(Ομιλία σε Συνέδριο Νεολαιας)
Η Ομιλία αφιερώνεται στον Στέλιο Δανιηλόπουλο, Καθηγητή Πανεπιστημίου
Στο σημερινό μας θέμα, όπως ξέρετε, έχει δοθεί ο τίτλος «Η Αλήθεια στην Κοινωνία», κι ίσως σαν υπότιτλο θα μπορούσαμε να προσθέσουμε «Ανισότητες, Διακρίσεις και Ομαδοποιήσεις στην Κοινωνία και στις Κοινωνικές Ομάδες». Και ασφαλώς μέσα στις κοινωνικές ομάδες περιλαμβάνονται και οι τοπικές εκκλησίες και γενικότερα η εκκλησία του Χριστού. Με το νόημα αυτό θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε τον τίτλο της ομιλίας μας «η Αλήθεια στην Κοινωνία» (πρώτο κεφάλαιο) και «η Αλήθεια στην Εκκλησία σαν Κοινωνική Ομάδα» (δεύτερο κεφάλαιο). Ποια είναι δηλ. τα χαρακτηριστικά μιας σωστής κοινωνίας, μιας σωστής κοινωνικής ομάδας και μιας σωστής εκκλησίας, και τι μπορούμε να κάνουμε όλοι μαζί και ο καθένας μας ξεχωριστά για να συμβάλουμε αποφασιστικά στη διαμόρφωσή τους.
Εξετάζοντας τις προσπάθειες και τους αγώνες για μια ιδανική κοινωνία σ’ όλους τους τόπους και σ’ όλες τις εποχές, διαπιστώνουμε ότι οι στόχοι για το κτίσιμο της ιδανικής αυτής κοινωνίας είναι περίπου αναλλοίωτοι, και διαφέρουν μονάχα σε κάποια σημεία ως προς το περιεχόμενό τους ανάλογα με τις γενικότερες αντιλήψεις και τις ανάγκες κάθε εποχής, και φυσικά και με την πρόοδο της ανθρώπινης σκέψης. Κι οι στόχοι αυτοί είναι:
α) Δίκαιη κατανομή του πλούτου, εξάλειψη δηλ. των μεγάλων διαφορών ανάμεσα στους πολύ πλούσιους και στους πολύ φτωχούς, και της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο.
β) Ίσες ευκαιρίες ανάπτυξης για όλους στην εργασία, στη μόρφωση, στον πολιτισμό (αναρωτιέται κανένας πόσα λαμπρά μυαλά και ταλέντα έχουν χαθεί κι έχουν μείνει στην αφάνεια γιατί έλειψαν οι οικονομικές δυνατότητες για την ανάδειξή τους).
γ) Ατομικές ελευθερίες και ατομικά δικαιώματα, όπως είναι το δικαίωμα να εκφράζω ελεύθερα τις σκέψεις και τις αντιλήψεις μου είτε γραπτά είτε προφορικά, να ασκώ ελεύθερα τα θρησκευτικά μου καθήκοντα, να διεκδικώ τα κάθε είδους δικαιώματά μου κ.α.
δ) Εξάλειψη κάθε διάκρισης ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες και κατηγορίες, όπως είναι οι φυλετικές διακρίσεις, οι θρησκευτικές διακρίσεις, οι διακρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, οι κοινωνικές διακρίσεις κλπ.
Δεν πρόκειται φυσικά να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες πάνω σ’ αυτά τα τόσο σημαντικά προβλήματα και αιτήματα. Είναι σίγουρο πως δε θάταν αρκετό ένα ολόκληρο συνέδριο για την ανάλυση και συζήτησή τους. Εδώ θα πούμε μονάχα πως όλες αυτές οι σημαντικές επιδιώξεις υπάρχουν σαν αρχές και επιταγές διάχυτα μέσα στο βιβλίο του Θεού, την Αγία Γραφή, έστω κι αν αυτή δεν αποτελεί κυρίως και αποκλειστικά κοινωνικό βιβλίο, αλλά απευθύνεται προπάντων στον άνθρωπο ατομικά και περιγράφει το δρόμο για τη λύτρωσή του. Γι αυτό και όσο περισσότερο στηρίχτηκαν τα διάφορα έθνη πάνω στις αρχές της Αγίας Γραφής -κι αυτό έγινε κυρίως στις χώρες που ακολούθησαν τη θρησκευτική μεταρρύθμιση – τόσο πιο πολύ προσέγγισαν το ιδανικό της δίκαιης κι αναπτυγμένης κοινωνίας. Και όπου απέτυχαν ή έμειναν πίσω κοινωνικά, ήταν γιατί αγνόησαν τους νόμους του Θεού, και είτε τράβηξαν δικούς τους αυθαίρετους δρόμους, είτε περιορίστηκαν σε μια στυγνή και στεγνή δήθεν θεοκρατία που στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε άλλο από αυθαιρεσία ντυμένη με θρησκευτικό μανδύα. Περισσότερο πάνω σ’ αυτά δεν θα επιμείνουμε σήμερα, παραπέμποντας απλά όσους ενδιαφέρονται στην ομιλία μου στο Σούνιο πέρσι το καλοκαίρι, με θέμα την επίδραση της Αγίας Γραφής στη διαμόρφωση του δυτικού πολιτισμού, και κυρίως στη συμπληρωμένη μορφή της που δόθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο στην εκκλησία της οδού Φλέμιγκ και που ηχογράφησή της μπορούν να προμηθευτούν όσοι ενδιαφέρονται [θα περιληφθεί στο βιβλίο μου «Αγία Γραφή – Πολιτισμός – Θρησκευτική Μεταρρύθμιση» που θα εκδοθεί αργότερα].
