόκληρη η κοσμική τέχνη αρνητική και κατεδαφιστική, ούτε καν στον 20ό αιώνα. Κι όταν χρησιμοποιηθεί σωστά πάρα πολλά μπορεί να προσφέρει, κι ας μη φανταζόμαστε πως όλοι οι καλλιτέχνες είναι σαν τον Τζίμυ Χέντριξ που πέθανε πριν μερικές δεκαετίες από τα ναρκωτικά, ή το Φρέντυ Μέρκιουρυ των «Κουήν» που πέθανε πρόσφατα από το έιτζ. Μεγάλοι καλλιτέχνες του 20ού αιώνα όπως ο Τσάρλυ Τσάπλιν, μας άφησαν ανθρωπιστικά μηνύματα σημαντικά και σκόρπισαν ένα ευγενικό άρωμα ολόγυρά τους, και τα έργα τους συνέβαλαν στο να γίνει η ζωή μας καλύτερη και χάρισαν και την ικανοποίηση στο δημιουργό τους –ας μη ξεγελιόμαστε και παρασυρόμαστε σε γενικεύσεις χωρίς εξαίρεση και σε δογματικούς αφορισμούς. Ωστόσο η ανθρώπινη καρδιά είναι πολύ χαλασμένη από την αμαρτία, κι εκείνος που τη χάλασε μας επιφυλάσσει πάντα δυσάρεστες εκπλήξεις. Κι αυτό συμβαίνει όχι μονάχα με τους δημιουργούς, μα και με τους ανθρώπους που απλά αγαπούνε την τέχνη, και που η ευαισθησία τους αυτή δεν τους ωφέλησε και πολύ. Σε κάποιο βιβλίο του ιταλού συγγραφέα Κούρτσιο Μαλαπάρτε, το «Καπούτ», γίνεται λόγος για το γενικό διοικητή της Πολωνίας στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Έναν εξαίρετο μουσικό, που όταν τα «αγγελικά» του δάχτυλα άγγιζαν το πιάνο παίζοντας τις μαγευτικές μελωδίες του Σοπέν, ένιωθες να σε συνεπαίρνει η δύναμη του παιξίματός του, κι ο ίδιος ο γενικός διοικητής γινόταν άλλος άνθρωπος. Τούτη όμως η τόσο συγκινητική μουσική ευαισθησία του γερμανού αξιωματικού δεν τον εμπόδιζε καθόλου να γίνεται εντελώς διαφορετικός, όταν με τα ίδια εκείνα «αγγελικά» χέρια έπιανε τ’ όπλο και σημάδευε κεφάλια αβοήθητων φτωχών εβραίων –ακόμα και μικρών παιδιών- που προσπαθούσαν ν’ αποδράσουν από το φοβερό γκέτο της Βαρσοβίας. Και θα θυμάστε ακόμη, όσοι τυχόν είδατε την αριστουργηματική ταινία του Σπίλμπεργκ «Η Λίστα του Σίντλερ» – ένα έργο από εκείνα της εποχής μας που αξίζουν από κάθε άποψη- πως σε μια από τις φοβερές εκείνες επιθέσεις των γερμανών SS στα σπίτια των εβραίων, κάθεται ο επικεφαλής αξιωματικός στο πιάνο την ώρα που οι βιαιοπραγίες βρίσκονται στο φόρτε τους, κι αρχίζει να παίζει μια κλασική μελωδία, ενώ συγχρόνως δυο απ’ τους στρατιώτες βάζοντας το κεφάλι τους απ’ την πόρτα προσπαθούν να μαντέψουν αν ο διοικητής τους παίζει Μότσαρτ ή κάτι άλλο.
Δεν αποτελεί λοιπόν –το ξαναλέμε- οριστική λύση από μόνη της η τέχνη στο πρόβλημα του ανθρώπου, και δεν μπορεί από μόνη της να του δώσει την εσωτερική αλλαγή και τη λύτρωση. Ό, τι έχεις μέσα σου, αυτό θα δώσεις. Όσο περισσότερο μάλιστα ταλέντο διαθέτεις, τόσο πιο πετυχημένα και τόσο πιο πλούσια το δίνεις. Κι από εδώ ακριβώς ξεκινά το τεράστιο κεφάλαιο της τέχνης σχετικά με το χριστιανό και τη χριστιανική πίστη. Είναι λάθος να λέμε απλά πως «η τέχνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το έργο του Θεού», ή ακόμα πως «αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο για τον ευαγγελισμό». Οι απόψεις αυτές είναι σωστές –κι εγώ από προσωπική μου πείρα πολλά, πάρα πολλά θα μπορούσα να σας πω πάνω σ’ αυτό-, αλλά οι φράσεις αυτές δεν αποτελούν ολόκληρη την αλήθεια. Η τέχνη δεν αποτελεί ένα «κερασάκι» πάνω στην τούρτα μας, κάτι μ’ άλλα λόγια όμορφο αλλά ξεχωριστό από την υπόλοιπη ζωή μας, κι ούτε παίζει απλά το ρόλο ενός «εργαλείου». Η τέχνη είναι μέσα στη ζωή μας, κι αποτελεί ανωμαλία να τη διώχνουμε, να τη βάζουμε σε καλούπια, να την ξεχωρίζουμε, να την αποξενώνουμε από τη ζωή μας την ατομική και την εκκλησιαστική. Προσωπικά νιώθω άβολα μ’ αυτό που λέγεται σε μερικές εκκλησίες: «Και τώρα η χορωδία θα μας ψάλει έναν ύμνο». Σα να λέμε δηλαδή: «Ακολουθεί ένα ευχάριστο μουσικό διάλειμμα». Η λειτουργία στην καθολική και στην ορθόδοξη εκκλησία, όπως διαμορφώθηκε μέσα στους αιώνες, ενσωμάτωσε σοφά την τέχνη μέσα στη ροή της λατρείας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η τέχνη που προσφέρεται μέσα στις καθολικές και προπάντων μέσα στις ορθόδοξες εκκλησίες είναι πάντα πρώτης γραμμής. Αυτό είναι άλλο κεφάλαιο. Εμείς όμως κάναμε το λάθος –πολλές από τις εκκλησίες μας- να καταργήσουμε σχεδόν τα λατρευτικά στοιχεία, να διώξουμε μ’ άλλα λόγια την τέχνη στο περιθώριο, να την ξεχωρίσουμε σα ξένο σώμα. Κι αυτό είναι αντίθετο στην ίδια την ανθρώπινη φύση, στη σχέση του ανθρώπου με την τέχνη και στις εσωτερικές του ανάγκες. Όταν στους περασμένους αιώνες, στο μεσαίωνα και στην αναγέννηση, μέχρι ίσως και στα πρώτα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης, κατασκευάζονταν τα περίφημα αρχιτεκτονικά έργα και διακοσμούνταν με όλα αυτά τα σπουδαία στοιχεία που θαυμάζουμε σήμερα, όσοι δούλευαν σ’ αυτά δεν ήταν μονάχα «καλλιτέχνες», κάτι το ξεχωριστό και διαφορετικό. Ο καλλιτέχνης ήταν και τεχνίτης, καμιά φορά κι εργάτης, κι η καλλιτεχνική δουλειά του χωνευότανε, ας πούμε, μέσα σ’ ολόκληρο το έργο του, χωρίς να ξεχωρίζει από τη χειρωνακτική εργασία. Κάτι που το ξέρουμε ίσως κι από προσωπική εμπειρία στα δικά μας, τα ελληνικά χωριά, όπου ακόμη και σήμερα υπάρχουν τεχνίτες που δουλεύουν, για παράδειγμα, την πέτρα σαν κτίστες και φτιάχνουν σπουδαία έργα τέχνης –προσόψεις, καμάρες, κρήνες-, κι αυτό είναι κατά φυσικό τρόπο ενσωματωμένο μέσα στη δουλειά τους κι αρκετοί απ’ αυτούς, προπάντων στα περασμένα χρόνια, δε συνειδητοποιούσαν καν πως δημιουργούσαν σπουδαία έργα τέχνης που σήμερα ζητάμε πώς και πώς να τα διατηρήσουμε σαν στοιχεία λαϊκού πολιτισμού.
