του Κυριάκου Κυριακού, Μαθηματικού
1. Η αφροσύνη της απιστίας (α)
Η απιστία των πιστών!
Διαβάστε: Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, 24: 13-35
Ο περισσότερος κόσμος σήμερα δεν πιστεύει στο Θεό. Ακόμα κι αυτοί που λένε ότι πιστεύουν στο Θεό, συχνά δείχνουν με τα λόγια και τις πράξεις τους ότι στην πραγματικότητα δεν πιστεύουν. Πόσες φορές ακούμε την έκφραση «τυχερό του ήταν… στη τύχη έγινε…». Αυτός που μιλά έτσι δείχνει ότι δεν πιστεύει ότι υπάρχει ο Θεός που κυβερνά το σύμπαν. Πιστεύει ότι όλα είναι αποτέλεσμα της τύχης. Άλλοι πάλι θέλουν να πιστέψουν, αλλά δεν μπορούν να εξηγήσουν μερικά πράγματα και αμφιβάλουν για την ύπαρξη του Θεού. Τους βασανίζουν ερωτήματα, όπως ,«αν υπάρχει Θεός, γιατί επιτρέπει το ένα ή το άλλο;»
Η απιστία αυτή φανερώνεται ακόμα περισσότερο όταν συζητούνται μερικές από τις βασικές διδασκαλίες της χριστιανικής πίστης, όπως η δημιουργία του κόσμου σε έξη μέρες, η παρθενική γέννηση του Χριστού, η ανάστασή του και η υπόσχεσή του ότι θα ξανάρθει για να εγκαταστήσει τη βασιλεία του. Όταν ακούνε τέτοια, τα απορρίπτουν σαν παραμύθια και αρνούνται να πιστέψουν ότι ο Θεός μπορεί να κάνει τέτοια έργα. Και αν προσπαθήσεις να τους πείσεις ότι η Αγία Γραφή είναι ο Λόγος του Θεού, δεν το παραδέχονται. Την θεωρούν απλώς σαν ένα από τα πολλά θρησκευτικά βιβλία που υπάρχουν στον κόσμο.
Πολλοί νομίζουν ότι η απιστία αυτή οφείλεται στην πρόοδο που έχουμε κάνει στο πέρασμα των χρόνων. Σκέπτονται ότι στον παρελθόν οι άνθρωποι ήταν απλοί και δεν μπορούσαν να σκεφθούν και να έχουν γνώμες ανεξάρτητες και γι αυτό πίστευαν στο Θεό. Ό,τι κι αν γινόταν το απέδιδαν σ’ Εκείνον. Σήμερα όμως έχουμε μορφωθεί και εξελιχθεί τόσο πολύ, που δε χρειαζόμαστε πια να χρησιμοποιούμε την ιδέα του Θεού.
Μπορούμε να δώσουμε πιο μορφωμένες, εξελιγμένες και έξυπνες εξηγήσεις για ό,τι γίνεται γύρω μας και αν δεν μπορούμε να δώσουμε εξήγηση μπορούμε πάντοτε να καταφύγουμε στην τύχη!
Είναι ενδιαφέρον λοιπόν να παρατηρήσουμε ότι η απιστία και η αμφιβολία για το Θεό δεν είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό του 21ου αιώνα! Η Καινή Διαθήκη γράφτηκε πριν από 2000 χρόνια περίπου. Σ’ ένα από τα βιβλία της έχουμε δύο ανθρώπους που δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι γινόταν γύρω τους, και πώς ο Θεός επέτρεπε τέτοια πράγματα. Αυτοί δεν ήταν άθεοι. Ήταν μαθητές του Χριστού, που είχαν ζήσει μαζί του πάνω από τρία χρόνια. Και όμως μερικά γεγονότα της εποχής εκείνης ήταν τόσο παράξενα, που δεν ήξεραν πια τι να πιστέψουν.
Η ιστορία τους βρίσκεται στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο, κεφάλαιο 24 και εδάφια 13-35. Διαβάζουμε ότι μετά την ανάσταση του Ιησού, οι μαθητές αυτοί πήγαιναν από την Ιερουσαλήμ στο χωριό Εμμαούς, σε απόσταση 10 χιλιομέτρων. Καθώς περπατούσαν και συζητούσαν για τα τελευταία νέα, για τη σταύρωση και την ανάστασή του Χριστού, προβληματιζόταν και βρισκόταν σε απορία, γι’ αυτό ήταν «σκυθρωποί». Καθώς συζητούσαν, τους πλησίασε ο Χριστός και τους ρώτησε τι συζητούσαν τόσο έντονα ώστε ήταν σκυθρωποί.
Αυτοί ήταν τόσο σίγουροι που ο Χριστός είχε πεθάνει και ότι ήταν αδύνατο να αναστηθεί. Γι αυτό δεν τον αναγνώρισαν και άρχισαν να του διηγούνται τα τελευταία συμβάντα, ότι δηλ. υπήρχε κάποιος που ονομαζόταν Ιησούς, που ήταν προφήτης, αλλά οι θρησκευτικοί ηγέτες τον συνέλαβαν και τον σταύρωσαν. Τρεις μέρες αργότερα όμως μερικές γυναίκες, είπαν, ότι είχαν πάει στον τάφο του και αντί να βρουν το νεκρό σώμα του εκεί, είδαν αγγέλους που τους είπαν ότι ο Χριστός ζει! Από τη μια, δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς ήταν δυνατό για έναν τόσο καλό και άγιο άνθρωπο να είχε σταυρωθεί, αλλά δεν μπορούσαν και να πιστέψουν ότι αυτός ο άνθρωπος είχε αναστηθεί και ότι ζούσε!
Δεν ξέρουμε τι απάντηση περίμεναν από τον Χριστό, ο οποίος ήταν ακόμα ο άγνωστος συνομιλητής. Ίσως να περίμεναν κι αυτόν να εκπλαγεί από τα νέα. Αντί να παραξενευτεί όμως ο Χριστός, τους είπε, «Ω, ανόητοι, που το μυαλό σας είναι τόσο αργοκίνητο στο να πιστέψετε σε όλα όσα είπαν οι προφήτες! Δεν είναι τάχα αυτά ακριβώς που έπρεπε να πάθει ο Xριστός και να μπει στη δόξα του;» Παράξενη η απάντησή του. Όταν θέλεις να πείσεις κάποιον, δεν αρχίζεις λέγοντάς του ότι είναι ανόητος και ότι το μυαλό του δεν δουλεύει γρήγορα! Κι όμως έτσι άρχισε την απάντησή του ο Χριστός και το παράξενο είναι ότι αυτοί δεν θύμωσαν. Και ο Λουκάς προσθέτει ότι ο Χριστός τους εξήγησε από την Παλαιά Διαθήκη ότι αυτά τα γεγονότα έπρεπε να συμβούν. Αυτοί στο τέλος, όχι μόνο πίστεψαν, αλλά πίστεψαν τόσο πολύ, που αποφάσισαν να περπατήσουν άλλα 10 χιλιόμετρα, για να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ για να μεταφέρουν τα καλά νέα στους υπόλοιπους μαθητές του, ότι ο Χριστός πραγματικά είχε αναστηθεί. Ο Χριστός ονόμασε την απιστία τους ανοησία, και μετά, βασιζόμενος στην Αγία Γραφή, απόδειξε ότι η ιστορία του θανάτου και της ανάστασης του είναι αληθινή.