Το ερώτημα που πριν απ’ όλα πρέπει να μας απασχολήσει σήμερα είναι ποια θα πρέπει νάναι η στάση της χριστιανικής εκκλησίας και του κάθε χριστιανού ατομικά απέναντι στα παραπάνω αιτήματα. Ερώτημα που από πρώτη θεώρηση
θάλεγε κανένας πως είναι -ή θάπρεπε να είναι- αυτονόητη η απάντησή του. Η Αγία Γραφή βρίσκεται στην πρωτοπορία σε θέματα όπως η ελευθερία της συνείδησης, η δίκαιη κατανομή του πλούτου, η ισότητα όλων των ανθρώπων, η βοήθεια για όσους έχουν ανάγκη, η δικαιοσύνη και η αγάπη για όλους χωρίς διάκριση. Κι ασφαλώς -θεωρητικά τουλάχιστον- κανένας σωστός χριστιανός δεν μπορεί να διαφωνεί πάνω στις βασικές αυτές αρχές. Είναι π.χ. αδιανόητο -για να μιλήσουμε συγκεκριμένα και ξεκάθαρα- ο χριστιανός να υποστηρίζει ανελεύθερα δικτατορικά καθεστώτα, να υιοθετεί ιδεολογίες που καταπνίγουν και καταπιέζουν την ανθρώπινη προσωπικότητα όπως ο κομμουνισμός –που τώρα πια έχει πέσει στα αζήτητα- να ασπάζεται θεωρίες που θεσμοθετούν διακρίσεις ανάμεσα στους ανθρώπους όπως ο ναζισμός και ο φασισμός, να ανέχεται πράξεις κάθε μορφής που είναι εντελώς αντίθετες σ’ όλα εκείνα που αποτελούν -ή τουλάχιστον πρέπει να αποτελούν- τον τρόπο ζωής και το «πιστεύω» του. Είναι αδιανόητο να γίνεται κάτι τέτοιο, δυστυχώς όμως δεν είναι και εντελώς απίθανο. Ξέρουμε άλλωστε από πικρή δική μας πείρα περιπτώσεις –λίγες ευτυχώς- όπου άνθρωποι δικοί μας, δικών μας εκκλησιών, υποστήριξαν, και μάλιστα μερικοί έμπρακτα, το ανελεύθερο καθεστώς της απριλιανής δικτατορίας. Ευτυχώς ότι ο κυριότερος απ’ αυτούς -και λέω «ευτυχώς» με τη συναίσθηση της βαρύτητας της λέξης- απομακρύνθηκε αργότερα από τους κύκλους μας, πράγμα που δείχνει, ίσως, πως ποτέ του δεν υπήρξε γνήσια πιστός χριστιανός. Ωστόσο το φαινόμενο δεν περιορίζεται μονάχα σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και σε τόσο λίγους ανθρώπους. Η συμπάθεια ή και η απλή ανοχή απέναντι σε ανελεύθερα καθεστώτα και η αδιαφορία σε πράξεις βίας από μέρους ολόκληρων ομάδων εκκλησιών σε μια χώρα, αποτελεί δυστυχώς φαινόμενο όχι και τόσο ασυνήθιστο. Το πράγματι ανελεύθερο και σε ελεεινό βαθμό καταπιεστικό κομμουνιστικό καθεστώς του Κάστρο στην Κούβα αντιμετώπισε την καθολική αντίδραση των εκκλησιών στις ΗΠΑ όχι τόσο λόγω του τυραννικού χαρακτήρα του, όσο επειδή αποτελούσε μέρος της «αυτοκρατορίας του κακού», όπως αποκαλούσε ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν τον κομμουνιστικό κόσμο. Κι αυτό γίνεται ολοφάνερο απ’ το ότι άλλα τυραννικά καθεστώτα στη Λατινική Αμερική, ή και το τυραννικό καθεστώς του δικτάτορα Μπατίστα στην Κούβα πριν από τον Κάστρο, δε συγκίνησαν στον ίδιο βαθμό τις αμερικανικές εκκλησίες, αντιμετωπίστηκαν μάλιστα με συμπάθεια αν δεν εμπόδιζαν σημαντικά τη διάδοση της Αγίας Γραφής στις χώρες τους. Κι όταν πριν μερικά χρόνια –για να περιοριστούμε σ’ ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα- παρουσίασε σ’ ολόκληρο τον κόσμο η τηλεόραση ισραηλινούς στρατιώτες να σπάζουν με φρικιαστικό τρόπο κόκαλα παλαιστίνιων μαχητών, δεν είδαμε καμιά αντίδραση από μέρους καμιάς εκκλησίας σ’ ολόκληρο τον κόσμο, απ’ όσο τουλάχιστον ξέρουμε. Όταν μάλιστα αυτός που σας μιλά είχε υποστηρίξει από το περιοδικό μας «Οι Θεσσαλονικείς» πως οφείλει η εκκλησία του Χριστού -η όποια εκκλησία, σ’ όποιον τόπο, και μαζί φυσικά και η δική μας, η ευαγγελική εκκλησία της πατρίδας μας- να στιγματίζει δημόσια τέτοιου είδους πράξεις απ’ όπου κι αν προέρχονται, δέχτηκε την κριτική αρκετών από τους χριστιανούς: «και τι σχέση έχουμε εμείς με τους εβραίους και τους παλαιστινίους; η υπόθεση αυτή δε μας αφορά καθόλου». Κάτι δεν έχουμε καταλάβει σωστά από την Αγία Γραφή και από όλα εκείνα που ζητά από μας. Θα μου πείτε: εδώ δεν μπόρεσαν οι εκκλησίες μας να παρουσιαστούν μ’ ενιαία εκπροσώπηση για να υποστηρίξουν τα δικά μας δίκαια που καταπατούνται με διαφόρους τρόπους, και ζητάμε να υποστηριχτούν από ενιαίο δικό μας φορέα τα δίκαια των παλαιστινίων; Και βέβαια τότε θα σας πω πως έχετε απόλυτα δίκιο.
Η ασυνέπεια όμως αρκετών χριστιανών ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη ακολουθεί κι άλλους δρόμους διαφορετικούς ή και εντελώς αντίθετους απ’ αυτόν που περιγράψαμε παραπάνω. Έχω συναντήσει πολλούς μέχρι τώρα που κατά ένα περίεργο και κωμικό τρόπο κόπτονται υπέρ της δημοκρατίας και των ατομικών ελευθεριών, κι όμως στην καθημερινή ατομική τους ζωή, στο επάγγελμά τους, στην οικογένειά τους, στην εκκλησία τους, είναι τελείως διαφορετικοί. Δεσποτικοί και δικτατορικοί, κι ίσως και τυραννικοί όταν τους προσφέρεται κάποια εξουσία, γεμάτοι αναστολές, συμβατικότητες και κάθε άλλο παρά δημοκρατικοί και άνετοι σα χαρακτήρες. Είναι πολύ εύκολο και δε στοιχίζει και τίποτε να φωνάζεις για τα δίκαια των λαών, για τη δημοκρατία και για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το δύσκολο είναι τη δημοκρατία που τάχα πιστεύεις, να την εφαρμόζεις εσύ ατομικά στη συμπεριφορά σου μέσα στην οικογένειά σου –απέναντι στη γυναίκα σου ή απέναντι στον άντρα σου ή απέναντι στο παιδί σου- μέσα στη δουλειά σου, μέσα στην εκκλησία σου, να μάθεις δηλ. να σέβεσαι την προσωπικότητα του άλλου, να κάνεις διάλογο μαζί του, να τον κάνεις να νιώσει πως έχει κι αυτός κάποια αξία, πως τον αποδέχεσαι έστω κι αν έχει διαφορετικές απόψεις από τις δικές σου. Φυσικά είναι δικαίωμα του καθενός να πιστεύει ό,τι θέλει και να συμπεριφέρεται όπως θέλει. Δεν μπορεί όμως ν’ αξιώνει βραβείο δημοκρατικότητας όταν στην ατομική του ζωή αποδείχνεται τελείως διαφορετικός. Και βέβαια ένας τέτοιος άνθρωπος, όπως εγώ τουλάχιστον νομίζω, δεν μπορεί να επαινεθεί ούτε για τη χριστιανική του ποιότητα.
*************************
Δεν είναι όμως μόνο το θέμα της ελευθερίας βασικό για την διαμόρφωση μιας ιδανικής κοινωνίας. Είναι και η κοινωνική δικαιοσύνη, είναι η εξάλειψη ή τουλάχιστον η μείωση των διαφορών ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, είναι και η εξάλειψη κάθε διάκρισης φυλετικής ή θρησκευτικής, διάκρισης ανάμεσα στα δύο φύλα κλπ.