Τι σημαίνει αυτό; σημαίνει πως η τέχνη βρίσκεται μέσα μας, πως μ’ αυτήν εκφραζόμαστε, πως η ανθρώπινη δημιουργικότητα είναι ένα από τα μεγάλα δώρα του Θεού, κι Εκείνος μας ζητά να την αξιοποιήσουμε σα χριστιανοί χωρίς περιορισμούς, εκτός από εκείνους που ορίζει ο Λόγος του Θεού και που ισχύουν για ολόκληρη τη ζωή μας. Και πως όταν περιορίζουμε ή αποκλείουμε την τέχνη από τη ζωή μας σε όποια μορφή της, ενεργούμε αντίθετα μ’ εκείνα που ζητά από μας ο Θεός. Πάρτε και διαβάστε την Παλιά Διαθήκη προσεκτικά και δείτε –και θαυμάστε- πόσα είδη τέχνης και σε τι πλούτο και με τι σωστούς κανόνες, δοσμένους πολλές φορές από τον ίδιο το Θεό, υπάρχουν εκεί μέσα. Τι ποίηση με λεπτομερείς μετρικές προδιαγραφές, τι μουσική και πλούτος σε όργανα που μόλις και μετά βίας πάμε να τον πλησιάσουμε σήμερα, τι αρχιτεκτονική και γλυπτική και διακόσμηση, κι όλα αυτά σε τόση αφθονία και σε τόσο στενή σχέση και με την πνευματική και με την καθημερινή ζωή. Και τι έχετε να πείτε για τη χορογραφία-δοξολογία της αδελφής του Ααρών μαζί με τις άλλες γυναίκες, και για τη χοροστασία που μ’ αυτήν μας προτρέπει ο Λόγος του Θεού να λατρεύουμε τον Κύριο; Αυτό το σπαρτιατικό στεγνό και άχαρο πνεύμα δε μας το δίδαξε ούτε μας το κληροδότησε η Γραφή, αλλά κάποιοι πουριτανοί, κάποιοι της βικτοριανής εποχής, κάποιοι πνευματικοί ηγέτες ακόμη πιο παλιοί, όπως ο Τερτυλλιανός στο 2ο αιώνα, με την έμμονη φοβία του κόσμου και της ειδωλολατρίας, δικαιολογημένη από πολλές πλευρές τότε, αλλά εκτός από το Λόγο του Θεού εμείς δεν έχουμε καμιά υποχρέωση και καμιά ανάγκη ν’ ακολουθούμε τυφλά άλλες εποχές κι άλλες αντιλήψεις. Ο Θεός μάς χάρισε το μεγάλο δώρο της τέχνης και της ομορφιάς, κι ακόμη και στην ατομική μας ζωή οφείλουμε νάμαστε καλαίσθητοι, ν’ αγαπούμε την ομορφιά και στο περιβάλλον μας και στον εκκλησιαστικό μας χώρο και στα έντυπά μας και στην εξωτερική μας εμφάνιση, χωρίς, φυσικά, ακρότητες και χωρίς κακογουστιά, που μαζί με την τάση της φανταχτερής επίδειξης παράγει την «τεχνοτροπία» του «κιτς», κάτι που δε βρήκαμε ακόμη κάποια κατάλληλη λέξη για να το εκφράσουμε και στα ελληνικά. Με λύπη μου θα επαναλάβω τη φράση που είπε κάποιος δικός μας που λείπει χρόνια στο εξωτερικό, κι όταν βρέθηκε Κυριακή πρωί σε κάποια από τις εκκλησίες μας, απόρησε: «Καλά, πώς ήταν ο κόσμος εκεί μέσα; Σαν ασπρόμαυρη ταινία έμοιαζαν»! Κι ασφαλώς αυτό το φαινόμενο δεν έχει καμιά σχέση με την πνευματικότητα. Άλλο το κυνήγι της μόδας για τη μόδα, άλλο η καλαισθησία. Κι όσο για το χώρο που μέσα σ’ αυτόν λατρεύουμε τον Κύριο, πόσο άραγε φροντίζουμε για την όμορφη και νοικοκυρεμένη εμφάνισή του; πόσο τον κάνουμε ελκυστικό; Έχετε δει ποτέ εικόνες από εκκλησίες πουριτανών ή παλιών καλβινιστών; τέσσερις γυμνοί τοίχοι, μερικοί πάγκοι κι ένας άμβωνας, ούτε ίχνος διακόσμησης, ούτε ίχνος καλαισθησίας. Σ’ όποιο περιβάλλον βρίσκεσαι, αυτό σε κάποιο βαθμό διαμορφώνει και την προσωπικότητά σου. Κι ακόμα αν μέσα σου είσαι στεγνός και άχαρος, ανάλογα θα διαμορφώσεις και το χώρο όπου ζεις και κινείσαι. Ένας από τους πιο μεγάλους ζωγράφους της αναγέννησης, ο Άλμπρεχτ Ντύρερ, επηρεάστηκε σημαντικά από το κήρυγμα του Λούθηρου, κι είναι σχεδόν σίγουρο πως υπήρξε άνθρωπος αναγεννημένος του Θεού. Λένε λοιπόν πως αν ο Ντύρερ, αρκετά χρόνια μεγαλύτερος από το Λούθηρο, είχε προλάβει να ζήσει περισσότερο μέσα στην εποχή της μεταρρύθμισης και να συνδεθεί στενότερα με το μεγάλο μεταρρυθμιστή, είναι πολύ πιθανό πως ο Λούθηρος, που αγαπούσε την τέχνη σε οποιαδήποτε μορφή της, θάχε φροντίσει να τοποθετηθούν οι εικαστικές τέχνες σε πολύ σημαντική θέση μέσα στην ευαγγελική εκκλησία –όχι, φυσικά, για λατρευτικούς σκοπούς όπως στην καθολική και στην ορθόδοξη. Χρησιμοποίησε άλλωστε αρκετά την τέχνη της ζωγραφικής στην πολεμική του ενάντια στην καθολική εκκλησία, καθώς και για τη μετάδοση των πνευματικών του μηνυμάτων και για τη διδασκαλία Του. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ήταν τελείως αντίθετος στην καταστροφή των έργων τέχνης μέσα στις εκκλησίες, κάτι στο οποίο επιδόθηκαν με ιδιαίτερο ζήλο αρκετοί από τους συνεργάτες κι οπαδούς του. Παρόμοια υπήρξε η στάση του Λούθηρου απέναντι και στις υπόλοιπες τέχνες μέσα στην εκκλησία και στο έργο του Θεού, εκτός βέβαια από τη μουσική στην οποία έδωσε, όπως είναι γνωστό, ιδιαίτερη τιμή, και στην οποία επιδόθηκε με ζήλο. Έτσι, ενθάρρυνε και τη θεατρική δραστηριότητα για πνευματικούς σκοπούς, κι όσο για το χορό, γράφει κάπου ο Λούθηρος σε κάποιον κληρικό στο Βερολίνο για μια θρησκευτική πομπή που γινόταν τη μέρα του Πάσχα: « … κι αν ο Κύριος σας, ο κόμης, επιθυμεί, μπορεί η ηγεμονική του χάρη ν’ αρχίσει να πηδά και να χορεύει (επικεφαλής της πομπής) με άρπες, τύμπανα, κύμβαλα και κρόταλα, όπως έκανε ο Δαβίδ ενώπιον του Κυρίου[…]κι εγώ θάμαι πολύ ευχαριστημένος, γιατί τέτοια πράγματα ούτε προσθέτουν τίποτε στο ευαγγέλιο ούτε αφαιρούν τίποτε απ’ αυτό, αρκεί να μη γίνεται κακή χρήση τους».
Σήμερα σ’ ολόκληρο τον κόσμο –επιτέλους- αρκετοί χριστιανοί καλλιτέχνες δίνουν το δυναμικό τους «παρών» στο έργο του Θεού, στον ευαγγελισμό και στον εμπλουτισμό της πνευματικής ζωής με όλα εκείνα τα στοιχεία που συμβάλλουν στην ολοκλήρωσή της και στην ολοκλήρωση της ανθρώπινης προσωπικότητας. Ο Σύνδεσμος Χριστιανών Καλλιτεχνών στην Ευρώπη οργανώνει κάθε χρόνο στο Ντε Μπρόν της Ολλανδίας σεμινάριο με μαθήματα και συζητήσεις πάνω στη μουσική, στις εικαστικές τέχνες, στο θέατρο, στην παντομίμα και στη χορογραφία. Πριν από τρία χρόνια το ινστιτούτο C.S.Lewis οργάνωσε στην Οξφόρδη συμπόσιο με δόκιμους χριστιανούς ομιλητές πάνω σε θέματα λογοτεχνίας, ορχηστρικής τέχνης –χορού- θεάτρου, χορωδιακής μουσικής, δημοσιογραφίας και εικαστικών τεχνών, καθώς και σε άλλα πνευματικά και κοινωνικά θέματα. Και φέτος στο Καίμπριτζ από τις 10 ως τις 23 Ιουλίου το ίδιο ινστιτούτο οργανώνει ένα διεθνές συμπόσιο με γενικό θέμα τη χριστιανική και κοσμική αντίληψη στην επιστήμη και στη θρησκεία, με ιδιαίτερη έμφαση σε κεφάλαια που σχετίζονται με το σύμπαν, τη ζωή και την ανθρώπινη δημιουργικότητα. Με ξεχωριστά εργαστήρια στις εικαστικές τέχνες, στη χορωδιακή μουσική, στο θέατρο με ταυτόχρονη παρουσίαση κάποιου θεατρικού έργου, και στο χορό με επίσης ταυτόχρονη παρουσίαση κάποιου σημαντικού χριστιανικού χοροδράματος. Κι απ’ ό,τι ξέρω, εδώ και αρκετά χρόνια προετοιμάζεται να λειτουργήσει η Διεθνής Ακαδημία Χριστιανικής Τέχνης στο Ρότερνταμ και πάλι με τη φροντίδα του Συνδέσμου Χριστιανών Καλλιτεχνών Ευρώπης, του οποίου έχω την τιμή να είμαι επίτιμο μέλος. Τα μαθήματα που θα διδάσκονται εκεί αφορούν στη μουσική, στις εικαστικές τέχνες, στην κίνηση –χορό και παντομίμα- στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο και σε άλλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Κι όσο για το χορό που αρκετές φορές έχουμε αναφέρει σήμερα, γεγονός που υποθέτω ότι θάχει ξαφνιάσει αρκετούς από ανάμεσά μας, τα τελευταία χρόνια –μαζί με την παντομίμα, που έχει εισβάλει και στη δική μας τη χώρα- ξαναβρίσκει σαν τέχνη τη θέση που του ταιριάζει ανάμεσα στις χριστιανικές καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Γιατί και στην Αγία Γραφή αναφέρεται σα μέσο λατρείας –με τις ονομασίες «χορός» και «χοροστασία»- και σε πολλές περιόδους της χριστιανικής εκκλησιαστικής ζωής, από τ’ αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα, χρησιμοποιήθηκε για λατρευτικούς σκοπούς- ας θυμηθούμε τις ρυθμικές κινήσεις των μαύρων χριστιανών στην ώρα της λατρείας τους- και στη λαϊκή φολκλορική μορφή του ήταν ευρύτατα αποδεκτός ακόμα και στα χρόνια των μεταρρυθμιστών και των πουριτανών. Κι ο Μέγας Βασίλειος, ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, λέει για το χορό πως είναι «η πιο ευγενική δραστηριότητα των αγγέλων». Είναι λοιπόν απορίας άξιο πώς ειδικά ο χορός τόσα χρόνια είχε αποκλεισθεί εντελώς σαν τέχνη από την πνευματική ζωή των χριστιανών. Ας προσέξουμε όμως –και τόπαμε και πιο πριν- μιλάμε για την τέχνη του χορού και όχι για τα κάθε μορφής χορευτικά ψευτοκατασκευάσματα που χρησιμοποιούνται απλώς σαν πρόσχημα για άλλου είδους επιδιώξεις. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως σε κάθε τέχνη υπάρχει η γνήσια, η υγιής μορφή της, και η διαστρεβλωμένη και κίβδηλη έκδοσή της. Γιατί λοιπόν να γίνει εξαίρεση με το χορό, και τι άραγε θα τον εμποδίσει να χρησιμοποιηθεί από τους χριστιανούς ακριβώς όπως κι οι υπόλοιπες τέχνες;
