Του Γεώργιου Σ. Κανταρτζή
Όταν ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε επισκεφτεί τη Θεολογική Σχολή των Αθηνών, εκτός από προτροπές, είπε κι ένα ανέκδοτο. Τα ΜΜΕ, απ’ όσα είπε στους μέλλοντες θεολόγους, έδωσαν δημοσιότητα μόνο στο ανέκδοτό του!
Ήταν, είπε, ένας Αμερικανός κι ένας Ευρωπαίος, χριστιανοί και οι δύο. Ζήτησαν, χωριστά ο καθένας, από τον Θεό στην προσευχή τους να τους δώσει ό,τι αγαθά είχε χαρίσει και στους γείτονές τους. Και ο Δημιουργός τούς άκουσε. Ήταν κι ένας Έλληνας, που είχε ένα γείτονα που διέθετε μια κατσίκα, που τον τροφοδοτούσε με γάλα. Έτσι, είχε ευχέρεια να πίνει φρέσκο γάλα, ενώ ο ίδιος ήταν υποχρεωμένος να πίνει κονσερβοποιημένο γάλα. Ο Έλληνας δεν ζήτησε ν’ αποκτήσει κι αυτός μια κατσίκα για να του δίνει γάλα, αλλά να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονά του, ώστε να στερηθεί κι εκείνος απ’ αυτό του προνόμιο. Φυσικά, ο Θεός δεν το έκανε. Ένας γνωστός δημοσιογράφος σχολίασε: «Ήταν ίσως το καλύτερο κήρυγμα για να τονίσει τον εγωισμό μας, που μας ωθεί να μην επιθυμούμε τόσο ν᾽ αποκτήσουμε ό,τι έχει και ο άλλος, αλλά να στερηθεί εκείνος ό,τι δεν έχουμε εμείς».
Ένα από τα τρωτά χαρακτηριστικά το λαού μας είναι ο φθόνος και η ζήλια, που εμφωλεύουν στις καρδιές πολλών και μας κατατρώγουν εσωτερικά σαν το σαράκι. Ο Εμμανουήλ Ροϊδης (1836-1904), είπε: «Στην Ελλάδα άπαντες οι έχοντες ονύχια αγωνίζονται να σπαράξωσιν τους έχοντες πτερά».
Ο φθόνος, βέβαια, δεν είναι γνώρισμα μόνο των συμπατριωτών μας. Είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Και δεν χαρακτηρίζει μόνο κάποιους φθονερούς εγκεφάλους, αλλά, κάποιες φορές, φωλιάζει και στις καρδιές χριστιανών!
Είναι το πιο αποκρουστικό από τα λεγόμενα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, γιατί δηλητηριάζει και τη φυσική και την πνευματική μας υγεία. Αυτός που φθονεί, βλάπτει πρωτίστως τον εαυτό του. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος σχολιάζει: «Είναι προτιμότερο να έχει κανείς ένα φίδι να περιστρέφεται στα σπλάχνα του παρά να έχει φθόνο, ο οποίος να σύρεται μέσα του. Διότι, το μεν φίδι μπορεί κανείς πολλές φορές και να το εξεμέσει με φάρμακο και με τροφή να το καταπραΰνει· Ο φθόνος όμως δεν περιστρέφεται στα σπλάχνα, αλλά προσκολλάται στον κόλπο της ψυχής και είναι πάθος το οποίο δύσκολα εξαλείφεται… Και δεν είναι δυνατό να βρει ο φθονερός κάποια άλλη ανακούφιση με την οποία να απαλλαγεί από το δράμα του που είναι μανία πραγματική παρά μόνο μία, την δυστυχία εκείνου που ευημερεί και δι’ αυτό τον φθονεί».
Ο θανατηφόρος αυτός ιός δεν είναι φαινόμενο της ανταγωνιστικής και ατομοκεντρικής εποχής μας. Εκδηλώθηκε ακόμη και από την αυγή της Δημιουργίας. Ο πρωτότοκος γιος των πρωτόπλαστων, ο Κάιν, σκότωσε τον αδελφό του, Άβελ, επειδή ο Θεός δέχτηκε τη θυσία εκείνου και όχι τη δική του. Η Βίβλος έχει πολλά παραδείγματα για τον φθόνο: τα αδέλφια του Ιωσήφ τον φθονούσαν, επειδή είχε την εύνοια του πατέρα τους. Ο βασιλιάς Σαούλ φθονούσε τον Δαβίδ, που τον έβλεπε ως απειλή για τον θρόνο του. Ο Λόγος του Θεού παραγγέλλει: «Ας μη γινόμαστε ματαιόδοξοι προκαλώντας ο ένας τον άλλο και φθονώντας ο ένας τον άλλο» (Γαλάτας 5:26).
