(Ανοιξιάτικο Συνέδριο Νέων 5/5/89. Η ομιλία αφιερώνεται στο Νίκο Νικολάου)
Είναι γνωστό σ’ όλους που ασχολούνται με τις στατιστικές πως η Αγία Γραφή είναι το «μπεστ σέλερ» όλων των εποχών. Πως σε οποιαδήποτε δηλ. χρονική στιγμή είναι πρώτη σε κυκλοφορία σ’ ολόκληρο τον κόσμο και σε μεγάλη απόσταση από το δεύτερο σε κυκλοφορία βιβλίο. Τούτη την επιτυχία της ασφαλώς τη στηρίζει στη δύναμη του Θεού. Που χωρίς αμφιβολία παρακολουθεί, βοηθά κι ανοίγει δρόμους για τη διάδοση του βιβλίου που ο ίδιος έχει εμπνεύσει εκείνους που το έγραψαν και το συγκρότησαν. Και, φυσικά, αφού το περιεχόμενό της είναι εμπνευσμένο από τον υπέρτατο θεϊκό νου, είναι επόμενο να γοητεύει, να συγκινεί και να καθοδηγεί τον άνθρωπο κάθε εποχής. Πιο συγκεκριμένα –και πιο δραματικά- μπορούμε να πούμε πως είναι η αναγεννητική της δύναμη, η δύναμή της ν’ αλλάζει ακόμη και το πιο ελεεινό ανθρώπινο κουρέλι σ’ αληθινό κατ’ εικόνα Θεού δημιούργημα, μια απ’ τις κυριότερες αιτίες –απ’ την πλευρά του ανθρώπου- που τόσο πολύ ζητείται και τόσο πολύ διαβάζεται. Άλλο αν εμείς, οι νέοι η και οι μη νέοι των εκκλησιών -κι αναφέρομαι μονάχα σ’ όσους μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο- τη θυμόμαστε μόνο στη διάρκεια των συνάξεών μας κι ίσως πού και πού φευγαλέα σε κάποιες βιαστικές στιγμές. Πολύ φοβάμαι πως στην έσχατη μέρα πολλοί από τους πεινώντες και διψώντες αυτής της γης θα σηκωθούν και θα μας κατηγορήσουν για την αφθονία των πνευματικών αγαθών μας και για την αδιαφορία και την αμέλειά μας απέναντί της. Αυτά, φευγαλέα και σε παρένθεση. Γιατί το θέμα μας δεν είναι αυτό σήμερα.
Όντας η Αγία Γραφή το αιώνιο θεμέλιο του Θεού για τον άνθρωπο, φυσικό είναι να εκθέτει με τέλειο τρόπο όλες εκείνες τις αιώνιες αξίες που πάνω τους κτίζεται μια τέλεια ανθρώπινη προσωπικότητα, ή και μια τέλεια ανθρώπινη κοινωνία, που φυσικά για να είναι τέλεια θα έπρεπε ν’ αποτελείται μονάχα από τέλειους κατά το δυνατόν ανθρώπους, ενδεχόμενο απίθανο και μάλλον θεωρητικό. Γι’ αυτό και η ανθρώπινη κοινωνία απασχολεί την Αγία Γραφή με έμμεσο μόνο τρόπο, καθώς αυτή αποτελείται από ανθρώπινες προσωπικότητες. Η Αγία Γραφή ζητά ν’ αλλάξει τον άνθρωπο ατομικά, να τον ενώσει με το Θεό, να του δώσει τη θέση και τη σχέση που είχε μαζί Του πριν απ’ την πτώση. Είναι λάθος, και αποτέλεσε ιστορική πλάνη μέσα στους αιώνες, η αντίληψη πως προσπαθεί να διαμορφώσει, να διορθώσει και να τελειοποιήσει τις ανθρώπινες κοινωνίες. Ενώ όμως η Αγία Γραφή δεν επιχειρεί κοινωνικές επαναστάσεις κι αναμορφώσεις, και φυσικά δεν δίνει πολιτικές προτάσεις ούτε προσφέρει πολιτικές λύσεις, αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι περιέχει αξίες αιώνιες που με τη θέληση ή χωρίς τη θέληση των λαών επηρέασαν και διαμόρφωσαν λιγότερο ή περισσότερο τη γενικότερη πορεία ή και πιο συγκεκριμένα τους θεμελιακούς καταστατικούς χάρτες που πάνω τους οικοδομήθηκαν έθνη και πολιτισμοί. Ο Θεός στην Παλιά Διαθήκη έδωσε στους εβραίους της εποχής του Μωυσή –και σ’ όλους εμάς τους κατοπινούς ανθρώπους- το Δεκάλογο που συγκεφαλαιώνει όλα εκείνα που χρειάζεται ο άνθρωπος στη σωστή σχέση του με το Θεό και τους συνανθρώπους του, και που από τότε σαν ηθικός κώδικας ούτε έχουν ξεπεραστεί ούτε καμία μεταβολή σ’ αυτά αποδείχτηκε αναγκαία, παρ’ όλες τις κοσμογονικές κοινωνικές και κάθε είδους αλλαγές που μεσολάβησαν. Μαζί όμως με το Δεκάλογο, ο Θεός θεσμοθέτησε