Τα κάθε είδους ρεύματα κι επιδράσεις εμφανίζονται στην πατρίδα μας με καθυστέρηση πάντα αρκετών ετών. Πρόσφατα ιδρύθηκε –επιτέλους- με έδρα τη Θεσσαλονίκη το Σωματείο Χριστιανών Καλλιτεχνών που, όπως πιστεύω, θα αγκαλιάσει ένα μεγάλο μέρος του χριστιανικού καλλιτεχνικού κόσμου της πατρίδας μας, όποιων δογμάτων κι όποιων αποχρώσεων (και δόξα τω Θεώ υπάρχουν αρκετοί και άξιοι καλλιτέχνες ανάμεσά μας, που χάνονται όπως οι πιο πολλοί απ’ αυτούς μέσα στο πλήθος). Λέω «ένα μεγάλο μέρος», γιατί δυστυχώς υπάρχουν κι αρκετοί που δεν εννοούν να καταλάβουν πως η συνεργασία και η συλλογική δουλειά είναι ο καλύτερος τρόπος για να προχωρήσει το έργο του Θεού. Ας ευχηθούμε και ας προσευχόμαστε να πιάσει τόπο πνευματικό αυτή η προσπάθεια. Ήταν καιρός να γίνει κάτι τέτοιο σ’ ολόκληρο τον κόσμο και στη χώρα μας, και πρέπει και μπορούν να γίνουν πολλά, πάρα πολλά ακόμη στον τομέα της τέχνης. Αποτελεί μονόπλευρη και μεροληπτική σε όφελος μιας μονάχα μερίδας πιστών η αποκλειστική κυριαρχία των θεολόγων και της νοοτροπίας των βιβλικών σχολείων και των σεμιναρίων μέσα στο έργο του Θεού και μέσα στις εκκλησίες. Δε θέλω με κανένα τρόπο να μειώσω το σπουδαίο ρόλο των ποιμένων και των πνευματικών δασκάλων. Ωστόσο οι θεολογικές σπουδές και η θεολογική σκέψη οδηγούν, δυστυχώς, τους περισσότερους –όχι όλους- σε μια υπερβολική εκλογίκευση και στην έλλειψη φαντασίας κι ευαισθησίας. Φυσικά, δεν υπάρχει κανένας κανόνας χωρίς εξαιρέσεις. Αρκετούς θεολόγους βρίσκεις με πλούσια φαντασία κι ευαισθησία, κι αρκετοί από εκείνους που δεν πάτησαν το πόδι τους σε θεολογική σχολή είναι πολύ πιο «θεολόγοι» από τους θεολόγους. Έχω αναφέρει κι άλλοτε το παράδειγμα του βιβλίου του Σολομώντα «Άσμα Ασμάτων», που υποθέτω πως το περιεχόμενό του λίγο-πολύ το ξέρουμε όλοι. Αιώνες ολόκληρους οι θεολόγοι στέκονταν –και στέκονται- μ’ αμηχανία μπροστά του: τι δουλειά έχει άραγε ένα ερωτικό τραγούδι ανάμεσα στα βιβλία της Παλιάς Διαθήκης; Και μέσα στη μανία τους να «θεολογοποιήσουν» και να «θρησκευτικοποιήσουν» τα πάντα, κάθισαν κι έψαξαν κι αποφάνθηκαν πως το Άσμα Ασμάτων αποτελεί αλληγορία της σχέσης και της αγάπης του Χριστού προς την εκκλησία Του. Μπορεί νάναι κι έτσι, ν’ αποτελεί δηλ. και αλληγορία. Κανείς τους όμως, απ’ ό,τι ξέρω, δε σκέφτηκε ή δεν τόλμησε να σκεφτεί κάτι πολύ πιο απλό: Ότι κατ’ αρχήν το Άσμα Ασμάτων είναι ακριβώς αυτό που διαβάζουμε: ένας υπέροχος ύμνος στον έρωτα, στην αγάπη δυο ανθρώπων διαφορετικού φύλου, ένα από τα πιο ευγενικά αισθήματα που έχει χαρίσει ο Θεός στον άνθρωπο. «Αν είσαι νέος ή νέα κι αγαπάς μια κοπέλα ή αγαπάς ένα αγόρι», γράφει ο μεγάλος χριστιανός στοχαστής Φράνσις Σαίφερ, θεολόγος κι αυτός –αλλά τι θεολόγος!- «μπορείς να γράψεις αληθινά όμορφη ερωτική ποίηση. Μη φοβάσαι. Το ποίημα αυτό θάναι ένας ύμνος στο Θεό. Κι όταν και οι δυο που αγαπιούνται είναι χριστιανοί, μπορεί να είναι μια συνειδητή δοξολογία». Και κάποιος άλλος σοφός θεολόγος χωρίς θεολογικές σπουδές, συγχρόνως όμως –ευτυχώς- και σπουδαίος ποιητής, ο Θάνος Καρμπόνης, (αλήθεια, τι δώρο του Θεού κι αυτό, η ύπαρξη τόσων δόκιμων ποιητών στις ελεύθερες εκκλησίες της Αθήνας, αλλά και πόσο εκδοτικά αναξιοποίητο…) διέκρινε στο Άσμα Ασμάτων τη δομή και τη ροή ενός αρχαίου δράματος:με το χορό, τους ηθοποιούς, τα επεισόδια. Πάρτε και διαβάστε το βιβλίο του και θαυμάστε τι μπορεί να πετύχει η δημιουργική φαντασία ενός καλλιτέχνη πάνω σε πνευματικά θέματα. Στ’ αλήθεια, η Αγία Γραφή είναι ένα πολύ σπουδαίο βιβλίο κι έχει πολλή ευαισθησία για ν’ αφήσουμε την ερμηνεία και την αξιολόγησή της αποκλειστικά στους «επιστήμονες» θεολόγους…