Ίσως όμως κάποιος αντιτείνει, «μα αυτό δεν είναι απόδειξη! Δεν μπορείς να αποδείξεις την Αγία Γραφή, βασιζόμενος στην Αγία Γραφή!» Ο Χριστός όμως ήξερε τι έκανε. Στα επόμενα άρθρα θα εξετάσουμε την ιστορία αυτή και την απάντηση του Ιησού με μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Προς το παρόν θα συνιστούσαμε στους αναγνώστες μας να διαβάσουν την περικοπή αυτή με προσοχή.
2. Η αφροσύνη της απιστίας (β΄)
Η αυθεντία της Αγίας Γραφής
Λουκάς 24: 13-35
Είδαμε ότι ο περισσότερος κόσμος σήμερα δεν πιστεύει στο Θεό και δεν παραδέχεται ότι η Αγία Γραφή είναι ο Λόγος Του. Η περικοπή στην οποίαν αναφερόμαστε (Λουκάς 24: 13-35) δείχνει ότι ακόμη και στην εποχή του Χριστού δύο μαθητές του είχαν δυσκολίες. Και όταν τους ρώτησε ο Χριστός για τις δυσκολίες τους είπαν, ότι μιλούσαν «για τον Ιησού τον Ναζωραίο, που στάθηκε άνδρας προφήτης, δυνατός σε έργο και λόγο μπροστά στον Θεό και σε ολόκληρο τον λαό· και πώς τον παρέδωσαν οι αρχιερείς και οι άρχοντές μας σε καταδίκη θανάτου και τον σταύρωσαν· εμείς όμως ελπίζαμε ότι αυτός είναι εκείνος που πρόκειται να λυτρώσει τον Ισραήλ…»
Το πρώτο τους πρόβλημα ήταν: Ο Ιησούς ήταν καλός άνθρωπος, αλλά και προφήτης. Ποτέ κανείς δεν είχε μιλήσει όπως αυτός. Ποτέ κανείς δεν είχε κάνει θαύματα σαν τα δικά του. Νόμιζαν ότι αυτός ήταν εκείνος που είχε υποσχεθεί ο Θεός ότι θα τους έστελνε για να τους απελευθερώσει και έλπιζαν ότι θα τους απελευθέρωνε από τη σκλαβιά των Ρωμαίων. Αντί όμως να τους απελευθερώσει, καταδικάστηκε σε θάνατο στο σταυρό. Πώς λοιπόν επέτρεψε ο Θεός έναν τέτοιον άνθρωπο να θανατωθεί; Ήξεραν ότι ο Θεός αγαπά τους καλούς και τιμωρεί τους κακούς. Πώς είναι δυνατόν για ένα δίκαιο Θεό να ενεργεί έτσι;
Ο Χριστός τους απάντησε: «Ω, ανόητοι, που το μυαλό σας είναι τόσο αργοκίνητο στο να πιστέψετε σε όλα όσα είπαν οι προφήτες! Δεν είναι τάχα αυτά ακριβώς που έπρεπε να πάθει ο Xριστός και να μπει στη δόξα του;» Όταν θέλεις να κερδίσεις την εμπιστοσύνη κάποιου, δεν τον αποκαλείς «ανόητο» και με «αργοκίνητο μυαλό»! Έτσι όμως άρχισε ο Χριστός και συνέχισε λέγοντας, ότι ο Χριστός έπρεπε να πάθει! Γιατί αυτό; Διότι στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός προείπε μέσω των προφητών, ότι θα έπασχε ο Χριστός. Συνεχίζει,λοιπόν,τη διήγησή του ο Λουκάς, λέγοντας «κατόπιν, αρχίζοντας από το Mωυσή κι από όλους τους προφήτες, τους εξηγούσε εκείνα που αναφέρονταν γι’ αυτόν σε όλες τις προφητείες της Γραφής.». Ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη, από τον «Μωυσή» (που έγραψε τα πρώτα βιβλία) μέχρι τους τελευταίους προφήτες, προείπε ότι ο Χριστός έμελλε να πάθει.
Υπάρχουν περίπου 400 προφητείες στην Παλαιά Διαθήκη οι οποίες μιλούν για το Χριστό και όλες εκπληρώθηκαν. Ο χώρος δεν μας επιτρέπει να αναφέρουμε παρά μόνο μια – δύο από τις προφητείες αυτές. Μια προφητεία βρίσκεται στον Ψαλμό 22, που γράφτηκε από τον Δαβίδ, περίπου 1000 χρόνια προ Χριστού. Δεν ξέρουμε τί έκανε τον Δαβίδ να γράψει αυτόν τον ψαλμό, αλλά είναι ολοφάνερο ότι όταν τον έγραψε περνούσε από μεγάλες δυσκολίες. Αρχίζει τον Ψαλμό με τα λόγια «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειπες;». Αυτά είναι λόγια που ο Χριστός επανέλαβε, όταν κρεμόταν στο σταυρό. Η αρχική φράση αυτού του Ψαλμού προφήτεψε τα λόγια που είπε ο Χριστός.
Ίσως όμως αντιτείνει κάποιος ότι αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκην προφητεία. Είναι δυνατόν να ήξερε τον Ψαλμό αυτό ο Χριστός και να χρησιμοποίησε τα λόγια του για να εκφράσει τη λύπη του. Δείτε όμως πως συνεχίζει ο Ψαλμός. Στο εδάφιο 8 λέει ότι οι εχθροί του έλεγαν «έλπισε στον Κύριο, ας τον ελευθερώσει. Ας τον σώσει επειδή τον θέλει». Χίλια χρόνια αργότερα, όταν ο Ματθαίος περιέγραψε τα γεγονότα γύρω από τη σταύρωση του Χριστού είπε ότι οι εχθροί του Χριστού έλεγαν, καθώς κρεμόταν στο σταυρό, «Έχει εμπιστευθεί στο Θεό, ας τον γλιτώσει τώρα αν τον θέλει», εκπληρώνοντας την προφητεία(Ματθαίος 27:43).
