της Γιούλικας Κ. Masry
Μετά που ο Χριστός άφησε τη γη και ξαναγύρισε αναστημένος στο βασίλειο του Ουράνιου Πατέρα, οι απόστολοι, δηλαδή στην κυριολεξία εκείνοι τους οποίους ο Ιησούς έστειλε σε όλο τον κόσμο για να κηρύξουν το μήνυμα του ευαγγελίου—μαθητές Του από την αρχή αλλά και όσους κάλεσε αργότερα με ειδικό τρόπο, όπως π.χ. τον Παύλο—ήταν πνιγμένοι στη δουλειά. Κι αυτό επειδή μέρα με την ημέρα μεγάλωνε ο αριθμός των Χριστιανών καθώς προστίθεντο ολοένα και καινούργιοι πιστοί στο ποίμνιο, οι οποίοι έπρεπε ν’ακούσουν από το στόμα των αποστόλων όλες τις αλήθειες, που κι εκείνοι είχαν ακούσει από το Μεσσία, και όλες τις μαρτυρίες των όσων μεγάλων και θαυμαστών είχαν δει τα μάτια τους. Έτσι λοιπόν οι απόστολοι χρειάστηκε να διαλέξουν μερικούς από τους νέους Χριστιανούς για να τους βοηθήσουν σε ορισμένα καθήκοντα. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Στέφανος για τον οποίο η Αγία Γραφή μάς λέει ότι ήταν «πλήρης πίστεως και δυνάμεως» και έκανε «τέρατα και σημεία» μπρος στα μάτια του λαού, δηλ. πράγματα μεγάλα και σπουδαία που σ’ έκαναν ν’ απορείς (Πράξ. 6/18). Η Αγία Γραφή μάς λέει ακόμα για το Στέφανο ότι τόσο πλούσια ξεπήδαγε απ’ το στόμα του η σοφία του Θεού, ώστε πολλά από τα μέλη της συναγωγής των Ιουδαίων, τα οποία πολεμούσαν την πίστη στο Χριστό με όλη τους της δύναμη, τελικά δεν κατάφερναν ν’ αντισταθούν στην πειστικότητα των επιχειρημάτων του Αγίου Πνεύματος που κύλαγε σαν ποτάμι από τα χείλη του. «[Κ]αι δεν ηδύναντο να αντισταθώσιν εις την σοφίαν και εις το πνεύμα με το οποίον ελάλει» (Πραξ. 6/10).
Στην απελπισία τους που ένιωθαν «νικημένοι» σ’ αυτή τη μονομαχία λόγων, όπως εκείνοι καταλάβαιναν τη συζήτηση με το Στέφανο για το Θεό—και μπορούμε να εύκολα φανταστούμε τι οργή θα είχαν που ο Στέφανος απαντούσε με σοφία και τόλμη στις ερωτήσεις τους, όταν αναλογιστούμε πόσο κι εμείς οι ίδιοι πεισμώνουμε όταν οι ήρεμες και σταράτες απαντήσεις κάποιου συνομιλητή κυριολεκτικά μας αποστομώνουν—οι Ιουδαίοι κατέφυγαν σε ανέντιμες μεθόδους. Έβαλαν κρυφά ανθρώπους να διαδώσουν στα πλήθη την ψεύτικη φήμη ότι τάχα ο Στέφανος βλαστημούσε το Ζωντανό Θεό, τον Ουράνιο Πατέρα στον Οποίο ο Μωυσής είχε πιστέψει με όλη του την καρδιά και είχε υπακούσει πέρα για πέρα στις εντολές και λεπτομερή Του καθοδήγηση για το πώς να βγάλει τους Ισραηλίτες απ’ την Αίγυπτο, που ήταν τετρακόσια χρόνια δούλοι, και να τους φέρει στη Γη Χαναάν. Μ’ αυτές τις κατηγορίες οι σπιούνοι εύκολα ξεσήκωσαν τον εβραϊκό λαό και τους θρησκευτικούς αρχηγούς του, οι οποίοι τότε έγιναν έξω φρενών, έπιασαν το Στέφανο και τον έφεραν μπροστά στο Συνέδριο. Εκεί οι ψευδομάρτυρες επανέλαβαν τις κατηγορίες τους εναντίον του Στέφανου λέγοντας πως, όταν αναφερόταν στον Ιησού το Ναζωραίο, έλεγε ότι Εκείνος είχε σκοπό να καταστρέψει τον τόπο και να καταργήσει τα έθιμα τα οποία οι Εβραίοι είχαν παραλάβει από το Μωυσή.