Ξέρουμε όλοι πως μέχρι σήμερα τουλάχιστον, τα θέματα αυτά αντιμετωπίζονται στο δυτικό κόσμο από δύο κοινωνικοπολιτικά συστήματα – ιδεολογίες: το σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό που τα τελευταία χρόνια έχει πάρει τ’ όνομα του φιλελευθερισμού. Λέω «μέχρι σήμερα», γιατί δεν αποκλείεται στο πολύ κοντινό μέλλον νέα ιδεολογικά σχήματα ν’ αντικαταστήσουν τα παλιά, ή και οι δύο ιδεολογίες ν’ αρχίσουν να συγκλίνουν μεταξύ τους, κάτι που ήδη το βλέπουμε να έχει ξεκινήσει και να εξελίσσεται. Δεν μπορώ με κανένα τρόπο ν’ αποφανθώ δογματικά -όπως το κάνουν μερικοί- πως ο χριστιανός είναι υποχρεωμένος νάναι αποκλειστικά οπαδός είτε του σοσιαλισμού είτε του φιλελευθερισμού. Είναι γεγονός πως ο σοσιαλισμός με το έντονο ενδιαφέρον του για τις μάζες και για την εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων πλησιάζει πολύ σ’ εκείνα που διδάσκει η Αγία Γραφή, κι αυτός είναι ο λόγος ότι πολλοί από τους χριστιανούς τον αντιμετώπισαν με συμπάθεια (φυσικά, δε μιλάμε για τη μαρξιστική αθεϊστική μορφή του). Ωστόσο πολλές προσπάθειες για την εφαρμογή του οδήγησαν σε νέες, απροσδόκητες μορφές κοινωνικής αδικίας και σε αδιέξοδες καταστάσεις, σε σημείο που ν’ απογοητεύσει πολλούς. Ήταν επόμενο. Τίποτε το ανθρώπινο, όταν μάλιστα δεν έχει γερά θεμέλια πάνω στο Λόγο του Θεού, δε μπορεί να οδηγήσει σε αίσιο και ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Από το άλλο μέρος ο καπιταλισμός που ξεκίνησε σωστά και που αναπτύχτηκε μάλιστα από το χριστιανικό προτεσταντισμό σαν ιδεολογία της λογικά οργανωμένης εργασίας «για τη δόξα του Θεού» -κάτι που καλό θάταν να μην ξεχνάνε οι χριστιανοί στον τόπο μας όπου η τεμπελιά και η ανευθυνότητα έχει αναβαθμιστεί σε αντικείμενο λατρείας- αν και ξεκίνησε λοιπόν σωστά ο καπιταλισμός και δημιούργησε θαυμαστά οικονομικά και άλλου είδους αποτελέσματα, αργότερα οδήγησε σε ανισότητες και σε εκμετάλλευση σε τόσο σοβαρό βαθμό, κυρίως στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, που θάταν αδύνατο να επιζήσει αν δεν «έβαζε νερό στο κρασί του» απαλύνοντας τις κραυγαλέες κοινωνικές αδικίες που είχαν προέλθει από την χωρίς περιορισμούς εφαρμογή του. Δεν έχει λοιπόν νόημα –το ξαναλέμε- να υποστηρίζουμε πως ο χριστιανός οφείλει αναγκαστικά κι αποκλειστικά να ασπάζεται μια από τις δύο ιδεολογίες. Εκείνο όμως που σίγουρα οφείλει να κάνει, είναι να ξέρει τι θέλει και τι υποστηρίζει, κι αυτό που υποστηρίζει νάναι σύμφωνο με τις βασικές αρχές της Αγίας Γραφής. Είναι για τη δόξα του Θεού κι αποτελούν έπαινο για την εκκλησία του Χριστού οι αγώνες των μεγάλων χριστιανών, επώνυμων και μη, για την εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων, για την κατάργηση της δουλείας, για την εξαφάνιση κάθε μορφής διάκρισης ανάμεσα σε ανθρώπους. Δυστυχώς δε μπορούμε να πούμε το ίδιο για όλους τους χριστιανούς, ακόμη και σήμερα. Κι εκείνο που είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς είναι σε τι είδους άραγε Θεό ή σε τι είδους Χριστό πιστεύουν όλοι αυτοί, ή πώς επιτέλους ερμηνεύουν το ευαγγέλιο του Χριστού, όταν κρατώντας τη Βίβλο υιοθετούν εντελώς αντιβιβλικές και ύποπτες θεωρίες, στ’ όνομα μάλιστα της ίδιας της Βίβλου. Διηγούνται πως κάποτε στα νιάτα του ο μεγάλος Μαχάτμα Γκάντι είχε βρεθεί κοντά στην πίστη του Χριστού. Κάποιο όμως γεγονός τον απομάκρυνε οριστικά απ’ αυτήν. Μια μέρα, περνώντας έξω από μια εκκλησία σε κάποια πόλη της Νότιας Αφρικής όπου βρισκόταν εκείνο τον καιρό, θέλησε να μπει μέσα για να παρακολουθήσει τη σύναξη. Στην πόρτα ωστόσο της εκκλησίας στεκόταν κάποιος, που παρατηρώντας καχύποπτα το μελαψό πρόσωπο του ξένου, δήλωσε: «Δε σου επιτρέπεται να μπεις μέσα· στην εκκλησία αυτή γίνονται δεκτοί μονάχα οι λευκοί». Ίσως γι’ αυτό το λόγο ο Γκάντι έλεγε αργότερα: «ο χριστιανισμός είναι πολύ καλός, οι χριστιανοί όμως δεν είναι καλοί». Τι ψυχή άραγε θα παραδώσουν στο Θεό και πώς θα δικαιολογήσουν τις πράξεις τους όλοι εκείνοι που έδιωξαν τόσους ανθρώπους μακριά από την πίστη του Χριστού και δυσφήμησαν κατά το χειρότερο τρόπο την εκκλησία Του;
Οφείλει λοιπόν ο χριστιανός να είναι συνεπής σε όλα όσα πιστεύει και σύμφωνος με τις αρχές της Αγίας Γραφής, όταν πρόκειται να διαμορφώσει το πολιτικό και κοινωνικό «πιστεύω» του. Και φυσικά , με βάση τη διαμορφωμένη του ιδεολογία, να διαλέξει εκείνη την πολιτική παράταξη που κατά τη γνώμη του ταιριάζει περισσότερο στην ιδεολογία του. Θα πρέπει όμως εδώ να σταθούμε λίγο για να επισημάνουμε ένα βασικό κίνδυνο που καραδοκεί, και που απειλεί ιδιαίτερα εμάς τους έλληνες, κι ακόμη πιο ειδικά τους έλληνες χριστιανούς, κι ακόμη περισσότερο τους έλληνες χριστιανούς νέους, που όπως είναι φυσικό δε διαθέτουν την απαραίτητη πείρα των μεγάλων -αν και, διερωτώμαι, σε τι έχει ωφελήσει αρκετούς από τους μεγαλύτερους η πείρα που έχουν αποκτήσει.
