Ο θάνατος του δικαίου
«Για μένα ο Χριστός είναι ζωή και ο θάνατος είναι κέρδος (Φιλιπ.1:21).
Η ζωή του πιστού είναι φτιαγμένη από το Χριστό, ενώ η ζωή του ασεβούς είναι φτιαγμένη από την αμαρτία.
«Για μένα ο Χριστός είναι ζωή». Ο Χριστός είναι η πηγή της ζωής. Από το Χριστό αντλώ την πνευματική μου ζωή, όπως μια κληματόβεργα αντλεί το χυμό της από τον κορμό (τη ρίζα) του κλήματος (Ιωάν. 15:5). Αυτός στέλνει τη ζωή και το πνεύμα μέσα μου και με σπρώχνει να κάνω το καλό. Δε ζω πλέον εγώ, αλλά μέσα μου ζει ο Χριστός. Έτσι, δε ζω για τον εαυτό μου αλλά για το Χριστό και την εξάπλωση του Ευαγγελίου.
Ο Χριστός για μένα είναι ζωή, και αυτό είναι που θέλω όλοι οι άνθρωποι να γευθούν. Είναι προτιμότερο να πεθάνει κανείς παρά να χάσει την ευκαιρία να γνωρίσει το Χριστό και να πάρει τη Χάρη Του που ανοίγει το δρόμο για τον Ουρανό.
Χωρίς το Χριστό, δεν υπάρχει ζωή, μόνο θάνατος. «Για τον πιστό ο θάνατος είναι κέρδος». Ο πιστός μπορεί να μιλήσει για τα λάθη που έκανε στη ζωή του εδώ, αλλά δε μπορεί να μας μιλήσει για το αιώνιο βάρος δόξας που τον περιμένει μετά θάνατο.
Στη συνέχεια θα αναφέρω μερικά από τα κέρδη που περιμένουν τον πιστό μετά θάνατον.
Οι πιστοί στο θάνατο παίρνουν το έγγραφο απαλλαγής από όλες τις αμαρτίες και τις ανησυχίες τους. Πόσο όμορφη θα είναι εκείνη η ζωή απαλλαγμένη από όλες τις αμαρτωλές σκέψεις και αδυναμίες! Η ζωή αρχίζει με ένα κλάμα και τελειώνει με το στεναγμό που οδηγεί την ψυχή μας στην ανάπαυση, έξω και μακριά από την πίεση και τις ανησυχίες της καθημερινότητας, στο αιώνιο σπίτι!
Θα κερδίσουν την ένδοξη θέα του Θεού. Με αυτόν τον τρόπο τα πνεύματα των δικαίων τελειοποιούνται. Θα δουν το δοξασμένο σώμα του Ιησού Χριστού. Κι αν πιστεύεις ότι είναι θαυμαστό να κοιτάζεις τον ήλιο, σκέψου, πόσο πιο ευλογημένη θα είναι η θέα του Ιησού Χριστού, του ΄Ηλιου της Δικαιοσύνης!
Οι πιστοί στο θάνατό τους θα έχουν μόνο μια θέα, του Θεού, αλλά θα απολαμβάνουν και την αγάπη Του. Στη γη οι πιστοί προσεύχονται για την αγάπη Του και έχουν μερικές σταγόνες απ΄αυτήν. Στον Ουρανό ,όμως θα έχουν τόση αγάπη, όση χωρούν τα αγγεία τους.
Οι πιστοί στο θάνατο θα κερδίσουν ένα ουράνιο παλάτι αχειροποίητο, (Β΄Κορ. 5:1). Στη ζωή αυτή οι πιστοί ζουν σε περιορισμένο χώρο, ζουν σε μικρά σπιτάκια, γιατί εδώ είναι ξένοι και παρεπίδημοι. Στον Ουρανό είναι το πραγματικό τους σπίτι στολισμένο με μαργαρίτες και πολύτιμους λίθους (Κολ. 1:12). Δεν είναι το σπίτι των αφεντικών τους αλλά του πατέρα τους του Ουράνιου (Ιωάν. 14:2)!
Οι πιστοί στο θάνατο θα κερδίσουν τη γλυκιά κατοικία των δοξασμένων αγίων και αγγέλων. Αυτό θα προσθέσει κάτι στην ευδαιμονία του Ουρανού, όπως κάθε άστρο προσθέτει μια λαμπρότητα στον Ουρανό.
Οι πιστοί στο θάνατο θα κερδίσουν τελειότητα στην αγιοσύνη. Η χάρη στη ζωή αυτή είναι στα σπάργανα. Έτσι είναι αδύνατο να γράψουμε μια σελίδα αγιοσύνης χωρίς κάποια κηλίδα. Στη ζωή αυτή οι πιστοί δέχονται «την απαρχήν του Πνεύματος», στο θάνατο θα φτάσουν στην τελειότητα. Η γνώση τους θα είναι ξεκαθαρισμένη, η αγιότητά τους τέλεια, ο ήλιος τους θα φτάσει στη μεσουρανική του λαμπρότητα. Τότε δε θα χρειάζεται να προσεύχονται για αύξηση χάριτος γιατί η αγάπη τους για το Θεό θα είναι τόσο μεγάλη όσο Εκείνος την επιθυμεί. Θα είναι τόσο άγιοι όσο και οι άγγελοι του Θεου. Πόσο ευτυχισμένοι πρέπει να είναι όσοι πεθαίνουν εν Κυρίω! Ο θάνατος γι αυτούς είναι κέρδος. Ο πιστός κοιτάζει πάντα στο τέρμα του δρόμου. Εκεί βρίσκεται το έπαθλο της επουράνιας κλήσεως του Θεού που προσφέρεται μέσω του Ιησού Χριστού.
Ας δούμε τι λέει ένας πιστός:
Η ΕΠΟΥΡΑΝΙΑ ΣΤΕΨΗ
Η νύχτα υποχώρησε
η ημέρα πλησιάζει (Ρωμ. 13:11)
τον ερχομό σου καρτερώ,
τίποτα δε μας σκιάζει. (Ρωμ. 8:31-39)
Φόρεσα το ζωστήρα Σου,
της πίστης την ασπίδα,
τη μάχαιρα του Πνεύματος,
τη δυνατή ελπίδα. (Εφ. 6:16)
Βλέπω αμυδρά στου καναλιού
την αντκρύ την όχθη,
την πρώτη αχτίδα νάρχεται
στου δρόμου μου την όψη.
Και τρέχω τώρα προς τα εμπρός,
στο τέρμα για να φτάσω,
την επουράνια στέψη Σου
θέλω να απολαύσω. (Φιλ. 3:13,14)
Ο Θάνατος του Ασεβή
Υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στο θάνατο του πιστού και το θάνατο του ασεβή. Οι θεοσεβείς είναι οι κερδισμένοι και οι ασεβείς οι χαμένοι στο θάνατο.
Τέσσερα πράγματα χάνουν:
Χάνουν τον κόσμο. Κι αυτό αποτελεί μεγάλη απώλεια για τον ασεβή, γιατί οι θησαυροί του βρίσκονται εδώ στη γη. Έτσι, το χάσιμό τους είναι μεγάλο.
Χάνουν τις ψυχές τους (Ματθ. 16:26,27). Η ψυχή στην αρχική της κατάσταση ήταν ένα πολύτιμο νόμισμα πάνω στο οποίο ο Θεός είχε βάλει τη σφραγίδα Του. Αυτή η ουράνια σφραγίδα είναι το πιο πολύτιμο δώρο στον άνθρωπο. Η ψυχή όμως του αμαρτωλού χάνεται. Οι ψυχές των αμαρτωλών δεν εκμηδενίζονται στο θάνατο αλλά βασανίζονται.
Χάνουν τον Ουρανό. Ο Ουρανός είναι η βασιλική θέση των μακαρίων. Είναι το βασίλειο της ευτυχίας, ο χάρτης της τελειότητας. Εκεί υπάρχει το μάννα που είναι η τροφή των αγγέλων. Εκεί υπάρχει ο κήπος των αρωμάτων, ο ποταμός των απολαύσεων. Οι αμαρτωλοί στο θάνατο τα χάνουν όλα αυτά.
Χάνουν κάθε ελπίδα. Αν και σ’ αυτήν εδώ τη ζωή ζουν στην ασέβεια, ελπίζουν ότι ο Θεός θα τους ελεήσει και θα τους επιτρέψει να μπουν στον παράδεισο. Η ελπίδα τους είναι μάταιη, δε μοιάζει καθόλου με άγκυρα αλλά με το δίχτυ της αράχνης. Στο θάνατο οι ελπίδες τους θα χαθούν. Θα βρουν τους εαυτούς τους πεταμένους στην κόλαση. «κάθε ελπίδα τους θα κοπεί» (Ιώβ 8:14α).
Θεός
Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ
ΕΡΩΤΗΣΗ: ΠΟΣΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΗ ΘΕΟΤΗΤΑ;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τρία πρόσωπα, κι όμως ένας Θεός. «Διότι τρεις είναι οι μαρτυρούντες εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Λόγος, και το Άγιο Πνεύμα, και ούτοι οι τρεις είναι εν» (Α΄ Ιωάννου 5:7).
Ο Θεός είναι ένας, κι όμως υπάρχουν τρία πρόσωπα στη θεότητα. Αυτό είναι ένα μυστήριο. Το φως που υπάρχει στον άνθρωπο δε θα μπορούσε ποτέ να το ανακαλύψει. Όπως είναι θαυμαστό οι δύο φύσεις του Χριστού να είναι σ’ ένα πρόσωπο, έτσι είναι και με τα τρία πρόσωπα που αποτελούν μια Θεότητα. Μπροστά μας βρίσκεται ένας ωκεανός: Ο Πατέρας Θεός, ο Υιός Θεός και το Άγιο Πνεύμα Θεός. Κι όμως δεν είναι τρεις Θεοί αλλά ένας Θεός. Τα τρία πρόσωπα στην ευλογημένη Τριάδα διακρίνονται αλλά δε διαιρούνται. Τρία πρόσωπα, μια όμως ουσία. Αυτό είναι ένας θείος γρίφος, όπου το ένα κάνει τρία και τα τρία κάνουν ένα. Οι στενές μας αντιλήψεις δε μπορούν να συλλάβουν την Τριάδα στην Ενότητα, όπως το τσόφλι του καρυδιού δε μπορεί να χωρέσει όλη τη θάλασσα. Ας το παρουσιάσω αυτό με μια μεταφορά. Στο σώμα του ήλιου, υπάρχει η ουσία του ήλιου, οι ακτίνες και η θερμοκρασία. Οι ακτίνες γεννιούνται από τον ήλιο, η θερμοκρασία προέρχεται και από τον ήλιο και από τις ακτίνες. Κι όμως τα τρία αν και είναι διαφορετικά δε διαιρούνται. Όλα, και τα τρία κάνουν έναν ήλιο. Αυτό συμβαίνει και με την ευλογημένη Τριάδα. Θα σας αναφέρω πρώτα την ενότητα της Τριάδας και κατόπιν για την Αγία Τριάδα στην Ενότητα.
ΠΡΩΤΟΝ: Για την ενότητα στην Αγία Τριάδα
Η ενότητα των προσώπων στη Θεότητα χαρακτηρίζεται από δύο πράγματα.
1) Υπάρχει ταυτότητα στην ουσία. Στην Τριάδα υπάρχει ενότητα στην ουσία.Τα τρία πρόσωπα είναι από την ίδια φύση και ουσία. Έτσι που «στη Θεότητα δεν υπάρχουν βαθμοί». Το ένα πρόσωπο δεν είναι περισσότερο Θεός από το άλλο.
2) Η ενότητα των προσώπων στην Τριάδα συνίσταται στην αμοιβαία αναμεταξύ τους εσωτερική ενότητα. Τα τρία πρόσωπα είναι ενωμένα έτσι που το ένα πρόσωπο βρίσκεται μέσα στο άλλο και τανάπαλιν. «Καθώς Συ, Πάτερ, είσαι εν εμοί και εγώ εν σοι» (Ιωάν. 17: 21).
ΔΕΥΤΕΡΟΝ: Η Τριάδα στην ενότητα
1) Το πρώτο πρόσωπο στην Αγία Τριάδα είναι ο Θεός Πατέρας. Αυτός ονομάζεται το πρώτο Πρόσωπο σε σχέση με τη σ ε ι ρ ά όχι με το α ξ ί ω μ α. Ο Θεός Πατέρας δεν έχει ουσιαστική τελειότητα, που τα άλλα πρόσωπα δεν έχουν. Δεν είναι πιο σοφός, πιο δυνατός από ό,τι είναι τα άλλα πρόσωπα. Υπάρχει προτεραιότητα όχι υπερτερότητα.
2).Το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας είναι ο Ιησούς Χριστός, που γεννήθηκε από τον Πατέρα αχρονολόγητα. «Προ του αιώνος με έχρισεν, απ΄αρχής, πριν υπάρξη η γη. Εγεννήθην ότε δεν ήσαν αι άβυσσοι, ότε δεν υπήρχον αι πηγαί αι αναβρύουσαι ύδατα, πριν τα όρη θεμελιωθώσι, προ των λόφων, εγώ εγεννήθην» Παρ. 8:23-25). Η περικοπή αυτή διακηρύττει την προαιώνια γενεαλογία του Υιού του Θεού. Το δεύτερο πρόσωπο στην Τριάδα, που είναι ο Ιεχωβά, γίνεται ο Ιησούς μας. Η Γραφή Τον ονομάζει «Βλαστόν» του Δαβίδ (Ιερεμ. 23:5). Θα μπορούσα να Τον αποκαλέσω το άνθος της φύσεώς μας. «Διά τούτο πας ο πιστεύων δικαιούται» (Πράξ. 13:39).
3) Το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας είναι το Άγιο Πνεύμα που προέρχεται από τον Πατέρα Θεό και το έργο Του είναι να φωτίζει το νου και να ανάβει ιερά συναισθήματα. Η ουσία του Πνεύματος είναι στον Ουρανό και παντού. Η επίδρασή Του είναι στις καρδιές των πιστών. Το Άγιο Πνεύμα μας δίνει το χρίσμα (Α΄ Ιωάν. 2:20). Αν και ο Χριστός παρέχει χάρη για μας, το Άγιο Πνεύμα είναι που την κατεργάζεται μέσα μας. Αν και ο Χριστός κάνει την αγορά, το Άγιο Πνεύμα μας ασφαλίζει και μας σφραγίζει για την ημέρα της λυτρώσεως. Αναφέρθηκα σύντομα και στα τρία πρόσωπα. Η Τριάδα μπορεί ν’ αποδειχτεί από το Ματθαίο 3:16: «Και βαπτισθείς ο Ιησούς ανέβη ευθύς από του ύδατος, και ιδού, ηνοίχθησαν εις αυτόν οι ουρανοί, και είδε το Πνεύμα του Θεού καταβαίνον ως περιστεράν, και ερχόμενον επ’ αυτόν. Και ιδού φωνή εκ των ουρανών, λέγουσα, Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, εις τον οποίον ευηρεστήθην». Εδώ δίνονται τρία ονόματα σε τρία πρόσωπα. Αυτός που μιλούσε με φωνή απ΄τον ουρανό ήταν ο Θεός Πατέρας. Αυτός που βαφτιζόταν στον Ιορδάνη ήταν ο Υιός Θεός και Αυτός που κατέβαινε απ΄τον ουρανό σε μορφή περιστεράς ήταν το Άγιο Πνεύμα.
ΔΙΔΑΓΜΑ ΠΡΩΤΟΝ: Για αναίρεση. 1) Αυτό αναιρεί τις δοξασίες των Ιουδαίων και των Μωαμεθανών που πιστεύουν μόνο στο πρώτο πρόσωπο της Θεότητας. Αν αφαιρεθεί η διάκριση των προσώπων της Τριάδας τότε καταστρέφεται η λύτρωση. Πώς να ικανοποιηθεί ο Θεός Πατέρας χωρίς Μεσίτη; Ο μεσίτης αυτός είναι ο Χριστός που μας συμφιλιώνει με το Θεό. Ο Χριστός πέθανε και έχυσε το αίμα Του, πώς θα κάνει το έργο Του αυτό το αίμα αν δεν υπάρχει το Άγιο Πνεύμα; Έτσι, αν δεν υπάρχουν τα τρία πρόσωπα στην Αγία Τριάδα, η σωτηρία του ανθρώπου δε μπορεί να πραγματοποιηθεί. Αν δεν υπήρχε το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας δε θα υπήρχε Λυτρωτής, και αν δεν υπήρχε το τρίτο πρόσωπο δε θα υπήρχε Παράκλητος.
2) Αναιρεί την ανίερη γνώμη των οπαδών του Σωσινίου και Αρείου που αρνιούνται τη Θεότητα του Κυρίου Ιησού Χριστού και Το θεωρούν μόνο κτίσμα υψηλού όμως βαθμού. Όπως οι καθολικοί καταστρατηγούν τη δεύτερη εντολή, το ίδιο κάνουν και οι οπαδοί του Αρείου με το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας.
Ο Ιησούς Χριστός είναι ίσος με το Θεό Πατέρα. «Δεν ενόμισεν αρπαγήν το να ήναι ίσα με τον Θεόν» (Φιλ. 2:6). Είναι συν – αιώνιος με το Θεό Πατέρα. «Προ του αιώνος με έχρισεν» (Παροιμίες 8:23). Δεν υπήρχε περίοδος που ο Θεός Πατέρας ήταν χωρίς Υιό και δεν υπήρχε περίοδος που ο Θεός Πατέρας ήταν χωρίς τη δόξα Του, γιατί ο Χριστός «ων απαύγασμα της δόξης αυτού» (Εβρ. 1:3). Είναι ομοούσιος με το Θεό Πατέρα. «Διότι εν αυτώ (τω Χριστώ) κατοικεί παν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2:9). Ο Χριστός όχι μόνο ήταν με το Θεό από την αρχή αλλά ήταν ο ίδιος Θεός. (Ιωάν.1:1). «Ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α΄ Τιμοθ. 3:16). Ο τίτλος του Κυρίου που τόσο συχνά αποδίδεται στο Χριστό στην Καινή Διαθήκη, είναι το αντίστοιχο του τίτλου του Ιεχωβά που υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη, (Δευτερον. 6:5, Ματθ. 22:37). Ο Χριστός είναι συνάναρχος και ομοούσιος με τον Πατέρα Του. «Εγώ και ο Πατήρ έν είμεθα» (Ιωάν. 10:30). Αν δεν ήταν Θεός τότε η διακήρυξη αυτή θα ήταν βλαστήμια. Σας παραθέτω κι άλλες αποδείξεις που φανερώνουν τη Θεότητα του Χριστού.
Α) Οι ένδοξες αμεταβίβαστες ιδιότητες που ανήκουν στο Θεό Πατέρα αποδίδονται και στο Χριστό. Είναι ο Θεός Πατέρας Παντοδύναμος; Και ο Χριστός είναι Παντοδύναμος, (Αποκ.1:8), και δημιουργεί (Κολ. 1:16). Είναι ο Θεός Πατέρας άπειρος και γεμίζει όλους τους τόπους; (Ιερ. 23:24). Το ίδιο είναι αληθινό και με το Χριστό. Όταν ο Χριστός βρισκόταν στη γη με τη σωματική Του παρουσία ταυτόχρονα βρισκόταν και στον κόλπο του Πατέρα με τη θεία παρουσία Του (Ιωάν. 3:13) β)Τα ίδια βασιλικά προνόμια που ανήκουν στο Θεό Πατέρα ανήκουν και στο Χριστό. Δίνει ο Θεός Πατέρας συγχώρηση; Αυτό είναι το στολίδι στο στέμμα του Χριστού. «Συγκεχωρημέναι είναι εις σε αι αμαρτίαι σου» (Ματθ. 9:2.) Και συγχωρεί αμαρτίες με τη δική Του δύναμη και εξουσία. Είναι ο Θεός Πατέρας το αντικείμενο της πίστεως; Αυτό αποτελεί πραγματικότητα και για το Χριστό. (Ιωάν. 14:1). Η λατρεία ανήκει στο Θεό Πατέρα; Το ίδιο και στον Υιό. «Ας προσκυνήσωσιν εις Αυτόν (τον Χριστόν) πάντες οι άγγελοι του Θεού» (Εβρ. 1:6). Όσοι αρνιούνται τη Θεότητα του Χριστού διαστρεβλώνουν την αλήθεια και αρνούνται ότι η Γραφή είναι ο Λόγος του Θεού.
3) Αναιρεί τους οπαδούς του Αρείου που αρνιούνται ότι το Άγιο Πνεύμα είναι Θεός. «Εκείνος, το Πνεύμα της αλήθειας, θέλει σας οδηγήσει εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιωάν. 16:13). Ο Χριστός εδώ δε μιλά για μια ιδιότητα αλλά για ένα πρόσωπο. Ότι το Άγιο Πνεύμα είναι πρόσωπο της Τριάδας φαίνεται και από το γεγονός ότι το Πνεύμα που δίνει διάφορα χαρίσματα λέγεται ότι είναι ο ίδιος Κύριος και ο ίδιος Θεός. (Α΄Κορ. 12:4,5,6). Η ασυγχώρητη αμαρτία, μ΄ένα ιδιαίτερο τρόπο, διαπράττεται ενάντια στη Θεότητα, στο πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος (Ματθ. 12:32). Η μεγάλη δύναμη του Θεού φανερώνεται από το Άγιο Πνεύμα γιατί το Άγιο Πνεύμα αλλάζει τις καρδιές των ανθρώπων. Ο διάβολος ζήτησε από το Χριστό για ν’ αποδείξει ότι ήταν Θεός να μεταβάλει τις πέτρες σε ψωμί. Το Άγιο Πνεύμα φανερώνει τη Θεότητά Του μεταβάλλοντας τις πέτρες σε σάρκα. « Και αποσπάσας την λιθίνην καρδίαν από της σαρκός σας, θέλω δώσει εις εσάς σαρκίνην» (Ιεζεκ. 36:26). Η δύναμη του Αγίου Πνεύματος φανερώθηκε ακόμη και στην ένδοξη σύλληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού (Λουκ. 1:35). Το Άγιο Πνεύμα κάνει θαύματα που ξεπερνούν τη σφαίρα της φύσεως όπως είναι η ανάσταση των νεκρών (Ρωμ. 8:11). Στο Άγιο Πνεύμα ανήκει η θεία λατρεία. Οι ψυχές και τα σώματα είναι ναοί του Αγίου Πνεύματος, (Α΄Κορ. 6:19) και σ’ αυτούς πρέπει να λατρεύεται το Άγιο Πνεύμα. Γι αυτό πρέπει να πιστεύουμε στη Θεότητά Του. Αυτοί που σκόπιμα προσπαθούν να εξαφανίσουν το Άγιο Πνεύμα, τα ονόματά τους θα εξαφανιστούν από το βιβλίο της ζωής.
ΔΙΔΑΓΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ: Για παραίνεση.
Πίστεψε στο δόγμα της Τριάδας των προσώπων – στην ενότητα της ουσίας τους. Η Αγία Τριάδα είναι καθαρά αντικείμενο πίστεως. Ακόμη και η πιο φωτεινή λογική είναι πολύ μικρή να βυθομετρήσει το μυστήριο αυτό. Εκεί όμως που η λογική δε μπορεί να περπατά στα νερά, εκεί η πίστη κολυμπά. Υπάρχουν μερικές αλήθειες στη θρησκεία που μπορούν ν’ αποδειχτούν με τη λογική, όπως η ύπαρξη του Θεού. Η Τριάδα όμως των προσώπων στην ενότητα της ουσίας είναι ολότελα υπερφυσική και πρέπει να γίνει δεκτή με την πίστη. Το ιερό αυτό δόγμα δεν είναι αντίθετο με τη λογική. Είναι πάνω απ’ αυτήν. Κι οι πιο φωτισμένοι φιλόσοφοι που μπορούν ν’ ανακαλύψουν τις αιτίες των πραγμάτων, και μελετούν τη μεγαλοπρέπεια των άστρων, τη φύση των ιαματικών νερών, ποτέ δε θα μπορούσαν και με την πιο βαθιά έρευνά τους ν’ ανακαλύψουν το μυστήριο της Τριάδας. Αυτό είναι θεία αποκάλυψη και πρέπει να γίνει δεκτή με ταπεινή πίστη. Δε μπορούμε να είμαστε καλοί χριστιανοί χωρίς τη σταθερή πίστη στην Αγία Τριάδα.
2) Αν υπάρχει ένας Θεός σε τρία πρόσωπα ας αποδώσουμε ίσο σεβασμό σ’ όλα τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Δεν υπάρχει κανένα απ’ αυτά μεγαλύτερο ή μικρότερο. Ο Πατέρας δεν είναι περισσότερο Θεός από τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Δεν υπάρχουν διαβαθμίσεις και αξιώματα στη Θεότητα. Γι αυτό πρέπει ν’ αποδίδουμε θεία λατρεία σ’ όλα τα πρόσωπα. «Διά να τιμώσι πάντες τον Υιόν, καθώς τιμώσι τον Πατέρα» (Ιωάν. 5:23).
3) Υπάκουσε σ’ όλα τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Υπάκουσε στο Θεό Πατέρα.. Ο ίδιος ο Χριστός, σαν άνθρωπος υπάκουσε στο Θεό Πατέρα. (Ιωάν. 4:34). Πόσο περισσότερο πρέπει να Τον υπακούμε εμείς. (Δευτ. 27:10).