και κανόνες για την κοινωνική συμβίωση ενός ημιάγριου λαού αμαθών κτηνοτρόφων, που απ’ αυτούς τους κανόνες πολλοί προηγμένοι και πολιτισμένοι λαοί πολλά θα είχαν να διδαχθούν. Κλασικό παράδειγμα οι νόμοι που ρυθμίζουν το καθεστώς της δουλείας. Αρκετούς αιώνες αργότερα η τόσο θαυμαζόμενη απ’ όλους εμάς αθηναϊκή δημοκρατία δεν πλησίασε ούτε κατά διάνοια τις ανθρωπιστικές αρχές που ρύθμιζαν τις σχέσεις ανάμεσα στους αφέντες και τους δούλους της εβραϊκής «απολίτιστης» κοινωνίας. Για να μη μιλήσουμε για τη δουλεία στους νεότερους χρόνους, σε άλλους, «χριστιανικούς» αυτή τη φορά λαούς, που αποτελεί στίγμα ακόμη μεγαλύτερο και που δε δικαιολογείται με τίποτε. Γνωστό ακόμα και κλασικό και κοινά παραδεκτό απ’ όλους παράδειγμα οι δημοκρατικές και κοινωνικά προωθημένες αρχές που πάνω τους στηρίχτηκε η γέννηση και διαμόρφωση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, η αναίμακτη εξέλιξη της αγγλικής κοινωνίας σ’ αντίθεση με την αιματοβαμμένη έκρηξη της γαλλικής επανάστασης, και γενικότερα η οικοδόμηση του δυτικού πολιτισμού, η οικονομική ευμάρεια του δυτικού κόσμου και οι δίκαιες κοινωνικές αρχές που άνοιξαν το δρόμο σε μια όλο και δικαιότερη κοινωνία στους τελευταίους αιώνες. Δεν είναι ώρα για ιστορικές και κοινωνικές αναλύσεις, είναι όμως γνωστό σε όσους ασχολήθηκαν με την πολιτική και πολιτισμική ιστορία της δύσης –κι όχι μονάχα βέβαια από τα εγχειρίδια του γυμνασίου ή του λυκείου- πως οι ιδέες της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, του πνευματικού δηλ. κινήματος που γέννησε την ευαγγελική εκκλησία, και ιδιαίτερα ο κλάδος του που ξεκίνησε από τον Ιωάννη Καλβίνο, στάθηκε ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους που πάνω τους κτίστηκε ο σύγχρονος κόσμος, με ό,τι καλύτερο έχει αυτός σήμερα να επιδείξει. Κι είναι χαρακτηριστικό το ότι όσο οι αξίες και οι αρχές της Αγίας Γραφής αποτελούσαν την πρώτη ύλη στο οικοδόμημα των δυτικών κοινωνιών, τόσο η πολιτιστική προκοπή, η κοινωνική ευημερία και η πολιτική δημοκρατία βάθαιναν και πλάταιναν όλο και περισσότερο. Σήμερα ζούμε σημάδια παρακμής σ’ αυτές τις αξίες όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο ανησυχητικά. Κι όσο η ανθρωπότητα απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τις αιώνιες και διαχρονικές αλήθειες του Λόγου του Θεού, τόσο η κατάπτωση και η παρακμή θα έρχονται όλο και με μεγαλύτερα βήματα. Κι ας μη νομιστεί πως τούτες οι σκέψεις αποτελούν υποκειμενικές διαπιστώσεις κι οράματα ενός χριστιανού. Όταν άνθρωποι του πνεύματος άσχετοι με τη χριστιανική πίστη που θαυμάζονται κι ακούγονται σήμερα απ’ όλους, όπως ο περίφημος ιταλός καθηγητής Ουμπέρτο Έκο, συγγραφέας των μπεστ σέλερ «Το Όνομα του Ρόδου» και «Το Εκκρεμές του Φουκώ», παραδέχονται πως ακόμα κι η φανατικά άθεη γαλλική επανάσταση στήριξε τις αρχές της –άθελά της βέβαια- πάνω στη χριστιανική σκέψη και στις χριστιανικές αξίες, έχουμε όλο το δικαίωμα εμείς οι χριστιανοί να διακηρύττουμε περήφανα πως, παρόλο που η Αγία Γραφή δεν απευθύνεται στις ανθρώπινες κοινωνίες και δεν αποβλέπει στο μετασχηματισμό τους, και παρόλο που έχει σαν αποκλειστικό στόχο της τον άνθρωπο, τη λύτρωσή του και την ηθική του αποκατάσταση, είναι τόση η δύναμή της ώστε επηρεάζει, χωρίς να το επιδιώκει, και την πορεία των λαών και των κοινωνιών, και τις διαμορφώνει ευεργετικά και συντελεί στην ανάπτυξη και στην πρόοδό τους.
