Ευχαριστίες για το φαγητό


Γιατί αρχίζουν τόσοι χριστιανοί με προσευχή, μόλις καθίσουν για φαγητό; Είναι πρέπον να δίδονται ευχαριστίες για ληφθέντα δώρα. Ο χριστιανός αναγνωρίζει τον Θεό ως χορηγό του φαγητού του, και γι’ αυτό θα πρέπει να Του αποδώσει ευχαριστίες. Αυτό πραγματικά είναι σύμφωνο με τη Γραφή: «Τα οποία ο Θεός έκτισε δια να μεταλαμβάνωσι μετά ευχαριστίας οι πιστοί και οι γνωρίσαντες την αλήθειαν» (Α΄ Τιμ. 4:3).
Ο κοσμικός άνθρωπος θεωρεί το φαγητό του προϊόν ενός μηχανισμού (ή συστήματος), ο οποίος αποκαλείται «φύση». Ο χριστιανός όμως προχωράει πέραν αυτού και αναγνωρίζει τον Δημιουργό του τελείου συστήματος της φύσης. Επί πλέον όχι μόνο πιστεύει ότι υπάρχει ένας τέτοιος Δημιουργός, αλλά Τον γνωρίζει. Έχει μάλιστα κοινωνία μαζί Του «δια του λόγου του Θεού και δια της προσευχής» (Α΄ Τιμ. 4:5). (…)
Η Γραφή λέει ότι «παν κτίσμα Θεού είναι καλόν, και ουδέν απορρίψιμον, όταν λαμβάνηται μετά ευχαριστίας, διότι αγιάζεται δια του λόγου του Θεού και δια της προσευχής» (Α΄ Τιμ. 4:4). Η υπάρχουσα αντίληψη είναι, ότι πρέπει να προσευχόμαστε για κάθε γεύμα, πριν μπορέσει ν’ αναλωθεί καθαρό. Συμβαίνει όμως το αντίθετο: είναι αγιασμένο από το γεγονός της νέας θέσης, στην οποία βρίσκεται ο χριστιανός. «Τα πάντα είναι υμών … είτε κόσμος είτε ζωή είτε θάνατος είτε παρόντα είτε μέλλοντα, τα πάντα είναι υμών» (Α΄ Κορ. 3:22). Εκείνο το οποίο επιβάλλει η Γραφή ως ενέργεια εκ μέρους μας είναι η ευχαριστία, όχι η προσευχή. «Όταν λαμβάνηται μετά ευχαριστίας» (Α΄ Τιμ. 4:4). Κτίστηκε «δια να μεταλαμβάνωσι μετά ευχαριστίας οι πιστοί» (Α΄ Τιμ. 4:3). Συνεπώς το χριστιανικό γεύμα γίνεται θυσιαστήριο δοξολογίας. Ο καρπός των χειλέων μας δίνει ευχαριστίες στο όνομά Του. Πόσο διαφέρει αυτό από τον νεκρό τύπο, τον οποίο αρκετοί από μας ακούν με πόνο: «Αγίασε, σε παρακαλούμε, ω Κύριε, αυτό το φαγητό προς όφελός μας, και εμάς για τη διακονία σου, δια του Χριστού. Αμήν». Ούτε λέξη ευχαριστίας δεν αποδίδεται εδώ στον Χορηγό όλων των αγαθών δώρων Του στο τραπέζι μας. Αυτή η προσευχή είναι άτοπη, εφ’ όσον ζητά να κάνει κάτι ο Θεός, το οποίο ήδη έχει κάνει, και για το οποίο περιμένει ευχαριστίες ή δοξολογίες από καρδιές οι οποίες Τον γνωρίζουν και Τον αγαπούν.
Ακόμη και όπου οι τύποι έχουν παρατεθεί προ πολλού, συχνά ακούγεται κάτι το οποίο είναι πράγματι μια επέκταση του αναφερθέντους λυπηρού πράγματος – η προσευχή για το φαγητό, για μας, για τη διακονία μας, όμως χωρίς ίχνος δοξολογίας προς τον Θεό για τα δώρα της δημιουργίας Του! Η προσευχή είναι πάρα πολύ ευλογημένη, αλλά έχει τη θέση της όπως και η δοξολογία. Δεν επιδρά μόνον υποκειμενικά στους εαυτούς μας η δοξολογία, αλλά δοξάζει τον Θεό. «Ο προσφέρων θυσίαν αινέσεως, ούτος με δοξάζει» (Ψαλμ. 50:23). Κάποιες φορές πριν το γεύμα αναφέρεται η πρόταση: «Θέλεις να προσευχηθείς για ευλογία;». Οπότε η πρέπουσα απάντηση θα είναι: «Όχι, το φαγητό ήδη έχει ευλογηθεί. Αγιάστηκε ήδη για την ανάλωση. Γι’ αυτό το ήδη ευλογημένο φαγητό θα δώσω ευχαριστίες με αγαλλίαση».