Υπάκουσε στο Θεό Υιό. «Φιλείτε τον Υιόν, μήποτε οργισθή» (Ψαλμ. 2:12). Φιλήστε Τον με το φιλί της υπακοής. Οι εντολές του Χριστού δεν είναι βαρειές (Α΄Ιωάν. 5:3). Όλες οι εντολές Του είναι για το δικό μας καλό και όφελος. Γιατί οι πρεσβύτεροι θα ρίξουν τα στεφάνια τους στα πόδια του Χριστού και προσκυνούν το Αρνίον; (Αποκ. 4:10,11). Για να φανερώσουν την υποταγή τους και να φανερώσουν την προθυμία τους να Τον υπηρετήσουν και υπακούσουν.
Υπάκουσε στο Θεό – Άγιο Πνεύμα. «Το Πνεύμα του Θεού με έκαμε» (Ιώβ 33:4). Κάθε χάρη είναι θείος σπινθήρας που ανάβει στην ψυχή από το Άγιο Πνεύμα. Το Πνεύμα το Άγιο του Θεού αγίασε την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Την ένωσε με τη θεία φύση και έκανε κατάλληλο τον άνθρωπο Χριστό να είναι ο Μεσίτης μας. Αξίζει να υπακούμε στο τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, γιατί είναι Θεός.
Ιερωσύνη
Η Διοίκηση της Εκκλησίας και η Ιερωσύνη
Η εκκλησία την οποία ίδρυσε ο Κύριός μας με τους αγίους Αποστόλους Του είχε σα θεμέλιό της την ισότητα και την αδελφότητα μεταξύ όλων των πιστών. Δεν υπάρχει πια Ιουδαίος ούτε Έλληνας, δεν υπάρχει δούλος ούτε ελεύθερος, δεν υπάρχει άντρας και γυναίκα, γιατί όλοι εσείς είστε ένας, χάρη στον Ιησού Χριστό» (Γαλ. 3:28). Η διοίκηση λοιπόν της Εκκλησίας ήταν δημοκρατική. Κάθε τοπική εκκλησία ήταν αυτοκέφαλη και διοικούνταν από τους προεστώτες της χωρίς να εξαρτάται από καμιά άλλη εκκλησία. Έτσι όλοι οι προεστώτες των διαφόρων τοπικών εκκλησιών ήταν ίσοι μεταξύ τους, καμιά εκκλησία δεν ήταν ανώτερη από την άλλη, ούτε ήταν κάτω από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία κάποιας άλλης εκκλησίας.
Ο λαός, δηλαδή η ολομέλεια κάθε εκκλησίας, ήταν συμμέτοχος στη διοίκηση και την τακτοποίηση όλων των ζητημάτων της εκκλησίας στην οποία ανήκε, και το κυριώτερο καθήκον της ολομέλειας ήταν αυτή να εκλέγει τους προεστώτες και τους διακόνους της, δηλαδή τον κλήρο, οι οποίοι στην αρχή χειροτονούνταν με την επίθεση των χεριών από τους ίδιους τους Αποστόλους, αργότερα δε από άλλους χειροτονημένους λειτουργούς.
Την οργάνωση και τη διοίκηση της πρώτης Εκκλησίας του Χριστού ο Θεός εμπιστεύτηκε σε διάφορες τάξεις εργατών Του. «Και Αυτός είναι που όρισε άλλους μεν Αποστόλους, άλλους Προφήτες, άλλους Ευαγγελιστές και άλλους Ποιμένες και Δασκάλους, με σκοπό τον καταρτισμό των πιστών για την επιτέλεση των διαφόρων υπηρεσιών για την οικοδομή του σώματος του Χριστού» (Εφ. 4:11,12 και Α΄Κορ. 12:28).
Από αυτούς οι Απόστολοι, οι Προφήτες και οι Ευαγγελιστές είχαν, όπως φαίνεται, έκτακτα αξιώματα και υπουργήματα με ειδική αποστολή να διοργανώνουν τις κατά τόπους εκκλησίες και να διαδίδουν τις αλήθειες του Χριστιανισμού, χωρίς να έχουν και την τοπική διοίκηση των διαφόρων Χριστιανικών κοινοτήτων.
Οι Απόστολοι ήταν από τους μαθητές του Κυρίου, τους οποίους είχε εκλέξει ο Ίδιος με σκοπό να διδάξουν τη Χριστιανική θρησκεία σε όλα τα έθνη. Αυτοί ήταν οι αυτόπτες μάρτυρες της ζωής, των παθών και της ανάστασης του Κυρίου από την ημέρα που βαφτίστηκε μέχρι την ημέρα που αναλήφθηκε στον Ουρανό (Λουκ. 24:48), Πράξ. 1:21, 22, 10:39-42, Α’ Κορ. 15:8). Μαζί με το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος είχαν και τη δύναμη να κάνουν θαύματα και την απόλυτη εξουσία σαν αντιπρόσωποι του Κυρίου, να διοργανώνουν την ορατή Εκκλησία Του (Β΄Κορ. 12:12). Όταν έφυγε ο Ιούδας, οι Απόστολοι εξέλεξαν με κλήρο, έπειτα από θεία οδηγία, το Ματθία (Πράξ. 1:26). Ο Απόστολος Παύλος προστέθηκε αργότερα με ειδική επέμβαση του Θεού για να είναι απόστολος των εθνών. Αυτοί ήταν οι δώδεκα απόστολοι, και όταν αυτοί έφυγαν από τη ζωή, τέλειωσε και το υπούργημά τους. Όταν ο απόστολος Ιάκωβος, αδελφός του Ιωάννη, θανατώθηκε, οι άλλοι Απόστολοι δεν εξέλεξαν κανέναν άλλον σα διάδοχό του. Αναφέρονται βέβαια ο Επαφρόδιτος και ο Βαρνάβας με την ονομασία απόστολοι, αλλά με μεταφορική σημασία, σαν απεσταλμένοι και όχι με την επίσημη σημασία της λέξης. Εκείνοι που παρουσιάστηκαν αργότερα και είχαν την αξίωση ότι ήταν και αυτοί απεσταλμένοι από το Θεό, ονομάζονται κατηγορηματικά ψευδαπόστολοι (Β’ Κορ. 11:13).
Οι Προφήτες είχαν ιδιαίτερη έμπνευση του Πνεύματος του Θεού με ειδικό σκοπό να διαφωτίζουν τους πιστούς γύρω από τις βουλές και το θέλημα του Θεού σε σχέση με εκείνα που έμελλε να συμβούν. «Όταν δε έρθει Εκείνος, το Πνεύμα της αλήθειας, θα σας καθοδηγήσει σε όλη την αλήθεια, γιατί δε θα μιλήσει από τον εαυτό Του, αλλά θα πει όσα ακούσει και θα σας αναγγείλει εκείνα που πρόκειται να συμβούν» (Ιωάν. 16:13). Το χάρισμα αυτό της προφητείας δινόταν από το Άγιο Πνεύμα και σε άντρες και σε γυναίκες. Έτσι βλέπουμε ότι ο ευαγγελιστής Φίλιππος είχε τέσσερις θυγατέρες παρθένες που προφήτευαν (Πράξ. 21:9).
Το χάρισμα αυτό της προφητείας συνέχισε ο Θεός να το δίνει στον άνθρωπο μέχρι τότε που έκρινε ότι είχε εκπληρώσει το σκοπό για τον οποίο είχε δοθεί και μετά το απέσυρε και οι προφήτες έπαυσαν να προφητεύουν. Έτσι εκτός των ψευδαποστόλων, όπως είπαμε πριν, παρουσιάστηκαν και πολλοί ψευδοπροφήτες.
Οι Ευαγγελιστές ήταν οι βοηθοί των Αποστόλων στο έργο του κηρύγματος και της οργάνωσης των εκκλησιών. Σαν Ευαγγελιστές γνωρίζουμε τον Τιμόθεο, τον Κρήσπο, τον Τίτο, τον Τυχικό, τον Επαφρόδιτο, το Μάρκο, το Λουκά, το Σιλουανό, το Βαρνάβα, το Σίλα, το Φίλιππο, τον αποστάτη Δημά και ίσως τον Τρόφιμο (Β΄Τιμ. 4:20). Όλοι αυτοί ήταν βοηθοί του Αποστόλου Παύλου, και ασφαλώς θα είχαν τους δικούς τους βοηθούς και οι άλλοι Απόστολοι.
Η παράδοση τοποθετεί τον Τιμόθεο πρώτο επίσκοπο της Εκκλησίας της Εφέσου και τον Τίτο πρώτο επίσκοπο της Κρήτης. Όλα αυτά όμως είναι προσθήκες μεταγενέστερων καλοθελητών γιατί δε συμφωνούν με την Καινή Διαθήκη, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Όταν ο Παύλος κάλεσε στη Μίλητο τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου και τους αποχαιρέτησε, για τελευταία φορά, τους έδωσε λεπτομερείς συμβουλές για τα ιερά τους καθήκοντα και τους προέτρεψε να ποιμάνουν την εκκλησία του Θεού και όλο το ποίμνιο στο οποίο το Άγιο Πνεύμα τους είχε βάλει επισκόπους (Πράξ. 20:17-28). Σ΄αυτή την περίπτωση ο Τιμόθεος, όχι μόνο δεν αναφέρεται καθόλου, αλλά και δεν ήταν δυνατό να περιλαμβάνεται μεταξύ των επισκόπων της Εφέσου, γιατί βρισκόταν σε άλλα μέρη όπου εκήρυττε το λόγο του Θεού.
Στην Έφεσο αναφέρεται ότι συνεργάστηκε, άλλοτε μαζί με τον Παύλο, ο οποίος, επειδή αναγκάστηκε να πάει στη Μακεδονία, παρακάλεσε τον Τιμόθεο να συνεχίσει να παραμένει στην ΄Εφεσο με σκοπό να παραγγείλει σε μερικούς να μη διδάσκουν διαφορετικές διδασκαλίες από τις αλήθειες του Ευαγγελίου (Α΄ Τιμ. 1:3). Και παρακάτω προσθέτει: «Αυτά σου τα γράφω ελπίζοντας να έρθω κοντά σου το ταχύτερον» (Α΄Τιμ. 3:14), και «έως τότε που θάρθω, κοίταξε να καταγίνεις στην ανάγνωση των Γραφών, στην προτροπή της εμψύχωσης των αδελφών και στη διδασκαλία (Α΄Τιμ. 4:13). Από όλα αυτά φαίνεται καθαρά ότι το έργο του Τιμόθεου στην Έφεσο ήταν προσωρινό μέχρι της επιστροφής του Παύλου. Και αυτό επιβεβαιώνεται από τα λόγια του Παύλου «Σπεύσε να έρθεις το ταχύτερο κοντά μου (Β΄Τιμ. 4:9), δηλαδή στη Ρώμη, και πάλι: «Φρόντισε να έρθεις πριν απ’ το χειμώνα» (Β΄Τιμ. 4:21). Υπάρχουν δύο ενδείξεις ότι όταν ο Παύλος έγραψε την δεύτερη επιστολή του στον Τιμόθεο, αυτός δε βρισκόταν καν στην Έφεσο! Η πρώτη είναι ότι ο Παύλος λέει: «Τον Τυχικόν τον έστειλα στην Έφεσο» (Β΄Τιμ. 4:12). Η δεύτερη ένδειξη προκύπτει από την παραγγελία του Παύλου στον Τιμόθεο: «Το επανωφόρι μου, που το άφησα στην Τρωάδα, στο σπίτι του Κάρπου, καθώς έρχεσαι φέρε μου το. Επίσης και τα βιβλία, και συγκεκριμένα τις μεμβράνες» (Β΄Τιμ. 4;13). Προκειμένου να πάει κανείς από την ΄Εφεσο στη Ρώμη, δε χρειαζόταν να περάσει από την Τρωάδα. Έτσι η παράδοση ότι οΤιμόθεος ήταν επίσκοπος στην Έφεσο όχι μόνο δε στηρίζεται σε καμιά απόδειξη, αλλά διαψεύδεται από τα κείμενα της Νέας Διαθήκης.
Το ίδιο πράγμα αληθεύει και για την επισκοπή του Τίτου στην Κρήτη. Ο Απόστολος Παύλος είχε αφήσει τον Τίτο στην Κρήτη με την ειδική εντολή να συμπληρώσει και να οργανώσει τις εκεί κοινότητες των πιστών: «Τίτο, ο σκοπός που σε άφησα στην Κρήτη είναι να συμπληρώσεις τις ελλείψεις και να εγκαταστήσεις πρεσβυτέρους σε κάθε πόλη, σύμφωνα με τις οδηγίες που εγώ σε διέταξα» (Τίτο 1:5). Αλλά μετά από λίγον καιρό, όταν ο Τίτος είχε εκπληρώσει αυτή την αποστολή του, ο Παύλος τον ανακάλεσε από την Κρήτη και του έγραψε: « Όταν σου στείλω τον Αρτεμά ή τον Τυχικό, φρόντισε να έρθεις κοντά μου στη Νικόπολη» (Τίτο 3:12). Και στη Β΄επιστολή που ο Παύλος γράφει στον Τιμόθεο, που θεωρείται και η τελευταία επιστολή του Παύλου, και ασφαλώς μεταγενέστερη της επιστολής που είχε στείλει στον Τίτο, εκεί βλέπουμε ότι ο Τίτος βρίσκεται στη Δαλματία! (4:10)
Από τις μαρτυρίες αυτές ο αναγνώστης βλέπει πόσο ξέφυγε η εκκλησιαστική παράδοση από τη Βιβλική αλήθεια και με το πέρασμα του χρόνου έπλασε ανύπαρκτα πράγματα για να στηρίξει το δογματικό της σύστημα.
Οι Απόστολοι, λοιπόν, οι Προφήτες και οι Ευαγγελιστές ήταν ως αξιώματα, οι έκτακτοι κήρυκες και διοργανωτές της Χριστιανικής Εκκλησίας, προικισμένοι με ειδικά χαρίσματα, και όταν τελείωσαν τη ζωή τους εδώ στη γη, χωρίς να ανανεώσουν τις τάξεις τους, η Εκκλησία έμεινε στη διοίκηση εκείνων που αυτοί είχαν αναδείξει κατά τόπους ως τακτικούς και μόνιμους προεστώτες των Χριστιανικών κοινοτήτων. Και αυτοί οι προεστώτες ήταν οι ποιμένες ή οι πρεσβύτεροι (που ονομάζονταν και επίσκοποι) και οι διάκονοι.
Οι προεστώτες λοιπόν κάθε εκκλησίας λέγονταν πρεσβύτεροι ή επίσκοποι. Από διάφορες μαρτυρίες της Νέας Διαθήκης αποδεικνύεται πέρα από κάθε αντιλογία, ότι οι δύο τίτλοι δε φανερώνουν ότι υπήρχαν δύο εκκλησιαστικοί βαθμοί, όπως καθιερώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου μετά το θάνατο των αποστόλων. Εκτός των πρεσβυτέρων, κάθε κοινότητα ή Εκκλησία είχε και άλλους επιτρόπους για τις υλικές υποθέσεις της, τους διακόνους (Πράξ. 6:1-6) για τη βοήθεια των φτωχών και ό,τι άλλο προέκυπτε. Το υπούργημα των διακόνων δεν ήταν πνευματικό. Οι διάκονοι ήταν σαν τους σημερινούς επιτρόπους με τη διαφορά ότι έπρεπε να έχουν έναν ανώτερο βαθμό ευσέβειας, να έχουν αγνή ζωή και αφοσίωση στην εκκλησία. Η ανάδειξή τους στο αξίωμα του διακόνου γινόταν κατόπιν εκλογής από μέρους «των αγίων», δηλαδή των άλλων πιστών και με τη χειροθεσία των πρεσβυτέρων.
Από τα ανωτέρω προκύπτει χωρίς καμιά αμφιβολία ότι η χριστιανική Εκκλησία, όπως τη διοργάνωσαν οι Απόστολοι του Χριστού, γνώριζε μόνο πρεσβυτέρους (επισκόπους) και διακόνους. Επίσης προκύπτει ότι οι επίσκοποι αυτοί ήταν πολλές φορές περισσότεροι από ένας σε κάθε εκκλησία, ότι τους εξέλεγε η ολομέλεια κάθε τοπικής κοινότητας και κατόπιν χειροτονούνταν από τους Αποστόλους ή από άλλους χειροτονημένους μαθητές, και ότι οι επίσκοποι και διάκονοι ήταν έγγαμοι. Εκτός από αυτά τα υπουργήματα, δε γίνεται λόγος πουθενά για Τρίτη εκκλησιαστική τάξη ή βαθμό. Μάλιστα η γενική προτροπή του Πέτρου προς όλους τους συμπρεσβύτερους με αυτόν τον ίδιο φανερώνει ότι αυτοί ήταν οι μόνοι ποιμένες της εκκλησίας κατά την αποστολική εποχή. Κανένας άλλος εκκλησιαστικός βαθμός και αξίωμα δεν υπήρχε τότε όπως δημιουργήθηκαν αργότερα, ούτε επιβαλλόταν η αγαμία των κληρικών όπως έγινε αργότερα για τα ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα. Όλοι έπρεπε να είναι έγγαμοι. Η προτροπή της Α΄Πέτρου 5:2-4 θα πρέπει να μιλάει στις ψυχές όλων μας. Ας της δώσουμε λίγη προσοχή: «Να ποιμαίνετε το ποίμνιο του Θεού, ανάμεσα στο οποίο βρίσκεσθε, φροντίζοντάς το, όχι επειδή σας το επιβάλλει κάποιος, αλλά με τη δική σας θέληση. Τα κίνητρά σας να μη γίνονται από συμφέρον,αλλά να είναι μια προσφορά μέσα από την καρδιά σας. Ούτε να φέρεσθε αυταρχικά σε αυτούς που σας ανατέθηκε να ποιμάνετε, αλλά να είστε ένα αληθινό παράδειγμα.» ‘Όλα αυτά ο Πέτρος τα απευθύνει στους πρεσβυτέρους όλων των Εκκλησιών για να επισκοπούν.
Υπήρχαν βέβαια κι εκείνοι στους οποίους άρεσαν τα πρωτεία και οι οποίοι έκαναν το μεγαλύτερο κακό στην Εκκλησία. Ένας από αυτούς που παρουσιάστηκε τις μέρες των Αποστόλων ήταν ο Διοτρεφής, στον οποίο αναφέρεται ο Ιωάννης στην Γ’ επιστολή του εδάφια 9 και 10: «έγραψα στην εκκλησία, αλλά ο Διοτρεφής, που του αρέσει να έχει τα πρωτεία, δε μας δέχεται. Γι αυτό όταν έρθω θα του υπευνθυμίσω τα έργα που κάνει, με το να φλυαρεί εναντίον μας με λόγια πονηρά. Και δεν αρκείται σ’ αυτά, αλλά ούτε τους αδελφούς δέχεται, μα κι εκείνους που θέλουν να μπουν στην εκκλησία τους διώχνει.» Υπήρξαν και άλλοι λόγοι που συνετέλεσαν στην ίδρυση της ιεραρχίας, όπως δυστυχώς θα δούμε στη συνέχεια.
Στις διάφορες εκκλησίες υπήρχαν περισσότεροι του ενός πρεσβύτεροι. Συνέβαινε μάλιστα, κάποιος από αυτούς να είναι κατά πολύ ικανώτερος από τους συναδέλφους του, με το να έχει περισσότερη ευγλωττία, ευσέβεια και μόρφωση που οι άλλοι στερούνταν. Έτσι χωρίς να έχει επίσημο βαθμό μέσα στην εκκλησία, ήταν φυσικό να παίρνει μια ξέχωρη θέση στις ενέργειες του πρεσβυτερίου και να αντιπροσωπεύει την εκκλησία του. Κάτι τέτοιο βλέπουμε και στις περιπτώσεις του Πολύκαρπου και Ιγνάτιου που ξεχώριζαν μέσα στους άλλους πρεσβυτέρους.
Μια άλλη περίπτωση είναι εκείνη των εκκλησιών που πολλαπλασιάζονταν με το πέρασμα του χρόνου και δε μπορούσαν να επικοινωνούν μεταξύ τους όσο συχνά συνέβαινε τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού, με αποτέλεσμα να έρχονται σε επαφή μόνο μέσω αντιπροσώπων τους. Έτσι οι αποφάσεις των μεγαλυτέρων πόλεων άρχισαν να γίνονται δεκτές απ’ τους πρεσβυτέρους που στέλνονταν από την περιφέρεια. Και η απλή εκείνη αντιπροσωπεία των πρεσβυτέρων των μεγαλύτερων πόλεων πήρε τη μορφή μιας μόνιμης και επίσημης υπεροχής και εξουσίας στην εκκλησία. Οι επιτήδειοι που φιλοδοξούσαν, κατόρθωσαν να εισχωρήσουν μέσα στην ιερή διακονία και να αποκτήσουν ανάξια το υπούργημα του Επισκόπου. Από τη στιγμή μάλιστα που η χριστιανική Εκκλησία έγινε και θρησκεία του κράτους (επί Μεγάλου Κωνσταντίνου) το κακό απέκτησε τεράστιες διαστάσεις. Οι αλαζονικές αξιώσεις του επισκόπου Ρώμης, επέφεραν το σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Η Ανατολή να μην υστερήσει της Δύσης και να δημιουργήσει τέσσερα πατριαρχεία. Το κάθε πατριαρχείο φρόντισε να πάρει όσο το δυνατό περισσότερους και ανάρμοστους τίτλους για Χριστιανούς. Έτσι, ο άλλοτε «κατά χάρη πρεσβύτερος» της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας τιτλοφορεί τον εαυτό του ως «Μακαριώτατος, και Θειότατος Πάπας και Πατριάρχης της μεγάλης πόλης Αλεξάνδρειας, Λιβύης, Πενταπόλεως, Αιθιοπίας και όλης της Αιγύπτου, Πατέρας πατέρων, Ποιμένας ποιμένων, Αρχιερέας αρχιερέων, τρισκαιδέκατος των Αποστόλων και κριτής της Οικουμένης!» Σκεφτείτε τι θα γινόταν αν πρόσφεραν τους τίτλους αυτούς στον Απόστολο Παύλο – τον Αρχιτέκτονα του Ευαγγελίου – που με τόσο κόπο και τόση στέρηση «μας έδωσε ό,τι και παρέλαβε» (Α΄Κορ. 15:3). Γι αυτό και οι πραγματικοί Χριστιανοί δεν παραδέχονται ότι η Χριστιανική Εκκλησία διατήρησε ανόθευτη τη Χριστιανική Αλήθεια και την αρχική Αποστολική παράδοση μέσα στους αιώνες.
Αφού είδαμε με τα παραπάνω ποιους ηγέτες και προεστώτες διόρισαν οι Απόστολοι στη Χριστιανική Εκκλησία, τώρα θα εξετάσουμε τα καθήκοντα και δικαιώματά τους.
Σήμερα η Ανατολική όπως και η Δυτική Εκκλησία ονομάζει τους λειτουργούς της ιερείς. Διακρίνουμε μάλιστα διάφορες τάξεις ιερέων: «ιερείς, πρωθιερείς, αρχιερείς κ.λπ. Το δε σύνολο των ιερέων ονομάζει ιερατείο, και το υπούργημα όλων αυτών ιερωσύνη. Με το θέμα αυτό της ιερωσύνης θα ασχοληθώ αμέσως γιατί το θεωρώ απαραίτητο.
Πρώτα απ΄όλα σε κανένα σημείο της Καινής Διαθήκης δε βρίσκουμε τους Αποστόλους να χειροτονούν ή ακόμη και να εγκαθιστούν ιερείς. Ούτε στα συγγράμματα των Πατέρων των δύο πρώτων αιώνων γίνεται λόγος περί ιερέων. Η λέξη ιερέας ήταν άγνωστη στην πρώτη Χριστιανική Εκκλησία όχι μόνο ως λειτούργημα, αλλά και ως τίτλος. Οι κληρικοί της Εκκλησίας, όπως είδαμε, ονομάζονταν Πρεσβύτεροι ή Επίσκοποι και Διάκονοι.
Ο Απόστολος Πέτρος Α΄2:5 γράφει: «και σεις οι ίδιοι οικοδομείστε σαν πέτρες ζωντανές συναποτελώντας ένα πνευματικό οίκο και ένα ιερατείο άγιο, έτσι ώστε να προσφέρετε θυσίες πνευματικές, ευπρόσδεκτες στο Θεό μέσω του Ιησού Χριστού.» Το γεγονός ότι ο Απόστολος Πέτρος γράφει στους απανταχού Χριστιανούς της Ασίας αποκλείει κάθε αμφιβολία ότι αναφερόταν στον κλήρο όπως ισχυρίζονται ορισμένοι καλοθελητές. Ο ίδιος Απόστολος συνεχίζει πιο κάτω: «Σεις όμως είστε γένος εκλεκτό, ιερατείο βασιλικό, έθνος άγιο, λαός που απέκτησε ο Θεός για τον εαυτό Του με σκοπό να διαλαλήσετε τις έξοχες ιδιότητες εκείνου που σας προσκάλεσε από το σκοτάδι να βγείτε στο θαυμαστό Του φως (Α΄Πέτρ. 2:9). Επίσης ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη 1:6 ονομάζει όλους τους πιστούς Χριστιανούς ιερείς: «Μας έκανε όλους μας ένα βασίλειο και ιερείς για το Θεό τον Πατέρα Του.» Επίσης Αποκ. 5:10 και 20:6.