Να καταργήσουμε λοιπόν τους ποιμένες και τους θεολόγους και ν’ αναθέσουμε τη διοίκηση των εκκλησιών στους καλλιτέχνες; «μη γένοιτο!» όπως θάλεγε κι ο Απόστολος Παύλος. Θάχανε σ’ ελάχιστο χρόνο διαλύσει τα πάντα με την καλλιτεχνική τους ανεμελιά!… Ο καθένας στο πόστο του και στο ρόλο του. Κι αυτό πρέπει να το μάθουν επιτέλους πρώτοι οι θεολόγοι, οι ποιμένες, οι πρεσβύτεροι, όσοι τελοσπάντων παραδοσιακά καθοδηγούν για αιώνες την εκκλησία του Θεού. Να μάθουν δηλ. πως δεν μπορούν νάχουν έγκυρη γνώμη «επί παντός επιστητού» και ν’ αποφασίζουν για τα πάντα μόνοι τους, πως δεν μπορούν να τα ερμηνεύουν και να τ’ αναλύουν όλα μόνοι τους μέσα στη Γραφή, πως δεν μπορούν ν’ αποφασίζουν μόνοι τους πάνω σε θέματα που σχετίζονται με την τέχνη μέσα στην εκκλησία, ούτε να αξιώνουν για τον εαυτό τους τον τίτλο της αποκλειστικής αυθεντίας σε όλα όσα σχετίζονται με το έργο του Θεού, κι ούτε να νομίζουν πως είναι σε θέση να ρυθμίζουν μόνοι τους τα προγράμματα και τη λειτουργία ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, κι ό,τι δεν καταλαβαίνουν οι ίδιοι κι ό,τι δεν τους ταιριάζει να το ρίχνουν στο «πυρ το εξώτερον». Είναι καιρός η εκκλησία του Χριστού να μελετήσει πιο προσεκτικά το κεφάλαιο εκείνο του αποστόλου Παύλου που μιλά για την αρμονική λειτουργία των διαφόρων μελών της. Κι ακόμη κάτι: Εμείς οι καλλιτέχνες, ξέρετε, έχουμε κάποια διαφορετική ψυχοσύνθεση κι αντιδρούμε κάπως διαφορετικά απ’ τους υπόλοιπους. Αυτό όμως δε θα πρέπει να μας κάνει να νιώθουμε ξεχωριστοί, σαν «ξένο σώμα» μέσα στην εκκλησία του Χριστού, όπως έγινε στη εποχή του Καλβίνου όπου οι τέχνες μέσα στην εκκλησία βρίσκονταν υπό διωγμό κι αναγκάσθηκαν αρκετοί καλλιτέχνες να εκπατρισθούν απ’ τη Γενεύη γιατί δεν άντεχαν. Τη μέρα που πέθανε ο παππούς μου, στα 18 μου χρόνια, σ’ ολόκληρη σχεδόν τη διαδικασία της κηδείας είχα παραμείνει εντελώς ασυγκίνητος. Τόσο, που κάποια εξαδέλφη μου μου ψιθύρισε στ’ αυτί: «Σκληρέ! δε σε συγκινεί καθόλου ο θάνατος του παππού;» Ωστόσο στα τελευταία λεπτά, προτού αρχίσουν να πέφτουν οι χωμάτινοι σωροί πάνω στο φέρετρο, όταν πια όλοι οι συγγενείς είχαν αποκάμει απ’ το κλάμα και τα μάτια είχαν στερέψει, κάποιος ύμνος που ψαλλόταν εκείνη τη στιγμή, τυπικά και αδιάφορα ίσως απ’ τους πιο πολλούς, προκάλεσε μέσα μου με το κείμενο και τη μουσική του μια ισχυρή αντίδραση κι άρχισα ξαφνικά να κλαίω με λυγμούς. Αναφέρω το μικρό αυτό παράδειγμα για να πω πως ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, πως δεν είμαστε ρομπότ, πως η ομοιομορφία που επιβάλλεται πολλές φορές από τις κατεστημένες αντιλήψεις μπορεί να οδηγήσει στη διαστρέβλωση και στην υποκρισία. Άλλοι εκστασιάζονται με το κείμενο της προς Εβραίους Επιστολής, άλλοι, με καλλιτεχνική κι ευαίσθητη ψυχοσύνθεση, το βρίσκουν ξερό και υπερβολικά λογικό –ιδιαίτερα τα πρώτα κεφάλαια-, χρήσιμο μεν και απαραίτητο και θεόπνευστο, όχι όμως από εκείνα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν συγκίνηση και να ξεσηκώσουν την ευαίσθητη ψυχή. Και το κεφάλαιο 40 του Ησαΐα («παρηγορείτε, παρηγορείτε τον λαόν μου»)-τα πρώτα εννιά εδάφια του- συνδυασμένα με τη θεόπνευστη μουσική του Χαίντελ στ’ ορατόριό του «ο Μεσσίας», έχουν πάρει τελείως διαφορετική διάσταση μέσα μου, κάτι που δε θάχε γίνει με όσες και όσο προσεκτικές αναγνώσεις του κειμένου. Δεν έχουμε την απαίτηση να μας καταλάβετε σε όλα. Ζητούμε όμως και την κατανόησή σας, και την αγάπη σας. Και θάθελα ακόμη να πω πως αν έχουμε την απαίτηση να μας αγαπούν και να μας καταλαβαίνουν οι άλλοι, πρέπει πρώτα εμείς οι καλλιτέχνες να ετοιμάσουμε το έδαφος γι αυτό. Να μην οχυρωθούμε πίσω από τις «ιδιαιτερότητές» μας νιώθοντας πως είμαστε κάτι διαφορετικό, και καμιά φορά ανώτεροι από τους άλλους. Ούτε οι βεντετισμοί, ούτε οι ευτελείς εγωισμοί, ούτε οι αντιζηλίες έχουν θέση στο έργο του Θεού και στην εκκλησία του Χριστού. Κι ακόμη μην ξεχνάμε πως όντας μέλη της εκκλησίας έχουμε ακριβώς τις ίδιες πνευματικές υποχρεώσεις με τους υπόλοιπους πιστούς, και απέναντι στον εαυτό μας, και απέναντι στην εκκλησία. Και πως οι πνευματικοί νόμοι και οι εντολές του Λόγου του Θεού είναι απαράλλαχτα ίδια για όλους, χωρίς εξαιρέσεις. «Έχοντας την αληθινή πίστη και την αγάπη», μας λέει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους Επιστολή, «ας φτάσουμε σε όλα μας αυτόν που είναι η κεφαλή, δηλαδή το Χριστό. Αυτός συναρμολογεί και συνδέει με αρθρώσεις ολόκληρο το σώμα· και κάθε μέλος, κατά το μέτρο του χαρίσματος που του χορηγήθηκε, συμβάλλει στην αύξηση του σώματος και στην οικοδομή του με αγάπη».