Μια πολύτιμη σκέψη σε σχέση με το γεύμα είναι, ότι η ευχαριστία βασίζεται στην απολύτρωση, επειδή δεν λαβαίνουμε τα δώρα του Θεού στην αρχική βάση της φύσης, αλλά εξ αιτίας του σταυρού του Χριστού. Ο Θεός ως δίκαιος δεν θα μπορούσε να παραχωρήσει την παραμικρή απόλαυση στον αμαρτωλό, εάν η δικαιοσύνη Του δεν έχει προηγουμένως εκπληρωθεί. Έτσι λόγω του εξιλασμού του Χριστού λαβαίνουμε τα καθημερινά αγαθά μας. Και πράγματι όχι μόνον εμείς, αλλά και ο κόσμος. Αυτή είναι η βάση, πάνω στην οποία ο Θεός «ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. 5:45). Ο κοσμικός άνθρωπος ελάχιστα μπορεί να φανταστεί πως οφείλει το φαγητό και την ένδυσή του και κάθε αγαθό, το οποίο απολαμβάνει, στον περιφρονημένο εξιλασμό του Χριστού. Ο Θεός όμως διαφορετικά θα έδειχνε, πως ανέχεται την αμαρτία. Μ’ αυτή την έννοια ο Χριστός «είναι ιλασμός … περί όλου του κόσμου» (Α΄ Ιωαν. 2:2). Οι άνθρωποι συνεχίζουν να ζουν τη ζωή τους στη γη, και εκμεταλλεύονται την ελεύθερη χρήση της θαυμάσιας δημιουργίας του Θεού (διεφθαρμένη, όμως θαυμάσια), εξ αιτίας του εξιλασμού του Χριστού. Μ’ αυτή την έννοια ο Θεός είναι «Σωτήρ πάντων ανθρώπων, μάλιστα των πιστών» (Α΄ Τιμ. 4:10). Το κείμενο αναφέρεται σε πρόσκαιρη, όχι αιώνια σωτηρία.
Εάν λοιπόν η θυσία ευχαριστίας δοξάζει τον Θεό, θα πρέπει να την παραλήψουμε, όταν βισκόμαστε στη δημοσιότητα, ας πούμε σε κάποιο εστιατόριο ή άλλο δημόσιο χώρο; Αναμφίβολα αυτό συχνά είναι μια δυσκολία για τη σάρκα. Είναι μια δημόσια ομολογία του Χριστού, την οποία θα ήθελε να παρακάμψει η φυσική καρδιά. Θα έπρεπε όμως ν’ ανακαλέσουμε στη μνήμη μας τα πολύτιμα λόγια του Κυρίου: «Πας όστις με ομολογήση έμπροσθεν των ανθρώπων, και ο Υιός του ανθρώπου θέλει ομολογήσει αυτόν έμπροσθεν των αγγέλων του Θεού» (Λουκ. 12:8). Και ξανά: «Τους δοξάζοντάς με θέλω δοξάσει» (Α΄ Σαμ. 2:30). Ο Παύλος «έλαβεν άρτον, ευχαρίστησε τον Θεόν ενώπιον πάντων» πάνω στο πλοίο (Πραξ. 27:35). Ο Δανιήλ γονάτισε και προσευχόταν με ανοικτά πάραθυρα όπως συνήθιζε να κάνει τρεις φορές την ημέρα, μολονότι τον περίμενε η θανατική ποινή.
Έτσι αυτό το λεπτό ζήτημα της ευχαριστίας πριν το γέυμα ας μας προσφέρει μια εξέταση για το πού βρισκόμαστε πραγματικά ως προς τη δύναμη του Θεού στις ψυχές μας. Ο Παύλος λέει: «Θέλω ελθεί ταχέως προς εσάς, εάν ο Κύριος θελήση, και θέλω γνωρίσει ουχί τον λόγον των πεφυσιωμένων, αλλά την δύναμιν. Διότι η βασιλεία του Θεού δεν είναι εν λόγω, αλλ’ εν δυνάμει» (Α΄ Κορ. 4:19.20).
E. J. T.
Μετ.: Ιωνάς Ζάϊντελ[i]


[i] Πηγή: The Bible Treasury, edited by William Kelly.

Comments are closed.