Δεν χρειάζεται και μεγάλη προσπάθεια για να φανταστούμε τη σκηνή στην αίθουσα του Συνεδρίου. Από τη μια μεριά οι σύνεδροι, οργισμένοι και αγριωποί, να στριφογυρίζουν ανήσυχα στις θέσεις τους. Από την άλλη οι ψευδομάρτυρες, θρασείς και ασυνείδητοι, να καταθέτουν χωρίς καμιά ντροπή ψεύτικες κατηγορίες κατά του Στέφανου μπροστά σ’ όλο τον κόσμο. Και στη μέση της συνάθροισης ο Στέφανος ολομόναχος: χωρίς κανένα δικηγόρο να τον υπερασπιστεί, κανέναν άνθρωπο να τον βοηθήσει. Αν και γυμνός από κάθε ορατή πανοπλία, ο Στέφανος δεν ήταν όμως ολότελα άοπλος. Στα χέρια του κρατούσε ένα μοναδικό, καίτοι αόρατο, αμυντικό όπλο που μπορούσε να το στρέφει πότε προς τη μία και πότε προς την άλλη κατεύθυνση, ανάλογα με το από πού έρχονταν τα βέλη: την ασπίδα της πίστης που, όπως μας λέει και ο απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους επιστολή (6/16), είναι ένα απ’ τα πιο σημαντικά εξαρτήματα της αρματωσιάς του πιστού. Θα πρέπει δε να ήταν τόσο φανερή η προστασία που χάριζε ο Θεός στο Στέφανο την ώρα που υπερασπιζόταν την πνευματική αλήθεια ότι ο Χριστός είναι ο Δίκαιος τον Οποίο έστειλε ο Πατέρας στον κόσμο για να χτίσει τη γέφυρα της επιστροφής μας σ’ Αυτόν, που όλοι όσοι ήταν μπροστά διέκριναν την παρουσία των δυνάμεων του Ουρανού στη σκηνή της ανάκρισης. Κι αυτό δεν μας το λένε μόνο οι Χριστιανοί που βρίσκονταν εκεί. Ο Λόγος του Θεού αναφέρει ότι εκείνη τη στιγμή ακόμα και οι Ιουδαίοι σύνεδροι είδαν κάτι στο πρόσωπο του Στέφανου που δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν με τη λογική των ανθρώπινων νόμων. «Και ατενίσαντες εις αυτόν πάντες οι καθήμενοι εν τω συνεδρίω, είδον το πρόσωπον αυτού ως πρόσωπον αγγέλου», διαβάζουμε στις Πράξεις των Αποστόλων (6/15).