Είναι τραγικό για τον τόπο μας ότι ανάμεσα στ’ άλλα μας λείπει εμάς τους έλληνες απελπιστικά η αντικειμενικότητα, η μεγαλοψυχία και η αίσθηση του μέτρου. Πάσχουμε σε πολλούς τομείς από το σύνδρομο του ποδοσφαίρου. Είσαι οπαδός του ΠΑΟΚ, του Άρη, του Παναθηναϊκού, του Ολυμπιακού, οποιασδήποτε άλλης ομάδας, και μισείς όλους εκείνους που δεν είναι με το μέρος σου. Είσαι ορθόδοξος χριστιανός κι όλοι οι άλλοι είναι «αιρετικοί» και «αντίχριστοι», κι έξω απ’ την ορθοδοξία δεν υπάρχει τίποτε το σωστό και τίποτε το ελληνικό -κι από τέτοιους όψιμους ζηλωτές νεορθοδόξους αρχίζουμε και πάσχουμε αρκετά σοβαρά τώρα τελευταία (αλήθεια, για σκεφτείτε ν’ αρχίζαμε κι εμείς οι ευαγγελικοί σ’ ολόκληρο τον κόσμο να μιλάμε για τον «προτεσταντισμό» όπως μιλάν οι έλληνες ορθόδοξοι για την ορθοδοξία, τι θα γινόταν). Είσαι οπαδός του ΠΑΣΟΚ ή της Νέας Δημοκρατίας, κι όλα τα καλά και τα σωστά βρίσκονται στη δική σου την παράταξη, κι όλα τα κακά κι όλα τα λάθη γίνονται από τους αντιπάλους. Και τώρα τελευταία ξαναθυμηθήκαμε και το σωβινισμό μας και το «πας μη έλλην βάρβαρος». Ε, λοιπόν, ο χριστιανός δεν έχει το δικαίωμα να πάσχει από καμιά απ’ όλες αυτές τις αναπηρίες. Κανείς δεν τον εμποδίζει νάχει την πολιτική του ή την κοινωνική του ιδεολογία –με τους περιορισμούς όμως που αναφέραμε πιο πριν – κανείς δεν του απαγορεύει να υποστηρίζει και να ψηφίζει κάποιο πολιτικό κόμμα, δεν έχει όμως το δικαίωμα να σκέφτεται παραταξιακά –«όλα τα καλά είναι από δω, κι όλα τα κακά από κει», και «τίποτε δεν είναι κακό, όταν γίνεται από τους δικούς μας». Ας ελπίσουμε τουλάχιστον οι ασυνέπειες και οι ανοησίες και των δύο μεγάλων κομμάτων στη διακυβέρνηση της χώρας τα τελευταία χρόνια να έχουν συνετίσει τους «θερμοκέφαλους» από ανάμεσά μας και νάχουν κάνει τους νέους μας να σκέφτονται ψύχραιμα και αντικειμενικά. Και προπάντων: να τους έχουν κάνει ν’ αποδοκιμάζουν την κοινωνική ή την όποια άλλη αδικία απ’ όπου κι αν προέρχεται, ν’ απορρίπτουν χωρίς συζήτηση τον όποιο περιορισμό της ελευθερίας όπως την καθορίζει ο Λόγος του Θεού, και να μη θεωρούν ότι ο περιορισμός της ελευθερίας όταν προέρχεται από τους «δικούς μας» είναι καλός, και μόνο όταν προέρχεται από τους αντιπάλους είναι κακός, ν’ αρνούνται κάθε διάκριση ανάμεσα στους ανθρώπους, νάχουν τη μεγαλοψυχία να επιδοκιμάζουν και να επαινούν ό,τι σωστό στους πολιτικούς αντιπάλους και να στιγματίζουν ό,τι απαράδεκτο στην πολιτική παράταξη που υποστηρίζουν. Ο άνθρωπος, ξέρετε, λειτουργεί σ’ όλους τους τομείς με τον ίδιο τρόπο και με την ίδια νοοτροπία. Όταν είμαι παραταξιακός και με διακρίνει έλλειψη αντικειμενικότητας στην πολιτική, στο ποδόσφαιρο και στο μπάσκετ, ή στις σχέσεις μου με τους ξένους λαούς, τα ίδια -και χειρότερα- θα συμβούν και στο θέμα της πίστης και στο δόγμα που υποστηρίζω: «Όλη η αλήθεια κατοικεί σε μένα και στην εκκλησία μου, όλοι οι υπόλοιποι βρίσκονται σε πλάνη –μακριά απ’ αυτούς για να μη μας μολύνουν». «Εγώ και ο οίκος μου θέλομεν λατρεύει τον Κύριον», είχε διακηρύξει ο Ιησούς του Ναυή. Μια δήλωση που δε χρειάζεται ούτε συμπληρώσεις, ούτε προεκτάσεις. Είναι πολύ σοβαρή υπόθεση να μάθουμε να λατρεύουμε τον Κύριο εμείς και ο οίκος μας. Ποιος μας έταξε διορθωτές και τιμητές για το πώς πρέπει να λατρεύουν τον Κύριο οι ξένοι οίκοι ή οι ξένες εκκλησίες;
*************************
Είπαμε στην αρχή για το σημερινό μας θέμα πως δε θα μας έφτανε ένα ολόκληρο συνέδριο για ν’ αναπτυχθούν και να συζητηθούν όλες οι πλευρές του. Υπάρχουν πολλά ερωτήματα σχετικά με την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων που δυστυχώς θα πρέπει να τ’ αφήσουμε απ’ έξω. Ποια θα πρέπει νάναι η στάση του χριστιανού και της εκκλησίας του Χριστού απέναντι στη θανατική καταδίκη; τι γνώμη έχουμε για την ευθανασία ή για τον έλεγχο των γεννήσεων; τι έχουμε να πούμε για τη μόλυνση του περιβάλλοντος και για την υλιστική και καταναλωτική νοοτροπία του σύγχρονου ανθρώπου που είναι η κύρια αιτία για το πρόβλημα της μόλυνσης; πώς θα πρέπει ν’ αντιμετωπίζει ο χριστιανός το θέμα του πολέμου, της ειρήνης και της στρατιωτικής υπηρεσίας; τι έχουμε να πούμε για το πρόβλημα των διαζυγίων; Να μερικά ερωτήματα που θ’ άξιζε να συζητηθούν σ’ ένα άλλο συνέδριο ή από τα κάθε είδους έντυπά μας που ελάχιστα ή με πολύ περίεργο τρόπο τ’ αντιμετωπίζουν. Και δεν είναι μονάχα τα συνέδρια ή τα περιοδικά. Γενικά μέσα στις εκκλησίες μας λείπει ο διάλογος, λείπει ο προβληματισμός σχετικά με την επικαιρότητα, λείπουν τα στρογγυλά τραπέζια, λείπουν οι ευκαιρίες για όσους έχουν ευρύτερα ενδιαφέροντα και λαχταρούν να συζητήσουν, ν’ ακούσουν και ν’ ακουστούν.
