Η |
παραβολή του ασώτου (Λουκάς 15,11-32) είναι μια περίεργη παραβολή. Όχι επειδή είναι δυσκολονόητη αλλά επειδή εμπεριέχει στοιχεία που δεν πολυτονίζονται ή δεν υπολογίζονται καθόλου. Κι αυτό συμβαίνει επειδή δεν λαμβάνουμε και πολύ υπόψη μας το «γιατί» είπε ο Χριστός τη συγκεκριμένη παραβολή στη συγκεκριμένη εποχή και στους συγκεκριμένους ανθρώπους.
Στην αρχή του 15ου κεφαλαίου του Λουκά, διαβάζουμε πως ο Χριστός είπε αυτή την παραβολή, μαζί μ’ εκείνη του χαμένου προβάτου και της χαμένης δραχμής, στους Φαρισαίους και τους γραμματείς της εποχής του, οι οποίοι οχυρωμένοι πίσω από την υποκρισία και τον νομικισμό τους διαμαρτύρονταν που ο Χριστός δεχόταν αμαρτωλούς (τελώνες, πόρνες και άλλους τελετουργικά ακάθαρτους) και έτρωγε, δηλαδή είχε ανοιχτή επικοινωνία, μαζί τους.
Με την παραβολή του αυτή ο Χριστός θέλει κατ’ αρχάς να τονίσει πόσο ευαρεστεί τον Θεό η επιστροφή ενός αμαρτωλού, και πόσο πρόθυμος είναι να δεχτεί και να ευφρανθεί με τέτοιους ανθρώπους όταν επιστρέψουν μετανοημένοι σ’ αυτόν. Έτσι, ο Χριστός θέλει να παρακινήσει τέτοιους ανθρώπους να μην προσέχουν τι γνώμη έχουν γι’ αυτούς οι γύρω τους αλλά πώς τους υποδέχεται ο Θεός. Θέλει εξάλλου ο Χριστός να μας διδάξει πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε παιδιά του Θεού ως δημιουργήματά του. Όλοι ανήκουμε στην οικογένεια του Αδάμ, κι ο Θεός ήταν πατέρας του ανθρώπου και πριν ο άνθρωπος απομακρυνθεί απ’ αυτόν, και όσον καιρό βρισκόταν μακριά του, και όταν γύρισε και έστρωσε γι’ αυτόν το τραπέζι της βασιλείας. Είναι πατέρας και των αμαρτωλών εκείνης της κοινωνίας εξίσου όσο ήταν πατέρας και των Φαρισαίων που τηρούσαν σχολαστικά τον νόμο, και των γραμματέων που τον ερμήνευαν. Επομένως η συμπεριφορά του μεγάλου αδελφού στην παραβολή, που όταν γύρισε στο σπίτι από τα χωράφια δεν ήθελε ούτε να δει τον άσωτο αδελφό του, είναι ό,τι χειρότερο μπορούσε να κάνει. Κι αυτό έκαναν οι Φαρισαίοι. Το θέμα είναι ότι αυτού του είδους η πατρότητα δεν σώζει τον άνθρωπο. Πρέπει ο Θεός να γίνει και πνευματικός Πατέρας μας, δηλ. να μας δίνει όχι μόνο τη φυσική ζωή αλλά και την πνευματική.