Είπαμε για το νεογέννητο «Σωματείο Χριστιανών Καλλιτεχνών» σαν ένα ελπιδοφόρο σημάδι για την άνθηση της τέχνης μέσα στο έργο του Θεού. Ένας όμως τέτοιος οργανισμός από μόνος του δεν είναι αρκετός. Χρειάζεται η κάθε τοπική εκκλησία να καταλάβει πως η τέχνη δεν είναι περιττή πολυτέλεια, και να ενθαρρύνει όλους εκείνους που έχουν κάθε είδους καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα κι ευαισθησίες. Τόχω πει κι άλλοτε, πως οι μεγάλες τουλάχιστον εκκλησίες θάπρεπε να έχουν εκτός από το μουσικό τους τμήμα που λίγο–πολύ τόχουν οι περισσότερές τους, και τμήμα ποίησης και τμήμα εικαστικών τεχνών και θεατρικό τμήμα (πόσο όμορφη και πόσο ενδιαφέρουσα η προσπάθεια των «Καλών Νέων» στο ανέβασμα του θεατρικού τους έργου τον περασμένο Σεπτέμβριο…), και –γιατί όχι;- και τμήμα ρυθμικής και παντομίμας. Για ν’ αποτελέσουν τα επιμέρους αυτά τμήματα φυτώρια για την ανάπτυξη της τέχνης σε γενικότερο πια επίπεδο μέσα από το σωματείο των χριστιανών καλλιτεχνών. Διαφορετικά κινδυνεύει αυτό να καταλήξει σ’ ένα κλειστό «κλαμπ» καλλιτεχνών που να «τα λένε» μονάχα μεταξύ τους χωρίς ευρύτερες προεκτάσεις και χωρίς γερές βάσεις. Έχουμε άλλωστε για όλα αυτά μια σημαντική πρόκληση για να προχωρήσουμε, το κανάλι 62, που μας έπιασε τελείως απροετοίμαστους και ανύποπτους, κι εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις μονάχα με κηρύγματα μπορούμε να γεμίσουμε τα προγράμματά του. Όλα αυτά όμως –θα το ξαναπούμε- προϋποθέτουν ελευθερία στην έκφραση και στην έμπνευση. Να νιώθει ο χριστιανός νέος με τις καλλιτεχνικές ευαισθησίες πως δεν περιορίζεται, πως δεν αστυνομεύεται, να πάψει να αισθάνεται αμήχανος και να καθοδηγείται σε δρόμους που δεν τον οδηγεί η έμπνευσή του αλλά οι αντιλήψεις άλλων. Και σ’ αυτό θα βοηθήσει αποφασιστικά αν η εκκλησία του Χριστού απαλλαγεί από τα κάθε είδους συνθήματα κι απ’ το διχασμό ανάμεσα σε θεωρία και πράξη, κι απ’ την ασυνέπεια στις αντιλήψεις που χαρακτηρίζει αρκετούς μέσα σ’ αυτήν. Μου έκανε εντύπωση, πριν μερικές μέρες στο βραδινό των χριστιανών καλλιτεχνών στην «Αίθουσα Αποστόλου Παύλου», όπου αρκετοί από τους νεαρούς προσκεκλημένους παρουσίασαν δική τους δουλειά αρκετά ενδιαφέρουσα σε μερικές περιπτώσεις, που φεύγοντας κάποιος απ’ όλους είπε στους υπεύθυνους διοργανωτές της βραδιάς: «Σας ευχαριστούμε που μας δώσατε την ευκαιρία να παρουσιάσουμε τη δουλειά μας». Δεν είναι κρίμα αλήθεια να μην ενθαρρύνουν οι διάφορες εκκλησίες τους νέους τους στην καλλιτεχνική τους δραστηριότητα αδιαφορώντας τελείως γι’ αυτήν, ή προβάλλοντας τη δικαιολογία πως βρίσκουν τη μουσική τους υπερβολικά μοντέρνα κι ασυμβίβαστη με την πίστη του Χριστού; και πώς θα μπορέσουν και πού να πάνε αυτά τα παιδιά να δώσουν διέξοδο στις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες; έξω στον κόσμο;
Όταν στα 1975 πρωτομίλησα για η σύγχρονη μουσική στο έργο του Θεού κι αργότερα, σε μερικούς μήνες, πρωτοπαρουσίασα συγκρότημα με ντραμς και ηλεκτρονικά όργανα, κάποιος από τους νέους της εκκλησίας μας με μεγάλη επιρροή στους υπόλοιπους αντιτάχτηκε έντονα στην προσπάθειά μου με το επιχείρημα πως «βάζω τον κόσμο μέσα στην εκκλησία». Αυτό ωστόσο δεν τον εμπόδισε σύντομα να χρησιμοποιήσει τα ντραμς, το ντέφι και τα υπόλοιπα όργανα, περισσότερο απ’ ό,τι τα είχα χρησιμοποιήσει εγώ. Η αναφορά στη σύγχρονη μοντέρνα μουσική προκάλεσε στο νέο χριστιανό το «αντικοσμικό» σύνδρομο που μ’ αυτό είχε ανατραφεί από τα παιδικά του χρόνια, όπως όλοι μας άλλωστε. Η λογική του όμως –κι εγώ πιστεύω και το Πνεύμα του Θεού μέσα του- τον οδήγησε στη χρησιμοποίηση μέσων που βοήθησαν τότε αποφασιστικά στο έργο που ενεργούσε μέσα απ’ αυτόν ο Θεός. Σήμερα, ύστερα από χρόνια, αναρωτιέμαι προς τι όλη εκείνη η αντίδραση. Τι νόημα είχε όλος εκείνος ο φόβος και ο τρόμος από μέρους επώνυμων πιστών κι ολόκληρων εκκλησιών; Στη δική μας εκκλησία τα ντραμς έκαναν ανενόχλητα τη δουλειά τους –εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως η παραπάνω- και φυσικά κανένα κακό δεν προκάλεσαν, αντίθετα μάλιστα άνοιξαν πολλούς δρόμους κι έδωσαν την ευκαιρία σε αρκετούς νέους να εκφραστούν ελεύθερα, κι οδήγησαν στο σχηματισμό του συγκροτήματος «Οι Πάροικοι» που βοήθησε τόσο στην προαγωγή της σύγχρονης μουσικής μέσα στο έργο του Θεού. Και σήμερα τα ντραμς χρησιμοποιούνται σχεδόν μόνο σε τούτο το συνέδριο, κι εμείς έχουμε περάσει σε άλλα «ηπιότερα» μέσα. Και