Γράφει ο Παναγιώτης Κανταρτζής
Πρόσφατα άκουσα μια συνέντευξη του γνωστού χριστιανού στοχαστή Os Guinness σχετικά με τη σχέση των Ευαγγελικών στις ΗΠΑ με την πολιτική. Πιστεύω ότι κάποια από τα σημεία της ανάλυσής του θα είναι χρήσιμα και για μας εδώ. Αναφέρει λοιπόν ότι η στάση που χαρακτήριζε τους περισσότερους Ευαγγελικούς μέχρι το 1973 ήταν η «ιδιωτικοποίηση». Δηλαδή, η πίστη τους και οι αξίες που προέκυπταν από αυτήν θεωρούνταν ως κάτι προσωπικό, ατομικό, εσωτερικό. Θέμα ιδιωτικό που δεν αφορά τη δημόσια σφαίρα. Το 1973 όμως έγινε η γνωστή δίκη Roe v. Wade που αποτέλεσε τη βάση για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων. Ξαφνικά συνειδητοποίησαν ότι όταν αποκοπούν από τον κόσμο, τότε αυτός θα γίνεται ολοένα και πιο αποχριστιανοποιημένος. Αφυπνισμένοι λοιπόν από αυτή τη διαπίστωση υιοθέτησαν σε μεγάλο βαθμό αυτό που ο Guinness ονομάζει «πολιτικοποίηση». Γέννημα αυτής της τάσης ήταν φαινόμενα όπως η λεγόμενη «θρησκευτική δεξιά» και άλλες παρόμοιες προσπάθειες. Το πρόβλημα με αυτή τη στάση δεν είναι ότι ασχολήθηκε με τα ζητήματα που αφορούν την πολιτική, αλλά το ότι υιοθέτησε τις μεθόδους που χρησιμοποιεί η πολιτική. Έτσι γέννησε μίσος, πόλωση, δημιούργησε αντιπάλους, εχθρούς. Υιοθέτησε γλώσσα και τρόπους που είναι ξένοι και αταίριαστοι για ακόλουθους του Χριστού. Σε αντίθεση, με μορφές όπως αυτή του Wilberforce (βρετανού πολιτικού που στις αρχές του 19ου αιώνα κατάφερε την απαγόρευση της δουλείας), που τόνιζαν ότι πρέπει να κάνουμε το έργο του Θεού με τους τρόπους του Θεού, αυτοί έκαναν το έργο του Θεού αλλά με τους τρόπους του κόσμου. Εκτός όμως από αυτό υπήρχε και ένα άλλο στρατηγικό λάθος. Οι Ευαγγελικοί έδωσαν σχεδόν όλη την έμφαση στην πολιτική, αγνοώντας ότι στις σύγχρονες κοινωνίες υπάρχουν δυνάμεις πέρα από την πολιτική που διαμορφώνουν μια κοινωνία, π.χ. ο τύπος, τα ΜΜΕ, το Χόλυγουντ, το πανεπιστήμιο κ.λπ. Με περισσή αφέλεια «ειδωλοποίησαν» την πολιτική, πιστεύοντας ότι μπορεί να καταφέρει κάτι που της είναι αδύνατο να καταφέρει.