Αργότερα, στα εδάφια 16 και 18 ο Ψαλμός λέει «Τρύπησαν τα χέρια μου και τα πόδια μου» και «αυτοί με κοιτάζουν και με παρατηρούν, και μοιράστηκαν τα ρούχα μου ανάμεσά τους, και τα έβαλαν σε κλήρο». Περιγράφοντας τη σταύρωση του Χριστού ο Λουκάς γράφει, «Στο μεταξύ, εκείνοι, για να μοιραστούν τα ρούχα του, τα έβαλαν σε κλήρο, ενώ ο λαός στεκόταν και κοιτούσε» (Λουκάς 23:34), πάλι εκπληρώνοντας την προφητεία.
Αυτοί λοιπόν οι δύο μαθητές ήξεραν αυτές τις προφητείες και περίμεναν την εκπλήρωσή τους. Όταν όμως έγινε η εκπλήρωσή τους μπροστά στα μάτια τους, δεν κατάλαβαν τι είχε συμβεί και δεν ήξεραν τι να πιστέψουν. Αντί να παραδεχθούν ότι ο Θεός ήξερε τι έκανε, άρχισαν να παραξενεύονται και να διερωτούνται γιατί συνέβηκαν αυτά. Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί ο Χριστός τους ονόμασε «ανόητους».
Ο περισσότερος κόσμος σήμερα δεν μελετά την Αγία Γραφή, και δεν ξέρει για τις προφητείες της. Όταν συμβεί κάτι που δεν καταλαβαίνουν, καταφέρονται κατά του Θεού, και λένε ή ότι δεν υπάρχει, ή ότι αν υπάρχει δεν ενδιαφέρεται στο τι γίνεται στον κόσμο. Αν μελετήσεις όμως την Αγία Γραφή ή ακόμα και αν μόνο την διαβάσεις βιαστικά, είναι αδύνατο να μη παρατηρήσεις αυτές τις προφητείες που εκπληρώθηκαν, και να μη καταλήξεις στο συμπέρασμα ότι η Αγία Γραφή δεν είναι ένα κοινό βιβλίο.
Υπάρχουν τόσες θρησκείες στον κόσμο σήμερα και όλες έχουν τα θρησκευτικά τους βιβλία, και όλες διατείνονται ότι τα βιβλία τους είναι σωστά και εμπνευσμένα από το Θεό. Πολλοί λοιπόν νομίζουν ότι η Αγία Γραφή είναι ένα από αυτά τα βιβλία. Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά μεταξύ της Αγίας Γραφής και των άλλων θρησκευτικών βιβλίων. Όλα τα θρησκευτικά βιβλία γράφτηκαν ή από έναν άνθρωπο ή από τους ακολούθους του, αμέσως μετά το θάνατό του. Η Αγία Γραφή όμως είναι διαφορετική. Γράφτηκε από διάφορους ανθρώπους και πήρε πάνω από 1500 χρόνια για να γραφτεί. Οι ιδέες αλλάζουν μέσα σε 1500 χρόνια και θα περίμενε κανείς να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των βιβλίων της Αγίας Γραφής. Αλλά όχι μόνο δεν υπάρχουν, αλλά η Παλαιά Διαθήκη είναι γεμάτη με προφητείες που προέλεγαν τι θα γινόταν όταν έρθει ο Χριστός, και όλες οι προφητείες αυτές εκπληρώθηκαν, δείχνοντας ότι η Αγία Γραφή είναι πραγματικά ο Λόγος του Θεού.
Έχεις λοιπόν απορίες με την πίστη σου; Μη προσπαθήσεις να τις λύσεις μόνος σου. Μελέτησε την Αγία Γραφή και οι απορίες σου θα λυθούν.
3. Η αφροσύνη της απιστίας (γ΄)
Η Παλαιά Διαθήκη προλέγει την Θυσία του Χριστού
(Λουκάς 24: 13-35)
Στους δυο μαθητές που είχαν απορίες και δυσκολίες, τους έδωσε απάντηση ο Χριστός. Μάλιστα τους επέπληξε γιατί δεν πίστευαν σ’ αυτά που προείπε η Παλαιά Διαθήκη, η οποία είναι γεμάτη με προφητείες που πρόλεγαν απερίφραστα τα πάθη του Χριστού.
Η Παλαιά Διαθήκη όμως προλέγει τα πάθη του Χριστού όχι μόνο με λόγια, αλλά και με εικόνες. Διδάσκει ότι υπάρχει μόνο ένας τρόπος με τον οποίον μπορεί κανείς να εξαγνίσει τις αμαρτίες του: να προσφέρει θυσία ενός άμωμου ζώου. Ο λόγος ήταν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο ο Θεός ήθελε να δείξει ότι ο αμαρτωλός πρέπει να πεθάνει για τις δικές του αμαρτίες. Για να γλιτώσει όμως από το θάνατο, θα έπρεπε να προσφέρει μια θυσία ζώου, που θα ήταν αντικαταστάτης του. Αυτό το βλέπουμε ακόμη και στην αρχή της Παλαιάς Διαθήκης. Διαβάζουμε ότι όταν αμάρτησαν οι πρωτόπλαστοι, ο Θεός τους έκανε δερμάτινα ρούχα (Γένεσις 3:21). Τα ρούχα αυτά κάποτε ήταν το δέρμα κάποιου ζώου που είχε θυσιαστεί και με τη θυσία του οποίου οι πρωτόπλαστοι γλίτωσαν το θάνατο. Το μάθημα αυτό το έμαθαν καλά και το δίδαξαν και στα παιδιά τους. Έτσι, από τότε και στο εξής, βλέπουμε, κάθε φορά που ο άνθρωπος ήθελε να πλησιάσει το Θεό, έπρεπε να του προσφέρει θυσία.
Αυτό φαίνεται ακόμα πιο καθαρά στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του Λευιτικού, όπου ο Θεός έδωσε λεπτομερείς οδηγίες στους Εβραίους για τις θυσίες που έπρεπε να προσφέρουν. Και εκείνο που τονίζεται σε κάθε θυσία είναι ότι το αίμα του ζώου που θυσιαζόταν έπρεπε να χυθεί, για να δείξει ότι η θυσία είχε γίνει και ότι μια ζωή είχε προσφερθεί. Το αίμα αυτό ήταν τόσο απαραίτητο, που σχολιάζοντας το η Καινή Διαθήκη λέει, «χωρίς να χυθεί αίμα δε γίνεται συγχώρηση αμαρτιών» (Εβραίους 9:22).