Αφού λοιπόν η Αγία Γραφή έχει αυτή την ευεργετική και αναγεννητική επίδραση εκεί όπου έμμεσα μονάχα απευθύνεται, στα έθνη και στις κοινωνίες, είναι εύκολο να φανταστεί κανείς πόσο κοσμογονική είναι η επίδρασή της εκεί όπου στοχεύει άμεσα κι αποφασιστικά, στον άνθρωπο δηλ. και στην οργανωμένη κοινωνία των πιστών που η ίδια ονομάζει «εκκλησία του Χριστού». Κι είναι αυτός -ο άνθρωπος και κυρίως ο πιστός- κι αυτή –η εκκλησία του Χριστού- που αποτελεί το ιδιαίτερο αντικείμενο της σημερινής ομιλίας, σε σχέση με το περιεχόμενο και το χαρακτήρα της Αγίας Γραφής, όπως αυτή, η εκκλησία, κι αυτός, ο πιστός, τα αντιλαμβάνονται και τα αξιοποιούν μέσα στη ζωή τους και την πνευματική τους πορεία.
Είπαμε πως η Αγία Γραφή απ’ την πρώτη μέχρι την τελευταία της σελίδα εκφράζει έννοιες και αξίες αναλλοίωτες και διαχρονικές, αναγκαίες και αρκετές για να κάνουν «τέλειο τον άνθρωπο του Θεού, ετοιμασμένο για κάθε αγαθό έργο», σύμφωνα με την έκφραση του αποστόλου Παύλου. Πρώτη και κυριότερη απ’ αυτές η πίστη και η στενή σχέση και εξάρτηση του πιστού από τον Πατέρα Θεό μέσα από τη δύναμη του έργου του Ιησού Χριστού και του Αγίου Πνεύματος, προϋπόθεση απαραίτητη για τα υπόλοιπα καλά έργα και για την αξιοποίηση των υπόλοιπων σπουδαίων εννοιών και αξιών της. Γιατί με αφετηρία τη λύτρωση και τη στενή σχέση με τον Πατέρα και τον Υιό, αυτό που ονομάζεται από την ίδια την Γραφή σαν κατάσταση και σαν αποτέλεσμα «αγιασμός», ξεκινούν ένα σωρό έννοιες και αξίες που σηματοδοτούν την πορεία του χριστιανού είτε ατομικά, είτε ομαδικά, μέσα στην και μέσα από την εκκλησία του Χριστού. Έννοιες και αξίες όπως η αγάπη, η θυσία, η μελέτη της Γραφής, η προσευχή, η καλή μαρτυρία με το λόγο και την ηθική διαβίωση, που αφορούν στο χριστιανό ατομικά, ή έννοιες όπως η ελευθερία και ισότητα, η σωστή σχέση και συμβίωση με τον πλησίον και τον αδελφό, η κοινωνική παρουσία και βοήθεια, η ευεργετική επίδραση στο περιβάλλον ή και πάνω σ’ ολόκληρο το έθνος, που αφορούν σ’ ολόκληρη την εκκλησία του Χριστού σαν ομάδα και σαν κοινότητα. Κι ασφαλώς μια εκκλησία ή μια ομάδα πιστών ή ένας πιστός που παραμελεί ορισμένες απ’ αυτές τις αξίες ή υπερτονίζει μερικές σε βάρος άλλων, κηρύττει μεν και ζει το ευαγγέλιο σε ένα μονάχα ποσοστό μικρότερο ή μεγαλύτερο, οπωσδήποτε όμως όχι το ευαγγέλιο ολοκληρωμένο.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε πως η Αγία Γραφή προβάλλοντας τις ίδιες πάντα αξίες μέσα στα χίλια τόσα χρόνια που μεσολαβούν ανάμεσα στην πρώτη και τελευταία σελίδα της, μπορεί αβίαστα να χαρακτηριστεί σαν ένα βαθιά συντηρητικό βιβλίο. Δεν ξέρω πόσο ο όρος «συντηρητικός», έχοντας αποκτήσει από κάποιες πλευρές μια μάλλον κακή φήμη, ενοχλεί μερικούς απ’ ανάμεσά μας. Προσωπικά είμαι από εκείνους που δεν ενθουσιάζονται και τόσο πολύ με τον όρο και το περιεχόμενό του, όπως τουλάχιστον έχει διαμορφωθεί σήμερα. Γιατί σε πολλές περιπτώσεις ο όρος «συντηρητικός» σημαίνει τον άκαμπτο, τον μη ευέλικτο, τον παλιομοδίτικο και σκονισμένο, τον άτολμο, τον στερούμενο φαντασίας, τον συνώνυμο του κακομοίρη στενοκέφαλου μικροαστού. Είναι λυπηρό που οι αιώνες φόρτωσαν σ’ αυτόν τον όρο όλες αυτές τις ενοχλητικές προσθήκες. Και λυπάμαι γιατί δεν μπόρεσα να βρω άλλον όρο πιο φρέσκο, πιο άφθαρτο, για να χαρακτηρίσω εκείνο το βιβλίο που υποστηρίζει τις ίδιες πάντα αξίες, όχι από στενοκεφαλιά ή από έλλειψη φαντασίας, παρά για τον απλό λόγο ότι έχοντας σαν εμπνευστή από την πρώτη στιγμή τον