Πριν περάσουμε στον «τρίτο δρόμο», ας δούμε το πώς εφαρμόζονται αυτές οι τάσεις στην πατρίδα μας. Η πρώτη τάση είναι αυτή που κυρίως χαρακτηρίζει την Ευαγγελική νοοτροπία και κουλτούρα. Είναι η τάση της απομόνωσης. Πολλοί θεωρούν ότι χριστιανός και πολιτική είναι έννοιες ασύμβατες. Βέβαια το ενδιαφέρον είναι ότι ταυτόχρονα οι ίδιοι θρηνούν για την εκκοσμίκευση της κοινωνίας και τον εκφυλισμό των ηθών. Δεν βλέπουν ότι όσο η εκκλησία αποτραβιέται από τον κόσμο τόσο το κενό που αφήνει γεμίζει από άλλες ιδεολογίες. Από την άλλη υπάρχει η τάση της πολιτικοποίησης. Εδώ βέβαια ως ευαγγελικοί δεν είχαμε στην Ελλάδα τις ανάλογες ευκαιρίες και τη δύναμη. Το προνόμιο αυτό το έχει κυρίως η Ορθόδοξη εκκλησία. Στην Ελλάδα βέβαια η τάση της «πολιτικοποιημένης» εμπλοκής της εκκλησίας με τον κόσμο ακολουθεί άλλη διαδρομή και έχει άλλες ρίζες. Το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο και το βλέπαμε και συνεχίζουμε να το βλέπουμε καθημερινά με ιεράρχες που αν δεν είχαν τα ράσα θα τους περνούσες εύκολα για πολιτικούς που ρητορεύουν. Πρέπει όμως εδώ να κάνουμε μία αυτοκριτική. Ως ευαγγελικοί είχαμε τις επαφές μας με ανθρώπους της πολιτικής. Πώς άραγε τις χρησιμοποιήσαμε; Ως ένας εξ αυτών που συχνά συμμετείχε σε τέτοιες συναντήσεις ομολογώ ότι η έμφασή μας δεν ήταν η πρόκληση για ηθική ακεραιότητα και για διακυβέρνηση δικαιοσύνης ή για τα προβλήματα των μεταναστών αλλά δικά μας «συντεχνιακά» αιτήματα.
Επιστρέφοντας στην ανάλυση του Os Guinness ερχόμαστε στον «τρίτο δρόμο». Τον περιγράφει ως «προφητικό». Δηλαδή, τον δρόμο που χαρακτήριζε τους προφήτες. Τι έκαναν οι προφήτες όταν έβλεπαν τον Ισραήλ να απομακρύνεται από τον Θεό; Το πρώτο είναι ότι αρνιόνταν να ακολουθήσουν οι ίδιοι το δρόμο αυτό. Καλούσαν μαζί τους τους «πιστούς» να αντισταθούν και να ζήσουν διαφορετικά. Να μην υιοθετήσουν τις αξίες και τους τρόπους που επικρατούσαν γύρω τους. Το δεύτερο είναι ότι με θάρρος και ακρίβεια εξηγούσαν στους υπόλοιπους τη σημασία και τις συνέπειες των επιλογών τους, τους έδειχναν το τέλος του δρόμου που ακολουθούσαν. Όπως ο Σαμουήλ, όταν οι Ισραηλίτες ήθελαν βασιλιά. Τους εξήγησε με επιχειρήματα ότι αυτό είναι κάτι κόντρα στο θέλημα του Θεού, και μετά τους παρουσίασε τις συνέπειες των επιλογών τους. Αυτό το έκανε αφήνοντάς τους τελικά οι ίδιοι να επιλέξουν, γνωρίζοντας ότι συχνά ο μόνος τρόπος για να μάθουμε είναι δοκιμάζοντας και βλέποντας το πού κάτι οδηγεί.
Πώς αυτό το «προφητικό» μοντέλο εμπλοκής μάς αφορά; Πώς η ζωή μέσα στην εκκλησία είναι διαφορετική από αυτήν που υπάρχει έξω από αυτήν; Οι αξίες μας, οι επιλογές μας, τα όνειρά μας; Επίσης πόσο καταφέραμε να αρθρώσουμε λόγο και να έχουμε παρουσία σε όλες τις σφαίρες της δημόσιας ζωής; Λόγο που εξηγεί και επιχειρηματολογεί. Λόγο που αναλύει και πείθει.
Ξέρω ότι η συζήτηση είναι τεράστια. Ίσως όμως οι σκέψεις αυτές να είναι αφετηρία για προβληματισμό και στοχασμό.