Αλλά, ασφαλώς, ένα ζώο ποτέ δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον άνθρωπο. Οι θυσίες των ζώων απλώς απεικόνιζαν τη θυσία του Χριστού και γι’ αυτό η προς Εβραίους Επιστολή τις ονομάζει «σκιά των μελλοντικών αγαθών», και εξηγεί ότι αν πραγματικά οι θυσίες αυτές πλήρωναν για τις αμαρτίες, θα είχαν πάψει πια να προσφέρονται (Εβραίους 10.1). Η θυσία όμως του Χριστού στο σταυρό πραγματικά πληρώνει για τις αμαρτίες μας και γι’ αυτό ο Ιωάννης στην πρώτη του Επιστολή 1:7 γράφει, «το αίμα του Ιησού Xριστού, του Γιου του, μας καθαρίζει από κάθε αμαρτία». Οι θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης, λοιπόν, πρόλεγαν με έναν παραστατικό τρόπο τη θυσία του Χριστού και ακόμη, η Παλαιά Διαθήκη προλέγει τα Πάθη του Χριστού, όχι μόνο με λόγια, αλλά και με διάφορες εικόνες.
Σήμερα, ο περισσότερος κόσμος δεν ξέρει τίποτε για τις θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτοί όμως οι δύο μαθητές τις ήξεραν, διότι τέτοιες θυσίες προσφερόταν κάθε μέρα. Ήξεραν ότι σε κάθε θυσία μια αθώα ζωή θυσιαζόταν για να εξιλεωθεί κάποιος ένοχος. Δεν θα έπρεπε να παραξενευτούν που ο αθώος Χριστός θυσίασε τη ζωή Του. Θυσιάζοντας το Γιο Του, ο Θεός όχι μόνο δεν έκανε λάθος, αλλά εκπλήρωσε αυτό που προείπε επί αιώνες με τις θυσίες των ζώων.
Η Παλαιά Διαθήκη όμως προλέγει το Πάθη του Χριστού όχι μόνο με προφορικό λόγο και με απεικονίσεις, αλλά και με τις προφητείες. Είναι γεμάτη με προφητείες που εξηγούν ολοκάθαρα ότι ο Χριστός θα πέθαινε για τις αμαρτίες μας. Αναφέρουμε, π.χ., μια προφητεία του Ησαΐα: «Αυτός πραγματικά βάστηξε τις ασθένειές μας, και φορτίστηκε με τις θλίψεις μας. Αλλά εμείς νομίσαμε ότι είχε τραυματισθεί, πληγωθεί και ταλαιπωρηθεί από το Θεό. Αλλά Αυτός τραυματίστηκε για τις παραβάσεις μας, ταλαιπωρήθηκε για τις ανομίες μας. Η τιμωρία που έφερε την ειρήνη μας έπεσε πάνω του, και εμείς γιατρευτήκαμε λόγω των πληγών Του. Όλοι μας πλανηθήκαμε σαν πρόβατα. Ο καθένας μας στράφηκε στο δικό του το δρόμο, και ο Κύριος έβαλε πάνω του την αμαρτία όλων μας» (Ησαΐας 55: 4-6).
Τα λόγια αυτά τα έγραψε ο Ησαΐας 7 αιώνες προ Χριστού. Ήταν όμως τόσο σίγουρος ότι αυτά που έγραφε θα γινόταν, που τα έγραψε στον αόριστο, σαν να είχαν γίνει! Οι δύο μαθητές της περικοπής μας ήξεραν αυτές τις προφητείες. Παρ’ όλα αυτά όμως όταν είδαν την προφητεία να εκπληρώνεται μπροστά στα μάτια τους, τα έχασαν και άρχισαν να διερωτώνται, γιατί ο Θεός επέτρεψε αυτόν τον καλό προφήτη (όπως τον νόμιζαν) να πάθει έτσι. Η πίστη τους, αντί να δυναμώσει, αδυνάτισε. Δεν πρέπει να παραξενευτούμε που ο Χριστός τους επέπληξε, και τους ονόμασε ανόητους και με αργοκίνητο μυαλό!
Το γενικό συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι η ολόκληρη η Αγία Γραφή, από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία, διδάσκει το ίδιο: 1) Ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός. 2) Ο μόνος τρόπος με τον οποίον μπορεί να εξιλεώσει και εξαγνίσει την αμαρτία του είναι με το θάνατο ενός αθώου αντικαταστάτη. 3) Ο μόνος ικανός αντικαταστάτης είναι ο Χριστός, ο οποίος ήρθε στη γη με σκοπό να πεθάνει για τις αμαρτίες μας. 4) Ο μόνος τρόπος με τον οποίον ο Θεός θα μας δεχθεί και θα μας θεωρήσει παιδιά Του είναι, να Τον πλησιάσουμε μέσω της θυσίας του Χριστού. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι δεν είναι τα έργα και η ηθική μας , αλλά η πίστη μας στη θυσία που έκανε ο Χριστός που μας σώζει.
Αυτές δεν είναι διδασκαλίες που εφεύρε ο Απόστολος Παύλος ή κάποιος άλλος συγγραφέας της Καινής Διαθήκης, αλλά είναι διδασκαλίες σ’ ολόκληρη την Αγία Γραφή, παρ’ ότι χρειάστηκαν πάνω από 1500 χρόνια για να γραφτεί. Ο κόσμος όμως δεν μελετά την Αγία Γραφή. Την βλέπει από απόσταση και, χωρίς να την ερευνήσει, την κατακρίνει ως ένα παιδαριώδες βιβλίο. Είναι όμως οι άπιστοι που ανοηταίνουν, διότι δεν την εξετάζουν σε βάθος. Αν την εξετάσουν χωρίς προκατάληψη θα δουν ότι η Αγία Γραφή είναι αληθινή και ότι μόνο μέσω του Χριστού μπορεί ο άνθρωπος να πλησιάσει το Θεό.
4. Η αφροσύνη της απιστίας (δ΄)
Παράδειγμα μας ο Χριστός και όχι οι ηγέτες
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, 24: 13-35
Οι περισσότεροι σήμερα δεν πιστεύουν στο Θεό. Ακόμα όμως και όταν λένε ότι πιστεύουν, οι πράξεις τους δείχνουν ότι πιστεύουν στην τύχη, μάλλον παρά στο Θεό. Πολλοί νομίζουν ότι η απιστία τους οφείλεται στον εξελιγμένο πολιτισμό του εικοστού πρώτου αιώνα, ο οποίος το κάνει αδύνατο να πιστεύει κανείς στην Αγία Γραφή. Στην περικοπή από το Ευαγγέλιο του Λουκά, 24: 13-35, διαβάζουμε την ιστορία δύο μαθητών, που ακόμα και στην εποχή του Χριστού είχαν προβλήματα με την πίστη τους. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί πέθανε ο Χριστός, και δεν μπορούσαν να παραδεχθούν ότι είχε αναστηθεί. Και οι δυσκολίες τους ήταν τόσο μεγάλες, που όταν ο Ιησούς ο ίδιος παρουσιάστηκε μπροστά τους και άρχισε να τους μιλά δεν τον αναγνώρισαν.
