του ΄Ακη Δημητριάδη
Πριν από ένα χρόνο οι Υπουργοί Υγείας, Δημόσιας Τάξης και Οικονομικών έβγαλαν με ομόφωνη απόφαση έναν επίσημο νόμο για όλη την ελληνική επικράτεια ότι απαγορεύεται πολύ αυστηρά το κάπνισμα σε όλους τους κλειστούς δημόσιους χώρους (στα νοσοκομεία, δημόσιες υπηρεσίες, εστιατόρια, καφετέριες, καταστήματα, κλπ.). Ήταν άλλος ένας νόμος, που προστέθηκε στις δεκάδες χιλιάδες νόμους αυτής της χώρας που δεν τηρούνται. Αν εξαιρέσει κανείς τα νοσοκομεία, σε όλους τους υπόλοιπους δημόσιους χώρους ο καθένας κάνει ότι του καπνίσει, δηλαδή καπνίζει κανονικά ντουμάνι, και γράφει το νόμο στα παλιά του τα παπούτσια.
Υπήρξα καπνιστής για 20 χρόνια και καταλαβαίνω πολύ καλά έναν καπνιστή. Σ’ αυτή τη χώρα, όμως, έχουμε φτάσει στα όρια του παραλογισμού και της σχιζοφρένειας. Διότι αυτός που καπνίζει δεν ενοχλεί και βλάπτει μόνο τον εαυτό του, αλλά και τον συνάνθρωπό του μη καπνιστή, ακόμα και το μωρό παιδί του. Υπάρχουν έγκυες γυναίκες που καπνίζουν και μεταδίδουν στο έμβρυο άμεσα με το αίμα τη νικοτίνη και τις άλλες βλαπτικές ουσίες του τσιγάρου. Υπάρχουν ηλικιωμένοι που βήχουν από χρόνια βρογχίτιδα, κι όμως εξακολουθούν να καπνίζουν σαν φουγάρο.
Η Κατερίνη έχει ίσως τους περισσότερους συνταξιούχους (κανονικούς – όχι μαϊμού) και τα περισσότερα καφενεία και καφετέριες από όλες τις ελληνικές πόλεις. Με τους φίλους μου συνταξιούχους συναντιόμαστε σε μια καφετέρια σχεδόν κάθε μέρα. Μέχρι πρόσφατα και σ’ αυτην τη καφετέρια απαγορευόταν το κάπνισμα και στα τραπεζάκια δεν υπήρχε σταχτοδοχείο. Τελευταία, όμως, οι παράνομοι καπνιστές έγιναν περισσότεροι από εμάς που δεν καπνίζουμε και ο καπνός άρχισε να μας ενοχλεί τόσο πολύ, που αναγκαστήκαμε να αλλάξουμε καφετέρια.
Διαμαρτυρηθήκαμε στον ιδιοκτήτη της καφετέριας, αλλά αυτός μας είπε ότι δεν μπορεί να το κάνει, διότι λόγω της οικονομικής κρίσης οι πελάτες του μειώθηκαν τόσο πολύ, που εάν διώξει και τους λίγους καπνιστές που απέμειναν ως πελάτες, θα αναγκαστεί να κλείσει την καφετέρια. Έτσι, λοιπόν, ψάξαμε για άλλη καφετέρια που να μη καπνίζουν. Ψάξαμε, ψάξαμε παντού, αλλά δεν βρήκαμε. Σε όλες καπνίζουν.
Τελικά, καταλήξαμε να πίνουμε τον καφέ μας στον …παιδότοπο, δηλαδή σε εκείνα τα μαγαζιά – παιδική χαρά, που πάνε οι μητέρες και οι γιαγιάδες τα μικρά παιδιά για να παίξουν με την επιτήρηση μιας κοπέλας, τα οποία διαθέτουν και τραπεζάκια για καφέ για τους γονείς και γιαγιάδες/παππούδες όση ώρα περιμένουν να παίξουν τα παιδιά ή τα εγγόνια.
Έτσι, τώρα περιμένουμε να περάσει σύντομα ο χειμώνας και να έλθει το καλοκαίρι, τότε που οι καφετέριες βγάζουν τραπεζάκια έξω, οπότε και να καπνίζουν στο διπλανό τραπεζάκι δεν θα μας ενοχλούν και τόσο πολύ.
Όλα αυτά μου θυμίζουν το ρεπορτάζ που έκανε γνωστό κανάλι της τηλεόρασης. Έστειλε μια κοπέλα δημοσιογράφο σε ένα ορεινό χωριό της Πίνδου, όπου ζούσαν αιωνόβιοι, να τους πάρει συνέντευξη. Πήγε, λοιπόν, η κοπέλα, και τους βρήκε στην πλατεία του χωριού να κάθονται κάτω από τον ψηλό πλάτανο. Πλησιάζει έναν, που της φάνηκε ότι είναι πολύ μεγάλος στην ηλικία.
• Καλημέρα, παππούλη, θα ήθελα να μάθω ποιο είναι το μυστικό της μακροζωίας σας εδώ στο χωριό.
• Άκουσε, παιδί μου, εγώ στη ζωή μου ήμουν κτηνοτρόφος, είχα πολλά γίδια και πρόβατα. Ποτέ δεν ήπια αλκοόλ, μόνο φρέσκο γνήσιο γάλα.
• Και πόσο χρονώ είσαι παππούλη;
• Εγώ, παιδί μου, είμαι 103 χρόνων, αν θυμάμαι καλά..
Πλησιάζει κατόπιν έναν άλλον, επίσης μεγάλο στην ηλικία, που καθόταν δίπλα του.
• Εσύ, παππούλη, πού αποδίδεις την μακροζωία σου;
• Εγώ, παιδί μου, δεν κάπνισα ποτέ στη ζωή μου, δεν έβαλα στο στόμα μου αυτόν το διάολο που λέγεται τσιγάρο.
• Και πόσο χρονώ είσαι, παππούλη;
• 105, παιδί μου.
Πλησιάζει κατόπιν έναν άλλον, επίσης μεγάλο στην ηλικία, που καθόταν δίπλα του.
• Εσύ, παππούλη, πού αποδίδεις την μακροζωία σου;
• Εγώ, παιδί μου, δεν έκανα ποτέ καταχρήσεις, ούτε κάπνισα, ούτε έπινα, και κοιμόμουν κανονικά 8 – 10 ώρες. Με τις κότες κοιμόμουν νωρίς-νωρίς το βράδυ και αποδίδω τη μακροζωία μας στον καθαρό αέρα και το οξυγόνο του βουνού.
• Και πόσο χρονώ είσαι, παππούλη;
• 108, παιδί μου.
Δίπλα του καθόταν ένας που φαινόταν ο πιο γέρος από όλους. Τον πλησιάζει και τον ρωτάει,
• Εσύ, παππούλη, πού αποδίδεις την μακροζωία σου;
• Άκουσε, παιδί μου. Εγώ ποτέ δεν έκανα πίσω στις απολαύσεις της ζωής. Αυτά που λένε για χοληστερίνη και καρκίνους είναι βλακείες. Εγώ έτρωγα ό,τι μου άρεζε, έπινα όλα τα αλκοολούχα ποτά σαν σφουγγάρι, δεν έχω αφήσει τσίπουρα και ουίσκια, ξενυχτούσα, μου άρεζαν οι γυναίκες και έφαγα τα λεφτά μου μ’ αυτές, κάπνιζα τα πιο βαριά τσιγάρα…
• Και πόσο χρονώ είσαι, παππούλη;
• 46, παιδί μου ! …