Ο αρχιερέας της συναγωγής όμως προτίμησε να κάνει πέρα αυτή την εικόνα που φάνταζε μπροστά του αποκαλυπτικά και ολοφώτεινα, λες και παραμέριζε δυσανασχετώντας με το χέρι του κάποια ανεπιθύμητη κουρτίνα που του έκρυβε τη θέα του κόσμου, και απευθυνόμενος στο Στέφανο τον ρώτησε στεγνά και βλοσυρά αν πραγματικά είχε κάνει όλα εκείνα τα τρομερά και βλάστημα για τα οποία τον κατηγορούσαν. Ο Στέφανος θα πρέπει να έπεσε σε αμηχανία στην αρχή για το πώς ν’ απαντήσει σ’ έναν άνθρωπο που ήταν φανερό ότι δεν πίστευε στα ίδια του τα μάτια! Μπορεί μάλιστα αυτός να ήταν και ο λόγος που διάλεξε να του απαντήσει μόνο μέσ’ απ’ την Παλαιά Διαθήκη, τις ίδιες δηλαδή τις ρίζες της πίστης του αρχιερέα οι οποίες ανέφεραν για το Πρόσωπο και την ταυτότητα του Ιησού Χριστού και φανέρωναν ότι δεν ήταν καθόλου αρνητής του Πατέρα-Θεού αλλά, αντίθετα, η σφραγίδα Του στη γη—ο Γιος Του ο αγαπημένος, ο Πρίγκιπας ο Καλός, ο αγγελιοφόρος Του για το μήνυμα της «καινούργιας διαθήκης» που ο Θεός έκανε τώρα με τους δικούς Του (χαράζοντας το νόμο Του στις ανθρώπινες καρδιές και όχι μόνο στην πέτρα), ο Σωτήρας που πρόσφερε τώρα τον εαυτό Του στο Σταυρό, παίρνοντας εκείνη τη στιγμή επάνω Του όλες τις αμαρτίες του καθενός μας ξεχωριστά και χαρίζοντάς μας την ευκαιρία να συμφιλιωθούμε με το Θεό περνώντας απ’ τη γέφυρα που έχτισαν ανάμεσα γης και Ουρανού τα δύο τεντωμένα και τρυπημένα από τα καρφιά χέρια Του. Κι αυτό για να καταλήξει ο άνθρωπος να ζει όπως ήταν απ’ την αρχή προορισμένος: σε στενή επαφή και άμεση επικοινωνία με το Θεό που τον έφτιαξε, τόσο στενή σαν τη ζώνη που κολλάει στη μέση, όπως λέει με το στόμα του προφήτη Ιερεμία ο Ίδιος ο Θεός ότι μας θέλει να είμαστε στη σχέση μας μαζί Του. «Διότι καθώς η ζώνη κολλάται στην οσφύν του ανθρώπου, ούτως εκόλλησα εις εμαυτόν πάντα τον οίκον Ισραήλ, και πάντα τον οίκον Ιούδα, λέγει Κύριος» (Ιερ. 13/11).
Καθόλου δεν τον πείραζε το Στέφανο που, για να δώσει τέτοια απάντηση στον αρχιερέα, έπρεπε να φτάσει πολύ πίσω στην εξιστόρηση της σχέσης Θεού και ανθρώπων, μέχρι τον Αβραάμ, τον πατέρα όλων των πιστών, τον πατριάρχη που υπάκουσε ασυζητητί σε όσες παράξενες και δύσκολες οδηγίες τού έδωσε ο Θεός, άφησε το σπίτι του και τους συγγενείς του και εμπιστεύτηκε ολόψυχα την εκ πρώτης όψεως απίθανη θεϊκή υπόσχεση ότι σ’ αυτόν που ήταν γέρος και δεν είχε παιδιά θα γεννιόνταν μιλιούνια απόγονοι που θα γίνονταν ο ευλογημένος και διαλεχτός λαός του Θεού. Ούτε λίγο ούτε πολύ η απάντηση του Στέφανου ανακεφαλαίωνε όλη σχεδόν την ιστορία του λαού Ισραήλ: την ιστορία των τριών γενεών Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ και των δώδεκα γιων του τελευταίου που έγιναν οι αρχηγοί των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, τον ερχομό στο προσκήνιο του Μωυσή, μέσω του οποίου ο Θεός έβγαλε τους Ισραηλίτες από το ζυγό των Αιγυπτίων, τους έδωσε τις εντολές Του για το πώς να ζουν και τους οδήγησε στη γη που τους είχε υποσχεθεί, την προφητεία του ίδιου του Μωυσή για τον Ιησού Χριστό, τον απεσταλμένο του Πατέρα που θα έρθει μια μέρα με ανθρώπινη φωνή και στα λόγια του Οποίου ο Θεός είχε παραγγείλει γενική υπακοή, τη βασίλεία του περίφημου Δαβίδ και του γιου του Σολομώντα που θα έχτιζε το Ναό στην Ιερουσαλήμ για να λατρεύουν εκεί οι Ισραηλίτες το Θεό και, τέλος, το πώς έπρεπε να γίνεται η λατρεία του Ζωντανού Θεού—πνευματικά και αληθινά—γιατί ο Θεός έχει το θρόνο Του στον Ουρανό και δεν μπορεί ποτέ να φυλακιστεί σε ό,τι χτίζουν χέρια θνητών ανθρώπων.