Εκείνο όμως που κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση σ’ αυτή την παραβολή είναι τα λόγια που είπε ο πανευτυχής πατέρας όταν γύρισε ο γιος του. Μαζί με τις διαταγές που άρχισε να εκτοξεύει εδώ κι εκεί στους υπηρέτες να ετοιμάσουν την καλύτερη στολή, το χρυσό δακτυλίδι και ποδήματα, και να σφάξουν το καλύτερο μοσχάρι, έδωσε και μια εξήγηση, για ποιο λόγο όλα αυτά: «Να φάμε και να ευφρανθούμε», τους είπε, «γιατί ο γιος μου ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε» (εδ. 23-24). Το ότι ήταν χαμένος και βρέθηκε το καταλαβαίνουμε. Αλλά τι σημαίνει ότι ήταν νεκρός και αναστήθηκε; Σίγουρα ο νους μας δεν μπορεί να μην πάει στα λόγια του απ. Παύλου που τα λέει σε πιστούς χριστιανούς: «Ήσασταν κι εσείς άλλοτε πνευματικά νεκροί εξαιτίας των παραπτωμάτων και των αμαρτιών σας» (Εφεσίους 2,1). «Κι εσάς, που ήσασταν νεκροί εξαιτίας των αμαρτιών και της ειδωλολατρίας σας, ο Θεός σάς ζωοποίησε μαζί με τον Χριστό. Μας συγχώρησε τα παραπτώματα» (Κολοσσαείς 2,13). Μας έκανε δηλαδή, ο Θεός ό,τι έκανε κι ο πατέρας του ασώτου: μας συγχώρησε. Ο άνθρωπος μακριά από τον Θεό είναι νεκρός αλλά με την έννοια όχι του ότι δεν μπορεί να ασκήσει καμιά πρωτοβουλία. Είναι νεκρός τοις παραπτώμασι και ταις αμαρτίαις, δηλαδή είναι νεκρός επειδή έχει κάνει παραπτώματα και αμαρτίες. Μ’ άλλα λόγια είναι νεκρός πνευματικά, γιατί το πνεύμα του δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον Θεό. Είναι αποκομμένος από τον Θεό που είναι η πηγή της πνευματικής ζωής. Κατά τ’ άλλα μπορεί να κινείται και να αποφασίζει σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή, ανεξάρτητα αν δεν έχει καμιά ελπίδα να ζήσει στην επόμενη ζωή. Οι πρωτόπλαστοι που παρέβηκαν την εντολή του Θεού «πέθαναν» κατά την προειδοποίηση του Θεού την ίδια εκείνη ώρα, με την έννοια ότι έχασαν την επαφή τους με τον Θεό, κρύφτηκαν, δεν μπορούσαν να υπάρξουν στην άγια παρουσία του. Βρίσκονταν ακόμα στον παράδεισο αλλά ήταν κάπου κρυμμένοι στις φυλλωσιές και φοβούνταν τώρα τον Θεό. Ο φυσικός θάνατος του Αδάμ επήλθε μετά από 930 χρόνια, αλλά όλα αυτά τα χρόνια τα ζούσε νεκρός πνευματικά, μακριά από τον Θεό.
Για να ξαναγυρίσουμε στην παραβολή μας: παρόμοια κι ο άσωτος γιος ζούσε νεκρός για τον πατέρα του αφού ο πατέρας του δεν ήξερε πού βρισκόταν, δεν ήξερε ποια ήταν η οικονομική του κατάσταση ή η κατάσταση της υγείας του, δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του –τίποτε απ’ όλα αυτά, όπως κι εμείς δεν ξέρουμε τίποτε αντικειμενικό για το επέκεινα. Μόνο εικόνες έχουμε στον νου μας.
Μας κάνει εντύπωση όμως ότι ο άσωτος, μολονότι «νεκρός», προέβη σε πέντε σημαντικές, αποφασιστικές πρωτοβουλίες για τη ζωή του.
1. Αποφάσισε να φύγει (εδ. 12-13)
Ψυχικά είχε ήδη απομακρυνθεί από τον πατέρα του. Με τον χαρακτήρα που είχε του αντάρτη και του ασυμβίβαστου, όπως θα το λέγαμε σήμερα, πήγε με τον πατέρα του σ’ έναν συμβολαιογράφο, διεκδίκησε το μερίδιό του από την πατρική περιουσία, τη μεταβίβασε νομικά στο όνομά του, πήρε λίγα πράγματα στο σακίδιό του, καβάλησε τη χιλιάρα του και χάθηκε στη στροφή του δρόμου αφήνοντας πίσω του ένα σύννεφο σκόνης.
Τα χαρακτηριστικά της απαίτησης ενός «νεκρού» γιου ήταν τραγικά. Δεν είπε: «πατέρα δώσε μου ένα μικρό μέρος της περιουσίας για δείγμα, να δεις πώς θα το διαχειριστώ, και μετά βλέπουμε». Όχι! «Τα θέλω όλα εδώ και τώρα, ό,τι μου ανήκει». Ο αμαρτωλός άνθρωπος βλέπει τον Θεό μόνο μέσα από τα δώρα που του δίνει ο Θεός. Τα παίρνει, και αγνοώντας τον Θεό κάνει κακή χρήση αυτών των αγαθών. Ο Θεός σού δίνει υλικά αγαθά, υγεία, ευμάρεια, επιτυχίες. Τι τα κάνεις όλα αυτά; Βλέπεις μέσα απ’ αυτά την αγάπη του Θεού για σένα ή τα θεωρείς δεδομένα, ότι σου ανήκουν; Στο χέρι σου είναι να τα διαχειριστείς μακριά από τον Θεό και να οδηγηθείς στην κατάσταση της ασωτίας, όπως ο άσωτος γιος.
