γράφει ο Ορέστης Χρ. Φραγκόπουλος
Στις μέρες μας περισσότερο από κάθε άλλη εποχή μπορεί κανείς πολύ εύκολα να δει τον αρνητισμό και να διακρίνει την εναντίωση κατά του ζωντανού Θεού. Σήμερα προβάλλεται θριαμβευτικά και μεταδίδεται με πείσμα το δόγμα μας ότι ο Θεός πέθανε, ο Θεός δεν υπάρχει πια, δε μας χρειάζεται. Χωρίς αναστολές και χωρίς φόβους επιχειρούμε να πλάσουμε κοινωνίες απαλλαγμένες από την “περιοριστική”, όπως νομίζουμε, και “ανασταλτική” ιδέα του Θεού, της αγάπης Του, της κρίσης Του.
Είναι φανερή πια η προσπάθεια συσπείρωσης των ατόμων γύρω από τον εαυτό τους σε δυναμικά οργανωμένα σύνολα που θα εξυπηρετούν τον εαυτό τους, τις ανάγκες τους, θα φροντίζουν την οργάνωση της κοινωνίας τους. Αυτή η συλλογικότητα της οργάνωσης της κοινωνίας θεωρείται απαραίτητη για την επιβίωση του ανθρώπου μέσω των προσπαθειών και των ικανοτήτων του, αφού “ούτε υπάρχει, ούτε ελπίζει, ούτε περιμένει” έξω απ’ αυτή βοήθεια ή δύναμη ή υποστήριξη. Και αφού δεν υπάρχει Θεός, να δούμε τι μπορούμε μόνοι μας να πετύχουμε, πώς θα ξεπεράσουμε τις δυσκολίες…
Είπαμε πως αυτό το πνεύμα διοχετεύεται ενσυνείδητα από δασκάλους και πολιτικούς, αφού αποτυπώνεται στα βιβλία των παιδιών, στα γραπτά, στον Τύπο, στις κοινωνικές επιλογές και κατευθύνσεις. Ιδιαίτερα στην περιοχή “παιδιά” η μάχη είναι αποφασιστική, και καλύπτεται με περισσή “φροντίδα” και ειδικές προσπάθειες. Αντιγράφω από την εισαγωγή ενός σχολικού βιβλίου της Κοινωνιολογίας: “Η κοινωνιολογία δεν μπορούσε να γεννηθεί όσο οι άνθρωποι πίστευαν – όπως συνέβαινε στο Μεσαίωνα – ότι μια υπέρτερη βούληση, η βούληση του Θεού, καθόριζε την ατομική και συλλογική μοίρα τους. Έπρεπε να ξεπεραστεί αυτή η θεοκρατική αντίληψη και ο άνθρωπος να αισθανθεί κύριος της ύπαρξής του για να προσπαθήσει να εντοπίσει τα αίτια που μορφοποιούν, κατευθύνουν και αλλάζουν την κοινωνική του ζωή. Το βήμα αυτό που σήμερα μας φαίνεται αυτονόητο κερδήθηκε σε μια διαδικασία αιώνων και συνδέεται με την ανάπτυξη των αστικών στρωμάτων που πραγματοποίησαν αυτή την ανθρωποκεντρική, όπως ονομάζεται, στροφή. Το στοιχείο αυτό της απελευθέρωσης στη σκέψη του ανθρώπου θα ήταν αδύνατο αν η ανθρωπότητα δεν προχωρούσε στον έλεγχο και την καθυποταγή της φύσης για την εξυπηρέτηση των αναγκών του…”
Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο αυτός ο “άχρηστος Θεός”, που συμφωνήσαμε πως “δεν υπάρχει”, να αναβιώνει, για να γίνει υπαίτιος αυτός όλων όσων μαστιγώνουν και ταλαιπωρούν τον άνθρωπο. Για κανέναν άλλο λόγο δε θυμόμαστε, ούτε ανατρέχουμε στο Θεό, παρά μονάχα για να Τον φορτώσουμε το σκληρό κατηγορώ μας για όλα τα δεινά του κόσμου μας. Στο βιβλίο που αναφέραμε ήδη πιο πάνω υπάρχει και επίλογος. Αφού αναλυθούν πολλά θέματα κοινωνιολογίας και χαρακτήρες ανθρώπων, υπάρχει και το συμπέρασμα που συγκεφαλαιώνει την πραγματική και πρακτική αξία των ανθρώπινων κατακτήσεων. “…Το στερεότυπο αυτό, συνυφασμένο με την παραγωγικότητα, την πειθαρχία, την αποτελεσματικότητα, τον κονφορμισμό, διαιωνίζεται μέσα από το στιγματισμό και την περιθωριοποίηση του αποκλίνοντος ατόμου”. Είναι πλέον τόσο φανερό. Ο “φυσιολογικός άνθρωπος” με τις αναλογίες του και την ισορροπημένη του ζωή θεωρείται πλέον μύθος, ουτοπία. Δεν υπάρχει στις κοινωνίες μας, δε συναντιέται παρά μόνο σαν μουσειακό είδος. Ο τύπος του αποκλίνοντος ατόμου είναι ο πλέον κοινός, καθημερινός, αποκλίνοντας προς κάθε κατεύθυνση, προς κάθε προσανατολισμό.