Αν και σε κανένα σημείο της Καινής Διαθήκης δε γίνεται νύξη ότι στη Χριστιανική Εκκλησία όπως την ίδρυσαν ο Χριστός και οι Απόστολοί Του υπάρχει ιερατική τάξη, απεναντίας βλέπουμε τον Απόστολο Παύλο στην επιστολή του στους Εβραίους 9:11-12 να κάνει μια θαυμάσια έκθεση και ερμηνεία της μεγάλης θυσίας του Σωτήρα μας ο Οποίος «ως αρχιερέας των μελλοντικών αγαθών μπήκε δια της μεγαλύτερης και τελειότερης σκηνής η οποία δεν είναι χειροποίητη, δεν είναι δηλαδή από τούτο τον κόσμο, μπήκε μια για πάντα στα Άγια των Αγίων όχι με αίμα τράγων και μόσχων αλλά με το δικό Του αίμα και εξασφάλισε αιώνια λύτρωση.» Και συνεχίζει: «Καθότι ο Χριστός δε μπήκε στα Άγια των Αγίων μιας σκηνής που κατασκευάστηκε από ανθρώπινα χέρια και που αποτελούν σύμβολα των αληθινών, αλλά σ’ αυτόν τον Ουρανό, για να εμφανιστεί τώρα μπροστά στο Θεό για μας. Και ούτε μπήκε για να προσφέρει τον εαυτό Του θυσία πολλές φορές, έτσι όπως μπαίνει ο αρχιερέας στα Άγια των Αγίων κάθε χρόνο προσφέροντας ξένο αίμα. Διαφορετικά, θα έπρεπε να είχε πεθάνει πολλές φορές από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος. Τώρα όμως, στο τέλος των αιώνων, φανερώθηκε για μοναδική φορά για να καταργήσει με τη θυσία Του την αμαρτία» (Εβρ. 9:24-26). Γιατί, «Εκεί που υπάρχει άφεση αμαρτιών δε γίνεται προσφορά για αμαρτία» (Εβρ. 10:18). «Έτσι με μια μοναδική προσφορά έχει κάνει τέλειους αυτούς που αγιάζονται (Εβρ. 10:14).
Από τα ανωτέρω γίνεται φανερό ότι ο Χριστός κατάργησε τις θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης, καθώς και το ιερατείο της, και έκανε μια φορά για όλους τους αιώνες τέλεια εξιλέωση όλων των αμαρτιών του κόσμου με τη θυσία του πολύτιμου αίματός Του. Για το λόγο αυτό δε μπορεί να έχει θέση οποιοσδήποτε ιερέας στη Χριστιανική Εκκλησία.
Εξάλλου είναι φανερό και το παραδέχονται όλοι, ότι, για την οργάνωση της Χριστιανικής Εκκλησίας, ο Χριστός και οι Απόστολοι δεν πήραν ως υπόδειγμα το Ναό με τις θυσίες, τις τελετές και το ιερατείο του, αλλά τη συναγωγή με τους δασκάλους της, τη συνάθροιση των πιστών και την κατ’ αυτήν γινομένη διδασκαλία και προσευχή. Με την εμφάνιση του Χριστού, ο Ναός έμελλε να παρέλθει, γιατί όλα εκείνα που συμβόλιζαν οι λατρείες και οι ιεροτελεστίες του Ναού, εκπληρώθηκαν απ΄το Χριστό. Το άθροισμα όμως των πιστών, του νέου πνευματικού λαού του Θεού έμενε και θα μείνει μέχρι συντελείας του αιώνα, και δεν ήταν δυνατό να μείνει σκορπισμένο και ακέφαλο. Γι αυτό το λόγο διοργανώθηκε σε ένα ιδιαίτερο κι αυτοτελές σώμα, και η λατρεία, ελευθερωμένη πλέον από το βαρύ φορτίο των παλιών και εκπληρωμένων τώρα τύπων, έμελλε να φέρει τον άνθρωπο κοντά στο Θεό με τον αναστάντα Σωτήρα και Μεσίτη Ιησού Χριστό. Γιατί «ο Θεός είναι πνεύμα, και οι προσκυνούντες Αυτόν, πρέπει να Τον προσκυνούν πνευματικά και αληθινά» (Ιωάν. 4:24).
Η εισαγωγή λοιπόν ιερέων στη Χριστιανική Εκκλησία, που έγινε μετά τους Αποστολικούς χρόνους, ήταν μια καινοτομία που αντιστρατεύεται και με το δημοκρατικό πολίτευμα της Εκκλησίας και με το Πνεύμα της Καινής Διαθήκης της οποίας μοναδικός μεσίτης είναι ο Χριστός (Εβρ. 9:15).
Κοινωνία
Ο Θεός με οδηγεί να συνεχίσω το γράψιμο πάνω στην ενότητά μας με τον Κύριο που είναι μοναδική βάση της διαθήκης που μας άφησε. Με οδηγεί να ασχοληθώ ξανά με το θέμα της κοινωνίας. Τον ειδικό εκείνο και υπερφυσικό δεσμό που υπάρχει σε μας τους ίδιους, τους άλλους πιστούς και το Θεό. Με το θέμα αυτό έχω ασχοληθεί πολλές φορές, αλλά μια επανάληψη ακόμη, ποτέ δεν βλάπτει. Άλλωστε ο Θεός ρίχνει άπλετο φως στο θέμα αυτό κάθε φορά που το συζητάμε. Τώρα, σα μέλη της συμφωνίας της διαθήκης, έχουμε και ορισμένες ευθύνες απέναντι στο Θεό και το συνάνθρωπό μας. Κι αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να μας ανησυχεί γιατί ο Ίδιος ο Θεός μας έδωσε και τα εφόδια να τις εκπληρώνουμε. Ας ρίξουμε μια ματιά στις Πράξεις των Αποστόλων κεφάλαιο 2, να δούμε ποια ήταν η κοινωνία που είχαν οι τότε Χριστιανοί. Η μελέτη αυτή θα μας βοηθήσει να πάρουμε ό,τι χρειαζόμαστε για την πνευματική μας οικοδομή, αρκεί να δώσουμε λίγη σημασία.
«Πράξεις 2:38-39,» είναι ένα μέρος της ομιλίας που έδωσε ο Απόστολος Πέτρος αμέσως μετά την Πεντηκοστή. Ο Πέτρος τους είπε: «Μετανοήστε κι ας βαφτιστεί ο καθένας σας στο όνομα του Ιησού Χριστού για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες σας, κι έτσι θα λάβετε τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Γιατί η υπόσχεση έχει δοθεί για σας και για τα παιδιά σας και για όλους εκείνους που βρίσκονται μακριά, όσους θα προσκαλέσει ο Κύριος ο Θεός μας.» Γνωρίζουμε και πιστεύουμε ότι Πίστη + τίποτε άλλο = Σωτηρία. Γνωρίζουμε επίσης πόσο σπουδαία είναι η μετάνοια των αμαρτιών. Όπως και αν έχουν τα πράγματα όμως, μπορεί να μην έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ο τόπος διαμονής του Αγίου Πνεύματος (επειδή δεν είναι ορατός) είναι εξίσου σπουδαίος. Και τούτο επειδή το Άγιο Πνεύμα είναι εκείνο που μας επιτρέπει να έχουμε πλήρη αντίληψη στις διδασκαλίες του Θεού και μια συνεχή δίψα για όλα αυτά που μας διδάσκει. Ακόμη, το θάρρος να ζούμε μια ζωή «εν Χριστώ» ενάντια στις προκλήσεις του εχθρού της ψυχής.
Αυτό που ακολουθεί είναι Πράξεις 2:40-42 που περιγράφει την επείγουσα ανάγκη να γίνει αυτή η υπόσχεση της αφοσίωσής μας στο Θεό και πώς οι άνθρωποι της πρώτης εκκλησίας καθοδηγούνταν να αρχίζουν τη ζωή τους με κοινωνία. « Ο Πέτρος με πολλά λόγια τους εξόρκιζε και τους προέτρεπε λέγοντάς τους: «Γλιτώστε από τη γενιά αυτή την διεστραμμένη.» Εκείνοι, αφού δέχτηκαν τα λόγια του Πέτρου με χαρά, βαφτίστηκαν, και την ημέρα εκείνη προστέθηκαν στη στρατευόμενη εκκλησία του Θεού τρεις περίπου χιλιάδες ψυχές. Και όλοι αυτοί ήταν προσηλωμένοι με πιστότητα στη διδασκαλία των αποστόλων, στην κοινωνία μεταξύ τους, στην κλάση του άρτου και στις προσευχές.» Έκπληξη δημιουργεί το γεγονός ότι οι άνθρωποι που ζουν σε κοινωνία δεν είναι πλέον μόνοι τους γιατί στηρίζουν ο ένας τον άλλο. Αυτό είναι κάτι που οι κοσμικοί άνθρωποι το βλέπουν καθημερινά, αλλά δεν το αντιλαμβάνονται. Εκτός και η προσευχή τους, «Την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος αιτησόμεθα,» γίνει με ειλικρινή πίστη. Τότε θα έχουμε κοινωνία με το Θεό και το συνάνθρωπό μας.
Καθώς συνεχίζουμε τη μελέτη μας βλέπουμε στις Πράξεις 2: 43-45 ότι «πολλά και εκπληκτικά θαύματα γίνονταν μέσω των αποστόλων και κάθε άνθρωπος είχε καταληφθεί από φόβο. Ότι όλοι οι πιστοί ήταν μαζί και τα είχαν όλα κοινά. Ακόμη και τα χτήματα που είχαν και τα υπάρχοντά τους τα πουλούσαν, και τις εισπράξεις τις μοίραζαν μεταξύ τους σύμφωνα με τις ανάγκες που είχε ο καθένας τους.» Μ’ αυτό δε συνιστώ ότι πρέπει να κάνουμε κι εμείς το ίδιο στους καιρούς που ζούμε σήμερα, αλλά να υπενθυμίσω τον ενθουσιασμό και την ενότητα που διέκρινε τους πρώτους Χριστιανούς που όσο πιο μεγάλη ήταν η κοινωνία μεταξύ τους, τόσο πιο πολύ μεγάλωνε η αγάπη τους να πλησιάσουν το Θεό με αγνή καρδιά και να Τον υπηρετήσουν (Ρωμ. 15:26).
Διαβάζουμε ακόμη στις Πράξεις 4:33-25 ότι: «Με μεγάλη δύναμη και κύρος οι απόστολοι έδιναν τη μαρτυρία τους για την ανάσταση του Κυρίου Ιησού και ότι πάνω σε όλους υπήρχε μια ξεχωριστή θεία χάρη. Γι αυτό και δεν υπήρχε κανένας ανάμεσά τους που να στερείται τα αναγκαία. Γιατί όσοι ήταν ιδιοκτήτες χωραφιών ή σπιτιών, τα πουλούσαν κι έφερναν το αντίτιμό τους και το έθεταν στη διάθεση των αποστόλων. Κατόπιν διανεμόταν στον κάθε ένα σύμφωνα με την ανάγκη που είχε.» Αυτή ήταν η αξία που οι τότε πιστοί έδιναν στην προσπάθειά τους να κάνουν πιο ζωντανή την κοινωνία ανάμεσά τους!
Η περιορισμένη αντίληψη που ο άνθρωπος έχει κάνει τα πράγματα να φαίνονται άσχημα. Δε μπορεί να καταλάβει ότι οι δοκιμασίες και η στέρηση που πολλές φορές αντιμετωπίζει είναι για τη δόξα του Θεού. Τέτοια δυστυχώς ήταν η κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Ιερουσαλήμ τις μέρες εκείνες. Στη Β΄Κορ. 8:1-4, 13-15 διαβάζουμε: «Σας πληροφορούμε, αδελφοί, για τη χάρη του Θεού που έχει δοθεί στις εκκλησίες της Μακεδονίας, ότι αν και δοκίμαζαν μεγάλη θλίψη, η περισσή χαρά τους και η απερίγραπτη φτώχεια τους απέδειξαν τον πέρα από κάθε μέτρο πλούτο της γενναιοδωρίας τους. Γιατί μέσα στις δυνατότητές τους αλλά και πέρα από αυτές, σας βεβαιώνω ότι προσφέρθηκαν με δική τους πρωτοβουλία να βοηθήσουν, θερμοπαρακαλώντας μας επίμονα να δεχτούμε το δώρο τους και τη συμμετοχή τους στη βοήθεια των αναγεννημένων Χριστιανών της Ιερουσαλήμ… Ταυτόχρονα, δεν πρέπει σε άλλους να εξασφαλιστεί άνεση κι εσείς να υποφέρετε, αλλά να γίνεται η εισφορά στη βάση της ισότητας. Στην προκειμένη περίπτωση το δικό σας περίσσευμα να καλύψει το υστέρημα εκείνων, ώστε σε άλλη περίπτωση το δικό τους περίσσευμα να καλύψει το δικό σας υστέρημα, έτσι που να επιτευχθεί ισότητα. Όπως άλλωστε το λέει η Γραφή: «Εκείνος που σύναξε πολύ, δε δημιούργησε πλεόνασμα, κι εκείνος που σύναξε λίγο, δεν παρουσίασε έλλειψη.»
Η παροχή ελεημοσύνης στους φτωχούς είναι μια βασική θεωρία του Ιουδαϊσμού, όπως είναι και του Χριστιανισμού. Όλα αυτά αποκαλύπτουν ότι το θέλημα του Θεού είναι να αγαπάμε και να φροντίζουμε τους πιστούς συνανθρώπους μας κρατώντας έτσι τη συμφωνία της διαθήκης Του. Χρειάζεται να θυμόμαστε ότι υπάρχει μεγάλη χαρά όταν δίνουμε, όπως υπάρχει και ανακούφιση όταν παίρνουμε την ώρα της ανάγκης.
Προσευχή:
Κύριε, πολλοί άνθρωποι στον κόσμο δε γνωρίζουν τη χαρά και ανακούφιση που μπορεί να υπάρξει σε μια σχέση ζωντανής κοινωνίας. Δε γνωρίζουνε ότι υπάρχει χαρά με το να βοηθάμε άλλες ψυχούλες να σταθούν στα πόδια τους και να βρουν ανακούφιση. Ούτε αντιλαμβάνονται πόσο όμορφο είναι όταν η ανέχεια χτυπά την πόρτα κάποιων ανθρώπων να βρεθεί κάποιος ή κάποιοι να τους προσφέρουν βοήθεια. Δε μας έπλασες να ζούμε μόνοι, αλλά μας έφερες στην επίγνωση της θείας αλήθειας που μιλάει για αγάπη, φροντίδα, αλληλεγγύη και ισότητα. Εάν δεν υπήρχε η φτώχεια των Ιουδαίων, η φιλανθρωπία των κατοίκων της Μακεδονίας και Αχαϊας δε θα είχε ποτέ γίνει γνωστή και ενεργοποιηθεί με έναν τόσο πρακτικό τρόπο. Και είναι αυτές εδώ οι στερήσεις που μας βοηθούν να δούμε τα πάντα πιο καθαρά, και ιδιαίτερα ότι πίσω και πάνω από όλα αυτά βρίσκεται η δική Σου δικαιοσύνη στην οπία τοποθετούμε με απόλυτη ασφάλεια την πίστη μας. Τίποτε δε θα ήταν κατορθωτό, αν δεν υπήρχε η δική Σου αγάπη και φροντίδα. Σε Σένα προσφέρουμε την πιο θερμή αγάπη, τη λατρεία, την πίστη, την εμπιστοσύνη, την υποταγή, τη δόξα, την τιμή και προσκύνηση. Στο όνομα του Ιησού Χριστού. Αμήν.
Η Λατρεία που ευαρεστεί το Θεό
Να αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου, μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλο το νου σου και μ’ όλη τη δύναμή σου
Μάρκος 12:30
Ο Θεός θέλει ολόκληρο το είναι σου.
Ο Θεός δε ζητά ένα μέρος της ζωής σου. Ζητά ολόκληρη την καρδιά σου, ολόκληρη την ψυχή σου, ολόκληρο το νου σου κι ολόκληρη τη δύναμή σου.
Ο Θεός δεν ενδιαφέρεται για μισή αφιέρωση, για μερική υπακοή και για τα απομεινάρια του χρόνου και των χρημάτων σου. Ζητά την ολοκληρωτική αφιέρωσή σου κι όχι θραύσματα της ζωής σου.
Κάποτε μια γυναίκα Σαμαρείτισσα προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει με τον Ιησού για το ποιος είναι καλύτερος τόπος, χρόνος και τρόπος λατρείας, κι ο Ιησούς απάντησε ότι αυτά τα εξωτερικά στοιχεία είναι εντελώς αδιάφορα. Δεν έχει σημασία το πού λατρεύεις, αλλά το γιατί λατρεύεις και πόσο από τον εαυτό σου προσφέρεις στο Θεό, όταν Τον λατρεύεις. Υπάρχει σωστός και λανθασμένος τρόπος λατρείας. Η Αγία Γραφή λέει: «… να λατρεύουμε το Θεό με τρόπο ευάρεστο σ’ αυτόν» (Εβρ. 12:28). Η λατρεία που ευαρεστεί το Θεό έχει τέσσερα χαρακτηριστικά στοιχεία:
Ο Θεός ευαρεστείται, όταν η λατρεία σου είναι ορθή. Πολλοί άνθρωποι λένε: «μου αρέσει να φαντάζομαι το Θεό σαν…» και μετά αποκαλύπτουν τις απόψεις τους για το Θεό που θα ήθελαν να λατρεύουν. Όμως το ζητούμενο δεν είναι να φτιάξουμε τη δική μας βολική ή «πολιτικά ορθή» εικόνα για το Θεό και αυτήν να λατρεύουμε. Τότε γινόμαστε ειδωλολάτρες.
Η λατρεία πρέπει να βασίζεται στην αλήθεια των Γραφών, όχι στις δικές μας γνώμες για το Θεό. Ο Ιησούς είπε στη Σαμαρείτισσα: «Οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν τον Πατέρα με πνεύμα και με αλήθεια, επειδή, ο Πατέρας τέτοιου είδους ζητάει να είναι εκείνοι που τον προσκυνούν» (Ιωάννη 4:23).
Λατρεύεις «με αλήθεια», όταν λατρεύεις το Θεό που αποκαλύπτεται μέσα στην Αγία Γραφή.
Ο Θεός ευαρεστείται όταν η λατρεία μας είναι γνήσια. Όταν ο Ιησούς μίλησε για λατρεία «με πνεύμα», δεν αναφερόταν στο Άγιο Πνεύμα, αλλά στο δικό σου πνεύμα. Όντας πλασμένος κατά την εικόνα του Θεού, αποτελείς μια πνευματική ύπαρξη που κατοικεί μέσα σ’ ένα υλικό σώμα. Το πνεύμα σου είναι δημιουργημένο για να επικοινωνεί με το Θεό και κατά τη λατρεία έρχεται σε επαφή με το Πνεύμα του Θεού.
Όταν ο Ιησούς είπε: «να αγαπάς το Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου», εννοούσε πως η λατρεία πρέπει να είναι γνήσια και βγαλμένη από την καρδιά. Το ζητούμενο δεν είναι να χρησιμοποιείς τις σωστές λέξεις, πρέπει να εννοείς αυτά που λες. Δοξολογία που δεν πηγάζει από την καρδιά δεν είναι δοξολογία! Είναι άχρηστη και αποτελεί προσβολή για το Θεό.
Όταν λατρεύουμε, ο Θεός προσπερνά τα λόγια μας και ερευνά τη στάση της καρδιάς μας. Ο Θεός έχει πει πως: «Ο άνθρωπος βλέπει τα φαινόμενα, εγώ όμως βλέπω την καρδιά». (Α΄Σαμ 16:7β).
Η λατρεία, έχοντας στόχο να προσφέρει ευχαρίστηση στο Θεό, ενεργοποιεί ταυτόχρονα και τα δικά σου συναισθήματα. Ο Θεός σου έχει χαρίσει συναισθήματα για να μπορείς να Τον λατρεύεις από τα βάθη της καρδιάς σου – όμως αυτά τα συναισθήματα πρέπει να είναι πηγαία και όχι επίπλαστα. Ο Θεός μισεί την υποκρισία και δε συγκινείται από τις λαμπερές, «θεατρικές» εκδηλώσεις και την ψεύτικη λατρεία. Επιθυμεί την ειλικρινή και αληθινή αγάπη σου. Μπορεί η λατρεία μας να μη χαρακτηρίζεται από την τελειότητα, αλλά δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται από ανειλικρίνεια. Είναι κατανοητό, ωστόσο, πως η ειλικρίνεια από μόνη της δεν αρκεί, αφού η ειλικρινής πρόθεση δε μας διασφαλίζει από τα λάθη. Γι αυτό, το πνεύμα και η αλήθεια είναι εξίσου απαραίτητα. Η λατρεία πρέπει να είναι ορθή και γνήσια. Η λατρεία που ευαρεστεί το Θεό εμπεριέχει συναίσθημα αλλά και δογματική ορθότητα. Χρησιμοποιούμε εξίσου την καρδιά και το μυαλό μας.
Σήμερα πολλοί συγχέουν τη συναισθηματική ευφορία και συγκίνηση που τους προξενεί η μουσική με την ενέργεια του Πνεύματος, αλλά αυτά τα δύο δεν είναι ταυτόσημα. Αληθινή λατρεία προσφέρεται όταν το πνεύμα σου ανταποκρίνεται στο Θεό κι όχι σε κάποια μουσική σύνθεση. Στην πραγματικότητα μερικοί υπερβολικά συναισθηματικοί, «ενδοστρεφείς» ύμνοι εμποδίζουν τη λατρεία, επειδή, αντί να εστιάζουν στο Θεό, εστιάζουν στα συναισθήματά μας. Αυτό που πάνω από κάθε τι άλλο διασπά την προσοχή σου κατά τη λατρεία είναι ο εαυτός σου – οι επιθυμίες σου και οι ανησυχίες σου για το τι σκέφτονται οι άλλοι για σένα.
Οι χριστιανοί συχνά διαφωνούν για το ποιος είναι ο πιο κατάλληλος ή ο πιο γνήσιος τρόπος δοξολογίας του Θεού, αλλά οι διαφωνίες αντανακλούν συνήθως διαφορές του χαρακτήρα τους, του περιβάλλοντος από το οποίο προέρχονται, και της παιδείας τους. Στη Βίβλο αναφέρονται πολλοί τρόποι έκφρασης της λατρείας μας προς το Θεό, όπως η εξομολόγηση, η υμνωδία, οι χαρούμενες φωνές, η λατρευτική στάση του σώματος, η γονυκλισία, ο χορός, οι κραυγές χαράς, η ομολογία της πίστης, το παίξιμο μουσικών οργάνων και η ύψωση των χεριών (Εβρ. 13:15, Ψαλμ. 7:17, ΄Εσδ. 3:11, Ψαλμ. 149:3, 150:3, Νεεμ. 8:6). Ο καλύτερος τρόπος για να λατρεύσεις το Θεό είναι εκείνος ο οποίος εκφράζει με τη μεγαλύτερη γνησιότητα την αγάπη σου για Εκείνον, ενώ συγχρόνως ταιριάζει με την προσωπικότητα που σου έδωσε ο Θεός και την κουλτούρα σου.
Ο φίλος μου ο Gary Thomas παρατήρησε ότι πολλοί χριστιανοί μοιάζουν παγιδευμένοι σε μια λατρευτική τελετουργία – μια ρουτίνα που δεν τους γεμίζει – αντί να απολαμβάνουν μια ζωντανή φιλία με το Θεό, επειδή πιέζονται να χρησιμοποιούν λατρευτικές μεθόδους και στυλ που δεν ταιριάζουν με τη δική τους ξεχωριστή προσωπικότητα.
Ο Gary διατύπωσε την εξής απορία: «Αν ο Θεός σκόπιμα μας έφτιαξε τόσο διαφορετικούς μεταξύ μας, γιατί θάπρεπε να εκφράζουμε όλοι την αγάπη μας για Εκείνον με τον ίδιο τρόπο;» Αφού διάβασε πολλά βιβλία και συζήτησε με μεγάλο αριθμό ώριμων χριστιανών, διαπίστωσε ότι οι χριστιανοί, εδώ και 2.000 χρόνια, έχουν επιλέξει μια μεγάλη ποικιλία από μονοπάτια για να πλησιάσουν το Θεό: τη ζωή κοντά στη φύση, την επιστημονική μελέτη, την υμνωδία, το διάβασμα, το χορό, την τέχνη, την υπηρεσία σε άλλους, την απομόνωση, την κοινωνία με άλλους και τη συμμετοχή σε εκατοντάδες άλλες δραστηριότητες.