Στα προηγούμενα άρθρα πάνω σ’ αυτό το θέμα είδαμε ότι δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς ο Θεός επέτρεψε έναν τόσο καλό άνθρωπο, όπως ο Ιησούς, να πάθει τόσα. Είχαν όμως και άλλες δυσκολίες. Όπως είπαν στο Χριστό, δεν μπορούσαν να καταλάβουν «με τι τρόπο τον παράδωσαν οι αρχιερείς και οι άρχοντές μας να καταδικαστεί σε θάνατο και πώς τον σταύρωσαν! Εμείς, πάλι, ελπίζαμε πως είναι αυτός που επρόκειτο να λυτρώσει το λαό Ισραήλ» (εδάφια 20, 21).
Η Παλαιά Διαθήκη, που ήταν το ιερό τους βιβλίο, ήταν γεμάτη υποσχέσεις ότι ο Θεός θα τους έστελνε Κάποιον που θα τους απελευθέρωνε. Όταν, λοιπόν, ήρθε ο Χριστός και δίδαξε όπως κανένας άλλος, και έκανε θαύματα τα οποία κανένας άλλος ποτέ δεν είχε κάνει, ο περισσότερος κόσμος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτός πρέπει να είναι εκείνος που θα έστελνε ο Θεός. Για τον περισσότερο κόσμο αυτό ήταν ολοφάνερο. Νόμιζαν, λοιπόν, ότι αν αυτοί οι κοινοί άνθρωποι το έβλεπαν αυτό τόσο καθαρά, οι αρχιερείς τους και οι άρχοντές τους θα το έβλεπαν ακόμα καθαρότερα. Αλλά αυτοί αντί να Τον τιμήσουν Τον καταδίκασαν σε θάνατο και Τον σταύρωσαν! Με άλλα λόγια αυτή η δυσκολία τους προερχόταν από τη διαγωγή των θρησκευτικών τους ηγετών, οι οποίοι έκαναν το αντίθετο από ό,τι τους περίμεναν να κάνουν. Αυτό λοιπόν τους προκάλεσε αμηχανία, και δεν ήξεραν τί να πιστέψουν.
Όπως είδαμε όμως και σε προηγούμενα άρθρα, ο Χριστός δεν τους έδειξε συμπάθεια για το πρόβλημά τους αλλά τους ονόμασε: «ανόητοι, που το μυαλό σας είναι τόσο αργοκίνητο στο να πιστέψετε σε όλα όσα είπαν οι προφήτες!». Με άλλα λόγια, τους είπε ότι αν μόνο πρόσεχαν την Παλαιά Διαθήκη, η οποία ήταν το ιερό τους βιβλίο, δεν θα παραξενευόταν και τόσο από τη διαγωγή των θρησκευτικών τους ηγετών, διότι η Παλαιά Διαθήκη είναι γεμάτη με θλιβερές ιστορίες ηγετών που ακόμα και όταν έλεγαν ότι πιστεύουν έπεφταν σε αμαρτία.
Η πρώτη τέτοια ιστορία αφορά τον Νώε, ο οποίος συχνά επαινείται για την πίστη του. Παρ’ όλα αυτά διαβάζουμε στο βιβλίο της Γένεσης, ότι αμέσως μετά τον κατακλυσμό ο πιστός αυτός άνθρωπος έκανε κρασί και μέθυσε και ξεγυμνώθηκε μπροστά στα παιδιά του. Αργότερα διαβάζουμε για τον Αβραάμ, που σε δυο περιπτώσεις είπε ψέματα, γιατί φοβόταν ότι θα τον σκότωναν για να πάρουν τη γυναίκα του σε χαρέμι. Στο βιβλίο της Εξόδου, διαβάζουμε για τον Ααρών, τον αδελφό του Μωυσή, ότι έκανε ένα είδωλο για να το λατρεύουν οι Εβραίοι, αντί τον αληθινό Θεό, και το έκανε αυτό παρόλο ότι ήταν αρχιερέας του αληθινού Θεού. Υπάρχει επίσης και η ιστορία του βασιλιά Δαβίδ, τον οποίο ο Θεός αγαπούσε, που, όμως, σε μια στιγμή αδυναμίας διέπραξε μοιχεία. Στη συνέχεια για να καλύψει την αμαρτία του, έγινε ηθικός αυτουργός για το φόνο του συζύγου της γυναίκας με την οποία μοίχευσε.
Επιπλέον, εκτός απ’ αυτές τις θλιβερές ιστορίες που περιγράφουν ατομικά περιστατικά, το βιβλίο του προφήτη Ιεζεκιήλ περιγράφει εποχές που όλοι οι ιερείς συνολικά αποστατούσαν από τον αληθινό Θεό. Οι αμαρτίες των ιερέων στην Π.Δ. αλλά και σε κάθε εποχή, δεν πρέπει να επηρεάζει τα λαό, ούτε να σαλεύει την πίστη τους.
Δυστυχώς, η διαγωγή των θρησκευτικών ηγετών της εποχής εκείνης δεν είναι μοναδική. Όλοι μας περιμένουμε οι θρησκευτικοί ηγέτες μας να είναι τέλειοι. Κι όμως, κυκλοφορούν ιστορίες για θρησκευτικούς ηγέτες της εποχής μας, ιερωμένους και μη, που έγιναν διαβόητοι εξαιτίας της απρεπούς διαγωγής τους. Όταν οι θρησκευτικοί ηγέτες κάνουν κάτι που είναι ξεκάθαρα ανήθικο, πώς μπορείς να αντιδράσεις; Τα χάνεις, και δεν ξέρεις τι να πιστέψεις. Και αν είσαι πιστός, η πίστη σου κλονίζεται.
Η πίστη μας δεν πρέπει να βασίζεται στη διαγωγή των θρησκευτικών μας ηγετών, διότι όλοι τους, ακόμα και οι πιο ειλικρινείς και πιο πιστοί, είναι δυνατόν να πέσουν σε αμαρτία. Όλοι μας, κι εγώ που γράφω αυτό το άρθρο, κι εσύ που το διαβάζεις, μπορούμε να πέσουμε σε αμαρτία. Γράφοντας στους Κορινθίους, ο Απόστολος Παύλος είπε, «όποιος νομίζει πως είναι σταθερός στην πίστη, ας προσέχει να μην πέσει» (Α΄Κορ. 10:12). Ναι, πρέπει οι θρησκευτικοί ηγέτες να συμπεριφέρονται σωστά και να είναι αψεγάδιαστοι. Είναι όμως δυνατόν και να πέσουν σε τεράστια λάθη και να διαπράξουν σοβαρές αμαρτίες. Η πίστη μας δεν πρέπει να βασίζεται στη διαγωγή των ηγετών, αλλά στον Κύριο μας Ιησού Χριστό και στην Αγία Γραφή.
