Γράφει η Βίκυ Κάλφογλου-Καλοτεράκη, Λέκτωρ Α.Π.Θ.
«Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία Σου» (Λουκ.23:42)
Χαίντελ: Μεσσίας – Mια από τις πιο «ευλογημένες» (με την απόλυτη και κυριολεκτική σημασία της λέξης) στιγμές του έργου, «ευλογημένες» μουσικά και, βεβαίως, πνευματικά, βρίσκεται, πιστεύω, στο Δεύτερο Μέρος, όταν το εκφραστικό «ακκομπανιάτο» του τενόρου περιγράφει την ερημιά και εγκατάλειψη του Κυρίου τις σκοτεινές ώρες του Πάθους Του: «Περιέμεινα συλλυπούμενον, αλλά δεν υπήρξε, και παρηγορητάς, αλλά δεν εύρηκα» (Ψαλμ.69:20).
Ιδιαίτερα στο σημείο όπου ακούγονται τα λόγια «αλλά δεν υπήρξε κανείς» η λιτή μελωδική γραμμή δίνει με σπαρακτική αμεσότητα και ένταση την αίσθηση της απόλυτης μοναξιάς. Η φωνή ανεβαίνει ικετευτικά, η μουσική φράση μοιάζει να αιωρείται περιμένοντας τη λύση: ο Κύριος ζητά κάποιον να Τον καταλάβει, ψάχνει έστω έναν που θα σταθεί κοντά Του. Μάταια .Η απλή ανιούσα μελωδία ακούγεται σαν λυγμός – «Κανείς….. αλλά δεν υπήρξε κανείς να Τον παρηγορήσει» – ο Ιησούς είναι τελείως μόνος, «καταπεφρονημένος και απεριμμένος υπό των ανθρώπων».
Μια από τις πολλές «ευλογημένες» στιγμές του «Μεσσία»!
Πράγματι, ο Ιησούς ήταν μόνος εκείνες τις κρίσιμες τελευταίες μέρες. Ψυχικά μόνος.
Να θυμηθούμε την ατμόσφαιρα στο τελευταίο Δείπνο, όταν ο Κύριος ανοίγει την καρδιά Του και μιλά για την ώρα της θυσίας που πλησιάζει, ενώ την ίδια στιγμή οι μαθητές ερίζουν για το ποιος είναι ο μεγαλύτερος, φανερώνοντας με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο πόσο μακριά βρίσκονται από την καρδιά και το πνεύμα του Δασκάλου (Λουκ.22:24) –
Να θυμηθούμε τη Γεθσημανή, όταν οι τρεις πιο κοντινοί και αγαπητοί μέσα από τη συντροφιά δεν μπορούν να Του συμπαρασταθούν στην ώρα και την προσευχή της αγωνίας (Μάρκ.14:33-40) –
Να θυμηθούμε τον Πέτρο που προεξοφλεί τη δική του «μέχρι θανάτου» αφοσίωση, ακόμα κι αν όλοι οι άλλοι (τους οποίους βέβαια θεωρεί περισσότερο ευάλωτους στη δειλία και την προδοσία) Τον εγκαταλείψουν, τον Πέτρο που στην αυλή του Αρχιερέα αναθεματίζει και ορκίζεται πως δεν Τον γνωρίζει (Μάρκ.14:29-31, 66-72).
Να θυμηθούμε την παγερή φράση : «Τότε οι μαθηταί πάντες αφήσαντες αυτόν έφυγον» (Ματθ.26:56).
Ο Ιησούς ήταν μόνος και στο Συνέδριο, ανάμεσα στους θρησκευτικούς ταγούς του λαού Ισραήλ, του λαού Του. Δεν τον «γνώρισαν», δεν μπόρεσαν να δουν πέρα από τα τείχη του νομικισμού που οι ίδιοι ύψωσαν πνίγοντας τη βαθύτερη Αλήθεια της Θείας Αποκάλυψης – «κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων – επειδή σεις δεν εισέρχεσθε, ουδέ τους εισερχομένους αφίνετε να εισέλθωσιν» (Ματθ.23:13). Το Φως ήρθε, αλλά εκείνοι αγάπησαν περισσότερο το σκοτάδι, καθώς τα λόγια του Κυρίου ξεσκέπαζαν την υποκρισία, την αλαζονεία και τη σκληρότητα της καρδιάς τους. Το Φως ενοχλούσε και απειλούσε την πνευματική εξουσία που ασκούσαν στο όνομα του Θεού.