Στο βιβλίο του Sacred Pathways (Ιερά Μονοπάτια), ο Gary διακρίνει και περιγράφει εννέα από τους δρόμους που ακολουθούν οι άνθρωποι προκειμένου να βρεθούν κοντά στο Θεό. Για τους Φυσιολάτρες η ύπαιθρος και το φυσικό περιβάλλον αποτελούν κυρίως έμπνευση και ερέθισμα για να εκδηλώσουν την αγάπη και τη λατρεία τους προς το Θεό. Για μια άλλη κατηγορία ανθρώπων οι αισθήσεις παίζουν μεγάλο ρόλο στην έκφραση της λατρείας. Οι άνθρωποι αυτοί νιώθουν την αγάπη τους προς το Θεό μέσα από τις αισθήσεις τους και εκτιμούν τις όμορφες λατρευτικές συνάξεις που απευθύνονται στην όραση, τη γεύση, την όσφρηση και την αφή, όχι μόνο στην ακοή. Οι παραδοσιακοί πλησιάζουν το Θεό μέσα από τελετές, λειτουργίες, σύμβολα και σταθερές δομές. Οι Ασκητικοί προτιμούν να εκφράζουν την αγάπη τους στο Θεό μέσα στη μοναξιά και την απλότητα. Οι Ακτιβιστές βιώνουν την αγάπη τους για το Θεό καθώς αντιμετωπίζουν τις πονηρές δυνάμεις, πολεμούν την αδικία, και εργάζονται για να βελτιώσουν τον κόσμο μας. Υπάρχουν άλλοι, άνθρωποι κατεξοχήν Υπηρεσίας και Προσφοράς, που εκδηλώνουν την αγάπη τους στο Θεό επιζητώντας να φροντίζουν και να βοηθούν τους συνανθρώπους τους, να πληρώνουν τις ανάγκες τους. Οι Ενθουσιώδεις, Εξωστρεφείς άνθρωποι χαίρονται να εκφράζουν την αγάπη τους για το Θεό μέσα σε πανηγυρικές συναθροίσεις. Άνθρωποι περισσότερο εσωστρεφείς, Στοχαστικοί, πλησιάζουν το Θεό με αισθήματα και σκέψεις δέους και λατρείας. Οι Διανοούμενοι εκφράζουν την αγάπη τους προς το Θεό μέσα από τη μελέτη τους.
Δεν υπάρχει κανένα καλούπι που να ταιριάζει σε όλους, σε ό,τι αφορά τον τρόπο που λατρεύουμε και οικοδομούμε τη σχέση μας με το Θεό. Ένα πράγμα είναι βέβαιο: δε θα κατορθώσεις να δοξάσεις το Θεό, αν προσπαθήσεις να γίνεις κάτι άλλο από αυτό που σε έφτιαξε Εκείνος. Ο Θεός θέλει να είσαι ο εαυτός σου. Ο Θεός ψάχνει ανθρώπους που θα Τον λατρεύουν πνευματικά και αληθινά, ανθρώπους που θα είναι απλά ο εαυτός τους και ειλικρινά θα έρχονται μπροστά Του να Του προσφέρουν τη λατρεία τους. (Ιωάν. 4:23).
Ο Θεός ευαρεστείται, όταν η λατρεία μας είναι λογική. Η εντολή του Ιησού να αγαπάμε το Θεό με όλο μας το νου επαναλαμβάνεται τέσσερις φορές μέσα στην Καινή Διαθήκη. Ο Θεός δεν ευαρεστείται, αν δε συμμετέχει το μυαλό μας την ώρα που ψάλλουμε ύμνους, αν επαναλαμβάνουμε τυπικές προσευχές ή το κλασσικό «Δόξα στον Κύριο» από συνήθεια. Αν η λατρεία μας δεν είναι λογική, στερείται από νόημα και αξία. Πρέπει να συμμετάχει και το μυαλό μας.
Ο Ιησούς χαρακτήρισε την άλογη λατρεία ως «άσκοπη πολυλογία» (Ματθ. 6:7). Ακόμη και βιβλικές φράσεις μπορούν να μετατραπούν σε κουραστικά κλισέ, όταν από την υπερβολική χρήση χάσουν το νόημά τους. Απαιτείται πολύ λιγότερη προσπάθεια για να επαναλάβεις μια γνωστή φράση, από το να τιμήσεις το Θεό με νέες λέξεις και νέους τρόπους. Γι αυτό και σε ενθαρρύνω να διαβάζεις την Αγία Γραφή από διαφορετικές μεταφράσεις. Θα διαπιστώσεις ότι έτσι θα αυξηθούν τα λόγια που χρησιμοποιείς όταν λατρεύεις.
Προσπάθησε να δοξάσεις το Θεό χωρίς να χρησιμοποιήσεις τις λέξεις δοξάζω, αλληλούια, ευχαριστώ και αμήν. Αντί να πεις «Σε δοξάζω» κάνε μια λίστα από συνώνυμα και χρησιμοποίησε λέξεις όπως θαυμάζω, σέβομαι, τιμώ, επαινώ και εκτιμώ.
Να είσαι επίσης συγκεκριμένος. Αν κάποιος σου ‘λεγε και σου ξανάλεγε «Σε επαινώ» δέκα φορές σίγουρα θα σκεφτόσουν, «Μα γιατί;» Θα προτιμούσες να σου απευθύνουν δύο συγκεκριμένους επαίνους, παρά είκοσι αόριστες γενικότητες. Το ίδιο και ο Θεός.
Μια άλλη ιδέα είναι να κάνεις έναν κατάλογο με τα ονόματα του Θεού και να τα μελετήσεις. Τα ονόματα του Θεού δεν είναι αυθαίρετα, φανερώνουν τα ποικίλα στοιχεία του χαρακτήρα Του. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός αποκάλυπτε σταδιακά τον εαυτό Του στον Ισραήλ μέσα από νέα ονόματα τα οποία απέδιδαν διαφορετικές ιδιότητες και πτυχές της προσωπικότητάς Του. Και τώρα μας παραγγέλλει να δοξάζουμε το όνομάΤου.
Ο Θεός θέλει και όταν επίσης συναθροιζόμαστε σα Σώμα, να Του υψώνουμε λογική λατρεία. Ο απόστολος Παύλος αφιερώνει ολόκληρο το 14ο κεφάλαιο της Α΄ επιστολής προς Κορινθίους στο θέμα αυτό και καταλήγει: «Όλα να γίνονται με ευπρέπεια και με τάξη» (Α΄Κορ. 14:40).
Μέσα στο ίδιο πλαίσιο ο Θεός επιμένει οι συνάξεις λατρείας να είναι κατανοητές για τους μη πιστούς που τυχόν θα είναι παρόντες. Ο Παύλος εξήγησε: «Γιατί, πραγματικά, αν ευλογείς το Θεό στη γλώσσα του πνεύματος πώς θα μπορέσει αυτός που δεν καταλαβαίνει αυτήν τη γλώσσα να πει το «αμήν» στην προσευχή της ευχαριστίας που είπες; Αφού δεν καταλαβαίνει τι λες. Εσύ μπορεί να λες μια ωραία προσευχή ευχαριστίας, ο άλλος όμως δεν κερδίζει τίποτα» (Α΄Κορ. 14:16-17). Η ευαισθησία απέναντι στους μη πιστούς που επισκέπτονται τις συνάξεις μας είναι βιβλική εντολή. Η παράβλεψη αυτής της εντολής δείχνει έλλειψη υπακοής αλλά και αγάπης. Για περισσότερη ανάλυση αυτής της αλήθειας διάβασε το κεφάλαιο: “Worship Can Be a Witness” (Μαρτυρία μέσω της λατρείας») από το βιβλίο The Purpose – Driven Church (Εκκλησία με σκοπό).
Ο Θεός ευαρεστείται όταν η λατρεία μας είναι πρακτική. Η Αγία Γραφή λέει: «…να προσφέρετε τα σώματά σας θυσία ζωντανή, τέτοια που να είναι αρεστή στο Θεό» (Ρωμ. 12:1). Γιατί ζητά το σώμα σου ο Θεός; Γιατί δε λέει «να προσφέρετε το πνεύμα σας;» Επειδή χωρίς το σώμα σου δε μπορείς να κάνεις τίποτε σε τούτη τη ζωή. Στην αιωνιότητα θα σου δοθεί ένα καινούριο, καλύτερο σώμα, αλλά όσο είσαι επάνω στη γη ο Θεός λέει: «Πρόσφερέ μου αυτό που διαθέτεις!» Η λατρεία που ζητά είναι πρακτική και εφικτή.
Σίγουρα έχετε ακούσει ανθρώπους να λένε: «Δεν έχω χρόνο για να πάω στην εκκλησία σήμερα, αλλά θα είμαι παρών με το πνεύμα». Τι σημαίνει αυτό; Απολύτως τίποτε. Είναι κάτι ανέφικτο! Όσο βρίσκεσαι πάνω στη γη, το πνεύμα σου μπορεί να βρίσκεται μόνο εκεί που είναι το σώμα σου. Αν δεν είναι κάπου το σώμα σου, δεν είσαι ούτ’ εσύ εκεί.
Στη λατρεία προσφέρουμε τα σώματά μας ως «ζωντανή θυσία». Συνήθως η λέξη θυσία φέρνει στο νου μας κάτι νεκρό, όμως ο Θεός σου ζητά να γίνεις ζωντανή θυσία. Ζητά να ζήσεις για Εκείνον! Ωστόσο, το πρόβλημα με τη ζωντανή θυσία είναι πως έχει τη δυνατότητα να κατέβει και να φύγει απ’ το βωμό. Την Κυριακή τραγουδάμε «Του Χριστού οπλίτες είμαστε εμείς» και τη Δευτέρα βγαίνουμε ΑΑ (Αδικαιολογήτως Απόντες).
Στην Παλαιά Διαθήκη βλέπουμε το Θεό να αποδέχεται με ευχαρίστηση τις λατρευτικές θυσίες, καθώς προεικόνιζαν τη θυσία του Ιησού που θα γινόταν για χάρη μας επάνω στο σταυρό. Τώρα ο Θεός ευαρεστείται με διαφορετικές λατρευτικές θυσίες: την ευχαριστία, τη δοξολογία, την ταπεινοφροσύνη, τη μετάνοια, την υλική προσφορά, την προσευχή, την υπηρεσία μας σε άλλους και το κήρυγμά μας στους ανθρώπους που το χρειάζονται (Ψαλμ. 50:14, Εβρ. 13:15, Ψαλμ. 51:17, 54:6, Φιλ. 4:18, Ψαλμ. 141:2, Εβρ. 13:16, Μάρκ. 12:33, Ρωμ. 12:1).
Η πραγματική λατρεία κοστίζει, και ο Δαβίδ που το γνώριζε πολύ καλά είπε: «Δε θέλω να προσφέρω στον Κύριο, το Θεό μου, ολοκαυτώματα που δε μου στοίχισαν τίποτα» (Β΄Σαμ. 24:24).
Πρωτίστως η λατρεία κοστίζει τον εγωκεντρισμό σου, Δε είναι δυνατό να υψώνεις το Θεό και συγχρόνως τον εαυτό σου. Δεν προσφέρεις λατρεία για να σε δουν οι άλλοι ή για τη δική σου ευχαρίστηση. Εσκεμμένα μετατοπίζεις την έμφαση από τον εαυτό σου σε Κάτι πολύ διαφορετικό.
Όταν ο Ιησούς είπε: «Ν’ αγαπάς το Θεό μ’ όλη τη δύναμή σου», τόνιζε πως η λατρεία μας απαιτεί προσπάθεια και ενέργεια. Δεν είναι πάντοτε κάτι βολικό ή άνετο. Μερικές φορές μάλιστα η λατρεία είναι αποκλειστικά και μόνο μια πράξη θέλησης – μια θεληματική θυσία. Παθητική λατρεία δε μπορεί να υπάρξει.
΄Οποτε δοξάζεις τον Κύριο, παρόλο που δεν έχεις τη διάθεση, όποτε σηκώνεσαι από το κρεβάτι για να λατρεύσεις, κι ας είσαι κουρασμένος, ή, αν και εξαντλημένος, προσφέρεσαι να βοηθήσεις κάποιον άλλον, τότε προσφέρεις μια λατρευτική θυσία στο Θεό. Ο Θεός ευαρεστείται.
O Matt Redman, ένας Άγγλος υπεύθυνος λατρείας, περιέγραψε το πώς ο πάστορας της εκκλησίας του δίδαξε στο εκκλησίασμα το αληθινό νόημα της λατρείας. Για να τονίσει ότι η λατρεία είναι κάτι παραπάνω από μουσική και υμνωδία, ολόκληρη την περίοδο που δίδασκε το θέμα της λατρείας είχε σταματήσει την υμνωδία και δίδασκε τη λατρεία του Κυρίου με άλλους τρόπους. Μέχρι να τελειώσει η περίοδος της διδασκαλίας, ο Matt είχε γράψει τον κλασικό ύμνο «Heart of Worship».
I’ll bring you more than a song
Because the song itself is not what You’ve required
You search much deeper within
Than the way things appear.
You’re looking into my heart.
Σε ελεύθερη απόδοση
Θα Σου προσφέρω περισσότερα από ένα τραγούδι,
Γιατί δεν είναι ένα τραγούδι που ζητάς
Ζητάς να ψάξεις πιο βαθιά
Πέρα απ΄την όψη των πραγμάτων.
Ζητάς να δεις μες στην καρδιά μου.
Στην καρδιά του θέματος «λατρεία προς το Θεό» δε βρίσκεται τίποτε άλλο παρά η καρδιά μας.
Μαθητής του Χριστού
Οι όροι για να γίνει κανείς σωστός μαθητής
Η πραγματική Χριστιανική ζωή είναι να παραδοθεί κάποιος ολοκληρωτικά στον Κύριο Ιησού Χριστό.
Ο Σωτήρας δεν ψάχνει για ανθρώπους που θα δώσουν τις βραδυνές ώρες που τους περισσεύουν γι Αυτόν, ή τα Σαββατοκύριακά τους, ή τα χρόνια που θα γίνουν συνταξιούχοι. Ψάχνει να βρει εκείνους που θα Του δώσουν την πρώτη θέση στην καρδιά τους. Ψάχνει σήμερα, όπως και πάντα, να βρει όχι τα πλήθη που άσκοπα συνωθούνται πίσω Του, αλλά άτομα, άντρες και γυναίκες, που η ζωντανή τους πίστη θα πηγάζει από την αναγνώριση ότι ο Κύριος θέλει εκείνους που είναι προετοιμασμένοι ν’ ακολουθήσουν το μονοπάτι της αυταπάρνησης που χάραξε μπροστά τους.
Μόνο μια «άνευ όρων αφιέρωση» είναι η ανταπόκριση που ταιριάζει στη θυσία του Χριστού πάνω στο σταυρό. Μια τόσο εκπληκτική αγάπη, τόσο θεία ποτέ δε θα μπορούσε να ικανοποιηθεί, εκτός και της δίναμε την ψυχή μας, τη ζωή μας, το παν.
Ο Κύριος έχει σοβαρές απαιτήσεις από εκείνους που θέλουν να είναι μαθητές Του. Απαιτήσεις που παραβλέπονται στην εποχή μας που πρωτοστατεί η πολυτέλεια. Θεωρούμε το Χριστιανισμό σαν κάτι που μπορεί να μας γλυτώσει από την κόλαση και να μας δώσει την εγγύηση για τον ουρανό. Κατά τα άλλα νομίζουμε ότι έχουμε κάθε δικαίωμα να απολαύσουμε ό,τι το καλύτερο έχει να μας προσφέρει αυτή η ζωή. Το ξέρουμε ότι η Αγία Γραφή περιέχει αυτά τα δύο εδάφια αλλά δυσκολευόμαστε να τα εναρμονίσουμε με τις ιδέες που έχουμε για το Χριστιανισμό.
Αναγνωρίζουμε το γεγονός ότι οι στρατιώτες πρέπει να δώσουν τη ζωή τους για την πατρίδα. Δε μας φαίνεται παράξενο ότι οι κομμουνιστές δίνουν τη ζωή τους για τις πολιτικές τους ιδέες. Αλλά μας φαίνεται απόμακρο και δύσκολο να εννοήσουμε ότι το αίμα, ο ιδρώτας και τα δάκρυα πρέπει να χαρακτηρίζουν τη ζωή του μαθητή του Χριστού.
Και όμως τα λόγια του Κυρίου είναι πολύ σαφή στην προκειμένη περίπτωση. Δε χωρούν παρανόηση αν τα δούμε στην αξία τους. Να τι ζητάει ο Σωτήρας του κόσμου για να είναι κάποιος πραγματικός μαθητής Του:
1. ΄Υψιστη αγάπη για τον Ιησού Χριστό.
«Αν κανείς έρχεται σε Μένα και δεν απαρνιέται τον πατέρα του, και τη μητέρα του, και τη γυναίκα του, και τα παιδιά του, και τα αδέλφια του, και τις αδελφές του, ακόμα και την ίδια του τη ζωή, δε μπορεί να είναι μαθητής Μου» (Λουκά 14:26).
Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να έχουμε έχθρα ή αντιπάθεια στην καρδιά μας για τους συγγενείς μας, αλλά σημαίνει ότι η αγάπη μας προς το Χριστό θα πρέπει να είναι τόσο μεγάλη, ώστε συγκριτικά η αγάπη προς τους άλλους να είναι σα μίσος. Στην πραγματικότητα το πιο δύσκολο σημείο στην περικοπή αυτή είναι η φράση: «ακόμη (να μισεί) και τη ζωή του». Η αγάπη προς το εγώ είναι ένα από τα πιο σκληρά εμπόδια για να ζει κανείς σα μαθητής του Χριστού. Αν λοιπόν, δεν είμαστε πρόθυμοι να δώσουμε τη ζωή μας γι Αυτόν, δεν είμαστε στη θέση που μας θέλει.
2. Άρνηση του εγώ
«Αν κανείς θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει το σταυρό του και ας με ακολουθεί» (Ματθ. 16:24). Άρνηση του «εγώ» δεν είναι το ίδιο με την αυταπάρνηση. Αυταπάρνηση σημαίνει να παρατήσεις την τροφή, τις τέρψεις ή την περιουσία. Αλλά άρνηση του εγώ σημαίνει μια τέτοια τέλεια υποταγή στην κυριαρχία του Χριστού ώστε το εγώ δεν έχει πια καθόλου δικαιώματα ή εξουσία. Σημαίνει ότι το εγώ παραιτείται από το θρόνο. Ο Ερρίκος Μάρτιν, ένας ιεραπόστολος, εκφράζει ως εξής την άρνηση του «εγώ»: «Κύριε, ας μη έχω πια θέληση δική μου, ούτε στο ελάχιστο να θεωρώ ότι η ευτυχία μου εξαρτάται από ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να με ξεμακρύνει, αλλά να είμαι καθόλα συμμορφωμένος με το θέλημά Σου».
Ένδοξε, θείε Θριαμβευτή,
Κράτα το χέρι μου μες το δικό Σου!
Δεν έχω θέλημα εγώ,
Το φερα τάμα στο βωμό Σου!
3. Συνειδητή εκλογή του σταυρού
«Εάν κανείς θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει το σταυρό του…» (Ματθ. 16:24).Ο σταυρός δεν είναι μια φυσική αδυναμία ή διανοητική κατάθλιψη. Αυτά τα πράγματα είναι κοινά σε όλους τους ανθρώπους. Είναι «ένα μονοπάτι προσβολής και κατατρεγμού απ’ άκρη σ’ άκρη του κόσμου».
Ο σταυρός συμβολίζει τη ντροπή, το διωγμό, αυτά που ο κόσμος χρησιμοποιεί ενάντια στο Χριστό, και που θα χρησιμοποιήσει ενάντια σε όλους που στέκονται αντίθετα με το ρεύμα του κόσμου. Οποιοσδήποτε πιστός μπορεί να απαλλαγεί απ’ το σταυρό, απλώς αν συμμορφωθεί με τον κόσμο και τις μεθόδους του.
4. Ζωή ξοδεμένη στην πορεία με το Χριστό
«Εάν κανείς θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει το σταυρό του και ας με ακολουθεί» (Ματθ. 16:24). Για να καταλάβουμε τι εννοεί αυτό, ας θέσουμε το ερώτημα: «Ποιο ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ζωής του Κυρίου;» Ήταν μια ζωή υπακοής στο θέλημα του Θεού. Ήταν μια ζωή που τη ζούσε με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Ήταν μια ζωή ανιδιοτελούς υπηρεσίας προς τους άλλους. Ήταν μια ζωή υπομονής και μακροθυμίας μπροστά στις πιο μεγάλες αδικίες. Ήταν μια ζωή ζήλου, πιστότητας και αφοσίωσης (Γαλ. 5:22,23). Για να είμαστε μαθητές Του, πρέπει να περπατήσουμε όπως περπάτησε κι Εκείνος. Πρέπει να φέρουμε τον καρπό που μοιάζει με τον καρπό που έφερε ο Χριστός (Ιωάν. 15:8).
5. Ένθερμη αγάπη προς όλους που ανήκουν στο Χριστό
«Από αυτό θα μάθουν όλοι ότι είστε μαθητές Μου, αν έχετε αγάπη μεταξύ σας» (Ιωάν. 13:35). Η αγάπη αυτή συνίσταται στο ότι εκτιμάς τους άλλους περισσότερο από τον εαυτό σου. Είναι η αγάπη που καλύπτει πλήθος αμαρτιών. Είναι η αγάπη που μακροθυμεί και αγαθοποιεί. «Δε φθονεί, δεν αυθαδιάζει, δεν επαίρεται, δεν ασχημονεί, δε ζητεί τα εαυτής, δεν παροξύνεται, δε διαλογίζεται το κακό, δε χαίρει εις την αδικίαν, συγχαίρει εις την αλήθειαν, πάντα ανέχεται, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει» (Α΄Κορ. 13:4-7). Χωρίς αυτή την αγάπη η Χριστιανική ζωή δε θα είναι γνήσια αλλά θα είναι ένας κρύος, συμβατικός ασκητισμός.
6. Συνεχής ανταπόκριση στο λόγο Του
«Εάν εσείς μείνετε σταθεροί στο λόγο Μου, θα είστε πραγματικά μαθητές Μου» (Ιωάν. 8:31). Ο αληθινός μαθητής πρέπει να ζει συνεχώς με το Χριστό. Είναι εύκολο να αρχίσουμε καλά. Κι αυτό γίνεται πολλές φορές με κάποιο ξέσπασμα δοξαστικού ενθουσιασμού. Αλλά εκείνο από το οποίο θα κριθεί κατά πόσο είμαστε πραγματικοί μαθητές είναι το αν θα παραμείνουμε τέτοιοι ως το τέλος. «Όποιος κοιτάζει πίσω την ώρα που βάζει το χέρι του στο αλέτρι δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένος για τη βασιλεία των ουρανών» (Λουκ. 9:62). Η σπασμωδική υπακοή στην Αγία Γραφή δε μας κάνει μαθητές. Ο Χριστός θέλει εκείνους που θα Τον ακολουθήσουν να Τον ακολουθούν με συνεχή και ασυζήτητη υπακοή.
Βρεγμένα είν’ απ’ τα δάκρυά μου, στ’ αλέτρι τα χερούλια
Κύριε, κράτα με σφιχτά να μην κοιτάζω πίσω!
Το ξέρω ότι σκουριάσανε όλα μου τα δρεπάνια,
Κράτα με, σε παρακαλώ, μην πέσω και χτυπήσω
7. Εγκατάλειψη των πάντων για να ακολουθήσεις το Χριστό
«Έτσι λοιπόν, όποιος από σας δεν αποχωρίζεται απ’ όλα τα υπάρχοντά του, δε μπορεί να είναι μαθητής Μου» (Λουκ. 14:33). Αυτός ο όρος του Χριστού για το μαθητή είναι λιγώτερο αγαπητός από όλους, και αυτό το εδάφιο μπορεί να θεωρηθεί το πιο περιφρονημένο εδάφιο της Γραφής. Θα βρεθούν έξυπνοι θεολόγοι να παρουσιάσουν χίλιες δυο δικαιολογίες ότι τάχα δεν εννοεί αυτό που λέει, αλλά οι απλοί μαθητές τα δέχονται πρόθυμα και επιμένουν ότι ο Κύριος ήξερε τι έλεγε. Τι εννοεί «να εγκαταλείψεις όλα»; Εννοεί να παρατήσεις όλα τα υλικά αγαθά που δεν είναι απολύτως απαραίτητα και τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επέκταση του Ευαγγελίου. Ο άνθρωπος που εγκαταλείπει τα πάντα, δε γίνεται χασομέρης και τεμπέλης. Εργάζεται σκληρά για να ανταποκριθεί στις τρέχουσες ανάγκες της οικογένειάς του και του εαυτού του. Αλλά αφού το πάθος της ζωής του είναι η πρόοδος του έργου του Χριστού, κάθε τι που ξεπερνάει τις τρέχουσες ανάγκες το τοποθετεί στο έργο του Κυρίου και το μέλλον το εμπιστεύεται στο Θεό. Εφόσον ζητάει πρώτα τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Του, πιστεύει ότι ποτέ δε θα στερηθεί τροφή και ενδύματα. Δε μπορεί εν γνώσει του να κρατάει παραπανίσια χρήματα όταν οι ψυχές χάνονται από έλλειψη του Ευαγγελίου στη ζωή τους. Δε θέλει να περάσει τη ζωή του συσσωρεύοντας πλούτη που θα πέσουν στα χέρια του Διαβόλου όταν ο Χριστός επιστρέψει με τους αγίους Του. Θέλει να υπακούσει στην εντολή του Κυρίου «μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης.» Εγκαταλείποντας όλα, προσφέρει ό,τι οπωσδήποτε δε μπορεί να κρατήσει και ό,τι είχε παύσει να αγαπάει.