Όταν διαβάζουμε προσεκτικά τη Βίβλο, βλέπουμε ότι εκθέτει τον ανθρώπινο χαρακτήρα ρεαλιστικά, με όλα του τα σφάλματα, όλες του τις αδυναμίες και όλη του την αμαρτωλότητα. Και επειδή, ακριβώς, εμείς δεν είναι δυνατόν ποτέ να ζήσουμε αναμάρτητη ζωή, ήρθε ο Χριστός για να πεθάνει για τις αμαρτίες μας, έτσι ώστε να μας εξασφαλίσει την αιώνια ζωή. Κι αυτό μπορεί να γίνει, αν εμείς πιστέψουμε με μετάνοια ότι ο Χριστός πέθανε στη θέση μας, ως αντικαταστάτης μας.
Θέλεις, λοιπόν, να έχεις μεγαλύτερη πίστη; Διάβασε την Αγία Γραφή προσεκτικά και προσευχήσου να ανοίξει ο Θεός τα μάτια σου για να πιστέψεις.
5. Η αφροσύνη της απιστίας (ε΄)
Η Εκπλήρωση των Προφητειών
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, 24: 13-35
Ο περισσότερος κόσμος σήμερα δεν πιστεύει ότι η Αγία Γραφή είναι ο Λόγος του Θεού. Δεν πιστεύει ακόμη στην ύπαρξη του Θεού. Δικαιολογούν την απιστία τους στην αυξανόμενη γνώση που έχουμε αποκτήσει στα τελευταία χρόνια. Διαβάζοντας όμως την Αγία Γραφή βλέπουμε ότι ακόμη και στην εποχή του Χριστού πολλοί δυσκολευόταν να πιστέψουν. Η περικοπή που μελετούμε (Λουκάς 24: 13-35) αναφέρεται σε δύο μαθητές του Χριστού οι οποίοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν, λόγω διαφόρων δυσκολιών.
Σε προηγούμενα άρθρα πάνω σ’ αυτό το θέμα είδαμε ότι μια από τις δυσκολίες τους ήταν ότι δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί ο δίκαιος Θεός επέτρεψε ένα καλό άνθρωπο όπως ο Χριστός να πάθει τόσο πολλά. Μια άλλη τους δυσκολία ήταν ότι δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς οι ιερείς τους συνέλαβαν και σταύρωσαν το Χριστό, παρόλο ότι ήταν τόσο φανερό ότι ο Χριστός ήταν όχι μόνο καλός άνθρωπος αλλά και προφήτης απεσταλμένος από το Θεό.
Αυτοί οι άνθρωποι όμως είχαν ακόμη μια δυσκολία, την οποίαν περιέγραψαν ως εξής, όπως μας λέει ο Ευαγγελιστής Λουκάς: «Επιπλέον, κοντά σ’ όλα αυτά, – κι είναι σήμερα η τρίτη κιόλας μέρα από τότε που συνέβησαν – μας αναστάτωσαν και μερικές γυναίκες του κύκλου μας, οι οποίες πήγαν χαράματα στο μνήμα και μη βρίσκοντας εκεί το σώμα του, ήρθαν ισχυριζόμενες πως είδαν ακόμα και εμφάνιση αγγέλων, οι οποίοι είπαν ότι αυτός ζει! Έτσι, λοιπόν, μερικοί από τους δικούς μας πήγαν στο μνήμα και το βρήκαν ακριβώς όπως το είπαν και οι γυναίκες. Αυτόν όμως δεν τον είδαν». Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ο Χριστός είχε αναστηθεί, παρ’ όλη τη μαρτυρία των γυναικών και των «δικών» τους. Όσοι από τους αναγνώστες μας είναι εξοικειωμένοι μ’ αυτήν την ιστορία, θα ξέρουν ότι τα λόγια αυτά τα είπαν στον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος συνομιλούσε μαζί τους. Αλλά η δυσκολία που είχαν για να πιστέψουν στην ανάστασή του ήταν τόσο μεγάλη, που δεν τον αναγνώρισαν!
Θα νόμιζε κανείς ότι η απάντηση που θα έδινε ο Χριστός θα ήταν κάτι σαν: «Μα ακόμη δεν με αναγνωρίσατε; Δεν βλέπετε ότι είμαι ο ίδιος ο Χριστός που σταύρωσαν και έθαψαν; Και αν ακόμα αμφιβάλλετε, δείτε τα χέρια μου και τα πόδια μου με τις τρύπες των καρφιών…». Αντί όμως να τους απαντήσει έτσι, τους μάλωσε για την απιστία τους λέγοντας, «Ω, ανόητοι, που το μυαλό σας είναι τόσο αργοκίνητο στο να πιστέψετε σε όλα όσα είπαν οι προφήτες! Δεν είναι τάχα αυτά ακριβώς που έπρεπε να πάθει ο Xριστός και να μπει στη δόξα του;» και ο Λουκάς συνεχίζει, «Κατόπιν, αρχίζοντας από το Mωυσή κι απ’ όλους τους προφήτες, τους εξηγούσε εκείνα που αναφέρονταν γι’ αυτόν σε όλες τις προφητείες της Γραφής». Με άλλα λόγια ο Χριστός τους θύμισε ότι η Αγία Γραφή είναι γεμάτη με προφητείες που προείπαν τα παθήματα και την ανάσταση του Χριστού.
Γιατί το έκανε αυτό ο Χριστός; Δεν θα ήταν πιο εύκολο να τους δείξει τον εαυτό του;
Η απάντηση είναι ότι αν το έκανε αυτό ο Χριστός και τους έπειθε ότι βρισκόταν μπροστά τους, το περιστατικό αυτό δεν θα ήταν παρά μια ιστορία που ανέφερε ο Λουκάς στο Ευαγγέλιο του, την οποία μερικοί θα πίστευαν σε μεταγενέστερες γενιές και άλλοι θα αμφέβαλλαν. Μιλώντας όμως έτσι, ο Χριστός έδωσε μια απάντηση η οποία θα βοηθούσε όλους όσους έχουν αμφιβολίες για την πίστη τους, σε όλους τους αιώνες, έως και σήμερα. Όπως ήδη αναφέραμε, η Παλαιά Διαθήκη είναι γεμάτη προφητείες που προλέγουν τα περί Χριστού, και οι προφητείες αυτές γράφτηκαν αιώνες πριν έρθει. Πώς έγινε αυτό; Η απάντηση είναι ότι οι προφητείες αυτές, όπως και ολόκληρη η Γραφή, είναι θεόπνευστες, και η εκπλήρωση των προφητειών είναι μια από τις αποδείξεις της θεοπνευστίας της.