Ας μην επεκταθούμε όμως περισσότερο λέγοντας τον πόνο μας, γιατί θ’ ακολουθήσουμε δρόμους ξένους προς το σημερινό μας θέμα. Που έχει ένα δεύτερο –και τελευταίο- κεφάλαιο. Και που μας ενδιαφέρει πιο άμεσα απ’ το πρώτο. Εξετάζουμε την αλήθεια στην κοινωνία, και μιλήσαμε για τους στόχους που έχει βάλει η ανθρωπότητα για τη διαμόρφωση μιας ιδανικής ανθρώπινης κοινωνίας, κι ακόμη είπαμε για τη στάση που πρέπει να κρατήσει ο χριστιανός και η εκκλησία του Χριστού απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα και αιτήματα. Στο δεύτερο αυτό κεφάλαιο έχουμε ν’ απαντήσουμε σ’ ένα ακόμη πιο σπουδαίο πρόβλημα: Διακηρύττουμε –και πολύ σωστά- πως μια κοινωνία χωρίς το Χριστό δε μπορεί ποτέ να γίνει δίκαια κι ιδανική, κι ακόμη πιστεύουμε πως είμαστε οι πρέσβεις του Κυρίου πάνω στη γη, όπως άλλωστε ψάλλουμε σ’ έναν απ’ τους πιο συνηθισμένους μας ύμνους. Αν λοιπόν θέλουμε να επιδράσουμε στη σωστή κατεύθυνση πάνω στο περιβάλλον μας και γενικότερα πάνω στην ανθρώπινη κοινωνία, θα πρέπει εμείς πρώτοι ν’ αποτελέσουμε μια σωστή κοινωνική ομάδα. Κι όταν λέμε «εμείς» εννοούμε τις εκκλησίες μας, τους ομίλους μας των νέων, τις χορωδίες μας, τις όποιες οργανωμένες ομάδες. Πώς λοιπόν νομίζουμε ότι μπορούν να πραγματοποιηθούν στις μικρές κοινωνίες μας οι στόχοι που γι’ αυτούς μιλήσαμε παραπάνω, για να γίνουν με τα ανθρώπινα έστω μέτρα ιδανικές;
Το πρώτο –και το πιο βασικό- που θα μπορούσε να πει κανείς είναι ότι για να υπάρξει μια σωστή σχέση και μια αρμονική διαβίωση και συνεργασία μεταξύ μας είναι ν’ αφήσουμε το Πνεύμα του Θεού να δουλέψει ανενόχλητα μέσα μας κι ανάμεσά μας για να διαμορφώσει τις κοινωνίες μας με τον τρόπο που θέλει ο Θεός. Κάτι που λέγεται πολύ συχνά –με ποταμούς μάλιστα ρητορικών λόγων- πραγματοποιείται όμως πολύ σπάνια. Ένα σωρό προκαταλήψεις και παραδόσεις ξένες προς το πνεύμα της Αγίας Γραφής, και προπάντων η ανθρώπινη μικρότητα και ο φθόνος που δύσκολα, πολύ δύσκολα βγαίνει από τις καρδιές, μαζί με τη μικρόνοια, τη στενοκεφαλιά που προσπαθεί μάλιστα να αναγορευτεί βασίλισσα της εξυπνάδας -όλα αυτά έχουν φυτέψει πολλά ζιζάνια και αγκάθια στο δρόμο για την αρμονική συμβίωση και το κτίσιμο μιας μικρής ιδανικής χριστιανικής κοινωνίας. Κι ακόμη το δεύτερο που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε είναι πως αντίθετα με την απρόσωπη ανθρώπινη κοινωνία, στη μικρή χριστιανική κοινωνία και κοινότητα τα πάντα ξεκινούν –πρέπει να ξεκινούν- από την αγάπη. Απ’ αυτήν θα προέλθει –αν πραγματικά υπάρχει- και ο αλληλοσεβασμός κι οι αρμονικές σχέσεις και η αλληλοβοήθεια, και όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν την ιδανική κοινωνική εικόνα. Κι είναι σαφές ότι ακόμη και η ζήλια και η μικρότητα και η μικροψυχία προέρχονται από την έλλειψη της αγάπης, κι ακόμη για να υπάρξει αγάπη πρέπει πρώτα αυτά να ξεριζωθούν. Αυτό όμως είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο της χριστιανικής ζωής.
Μιλώντας για τους κοινωνικούς αγώνες απαριθμήσαμε τους στόχους –αιτήματα των αγώνων αυτών που αποτελούν και τα στοιχεία μιας δίκαιης κοινωνίας. Σε μια μικρή κοινότητα όπως είναι οι εκκλησίες και οι ομάδες μας οι στόχοι και οι επιδιώξεις δεν μπορούν βέβαια ν’ αποτελούν αντιγραφή όλων εκείνων που συναντά κανείς στις μεγάλες κοινωνίες. Ωστόσο υπάρχει μια σημαντική αντιστοιχία και αναλογία ανάμεσά τους που θα μας βοηθήσει στο να περιγράψουμε όλα εκείνα που θα έκαναν τις μικρές αυτές κοινωνίες σωστές και αληθινά χριστιανικές. Μιλήσαμε πρώτ’ απ’ όλα για τη δίκαιη κατανομή του πλούτου και την εξάλειψη της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο. Αρκετοί από τους χριστιανούς δουλεύουν σε επιχειρήσεις που διευθύνονται από άλλους χριστιανούς. Με τις σημερινές συνθήκες που έχουν πετύχει οι εργαζόμενοι, δε νομίζω πως υπάρχουν και πολλά περιθώρια για οποιασδήποτε μορφής εκμετάλλευση προϊσταμένου προς υφιστάμενο. Αντίθετα, βλέπει κανείς κι ακούει πολύ συχνά για κατάχρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε βάρος του εργοδότη τους. Με το πρόσχημα μάλιστα πως «όλοι είμαστε αδελφοί κι επομένως ίσοι», γίνεται –συχνά ή σπάνια, δεν είμαι σε θέση να ξέρω ακριβώς- σημαντική εκμετάλλευση του εργοδότη με όπλο την περιλάλητη πια στη χώρα μας «αρχή της ήσσονος προσπαθείας», που αποτελεί διαφορετικό όνομα της ανευθυνότητας και της τεμπελιάς. Αυτό είναι το υπ’ αριθμόν δύο σκέλος, ας πούμε, στο παραπάνω αίτημα. Το πρώτο και κύριο, το αντίστοιχο με την άσκηση κοινωνικής δικαιοσύνης στις μεγάλες κοινωνίες, είναι η κοινωνική δραστηριότητα των εκκλησιών μας, η κάθε είδους δηλ. βοήθεια στους φτωχούς και στους πάσχοντες. Θυμάστε το θαύμα –ή μάλλον τα δύο θαύματα- του Κυρίου με τους πεινασμένους στην έρημο που τους χόρτασε με τα ψωμιά και τα ψάρια; που ενδιαφέρθηκε όχι μονάχα για τις πνευματικές τους ανάγκες, αλλά και για τις υλικές; Και μήπως ήταν μόνο αυτή η περίπτωση όπου έγινε κάτι τέτοιο; Πρόκειται για κάτι που καθώς περνούν τα χρόνια η εκκλησία του Χριστού το συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο. Η παρουσία ανθρώπινων ομάδων στη χώρα μας που έχουν ανάγκη από τη βοήθειά μας καθώς και η δυστυχία που επικρατεί σε γειτονικές μας χώρες που πρόσφατα άνοιξαν τα σύνορά τους, έχει ευαισθητοποιήσει αρκετούς από μας κι αρκετές εκκλησίες και οργανώσεις για προσφορά υλικής βοήθειας και για προσφορά υπηρεσίας. Δεν είναι όμως αυτό αρκετό. Υπάρχει ένα τεράστιο δυναμικό μέσα στις εκκλησίες μας και κυρίως μέσα στους νεανικούς ομίλους μας, που δεν έχει ακόμη καταλάβει ότι δεν μπορούμε να περιοριζόμαστε μονάχα σε μια συγκέντρωση για συμμελέτη ή για συμπροσευχή μια-δυο φορές την εβδομάδα ή σε προετοιμασία συνεδρίων σαν κι αυτό, όσο χρήσιμη κι ευλογημένη κι αν είναι αυτή η υπηρεσία. Είναι καιρός οι όμιλοι των νέων στις εκκλησίες μας , κι οι πιο μεγάλοι, να καταλάβουμε ότι ο χριστιανισμός μας χωρίς ουσιαστική βοήθεια προς τους συνανθρώπους μας πάσχει από αναπηρία βαριάς μορφής. Δε λέω πως θα γίνουμε όλοι ιεραπόστολοι ή θα ιδρύσουμε χριστιανικά στέκια, αλλά οφείλουμε, και σαν άτομα και σαν εκκλησίες και σαν όμιλοι νέων, να καταλάβουμε πως κάτι πρέπει ν’ αλλάξει στη νοοτροπία και στη δραστηριότητά μας, και ν’ αλλάξει δραστικά. Και θα πρότεινα μάλιστα στη συζήτηση που θα επακολουθήσει να δώσουμε σημαντική έκταση πάνω στο θέμα αυτό.