Αυτοί είναι οι εφτά όροι για να είναι κανείς σωστός μαθητής του Χριστού. Είναι πολύ σαφείς. Γι αυτό ας ομολογούμε τις αποτυχίες του παρελθόντος μας και ας αντιμετωπίζουμε με θάρρος τις αξιώσεις που έχει ο Χριστός από μας για να αποδειχτούμε σωστοί μαθητές του ένδοξου Κυρίου μας.
Μακαρισμοί
(Ματθ. 5:1-12)
1 «Όταν είδε τα πλήθη ανέβηκε στο βουνό και, αφού κάθισε, τον πλησίασαν οι μαθητές του».
‘Όταν ο Κύριός μας είδε ότι το ενδιαφέρον των ανθρώπων για τη διδασκαλία Του είχε απλωθεί, βρίσκει, σαν το πιο κατάλληλο μέρος για το μεγάλο ακροατήριό Του, ένα απ’ τα βουνά της Γαλιλαίας.
2 «Τότε άνοιξε το στόμα του και άρχισε να τους διδάσκει λέγοντας».
Εκεί αρχίζει την «επί του Όρους Ομιλία Του», της οποίας σκοπός είναι να καταρτίσει τη ζωή όλων εκείνων που θα ομολογήσουν ότι είναι μαθητές Του. Τα μέτρα Του, αντίθετα από το μέτρο των ανθρώπων. «Ευλογημένους» ονομάζει όλους εκείνους που εμείς περιφρονούμε. Αναφέρεται στην ένδοξη και μελλοντική ανταμοιβή που περιμένει όλους όσοι καλούνται «ευλογημένοι» στα εδάφια 2-12 και ταυτόχρονα αυξάνει τον πόθο μας για τον ουρανό. Επίσης μας θυμίζει ότι, παρόλο που είμαστε πολίτες του Ουρανού, δεν παύουν οι ευθύνες μας εδώ στη γη για τη ζωή μας και τη ζωή των συνανθρώπων μας.
3 «Μακάριοι όσοι νιώθουν την πνευματική τους φτώχεια, γιατί σ’ αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών».
Ευλογημένοι είναι όλοι εκείνοι που αναγνωρίζουν την πνευματική τους φτώχεια, που ομολογούν τη χαμένη κι αμαρτωλή κατάστασή τους και που έχουν μάθει να εξαρτώνται από τη θεία χάρη.
4 «Μακάριοι εκείνοι που πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν».
Ευλογημένοι όλοι εκείνοι που πενθούν και θλίβονται για τη φοβερή αρρώστια της αμαρτίας που μας δέρνει. Ευλογημένοι όλοι εκείνοι που με συντιμμένη καρδιά ζουν τη ζωή της μετάνοιας και πενθούν για τις ψυχές που χάνονται γύρω μας.
5 «Μακάριοι οι πράοι, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη».
Ευλογημένοι όλοι εκείνοι που υποτάσσονται στο πνεύμα του Θεού και είναι ήπιοι κι ευγενικοί απέναντι στους συνανθρώπους τους. Ευλογημένοι, γιατί δέχονται τα χτυπήματα και τις προκλήσεις των άλλων με υπομονή και συγχωρητικότητα. Ευλογημένοι, γιατί είναι αυτοί κάτοχοι της ψυχής τους και όχι ο εχθρός.
6 «Μακάριοι όσοι πεινούν και διψούν για τη δικαιοσύνη, γιατί αυτοί θα χορτάσουν».
Μια τέτοια πείνα και δίψα είναι ένδειξη της καινούργιας ζωής μας στο Χριστό. Ο άνθρωπος χρειάζεται διαρκώς την προμήθεια εκείνη της ικανοποίησης. Μόνο από το Χριστό μπορεί να την πάρει.
7 «Μακάριοι οι ελεήμονες, γιατί αυτοί θα ελεηθούν».
Ευλογημένοι όλοι εκείνοι που είναι γεμάτοι από συμπόνια για τη συμφορά των άλλων. Ευλογημένοι, γιατί με τα καλά τους έργα ελαφρύνουν το βάρος των άλλων.
«…Ο γέρος ελέοντας πάλι
Καθώς τον ελεούσαν άλλοι…»
8 «Μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό».
Ο άνθρωπος κοιτάζει την εξωτερική εμφάνιση, αλλά ο Θεός κοιτάζει την καρδιά του ανθρώπου. Ο άνθρωπος πρέπει να διατηρεί αμόλυντα το σώμα και την ψυχή του. Πρέπει ν’ αγωνίζεται διαρκώς για να φτάσει στην αγιότητα. Εκεί που η ψυχή του θα πάρει την ικανοποίηση που περιμένει με το να δει το Θεό.
9 «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, γιατί αυτοί θα ονομαστούν γιοι του Θεού».
Ευλογημένοι είναι εκείνοι που εργάζονται ακούραστα να φέρουν το «επί γης ειρήνη» μήνυμα του Θεού στον άνθρωπο. Χρειαζόμαστε ειρήνη από το Θεό και ειρήνη με το Θεό. Τότε θα έχουμε ειρήνη μεταξύ μας.
10 «Μακάριοι όσοι διώκονται επειδή εφαρμόζουν τη δικαιοσύνη, γιατί σ’ αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών».
11 «Μακάριοι είστε όταν σας προσβάλουν και σας κατατρέχουν και πουν, ψευδόμενοι, κάθε είδους κακόβουλο λόγο εναντίον σας, επειδή είστε δικοί μου».
Ευλογημένοι όλοι εκείνοι τους οποίους οι άνθρωποι περιγελούν γιατί η ζωή τους είναι πραγματικά χριστιανική. Ευλογημένοι, γιατί πίνουν απ’ το ποτήρι που ήπιε και ο Κύριός μας. Ευλογημένοι, γιατί Τον ομολογούν μπροστά στους ανθρώπους κι Αυτός θα τους ομολογήσει μπροστά στον Πατέρα Του τον Ουράνιο. Ευλογημένοι, γιατί η βασιλεία των ουρανών είναι δική τους!
12 «Να χαίρεστε και να αγάλλεστε, γιατί θα είναι πολύς ο μισθός σας στους ουρανούς. Άλλωστε έτσι κατέτρεξαν τους προφήτες που έζησαν πριν από σας».
Χαρά και αγαλλίαση πρέπει να νιώθει ο χριστιανός για το αιώνιο βάρος της δόξας που τον περιμένει (Β΄Κορ. 4:17).
Μετάνοια
Ζούμε σε μια εποχή που ο άνθρωπος διδάσκεται να έχει καλές σκέψεις στο μυαλό του, να σκέφτεται μεγάλα πράγματα γιατί μόνο έτσι μπορεί να φτάσει ψηλά. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια γίνεται μια συγκεκαλυμμένη εισβολή στο Χριστιανισμό από κοσμικούς ανθρώπους οι οποίοι δεν αποβλέπουν σε τίποτε άλλο από το να νερώσουν την όμορφη διδασκαλία του Κυρίου μας. Την ώρα που εκατομμύρια άνθρωποι προσπαθούν να βρουν την απάντηση στο πρόβλημα της αμαρτίας, έρχονται οι λεγόμενοι «Χριστιανοί ψυχολόγοι» να μας πουν ότι ο άνθρωπος μπορεί να επανέρθει και να πάρει την αρχική εικόνα που είχε με το να πιστέψει στον εαυτό του και στη δύναμη που βρίσκεται μέσα του. Πόσο αστείο να αναζητούμε πράγματα και λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε καθημερινά, έξω και μακριά από τις γραπτές οδηγίες που βρίσκονται στο Λόγο του Θεού! Η παντρειά αυτή μεταξύ ψυχολογίας και Χριστιανισμού έχει οδηγήσει τον άνθρωπο να ανεβαίνει στο δικό του άμβωνα και να λατρεύει τον εαυτό του. Ο Απόστολος Παύλος μας προειδοποίησε ότι ένα από τα χαρακτηριστικά των τελευταίων ημερών θα είναι ότι «οι άνθρωποι θα είναι εγωϊστές, φιλοχρήματοι, αλαζόνες, περήφανοι, βλάσφημοι, ανυπάκουοι στους γονείς, αχάριστοι, ασεβείς, άστοργοι, αδιάλλακτοι, συκοφάντες, άσωτοι, ανήμεροι, εχθρικά διακείμενοι στο καλό, προδότες, ξεδιάντροποι, φουσκωμένοι από αυταρέσκεια, και θα αγαπούν περισσότερο την ηδονή παρά το Θεό» (Β΄Τιμ. 3:2-4).
Λυπάμαι γιατί όλοι αυτοί έπεσαν στην παγίδα του Σατανά, και όχι μόνο, αλλά παρασύρουν και άλλες αθώες ψυχούλες στον όλεθρο. Εκκλησίες και κήρυκες από κοινού ξεχνούν το σκοπό που ο Θεός τους κάλεσε να Τον υπηρετήσουν. Στην πραγματικότητα το μήνυμα ήταν και πρέπει να είναι του Ευαγγελίου που οδηγεί τον άνθρωπο να δει τη χαμένη κατάστασή του και να μετανοήσει.
Ο Χριστός κήρυξε μετάνοια
«Μετά τη σύλληψη του Ιωάννη, ήρθε ο Ιησούς στη Γαλιλαία κηρύττοντας το Ευαγγέλιο της βασιλείας του Θεού και λέγοντας: «Συμπληρώθηκε ο καιρός κι έφτασε η βασιλεία του Θεού. Μετανοείτε και πιστεύετε στο Ευαγγέλιο» (Μάρκ. 1:14,15).
Όταν ο Γιος του Θεού, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εμφανίστηκε στη σκηνή της δημόσιας διακονίας Του, ήρθε κηρύττοντας το δόγμα «της μετάνοιας και πίστης». Εάν ο Ιησούς έκρινε ορθό να κηρύξει ένα τέτοιο μήνυμα μπροστά σε ένα χαμένο κόσμο, τότε κι εμείς θα πρέπει να κάνουμε το ίδιο. Στην προς Γαλάτας 1:6-9 διδασκόμαστε ότι μόνο ένα Ευαγγέλιο υπάρχει, και αν κάποιο μήνυμα του Ευαγγελίου παραλείψει το δόγμα της μετάνοιας ή πίστης ή και τα δύο, τότε να είστε βέβαιοι ότι αυτό το ευαγγέλιο είναι ανακριβές.
Η έννοια της μετάνοιας
Οι λέξεις «μετανοώ», «μετάνοια» και «μετανοημένος» αναφέρονται περισσότερες από 100 φορές στη Βίβλο. Υπάρχει μια κακή αντίληψη σχετικά με την ορθή έννοια της λέξης «μετάνοια». Όταν το ρήμα «μετανοώ» αναφέρεται στο Λόγο του Θεού σε σχέση με τη σωτηρία του ανθρώπου, αναφέρεται στο Θεόδοτο Πνεύμα που οδηγεί στην αλλαγή της καρδιάς και του μυαλού του ανθρώπου που ζούσε στην αμαρτία και την επαναφορά του κοντά στο Θεό το Δημιουργό του.
«Μετανοήστε, λοιπόν, και επιστρέψτε, για να εξαλειφθούν οι αμαρτίες σας, για νάρθουν καιροί αναψυχής από την παρουσία του Κυρίου» (Πράξ. 3:19).
Η πιο σημαντική ανάγκη στη ζωή του αμαρτωλού είναι να φροντίσει να εξαλειφθούν οι αμαρτίες του. Η μετάνοια είναι μια επανάσταση διαπραγμάτευσης της συμπεριφοράς και άποψής μας ανάμεσα στην αμαρτία και τη δικαιοσύνη. Δε μπορούμε να ζούμε στην αμαρτία και να πιστεύουμε ότι πήραμε την άφεση των αμαρτιών μας γιατί κάναμε κάποιες καλές πράξεις. Απ΄τη στιγμή που βάζουμε το χέρι μας στο αλέτρι, δεν κοιτάμε πίσω, γιατί πίσω μας βρίσκεται ο παλιός άνθρωπος που ζούσε στην αμαρτία. Τώρα πρέπει να νιώθουμε μίσος και απέχθεια γι αυτήν και να κοιτάμε στο Χριστό και τη θυσία της αγάπης Του. Μόνο εκεί μπορεί να βρει ανακούφιση η ψυχή κάθε αμαρτωλού.
Όλοι οι αμαρτωλοί είναι καταδικασμένοι
Όλοι οι άνθρωποι γνωρίζουν ότι δεν είναι τέλειοι. Κι αυτό οι αμαρτωλοί το βρίσκουν ως παρηγοριά κι όχι ως καταδίκη. Αλλά η Βίβλος διακηρύττει ότι όλοι οι αμαρτωλοί είναι ήδη καταδικασμένοι: «Επειδή ο Θεός δεν απέστειλε το Γιο Του στον κόσμο, για να κρίνει τον κόσμο, αλλά για να σωθεί ο κόσμος δια μέσου Αυτού. Όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν δεν κρίνεται, όποιος όμως δεν πιστεύει, έχει ήδη κριθεί, επειδή δεν πίστεψε στο όνομα του μονογενούς Γιου του Θεού» (Ιωάν. 3:17, 18).
Το πρόβλημα είναι ότι «όλοι αμάρτησαν και στερούνται τη δόξα του Θεού» (Ρωμ. 3:23). Ο άνθρωπος, στη χαμένη, αμαρτωλή, καταδικασμένη κατάστασή του, απέτυχε να δοξάσει το Θεό. ΄Εως ότου κάποιος ξεπεράσει τα όρια μέσα στην αμαρτία ποτέ δε θα νιώσει την ανάγκη για μετάνοια. Στην Εφεσ. 2:1 διαβάζουμε ότι ο άνθρωπος είναι πνευματικά νεκρός. Το Ρωμ. 3:10 και Ησαϊα 64:6 μας λένε ότι δεν υπάρχει δίκαιος ενώπιον του Αγίου Θεού, Ρωμ. 3:19 λέει ότι ολόκληρος ο κόσμος είναι υπόδικος στο Θεό, Εφεσ. 4:18 διακηρύττει ότι «όλοι οι αμαρτωλοί έχουν συσκοτισμένη τη διάνοιά τους και είναι αποξενωμένοι από τη ζωή που δίνει ο Θεός εξαιτίας της άγνοιας στην οποία βρίσκονται, επειδή είναι πωρωμένη η καρδιά τους.»
Η μετάνοια βασικά περιλαμβάνει δύο γεγονότα: Το γεγονός της αμαρτίας και το γεγονός της χάρης του Θεού. Εάν κάποιος δεν είναι αμαρτωλός, δε χρειάζεται να μετανοήσει, και αν ο Θεός δεν ήταν ο Θεός της χάρης δε θα υπήρχε λόγος για μετάνοια. Η μετάνοια προϋποθέτει αμαρτία, λύπη γι αυτήν, και αλλαγή συμπεριφοράς απέναντι στο Θεό.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μετάνοια, αυτή καθαυτή, δεν είναι ανθρώπινη ενέργεια αλλά έρχεται από το Θεό ( η αγαθότητα του Θεού σε αγιάζει εις μετάνοιαν, Ρωμ. 2:4) – είναι δώρο που έρχεται από το Θεό (Πράξ. 5:31, 11:18, Β΄Τιμ.2:25).
Η φύση της μετάνοιας
Στην ορθή Βιβλική μετάνοια τρία πράγματα υπάρχουν που παίρνουν μέρος καθώς ο Θεός κάνει το έργο της χάρης Του στην καρδιά του αμαρτωλού:
1) Πειθώ ενοχής — όπου εισέρχεται η αμαρτία.
Ο άνθρωπος πρέπει να δει τον εαυτό του σαν ένα χαμένο, κατεστραμένο, ένοχο, απεγνωσμένο, αχρείο αμαρτωλό, χωρίς ελπίδα ή βοήθεια, σε κίνδυνο κόλασης.
Στη μετάνοια, ο χαμένος αμαρτωλός δε βλέπει τον εαυτό του μόνο ως αμαρτωλό αλλά αναγνωρίζει το γεγονός ότι έχει αμαρτήσει απέναντι στο δίκαιο και άγιο Θεό. Το μήνυμα που ο Παύλος κήρυξε ήταν: «Μετάνοια απέναντι στο Θεό και πίστη στον Κύριό μας τον Ιησού Χριστό» (Πράξ. 20:21). Στη μετάνοια υπάρχει η εξομολόγηση αμαρτίας στο Θεό (Ψαλμ. 32:5, 51: 1-4).
2) Συντριβή — όπου η αμαρτία γίνεται μισητή.
Όταν ένας αμαρτωλός βλέπει τον εαυτό του όπως φαίνεται ενώπιον του Θεού, τότε έχει φτάσει στο σημείο να λυπάται για την αμαρτία και να τη μισεί κυριολεκτικά. Εγώ θα αναγγέλλω την ανομία μου και θα λυπάμαι για την αμαρτία μου» (Ψαλμ. 38:18).
«Η λύπη που προέρχεται από τη συναίσθηση του ανθρώπου ότι δε ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού παράγει μετάνοια η οποία οδηγεί στη σωτηρία για την οποία δε μετανιώνει ποτέ κανένας» (Β΄Κορ. 7:10).
Να μισείς την αμαρτία είναι να αγαπάς το Θεό. Στην αληθινή μετάνοια δεν υπάρχει μόνον η επιθυμία να δραπετεύσουμε από τις συνέπειες της αμαρτίας, αλλά να απαλλαγούμε από την αμαρτία γιατί είναι ένα πράγμα που δυσαρεστεί το Θεό.
3) Μεταστροφή — όπου η αμαρτία εγκαταλείπεται.
Η μετάνοια συνεπάγεται την εγκατάλειψη της αμαρτίας: «Ο ασεβής ας εγκαταλείπει το δρόμο του, και ο άδικος τις βουλές του, και ας επιστρέψει στον Κύριο, και θα τον ελεήσει, και στο Θεό μας, επειδή αυτός θα συγχωρήσει άφθονα» (Ησαϊα 55:7). «Αυτός που κρύβει τις αμαρτίες του, δεν θα ευοδωθεί, αλλ’ αυτός που τις εξομολογείται και τις εγκαταλείπει, θα ελεηθεί» (Παρ. 28:13).
Η μετάνοια δεν είναι μόνο μια καρδιά σπασμένη για την αμαρτία, αλλά κι από την αμαρτία. Πρέπει να εγκαταλείψουμε ό,τι έχουμε ζητήσει απ’ το Θεό να συγχωρήσει.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν είναι αρκετό να απομακρυνθούμε από την αμαρτία, αλλά να στραφούμε στον Κύριο για σωτηρία:
«… σε ξεχώρισα μέσα απ’ τον Ισραηλιτικό λαό και τους εθνικούς στους οποίους σε στέλνω Εγώ για να τους ανοίξεις τα μάτια ώστε να επιστρέψουν από το σκοτάδι στο φως, και από την εξουσία του Σατανά στο Θεό, για να πάρουν έτσι τη συγχώρηση των αμαρτιών τους και μερίδα ανάμεσα στους αγιασμένους μέσω της πίστης σε Μένα» (Πράξ. 26:17,18).
Στην αληθινή μετάνοια υπάρχει πειθώ ενοχής, συντριβή, και μεταστροφή, καθώς κάποιος γυρίζει την πλάτη του στην αμαρτία και στρέφεται στο Χριστό για σωτηρία. Η σωτηρία είναι η απελευθέρωση τινός από την αμαρτία του και όχι απλώς από το αμαρτωλό περιβάλλον. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Σωτήρας όχι μόνο από την ποινή και τιμωρία της αμαρτίας αλλά κι από τη δύναμή της.
Γιατί ήρθε ο Χριστός;
«…δεν ήρθα να καλέσω δικαίους αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια» (Ματθ. 9:13).
Η αιτία που ο Κύριος ήρθε στη γη ήταν να καλέσει αμαρτωλούς σε μετάνοια. Εκείνοι που δεν είδαν τον εαυτό τους ως αμαρτωλοί – άξιοι της οργής του Θεού – δεν ήταν υποψήφιοι της σωτηρίας του Θεού. Ο αμαρτωλός πρέπει να απορρίψει τη δική του δικαιοσύνη γιατί ο Ιησούς δεν ήρθε να καλέσει τους δίκαιους, ούτε τους αυτοδικαιούμενους. Ο μόνος τρόπος για έναν αμαρτωλό να έρθει να απορρίψει τη δική του δικαιοσύνη είναι ναρθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τη δική του φαυλότητα. Μπορείτε να το δεχθείτε απ’ τα χείλη του Ιησού του ΄Ιδιου σαν ένα καθιερωμένο θέμα ότι δε θα καλέσει τους δίκαιους. Μόνο εκείνοι, στους οποίους έχει αποκαλυφθεί (από το Πνεύμα του Θεού) ότι είναι χαμένοι, εξαχρειωμένοι, άθεοι αμαρτωλοί, θα ανταποκριθούν στο κάλεσμα του Σωτήρα της σωτηρίας.
Όλοι οι αμαρτωλοί προστάζονται να μετανοήσουν και να πιστέψουν
Ο Ιησούς ορθά διακήρυξε στις μέρες Του: «Μετανοείτε και πιστεύετε στο Ευαγγέλιο» (Μάρκ.1:15). Μετάνοια και πίστη είναι αδιάσπαστα και παρουσιάζονται ταυτόχρονα στην καρδιά του αμαρτωλού, δε μπορούμε να έχουμε το ένα χωρίς το άλλο. Η διάταξη, όπως μας δίνεται στη Γραφή, είναι: Μετάνοια, και πίστη (Μάρκ. 1:15, Πράξ. 20:21, 26:20, Τιμ. 2:25 και Εβρ. 6:1).
Μετάνοια είναι να γυρίσουμε την πλάτη στην αμαρτία. Πίστη είναι να στραφούμε στο Χριστό. Μετάνοια γίνεται με την δύναμη της πειθούς του Αγίου Πνεύματος που μεταχειρίζεται το Λόγο του Θεού για να επέρθει η ριζική αλλαγή στη συμπεριφορά μας.
Η σώζουσα πίστη είναι εμπιστευμένη και στηριγμένη πάνω στο Σωτήρα μας Ιησού Χριστό και στην προσωπική μας σχέση μαζί Του. Σώζουσα πίστη είναι να πιστεύουμε με την καρδιά μας, να ρθούμε στο Χριστό, να δεχτούμε το Χριστό, να κοιτάζουμε στο Χριστό, και να επικαλούμαστε το Χριστό να διαφυλάττει την ψυχή μας.
Ναι, ο Ιησούς είπε, μετανοείτε και πιστεύετε στο Ευαγγέλιο του Χριστού γιατί είναι δύναμη Θεού για τη σωτηρία στον καθένα που πιστεύει (Ρωμ. 1:16). Το Ευαγγέλιο, τα καλά νέα, για κάθε αμαρτωλό είναι ότι ο Χριστός πέθανε στο σταυρό για τις αμαρτίες μας, ως Αντικαταστάτης μας, κι έχυσε το πολύτιμο αίμα Του να πλύνει τις αμαρτίες μας, κι αναστήθηκε από τους νεκρούς την τρίτη ημέρα για να έχουμε την συγχώρηση των αμαρτιών μας και αιώνια ζωή μέσω Αυτού. Η σωτηρία είναι το ωραιότερο δώρο που μπορεί να πάρει ο άνθρωπος σ’ αυτόν τον κόσμο.
Αλλά μετάνοια χωρίς πίστη δεν είναι τίποτε περισσότερο από μεταμέλεια ή λύπη. Και πίστη χωρίς μετάνοια κάνει το Χριστό κάτι παραπάνω από μια έξοδο κινδύνου. Πρέπει να γίνει το έργο της μετάνοιας και πίστης μέσα στην καρδιά του αμαρτωλού πριν η σωτηρία γίνει πραγματικότητα. Η μετάνοια γίνεται με το έργο του Αγίου Πνεύματος που παίρνει τη Μάχαιρα του Πνεύματος και σκοτώνει την αυτοδικαιοσύνη του αμαρτωλού, την αυτοεκτίμηση και τον κάνει να φωνάζει: «Θεέ μου, ελέησέ με τον αμαρτωλό (Λουκ. 18:13). Πες μου τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;» (Πράξ. 16:31).
Τα Μυστήρια
Τη λέξη μυστήριο τη συναντάμε πολλές φορές στην Καινή Διαθήκη σε σχέση με τις αλήθειες της Χριστιανικής Θρησκείας.