Υπάρχουν δύο ειδών προφητείες για την ανάσταση. Στο πρώτο είδος βλέπουμε ότι είναι δυνατόν να αναστηθεί ένας πεθαμένος, αν ο Θεός θέλει να τον αναστήσει. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο περιπτώσεις στην Παλαιά Διαθήκη όπου παιδιά αναστήθηκαν από προφήτες. Η πρώτη ανάσταση έγινε από τον προφήτη Ηλία (Α΄ Βασιλέων 1: 17-20), και η δεύτερη από τον προφήτη Ελισαιέ (Β΄ Βασιλέων 4:18-37). Αυτοί λοιπόν οι δύο μαθητές έπρεπε να ήξεραν ότι ο Θεός μπορεί να αναστήσει.
Επιπλέον όμως στον Ψαλμό 16, και εδάφιο 10, ο Δαβίδ, συγγραφέας αυτού του Ψαλμού, γράφει, «γιατί δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη, ούτε θα επιτρέψεις να δει ο όσιός σου διαφθορά». Θα νόμιζε κανείς ότι ο Δαβίδ τα έγραψε αυτά για τον εαυτό του. Στο βιβλίο όμως των Πράξεων των Αποστόλων 2:27-31, διαβάζουμε ότι ο Απόστολος Πέτρος αναφέρθηκε σ’ αυτόν τον Ψαλμό, όταν κήρυξε το πρώτο χριστιανικό κήρυγμα του κόσμου, σε ακροατήριο που ήταν σχεδόν αποκλειστικά Εβραίοι. Τους εξήγησε λοιπόν ότι τα λόγια αυτά του Ψαλμού είναι αδύνατον να έχουν εφαρμογή στον Δαβίδ, που είχε ήδη πεθάνει και το μνήμα του ακόμα υπήρχε την εποχή εκείνη. Πρέπει λοιπόν τα λόγια αυτά να είχαν την εφαρμογή σε κάποιον άλλο. Και αυτός ήταν ο Χριστός, που είχε αναστηθεί. Κι αυτό τους έπεισε τόσο πολύ που 3000 πίστεψαν και έγιναν Χριστιανοί.
Δεν ξέρουμε τί αισθανόταν ο Δαβίδ όταν έγραψε αυτά τα λόγια, αλλά θαυμάζουμε το θάρρος του, που ανήγγειλε ότι Κάποιος δεν θα έμενε πεθαμένος αλλά θα ανασταινόταν. Η παρρησία του, βέβαια, οφειλόταν στο Άγιο Πνεύμα που τον οδήγησε να γράψει αυτά τα λόγια και να προείπει την ανάσταση του Χριστού.
Εσύ που διαβάζεις αυτό το κείμενο, τι σκέπτεσαι για την ανάσταση του Χριστού; Είναι απλώς μια ιστορία ή ένα παραμύθι; Τότε, πώς εξηγείς ότι προφητεύτηκε και μετά πραγματοποιήθηκε; Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δώσει κανείς είναι ότι αυτό έγινε υπό την οδηγία του Θεού. Εκείνος οδήγησε τον Δαβίδ να γράψει αυτόν τον Ψαλμό, και Εκείνος έφερε τον Χριστό πάλι στη ζωή. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός υπάρχει, και ότι η Γραφή είναι ο Λόγος Του. Μη συνεχίζεις να κάνεις το λάθος που έκαναν εκείνοι οι δύο μαθητές του Χριστού, που τους ονόμασε «ανόητους», και με «αργοκίνητο μυαλό».
6. Η αφροσύνη της απιστίας (στ΄)
Η εκπλήρωση των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, 24: 13-35
Η περικοπή αυτή δείχνει ότι ακόμα και στην εποχή του Χριστού πολλοί δυσκολευόταν να πιστέψουν, σε τέτοιο σημείο που ακόμα και όταν είδαν τον αναστημένο Χριστό μπροστά τους και του μιλούσαν δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι είχε αναστηθεί. Για να τους πείσει ο Χριστός ότι πραγματικά είχε αναστηθεί, αντί να τους δείξει το τρυπωμένα χέρια και πόδια του, αναφέρθηκε στην Αγία Γραφή, η οποία είναι γεμάτη με προφητείες για τα πάθη και την ανάστασή του.
Οι προφητείες αυτές έγιναν αιώνες πριν έρθει ο Χριστός. Επομένως δεν εκπληρώθηκαν κατά τύχη, αλλά επειδή ήταν εμπνευσμένες από το Θεό. Κι αυτό είναι μια από τις αποδείξεις ότι η Αγία Γραφή είναι Θεόπνευστος. Πολλοί όμως δεν το παραδέχονται αυτό και διατείνονται ότι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, όπου διαβάζουμε για τα πάθη του Χριστού, έγραφαν αναλήθειες και προσποιήθηκαν ότι ο Χριστός έπαθε και μετά αναστήθηκε, όπως είχε προφητευτεί. Αυτό δεν είναι κάτι το καινούργιο. Ακόμα και από την εποχή των Αποστόλων πολλοί έλεγαν ότι όλη η ιστορία της ανάστασης του Χριστού ήταν στηριγμένη στο ψέμα. Γι’ αυτό, γράφει ο Παύλος, «αν ο Xριστός δεν έχει αναστηθεί, γινόμαστε, επιπλέον, και ψευδομάρτυρες ενώπιον του Θεού, επειδή διαβεβαιώσαμε ψευδώς γι’ αυτόν ότι ανέστησε τον Xριστό, τον οποίο δεν ανέστησε, αν φυσικά ήταν αλήθεια ότι οι νεκροί δεν ανασταίνονται» (Α΄ Κορινθίους 15:15). Εξετάζοντας όμως το ζήτημα προσεκτικά θα δούμε ότι αυτό είναι αδύνατο.