Τι είναι αυτό που μας κάνει να φθονούμε τους άλλους; Θέλουμε να τους υποτιμήσουμε, για να προσθέσουμε πόντους στη δική μας… μεγαλειότητα; Πώς αισθανόμαστε, όταν ο συνάδελφός μας παίρνει προαγωγή; Πώς νιώθουμε, όταν ένας άλλος χριστιανός έχει επιτυχίες στη δουλειά του, έχει υποδειγματική οικογένεια, τα παιδιά του είναι σοβαρά και πέτυχαν σε ανώτατες σχολές, έχει αρμονικό γάμο; Χαιρόμαστε ή ζηλοφθονούμε;
Ο φθόνος προκύπτει από δύο κύριες αιτίες:
1.Δεν είμαστε ικανοποιημένοι απ’ αυτά που έχουμε. 2.Λείπει από μέσα μας η αγάπη για τους άλλους.
Από τη μία, ζηλεύουμε τους άλλους, επειδή δεν είμαστε ικανοποιημένοι μ’ αυτό που μας έχει κάνει κι μας έχει δώσει ο Θεός, π.χ. με την εμφάνισή μας, τη δουλειά μας, την οικογένειά μας, την υγεία μας, τον ή τη σύντροφό μας. Ζηλεύουμε εκείνους που βρίσκονται σε θέσεις ανώτερες από τη δική μας.
Από την άλλη, ζηλεύουμε τους άλλους επειδή λείπει από μέσα μας η αγάπη. Ο απόστολος Παύλος τονίζει στην Α΄ Κορινθίους 13:4 ότι «η αγάπη δεν φθονεί». Ο Μπίλυ Γκράχαμ είπε: «Το μέτρο της αγάπης μας για τον Θεό, είναι η αγάπη μας για τον συνάνθρωπό μας». Άρα, όταν φθονούμε και δεν αγαπάμε τον συνάνθρωπό μας, σημαίνει ότι η αγάπη μας για τον Θεό είναι ελαττωματική. Βλέπετε, όταν αγαπάμε τους δικούς μας, τον ή τη σύζυγό μας, χαιρόμαστε ν’ ακούμε τους άλλους να τους επαινούν. Επειδή αγαπάμε το παιδί μας, είμαστε ευτυχείς, όταν έχει καλές επιδόσεις στις σπουδές ή έχει κατακτήσει μια υψηλή θέση. Αν όμως ζηλεύεις κάποιον, νιώθεις μελαγχολία με την επιτυχία του, που σημαίνει ότι δεν τον αγαπάς.
Ο φθόνος είναι καταστροφική αμαρτία. Η ζήλια για την επιτυχία, την πρόοδο και την ευημερία του άλλου συνήθως μας οδηγεί σ’ ένα σωρό αμαρτωλές ενέργειες: κουτσομπολεύουμε, υποτιμούμε, συκοφαντούμε τον συνάνθρωπό μας, με σκοπό να τον μειώσουμε.
Ο φθόνος εκδηλώνεται και στον χώρο της εκκλησίας. Επειδή κάποιοι, που δεν είναι της αρεσκείας μας, εκλέχτηκαν στην ηγεσία, δημιουργούνται μέσα μας αρνητικά συναισθήματα. Στην Αγία Γραφή έχουμε το παράδειγμα του Ααρών και της Μαριάμ, που φθόνησαν τον αδελφό τους: «Μήπως μόνον στον Μωυσή μίλησε ο Κύριος; Δεν μίλησε και σε μας;» (Αριθμοί 12:2). Και ακόμη, πώς αισθάνεσαι όταν κάποιος εκλέγεται σε ηγετική θέση της εκκλησίας, ενώ εσύ για χρόνια μένεις έξω; Πώς νιώθεις, ως ποιμένας ή ιερέας, όταν το εκκλησίασμα κάποιου άλλου αυξάνεται αριθμητικά και πνευματικά; Χαίρεσαι και τον συγχαίρεις ή αρχίζεις να τον φθονείς και να τον συκοφαντείς;
Υπάρχει θεραπεία, αντίδοτο για τον φθόνο; Ασφαλώς. Να αποδεχτούμε τον εαυτό μας όπως μας έκανε ο Θεός, με τις ικανότητες, την οικογένεια, τη δουλειά μας. Να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας στον Θεό για όλες τις ευλογίες Του. Να ευχαριστήσουμε τον Θεό, γι’ αυτό που είμαστε και να μην συγκρίνουμε τον εαυτό σας με άλλους (διαβάστε Α΄ Κορινθίους 12:4-31 και κεφ. 13). Η ρίζα του φθόνου είναι το εγώ μας.
Ας σκεφτούμε ότι είμαστε περαστικοί από τη ζωή αυτή και όλα θα τα αφήσουμε μια μέρα. Με την επίθεση του κορωνοϊού είδαμε πόσο εφήμερα και μάταια είναι όλα όσα μας κρατούν δεμένους με τη γη. Γι’ αυτό ας ζούμε υπό το φως της αιωνιότητας. Σύνθημά μας: να ζητάμε τα επουράνια πράγματα όχι τα γήινα. (Κολοσσαείς 3:1,2).