Η ενσάρκωση του Χριστού λέγεται μυστήριο: « Και είναι πράγματι μεγάλο το μυστήριο του αντικειμένου της πίστης μας: Ο Θεός φανερώθηκε με σάρκα ανθρώπινη!» (Α΄Τιμ. 3:16). Οι βουλές του Θεού ονομάζονται μυστήρια (Εφ. 1:9 και Αποκ. 1:7). Επίσης μυστήριο είναι η ένωση και ενότητα του Χριστού με την Εκκλησία Του (Εφ. 1:32), όπως και η ανάσταση των νεκρών κατά τη Δεύτερη Παρουσία (Α’ Κορ. 15:51). Μυστήριο λέγεται ακόμη το περιεχόμενο της Χριστιανικής διδασκαλίας, το κήρυγμα του Ευαγγελίου, γιατί το Ευαγγέλιο περιέχει βαθιές αλήθειες τις οποίες μπορούν να καταλάβουν μόνο εκείνοι που φωτίζονται από το Άγιο Πνεύμα, ενώ για τους ανθρώπους που είναι ξένοι σχετικά με τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος οι αλήθειες αυτές είναι ακατάληπτα (ακαταλαβίστικα) μυστήρια (Ματθ. 13:11, Α΄Κορ. 2:7, Εφ. 6:19, Κολ. 1:26-27, 2:2). Έτσι οι Χριστιανοί λέγονται «υπηρέτες του Χριστού και οικονόμοι των μυστηρίων του Θεού» (Α΄Κορ. 4:1). Στην Καινή Διαθήκη αναφέρονται «το μυστήριο της ανομίας (Β΄Θεσ. 2:1-7), το μυστήριο της αλληγορικής Βαβυλώνας (Αποκ. 17:5), το μυστήριο της πνευματικής τύφλωσης των Εβραίων ώστε να εισέλθουν οι εθνικοί στα προνόμια της σωτηρίας εν Χριστώ (Ρωμ. 11:23, 16:25, Εφ. 3:3-6).
Έχουμε επίσης το μυστήριο της πίστης (Α΄Τιμ. 3:9) γιατί ο τρόπος είναι μυστηριώδης με τον οποίο ο άνθρωπος που πιστεύει αποκτάει τη σωτηρία του. Εκτός από τα μυστήρια αυτά, κανένα άλλο μυστήριο δεν αναφέρεται στη Χριστιανική οικονομία.
Παρόλα αυτά, στην ιστορία της Εκκλησίας ή καλύτερα στα συγγράμματα των πατέρων, αυτή η λέξη παρουσιάζεται από την εποχή του Ειρηναίου κι έπειτα αποδίδεται σε κάθε ιερό πράγμα που συγχρόνως είναι και κάπως δυσνόητο, και μάλιστα βλέπουμε να χαρακτηρίζονται με τη λέξη αυτή πράγματα ή τελετές που έχουν συμβολικό χαρακτήρα. Λίγο αργότερα συναντάμε ως μυστήρια το Βάπτισμα και την Ευχαριστία, και στη συνέχεια ο αριθμός των μυστηρίων αυξήθηκε με διάφορους τρόπους. Έτσι ο ψευτο-Διονύσιος αναφέρει έξη μυστήρια: Το Βάπτισμα, την Ευχαριστία, το Ευχέλαιο, την Τελείωση (δηλαδή τη χειροτονία) των ιερέων, την τελείωση των μοναχών, και την τελετή της ταφής. Αργότερα όμως ορίστηκε ο αριθμός των μυστηρίων σε εφτά, δηλαδή: Βάπτισμα, Ευχαριστία, Ιερωσύνη, Ευχέλαιο, Γάμος, Χρίσμα και Εξομολόγηση τα οποία παραδέχονται και οι δύο οργανισμοί εκκλησιών, Ανατολική και Δυτική.
Όσο αφορά την Ιερωσύνη, το έχω αναπτύξει σε προηγούμενο κεφάλαιο με βάση το γραπτό Λόγο του Θεού. Η Ιερωσύνη, όχι μόνο δεν αναφέρεται πουθενά στη διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων Του, αλλά και είναι αντίθετη προς το πνεύμα της Καινής Διαθήκης, της οποίας μοναδικός Αρχιερέας και Μεσίτης είναι ο Χριστός. Και δε μπορεί να ονομαστεί Μυστήριο ο θεσμός του Χριστιανικού κλήρου, ούτε η χειροτονία και η εξουσία του, γιατί κάτω από το αξίωμα και το υπούργημα του λειτουργού της Χριστιανικής Εκκλησίας δεν κρύβεται καμιά μυστική ή μυστηριακή ιδιότητα, παρά μόνο αυτό τούτο το υπούργημα – δηλαδή η καθοδήγηση του ποιμνίου του Χριστού και η επαγρύπνηση πάνω σ’ αυτό σύμφωνα με τα παραγγέλματα του Κυρίου.
Ήδη έχω αναφερθεί στα τρία πρώτα μυστήρια. Τώρα θα εξετάσουμε με προσοχή τα άλλα τέσσερα.
1) Ο Γάμος
Εκείνοι που θέλουν το γάμο ως μυστήριο στηρίζονται σε μια περικοπή της επιστολής του αποστόλου Παύλου προς Εφ. 5:25-32 που λέει «Εσείς άντρες να αγαπάτε τις γυναίκες σας, όπως κι ο Χριστός αγάπησε την εκκλησία και πρόσφερε τον Εαυτό Του για χάρη της με σκοπό να την αγιάσει, αφού την καθάρισε με το λουτρό του νερού μέσω της διδασκαλίας Του, έτσι που να καταστήσει για τον εαυτό Του την εκκλησία ένδοξη, χωρίς να έχει καμιά κηλίδα ή ρυτίδα ή κάτι παρόμοιο, αλλά να είναι άγια και άψογη. Έτσι οφείλουν οι άντρες να αγαπούν τις γυναίκες τους σα να πρόκειται για τα δικά τους σώματα. Όποιος αγαπάει τη γυναίκα του, αγαπάει τον εαυτό του. Και πράγματι, κανένας ποτέ δε μίσησε το ίδιο του το σώμα. Απεναντίας το θρέφει και το περιθάλπτει, όπως και ο Κύριος την εκκλησία, γιατί είμαστε μέλη του σώματός Του, κομμάτι από τη σάρκα Του και από τα οστά Του. Γι αυτό θα εγκαταλείψει ο άντρας τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του και θα ενωθούν οι δυο τους σε μία σάρκα. Το μυστήριο τούτο είναι πολύ μεγάλο, και μ΄αυτό εννοώ βέβαια τη σχέση του Χριστού με την εκκλησία.»
Η έννοια των τελευταίων λόγων είναι τόσο καθαρή που απορώ πώς οι καλοθελητές τα κατάφεραν να παρερμηνεύσουν κι αυτή την αλήθεια. Όλη η περικοπή μιλάει για το καθήκον που έχουν οι άντρες να αγαπούν και να περιποιούνται τις συζύγους τους, όπως το κάνουν και για τους εαυτούς τους.
Μια από τις μεγαλύτερες και πιο σημαντικές καινοτομίες που εισήγαγε ο Χριστιανισμός στον οργανισμό της ανθρώπινης κοινωνίας ήταν να ανυψώσει τη γυναίκα από τη θέση του δούλου, όπως ήταν μέσα στην κοινωνία των εθνικών, και να την κάνει σύζυγο και σύντροφο με ίσα δικαιώματα απέναντι στον άντρα, με τη μόνη παραγγελία να υπακούει σ’ αυτόν προς χάρη της ειρήνης, της τάξης και της ασφάλειας μέσα στην οικογένεια.
Μέσα στο νέο αυτό συζυγικό καθεστώς, ο Χριστιανισμός καθόρισε για τον άντρα νέα καθήκοντα που προηγουμένως του ήταν άγνωστα. Ενώ ο άντρας φερόταν άλλοτε στη γυναίκα του λίγο καλύτερα από ό,τι φερόταν στο ζώο του και η γυναίκα του ήταν τελείως ξένη από την αγάπη του, τις σκέψεις του και τις φροντίδες του, τώρα κάτω από τη Χριστιανική οικονομία και αντίληψη, ο άντρας οφείλει να νιώθει και να δείχνει στη γυναίκα του έμπρακτα την αγάπη του, την ειλικρίνειά του και την τέλεια αυταπάρνησή του, όπως εκείνη που έδειξε ο Χριστός στην Εκκλησία Του, (δηλαδή, στους λυτρωμένους μέσω του αίματός Του) με το να αφήσει τη δόξα Του που είχε στους ουρανούς, να πάρει ανθρώπινη φύση, και να υποστεί τον πιο φρικτό θάνατο επάνω στο σταυρό για την απολύτρωση της ανθρωπότητας. Εκείνοι μάλιστα που πίστεψαν στο Χριστό και λυτρώθηκαν με αυτόν τον τρόπο από τις αμαρτίες τους, και ενώθηκαν μέσω του Χριστού με την Εκκλησία Του, τώρα αποτελούν μαζί με το Χριστό και δια του Χριστού ένα σύνολο που δεν είναι δυνατό να διασπαστεί, αποτελούν μια αδιάρρηκτη ένωση, εναντίον της οποίας δε μπορούν να υπερισχύσουν οι Πύλες του Άδη. Όλοι οι λυτρωμένοι έχουν γίνει μέλη του σώματος του Χριστού και «οστά απ’ τα οστά Του». Όπως λοιπόν η πνευματική αυτή ένωση είναι τόσο στενή μεταξύ Χριστού και Εκκησίας και όπως η αγάπη αυτή είναι αδύνατο να διασπαστεί, έτσι ακριβώς πρέπει να είναι και η ένωση και η αγάπη μεταξύ των συζύγων.
Και ο Απόστολος προσθέτει: «Το μυστήριον τούτο είναι μέγα.» και σα να προαισθάνθηκε ότι η φράση αυτή ήταν δυνατό να παρεξηγηθεί, όπως κι έγινε, προσθέτει και τα εξής λόγια για να μας κάνει σαφέστερο το πράγμα που χαρακτήριζε ως μυστήριο: « Και με αυτό εννοώ τη σχέση του Χριστού με την Εκκλησία.» Με απλά λόγια δεν αναφέρεται καθόλου στην ένωση του άντρα και γυναίκας με τα δεσμά του γάμου. Πιο καθαρά ο Απόστολος Παύλος δε θα μπορούσε ποτέ να εκφραστεί. Γιατί αν εννοούσε να χαρακτηρίσει την ένωση κι ενότητα του Χριστού με την Εκκλησία Του, και την ένωση των συζύγων με το γάμο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δε θα πρόσθετε ποτέ την φράση: « Και με αυτό βέβαια, εννοώ τη σχέση του Χριστού με την Εκκλησία.»
Αυτή η περικοπή αποτελεί την κύρια βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε ο χαρακτηρισμός του γάμου ως μυστήριο. Εκείνοι μάλιστα που υποστηρίζουν το χαρακτηρισμό αυτό ως μυστήριο, επικαλούνται σαν απόδειξη του ισχυρισμού τους και το γεγονός ότι ο Κύριός μας τίμησε το γάμο με την παρουσία Του στην Κανά της Γαλιλαίας τον οποίο (γάμο) και ελάμπρυνε με το πρώτο θαύμα που έκανε. Το θαύμα εκείνο που μεταβλήθηκε το νερό σε κρασί είναι για μας ένα μυστήριο, όπως ήταν και για τον αρχιτρίκλινο και για τους μαθητές του Χριστού. Αλλά με ποια λογική το θαύμα αυτό επέφερε και τη μυστηριοποίηση του γάμου; Εάν μια τέτοια αντίληψη αληθεύει, τότε θα ήταν εξίσου λογικό να ανακηρύξει κανείς και την πείνα ως μυστήριο, γιατί με ένα άλλο θαύμα ο Χριστός εχόρτασε με λίγα ψωμιά και ψάρια πέντε χιλιάδες πεινασμένους ανθρώπους!
Ο γάμος λοιπόν δεν είναι μυστήριο. Δηλαδή δεν είναι ένα εξωτερικό σύμβολο κάποιας κρυμμένης και μυστικής ιδιότητας η οποία διαφέρει από το εξωτερικό σύμβολο, αλλά απλούστατα είναι εκείνο που είναι και εξωτερικά. Δηλαδή ο γάμος είναι ένας ιερός και τίμιος δεσμός που δημιουργείται με την ένωση του άντρα και της γυναίκας για να σχηματίσουν οικογένεια και να αποκτήσουν παιδιά για να συνεχιστεί το ανθρώπινο γένος.
Αυτόν τον πανάρχαιο θεσμό τον οποίο εξύψωσε και εξευγένισε η νέα τάξη πραγμάτων που καθιέρωσε ο Χριστός, παίρνει τώρα ο Απόστολος Παύλος σαν ένα πρόχειρο παράδειγμα για να παραστήσει τη μυστική δηλαδή την πνευματική και αόρατη ένωση η οποία συνδέει το Χριστό με την Εκκλησία Του πάνω στη γη και η οποία είναι μυστική, γιατί δε φαίνεται εξωτερικά, αλλά είναι πνευματική σύμφωνα με την υπόσχεση του Χριστού που λέει: «Και ιδού, εγώ είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες μέχρι της συντελείας του αιώνα.»
2) Το Ευχέλαιο και το Χρίσμα
Εκείνοι που θέλουν να χαρακτηρίσουν και το Ευχέλαιο ως μυστήριο, επικαλούνται την εξής περικοπή του Αποστόλου Ιακώβου: «Κακοπαθεί κανείς ανάμεσά σας; Ας προσεύχεται. Βρίσκεται κανείς σε κατάσταση ευθυμίας; Ας ψάλλει. Είναι κανείς από σας άρρωστος; Ας καλέσει τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας και ας προσευχηθούν γι αυτόν αφού τον αλείψουν πρώτα με λάδι στο όνομα του Κυρίου. Και η προσευχή που στηρίζεται στην πίστη θα σώσει τον άρρωστο και ο Κύριος θα τον σηκώσει. Κι αν έχει διαπράξει αμαρτίες, θα του συγχωρηθούν» (Ιακ. 5:13-16).
Ας παρατηρήσουμε πρώτα – πρώτα ότι το Ευχέλαιο όπως γίνεται σήμερα και από τη Δυτική και από την Ανατολική Εκκλησία, κάθε άλλο είναι παρά εκείνο το οποίο παραγγέλει και περιγράφει ο Απόστολος Ιάκωβος στην παραπάνω περικοπή. Γιατί η Δυτική Εκκλησία το κάνει μόνο στους ετοιμοθάνατους που δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να διασωθούν, και η Ανατολική Εκκλησία το κάνει στους υγιείς, ενώ ο Απόστολος συνιστά να γίνεται το πράγμα αυτό μόνο στον ασθενή με σκοπό να βρεί τη γιατρειά του από την ασθένεια που έχει προσβληθεί. Να μια διαφορά αρκετά σημαντική!
Αλλά εδώ δεν πρόκειται για τον τρόπο και τις περιστάσεις που τελείται το Ευχέλαιο, αλλά κατά πόσο αυτό που συνιστά ο Απόστολος αποτελεί επίσημη τελετή της Εκκλησίας και μάλιστα μυστήριο. Γιατί εδώ είναι φανερό ότι πρόκειται για σύσταση που γίνεται σε μια ιδιωτική ενέργεια και όχι για αποστολική διαταγή: «Εάν κανείς από σας κακοπαθεί, θα κάνει καλά να προσεύχεται στο Θεό να του δώσει δύναμη, καρτερία και παρηγοριά. Εάν κανείς έχει χαρά, ας το φανερώσει με το να ψάλλει ύμνους κι ευχαριστίες στο Θεό. Εάν κανείς είναι άρρωστος, ας καλέσει τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας κι ας προσευχηθούν κοντά στο κρεβάτι του και ας τον αλείψουν με λάδι στο όνομα του Κυρίου» κ.λπ.
Και τώρα ας αναλύσουμε το θέμα αυτό με προσοχή:
1)Γεννιέται το ερώτημα: «Είναι θαυματουργική η πράξη αυτή της επάλειψης με λάδι; Εάν είναι, τότε πρέπει να αφορά τους Αποστόλους, γιατί μόνο οι απόστολοι είχαν τη δύναμη να κάνουν θαύματα. Ο Ιάκωβος όμως αναφέρει εδώ τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας. Ποιάς εκκλησίας; Ο Ιάκωβος εδώ γράφει την Επιστολή του στους Χριστιανούς όλων των τοπικών εκκλησιών. Επομένως η σύσταση αυτή απευθύνεται στους Χριστιανούς όλων των Εκκλησιών και όλων των αιώνων. Να υποθέσουμε εξάλλου ότι η θαυματουργική δύναμη των Αποστόλων μεταδόθηκε στους λειτουργούς της Εκκλησίας σε όλους τους μετέπειτα αιώνες, είναι μια υπόθεση που όχι μόνο δε στηρίζεται από την Γραφή και την ιστορία, αλλά είναι αντίθετη τόσο στην πραγματικότητα όσο και στον κοινό νου. Γιατί αν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε ο θάνατος θα καταργιόταν για τους πιστούς, αφού με την προσευχή και το ευχέλαιο, όπως το περιγράφει ο Ιάκωβος, θα κατόρθωνε κάθε πιστός να θεραπεύεται κάθε φορά που θα ασθενούσε. Η ιστορία όμως της Εκκλησίας δε μας αναφέρει ούτε ένα παράδειγμα ότι κάποιος πιστός ή και Απόστολος ακόμη κατόρθωσε να ξεφύγει το θάνατο πιο πέρα από το φυσιολογικό όριο της ζωής του. Ώστε το ευχέλαιο αυτό δεν ήταν θαυματουργικό για να περιμένει κανείς ότι η αποτελεσματικότητά του θα ήταν απόλυτη και εξασφαλισμένη.
2)Ποια έννοια έχει το λάδι σ’ αυτήν την πράξη;
Το λάδι ήταν ανέκαθεν ένα από τα πιο σπουδαία θεραπευτικά μέσα της ιατρικής του λαού. Αυτό το βλέπουμε σε πολλά αρχαία Ελληνικά συγγράμματα, όπως και σε αρκετά μέρη της Παλαιάς Διαθήκης. Ακόμη και σήμερα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ανατολή, παραδέχονται ότι η επάλειψη του σώματος ή και μέρους αυτού με λάδι, είναι ένα θαυμάσιο μέσο εναντίον της φλόγωσης και ανακουφίζει τον άρρωστο. Πολλές φορές μάλιστα συνοδεύεται από πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα. Εάν αυτό συμβαίνει σήμερα, πόσο πιο σπουδαία θα ήταν η θέση του κατά την Αποστολική περίοδο που ο τρόπος θεραπευτικής ήταν περιορισμένος και θεωρούσαν ότι το λάδι ήταν το κατ’ εξοχή φάρμακο για όλες τις ασθένειες. Είναι λοιπόν πολύ λογικό να θεωρηθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση το λάδι αντιπροσωπεύει ή συμβολίζει την ανθρώπινη ιατρική. Ο Απόστολος δηλαδή συνιστά τη χρήση των ανθρωπίνων φαρμάκων και μέσων θεραπείας, αλλά ταυτόχρονα προτρέπει και την παράκληση μέσω προσευχής, όπως ο Θεός ενεργήσει τη θεραπεία, και για τούτο η επάλειψη έπρεπε να γίνεται «στο όνομα του Κυρίου».
3)Η ευχή λοιπόν «της πίστης» μαζί με τη χρήση των μέσων της ανθρώπινης θεραπευτικής θα είχε σαν αποτέλεσμα τη θεραπεία του αρρώστου και σωματικά και πνευματικά. «Κι αν έχει διαπράξει αμαρτίες θα του συγχωρηθούν» (Ιακ. 5:15β). Τι σημαίνει η τελευταία αυτή φράση; Μήπως ότι με την ειδική αυτή τελετή του ευχελαίου αποκτά ο άνθρωπος τη συγχώρηση των αμαρτιών του; Όχι βέβαια. Γιατί η συγχώρηση των αμαρτιών σύμφωνα με τη Χριστιανική διδασκαλία προϋποθέτει:
¨ Ειλικρινή μετάνοια για την αμαρτία, και έπειτα παράκληση στον Κύριο από τον ίδιο τον αμαρτωλό για να συγχωρηθεί.
¨ Μαζί με τη μετάνοια και παράκληση χρειάζεται και ειλικρινής πίστη στην εξιλαστήρια θυσία του Ιησού Χριστού.
Οι ανωτέρω δύο όροι είναι οι μόνοι που απαιτούνται για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του ανθρώπου. Γιατί όταν υπάρχουν αυτά, ο άνθρωπος παίρνει τη συγχώρηση των αμαρτιών του και τη σωτηρία του, ακόμη κι αν δεν τα κατάφερε στο μεταξύ να βαφτιστεί, να κοινωνήσει και να ενταχθεί στους κόλπους της ορατής Εκκλησίας του Χριστού. Αυτό το βλέπουμε να αποδεικνύεται στην περίπτωση του ληστή στο σταυρό. Εάν δεν εκλπηρωθούν αυτοί οι όροι, δε μπορεί ο άνθρωπος να πάρει την συγχώρηση των αμαρτιών του, όσο κι αν άλλοι θα ήταν δυνατό να προσευχηθούν γι΄ αυτόν. Με άλλα λόγια η προσευχή των άλλων ανθρώπων δεν είναι απαραίτητος όρος για τη συγχώρηση, παρά μόνο βοηθητικός και συντελεστικός για το σκοπό αυτό. Άλλωστε, στην ίδια αυτή περικοπή ο Απόστολος Ιάκωβος φανερώνει ότι στο σκοπό αυτό συντελούν οι προσευχές όχι μόνο των πρεσβυτέρων της εκκλησίας, αλλά και όλων γενικά των πιστών Χριστιανών, και γι’ αυτό λέει: «Πολύ ισχύει η δέηση του δικαίου που γίνεται ένθερμα.» Έτσι η αποτελεσματική αυτή δέηση δεν είναι αποκλειστικά προνόμιο του κλήρου. Κάποιος όμως θα μπορούσε να πει: «Γιατί ο Απόστολος συνιστά να προσκληθούν οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας; Γιατί στον άρρωστο αδελφό που έχει ανάγκη εκτός της σωματικής θεραπείας, και της πνευματικής ενίσχυσης, εκείνοι που είναι οι πιο κατάλληλοι και αρμόδιοι να του δώσουν βοήθεια, φωτισμό και πνευματική παρηγοριά, τόσο με την προσευχή όσο και με τη νουθεσία, ήταν και είναι οι πρεσβύτεροι, οι οποίοι είναι και οι αναγνωρισμένοι δάσκαλοι και ποιμένες του Χριστιανικού ποιμνίου.
4) Ο Απόστολος ρητά λέει: « Η προσευχή που στηρίζεται στην πίστη θα σώσει τον πάσχοντα.» Πιο πάνω όμως είδαμε ότι, όσο αφορά τη σωματική θεραπεία, οι λέξεις αυτές δεν πρέπει να θεωρηθούν με απόλυτη και κυριολεκτική σημασία. Αλλά τότε και η πνευματική θεραπεία του αρρώστου – δηλαδή η συγχώρηση των αμαρτιών του – δε μπορεί και αυτή να είναι ασφαλής και βεβαία; Γι αυτό το ζήτημα δεν έχουμε τον έλεγχο των αισθήσεών μας, όπως συμβαίνει όταν πρόκειται για τη σωματική θεραπεία. Μπορούμε όμως να φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι, κι αν ακόμη δε θεραπευτεί σωματικά ο άρρωστος, (γιατί υπάρχουν και οι νόμοι της φύσης τους οποίους έχει θέσει ο Θεός). Όμως για τη συγχώρηση των αμαρτιών του δεν είναι δυνατό να υπάρξει κανένα εμπόδιο εκτός αν λείπει ο όρος της πίστης στην προσευχή. Γιατί ο Θεός και Πατέρας μας είναι εύσπλαχνος, και «δεν επιθυμεί το θάνατο του αμαρτωλού,» γιατί «ο Θεός αγάπησε τόσο πολύ τον κόσμο που πρόσφερε το Γιο Του το Μονογενή, για να μη χαθεί ο κάθε ένας που πιστεύει σ’ Αυτόν αλλά να έχει ζωή αιώνια.»
Έτσι, στην περικοπή αυτή του Ιακώβου δεν έχουμε μια τελετή της Εκκλησίας, αλλά μια σύσταση για την περίπτωση ασθένειας, κατά την οποία, εξαιτίας της πάθησης του σώματος και της ταλαιπωρίας, το πνεύμα του Χριστιανού είναι φυσικό να μην έχει τη διαύγεια που χρειάζεται για να σκεφτεί και να ανυψωθεί καθώς πρέπει για την πηγή όλων των ευλογιών. Γι αυτό θα κάνει πολύ καλά να προσκαλέσει τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, τους πνευματικούς, τους ποιμένες, για να σταθούν πλάι στο κρεβάτι του και να ζητήσουν την ευλογία του Θεού τόσο γι αυτόν όσο και για την ενέργεια των μέσων που διαθέτει η ανθρώπινη επιστήμη για τη θεραπεία του και ταυτόχρονα να τον βοηθήσουν να σκεφτεί και να θυμηθεί τις περασμένες αμαρτίες του για τις οποίες να μετανοήσει και να ζητήσει με προσευχή μαζί με τους πρεσβυτέρους να τον συγχωρήσει ο Κύριος. Με αυτόν τον τρόπο ο άρρωστος, αν ο Κύριος του χαρίσει μια νέα περίοδο υγείας, να ζήσει στο εξής μια ζωή αγνότερη και πιστότερη, εάν κάποια στιγμή ο Κύριος τον καλέσει στην αιωνιότητα, να φύγει με τη γλυκειά συναίσθηση ότι οι αμαρτίες του έχουν συγχωρηθεί και εξαλειφθεί με την ενέργεια του πολύτιμου αίματος του Χριστού.