Το δεύτερο αίτημα, «ίσες ευκαιρίες ανάπτυξης για όλους στην εργασία, στη μόρφωση, στον πολιτισμό», μεταφράζεται στις μικρές μας κοινωνίες στην «αξιοποίηση όλων των χαρισμάτων κι όλων των ικανοτήτων μέσα στην εκκλησία και στις εκκλησιαστικές ομάδες». Κι αυτό ακριβώς είναι ένα απ’ τα πιο δύσκολα κεφάλαια. Γιατί προϋποθέτει γνήσιο χριστιανικό ήθος, αντικειμενικότητα, μεγαλοψυχία –είδος σε μεγάλη ανεπάρκεια- και φυσικά και πνεύμα διάκρισης και σωστή αντίληψη, για να ξέρουν οι υπεύθυνοι να τοποθετήσουν τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση. Και δεν είναι μονάχα όλα αυτά. Θα πρέπει ο καθένας νάχει τη συναίσθηση και των αδυναμιών του και της αξίας του. Να ξέρει δηλ. πώς να κρίνει αντικειμενικά τον εαυτό του και να μη ζητά να κάνει το δάσκαλο, τον αρχηγό, το μαέστρο, το δημοσιογράφο όταν δεν το αξίζει, ή όταν τα χαρίσματά του είναι διαφορετικά από εκείνα που πιστεύει πως έχει. Όπως γράφει κι ο Παύλος στον Τιμόθεο: « Μη αμέλει το χάρισμα το οποίον είναι εν σοι», κι εμείς προσθέτουμε: « Ζήτα απ’ το Θεό να σου δείξει το χάρισμα ή τα χαρίσματά σου και καλλιέργησέ τα και αξιοποίησέ τα». Θυμάστε που είπαμε πως πρέπει ν’ αφήσουμε το Πνεύμα του Θεού να δουλέψει ανενόχλητα ανάμεσά μας. Και πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο όταν –αν και όπου γίνεται αυτό, δεν αναφέρομαι σε τίποτε συγκεκριμένο- τοποθετούμε σε ακατάλληλες θέσεις ακατάλληλους ανθρώπους μόνο και μόνο επειδή είναι «δικοί μας», συγγενείς μας ή της δικής μας «παρέας», ή αφήνουμε ανεκμετάλλευτους κι αχρησιμοποίητους ανθρώπους με κραυγαλέα χαρίσματα, γιατί κάπου δεν ταιριάζουμε μαζί τους ή γιατί δε τους βρίσκουμε τάχα αρκετά «πνευματικούς»; μήπως πρέπει να ζητήσουμε από τον Κύριο εκείνος να καθαρίσει την καρδιά μας και να μας δείξει τα πραγματικά μας ελατήρια; μήπως τα προσχήματα που προβάλλουμε καλύπτουν άλλες αιτίες κι αισθήματα ανομολόγητα και σκοτεινά; Πόσοι και πόσοι άνθρωποι άξιοι δεν έχουν απομακρυνθεί από τις εκκλησίες μας ή μένουν σ’ αυτήν κυριολεκτικά φυτοζωώντας και μέσα στην αφάνεια, ενώ ο κόσμος έξω επωφελείται κι απολαμβάνει τα ταλέντα τους που η δική μας τσιγκουνιά και μικροψυχία δεν τ’ άφησε να χρησιμοποιηθούν στο έργο του Θεού;
Το τρίτο αίτημα, των ατομικών ελευθεριών και των ατομικών δικαιωμάτων, μεταφράζεται σε ελευθερία στο στοχασμό και στο λόγο και στις μεθόδους που χρησιμοποιούμε στο να εξαγγέλλουμε το ευαγγέλιο του Χριστού, και σε απαλλαγή από όλα εκείνα τα αγκάθια της όποιας παράδοσης, που έχουν συσσωρευτεί μέσα στους αιώνες και που σκοτώνουν την ουσία και το πνεύμα. Όχι ότι είναι κακές οι παραδόσεις. Δεν μπορούν όμως να στέκονται τροχοπέδη στην ελεύθερη διάδοση του Λόγου του Θεού και στην απρόσκοπτη έκφραση της πίστης. Θα ξαναπώ κάτι που έχω επαναλάβει πολλές φορές μέχρι τώρα, και που όπως νομίζω δίνει μια αρκετά διαφωτιστική εικόνα για το τι εννοούμε λέγοντας «ελευθερία εν Χριστώ» όπως την εννοεί ο Λόγος του Θεού κι ιδιαίτερα το περίφημο 14ο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής. Μοιάζει σα να μας έχει βάλει ο Θεός μέσα σ’ ένα μεγάλο περιβόλι, χωρίς μονοπάτια, χωρίς απαγορευτικές πινακίδες, χωρίς στενόχωρους περιορισμούς, μ’ ένα όμως ψηλό περίφραγμα γύρω-γύρω στα όριά του. «Απολαύστε το περιβόλι με τα όμορφα λουλούδια», μας λέει. «Κυλιστείτε στη χλόη, δροσιστείτε με το άφθονο νερό, παίξτε, χαρείτε, μονάχα μη βγείτε έξω απ’ το φράχτη, έξω από εκείνα δηλ. που σας ορίζει η Αγία Γραφή. Αυτό είναι το μόνο που ζητώ από σας. Μέσα στο περιβόλι είστε τελείως ελεύθεροι να πάτε όπου θέλετε, να χαρείτε όπως θέλετε». Κι εμείς, πιο σοφοί απ’ το Θεό, στήσαμε του κόσμου τις απαγορευτικές πινακίδες, «μην πατάτε τη χλόη», «απαγορεύεται το τραγούδι», «απαγορεύεται το παιχνίδι», «περπατάτε μονάχα στα μονοπάτια», «να είστε ευπρεπώς ενδεδυμένοι», «από δω κι ύστερα επιτρέπεται μονάχα στους άντρες», κι ούτω καθεξής. Κι αυτό γίνεται και στην καθημερινή μας ζωή και συμπεριφορά, και στην εκκλησιαστική μας ζωή, και στη δραστηριότητά μας στο έργο του Θεού. Εγώ τουλάχιστον πιστεύω γι’ αυτό το τελευταίο, για τη δραστηριότητά μας δηλ. στο έργο του Θεού, πως εκτός από τη συμμόρφωσή μας με όσα ζητά από μας η Αγία Γραφή, μοναδικός περιορισμός είναι η σοβαρή δουλειά και η ποιότητα, κι αυτό γιατί οφείλουμε να προσφέρουμε ό,τι υψηλότερο κι ό,τι καλύτερο προκειμένου για μια τόσο σπουδαία υπόθεση. Τα έχουμε πει όμως πολλές φορές αυτά μέχρι τώρα, κι εξάλλου το θέμα της ποιότητας και του επιπέδου στη δουλειά μας δεν αποτελεί αντικείμενο της σημερινής μας ομιλίας. Θα προσθέσουμε όμως ακόμη σχετικά με το αίτημα της ελευθερίας, πως μια σοβαρή αιτία περιορισμού της στους κύκλους μας είναι κι αυτό που θα μπορούσαμε να τ’ ονομάσουμε «κοινωνική καταπίεση» πάνω στο άτομο. Χωρίς ίσως να το συνειδητοποιούμε πάντα, υποχρεώνουμε τον κάθε πιστό στην εκκλησία μας, τον κάθε νέο στους ομίλους μας, τον καθένα στην ομάδα μας ν’ ακολουθήσει