Ήταν οι πρώτοι που βρέθηκαν απέναντι στο ερώτημα που στο εξής θα ορθώνεται μπροστά σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη: «Εσείς ποιος λέτε πως είμαι;». Με την καρδιά τους πετρωμένη μέσα στην αυτοδικαίωση και τη βεβαιότητα πως αυτοί είναι οι μόνοι αρμόδιοι να ερμηνεύουν τις Γραφές και να δείχνουν το δρόμο προς τον Θεό απέρριψαν Αυτόν που διακήρυττε πως είναι η Μοναδική Οδός, πως Όποιος Τον βλέπει, βλέπει τον Πατέρα.
Δεν Τον αναγνώρισαν.
Ο Ιησούς μόνος και μπροστά στην κοσμική εξουσία.
Ο Πιλάτος, ο εθνικός – Ο ευσυνείδητος Ρωμαίος διοικητής ήταν ίσως εκείνος που ασχολήθηκε περισσότερο με τον υπόθεση του παράξενου κρατουμένου και αγωνίστηκε ειλικρινά να βρει κάποια λύση. Απαλλαγμένος από το πάθος και τη μισαλλοδοξία του θρησκευτικού φανατισμού μπόρεσε να δει καθαρότερα και αντικειμενικά, να διακρίνει πως οι κατηγορίες δεν είχαν νομικό έρεισμα. « Ουδέν έγκλημα ευρίσκω εν τω ανθρώπω τούτω» (Λουκ.23:4). Σαν τυπικός Ρωμαίος αξιωματούχος, προσηλωμένος στην τήρηση της τάξης, στην έρευνα των στοιχείων και στην απονομή της δικαιοσύνης προσπάθησε ως το τέλος να πείσει τον όχλο για την αθωότητα του Ιησού, προσπάθησε, μάταια, να βρει κάποιον νομότυπο τρόπο να πετύχει την απελευθέρωσή του.
Διαισθανόμενος τη δυσκολία της υπόθεσης και το γεγονός πως αυτός, σαν μη Εβραίος, δεν ήταν σε θέση να την καταλάβει σε όλο της το βάθος και τις παραμέτρους, άτολμος να πάρει την ευθύνη μιας αθωωτικής απόφασης ,στέλνει τον ενοχλητικό κατηγορούμενο να κριθεί από τον Ηρώδη Αντύπα, τον Τετράρχη της Γαλιλαίας, έχοντας πιθανότατα και πολιτικούς λόγους να θέλει να προσεγγίσει τον Ιουδαίο ηγεμόνα.
Ο Ηρώδης Αντύπας – Διακρινόταν, όπως και οι πρόγονοί του από την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα και εξής, μάλλον για τις στενές του σχέσεις με τη Ρωμαϊκή εξουσία όπως και για τη φιλία του με μέλη της αυτοκρατορικής δυναστείας των Ιουλίων-Κλαυδίων παρά για την προσήλωσή του στον Νόμο του Θεού και τη θρησκευτική παράδοση του λαού Του. (Εξάλλου σ’ αυτές τις σχέσεις και σ’ αυτή τη φιλία όφειλαν εξαρχής την ηγεμονική τους θέση στην περιοχή της Ιουδαίας ο Αντίπατρος, ιδρυτής της Ηρωδιακής δυναστείας, και οι απόγονοί του). Γνωστός για τη βιαιότητα του χαρακτήρα του, για τις δολοφονίες που κατά διαταγή του διαπράχθηκαν στο άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον, γνωστός βεβαίως και για τη σύγκρουσή του με τον Ιωάννη Βαπτιστή.