σ’ άλλα συνέδρια που τότε εξόρκιζαν τη μοντέρνα μουσική, ακούγονται αρκετά πιο προχωρημένες μορφές από τις δικές μας εδώ. Θυμάστε πριν δυο χρόνια που είχα μιλήσει για τη μουσική σ’ αυτό το συνέδριο. Αρκετοί τότε σηκώθηκαν στη συζήτηση που επακολούθησε με διαθέσεις εξορκισμού ενάντια στην «είσοδο του κόσμου μέσα στις εκκλησίες», όπως χαρακτήριζαν τη χρήση της σύγχρονης μουσικής. Κι ωστόσο το ίδιο βράδυ χειροκροτούσαν ξέφρενα, ενθουσιασμένοι απ’ τα μοντέρνα χριστιανικά τραγούδια που ακούγονταν στην ώρα της ψυχαγωγίας. Αν αυτό δεν είναι διχασμός προσωπικότητας, τότε τι είναι; Θυμάστε οι πιο παλιοί την «αντικομουνιστική υστερία» των περασμένων χρόνων, και το πόσο δηλητηρίασε την πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Πολύ φοβάμαι ότι η «αντικοσμική υστερία» των χριστιανών με τα ίδια και τα ίδια άδεια συνθήματα, έχει βλάψει την εκκλησία του Χριστού στον ίδιο σχεδόν βαθμό που την έβλαψε ο ίδιος ο κόσμος και το κοσμικό φρόνημα…
Μιλήσαμε πιο πριν για το Άσμα Ασμάτων, και πιστεύω πως με ο, τι είπαμε έχουμε καταλάβει πως η τέχνη που δημιουργούν οι χριστιανοί δεν είναι πάντα απαραίτητο να έχει αποκλειστικά και άμεσα θρησκευτικό θέμα. «Όταν μιλάμε για χριστιανική μουσική», γράφει ο Χανς Ρόκμαακερ, χριστιανός καθηγητής της ιστορίας της τέχνης στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, «δεν εννοούμε αναγκαστικά μουσική με λόγια που δίνουν ένα άμεσο βιβλικό μήνυμα, ή εκφράζουν τη ζωή της πίστης και της υπακοής μέσα από το δρόμο της ευσέβειας. Η υπακοή αυτή καθαυτή δεν περιορίζεται μονάχα σε θέματα πίστης και ηθικής. Το σύνολο της ζωής περιλαμβάνεται μέσα σ’ αυτήν. Η νοοτροπία, ο τρόπος –το στυλ- της ζωής μας είναι που παίρνει μορφή και έκφραση με την τέχνη. Τα «Κατά Ματθαίον Πάθη» του Μπαχ είναι ένα χριστιανικό έργο, αλλά εξίσου χριστιανικά είναι και τα βραδεμβούργια κοντσέρτα του. Δεν είναι μονάχα το κείμενο στις καντάτες του χριστιανικό, αλλά επίσης και τα οργανικά μέρη τους. Διαφορετικά περιορίζουμε το χριστιανισμό, κι αφήνουμε ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας που έπρεπε να παρουσιάζει τον καρπό του Πνεύματος έξω από την αφιέρωση στο Θεό, τον Κύριο και Σωτήρα μας»
Αυτά γράφει ο Χανς Ρόκμαακερ, και θάθελα ακόμη να πω πως με το νόημα αυτό θάπρεπε να ενθαρρύνουμε χριστιανούς καλλιτέχνες στις κάθε είδους εξωεκκλησιαστικές δραστηριότητές τους –κι έχουμε ανάμεσά μας και συνθέτες κι εκτελεστές που την αξία τους την ξέρει πολύ περισσότερο ο κόσμος έξω και πολύ λιγότερο ή και καθόλου εμείς, κι αυτό φυσικά δεν είναι προς έπαινό μας, κι έχουμε και μερικούς πολύ καλούς ζωγράφους που δεν έχουμε καν πατήσει το πόδι μας σε εκθέσεις τους, και πώς να το κάνουμε όταν τέτοιου είδους δραστηριότητες δεν αναγγέλλονται στις εκκλησίες μας. Κι ακόμη αναρωτιέμαι ποια άραγε εκκλησία ενίσχυσε και προώθησε κάποιον από τους ζωγράφους μας, αγοράζοντας ένα δυο πίνακες του –όχι απαραίτητα με θρησκευτικό θέμα- για να στολίσει μ’ αυτούς τα γραφεία της εκκλησίας και τους χώρους του κυριακού της σχολείου; Θα ευχόμουνα αυτή τη σπουδαία αλήθεια να την καταλάβουν όλοι μέσα στις εκκλησίες μας. Είχα γράψει παλιότερα για τις συναυλίες της κιθάρας που δίνει πότε-πότε στο εξωτερικό ο Μάνος Αναγνώστου, σταλμένος από το υπουργείο πολιτισμού. Τιμή μεγάλη για έλληνα ευαγγελικό καλλιτέχνη και για την εκκλησία μας γενικότερα, κάτι που θα μπορούσε, αν είχε αξιοποιηθεί κατάλληλα, να έχει σημαντικές προεκτάσεις και στον πνευματικό τομέα. Σε κάποια λοιπόν από τις εκκλησίες της χώρας μας, όπου έγινε λόγος για τις συναυλίες του Μάνου, τον πλησίασε κάποιος από τους πιστούς με το γνωστό «διδακτικό» -και συγκαταβατικό- ύφος: «Δε μου λες, Μάνο, σ’ αυτές σου τις συναυλίες πόσοι άραγε έχουν αναγεννηθεί;»… Είναι, δυστυχώς, πολύ στενές οι αντιλήψεις και πολύ στενός ο χώρος μας, κι ανάλογα διαμορφώνουμε και τους ανθρώπους που μας εμπιστεύεται ο Θεός. Πριν ένα δυο χρόνια κυκλοφόρησε κάποιο βιβλίο γραμμένο από μια απλή πιστή, χωρίς λογοτεχνικές περγαμηνές, όπου εξιστορούνταν με γλαφυρό κι ενδιαφέροντα τρόπο προσωπικές αναμνήσεις από τη ζωή του ποντιακού ελληνισμού στις χαμένες πατρίδες, καθώς και στα καινούργια μέρη όπου ρίζωσε μετά την προσφυγιά στον ελλαδικό χώρο. Πόσοι άραγε από τους άμβωνές μας προώθησαν και διαφήμισαν το βιβλίο αυτό, παραβλέποντας το γεγονός ότι το θέμα που πραγματευόταν δεν ήταν άμεσα πνευματικό; Μήπως θάταν καλό μέσα σε περιοδικά μας να καθιερώσουμε κάποια στήλη με ποίηση και λογοτεχνία νέων δικών μας ανθρώπων –ή όχι τόσο νέων- με θέματα που να μη σχετίζονται απαραίτητα και άμεσα με την πνευματική ζωή στη στενή της έννοια;