Μ’ αυτό το τελευταίο ο Στέφανος ήθελε να πει στον Αρχιερέα και τους άλλους συνέδρους ότι ένας απ’ τους λόγους που αντιδρούσαν τόσο έντονα στο Χριστό και τη διδασκαλία Του ήταν επειδή τους θύμιζε πόσο πολύ είχαν οι ίδιοι ξεφύγει από την πνευματική λατρεία του Θεού, πράγμα που ο εγωισμός τους δεν τους επέτρεπε να παραδεχτούν. Κι αυτό δεν ήταν κάτι που γινόταν για πρώτη φορά, τους τόνισε ο Στέφανος. Την ίδια πεισματική αντίδραση είχαν και παλιότερα, κάθε φορά που ο Θεός τούς έστελνε προφήτες για να τους θυμίσει ποια είναι η αλήθεια Του και το θέλημά Του και για να τους αναγγείλει τον ερχομό του Μεσσία. Εκείνοι τους θανάτωναν, αντί να δίνουν προσοχή στα λόγια τους και να επιτρέπουν στο Άγιο Πνεύμα να τους ελέγξει. Και στην περίπτωση του Ιησού Χριστού έτσι έκαναν και πάλι, τους είπε ο Στέφανος. Τον εξόντωσαν προκειμένου να μην ακούσουν το Λόγο του Ουράνιου Πατέρα που Εκείνος τούς φανέρωνε, κι ας είχε πει ο Μωυσής ότι, μόλις θα’ρχόταν αυτός ο Εκλεκτός του Θεού, έπρεπε όλοι να υπακούσουν. «Προφήτην εκ μέσου σου θέλει αναστήσει εις σε Κύριος ο Θεός σου εκ των αδελφών σου, ως εμέ· αυτού θέλετε ακούει» (Δευτ. 18/15).
Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο ο γλυκύτατος Στέφανος με το χερουβικό πρόσωπο δεν δίστασε να τους το πει ξεκάθαρα, αν και όχι βέβαια εκδικητικά, ότι τέτοια συμπεριφορά δεν είναι συμπεριφορά πνευματικών ανθρώπων αλλά ανθρώπων που τους έχει τυφλώσει το πείσμα, που η καρδιά τους έχει σκληρύνει και προτιμούν να επιμένουν αλύγιστοι στο δικό τους παρά να λατρεύουν και να δοξάζουν το Ζωντανό Θεό με την πνευματικότητα που Εκείνος θέλει, να συμμορφώνονται με τις παραγγελίες των προφητών Του και να υπακούν στο θεϊκό σχέδιο για το πώς να Τον ξαναπλησιάσουν. Η καρδιά του Στέφανου που γνώριζε την ειρήνη την οποία έχει κανείς όταν το Πνεύμα το Άγιο τον κατοικεί, θα θλιβόταν μέχρι θανάτου την ώρα που έπρεπε να πει στους συνέδρους τα αιχμηρά εκείνα λόγια: «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι την καρδίαν και τα ώτα, σεις πάντοτε αντιφέρεσθε κατά του Πνεύματος του Αγίου· καθώς και οι πατέρες σας, ούτω και σεις» (Πράξ. 7/51).
Η αλήθεια για την αμαρτία δεν είναι ποτέ ευχάριστη. Όλοι το ξέρουμε αυτό όταν κάποιο λάθος μας βγαίνει στην επιφάνεια. Πάλη γιγάντια γίνεται μέσα μας ανάμεσα στον εγωισμό μας να το παλέψουμε και να μην το παραδεχτούμε και στο Πνεύμα του Θεού που μας προσκαλεί να λυγίσουμε, να μετανιώσουμε, ν’ αλλάξουμε πορεία. Ανάλογα με το ποια απ’ αυτές τις δύο δυνάμεις τελικά θα νικήσει εξαρτάται ολόκληρη η πορεία μας πάνω στη γη αλλά και στο Ουράνιο Βασίλειο, η εσωτερική ειρήνη και ευτυχία μας, το είδος του καρπού που θα βγάλει η ζωή μας—αν θα’ναι δηλαδή καρπός εύχυμος και μελένιος ή συρρικνωμένος και πικρός, ακατάλληλος να δώσει το σπόρο του ώστε να βλαστήσουν απ’ αυτόν κι άλλες ζωές, κι άλλοι καρποί.