Εκείνη τη νύχτα βρίσκεται κι αυτός μπροστά στον Ιησού – ενώπιος ενωπίω. «Χαίρεται», όπως μας πληροφορεί ο Λουκάς, γιατί επιτέλους συναντά αυτόν τον πολυσυζητημένο Δάσκαλο, τον «περιπλανώμενο θαυματοποιό», όπως προφανώς Τον θεωρεί. «Χαίρεται», γιατί περιμένει να δει απ’ Αυτόν κάτι το ασυνήθιστο – «ήλπιζε να ίδη τι θαύμα γινόμενον υπ’ αυτού» (Λουκ.23:8).
Και δεν βλέπει τίποτα.
Αντίθετα – οι επανειλημμένες ερωτήσεις του πέφτουν πάνω στον τοίχο της σιωπής του Ιησού – «Ηρώτα δε αυτόν με λόγους πολλούς – πλην αυτός δεν απεκρίθη προς αυτόν ουδέν» (Λουκ.23:9).
Ο Ηρώδης χάνει το ενδιαφέρον του. Αφήνει ελεύθερους τους στρατιώτες του να εμπαίξουν και να εξευτελίσουν τον Ιησού και μεταθέτει την υπόθεση και πάλι στον Πιλάτο.
Δεν Τον αναγνώρισε.
Και πάλι μπροστά στον Ρωμαίο διοικητή. Ο Πιλάτος συζητά μαζί Του, προσπαθεί να Τον προκαλέσει να υπερασπιστεί επιτέλους τον εαυτό Του. Ο αινιγματικός Άνθρωπος απαντά πως το δικό Του βασίλειο βρίσκεται σ’ έναν άλλον κόσμο. Δηλώνει μάλιστα ανοιχτά: «Δεν είχες ουδεμίαν εξουσίαν κατ’εμού, εάν δεν σοι ήτο δεδομένον άνωθεν» (Ιωάνν.19:11). Ο Πιλάτος νιώθει πια πως δεν μπορεί να χειριστεί αυτή την υπόθεση με τα μέσα που του δίνουν η νομική και διοικητική του πείρα, δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει έναν κατηγορούμενο που ισχυρίζεται πως «ήρθε στον κόσμο για να μαρτυρήσει στην αλήθεια». Σαν γνήσιος αγνωστικιστής ρωτάει δύσπιστα: «Τι είναι αλήθεια;».
Θέτει το πιο σημαντικό ερώτημα του κόσμου και γυρνάει την πλάτη στον Μοναδικό που θα μπορούσε να του δώσει απάντηση – βγαίνει πάλι να συνεννοηθεί με το πλήθος.
Και οι κραυγές που ακούει τον κάνουν να παγώσει: «Εάν τούτον απολύσης, δεν είσαι φίλος του Καίσαρος» (Ιωάνν.19:12).
Για έναν Ρωμαίο προκουράτορα (procurator, «επίτροπος» με την ελληνική απόδοση), όπως ήταν ο Πιλάτος, για έναν διοικητή δηλαδή μιας μικρής επαρχίας προερχόμενο από την τάξη των “ιππέων” (ordo equester), τη δεύτερη τάξη της Ρωμαϊκής κοινωνίας, η φιλία του αυτοκράτορα είχε καθοριστική σημασία. Η σταδιοδρομία και πολιτική ανέλιξη ενός Ρωμαίου ιππέα, η ενδεχόμενη προαγωγή του στην ισχυρότερη, πολιτικά και κοινωνικά, τάξη των “συγκλητικών”(ordo senatorius), εξαρτιόταν απόλυτα από την εύνοια του Καίσαρα. Ο Πιλάτος δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει να εκπέσει από τη θέση του «φίλου του Καίσαρος» (amicus Caesaris).
«Εκείνοι επέμενον με φωνάς μεγάλας, ζητούντες να σταυρωθή. Και αι φωναί αυτών και των αρχιερέων υπερίσχυον. Και ο Πιλάτος απεφάσισε να γείνη το ζήτημα αυτών. Και απέλυσεν εις αυτούς τον διά στάσιν και φόνον βεβλημένον εις την φυλακήν, τον οποίον εζήτουν, τον δε Ιησούν παρέδωκεν εις το θέλημα αυτών».(Λουκ.23:23-24).