Θάθελα κλείνοντας ν’ απευθυνθώ σε όλους, όχι μονάχα στους καλλιτέχνες, και να τους πω διευρύνοντας ακόμη περισσότερο το θέμα μου, πως πρέπει να μάθουμε όλοι ν’ αγαπάμε την καλή τέχνη σ’ όποια μορφή της, κι όχι μονάχα τη χριστιανική τέχνη. Γιατί και η καλή κοσμική τέχνη έχει πολλά να μας διδάξει –και με θετικό και με αρνητικό τρόπο- και να μας συγκινήσει και να μας κάνει να δούμε πολλά που σήμερα δεν τα βλέπουμε. Είναι καιρός πια να τελειώνουμε με την ελαφρότητα και την επιπολαιότητα που χαρακτηρίζει πολλούς, με «των σχέσεων και των συναστροφών την καθημερινήν ανοησία» κατά την έκφραση του ποιητή, και με την ατμόσφαιρα του «πρωινού καφέ» που επικρατεί σε αρκετές από τις εκδηλώσεις και τις παρέες μας. Είναι καιρός να κοιτάξουμε λίγο το βάθος, κι όχι μονάχα τις εύκολες συνταγές και την επανάληψη και ανακύκλωση των ίδιων πραγμάτων και των ίδιων φράσεων. Θάταν πολύ σημαντικό να υπήρχαν αρκετοί από ανάμεσά μας που νάναι σε θέση να γράψουν –ή και να παρουσιάσουν απ’ το χριστιανικό κανάλι- κριτική από τη χριστιανική σκοπιά για κάποιο κινηματογραφικό έργο, για κάποιο έργο ποιότητας στο θέατρο, για κάποια μουσική ή κάποιο μουσικό, για κάποια ζωγραφική τεχνοτροπία. Ή ακόμη να αναλύσουν το ποιητικό έργο π.χ. του Σεφέρη ή του Ελύτη ή του Γκαίτε και του Έλιοτ από τη χριστιανική θέση, ή το θέατρο του Μπέκετ και του Ιονέσκο – και ξέρω πολύ καλά πως υπάρχουν μεταξύ μας άνθρωποι που έχουν τις ικανότητες να το κάνουν, η τεμπελιά όμως και η απραξία αποτελούν μεγάλο πειρασμό για τον καθένα μας. Κι ακόμη πόσο ωραίο θάτανε να είχε γίνει και στις δικές μας εκκλησίες αυτό που κάνει ο Τζων Στοτ, ένας από τους πιο σπουδαίους ιεροκήρυκες κι αφιερωμένους χριστιανούς του καιρού μας –θεολόγος, αλλά με σπάνιες ευαισθησίες- που μαζί με άλλους χριστιανούς που ξέρουν να στοχάζονται οργανώνει κάθε 4-5 εβδομάδες στην εκκλησία του βραδινά με ελεύθερη συζήτηση για διάφορα λογοτεχνικά ή κινηματογραφικά έργα και για βιβλία με ποικίλο περιεχόμενο, με κριτική από τη χριστιανική σκοπιά για το μήνυμα του κάθε έργου.
Και τέλος ας μάθουμε ν’ απαιτούμε από τους καλλιτέχνες μας σωστή κι επιμελημένη δουλειά, γιατί αρκετοί απ’ αυτούς μπορούν να κάνουν κάτι καλύτερο, κι ωστόσο την καλή τους δουλειά την παρουσιάζουν στον κόσμο έξω, κι εμάς μας προσφέρουν δεύτερης και τρίτης επιλογής κατασκευάσματα, με το συλλογισμό πως αφού οι πιστοί μέσα στις εκκλησίες μοιάζουν ευχαριστημένοι μ’ αυτά που τους προσφέρονται, ποιος ο λόγος να κοπιάσουμε περισσότερο για να δώσουμε κάτι καλύτερης ποιότητας; Άλλωστε η καλή ποιότητα και η σωστή δουλειά, συνεχίζει ο ίδιος συλλογισμός –κι αυτό είναι το τραγικότερο- δε συμβιβάζονται με την πνευματικότητα. Μ’ άλλα λόγια, όσο πιο μίζερη και πιο πρόχειρη η δουλειά μας και πιο αντικαλλιτεχνική, τόσο πιο πνευματική. Εγώ τουλάχιστον τη νοοτροπία αυτή τη θεωρώ βλασφημία ενάντια στο Θεό. Ας απαιτήσουμε καλύτερη και πιο σωστή δουλειά από τους καλλιτέχνες μας –το ξαναλέμε. Για να μας πάρουν επιτέλους οι σοβαροί άνθρωποι στα σοβαρά μέσα στις εκκλησίες μας κι έξω απ’ αυτές, και για να μπορέσουμε επιτέλους να παρουσιάζουμε σε μόνιμη βάση σωστές ελληνικές καλλιτεχνικές εκπομπές απ’ το κανάλι 62, κι όχι μονάχα μερικές καλές στιγμές, κι από κει και πέρα διάφορα «παραγεμίσματα» που δεν βαθμολογούνται ούτε καν με τη βάση.
Η τέχνη δε χρειάζεται ούτε δικαίωση ούτε δικαιολόγηση για να βιώνει και για να ανθεί μέσα στην εκκλησία του Χριστού και στο έργο του Θεού, και νομίζω ότι το δείξαμε στην ομιλία μας με βάση εκείνα που προκύπτουν από την ίδια τη φύση της τέχνης, από την ιστορία της και από την Αγία Γραφή. Κι όπως λέει ο Χανς Ρόκμαακερ, «η τέχνη δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιείται για ν’ αποδεικνύει το κύρος της χριστιανικής πίστης. Το σωστό είναι το κύρος της τέχνης ν’ αποδεικνύεται μέσα από τη χριστιανική πίστη». Κι αυτό σημαίνει πως όποια μορφή τέχνης βγαίνει από κάθε χριστιανό καλλιτέχνη οφείλει νάναι γνήσια και νάχει ποιότητα για να συμβάλλει στη δόξα του Θεού, κάτι που θάπρεπε να είναι αυτονόητο για έναν άνθρωπο με την ιδιότητα του χριστιανού. Κι αυτή η τελευταία σκέψη συγκεφαλαιώνει, πιστεύω, όλα όσα είπαμε σήμερα.