2. Αποφάσισε να ζήσει στην ασωτία (13)
Με την ελευθερία που είχε μακριά από την εποπτεία του πατέρα του και ενδεχομένως την καταπίεση του μεγάλου αδελφού του, ο άσωτος γιος ξεχύθηκε στην αμαρτία. Δεν ξέρουμε αν έκανε όλα όσα τον κατηγόρησε αργότερα ο μεγάλος αδελφός, αν δηλ. «κατασπατάλησε την περιουσία του πατέρα του με πόρνες», αλλά συνήθως η κακή, η σπάταλη χρήση των υλικών αγαθών οδηγεί στην πτώχευση. Προηγουμένως όμως ήθελε «να γλεντήσει τη ζωή του».
Ο άνθρωπος μακριά από τον Θεό κατασπαταλάει όλες του τις δυνάμεις, τις πνευματικές του ικανότητες, τις γνώσεις του, την επιστήμη του, τα χαρίσματά του όχι για την εξάπλωση της βασιλείας του Θεού αλλά για τη δική του άνεση, την καλοπέραση, την απόκτηση αγαθών και την επίδειξή τους στους άλλους, την απόλαυση όλων όσα δεν μπορούσε να απολαύσει κάτω από την πατρική στέγη. Μπορεί να κάνει εύκολα φίλους. Όλοι θέλουν να έχουν φίλο έναν που ξοδεύει αφειδώλευτα, που είναι κάποιος στην κοινωνία, που έχει ενδεχομένως δύναμη και προβολή, που είναι έξυπνος, πνευματώδης και ικανός. Έτσι ο άσωτος αντί να διαχειριστεί το μερίδιό του, απλώς το σπατάλησε σ’ αυτή την άσωτη ζωή. Στο χέρι σου είναι φίλε μου να εκτιμήσεις τα δώρα που σου έχει δώσει με αγάπη ο Θεός. Να δεις μέσα απ’ αυτά την αγάπη του και να ζητήσεις να ενωθείς σε κοινωνία μαζί του ώστε όλα αυτά ν’ αξιοποιηθούν, ή να ζήσεις μακριά από τον Θεό και όλα αυτά να εξανεμιστούν.
3) Αποφάσισε να δουλέψει (15)
Και μόλις του τέλειωσαν όλα τα λεφτά, έπεσε μεγάλη πείνα στη χώρα. Οι τράπεζες έκαναν στάση πληρωμών, αλλά και τι να του δώσουν αφού τα είχε φάει όλα… Έτσι, μια τρίτη πρωτοβουλία του νεκρού γιου μέσα στην απελπισία του, ήταν να πάει να ζητήσει κάπου δουλειά. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι «θέσεις εργασίας» χάνονται κι αυτές και η ανεργία ανεβαίνει σε ύψη δυσθεώρητα. Έτσι ο Ιουδαίος νεαρός αποφάσισε να πάει «όπου να ’ναι» για ένα κομμάτι ψωμί και μια στέγη της συμφοράς. Κι έπιασε δουλειά χοιροβοσκός, ό,τι πιο αποτρόπαιο όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για κείνους που άκουγαν την παραβολή του Ιησού, είτε ήταν καθωσπρέπει Φαρισαίοι και γραμματείς είτε τελώνες κι αμαρτωλοί. Οι χοίροι ανήκαν στα τελετουργικά ακάθαρτα ζώα. Ούτε το κρέας τους επιτρεπόταν να τρώγεται. Τους φαντάζομαι να ξινίζουν τη μύτη τους με αποτροπιασμό ακόμα και στη θύμηση της αποφοράς των γουρουνιών όταν βόσκουν ανακατεύοντας τον βούρκο! Χειρότερο σκαλοπάτι δεν μπορούσε να κατέβει ο άσωτος γιος. Κι από πάνω δεν του έδιναν κάτι να φάει και προσπαθούσε να ικανοποιήσει την πείνα του με τα χαρούπια που έτρωγαν οι χοίροι.