αναγκαστικά τις καθιερωμένες συνήθειες, να ζήσει όπως εμείς του το ορίζουμε κι όχι όπως η συνείδησή του απέναντι στο Θεό τού το υπαγορεύει, τον αναγκάζουμε να συμμορφωθεί προς τη δοσμένη «γραμμή», γιατί αλλιώς τον περιμένει η περιθωριοποίηση κι η απομόνωση. Πρέπει κάποτε να το καταλάβουμε –και να το αποδεχτούμε- πως όλοι οι άνθρωποι δεν είναι κομμένοι και ραμμένοι στα ίδια καλούπια. Πως υπάρχουν κι εκείνοι που χωρίς να ξεφεύγουν από τις αρχές του Λόγου του Θεού δεν τους ταιριάζει ν’ ακολουθούν σε όλα την ομάδα, πως έχουν τις δικές τους απόψεις σε πολλά, τις δικές τους συνήθειες, το δικό τους τρόπο ζωής, κι οφείλουμε να σεβόμαστε και τις απόψεις τους και τις συνήθειές τους και τον τρόπο ζωής τους και τις, ας τις πούμε, ιδιαιτερότητές τους και τις ιδιορρυθμίες τους, εφ’ όσον όλα αυτά δε συγκρούονται με το Λόγο του Θεού και δεν παραβαίνουν καμιά εντολή Του. Ίσως μάλιστα αυτά που ονομάζουμε «ιδιαιτερότητες» και «ιδιορρυθμίες» να είναι ιδιαίτερα χαρίσματα ή να συνοδεύονται από ιδιαίτερα χαρίσματα, που δεν πρόκειται βέβαια ν’ αναπτυχθούν και ν’ αξιοποιηθούν για το έργο του Θεού αν εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τα καταπνίξουμε και να τ’ αποδιώξουμε. Πρέπει επιτέλους να το συνειδητοποιήσουμε πως υπάρχουν μερικοί άνθρωποι -και συνήθως οι άνθρωποι αυτοί είναι κι έξυπνοι κι αξιόλογοι και με πολλά χαρίσματα- που δεν τους ταιριάζει, δεν μπορούν να υποταχθούν στη λογική του άσπρου και του μαύρου που τόσο πολύ λατρεύεται μέσα στις εκκλησίες μας, και που αποδέχονται σαν ασφαλές καταφύγιο οι πιο πολλοί από τους πιστούς. Έχω επανειλημμένα υποστηρίξει ότι ο Μαρτίνος Λούθηρος με το ελεύθερο πνεύμα του δεν μπόρεσε να δημιουργήσει «σχολή» μέσα στην ίδια την εκκλησία του, γιατί η ελευθερία δυστυχώς δε διδάσκεται σε εκείνους που τη φοβούνται και που δε θέλουν να τη μάθουν. Και πολύ πιο κατάλληλος για τις μάζες αποδείχτηκε ο Καλβίνος, άνθρωπος τεράστιου πνευματικού αναστήματος όπως κι ο Λούθηρος, που είχε όμως το επιπλέον «προσόν» να μη γνωρίζει καμιά άλλη απόχρωση έξω από το άσπρο και το μαύρο. Κάτι εντελώς βολικό για τους πιο πολλούς ανθρώπους, που συνήθως αφήνουν τους άλλους να σκεφτούν στη θέση τους και να τους προσφέρουν έτοιμα τα συμπεράσματά τους που τα αναβαθμίζουν σε δόγματα πίστης. «Προσπαθούν να με κάνουν απλανή αστέρα», έλεγε ο Λούθηρος, «εγώ όμως είμαι άτακτος πλανήτης». Ας μην υποτιμούμε την αξία των άτακτων πλανητών. Μακάρι νάχαμε περισσότερους απ’ αυτούς στους κύκλους μας.
*************************
Μένει τελευταίο το θέμα των διακρίσεων που βρίσκεται αρκετά κοντά σ’ όσα λέγαμε μέχρι τώρα. Πρέπει να ομολογήσουμε πως σαν λαός είμαστε αρκετά περίεργοι. Από τη μια ξεχνάμε γρήγορα το κακό που μας έχουν κάνει και συγχωρούμε εχθρούς και αντιπάλους, και συχνά έχουμε φερθεί μεγαλόψυχα. Κι από το άλλο μέρος –δυστυχώς- φανατιζόμαστε, αντιμετωπίζουμε καχύποπτα καθέναν που είναι διαφορετικός από μας στο χρώμα, στις αντιλήψεις, στην πίστη. Κι αυτού του είδους η συμπεριφορά δημιουργεί και τις προϋποθέσεις για κάθε μορφής ρατσιστικές εκδηλώσεις με την πιο πλατιά έννοια της λέξης. Δείτε μονάχα πόσο εύκολα φανατίζεται ο λαός μας κι αρπάζει φωτιά με το θέμα της ορθοδοξίας που τώρα τελευταία είναι στην ημερήσια διάταξη, και πώς είναι έτοιμος να καταδικάσει όλους εμάς τους «αιρετικούς», και θα καταλάβετε τι εννοώ. (Αν και, εδώ που τα λέμε, αρκετοί και από τους ευαγγελικούς θα αντιμετώπιζαν ανάλογα, σαν γνήσιοι έλληνες, τους ορθόδοξους συμπατριώτες τους, αν αυτοί αποτελούσαν την πλειοψηφία και οι ορθόδοξοι τη μειοψηφία). Δείτε πόσο εύκολα ο σωβινισμός, ο τυφλός δηλ. χωρίς λογική εθνικισμός μπορεί ν’ αντικαταστήσει την αληθινή αγάπη και την υπεράσπιση της πατρίδας, και πόσο εύκολα το μίσος ενάντια σε λαούς μπορεί να κυριαρχήσει. (Ελπίζω τουλάχιστον οι πραγματικοί χριστιανοί και προπάντων οι χριστιανοί νέοι του τόπου μας να μην παρασύρονται από τα κάθε είδους συνθήματα, και να μη μάθουν να μισούν έναν άνθρωπο μόνο και μόνο επειδή ανήκει σ’ έναν ορισμένο «εχθρικό» λαό). Kι αναλογισθείτε ακόμη κατά πόσο η συμπεριφορά μας απέναντι στους δικούς μας «νέγρους», τους τσιγγάνους, είναι εκείνη που έπρεπε νάναι. Κι ασφαλώς το ίδιο ισχύει και για τη στάση μας απέναντι σε όποιες άλλες ομάδες περιθωριοποιημένες και διαφορετικές σε συμπεριφορά ή και σε εμφάνιση από την καθιερωμένη κι αποδεκτή από την πλειοψηφία. Θα μου πείτε πως υπάρχουν λαοί χειρότεροι σ’ αυτό το θέμα από μας. Πολύ πιθανό, αν πάρουμε υπ’ όψη μας όσα έχουν συμβεί και κατά καιρούς συμβαίνουν στις ΗΠΑ, ή με την αναβίωση του ναζισμού στη Γερμανία και σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου όμως –και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη- συναντούμε συγχρόνως κι εκπληκτικές εκδηλώσεις αντιρατσισμού άγνωστες σ’ εμάς. Διερωτώμαι π.χ. πόσοι από μας θα μπορούσαν να υιοθετήσουν ένα παιδάκι από την Αφρική ή από το Βιετνάμ ή ακόμη κι ένα τσιγγανάκι.