ίδιο το Θεό, επόμενο είναι οι αξίες που εκφράζει να είναι αρκετές και κατάλληλες για κάθε εποχή και σε κάθε κοινωνία. Πάρτε για παράδειγμα το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαγράφει τις σχέσεις των δύο φύλων η Αγία Γραφή, είτε μέσα στο γάμο, είτε έξω απ’ αυτόν. Και δε μιλάμε μονάχα για τη σεξουαλική σχέση, μα και για τη συναισθηματική, και για την όποια άλλη ανθρώπινη σχέση. Και πείτε μου τι απ’ όλα εκείνα που διατυπώνει η Αγία Γραφή πάνω στο μεγάλο τούτο θέμα έχει ξεπεραστεί από τότε, ύστερα μάλιστα από την πικρή εμπειρία που μας έχει αφήσει η εποχή της λεγόμενης «σεξουαλικής απελευθέρωσης». Και μιλάμε για έναν από τους πιο αμφιλεγόμενους και πιο αμφισβητούμενους τομείς. Πού να μιλήσουμε για αγάπη, για ελευθερία, για ισότητα, για δικαιοσύνη, για θυσία. Αρκετές απ’ αυτές τις έννοιες, όπως η αγάπη, η προσωπική αξιοπρέπεια και η ψυχική καλοσύνη και προπάντων η σχέση του ανθρώπου με το Θεό, υποτιμήθηκαν και έγινε προσπάθεια να εξαφανιστούν στη μεγάλη ρωσική επανάσταση του 1917, ή μάλλον στο πραξικόπημα των μπολσεβίκων που ιδιοποιήθηκαν τη μεγάλη επανάσταση του ρωσικού λαού. Τ’ αποτελέσματα τα ζούμε σήμερα, όπου άνθρωποι έξυπνοι και φωτισμένοι διαπιστώνουν πού είχε οδηγήσει ένας τέτοιος δρόμος και προσπαθούν να ξαναγυρίσουν σε ξεχασμένες και περιφρονημένες αξίες.
Δεν είναι όμως μονάχα «συντηρητικό» βιβλίο η Αγία Γραφή. Γιατί οι ίδιες αναλλοίωτες αξίες που εκφράζει, που μας κάνουν να τη χαρακτηρίσουμε «συντηρητική» ακριβώς επειδή είναι κατάλληλη και επίκαιρη για όποια εποχή και για όποια κοινωνία και για όποιο είδος ανθρώπων, μας αναγκάζουν συγχρόνως οι ίδιες αυτές αξίες να τη χαρακτηρίσουμε και «άκρως προοδευτική». Το είπαμε ήδη πιο πριν, όταν μιλούσαμε για την αποφασιστική συμβολή της στη θεμελίωση του δυτικού πολιτισμού και στην κατάκτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Καθώς μάλιστα προχωρεί η αποκάλυψη του Θεού, οι αρχές και οι αξίες αυτές όλο και εκλεπτύνονται, όλο και περισσότερο εμβαθύνει ο Λόγος του Θεού μέσα σ’ αυτές. Κι ασφαλώς στην τέλεια και πιο ολοκληρωμένη μορφή της προβάλλουν μέσα από τα λόγια και το παράδειγμα του ίδιου του Ιησού Χριστού. Θάταν μάταιο να προσπαθήσουμε μέσα στον τόσο περιορισμένο μας χρόνο ν’ αναλύσουμε το τόσο σημαντικό αυτό κεφάλαιο. Άλλωστε εδώ κι αρκετά χρόνια, σε τούτα ακριβώς τ’ ανοιξιάτικα συνέδρια, έχουμε δει μαζί, εσείς κι εγώ, πόσο σύγχρονη, πόσο προοδευτική, πόσο πιο μπροστά κι από τη δική μας εποχή είναι η διδασκαλία και η προσωπικότητα του Κυρίου, μα και πόσο πιστά προσκολλημένη στις αρχαίες αναλλοίωτες αξίες τις παραδομένες απ’ το Θεό στους ανθρώπους. Κάνουμε, ξέρετε, εμείς οι άνθρωποι, κι ίσως ακόμη περισσότερο οι χριστιανοί, καλόπιστα κι αθέλητα τις πιο πολλές φορές, σύγχυση πάνω σ’ ορισμένες βασικές έννοιες. Μπερδεύουμε το συντηρητισμό με το σκοταδισμό, κι ακόμη την προοδευτικότητα με την τάση γι ανατροπή των πάντων που ζούμε σήμερα, κι αυτό γίνεται είτε από υπερβολικό ζήλο, είτε εσκεμμένα ανακατεύουμε διαχρονικές αξίες που εκφράζει η Αγία Γραφή με ποιητικές της εκφράσεις, με κοινά παραδεκτές κοινωνικές ή επιστημονικές αντιλήψεις της εποχής της, με αναγκαίες πρακτικές «εν τόπω και χρόνω». Στη Γραφή τάχα στηρίχτηκαν κι αυτοί που καταδίκασαν το Γαλιλαίο για τη «βλάσφημη» διατύπωσή του πως κινείται η γη, κι εκείνοι που κορόιδεψαν τον Παστέρ όταν ανακάλυψε τα μικρόβια (γιατί η Γραφή μας αναφέρει σα βάση κάθε αρρώστιας τα κακά πνεύματα, άποψη που στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά συγκρούεται με την ύπαρξη των μικροβίων), ή εκείνοι που ισχυρίστηκαν πως ο άνθρωπος δε θα καταφέρει ποτέ να πατήσει το πόδι του στο φεγγάρι, και φυσικά έγιναν και οι ίδιοι καταγέλαστοι και κατάφεραν και να δυσφημιστεί ο Λόγος του Θεού. Στη Γραφή στηρίχτηκαν κι όσοι δικαιολόγησαν τις αυθαιρεσίες των κάθε μορφής δήθεν «έλεω Θεού» αυταρχικών καθεστώτων, διαστρεβλώνοντας τη γενική διατύπωση του αποστόλου Παύλου «αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού είναι τεταγμέναι» και εξειδικεύοντάς την στη δική τους περίπτωση, φυσικά προς το συμφέρον τους. Στη Γραφή τάχα στηρίχτηκαν κι όσοι από τους χριστιανούς υποστήριξαν τη διάκριση ανάμεσα στις φυλές, προς όφελος πάντα της λευκής φυλής. Είναι εύκολο να διαστρεβλώσεις μια φράση της Αγίας Γραφής και να τη μετατρέψεις δήθεν σε θέλημα του Θεού. «Επικατάρατος ο Χαναάν· δούλος των δούλων θέλει είσθαι εις τους αδελφούς αυτού», είχε πει ο Νώε για τον εγγονό του Χαναάν, όταν έμαθε πως ο πατέρας του, ο Χαμ, δεν του έδειξε τον απαιτούμενο σεβασμό. Πρέπει νάσαι πολύ-πολύ κακόπιστος ή νάχεις πολύ σκοτάδι μέσα στο μυαλό σου για να βγάλεις το συμπέρασμα από τη φράση αυτή, πως θέλημα –ή ίσως κι εντολή- του Θεού αποτελεί η διάκριση ανάμεσα στις φυλές και ο θεσμός της δουλείας. Στην Αγία Γραφή στηρίχτηκαν πολλοί από αυτούς που ευλόγησαν όπλα και ενθάρρυναν πολέμους. Είναι αρκετά χρόνια που είχαμε κάνει μια σχετική ομιλία για τους πολέμους που υπάρχουν στην Παλιά Διαθήκη. Που ανήκουν σε μια τελείως διαφορετική εποχή, πριν από το Χριστό, που εντάσσονται μέσα στο γενικό κλίμα της πτώσης του ανθρώπου, που απλώς τους ανέχεται ο Θεός «δια την σκληροκαρδίαν μας», που δε συμβιβάζονται με την αρχική Του εντολή «ου φονεύσεις», κι ακόμη λιγότερο με το «μακάριοι οι ειρηνοποιοί» και με φράσεις όπως «όστις οργισθή κατά του αδελφού αυτού, ήδη εφόνευσεν αυτόν», του Κυρίου Ιησού Χριστού.(Προσοχή! όχι «όστις οργισθή αναιτίως»! Το «αναιτίως» δεν υπάρχει στα κυριότερα χειρόγραφα!) Θυμάμαι κάποιον άγγλο αξιωματικό του ναυτικού που διηγόταν σε κάποιο φυλλάδιο, πως στη διάρκεια του παγκόσμιου πολέμου προσευχήθηκε και κατάφερε να βυθίσει κάποιο γερμανικό υποβρύχιο. Σα να μην υπήρχαν και μέσα σ’ αυτό πολύτιμες ψυχές, άνθρωποι πλασμένοι «κατ’ εικόνα και ομοίωση» Θεού. Διερωτώμαι μάλιστα τι θα γινόταν αν μέσα στο γερμανικό υποβρύχιο βρισκόταν κάποιος άλλος χριστιανός, που θα προσευχόταν και θα ζητούσε ακριβώς το αντίθετο από τον πρώτο…
Διαχρονικές είναι οι αξίες της σεμνότητας, της ευπρέπειας και της ευσέβειας. Και αναλλοίωτες. Ωστόσο η σεμνότητα και η ευπρέπεια κι η ευσέβεια σε κάποια εποχή εκφράζονται με πλούσια, μακριά μαλλιά, σε κάποια άλλη με κοντά. Σε κάποια εποχή με καπέλο στο κεφάλι, σε κάποια άλλη χωρίς καπέλο. Σε κάποια εποχή το ν’ ακουστεί γυναίκα να μιλά δημόσια αποτελούσε, φαίνεται, προσβολή της δημόσιας αιδούς, στη δική μας θεωρείται απόλυτα φυσικό, και καλά κάνουμε και το θεωρούμε έτσι, γιατί στο μεταξύ με βάση και πάλι το Λόγο του Θεού προχωρήσαμε πολύ στ’ ανθρώπινα δικαιώματα. Το να εκφράζουμε τις αιώνιες αξίες της Αγίας Γραφής με μια γλώσσα ξεπερασμένη που σήμερα δεν ανταποκρίνεται ούτε στις ανάγκες μας ούτε στις αντιλήψεις μας, δεν είναι συντηρητισμός. Είναι σκοταδισμός και προσβολή και δυσφήμιση του Θεού. Κι ο Λόγος του Θεού μας καλεί σ’ ελευθερία, όχι σε σκοταδισμό. Κρατώντας τις αιώνιες αλήθειες και τις αιώνιες αξίες, να