Γράφει ο Παναγιώτης Σταυρινού, Μαθηματικός
Αθήνα, Απρίλης νομίζω του 1971. Επέστρεφα από το πανεπιστήμιο ύστερα από μια κουραστική μέρα από τα μαθήματα. Με τις τελευταίες δραχμές που μου απέμειναν αγόρασα μιαν εφημερίδα και μπήκα στο λεωφορείο. Κάθισα δίπλα στον οδηγό. Από το ραδιοφωνάκι του, ένας ομιλητής περιέγραφε τη συνάντηση του αναστημένου Ιησού με δυο μαθητές Του, τον Κλεόπα και έναν άλλο, καθώς πορεύονταν στους Εμμαούς, μια μικρή κωμόπολη λίγα χιλιόμετρα έξω από την Ιερουσαλήμ. Κι ενώ το λεωφορείο διέσχιζε τους δρόμους της Αθήνας, έτσι αδέκαρος καθώς ήμουν, έκανα μια σιωπηλή ικεσία προς τον Κύριο. «Κύριε, με ένα εκατοστάρικο θα περνούσαμε λίγες μέρες ακόμα , ωσότου να έλθουν τα χρήματα που περιμένω».
Σε λίγο βγήκα από το λεωφορείο. Είχε σουρουπώσει. Με ένα τετράδιο και την εφημερίδα στη μασχάλη και με τα χέρια στις τσέπες, κατευθυνόμουν στο σπίτι μέσα από ένα ερημικό δρομάκι. Καθώς προχωρούσα σκυφτός και μελαγχολικός, η ματιά μου έπεσε πάνω σε ένα εκατοστάρικο που το έσπρωχνε ο αέρας μαζί με λίγα ξερά φυλλαράκια στην άκρη του δρόμου. Έσκυψα και το πήρα. Και προτού πάω σπίτι, πέρασα από το φούρνο και πήρα φρέσκο ψωμί και μερικά πράγματα από το μπακάλη. Η μητέρα που βρισκόταν στην Αθήνα τις μέρες εκείνες, άρχισε να ετοιμάζει το δείπνο, ενώ έπιασα κουβέντα με τα δυο μου αδέλφια που φοιτούσαν στην Ιατρική. Ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι. Πήγα και άνοιξα. Στην είσοδο στεκόταν ο Κλεόπας, ο πιο αγαπητός και στενός μου φίλος και συμφοιτητής. Καθίσαμε όλοι γύρω από το τραπέζι για το δείπνο. Έκοψα χωρίς μαχαίρι το φρέσκο ψωμί, δίνοντας το πρώτο κομμάτι στον Κλεόπα. «Πάρε, είναι από τον Κύριο», είπα. Με κοίταξαν όλοι παράξενα. Ο μικρός μου αδελφός ρώτησε. «Από ποιον κύριο»; «Θα σας εξηγήσω μετά», είπα. Κι όταν τελειώσαμε, ο Κλεόπας στράφηκε προς το μέρος μου και είπε. «Λοιπόν, θα μας εξηγήσεις»; Τους εξήγησα. Μια νεκρική σιγή απλώθηκε στο δωμάτιο, ενώ ένα αναφιλητό ήλθε από την κουζίνα όπου ήταν η μητέρα. Καταλάβαμε. Τότε ο Κλεόπας θέλοντας ν’ αλλάξει την ατμόσφαιρα, είπε φωναχτά. «Παιδιά, απόψε πήρα το δείπνο μου στους Εμμαούς».
Σηκωθήκαμε χαμογελώντας, ενώ προσευχόμουν σιωπηλά. «Κύριε σ’ ευχαριστούμε, γιατί αδιάκοπα μεριμνάς για μας. Γι’ αυτό είμαστε ευγνώμονες και οι καρδιές μας σκιρτούν από χαρά, επειδή είσαι ο Κύριος μας και ο Θεός μας».