Στην ανακούφιση που παίρνουν οι πάσχοντες αδελφοί μας με αυτόν τον τρόπο, συντελούν βέβαια και οι προσευχές των πρεσβυτέρων της εκκλησίας, οι οποίοι πρέπει να παραδεχτούμε ότι έχουν μεγαλύτερη ευσέβεια και πείρα από τους άλλους αδελφούς οι οποίοι θα ήταν πρόθυμοι να προσευχηθούν για τη θεραπεία του πάσχοντα.
Από τις παραπάνω σκέψεις που αποτελούν τη μόνη Ευαγγελική ανάλυση και εξήγηση του προκειμένου ζητήματος προκύπτει το συμπέρασμα ότι το ευχέλαιο είναι τελετή ιδιωτική και όχι εκκλησιαστική, η οποία συστήνεται στο Χριστιανό σε περίπτωση ασθενείας, και ότι δεν αποτελεί μυστήριο, γιατί με την τελετή αυτή, σαν εξωτερικό συμβολικό τύπο, δεν αντιπροσωπεύεται κάποια μυστική θεία χάρη. Η θεία χάρη δίδεται βέβαια με τη συγχώρηση των αμαρτιών. Αλλά η συγχώρηση αυτή, όπως ειπώθηκε, είναι ανεξάρτητη από το λάδι και από τις προσευχές των πρεσβυτέρων γιατί η χορήγησή της εξαρτάται μόνο από την αληθινή μετάνοια και πίστη του αρρώστου. Αρκεί να υπενθυμίσουμε το λόγο του Χριστού στο Νικόδημο σε επιβεβαίωση αυτής της αλήθειας: «Πρέπει να γεννηθήτε άνωθεν. Ο άνεμος όπου θέλει πνέει, και τη φωνή του ακούς, αλλά δεν ξέρεις από πού έρχεται και πού πηγαίνει, έτσι είναι και ο κάθε ένας που έχει γεννηθεί από το πνεύμα (Ιωάν. 3:7-8)
Όσο αφορά το Χρίσμα, τι μπορούμε να αναφέρουμε; Γιατί στο Ευαγγέλιο του Θεού δε βρίσκουμε καμιά βάση ή θέση που να το δικαιολογεί όχι μόνο ως μυστήριο, αλλά ούτε και ως απλή διάταξη ή τελετή. Περί του Χρίσματος μέσα στη Χριστιανική λατρεία είτε σε σχέση με το βάπτισμα, είτε χρησιμοποιούμενο με άλλον τρόπο δεν υπάρχει απολύτως τίποτε ούτε στην Καινή Διαθήκη ούτε στα συγγράμματα των Πατέρων των δύο πρώτων αιώνων της Εκκλησίας. Μόλις κατά τις αρχές του τρίτου αιώνα βλέπουμε να γίνεται κάποιος λόγος περί του Χρίσματος στα συγγράμματα του Τερτυλλιανού, ότι του γινόταν χρήση κατά το βάπτισμα μαζί με την επίθεση των χειρών. Πρώτη ήταν η Σύνοδος της Λαοδίκειας το έτος 364 μ.Χ. που επισημοποίησε την εισαγωγή του χρίσματος μέσω του 48ου κανόνα της.
Πώς είναι λοιπόν λογικό να ισχυριστεί κανείς ότι οι Απόστολοι μεταχειρίστηκαν το χρίσμα σα διάταξη, αφού δεν αναφέρουν τίποτε γύρω από αυτό, ενώ λένε τόσα άλλα για το βάπτισμα; Και όμως μερικοί θεολόγοι τόλμησαν κατά το παρελθόν, ίσως δε τολμούν και σήμερα να λένε ότι το Χρίσμα ήταν Αποστολική διάταξη με τη διαφορά ότι τον καιρό των Αποστόλων δε λεγόταν Χρίσμα αλλά… «Επίθεση των χεριών.»
Μερικοί άλλοι προσπαθούν να δικαιολογήσουν την ύπαρξη του Χρίσματος και του αγίου μύρου αναφερόμενοι στην Α΄Ιωάννη 2:20 και 27, όπου λέγονται τα εξής: «Και σεις έχετε χρίσμα από τον Άγιο και τα γνωρίζετα όλα. Το χρίσμα όμως που εσείς ελάβατε από Αυτόν παραμένει μέσα σας και δεν έχετε ανάγκη να σας διδάσκει κανείς, αλλά αυτά που σας διδάσκει αυτό το ίδιο το χρίσμα, για όλα τα θέματα, αποτελούν την αλήθεια και τίποτε απ’ αυτά δεν είναι ψέμα.» Επικαλούνται επίσης και το εδάφιο της Β΄Κορ. 1:21. Με παρόμοιες δυστυχώς άτεχνες και τυφλές κατά γράμμα ερμηνείες εισχώρησαν όλες οι πλάνες μέσα στην εκκλησία. Διότι στα παραπάνω εδάφια είναι ολοφάνερο ότι δεν πρόκειται για κάποιο υλικό χρίσμα. Αλλά η λέξη χρίσμα σημαίνει την κλήση και την εκλογή την οποία κάνει ο Θεός στους πιστούς μέσα στον κόσμο δια του Αγίου Πνεύματος. Στην ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης εχρίονταν με λάδι οι βασιλείς και οι ιερείς. Αλλά και οι Χριστιανοί είναι βασιλείς και ιερείς με πνευματική έννοια: «Σεις όμως είστε γένος εκλεκτό, βασίλειο ιεράτευμα» (Α΄Πέτρου 2:9). «Έκαμεν ημάς βασιλείς και ιερείς στο Θεό και Πατέρα Αυτού» (Αποκ.1:6). Το Χρίσμα που αναφέρει η Καινή Διαθήκη είναι πνευματικό, δηλαδή η δωρεά του Αγίου Πνεύματος, όπως αναφέρει ο Ιωάννης: «Καθώς θα διδάσκει το αυτό χρίσμα περί πάντων, ούτω και αληθές είναι.» Αυτή τη διακονία θα είχε το Πνεύμα το Άγιο μεταξύ των πιστών, όπως προείπε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός: «Ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιο… Εκείνος θέλει σας διδάξει πάντα» … «Όταν δε έρθει Εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, θέλει σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια» (Ιωάν. 14:25 και 16:13).
Το συμπέρασμα είναι ότι το χρίσμα τούτο, και μάλιστα υπό την ιδιότητα μυστηρίου, είναι διάταξη πολύ μεταγενέστερης εποχής και όχι Αποστολική και Γραφική διάταξη, και αυτό είναι αρκετό για μας.
3. Η Εξομολόγηση, ή Μετάνοια
Όπως συμβαίνει στις κοσμικές σχέσεις των ανθρώπων που πρέπει να ομολογούν μεταξύ τους τα σφάλματά τους με την αναγνώριση ότι έχουν φταίξει και με το σκοπό να συγχωρηθούν αμοιβαία και να συμφιλιωθούν, έτσι και στη Χριστιανική ζωή η εξομολόγηση έχει και είχε απ’ την αρχή τη θέση της. Η εξομολόγηση την οποία δίδαξαν οι Απόστολοι ήταν και είναι δύο ειδών:
1ον Η εξομολόγηση του ανθρώπου στο Θεό.
«Αν ομολογούμε τις αμαρτίες μας, Αυτός είναι πιστός στο λόγο Του και είναι δίκαιος εκπληρώνοντας τη δεδηλωμένη υπόσχεσή Του, ώστε να μας συγχωρήσει τις αμαρτίες μας και να μας καθαρίσει από κάθε αδικία» (Α΄Ιωάν. 1:9).
2ον Η εξομολόγηση προς αλλήλους.
«Να εξομολογείστε ο ένας στον άλλο τα παραπτώματά σας και να προσεύχεστε ο ένας για τον άλλο, για να γιατρευτείτε» (Ιακ. 5:16). Δηλαδή η εξομολόγηση επιβάλλεται στους Χριστιανούς ώστε να εξομολογούνται τις αμαρτίες τους στο Θεό και στους αδελφούς τους που έβλαψαν με τα παραπτώματά τους. Και στη μια περίπτωση και στην άλλη, δε γίνεται κανένας λόγος για μεσολάβηση ιερέα ή κάποιου άλλου λειτουργού της Εκκλησίας. Τέτοια ήταν και είναι με λίγα λόγια η Αποστολική εξομολόγηση.
Ο θεσμός όμως αυτός έχει γίνει σήμερα αγνώριστος..
Γιατί τώρα έχει καθιερωθεί από ορισμένες εκκλησίες να μη γίνεται η εξομολόγηση απ’ ευθείας στο Θεό, αλλά στον ιερέα, γιατί, (όπως ισχυρίζονται οι ίδιοι) αυτός έχει την «εξουσία των κλειδιών», δηλαδή να συγχωρεί ή όχι τις αμαρτίες του εξομολογουμένου και να του επιβάλλει ανάλογη τιμωρία ή μετάνοια σύμφωνα με την κρίση του. Η τιμωρία συνίσταται σε νηστείες, κακουχίες του σώματος, αγρυπνίες, επαναλήψεις λέξεων και προσευχών, ελεημοσύνες, γονυκλισίες ή μετάνοιες όπως τις λένε κ.λπ. Και όταν επικράτησε αυτή η μορφή εξομολόγησης μέσα στους αιώνες, ιδιαίτερα στη Δύση, έγινε μια αληθινή πηγή καταδυνάστευσης των συνειδήσεων και διαφθοράς των ηθών. Με το θεσμό αυτό το ιερατείο απόκτησε απόλυτη πνευματική εξουσία πάνω στους Χριστιανούς, η οποία (εξουσία) πολύ γρήγορα μεταβλήθηκε σε απόλυτη κοσμική, κοινωνική, οικογενειακή και ατομική καταπίεση, αληθινή δεσποτεία. Οι ιερείς με τον τρόπο αυτό μπήκαν στα πλέον απόκρυφα και ιερά μυστικά των οικογενειών και κατάντησαν οι απόλυτοι κυρίαρχοί τους με αποτέλεσμα την καταστροφή και την αποσύνθεση του οικογενειακού θεσμού και την εξαφάνιση της εμπιστοσύνης και της καθαρότητας μεταξύ των συζύγων, ταυτόχρονα και την κατάργηση κάθε ελευθερίας όσο αφορά το ατομικό φρόνημα. Όταν οι γυναίκες – μητέρες και κορίτσια – ήταν αναγκασμένες να εκμυστηρεύονται σε έναν ιερωμένο ή καλόγηρο όχι μόνο τα ιδιαίτερα της οικογενειακής τους ζωής, αλλά και αυτές τις σκέψεις της καρδιάς τους, και όταν τις υποχρέωναν οι εξομολογητές με τις άσεμνες ανακρίσεις τους να λένε και να σκέφτονται ανάρμοστα πράγματα για αγνές συνειδήσεις, δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι αυτά τα πρόσωπα καταντούσαν άβουλα όργανα στα χέρια των καλογήρων, χωρίς πλέον να έχουν δική τους θέληση, αλλά ικανά να διαπράξουν όλα εκείνα που τους υπόδειχνε ο «πνευματικός» τους δεσπότης.
Αν εξετάσουμε το σημερινό θεσμό ή μυστήριο της Εξομολόγησης από ιστορικής άποψης, θα διαπιστώσουμε ότι έχει μπει στην Εκκλησία από τον πέμπτο αιώνα κι έπειτα. Η εξομολόγηση στον ιερέα και η συγχώρηση των αμαρτιών από αυτόν ήταν άγνωστη όχι μόνο κατά την αποστολική εποχή, αλλά και σε όλους τους πρώτους αιώνες της Χριστιανικής Εκκλησίας, αφ’ ενός μεν γιατί στην αρχή δεν υπήρχαν ιερείς, όπως ειπώθηκε παραπάνω, αφ’ ετέρου δε, γιατί η εξομολόγηση γινόταν κατά τρόπο εντελώς διαφορετικό και ήταν σύμφωνη με τις Γραφές. Η πειθαρχική εξουσία μέσα στην εκκλησία είχε ανατεθεί στα πρεσβυτέρια, τα οποία συμβούλευαν τον αδελφό εκείνο που θα σημείωνε παρεκτροπή ή και έφταναν στο σημείο και να τον αποκόψουν από την εκκλησία η οποία και αποφάσιζε τελικά γύρω από αυτό το θέμα, όπως έγινε με εκείνον που αναφέρεται στην Α’ Κορ. 5:3-5. Εκείνος που αποκόπτονταν μπορούσε και πάλι να επανέρθει στην κοινωνία των πιστών μόνο όταν μετανοούσε και εξομολογιόταν δημόσια την αμαρτία του. Στην περίπτωση αυτή συγκατάνευε και η ολομέλεια της εκκλησίας.
Η μετάνοια κατά τους πρώτους αιώνες είχε αναπτυχθεί σε τέσσερα στάδια ή τάξεις.
Η πρώτη τάξη ήταν εκείνων που ονομάζονταν Κλαίοντες, γιατί στέκοταν στο πλάι της πόρτας της εκκλησίας και με δάκρυα ζητούσαν από τους πιστούς την άδεια να εισέρθουν. Εάν τους έδιναν αυτήν την άδεια, έκαναν δημόσια εξομολόγηση της αμαρτίας τους μπροστά σε όλους τους πιστούς, και τότε γίνονταν Ακροατές, γιατί είχαν το δικαίωμα να ακούνε την ανάγνωση των Γραφών και το κήρυγμα του Θείου Λόγου, αλλά τους αποκλείανε από τις προσευχές. ‘Επειτα από λίγο χρόνο, οι Ακροατές προβιβά ζονταν σε Γονυπετούντες, γιατί μπορούσαν να πλησιάσουν περισσότερο τους λατρεύοντες πιστούς και να γονατίσουν, ενώ γινόταν προσευχή για λογαριασμό τους. Η τελευταία τάξη ήταν οι Παριστάμενοι, δηλαδή οι θεατές της τελετής της Ευχαριστίας, χωρίς να έχουν δικαίωμα να κοινωνήσουν. Έπειτα από όλη αυτή τη διαδικασία ο Παριστάμενος επανερχόταν στην κοινωνία των πιστών, οι οποίοι και τον συγχωρούσαν δημόσια για το σκάνδαλο που είχε προκαλέσει. Η συγχώρηση όμως αυτή δε σχετιζόταν με την αμαρτία του εξομολογούμενου κατά της δικαιοσύνης του Θεού, αλλά με την προσβολή που είχε κάνει κατά της Εκκλησίας, και του δινόταν με προσευχή και με την επίθεση των χεριών του πρεσβυτερίου. Η εξομολόγηση όμως προς πρεσβύτερο και κατ’ ιδίαν, όπως και η άφεση των αμαρτιών από τον πρεσβύτερο ήταν άγνωστα πράγματα στους πρώτους αιώνες. Όταν ο Χριστιανισμός έγινε θρησκεία του κράτους, η εξομολόγηση επιβλήθηκε από τον αστικό νόμο σαν πειθαρχικό μέτρο, αλλά και τότε πάλι γινόταν δημόσια, σύμφωνα με τα παραπάνω.
Κατά τον πέμπτο αιώνα, όταν ο Πάπας Λέων ο Α΄(440 -461 μ. Χ) έγραφε στους επισκόπους της Καμπανίας, φαίνεται ότι ήταν ο πρώτος που καινοτόμησε με τις παραγγελίες που τους έδινε, και οι οποίες προπαρασκεύασαν το μέτρο της εισαγωγής της εξομολόγησης στον ιερέα και κατ’ ιδίαν (σε ιδιαίτερο χώρο, όχι δημόσια). Καθώς εξέθετε πόσο ήταν ασύμφορη και επικίνδυνη η δημόσια εξομολόγηση στην εκκλησία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «αρκεί να αποκαλυφθεί η ενοχή της συνείδησης στους πρεσβυτέρους μόνο με μυστική εξομολόγηση». Ο νέος όμως αυτός τρόπος εξομολόγησης άργησε πολύ να γενικευθεί, και κατά τη μεταβατική εκείνη περίοδο συντάχτηκαν διάφοροι κανόνες ή βιβλία πειθαρχικά.
Κατά τον 8ο και 9ο αιώνα ο τύπος της ιερατικής συγχώρησης ήταν μάλλον προσευχή του ιερέα στο Θεό για τη συγχώρηση του μετανοούντα και όχι συγχώρηση που να δίνεται στο μετανοούντα από τον ιερέα. Επίσης, μέχρι τον 12ο αιώνα η εξομολόγηση στον ιερέα δεν ήταν απολύτως αναγκαία για να δοθεί η άφεση των αμαρτιών, και μάλιστα αν δεν υπήρχε ιερωμένος, η εξομολόγηση μπορούσε να γίνει και σε ένα λαϊκό χριστιανό. Αλλά το 1215 ο Πάπας της Ρώμης Ιννοκέντιος ο Γ΄συγκάλεσε την Δ΄σύνοδο του Λατερανού και εισηγήθηκε διάφορες νέες διατάξεις οι οποίες επισημοποιούσαν παλαιότερες συνήθειες μεταξύ των οποίων ήταν και η διάταξη της εξομολόγησης σα μυστήριο, όπως το διατηρούν μέχρι σήμερα στη Δυτική Εκκλησία.
Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η Ανατολική Εκκλησία δεν έκανε τόση κατάχρηση της εξομολόγησης όπως η Δυτική Εκκλησία, και δε φαίνεται ότι ο θεσμός αυτός απέκτησε ποτέ τόση δύναμη μεταξύ των Ελλήνων, όση απέκτησε μεταξύ των λαών της Δύσης. Η ανατολική όμως Εκκλησία αντιλήφθηκε χωρίς αμφιβολία, με το πέρασμα των αιώνων, πόση βλαβερή επίδραση έχει ο θεσμός αυτός καθώς εξελίχθηκε, γιατί λόγω της φύσης του, και εφόσον δεν τηρείται με σοβαρότητα και αυστηρότητα, δε μπορεί παρά να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα για την κοινωνία, την οικογένεια και την ατομική χρησιμότητα και ελευθερία της συνείδησης, ακόμη δε και γι αυτόν τον κλήρο. Τα κυριώτερα κακά της μυστικής εξομολόγησης προς ιερέα και της από μέρους του άφεσης των αμαρτιών είναι σε συντομία τα εξής:
1. Υποδουλώνει τη συνείδηση του ατόμου ή καλλιεργεί την υποκρισία. Το πρώτο συμβαίνει σ’ αυτούς που κάνουν ειλικρινή εξομολόγηση, το δεύτερο σε εκείνους που δεν εξομολογούνται ειλικρινά. Αν ο Χριστιανός δεν εκθέσει στον εξομολογητή όλα εκείνα που έπραξε, ή είπε, ή σκέφτηκε, τότε γίνεται ένοχος ότι τα απέκρυψε, ή είπε ψέματα, ή υποκρίθηκε, και σε περίπτωση που θα πάρει συγχώρηση από τον ιερέα, την παίρνει ανειλικρινά βάσει των δεδομένων. Αν, απ΄την άλλη πλευρά τα εκμυστηρευτεί όλα, τότε καταπατάει ένα αίσθημα που είναι έμφυτο μέσα στην ψυχή του ανθρώπου που ο Ίδιος ο Θεός έχει φυτέψει εκεί μέσα. Το αίσθημα αυτό θεωρεί μερικά πράγματα της ζωής ιερά και αποκλείει κάθε ανθρώπινη επέμβαση σ’ αυτά, γιατί πρέπει να μένουν γνωστά μόνο στην ψυχή του ανθρώπου και το Θεό. Με την καταπάτηση του αισθήματος αυτού, ο άνθρωπος χάνει την ηθική δύναμη της συνείδησής του, τη συναίσθηση της ευθύνης και της ατομικότητάς του, και στην απελπισία του παραδίνεται σα μαλακός πηλός στα χέρια του εξομολογητή. Αν απ’ τον άνθρωπο αφαιρεθεί το συναίσθημα της ατομικής ευθύνης, η οποία πηγάζει μόνο από την αντίληψη ότι έχει την ελευθερία της κρίσης και της εκλογής, τότε ο άνθρωπος αυτός θα έχει κολοβωθεί ηθικά γιατί θα έχει στερηθεί το πολυτιμώτερο πνευματικό δώρο που τον διακρίνει από τα άλογα ζώα.
2. Υπάρχει κίνδυνος διαφθοράς του Κλήρου. Αυτό αποδεικνύεται χωρίς καμιά αμφιβολία από την ιστορία και τη σύγχρονη πείρα. Όσο ευσεβής κι αν είναι ο κληρικός, όταν συναισθάνεται ότι αυτός έχει απόλυτη πνευματική εξουσία του «δεσμείν και λύειν», και το απόλυτο δικαίωμα να σκαλίζει και να ερευνά τα μυστικά των καρδιών και των οικογενειών, και ακόμη να δικάζει χωρίς κανένα έλεγχο, είναι αδύνατο από ανθρώπινης πλευράς να μην παρασυρθεί σιγά –σιγά από τα ανθρώπινα πάθη και την περιέργεια με το να κάνει κατάχρηση της φοβερής αυτής εξουσίας του. Οι κληρικοί εκείνοι που θα κατόρθωναν να μην πέσουν σ’ αυτούς τους πειρασμούς δε θα ήταν άνθρωποι αλλά μηχανές.
3. Απομακρύνει τον άνθρωπο από το Θεό. Ο προφήτης και βασιλιάς Δαβίδ λέει στον 51ο Ψαλμό: «Σε Σένα, σε Σένα μόνο αμάρτησα και το πονηρό ενώπιόν Σου έπραξα!» Και ο άσωτος γιος είπε: «Πατέρα, αμάρτησα στον Ουρανό και ενώπιόν σου.» Ο Δαβίδ λέει ξανά: «Την αμαρτία μου φανέρωσα σε Σένα, και την ανομία μου δεν έκρυψα, είπα: Στον Κύριο θέλω εξομολογηθεί τις παραβάσεις μου, και Συ συγχώρησες την ανομία της αμαρτίας μου « (Ψαλμ. 32:5). Και ο Κύριος μας παράγγειλε να προσευχόμαστε ως εξής: «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών … και μη εισενέγκεις ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού.» Τέλος, ο Απόστολος Πέτρος συνέστησε στο Σίμωνα το μάγο να ζητήσει συγχώρηση από το Θεό: «Μετανόησε, λοιπόν, από αυτήν την κακία σου, και δεήσου στο Θεό, ίσως συγχωρηθεί σε σένα η επινόηση της καρδιάς σου» (Πράξ. 8:22). Η αμαρτία λοιπόν είναι παράβαση κατά του Θεού και όχι κατά του ανθρώπου. Επομένως, η μετάνοια και η εξομολόγηση πρέπει να γίνουν στο Θεό γιατί είναι ο μόνος που μπορεί να δώσει τη συγχώρηση – ο μόνος που έχει το δικαίωμα να συγχωρεί αμαρτίες (Ιωάν. 5:22). Κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να μεσολαβεί μεταξύ του αμαρτωλού ανθρώπου που μετανοεί και του Θεού που συγχωρεί.
Ο μόνος Μεσίτης μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων είναι ο Χριστός, γιατί «ένας Θεός υπάρχει, ένας είναι και ο Μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός, που έδωσε τον εαυτό Του ως λύτρο για λογαριασμό όλων μας» (Α΄Τιμ. 2:5-6). Εάν λοιπόν ως Χριστιανοί δεν έχουμε πίστη στην ατομική προσευχή, τότε αποκλείεται και η εξομολόγηση γιατί η προσευχή δεν είναι τίποτε άλλο παρά εξομολόγηση στο Θεό και παράκληση για να συγχωρηθούμε και να ενισχυθούμε πνευματικά στο όνομα του Ιησού Χριστού. Ο Κορνήλιος ήταν Εθνικός, Ρωμαίος, αλλά την ώρα που προσευχόταν στο Θεό χωρίς να μεσολαβήσει κανένας απολύτως Απόστολος, και προτού να βαφτιστεί, ο άγγελος που ο Θεός είχε στείλει, είπε: «Κορνήλιε, οι προσευχές σου ακούστηκαν από το Θεό» (Πράξ. 10:4).
Η εξομολόγηση σε κληρικό είναι καλή όταν γίνεται αυθόρμητη και όταν υπάρχει ανάγκη. Ο πνευματικός ποιμένας, αν και είναι άνθρωπος, είναι όμως, ή πρέπει να είναι, άνθρωπος ανώτερης πείρας και ευσέβειας και με ανώτερα πνευματικά χαρίσματα.
Για το λόγο αυτό είναι ο πιο κατάλληλος από όλους να δώσει σε κάθε άτομο όχι μόνο του δικού του ποιμνίου, αλλά και σε κάθε άλλο Χριστιανό πολύτιμες συμβουλές και νουθεσίες για την περίστασή του. Εκείνος όμως που ζητεί την οδηγία του πρεσβυτέρου πρέπει να εξομολογηθεί προς αυτόν και αυθόρμητα, και όχι γιατί εξαναγκάζεται σε τούτο εξαιτίας ορισμένης προθεσμίας, ή από το φόβο ότι αν δεν το πράξει δε θα τύχει συγχώρησης. Εκείνο που πρέπει να τον προτρέπει σε εξομολόγηση είναι το πραγματικό συναίσθημα αμαρτίας και ενοχής και οι προσωπικές του στενοχώριες. Παράλληλα, ο πρεσβύτερος οφείλει να δέχεται πάντοτε τις αυθόρμητες αυτές εκμυστηρεύσεις και να δίνει σε εκείνον που εξομολογείται τις περιστάσεις του όσο το δυνατό καλύτερη νουθεσία και παρηγοριά, και να οδηγεί τις σκέψεις του απαραίτητα στο Θεό, συγχρόνως δε να προσευχηθεί μαζί του και να παρακαλέσουν το Θεό να ευδοκήσει να δεχτεί τη μετάνοια του αμαρτωλού, να καθαρίσει την καρδιά του από κάθε τάση προς την αμαρτία και Αυτός, ο μόνος δικαιούμενος, να δώσει τη συγχώρηση χάρη του πολύτιμου αίματος του Ιησού και της μεσιτείας Του.