προχωρούμε και ν’ αποκαλύπτουμε ολοένα και περισσότερο τους θησαυρούς του θεϊκού Λόγου. Μπορεί οι σκοταδιστές να στήριξαν τάχα τις φυλετικές διακρίσεις και τη δουλεία στη Γραφή, δόξα τω Θεώ όμως που η δουλεία καταργήθηκε με τους αγώνες λίγων έστω, αλλά φωτισμένων χριστιανών, και οι φυλετικές διακρίσεις υποχωρούν με τη συνδρομή και τη βοήθεια και πάλι χριστιανών, που ξέρουν να ερμηνεύουν σωστά τη φράση του αποστόλου Παύλου «δεν είναι πλέον ιουδαίος ουδέ έλλην· δεν είναι δούλος ουδέ ελεύθερος· δεν είναι άρσεν και θήλυ· διότι πάντες είσθε εις εν Χριστώ Ιησού». Μπορεί οι σκοταδιστές να κρατούν μια ρατσιστική στάση απέναντι στις γυναίκες επισείοντάς μας το εδάφιο «η γυνή απατηθείσα έγινε παραβάτις», ή απέναντι σε διάφορες περιθωριακές ομάδες, δόξα τω Θεώ όμως που ο Κύριος Ιησούς Χριστός κατέπληξε την εποχή του με τον τρόπο που αντιμετώπισε τις γυναίκες ή που πρόβαλε σαν παράδειγμα τους περιθωριακούς της εποχής, τους σαμαρείτες (κάποιος πολύ σωστά παρατήρησε πως το ακροατήριο του Ιησού δοκίμασε την ίδια έκπληξη ακούγοντας γα τον καλό σαμαρείτη, σα ν’ ακούγαμε εμείς σήμερα για τον καλό χίππυ ή τον καλό πανκ…). Μπορεί χριστιανοί διαφόρων αιώνων να μην τόλμησαν να ελέγξουν δημόσια την αυθαιρεσία και την αμαρτία των ηγεμόνων , δόξα τω Θεώ όμως για τον Ιωάννη το Βαπτιστή που είχε το θάρρος να καταγγείλει ξεκάθαρα τη μοιχεία του Ηρώδη –και βέβαια το πλήρωσε με το κεφάλι του, τη στιγμή που οι σημερινοί χριστιανοί κανέναν τέτοιο κίνδυνο δεν διατρέχουν- ή για τους αποστόλους που ξεκαθάρισαν τη θέση τους «πρέπει να πειθαρχούμε στο Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους», ή για τους πουριτανούς και τους υπόλοιπους επιγόνους του Ιωάννη Καλβίνου που ήξεραν να ελέγχουν και να βάζουν στη θέση τους τους ηγεμόνες τους, ή για τους ανθρώπους που άλλαξαν με τη χριστιανική σκέψη τους την πολιτική και κοινωνική όψη του δυτικού κόσμου. Το κακό είναι πως τις πιο πολλές φορές οι πιο πολλοί χριστιανοί δε διαβάζουν την Αγία Γραφή με τα μάτια τους όπως τους τάδωσε ο Θεός, παρά πίσω από τους παραμορφωτικούς φακούς των προκαταλήψεών τους, των αξιωμάτων που θέτουν εξαρχής και της παράδοσής τους, ή μπερδεύοντας Παλιά με Καινή Διαθήκη, μωσαϊκό νόμο με διδασκαλία του Χριστού, και δημιουργώντας μια άνευ προηγουμένου τρικυμία μέσα στο κρανίο τους. Θυμάμαι το επιχείρημα που πρόβαλε κάποιος σε κάποια συζήτηση σχετικά με τη χρήση της σύγχρονης μουσικής στο έργο του Θεού: «Ο Μωϋσής όταν ανέβηκε στο όρος Σινά, με ροκ μουσική πήγε να συναντήσει το Θεό;» Τι μπορείς ν’ απαντήσεις σ’ ένα τέτοιο επιχείρημα· απλώς θαυμάζεις και μένεις άφωνος. Και θυμάμαι το άλλο επιχείρημα των πουριτανών της Νέας Αγγλίας στην Αμερική, όταν κάποιος μουσικός προσπάθησε να τους μάθει να ψάλλουν σωστά, χωρίς τονικά και ρυθμικά ολισθήματα, όπως γινόταν μέχρι τότε: «αφού οι πατέρες μας ψάλλοντας μ’ αυτόν τον τρόπο πήγαν τελικά στον ουρανό, γιατί θα πρέπει εμείς να τον αλλάξουμε;»
