«η νυξ προεχώρησεν, η δε μέρα επλησίασεν» (Ρωμ. 13: 12)
Στα μάτια μου πλημμύρισαν
οι θάλασσες του κόσμου
και στα ποτάμια της σιωπής
το γρήγορο παλμό της γης,
έσκυψα κι αφουγκράστηκα
κι ήρθε η ανάσα της καυτή
μεσ’ απ’ την λάβα την ορμή
το πρόσωπό μου πύρωσε,
στέγνωσε την ψυχή μου,
και που νερό και που πηγή,
μήτε δροσιά μήτε βροχή
μαυρόντησαν τον ουρανό,
έσβησαν την ανατολή,
φωνές στ’ αφτιά μου και κραυγή
οι Κάιν προχωράνε,
τον Άβελ κυνηγάνε,
που εισ’ εσύ, που ειμ’ εγώ
που με σημαία το σταυρό
θριαμβικά νικάμε.
Ω! πως γιγάντωσε ο Γολιάθ,
τα δίχτυα του πως άπλωσε
κρυστάλλωσε τον ήλιο
κούρσεψε το βασίλειο
και που ωδή και που ψαλμός
μήτε αηδόνι μητ’ ανθός,
η τρομαγμένη άνοιξη
μάζεψε τα κλαδιά της
εκρυψε τα πουλιά της,
μα να ο Δαβίδ
εσύ κι εγώ,
έλα να δράξουμε κι οι δυο
λιθάρια απ’ το βράχο
για να’ χεις και για να’ χω
χρυσό στεφάνι στα μαλλιά
– το χάδι του Κυρίου –
έπαθλο μεγαλείου.
Στα μάτια μου πλημμύρισαν
οι θάλασσες του κόσμου,
μα στο λιμάνι της καρδιάς
γαλήνη αρμενίζει,
ο Ιησούς ορίζει
τα κύματα και το νοτιά
και που’ ν’ η φουσκοθαλασσιά,
το άγχος, η φοβία,
μα ύμνοι στην ακρογιαλιά
και ανοιγμένα τα πανιά
για τη γλυκιά πατρίδα
έγινε αυγή η ελπίδα
λαοί αρχίστε «ΩΣΑΝΝΑ»
δρόμοι γεμίστε βάγια
ροδίζει η Μέρα η άγια.
ΕΦΗ ΑΙΒΑΖΙΔΟΥ