Δυστυχώς, τη βραδιά που δικαζόταν ο Στέφανος οι σύνεδροι διάλεξαν την επιμονή, τη χολή και την εκδίκηση· όχι τον έλεγχο του Αγίου Πνεύματος, τη μετάνοια και το γονάτισμα της ψυχής. Έτριζαν τα δόντια τους μας λέει η Αγία Γραφή κι οι σάρκες τους κυριολεκτικά σκίζονταν στα σωθικά τους όταν, μέσ’ απ’ τα λόγια του Στέφανου, το Πνεύμα του Θεού τούς καταδίκασε για την αμαρτία τους—παλιά και καινούργια. Αν φέρουμε στη θύμησή μας κάποια παρόμοια δική μας αντίδραση σε αλήθειες που μας υποδεικνύουν αλλά που εμείς συνειδητά αρνούμαστε να παραδεχτούμε, δεν θα δυσκολευτούμε να αναπλάσουμε στη φαντασία μας τη σκηνή. Ούτε θα αρκεστούμε να φορτώσουμε τη σκληροκαρδία σε κάποιους μακρινούς «κακούς Ιουδαίους» παραβλέποντας το γεγονός ότι συχνά ενεργούμε κι εμείς ολόιδια μ’ εκείνους, μοιάζουμε δηλαδή με τους συνέδρους σαν δυο σταγόνες νερό. Σκυλί λυσσασμένο γίνεται ο άνθρωπος όταν αποκαλυφθεί το λάθος του κι ο ίδιος προτιμήσει να επιμείνει στην σαρκική αντίδραση παρά να δώσει προσοχή στη φωνή του Πνεύματος του Θεού που του φέρνει αυτή την κρίση από αγάπη, απλά και μόνο για να τον προσκαλέσει στην ειρήνη της μετάνοιας, να τον αγιάσει, να τον ευλογήσει.
Ο Στέφανος δεν ήταν αφελής να αγνοεί τις συνέπειες που θα είχαν για την τύχη του λόγια σαν τα δικά του τα οποία ήταν ικανά να ξυπνήσουν τέτοια ένστικτα στις καρδιές των συνέδρων. Επειδή όμως ενεργούσε μέσ’ απ’την αλήθεια του Θεού και όχι από δική του εκδικητική επιθυμία να «αντιμιλήσει» στους συνέδρους για να τους «αποδείξει» ότι το δίκιο ήταν με το μέρος του, είχε μέσα του μεγάλη ειρήνη, την ειρήνη που κανείς ποτέ δεν μπορεί να έχει από μόνος του παρά μόνο όταν η καρδιά του αναπαύεται ολοκληρωτικά στην αλήθεια και δικαιοσύνη του Ιησού Χριστού, την ειρήνη που ο απόστολος Παύλος στην προς Φιλιππησίους επιστολή περιγράφει ως εξής: «η ειρήνη του Θεού, η υπερέχουσα πάντα νουν» (4/7). Αυτή δε την απόλυτη βεβαιότητα για το ότι ο Στέφανος είχε ακουμπήσει στον Αληθινό Βράχο, τον Ιησού Χριστό, ο Θεός θέλησε να του επιτρέψει να τη δει όχι μόνο με τα μάτια της ψυχής αλλά και του θνητού του σώματος. Η Αγία Γραφή μάς λέει σ’ αυτό το σημείο ότι ο Στέφανος, «πλήρης ων Πνεύματος Αγίου» εκείνη την ώρα «ατενίσας εις τον ουρανόν, είδε την δόξαν του Θεού, και τον Ιησούν ιστάμενον εκ δεξιών του Θεού, και είπεν, Ιδού, θεωρώ τους ουρανούς ανεωγμένους, και τον Υιόν του ανθρώπου ιστάμενον εκ δεξιών του Θεού» (Πράξ. 7/55 & 56).
