Τετάρτη απόγευμα γύρω στις 5 κι εγώ, καθισμένη στην αίθουσα αναμονής, στο ίδρυμα «Άγιος Δημήτριος», περίμενα να μου φέρουν τη μικρή Αναστασούλα.
Κάποια στιγμή, ένα απ’ τα υπόλοιπα παιδιά με πλησίασε, η χρονολογική του ηλικία πρέπει να ήταν γύρω στα 30, η διανοητική του κατά πολύ μικρότερη, μου ‘δωσε το χέρι και μου ‘πε όσο η δυσαρθρία του το επέτρεπε, «γειά σου». Το θέμα δεν θα είχε καμία σημασία αν παράλληλα με τον χαιρετισμό του Χρήστου δεν ήμουν αναγκασμένη να υποστώ και τη σιελόρροιά του που ‘κανε λάκκους κι’ αυλάκια σ’ όποιον έδινε το χέρι. Δεν ήταν η πρώτη φορά που δεχόμουν τα σάλια του Χρήστου και σας λέω ειλικρινά, τα είχα συνηθίσει. Εκείνη όμως τη φορά, η πλημμύρα του σιελοποταμού έφτασε ως το καλτσόν μου. Το πώς ένοιωσα, δε χρειάζεται να σας το περιγράψω. Πιστεύω πως με εννοείτε απολύτως.
Κι όμως μέσα απ’ αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση μου ‘δωσε ο Θεός, ένα πολύτιμο μάθημα.
Γύρισ’ ο νους μου πολλά – πολλά χρόνια πριν, όταν θέλησα να πλησιάσω του Χριστού το Σταυρό, 100 και 1000 φορές πιο βρώμικη με μια πολύ χειρότερη κι’ απ’ τα σάλια του Χρήστου βρωμιά, τη βρωμιά της αμαρτίας. Εκείνος, ο Χριστός δηλαδή, κανένα μορφασμό αηδίας δεν έκανε καμιά γκριμάτσα σιχασιάς. Αντίθετα, με το Πανάγιο αίμα Του την καρδιά μου έπλυνε, πιο λευκή κι’ απ’ το χιόνι την έκανε και στην αγκαλιά της αγάπης Του μ’ έβαλε με τη μεγάλη λαμπρή υπόσχεση αιώνια να με πάρει κοντά Του κάποια μέρα στον ουρανό.
Δεν λέω, πολύ ανθρώπινο, πολύ φυσιολογικό έτσι να νιώθουμε κάθε φορά που τέτοια θλιβερά φαινόμενα αντικρύζουμε. Όμως σκεφτήκαμε ποτέ ειδικά εμείς που θέλουμε να λεγόμαστε «παιδιά του Θεού», πως κι’ αυτά τα παιδιά είναι δημιουργήματα και παιδιά όχι ενός κατώτερου θεού όπως κάποιος πολύ ξύπνιος έγραψε έγραψε ένα βιβλίο που παίχτηκε και έργο. Είναι κι’ αυτά τα παιδιά του ίδιου Θεού που έπλασε εσένα κι’ εμένα και που ζητάει από μας να δείξουμε όχι αποτροπιασμό αλλά αγάπη αγνή και γλυκειά σαν τη δική Του.
Ναι, εμένα, εσένα, όταν Τον πλησιάσαμε και του ζητήσαμε λύτρωση κι’ έλεος με καρδιές τρις χειρότερες απ’ τα σάλια του Χρήστου που στο τέλος – τέλος δε φταίει καθόλου γι’ αυτό που είναι, Εκείνος δε μας σιχάθηκε. Εμείς για πολύ λιγότερη σιχασιά, έχουμε δικαίωμα να το κάνουμε;
Μαίρη Μαυρομάτη
Θεσσαλονίκη