Για να το τεκμηριώσουμε αυτό, θα εξετάσουμε μια προφητεία που βρίσκεται στο βιβλίο της Εξόδου, το δεύτερο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης Το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, η Γένεσις, μας λέει ότι οι Εβραίοι, όσο ήταν ακόμα ένα πολύ μικρό έθνος 70 ατόμων, μετανάστευσαν στην Αίγυπτο διότι είχε γίνει πείνα στην Παλαιστίνη. Εκεί πολλαπλασιάστηκαν και σιγά – σιγά κατέληξαν από μετανάστες να γίνουν δούλοι των Αιγυπτίων, που τους κακομεταχειριζόταν φοβερά. Στο βιβλίο της Εξόδου, κεφάλαιο 12, διαβάζουμε ότι ύστερα από 400 χρόνια ο Θεός τους επισκέφτηκε και με ένα θαυματουργικό τρόπο τους έβγαλε από την Αίγυπτο. Αυτό η φυγή ονομάζεται Έξοδος. Πριν φύγουν, όμως, ο Θεός τους είπε ότι κάθε οικογένεια έπρεπε να σφάξει ένα αρνί, με το αίμα του να βάψουν τον παραστάτη της ξώπορτας του σπιτιού τους, και μετά να φάνε το αρνί ψητό. Το αίμα ήταν σπουδαίο, διότι εκείνη τη νύχτα ο Θεός θα έστελνε τον άγγελό του, και σε κάθε σπίτι που δεν υπήρχε αίμα στην ξώπορτα, θα πέθαινε ο πρωτότοκος της οικογένειας. Το αίμα έσωσε τους Εβραίους.
Επιπλέον, ο Θεός τους διέταξε ότι όταν επιστρέψουν στην Παλαιστίνη, πρέπει να θυμούνται αυτό το γεγονός, κάθε χρόνο, με μια τελετή, στη διάρκεια της οποίας κάθε οικογένεια θα έσφαζε ένα αρνί για να το φάνε ψητό. Αυτή η τελετή ονομαζόταν Πάσχα και διατηρείται από τους Εβραίους μέχρι σήμερα. Η Καινή Διαθήκη μας λέει ότι ο Χριστός θυσιάστηκε τη μέρα του Εβραϊκού Πάσχα, και τον ονομάζει «Αμνό του Θεού» (Ιωάννης 1:29). Μας λέει ότι το αίμα του μας σώζει, διότι μας καθαρίζει από κάθε αμαρτία (Α΄ Ιωάννου 1:7). Από τότε λοιπόν και οι Χριστιανοί τηρούν την γιορτή του Πάσχα.
Υπάρχει κάτι το παράλληλο μεταξύ του Πάσχα των Εβραίων και του Πάσχα των Χριστιανών. Πιο ακριβέστερα, μεταξύ της θυσίας του αρνιού των Εβραίων και της θυσίας του Χριστού. Και το παράλληλο αυτό είναι τόσο σπουδαίο που ο Παύλος γράφει «πραγματικά, το δικό μας το Πάσχα είναι το ότι για μας θυσιάστηκε ο Xριστός» (Α΄ Κορ. 5:7). Η θυσία του αρνιού των Εβραίων ήταν μια προαπεικόνιση, μια προφητεία, της θυσία του Χριστού. Η προφητεία αυτή δεν έγινε με λόγια, αλλά με πράξεις, και είναι ενδιαφέρον ότι ακόμα και λεπτομέρειες της προφητείας αυτής εκπληρώθηκαν. Για παράδειγμα, αναφέρουμε ότι μια από τις οδηγίες που ο Θεός έδωσε στους Εβραίους, την εποχή της Εξόδου, ήταν ότι δεν έπρεπε να σπάσουν κανένα κόκαλο του αρνιού. Δεν ξέρουμε γιατί τους έδωσε αυτήν την οδηγία. Ίσως αυτοί να συνήθιζαν να σπάζουν τα κόκαλα των ζώων τους και να ρουφούν το μυαλό του κοκάλου. Αυτό όμως θα τους αργοπορούσε.
Γράφοντας λοιπόν για τη σταύρωση του Χριστού, ο Ιωάννης λέει, ότι ο Πιλάτος, ο Ρωμαίος κυβερνήτης της Παλαιστίνης, όταν σταυρώθηκε ο Χριστός, έδωσε τη εντολή να σπάσουν τα μέλη όλων των σταυρωμένων για να επισπεύσουν το θάνατό τους. ΄Οταν όμως πήγαν στο Χριστό για να σπάσουν τα μέλη του, είδαν ότι είχε ήδη πεθάνει και δεν του τα έσπασαν. Γράφει λοιπόν ο Ιωάννης «αυτά έγιναν για να εκπληρωθεί η Γραφή που λέει: “Kόκαλο δικό του δε θα συντριφτεί”» (Ιωάννης 19:36).
Ας υποθέσουμε τώρα ότι όλη αυτή η ιστορία για τα πάθη του Χριστού ήταν ψέματα. Άρα, αυτός που εφεύρε αυτή την ιστορία, είπε ψέματα ότι ο Χριστός σταυρώθηκε τη μέρα του Πάσχα των Εβραίων. Επιπλέον, αντί να αψηφήσει την οδηγία για τα κόκαλα, που ήταν ασήμαντη λεπτομέρεια, τη σημείωσε ιδιαιτέρως και εφεύρε την ιστορία για το ότι δεν έσπασαν τα κόκαλα του Χριστού! Σημειώστε ότι σ’ αυτό το άρθρο περιοριστήκαμε μόνο στη γενική ιστορία των παθών του Χριστού και σε μια μόνο λεπτομέρεια. Αν κοιτάζαμε όλες τις λεπτομέρειες θα φτάναμε στο συμπέρασμα ότι ο ψεύτης αυτός έπρεπε να ήταν ξεχωριστή μεγαλοφυΐα!
Και μετά που τα έκανε όλα αυτά ο συγγραφέας -ψεύτης, επέμενε στην ιστορία του, και μάλιστα ήταν διατεθειμένος ακόμη και να πεθάνει γι’ αυτή. Είναι γνωστό ότι πολλοί από τους πρώτους Χριστιανούς πέθαναν για την πίστη τους. Αυτό είναι αδιανόητο. Αυτό μας κάνει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης πραγματικά εκπληρώθηκαν στην Καινή Διαθήκη, και αυτό δείχνει ότι όλη η Αγία Γραφή είναι Θεόπνευστος.
Οι δύο μαθητές της ιστορίας μας έπρεπε να το είχαν καταλάβει αυτό. Επειδή, ‘όμως, δεν το κατανόησαν, ο Χριστός τους αποκάλεσε «ανόητους». Εσύ, που διαβάζεις αυτά τα λόγια, σε τι κατάσταση βρίσκεσαι; Διστάζεις να δεχθείς ότι η Αγία Γραφή είναι ο Λόγος του Θεού; Μελέτησέ την προσεκτικά, χωρίς τα ματογυάλια της προκατάληψης και της αμφιβολίας και θα πειστείς.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