Μπροστά σ’ αυτή την αποκάλυψη ο Στέφανος θα ένιωσε μέσα βαθιά του πως από κείνη κιόλας τη στιγμή ήταν ήδη φευγάτος από το βασίλειο της δόξας του κόσμου κι είχε ήδη μπει στο Βασίλειο της Δόξας του Θεού. Γιατί, βέβαια, ναι μεν δεν ήξερε ακόμα με ποιο ακριβώς τρόπο θα πλήρωνε για τις αλήθειες που το Άγιο Πνεύμα τού είχε αναθέσει να φανερώσει, αλλά σίγουρα συνειδητοποιούσε πως το τίμημα θα ήταν ακριβό, πολύ ακριβό. Από μόνος του κανένας άνθρωπος δεν έχει τη δύναμη να κάνει μαρτυρία για την αλήθεια του Χριστού η οποία θα του κοστίσει πανάκριβα. Και όσο ζούμε στην από ’δω μεριά του Ουρανού όλοι μας έχουμε κάποια δύσκολη μαρτυρία να κάνουμε, έστω κι αν στη δική μας περίπτωση το κόστος ούτε κατά διάνοια συγκρίνεται μ’ εκείνο που θα πλήρωνε τελικά ο Στέφανος. Ο μόνος λόγος που ο νεαρός αυτός πιστός και άξιος βοηθός των αποστόλων μπόρεσε να εκπληρώσει τη δική του αποστολή μαρτυρίας ήταν γιατί την κρίσιμη ώρα της απόφασης η ματιά του δεν ήταν καρφωμένη στους συνέδρους που τον περικύκλωναν, ώστε να υπολογίζει πώς θα αντιδράσουν, αλλά στον Ιησού που τον σκέπαζε από ψηλά, από το ύψος της Ουράνιας Δύναμης και Δόξας. Η προσοχή του δεν ήταν στραμμένη στο περιβάλλον του κόσμου αλλά στο Περιβάλλον της Αιωνιότητας στην οποία ήξερε ότι είχε δικαίωμα να μπει όχι επειδή ήταν «καλός άνθρωπος» από μόνος του αλλά επειδή, με τη θυσία του Χριστού, ο Στέφανος—όπως και όλοι μας—είχε ξεπλυθεί και λυτρωθεί έτσι ώστε να ξαναγίνει αγνός και άξιος να αντικρίσει το Θεό. Όπως το είχε προφητέψει και ο Ησαΐας χρόνια πριν, «εάν αι αμαρτίαι σας είναι ως το πορφυρούν, θέλουσι γείνει λευκαί ως χιών· εάν ήναι ερυθραί ως κόκκινον, θέλουσι γείνει ως λευκόν μαλλίον» (1/18).