Εκτός δε της κατ’ ιδίαν εξομολόγησης των αμαρτιών σε έναν πρεσβύτερο ή και σε οποιονδήποτε άλλο σεβάσμιο και πνευματικό αδελφό, υπάρχει και η εξομολόγηση των αδικημάτων ή σφαλμάτων σε βάρος άλλων προσώπων, η οποία πρέπει να γίνεται σε αυτά τα αδικημένα πρόσωπα. Επίσης υπάρχει και η εξομολόγηση των παραπτωμάτων σε βάρος τη Εκκλησίας ή της αδελφότητας, και η οποία πρέπει, στην περίπτωσή αυτή, να γίνεται δημόσια ενώπιον της Εκκλησίας.
Αυτή είναι η μόνη εξομολόγηση που συμφωνεί και προς το γράμμα και προς το πνεύμα της Καινής Διαθήκης.
Νηστεία
Πώς και πότε πρέπει να γίνεται
(Λουκά 5:33-39)
Ο Λουκάς στο κεφάλαιο18:12 αναφέρει πως οι Φαρισαίοι νήστευαν δύο φορές την εβδομάδα. Κάθε Δευτέρα και κάθε Πέμπτη. Πίστευαν ότι με την αποχή τους από τα φαγητά μπορούσαν να πλησιάζουν το Θεό και ότι η ζωή τους γινόταν αγιότερη. Έτσι βλέπουμε μερικούς να έρχονται στον Ιησού, επηρεασμένοι από τη νηστεία των μαθητών του Προδρόμου και των Φαρισαίων που νήστευαν, να υποβάλουν το ερώτημα στον Iησού: «Γιατί οι μαθητές σου δε νηστεύουν;» Ο Κύριός μας δικαιώνει τους μαθητές Του. «Μπορούν οι καλεσμένοι σε γάμο να νηστεύσουν όσον καιρό είναι ο γαμπρός μαζί τους;» Δεν είχαν καταλάβει ότι ο Κύριός μας είχε έρθει να φέρει μια νέα εντολή. Ο νόμος είχε δοθεί από το Μωϋσή που μιλούσε αρκετά για νηστεία, τώρα όμως είχε έρθει ο Ιησούς με Χάρη και Αλήθεια (Ιωάν. 1:17). Δεν ήταν στο πρόγραμμά Του να υποβάλει τους ακολούθους Του σε διατάξεις που αφορούσαν το Νόμο. Οι Φαρισαίοι ήταν εξασκημένοι στη νηστεία, όπως ο Πρόδρομος που δεν έτρωγε ούτε έπινε. Οι μαθητές του Κυρίου, νέοι ακόμα στην ακολουθία Του, δεν έπρεπε να υποβληθούν σε μια τέτοια δύσκολη υπηρεσία. Με το να κάνει κάτι τέτοιο, ήταν σα να έβαζε ένα καινούργιο μπάλωμα σ’ ένα παλιό ρούχο, που τα αποτελέσματα δε θα ήταν καθόλου καλά, γιατί το σκίσιμο θα γινόταν χειρότερο. Με άλλα λόγια, ο καιρός για μπαλώματα είχε τελειώσει και η ώρα της δημιουργίας και της αναγέννησης είχε έρθει!
Ούτε καινούργιο κρασί μπαίνει σε παλιά ασκιά, γιατί και το κρασί θα χυθεί και τα ασκιά θα καταστραφούν. Όταν τα ασκιά είναι νέα έχουν κάποια ελαστικότητα, όταν όμως παλιώσουν, γίνονται σκληρά. Έτσι δε μπορούμε να βάλουμε το νέο κρασί της θείας Χάρης μέσα σε ανθρώπινες φόρμες, γιατί είναι πεπαλαιωμένες. Ο Κύριος θέλει να αποβάλουμε ό,τι βρίσκεται μέσα μας και να δεχτούμε τη διδασκαλία Του, η οποία μπορεί να στηριχτεί μόνο πάνω σε κάτι καθαρό κι αποδεσμευμένο από συνήθειες και θρησκευτικές διατάξεις που απορρίπτουν τη θεία Χάρη. Αν σωζόμαστε με τη Χάρη Του, τότε δε μπορούμε να βασιζόμαστε σε έργα, γιατί αλλιώς η Χάρη θα πάψει να είναι χάρη (Ρωμ. 11:6).
«Θα έρθουν όμως ημέρες που θα τους πάρουν το γαμπρό και τότε θα νηστέψουν». Ο Κύριός μας εδώ αναφέρεται στη σύλληψή Του και φυσική απομάκρυνσή Του από τη συντροφιά των παράνυμφων. «Και τότε θα νηστέψουν». Όχι βέβαια τη νηστεία των Φαρισαίων, αλλά θα νηστέψουν, θα στερηθούν τη φυσική συντροφιά Του και μέσα τους θα υπάρχει η πηγή της πνευματικής χαράς που είναι γεμάτη δόξα (Ιωάν. 16:19-22).
Ο ίδιος υπόσχεται στο Λόγο Του ότι θα είναι με τους δικούς Του όλες τις ημέρες μέχρι το τέλος του κόσμου (Ματθ. 28:20). Επομένως η νηστεία είναι ασυμβίβαστη με τη διδασκαλία Του.
39 «Και κανένας δε θέλει φρέσκο κρασί αμέσως μετά που έχει πιει παλιό, γιατί λέει πως το παλιό είναι καλύτερο».
Το όμορφο αυτό εδάφιο θα έλεγα ότι ολοκληρώνει το σημερινό μάθημά μας. Είναι δύσκολο για πολλούς ανθρώπους που έχουν γυμναστεί και μεγαλώσει σ’ ένα σύστημα παλιό, να μπουν αμέσως σ’ ένα σύστημα καινούργιο. Το όλο έργο πρέπει να γίνει σιγά –σιγά, ως τότε που η νέα διδασκαλία θα μπει στις καρδιές των ανθρώπων. Μπορεί οι νεοσύλλεκτοι του Χριστού να μην έχουν την όψη της Θεότητας, αλλά να έχουν τη δύναμή της. Και καθώς τρώνε καθημερινά το Λόγο του Θεού που έρχεται σε αντίθεση με τον παλιό εαυτό μας, η γλυκύτητα του μελιού να κατεβαίνει στο πικρό μας στομάχι και να το γλυκαίνει, μέχρι τότε που η δύναμη της Θεότητας δε θα κάνει μόνο το έργο της μέσα στην καρδιά μας, αλλά θα έρθει και στην όψη του προσώπου μας (Αποκ. 10:9).
Νυμφίος και Νύμφη
Ο Γάμος του Αρνίου.
Το θέμα αυτό του Γάμου του Αρνίου αναφέρεται στην Αποκάλυψη. Η γλώσαα αυτού του βιβλίου είναι αρκετά σκοτεινή, γιατί ο συγγραφέας της χρησιμοποιεί πολλούς συμβολισμούς και θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στην ερμηνεία του.
Ένα πράγμα που προκύπτει από την προφητική αφήγηση του βιβλίου είναι ότι ενώ εδώ στον πλανήτη μας θα διαδραματίζονται τρομερά γεγονότα, εκεί επάνω στον ουρανό που είναι συγκεντρωμένη τώρα η Εκκλησία του Χριστού, ένα εξαίρετο γεγονός μοναδικής ομορφιάς και λαμπρότητας θα λάβει χώρα.
Η σκηνή εκείνη μπροστά στο βήμα του Χριστού με την καταμέτρηση των ταλάντων των παιδιών του Θεού, τερματίστηκε! Πέρασαν απ’ τη φωτιά της θείας κρίσης όλα τα έργα που έκαναν τα παιδιά του Χριστού μετά την αναγέννησή τους (Α΄Πέτρου 1:23), και τώρα παίρνουν από τα χέρια Του το στεφάνι της νίκης. Η σκηνή εκείνη έκλεισε με μια θαυμάσια πράξη. Ο Ιωάννης βλέπει στο όραμά του τους είκοσι τέσσερις πρεσβυτέρους που συμβολίζουν την εξ ολοκλήρου Εκκλησία της παλαιάς και νέας οικονομίας να φορούν τα στεφάνια που είχαν πάρει απ’ τα χέρια του Χριστού, και σε μια στιγμή η μεγάλη εκείνη συγκέντρωση των μελών της Εκκλησίας ξεσπά σε έναν όμορφο ύμνο: «Άξιος είσαι, Κύριε, να λάβεις τη δόξα και την τιμή και τη δύναμη» (Αποκ. 4:11). Και αμέσως μετά βλέπει τους στεφανοφορεμένους αυτούς ανθρώπους να γονατίζουν μπροστά στο θρόνο του Χριστού, να βγάζουν τα στεφάνια απ’ τα κεφάλια τους και να τα καταθέτουν στα πόδια του Χριστού. Απ’ το Χριστό τα πήραν και στο Χριστό τα επιστρέφουν. Είναι κι αυτή μια διακήρυξη όλων αυτών των ανθρώπων που πειράστηκαν, δοκιμάστηκαν και αγωνίστηκαν εδώ στη γη, και, με τη χάρη του Χριστού, νίκησαν.
Μετά τη λήξη της σοβαρής εκείνης σκηνής, ξαφνικά ακούγεται μια φωνή απ’ τα ουράνια: «έφτασε η ώρα για το γάμο του Αρνίου και η νύφη που θα γίνει γυναίκα Του ετοιμάστηκε!» (Αποκ. 19:7). Σ’ αυτόν εδώ το σταθμό θα σταθούμε σήμερα στο ταξίδι που κάνουμε μέσα στην αιωνιότητα. Πρώτα απ’ όλα, γιατί είναι ένας πολύ σημαντικός σταθμός, κι έπειτα, γιατί το θέμα είναι εξαιρετικά λεπτό και απαιτείται μεγάλη εγκράτεια γλώσσας να το χειριστούμε.
Εκείνο που με δύο λέξεις μπορούμε να πούμε είναι ότι στο θείο σχέδιο της λύτρωσης υπάρχει μια ορισμένη στιγμή που με ένα πανηγυρικό τρόπο ολοκληρώνεται η σχέση του Χριστού με την Εκκλησία Του. Η σχέση αυτή θα διακηρυχτεί στο σύμπαν του Θεού. Αυτό θα είναι ο Γάμος του Αρνίου.
Ο Λόγος του Θεού προσπάθησε να μιλήσει στον άνθρωπο πολλές φορές για τη μυστική αυτή σχέση που ενώνει την καρδιά του Χριστού με την καρδιά της Εκκλησίας. Μάλιστα δανείστηκε και εικόνες από τη ζωή μας για να καταλάβουμε τι μας έλεγε. Η πιο όμορφη εικόνα είναι εκείνη που συχνά ακούμε να χρησιμοποιείται σε ένα γάμο με τη σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα. Κάθε φορά που βρισκόμαστε σ’ ένα γάμο, ακούμε τον Απόστολο να λέει: «Το μυστήριο τούτο είναι πολύ μεγάλο, και με αυτό εννοώ βέβαια τη σχέση του Χριστού με την Εκκλησία» (Εφ. 5:32).
Αφού λοιπόν το μυστήριο τούτο είναι μεγάλο, θα ήθελα να ρίξουμε μια ματιά στη σκηνή του γάμου, έπειτα στο Νυμφίο και τελευταία στη Νύμφη.
Τι είναι ο γάμος; Ο γάμος είναι το ξεχείλισμα και η ικανοποίηση μιας βασικής ανάγκης του ανθρώπου. Της ανάγκης της συντροφιάς και επικοινωνίας με έναν άλλο άνθρωπο. Επικοινωνίας τόσο στενής, που μέσα στη σχέση τους να χάνεται η ατομικότητά τους. Το θεσμό αυτό τον δημιούργησε ο Θεός όταν είπε: «Δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος» (Γέν. 2:18). Κάνοντας λοιπόν ο Θεός το γάμο μέσα στον κήπο της Εδέμ, ικανοποίησε τη μεγάλη εκείνη ανάγκη της επικοινωνίας της ανθρώπινης καρδιάς με μια άλλη ανθρώπινη καρδιά.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στου Θεού την καρδιά που δημιούργησε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα τη δική Του. Με τέτοια ανάγκη επικοινωνίας φαίνεται να υπήρχε και στην καρδιά του Θεού με ένα άλλο νοήμον ον. Και για την ικανοποίηση αυτής της ανάγκης ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο.
Δυστυχώς, η ικανοποίηση της επικοινωνίας αυτής ανακόπηκε με την εισβολή της αμαρτίας. Το άλλο εκείνο νοήμον ον έπαυσε να προσφέρει στο Θεό τη συντροφιά του. Και απ’ την άλλη πλευρά, τη θεία πλευρά, το έργο αυτό της λύτρωσης έχει ως σκοπό του την επανάληψη της ικανοποίησης της μεγάλης εκείνης ανάγκης της καρδιάς του Θεού.
Εδώ κάτω ικανοποιείται η ανάγκη αυτή της καρδιάς του Θεού στη συντροφιά των λυτρωμένων. Ακόμη όμως και ο λυτρωμένος άνθρωπος δεν είναι σε θέση να προσφέρει όσο θα έπρεπε και όπως θα έπρεπε τη συντροφιά του στο Θεό. Γι αυτό και η εικόνα αυτή του γάμου χρησιμοποιείται σα σύμβολο – της στενής σχέσης που ενώνει το Χριστό με την Εκκλησία Του- σε σχέση με το μέλλον και όχι στην ολοκληρωμένη της μορφή σε σχέση με το παρόν. Ο Παύλος γράφει: «Γιατί πραγματικά σας ζηλεύω με ζήλια θεϊκή, καθότι σας αρραβώνιασα με έναν άντρα, για να σας παρουσιάσω στο Χριστό παρθένα αγνή» (Β΄Κορ.11:2). Εδώ κάτω λοιπόν στον κόσμο αυτό της αμαρτίας και των ατελειών, σ’ αυτή τη μορφή δυστυχώς βρίσκεται η σχέση του Χριστού με την Εκκλησία Του. Είναι η υπόσχεση, είναι ο αρραβώνας. Και η νύμφη περιμένει. Περιμένει κι ο Κύριος να εκπληρωθεί η υπόσχεση κι ο αρραβώνας να δώσει τη θέση του στο γάμο που ο Χριστός θα περάσει σε μια καινούργια σχέση, πιο στενή και πιο εγκάρδια με την Εκκλησία Του.
Τότε θα στρωθεί το τραπέζι του γάμου γύρω απ’ το οποίο θα καθήσει ο Χριστός και η συμπληρωμένη Εκκλησία Του. Και πάνω από το τραπέζι θα περάσει η παλαιά ανάμνηση με τα λόγια που ο Κύριος είχε πει στο ανώγειο της Ιερουσαλήμ, που συμβολίζει το αίμα Του που θα χυνόταν στο σταυρό για τη σωτηρία πολλών ανθρώπων: «Πιέτε απ’ αυτό όλοι, γιατί τούτο είναι το αίμα Μου, της Νέας Διαθήκης, το οποίο χύνεται για χάρη πολλών με σκοπό τη συγχώρηση των αμαρτιών. Και σας πληροφορώ ότι από τώρα και στο εξής δε θα πιω πια από το προϊόν αυτό της αμπέλου, μέχρι την ημέρα εκείνη που θα το πίνω μαζί σας καινούργιο στη βασιλεία του Πατέρα Μου» (Ματθ. Β΄26:27, 28, 29). Σ’ αυτό λοιπόν το τραπέζι θα εκπληρωθεί η πρόρρηση του Χριστού. Εκεί θα υπάρχει ο «νέος οίνος». Ο οίνος φέρει, όπως όλοι γνωρίζουμε, ευθυμία και χαρά στον άνθρωπο. Έτσι ο Κύριος εδώ αναφέρεται στον οίνο (κρασί) μιας καινούργιας και ανέκφραστης χαράς. Και ο Νυμφίος θα στρέψει το βλέμμα Του πάνω στη Νύμφη. Εκεί θα δει ένα – ένα τα παιδιά Του για τα οποία πόνεσε και τα αναζήτησε «στη μακρυνή χώρα» και τα έσωσε. «Θα δει τον καρπό του πόνου της ψυχής Του και θα χορτασθεί» (Ησαϊας 53:11). Στην αιώνια ζωή, πιστεύω, ότι αυτή θα είναι η πιο ιερή στιγμή. Θα είναι ο Γάμος του Αρνίου.
Ο Νυμφίος και η Νύμφη
Αφού ρίξουμε μια ματιά στο Νυμφίο, έπειτα θα πρέπει να ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στη Νύμφη.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να εξετάσουμε γιατί λέγεται Γάμος του Αρνίου αφού ο Χριστός εδώ σε μια παραβολή Του τον είχε διηγηθεί ως Γάμο του Γιου του βασιλιά. Ας δούμε τη διήγηση: « Η βασιλεία των ουρανών είναι όμοια με ένα βασιλιά που έκανε τους γάμους του γιου του» (Ματθ. 22:2). Αφού λοιπόν ήταν ο γάμος του Γιου του Βασιλιά, τότε γιατί η Γραφή ονομάζει την όμορφη αυτή σκηνή, «ο Γάμος του Αρνίου;» Απλώς την ονομάζει έτσι για να μας θυμίζει και υπενθυμίζει σ’ ολόκληρη την αιωνιότητα ότι αυτή είναι η κατ’ εξοχή σχέση που ενώνει το Χριστό με την Εκκλησία Του. Είναι η σχέση της θυσίας. Είναι η σχέση του σταυρού. Λέμε, «Ο Γάμος του Αρνίου» και η σκέψη μας πηγαίνει στο «Αρνί που σφάγηκε από καταβολής κόσμου» (Αποκ. 13:8). Πηγαίνει στον «Αμνό του Θεού που σήκωσε την αμαρτία του κόσμου» (Ιωάν. 1:29). Πηγαίνει στο αρνάκι το πασχαλινό του Θεού που προσφέρθηκε θυσία στο σταυρό για την αμαρτία του ανθρώπου. Αν ο σταυρός δε μεσολαβούσε, ο Γάμος του Χριστού με την Εκκλησία Του δε θα υπήρχε. Αυτή είναι η θεμελιώδης σχέση που ενώνει το Χριστό με τον άνθρωπο. Είναι η σχέση που ιδρύθηκε δια του σταυρού. Είναι η σχέση στην οποία εισέρχεται ο άνθρωπος όταν αποδεχθεί με πίστη τη θυσία που έγινε επάνω στο σταυρό ως τη μοναδική βάση της σωτηρίας του. Και σε ολόκληρη την αιωνιότητα ο σταυρός θα είναι το θέμα του ύμνου που η Νύμφη θα ψάλλει στο Νυμφίο. Εκεί επάνω θα στρωθεί το γαμήλιο τραπέζι, γιατί στο Γιο του Βασιλιά η Βηθλεέμ κάποτε πρόσφερε τον κρύο στάβλο της, η Γαλιλαία τις βουνοπλαγιές της για τις αγρυπνίες Του, η Γεθσημανή τη φιλοξενία των δέντρων της για την αγωνία Του, το Πραιτώριο του Πιλάτου τη χλεύη του καλαμένιου σκήπτρου και αγκαθωτού στέμματος και ο Γολγοθάς το σκληρό σταυρό. Όλα αυτά θα γίνουν ένα σύμπλεγμα σε έναν αιώνιο ύμνο αγάπης κι ευγνωμοσύνης των λυτρωμένων προς το Σωτήρα τους και η καινούργια αυτή αγάπη στην οποία θα εισέλθουν όλοι μαζί Του θα ονομάζεται ο Γάμος του Αρνίου. Αυτός θα είναι ο Νυμφίος. Και ποια θα είναι η Νύμφη; Ασφαλώς, η Εκκλησία. Ποια όμως Εκκλησία, αφού έχουμε τόσες πολλές και κάθε μια τους διεκδίκησε την τιμή του τίτλου αυτού για τον εαυτό της αποκλείοντας όλες τις άλλες; Κατόπιν όλες αυτές οι Νύμφες επεδόθησαν στο να προγράψουν, να καταδιώξουν και να εξοντώσουν η μια την άλλη. Πόσες μικρότητες και πόσα πάθη στο γαμήλιο προθάλαμο του Χριστού!
Ποια απ’ όλες τις Νύμφες του Χριστού είναι η πραγματική Νύμφη που τη μεγάλη εκείνη μέρα θα καθήσει στο γαμήλιο τραπέζι του Χριστού; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι: Καμιά. Και τούτο, γιατί καμιά δε μπορεί να διεκδικήσει ότι το σύνολο των μελών της είναι αναγεννημένοι με τη χάρη του Χριστού και ότι αυτοί αποτελούν το μυστικό σώμα του Κυρίου. Καμιά απ’ όλες αυτές δε μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο της Νύμφης του Αρνίου. Όλες αναμφίβολα θα προσφέρουν από το αίμα τους στην πραγματική Εκκλησία. Από όλες θα στρατολογήσει ο Κύριος τους δικούς Του, γιατί μέσα σε όλες υπάρχουν αναγεννημένες ψυχούλες (Α΄Πέτρου 1:23).
Αφού λοιπόν καμιά από τις ορατές Εκκλησίες δε θα είναι η Νύμφη του Χριστού, τότε η Νύμφη θα πρέπει να είναι ένα αόρατο σώμα, πιθανόν άγνωστο στα μάτια των ανθρώπων αλλά πολύ γνωστό στα μάτια του Θεού, μέσα στο οποίο ανήκουν ανεξάρτητα από τη δογματική τους απόχρωση και εκκλησιαστική τους ονομασία, όλοι όσοι συνειδητά δέχτηκαν το Χριστό ως προσωπικό τους Σωτήρα και Κύριό τους. Όλοι όσοι ένιωσαν το βάρος των αμαρτιών τους και με μετάνοια και πίστη το ακούμπησαν στο σταυρό του Χριστού. Όλοι, όσοι όχι μόνο τα βρωμερά κουρέλια της αμαρτίας τους αλλά και της αρετής τους αντάλλαξαν με την άσπιλη στολή της δικαιοσύνης του Χριστού. Αυτοί αποτελούν το όλο μυστικό και αόρατο, αλλά πραγματικό και ζωντανό σώμα του Κυρίου. Αυτή είναι η Νύμφη του Αρνίου.
Ο Χριστός είχε πει ότι εκεί επάνω θα λάβει χώρα η παραβολή των ζιζανίων και του σιταριού. Είχε πει ότι στο χωράφι της Εκκλησίας υπάρχει μια μικτή βλάστηση σιταριού και ζιζανίων – γνήσιων και κίβδηλων Χριστιανών. Και η βλάστηση αυτή θα υπάρχει μέχρι το τέλος. ΄Όταν όμως έρθει ο καιρός του θερισμού θα πει ο Κύριος στους αγγέλους Του: «Μαζέψτε πρώτα τα ζιζάνια και δέστε τα σε δεμάτια για να τα κάψετε. Και το σιτάρι συγκεντρώστε το στην αποθήκη Μου» (Ματθ. 13:30). Αυτή θα είναι η Νύμφη που θα καθήσει στο τραπέζι του Νυμφίου. Ο ιερός Χρυσόστομος λέει:
«Μα η ζωή είν’ σα θέατρο
Απέλυσε, όλοι έφυγαν
Και μέσα στους διαβάτες…
Φαίνονται τώρα καθαρά
Γνήσιοι και παραβάτες.»
Οι γνήσιοι είναι εκείνοι που απαρτίζουν το σώμα της Εκκλησίας. Αυτών τα ονόματα είναι γραμμένα στο Βιβλίο της ζωής. Αυτοί αποτελούν το σώμα της Νύμφης.
Αυτό θα συμβεί μετά την ανάσταση, κι ευτυχώς τότε, οι διαφορές μεταξύ των πιστών που ανήκαν στις διάφορες εκκλησιαστικές παρατάξεις, θα παραμείνουν θαμμένες και οι πιστοί όλων των εκκλησιαστικών αποχρώσεων θα καθήσουν μαζί και θα απολαύσουν τη συντροφιά ο ένας του άλλου στην καινούργια τους σχέση στην οποία θα μπουν τώρα με το Χριστό.
Αυτό θα είναι ο Γάμος του Αρνίου. Αυτή θα είναι η ανέσπερη γιορτή στο μεγάλο τραπέζι της αγάπης και ευδαιμονίας με το νέο κρασί που θα ρέει άφθονο από τις καρδιές των πιστών.
Εσύ, φίλη ψυχή θα είσαι εκεί; Θα πάρεις μέρος κι εσύ στη μεγάλη γιορτή, ή άφησες διάφορες καταστάσεις που προέκυψαν στο διάβα σου να σε παρασύρουν και ξέχασες τον πραγματικό σκοπό της ζωής; Ποτέ δεν είναι αργά. Θυμήσου το ληστή στο σταυρό και ζήτα απ’ το Χριστό να σε συγχωρήσει. Σε περιμένει.