Φίλε μου, δεν ξέρω πώς βιώνεις στην αμαρτωλή, την άσωτη ζωή σου μακριά από τον Θεό. Ένα όμως είναι το κύριο χαρακτηριστικό της, που δεν μπορείς να το αρνηθείς: το ανικανοποίητο αυτής της ζωής. Τίποτα δεν μπορεί να ικανοποιήσει το κενό της ψυχής σου, που μπορεί να γεμίσει μόνο με τον Πατέρα Θεό. Στο χέρι σου είναι να μείνεις ένας ρακένδυτος, απορφανισμένος, έρημος κι ανικανοποίητος άσωτος ή να κάνεις μία σκέψη παραπάνω, όπως ο άσωτος γιος: να κάνεις μια σύγκριση της τωρινής σου κατάστασης με την κατάσταση που επικρατεί στο σπίτι του πατέρα.
4) Αποφάσισε να επιστρέψει (18)
Κι εδώ ο άσωτος γιος έκανε μια έξυπνη κίνηση και πήρε μια ανατρεπτική πρωτοβουλία: αποφάσισε να γυρίσει πίσω στο σπίτι του πατέρα. Θυμήθηκε τι καλά που περνούσαν ακόμα και το υπηρετικό προσωπικό, με το φαγητό του, τη δωρεάν στέγη, τον καλό μισθό, τα ένσημα τακτικά στο ΙΚΑ, και σκέφτηκε: όλοι αυτοί χορταίνουν το ψωμί, κι εγώ εδωπέρα πεθαίνω της πείνας. Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου». Δεν ξέρουμε αν είχε τα ναύλα να πληρώσει το εισιτήριο του γυρισμού. Νέος ήταν όμως, ίσως προσπάθησε να γυρίσει με τα πόδια, ίσως κάνοντας όπως παλιά οι νέοι οτοστόπ, ποιος ξέρει. Πάντως γύρισε.
Το μεγάλο μήνυμα της παραβολής είναι ότι ΜΠΟΡΕΙΣ να γυρίσεις. Ο σατανάς έρχεται πολλές φορές και σε απογοητεύει: «Εδώ που κατάντησες, δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω. Βρωμάς, ζέχνεις. Ποιος άρχοντας θα δεχτεί πίσω για γιο του έναν τέτοιο βρωμερό και τρισάθλιο; Δεν έχεις καμιά ελπίδα». Όμως το μήνυμα του Χριστού στους τελώνες και τους αμαρτωλούς που τον άκουγαν κι αυτοί κάπου παράμερα, ήταν ότι «μπορείτε να γυρίσετε. Δεν είναι μόνον οι θρησκόληπτοι Φαρισαίοι στο σπίτι του Πατέρα Θεού –που κι αυτό παίζεται– μπορείτε να ρθείτε κι εσείς»! Ο νεκρός κατά τα άλλα γιος πήρε μια διπλή απόφαση: «αναστάς πορεύσομαι… και ερώ» Αποφάσισε να πάει και να πει στον πατέρα του ότι αμάρτησε στον Θεό και στον ίδιο, κι ότι δεν είναι άξιος πια να λέγεται γιος του, και να τον κάνει σαν έναν από τους εργάτες του, και… και…και… ποιος ξέρει τι άλλο είχε βάλει στο μυαλό του. Για να πάμε σε μια τελευταία πρωτοβουλία:
5) Αποφάσισε να ταπεινωθεί ώς το χώμα (21)
Όλα αυτά που είχε σκεφτεί να πει στον πατέρα του καθώς θα γύριζε, δεν ήταν τίποτε άλλο από μια διάθεση ανεπιφύλακτης ταπείνωσης χωρίς δικαιολογίες και ελαφρυντικά. Κι εκείνο που κάνει εντύπωση είναι ότι δεν κάθισε να το καλοσκεφτεί, να το συζητήσει με το αφεντικό του, μήπως έκανε να πάρει καμιά αποζημίωση, τίποτε καθυστερούμενα ή τίποτε αναδρομικά από το ΙΚΑ. Τίποτε απ’ όλα αυτά. Σηκώθηκε και πήγε πίσω.