Οι οργισμένοι σύνεδροι δεν άργησαν να αντιδράσουν βίαια. Στο άκουσμα του ονόματος του αγαπημένου Γιου του Πατέρα και γιου του ανθρώπου που ο Στέφανος δήλωσε πως είδε καθισμένο στα δεξιά του Θεού, εκείνοι βούλωσαν τ’ αυτιά τους για να μην ακούσουν τίποτε άλλο πια για τη Δόξα των Ουρανών—τα ίδια εκείνα αυτιά που ήταν ήδη βαρήκοα επειδή ήταν «απερίτμητα», δηλαδή καλυμμένα με τη μεμβράνη της θεληματικής άγνοιας που τα σκέπαζε σαν πέπλο—, όρμησαν εναντίον του Στέφανου και αφού πρώτα τον έβγαλαν έξω απ’ την πόλη άρχισαν να τον λιθοβολούν. Τα χείλη του Στέφανου δεν ξανάνοιξαν για να φανερώσουν άλλες πνευματικές αλήθειες. Το έργο αυτό είχε τελειώσει. Άνοιξαν μόνο προς στιγμή για να προφέρουν την τελευταία παράκληση που απευθύνει ο κάθε πιστός στον Κύριο και Θεό του. «Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου». Και λίγο αργότερα ο Στέφανος, αφού γονάτισε, για να επιστρέψει το χωμάτινο κομμάτι του εαυτού του στη γη απ’ την οποία είχε προέλθει, πρόσθεσε σχεδόν αθόρυβα: «Κύριε, μη λογαριάσης εις αυτούς την αμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. 7/59 & 60). Αμέσως δε μετά αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του σωματικού θανάτου, με την ψυχή του ντυμένη την πνευματική της στολή και με την προσδοκία της ανάστασης και του σώματός του που θα σηκωθεί απ’ τη γη ανανεωμένο κι αυτό, άφθαρτο και αθάνατο όπως μας βεβαιώνει ο Λόγος του Θεού. «Ούτω και η ανάστασις των νεκρών· σπείρεται εν φθορά, ανίσταται εν αφθαρσία· σπείρεται εν ατιμία, ανίσταται εν δόξη· σπείρεται εν ασθενεία, ανίσταται εν δυνάμει· σπείρεται σώμα ζωικόν, ανίσταται σώμα πνευματικόν. Ούτως είναι και γεγραμμένον, ‘Ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ έγεινεν εις ψυχής ζώσαν·’ ο έσχατος Αδάμ εις πνεύμα ζωοποιούν. Πλην ουχί πρώτον το πνευματικόν, αλλά το ζωικόν, έπειτα το πνευματικόν. ‘Ο πρώτος άνθρωπος είναι εκ της γης, χοϊκός· ο δεύτερος άνθρωπος, ο Κύριος εξ ουρανού. Οποίος ο χοϊκός, τοιούτοι και οι χοϊκοί· και οποίος ο επουράνιος, τοιούτοι και οι επουράνιοι. Και καθώς εφορέσαμεν την εικόνα του χοϊκού, θέλομεν φορέσει και την εικόνα του επουρανίου’» (Αʹ Κορινθ. 15/ 42-50).
Σήμερα οι λιθοβολισμοί, όταν ομολογεί κανείς την αλήθεια για το Ζωντανό Θεό και τον αναστημένο Χριστό, δεν γίνονται με τον ίδιο τρόπο. Τις περισσότερες φορές η σφεντόνα που χρησιμοποιείται για το λιθοβολισμό είναι η γλώσσα του κόσμου και οι πέτρες που λιθοβολούν τους πιστούς τα πικρά και επιθετικά λόγια των ανθρώπων οι οποίοι δεν έχουν ακόμα γνωρίσει την κυρίαρχη παρουσία του Θεού στη ζωή τους ούτε την ασύλληπτη αγάπη Του για τον άνθρωπο να προσφέρει στον καθένα δωρεάν τη σωτηρία της ψυχής, οπότε Τον πολεμούν άγρια χτυπώντας τα παιδιά Του. Πληγώνουν όμως και τα λόγια το ίδιο βαθιά. Στην επιστολή του Ιακώβου, για παράδειγμα, διαβάζουμε ότι «μεταξύ των μελών ημών η γλώσσα είναι η μολύνουσα όλον το σώμα…» και ότι η γλώσσα είναι «ακράτητον κακόν, μεστή θανατηφόρου φαρμάκου» (3 / 6 & 8). Ο πιστός Στέφανος δεν ήταν κανένας «σούπερμαν» να μπορεί να αψηφά τον πόνο και να αντιστέκεται με υπομονή και ειρήνη στη βία των αρνητών του Ιησού Χριστού από απλό ανθρώπινο ηρωισμό. Το μυστικό του είναι απλά ότι κρατούσε το βλέμμα του προσηλωμένο στο Χριστό και όχι σ’ εκείνους που τον πλήγωναν τυφλωμένοι απ’ το πάθος του μίσους.