Μπορούμε να φανταστούμε σαν μέσα σ’ έναν μεγάλο ζωγραφικό πίνακα όλες τις ομάδες και τους ανθρώπινους τύπους να παίρνουν τις θέσεις τους απέναντι στον Ιησού αυτές τις τελευταίες κρίσιμες ώρες.
Ο όχλος «ζητά» και επιλέγει τον Βαραββά – Δεν αναγνώρισε τον Βασιλιά του –
Ο Πιλάτος επιλέγει τη φιλία του Καίσαρα και διώχνει από τα μάτια και την καρδιά του την εικόνα ενός Βασιλιά «εκτός του κόσμου τούτου», διώχνει την Αλήθεια που βρέθηκε μπροστά Του-
Οι μαθητές φαίνεται να βρίσκονται ουσιαστικά μακριά από την καρδιά του Δασκάλου-
Ο λαός Ισραήλ, η πολιτική και θρησκευτική εξουσία αντιδρούν, όπως ο Ίδιος ο Κύριος είχε ήδη περιγράψει: «δεν εγνωρισαν τον καιρόν της επισκέψεώς τους» (Λουκ.19:44).
«Περιέμεινα συλλυπούμενον, αλλά δεν υπήρξε και παρηγορητάς αλλά δεν εύρηκα».
Κι εκεί, στην ύστατη ώρα του Σταυρού, ένας άνθρωπος δίπλα Του επιτέλους «βλέπει».
Πίσω από την αφάνταστα ταλαιπωρημένη μορφή, πίσω από το ματωμένο Πρόσωπο, απ’ το Σώμα που συσπάται επώδυνα με την κάθε αναπνοή, «βλέπει» τη λαμπερή μορφή ενός ερχόμενου Βασιλιά. Ο άνθρωπος αυτός δεν ανήκει ούτε στο ιερατείο, ούτε στους λόγιους γνώστες του Νόμου, δεν είναι κάποιος ευσεβής, έντιμος Ιουδαίος. Ένα εξαθλιωμένο πλάσμα, κυνηγημένο από την ανθρώπινη δικαιοσύνη και καταδικασμένο στην ίδια αργή αγωνία του σταυρικού θανάτου ο συσταυρωμένος ληστής «αναγνωρίζει» πως στον διπλανό σταυρό, κάτω από την κοροϊδευτική επιγραφή («Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς των Ιουδαίων») κρέμεται ένας Βασιλιάς που η Βασιλεία Του δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου». «Βλέπει» αυτό που δεν μπόρεσε να διακρίνει ο Πιλάτος.
Αυτός, ένας δολοφόνος που έζησε τις μέρες του μέσα στην παρανομία, βρίσκεται ξαφνικά μπροστά σε μια εκπληκτική και απρόσμενη αποκάλυψη. Συνειδητοποιεί ότι είναι ένοχος και άξιος της καταδίκης του («ημείς άξια των όσων επράξαμεν απολαμβάνομεν» Λουκ.23:41). Συνειδητοποιεί ότι ο άνθρωπος που πεθαίνει δίπλα του είναι άγιος («ούτος ουδέν άτοπον έπραξεν»). «Αναγνωρίζει» τέλος στο Πρόσωπό Του (κι αυτό είναι το πιο περίεργο απ’ όλα) έναν Βασιλιά που μπορεί, αν το θέλει, να βοηθήσει και τον ίδιο – «Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου» (Λουκ.23:42). Τα λόγια αυτά τα απευθύνει σ’ έναν ετοιμοθάνατο!
Είναι πιθανό στη διάρκεια της ταραχώδους ζωής του ο ληστής να είχε ακούσει κάτι από τη διδασκαλία του Ιησού, να είχε μάθει κάτι από τη δράση Του, όταν «διήρχετο ευεργετών και θεραπεύων». Είναι πιθανό.
Το βέβαιο όμως είναι πως ο ληστής είδε τη στάση του Κυρίου αυτές τις τελευταίες ώρες. Είδε την ηρεμία Του, τη φροντίδα για τους δικούς Του, – πάνω απ’ όλα Τον άκουσε να προσεύχεται: «Πάτερ, συγχώρησον αυτούς – διότι δεν εξεύρουσι τι πράττουσι» (Λουκ.23:34).