Ο γνωστός σε όλους μας χριστιανός τραγουδιστής της ποπ Κλιφ Ρίτσαρντ διηγείται πως κάποτε βρέθηκε στην Ινδία ανάμεσα σε μικρά παιδάκια κακοντυμένα και φτωχά που θέλοντας να τον δουν και να του μιλήσουν είχαν δημιουργήσει ένα ασφυκτικό κλοιό γύρω του. «Ομολογώ πως δεν ένιωθα και τόσο ευχάριστα ανάμεσα σ’ όλα αυτά τα βρώμικα παιδιά. Ξαφνικά μέσα στο συνωστισμό πάτησα κατά λάθος το πόδι ενός παιδιού που άρχισε να κλαίει από τον πόνο. Χωρίς να το σκεφτώ έσκυψα και το σήκωσα στην αγκαλιά μου. Η αυθόρμητη εκείνη ανθρώπινη χειρονομία μ’ έκανε να νιώσω πόσο λαθεμένη και αντιχριστιανική ήταν η αντίληψή μου να θέλω να κρατάω μια απόσταση απέναντι σ’ αυτά τα παιδάκια, και το αίσθημα της αγάπης που οφείλει νάχει κάθε χριστιανός απέναντι για κάθε ανθρώπινο πλάσμα γέμισε την καρδιά μου».Αυτά λέει –περίπου, απ’ όσο θυμάμαι τα λόγια του- ο Κλιφ Ρίτσαρντ, που είναι πολύ διδακτικά και για μας ατομικά και για τις εκκλησίες μας, που πρέπει όλο και περισσότερο να εμβαθύνουν στη γραφική ρήση «ουκ ένι ιουδαίος ουδέ έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ· πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού». Κι ακόμη ας μην ξεχνάμε ότι ο καλός σαμαρείτης της γνωστής παραβολής ανήκε στην πιο μισητή ή στην πιο περιθωριακή για τους εβραίους ράτσα της εποχής εκείνης: κάτι ανάμεσα σε τούρκο, αλβανό, σκοπιανό και τσιγγάνο… Κι αλήθεια, για πείτε μου με την ευκαιρία: τι γίνεται μέσα στις ευαγγελικές μας εκκλησίες με το θέμα της διάκρισης ανάμεσα στα δύο φύλα; καιρός δεν είναι να πέσουν κι οι τελευταίες προκαταλήψεις πάνω σ’ αυτό το θέμα; πόσο δεμένοι είμαστε ακόμη με τον ανδρικό δεσποτισμό που τον χρησιμοποιούμε σαν άλλοθι για το –ολοφάνερο ακόμη παντού- προβάδισμα του αρσενικού στην εκκλησία; πόσες γυναίκες άραγε σ’ ολόκληρη την ιστορία των συνεδρίων μας –εδώ στη Λεπτοκαρυά, στο Σούνιο, στον Κάλαμο κι όπου αλλού- έχουν χρησιμοποιηθεί σαν ομιλητές; είμαστε άραγε εμείς οι άντρες τόσο πιο μορφωμένοι, τόσο πιο έξυπνοι, τόσο πιο πνευματικοί; πόσα άραγε έχουμε χάσει που περιορίζουμε σημαντικά ή αποκλείουμε εντελώς από το δικαίωμα του λόγου το 50% των πιστών μέσα στις εκκλησίες; πόσες κοπέλες παίζουν πρωταγωνιστικό ηγετικό ρόλο στους ομίλους μας των νέων; πόσες είναι διευθυντές χορωδιών; ξεχνάμε ότι ήδη στην εποχή των αποστόλων υπήρχαν γυναίκες προφήτισσες, γυναίκες διακόνισσες, γυναίκες που προσεύχονταν δημόσια; ξεχνάμε πόσο τίμησε τις γυναίκες ο Χριστός, κι ακόμη πως στην Παλιά Διαθήκη υπήρχαν γυναίκες προφήτισσες και κριτές, πνευματικοί δηλ. διοικητές του Ισραήλ, όπως η Δεβόρα; λέτε να είχε την πρόθεση να πάει πιο πίσω η εκκλησία σε σχέση με την Παλιά Διαθήκη; Θέλετε κι άλλα επιχειρήματα; ακούστε τα: Στο ιστ΄ κεφ. της προς Ρωμαίους, στο 7ο εδάφιο, αναφέρεται κάποια Ιουνία για την οποία υπήρχε η γενική αντίληψη στους αποστολικούς πατέρες –τους πρώτους πατέρες της εκκλησίας που διαδέχτηκαν τους αποστόλους- πως επρόκειτο για γυναίκα απόστολο. Εξάλλου υπάρχει μια πλατιά διαδεδομένη παράδοση για κάποια Θέκλα που ήταν επίσης απόστολος και συνεργάτιδα του Παύλου, και υπάρχουν σοβαρές μαρτυρίες για τη ζωή και τη διακονία της. Ο Τερτυλλιανός, περίφημος πατέρας της εκκλησίας που δε φημίζεται καθόλου για το ευρύ πνεύμα του και το «φεμινισμό» του, γράφει πως ορισμένες από τις διακόνισσες, τις νεότερες χήρες και τις πρεσβύτερες που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη, θεωρούνταν πνευματικοί εργάτες με εκκλησιαστική εξουσία, και κάθονταν στην ίδια θέση με τους υπόλοιπους πνευματικούς εργάτες. Εξάλλου τη λέξη «ιεροπρεπείς» που χρησιμοποιεί ο απόστολος Παύλος στην επιστολή του Τίτου για τις πρεσβύτερες, αρκετοί μελετητές την ερμηνεύουν ως «άξιες για ιερό αξίωμα». Παλιές ζωγραφιές σε κατακόμβες δείχνουν γυναίκες σε επισκοπική στάση να προσφέρουν την ευλογία τους σε χριστιανούς και των δύο φύλων. Δύο τοιχογραφίες δείχνουν γυναίκες να διακονούν σε ώρα Θείας Κοινωνίας, να μοιράζουν δηλ. τον άρτο και τον οίνο . Γύρω στο 350μ.Χ και λίγο αργότερα, στις συνόδους Λαοδίκειας και Καρθαγένης, απαγορεύτηκαν οι εξής δραστηριότητες των γυναικών μέσα στην εκκλησία: να υπηρετούν σαν ιερείς και να προΐστανται σε εκκλησίες, να διορίζουν πρεσβύτερες ή προκαθήμενες στις εκκλησίες, να πλησιάζουν την Αγία Τράπεζα, να διδάσκουν τους άντρες και να βαπτίζουν. Όλες αυτές οι απαγορεύσεις δείχνουν φυσικά πως τα αξιώματα και τα δικαιώματα αυτά υπήρχαν πριν από την απαγόρευσή τους. Και ήταν τέτοια η υπεύθυνη συμπεριφορά των γυναικών μητέρων και συζύγων, που έκαναν τον ειδωλολάτρη Λιβάνιο ν’ αναφωνήσει: «τι γυναίκες έχουν τελοσπάντων αυτοί οι χριστιανοί!» Και τέλος εξίσου σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι γυναίκες στην ιστορία της μεταρρύθμισης, της καθολικής αντιμεταρρύθμισης, καθώς και των μεγάλων αναζωπυρωτικών κινημάτων και στις διάφορες ιεραποστολές. Δεν είναι αλήθεια τραγωδία –και καθόλου πνευματικό- να περιορίζουμε το ρόλο τους στηριζόμενοι πάνω σε δύο εδάφια της Αγίας Γραφής με αμφιλεγόμενη ερμηνεία και γραμμένα για μια τελείως ειδική περίπτωση;
Στην εκκλησία του Χριστού όλοι έχουν θέση κι όλοι είναι σεβαστοί. Κι όλοι έχουν την αξία τους, ανάλογα με το χάρισμα και το ρόλο του καθενός ανεξάρτητα από χρώμα, φύλο, προέλευση. Αυτό θα πει μικρή ιδανική κοινωνία. Είχα γράψει κάποτε ένα διήγημα για κάποια εκκλησία που απόδιωξε ένα νεαρό πιστό γιατί δεν έβρισκε την εξωτερική του εμφάνιση σύμφωνη με τις προδιαγραφές της. «Κάπου, σε κάποια σκοτεινή γωνιά», κατέληγε το διήγημα, «ο διάβολος έτριβε τα χέρια του χαιρέκακα». Στο χέρι μας είναι να τον κάνουμε στην ίδια σκοτεινή γωνιά, αντί να τρίβει τα χέρια του χαιρέκακα, να τραβά τα μαλλιά του από απελπισία…