Το πιθανότερο είναι ότι στο διάβα της ζωής οι περισσότεροι από μας δεν θα κληθούμε να δώσουμε τη μαρτυρία μας μπροστά σε δικαστήριο, συνέλευση ή κάτω από δραματικές συνθήκες σαν εκείνες του Στέφανου. Εμάς το πεδίο μας είναι η γειτονιά, το σχολείο, το γραφείο, η συντροφιά ή καμιά φορά και η οικογένεια. Εκεί είναι που θα μας ρωτήσουν ίσως κάποτε για την πίστη μας, για το Ποιος είναι το αποκούμπι και ο Βράχος της Ελπίδας μας, η Πηγή απ’ όπου αντλούμε ειρήνη, ελευθερία, ζωντάνια και αγάπη για τους άλλους. Μόνο αν έχουμε κι εμείς σαν το Στέφανο στραμμένη τη ματιά μας στον ανοιχτό Ουρανό και το βλέμμα μας καρφωμένο στον αναστημένο Ιησού που στέκει στα δεξιά του Θεού οδηγώντας και ευλογώντας μας, μπορούμε να μένουμε σωστά πληροφορημένοι για το πότε καλούμαστε να σιωπήσουμε και πότε να φανερώσουμε στον κόσμο την αιτία της ελπίδας μας, πώς να ξεπερνάμε κάθε φορά τον πειρασμό να θέλουμε να λέμε στους γύρω μας μόνο ό,τι τους ευχαριστεί—έτσι ώστε να εξασφαλίζουμε την επιδοκιμασία και αγάπη τους—και, τέλος, πώς να αντιμετωπίζουμε τους διάφορους «λιθοβολισμούς», όταν έρχονται, με καρτερικότητα και Χάρη.
Όλα δε αυτά όχι για να σπάσουμε εμείς προσωπικά κανένα ρεκόρ «πνευματικής τελειότητας» κάνοντας πάντα το σωστό (πράγμα που έτσι κι αλλιώς είναι καταδικασμένο από την αρχή σε αποτυχία), αλλά για να δοξάζεται ολοένα και περισσότερο, ολοένα και ψηλότερα, ολοένα κι από περισσότερα στόματα το Άγιο και Ιερό όνομα του Θεού όταν, μέσ’ απ’ τον καθρέφτη του δικού μας εαυτού, έρχονται κι άλλοι να Τον γνωρίσουν και να προστεθούν στην οικογένειά Του. Κι εδώ ακριβώς είναι που η σχέση την οποία είχε ο Στέφανος με τον ανοιχτό Ουρανό και τον αναστημένο Χριστό μπορεί ν’ αποτελέσει παράδειγμα και για μας σήμερα: μια σχέση τόσο κοντινή και προσωπική που να βλέπει κανείς το Γιο του ανθρώπου και Γιο του Θεού στα δεξιά του Ουράνιου Πατέρα σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο—περίπου το ίδιο όπως Τον είδε και ο Στέφανος, ώστε να οδηγείται απευθείας από Κείνον που ήρθε κι έγινε ένα μ’ εμάς για να μας πλησιάσει καλύτερα σε όλα όσα αφορούν το έργο του Θεού πάνω στη γη με τη συνεργασία μας—σε χρόνο Θεού, με τρόπο Θεού και με τη δική μας πλήρη υπακοή στο θέλημά Του.
▪
Αγαπητέ αναγνώστη, όταν διαβάσεις αυτό το κομμάτι, οποιαδήποτε κι αν είναι η παιδεία σου στο Λόγο του Θεού, πήγαινε στη δική σου Γραφή και αναζήτησε εκεί τις Βιβλικές παραπομπές που έχουν σημειωθεί μέσα σε παρένθεση για να τις μελετήσεις. Η Αγία Γραφή είναι σαν ένα ανοιχτό γράμμα που έγραψε ο Θεός στον καθένα μας ξεχωριστά και, όπως συμβαίνει μ’ένα γράμμα που παίρνεις από ένα πολύ αγαπημένο σου πρόσωπο, είναι προτιμότερο να διαβάζεις το ίδιο παρά ν’ αφήσεις να σου διηγούνται οι άλλοι τι λέει. Και να ξέρεις ότι κάθε φορά που διαβάζεις το Λόγο του Θεού είναι ευλογία για σένα.
Γιούλικα Κ. Masry
Ιούλιος 1992