Πολλές φορές διάφορες σκέψεις θα έρθουν να σε αποτρέψουν από του να γυρίσεις στον Χριστό. Όμως εσύ πρέπει να δεις την κατάστασή σου την πνευματική και τίποτε άλλο. Μη σκεφτείς τι θα πουν οι φίλοι σου, γιατί δεν έχεις φίλους πια. Μη σκεφτείς τι θ’ αφήσεις πίσω σου, γιατί δεν έχεις τίποτε ν’ αφήσεις. Μη σκεφτείς τι θα πουν οι γείτονες, γιατί αυτοί ό,τι είχαν να πουν το είπαν! Έχεις ξεφτιλιστεί τόσο πολύ, που δεν πάει άλλο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ξεφτίλα από την αμαρτία και την υποδούλωσή της σ’ αυτήν. Αυτό πρέπει να δεις, και να πάρεις την απόφαση να γυρίσεις. Αλλά να γυρίσεις ταπεινωμένος ώς το χώμα. Πολλοί γυρίζουν με απαιτήσεις από τον Θεό: εγώ που ήμουνα καλό παιδί στο Κυριακό Σχολείο ή στην εκκλησία μου, που έδινα τη συνεισφορά μου στην εκκλησία, που ερχόμουνα, πατέρα, και σ’ έβλεπα καμιά φορά…
Οι ερμηνευτές παρατηρούν πολύ εύστοχα πως ο άσωτος δεν πρόλαβε να πει το δεύτερο μέρος αυτού που είχε ετοιμάσει στον πατέρα του. Δεν πρόλαβε να του πει «κάνε με σαν έναν από τους εργάτες σου». Ακριβώς γιατί ο πατέρας μέσα στην ανυπέρβλητη αγάπη του δεν τον δέχτηκε πίσω σαν δούλο του αλλά σαν γιο του, κι άρχισε να δίνει διαταγές για την υποδοχή του. Έτσι ακριβώς δέχεται και ο Θεός τον αμαρτωλό που επιστρέφει.
Έχεις πάει έτσι στον Θεό; Έχεις συνειδητοποιήσει την κατάστασή σου και την αγάπη του ουράνιου Πατέρα που σε περιμένει με ανοιχτή αγκαλιά; Ναι, τώρα είσαι νεκρός για τον Θεό, γιατί δεν έχεις μέσα σου την πνευματική ζωή που εκείνος θέλει να σου χαρίσει. Αλλά είσαι νεκρός για τον Θεό όχι επειδή δεν μπορείς ν’ αποφασίσεις να γυρίσεις πίσω, αλλά επειδή είσαι αμαρτωλός. Ο Θεός όμως μετά το εξιλεωτικό έργο του Χριστού στον σταυρό σε «βλέπει» δίκαιο και σε δέχεται πίσω σαν παιδί του.
Κάποτε ένα σύγχρονος άσωτος γιος έκλεψε το πορτοφόλι του πατέρα του κι έφυγε από το σπίτι. Στην καινούργια του ζωή τα έχασε όλα και βρήκε μπροστά του τοίχο. Κι αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Δεν ήξερε όμως αν ο πατέρας του τον ήθελε πίσω! Έτσι, κάθισε και του έγραψε ένα γράμμα: «Θα περάσω με το τρένο των 12 έξω από το σπίτι μας. Κι αν με θέλεις να γυρίσω, να έχεις κρεμάσει στη μουριά της αυλής μας ένα λευκό πανί. Αν δεν δω το πανί, θα καταλάβω και δεν θα κατέβω στον επόμενο σταθμό. Θα συνεχίσω». Την άλλη μέρα έβγαλε εισιτήριο και πήρε το τρένο του γυρισμού. Και καθώς πλησίαζε στο σπίτι τους και γεμάτος άγχος έσκυψε από το παράθυρο να δει, είδε όλα τα δέντρα του κήπου τους σκεπασμένα με λευκά σεντόνια που ανέμιζαν και προσκαλούσαν τον άσωτο γιο να κατέβει στον επόμενο σταθμό και να γυρίσει στην πατρική αγκαλιά.
Κάπως έτσι, φίλε αναγνώστη, σε περιμένει κι εσένα ο Θεός…
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΣΤΗΡ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2011)