Και τα μάτια του, η καρδιά του ανοίγουν. Τις τελευταίες στιγμές της ζωής του κάνει την κρίσιμη κίνηση – «Κύριε, ξέρω πως δεν το αξίζω, ξέρω πως δεν έχω πια καιρό να κάνω τίποτα. Καταλαβαίνω όμως πως είσαι ο Μοναδικός Βασιλιάς και θέλω να βρεθώ κοντά Σου».
Η απάντηση έρχεται άμεση: «Αλήθεια στο λέω – Σήμερα θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο» (Λουκ.23:43). Η εξουσία των λόγων του Κυρίου!
Δεν ξέρουμε τι ακριβώς σημαίνει αυτό το «σήμερα» στο Χρόνο του Θεού. Μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι γι’ αυτό που έγινε: όταν μέσα στη Θεία Διάσταση του Χρόνου η Πύλη, που χώριζε την Παρουσία του Θεού από τον αποστατημένο, σκοτεινό κόσμο μας, επιτέλους άνοιξε, το πρώτο ανθρώπινο πλάσμα που τη διάβηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των αγγέλων δεν ήταν κάποιος Φαρισαίος, βέβαιος πως είχε τηρήσει όλο το Νόμο, δεν ήταν κάποιος κοσμικός άρχοντας, ένας ιερέας, αλλά ο σταυρωμένος ληστής. Με την τελευταία κίνηση το παιχνίδι κερδήθηκε. Μπήκε στην Αιωνιότητα μαζί με τον Βασιλιά Του, ελεημένος από τη Θυσία Του.
Ο Βυζαντινός Υμνογράφος αποδίδει εξαίσια αυτή την απαρχή της ανθρώπινης σωτηρίας: «Διά ξύλου ο Αδάμ Παραδείσου γέγονεν άποικος – διά ξύλου δε Σταυρού ο ληστής Παράδεισον ώκησεν – ο μεν γαρ γευσάμενος, εντολήν ηθέτησεν του Ποιήσαντος – ο δε συσταυρούμενος Θεόν ωμολόγησε τον κρυπτόμενον».
Ο ληστής – ο πρώτος μιας αμέτρητης στρατιάς ανθρώπων που από τότε πέρασαν και εξακολουθούν να περνούν την Πύλη. Άνθρωποι τελείως διαφορετικοί μεταξύ τους – από διαφορετικές φυλές, γλώσσες, κουλτούρες, από διαφορετικό θρησκευτικό περιβάλλον. Πολύ πιθανό οι δογματικές ταυτότητες που οι άλλοι τους έδιναν πάνω στη γη να ήταν κι αυτές διαφορετικές μεταξύ τους. Όλοι όμως έχουν κάτι κοινό – αυτό που τους δίνει και το δικαίωμα να περάσουν την Πύλη. Όλοι αναγνώρισαν τον Βασιλιά τους και πόθησαν να βρεθούν κοντά Του.
Και μια ηχώ από το τραγούδι αυτής της στρατιάς των λυτρωμένων «εκ πάσης φυλής και γλώσσης και λαού και έθνους» μας μεταφέρει το θριαμβικό χορωδιακό, με το οποίο ο Χαίντελ ολοκληρώνει τον «Μεσσία» του (για να θυμηθούμε το ξεκίνημα του κειμένου μας):
“Άξιον είναι το Αρνίον …. διότι εσφάγη και ηγόρασεν ημάς εις τον Θεόν διά του αίματός Του.. άξιον είναι το Αρνίον το εσφαγμένον να λάβη την δύναμιν και πλούτον και σοφίαν και ισχύν και τιμήν και δόξαν και ευλογίαν» (Αποκ.5:9,12).
Βίκυ Κάλφογλου-Καλοτεράκη
kalnarn@hist.auth.gr
ΓΡΑΨΤΕ ΤΙΣ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΣΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ‘ Η ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΜΑΣ. ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