Έχω την αίσθηση πως η Αγία Γραφή μας τοποθετεί μέσα σ’ ένα μεγάλο, ας πούμε, περιφραγμένο λιβάδι. Έξω απ’ τα όριά του δεν έχουμε δικαίωμα να κινηθούμε. Το λιβάδι όμως είναι αρκετά μεγάλο ώστε να βαδίσουμε σ’ όποια κατεύθυνση θέλουμε, να τρέξουμε, να «βρούμε βοσκή», να νιώσουμε άνετα, να ζήσουμε την αληθινή ζωή, με την παρέα πάντα του Χριστού και των αδελφών μας. Φοβάμαι πως οι αιώνες και η μακροχρόνια παράδοση –λίγο ο Καλβίνος, λίγο οι πουριτανοί, λίγο η βικτοριανή Αγγλία, λίγο ο πιετισμός του 17ου αιώνα με τον υπερτονισμό της προσωπικής εμπειρίας σε βάρος της υπόλοιπης αλήθειας και των υπόλοιπων αξιών, αρκετά η στενόμυαλη θεώρηση ανθρώπων χωρίς φαντασία και με περιορισμένες «κεραίες»- μετέβαλαν το λιβάδι αυτό σε μια ατέλειωτη σειρά από στενά δρομάκια, γεμάτα από περιοριστικές και απαγορευτικές πινακίδες, σύμφωνες με την περιορισμένη νοοτροπία του καθενός. Κακό δεν είναι να έχεις ορισμένες αντιλήψεις, θεολογικές θέσεις κι ερμηνείες του Λόγου του Θεού. Κακό είναι να θέλεις σώνει και καλά να τις επιβάλεις στους άλλους πως «αυτή είναι η αλήθεια, και όλα τ’ άλλα είναι πλάνες», είτε αυτό τους ταιριάζει, είτε τους μιλάει, είτε ανταποκρίνεται στην ψυχοσύνθεσή τους, είτε τίποτε απ’ όλα αυτά. Για αιώνες κι αιώνες οι χριστιανοί στέκονται με αμηχανία μπροστά στο βιβλίο του «Άσματος των Ασμάτων», και διερωτώνται πώς ένα τέτοιο ερωτικό ποίημα περιλήφθηκε στον Κανόνα της Παλιάς Διαθήκης. Και προσπάθησαν να δώσουν διάφορες ερμηνείες σ’ αυτό. Άλλοι είπαν πως αποτελεί αλληγορία της σχέσης του λαού Ισραήλ με το Θεό. Άλλοι είδαν μέσα σ’ αυτό την αμοιβαία αγάπη του Χριστού προς την εκκλησία. Δεν αποκλείεται νάναι και το ένα και το άλλο. Ωστόσο πολύ λίγοι, ελάχιστοι, είδαν τα πράγματα πολύ πιο απλά και πολύ πιο φυσικά: απλούστατα, πέρα από οποιαδήποτε αλληγορική ερμηνεία, είναι ολοφάνερο πως εδώ έχουμε την εικόνα της τέλειας αγάπης ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα, πράγμα που αποτελεί ανυπέρβλητο δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Δεν έκανε λοιπόν τίποτε καινούργιο ή τίποτε φοβερό κάποιος από τους νέους μας όταν έγραψε και τύπωσε ένα τραγούδι αγάπης αφιερώνοντάς το στη γυναίκα του –κι ο ίδιος μόνο ξέρει τι άκουσε για την ιεροσυλία και το κοσμικό του πνεύμα. Σ’ ένα νεανικό υμνολόγιο της δεκαετίας του ’50 των ελεύθερων ευαγγελικών εκκλησιών της Γερμανίας, υπάρχει στο παράρτημα που περιλαμβάνει εξωθρησκευτικά τραγούδια και μια συλλογή από τα πιο όμορφα τραγούδια αγάπης που παρέδωσε η λαϊκή γερμανική μούσα στο γερμανικό λαό. Δεν το αναφέρω σαν παράδειγμα για μίμηση. Γιατί ξέρω πως σαν λαός ούτε πώς ν’ αρχίσουμε ξέρουμε, ούτε πού να σταματήσουμε, και σπάνια ακολουθούμε το μέσο σωστό δρόμο του αληθινού χριστιανικού ήθους. Δεν παύει όμως ν’ αποτελεί ένα παράδειγμα για το πώς ένα δώρο του Θεού ενταγμένο στα σωστά του πλαίσια, μπορεί με θαυμάσιο τρόπο ν’ αξιοποιηθεί από τους χριστιανούς; Κι αν κάποιος ανατριχιάζει γι αυτή την ιερόσυλη ερμηνεία που έδωσα στο Άσμα Ασμάτων, θα του απαντήσω πως αυτό ακριβώς εννοώ όταν λέω πως συνηθίσαμε να διαβάζουμε τη Γραφή κάτω από παραμορφωτικούς φακούς. Μήπως κάτι ανάλογο δε γίνεται και με άλλα κομμάτια της Γραφής, την παραβολή, ας πούμε, του καλού σαμαρείτη; Κάθε καλός ευαγγελικός θεωρεί καθήκον του να προβάλλει την αλληγορική ερμηνεία της: την πραγματοποίηση της σωτηρίας του αμαρτωλού ανθρώπου, που δεν κατάφεραν ούτε ο νόμος –ο λευίτης – ούτε ο κλήρος –ο ιερέας- να φέρουν σε αίσιο πέρας. Και το κατορθώνει μονάχα ο Χριστός –ο καλός σαμαρείτης. Πολύ σωστά· ωστόσο δε βλάπτει πού και πού να διαβάζουμε την περικοπή –κι άλλες παρόμοιες- όπως ακριβώς είναι γραμμένη. Για να θυμόμαστε πως δεν είναι αρκετή μονάχα η ευσέβεια και ο αγώνας για προσωπικό αγιασμό, όταν δεν κουνάμε το δαχτυλάκι μας για να βοηθήσουμε τον συνάνθρωπό μας ή τον αδελφό μας, ή όταν αδιαφορούμε για τα προβλήματά του, ή όταν τον πληγώνουμε και τον αφήνουμε μισοπεθαμένο με τα λόγια και τη συμπεριφορά μας.
Ζούμε σήμερα σε μια «μεταχριστιανική» εποχή, κατά την έκφραση του μεγάλου χριστιανού στοχαστή Φράνσις Σαίφερ. Οι κίβδηλες, δήθεν αξίες που τείνουν ν’ αντικαταστήσουν σ’ όλους τους τομείς τις ανεκτίμητες διαχρονικές αξίες της Αγίας Γραφής, που έχουν σαν αποτέλεσμα όχι την πρόοδο, αλλά την ανατροπή των πάντων, αποδείχνονται καθημερινά ανίκανες να δώσουν σωστές λύσεις στα υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματα και απειλούν όλο και περισσότερο την ανθρωπότητα με καταστροφή.
Δεν ξέρω αν έχετε δει το φιλμ «Η Θυσία» του Αντρέι Ταρκόφσκυ, του μεγάλου ρώσου σκηνοθέτη που πέθανε πριν δυόμισι χρόνια. Ολόκληρο το έργο κινείται μέσα στη σκοτεινή ατμόσφαιρα μιας κάποιας υποθετικής πυρηνικής καταστροφής. Στην αρχή του έργου και στο τέλος του, ακούγεται το θρηνητικό μοτίβο της άριας που ακολουθεί την άρνηση του Πέτρου στα «κατά Ματθαίον Πάθη» του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ: «Σπλαχνίσου με, Κύριε…» Είναι ολοφάνερο πως ο σκηνοθέτης, ένας άνθρωπος με έντονους μεταφυσικούς προβληματισμούς κι ευαισθησίες, θέλει να υποδηλώσει το λαθεμένο δρόμο που ακολουθεί η ανθρωπότητα, και να επισημάνει την επιτακτική ανάγκη της μετάνοιας. Εμείς οι χριστιανοί έχουμε ένα ανεκτίμητο όπλο στα χέρια μας, το Λόγο του Θεού με τις άφθαρτες κι αναλλοίωτες διαχρονικές αξίες του. Χρέος μας είναι ν’ αποδείξουμε, με τη δύναμη του Θεού, πως οι αξίες αυτές είναι κατάλληλες για την εποχή μας, κατάλληλες για έναν προοδευτικό σύγχρονο άνθρωπο, το μοναδικό αντίδοτο στην καθολική ρύπανση που μας περιβάλλει από παντού. Οι ιουδαΐζοντες χριστιανοί ξεκίνησαν σαν ένα πολυάριθμο και δυναμικό κίνημα. Οι εβραϊκής καταγωγής χριστιανοί υπολογίζονται από τον Ωριγένη στα μέσα του 3ου αιώνα γύρω στις 150000. Αν όλοι τους ήτανε και στις ιδέες τους ιουδαΐζοντες, δεν είμαστε σε θέση να το ξέρουμε. Το σίγουρο είναι πως οι εβραίοι χριστιανοί στους κατοπινούς αιώνες εξαφανίστηκαν. Είναι φανερό πως με τις κοντόθωρες και στεγνές πεποιθήσεις τους θάταν αδύνατο να επιζήσουν μπροστά στις πλατιές αντιλήψεις του αποστόλου Παύλου και των συνεργατών του. Να λοιπόν ένα παράδειγμα για αποφυγή. Η Αγία Γραφή είναι ένα βιβλίο κατάλληλο για όλες τις εποχές. Όσο θα υπάρχει πνευματική πείνα πάνω στη γη και λαχτάρα για λύτρωση –και θα υπάρχουν και τα δυο όσο θα υπάρχουν άνθρωποι- η Αγία Γραφή θα εξακολουθεί να τρέφει και να λυτρώνει. Χρέος μας είναι να μην εμποδίζουμε το έργο αυτό στενεύοντας, περιορίζοντας και αλλοιώνοντας το Λόγο του Θεού. Γιατί η Αγία Γραφή είναι ένα βιβλίο χαριτωμένο, σύγχρονο και δροσερό, και σε κάθε εποχή επιφυλάσσει πάντα ευχάριστες εκπλήξεις. Και επιδιώκει, και μπορεί να δημιουργεί ανθρώπους χαριτωμένους, σύγχρονους, πνευματώδεις, ελεύθερους και γεμάτους φρεσκάδα. «Ο διάβολος δεν έχει το δικαίωμα να κρατά όλες τις καλές μελωδίες για τον εαυτό του», είχε πει ο Μαρτίνος Λούθηρος δικαιολογώντας έτσι το δανεισμό κοσμικών μελωδιών για το έργο του Θεού. Παραφράζοντας τη φράση του θα μπορούσαμε να πούμε: «ο διάβολος δεν έχει το δικαίωμα να καπηλεύεται όλες τις ομορφιές κι όλες τις όμορφες ιδιότητες σε βάρος του Θεού και των χριστιανών, που δικαιωματικά τους ανήκουν». Στο χέρι μας είναι να μην τον αφήσουμε να το κάνει.