Του καθηγητή των Μαθηματικών Hans Rohrbach
Μετάφραση από τα γερμανικά του Έραστου Φίλου
Στη φιλοσοφία των φυσικών επιστημών, γίνηκε, εδώ και 40 χρόνια τώρα, σαν συνέπεια των νέων γνώσεων που προστέθηκαν, μια σημαντική αλλαγή. Η αντίληψη δηλαδή για την πραγματικότητα γύρω μας έχει αλλάξει ριζικά. Όλες οι μεταφυσικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις που βασίζονταν στην επιστημονική θεώρηση του κόσμου του 19ου αιώνα, έχουν ξεπεραστεί, καθώς και η κοσμοθεωρία που ίσχυε τότε.
Ο μεγάλος γερμανός φυσικός Pascual Jordan ονόμασε το θεμελιώδες νόημα της αλλαγής αυτής αρκετά καθαρά και χαρακτηριστικά με τον όρο «διπλή άρνηση».(1) Γράφει: Είναι πιο ξεκάθαρη η τοποθέτηση της σημερινής κατάστασης των πραγμάτων, εάν αρκεστούμε απλά στο να εκφράσουμε την άρνηση ως εξής: Οι βασικές θέσεις της υλιστικής φιλοσοφίας έχουν αναιρεθεί επιστημονικά από τις νέες ανακαλύψεις. Αυτό αποτελεί γεγονός ιστορικο-θεωρητικής τάξης, του οποίου η σημασία και το βάρος δεν μπορεί να μειωθεί με το ότι πολλοί θεωρούν πως ο υλισμός των φυσικών επιστημών έτσι ή αλλιώς έχει αναιρεθεί λόγου χάρη μέσω κάποιας εκλαϊκευμένης φιλοσοφίας ή ολοκληρωτικής βιολογίας, ή απλώς εξαιτίας της άρνησης της προέλευσης του ανθρώπου από τον πίθηκο ή μέσω του πνευματισμού ή της αστρολογίας. Η αλήθεια είναι πως μέχρι τον δικό μας αιώνα, όλα τα αποτελέσματα, στα οποία είχαν καταλήξει οι φυσικές επιστήμες, υποστήριζαν την υλιστική και αιτιοκρατική άποψη της φύσης και μόνο στον καιρό μας δόθηκαν τελικά βαθύτερες γνώσεις. Οι νέες γνώσεις αρνούνται την παλιά θεώρηση της φύσης, η οποία καθεαυτή – παρ’ όλες τις φιλοσοφικές αιτιολογίες, αν και τόσο διορατικές σαν αυτές του Καντ – αρνιόταν τον Θεό. Αν προβάλουμε αυτή τη διπλή άρνηση, δεν κάνουμε άλλο, παρά να έχουμε δείξει το αποφασιστικό στοιχείο της σημερινής κατάστασης χωρίς να πούμε παραπάνω από εκείνο που και ένας απροκατάληπτος αθεϊστής (εφόσον γνωρίζει τις θετικές επιστήμες σήμερα και τις καταλαβαίνει) πρέπει να αναγνωρίζει ότι δηλαδή η αθεΐα του που γύρω από το 1900 ακόμα φαινόταν να υποστηρίζεται από τις φυσικές επιστήμες δεν είναι παρά μια αυθαίρετη πίστη.
«Έτσι ο χριστιανός σήμερα δεν μπορεί μεν με βάση τις γνώσεις στις οποίες έφθασε η νεότερη φυσική να δώσει την απόδειξη πως η πίστη του είναι αλήθεια αλλά τουλάχιστον μπορεί να κερδίσει την επιβεβαίωση πως σε αυτόν τον τομέα τίποτε δεν στέκεται αντίθετα στην πίστη του. Και μόνο μια ιδεαλιστική θρησκευτική υπερηφάνεια θα μπορούσε αυτό να το θεωρήσει σαν μια ασήμαντη επιβεβαίωση σ΄ένα αιώνα, όπου η ευρωπαϊκή αθεΐα, που προερχόταν από τον επιστημονικό υλισμό, οδήγησε την Ευρώπη σε τόσο βαθύ σκοτάδι
Με αυτά τα λόγια ο καθηγητής Jordan σκιαγραφεί πολύ καθαρά, ποια μεγάλη σημασία έχουν τα σημερινά δεδομένα και η αλλαγή στη σκέψη της φυσικής που σχετίζεται με αυτά, για τον άνθρωπο που ζητάει σήμερα τον Θεό. Το γεγονός της «διπλής άρνησης» ξαναδίνει σε κάθε άνθρωπο την ελευθερία της εκλογής, την οποία δεν κατέχει, όταν η σκέψη του εξακολουθεί να βρίσκεται κλεισμένη στην αιτιοκρατική θεώρηση των νεότερων χρόνων. Τώρα πλέον μπορεί με την ελεύθερη βούληση που του δίνει η «διπλή άρνηση» των φυσικών επιστημών να πει στο Θεό το «Ναι» του ή το «Όχι» του. Αυτή η προσωπική του εκλογή μέσω της Επιστήμης δεν μπορεί ούτε να καταρριφθεί αλλά ούτε και να επιβεβαιωθεί. Εκείνος που κάνει την εκλογή του βρίσκεται μποστά στον Θεό, είτε το γνωρίζει είτε όχι, θέλοντας να το καταλάβει ή όχι. Θα έπρεπε να είναι ανοιχτός προς τη φωνή του Θεού, η οποία τον προσκαλεί με διάφορους τρόπους. Όποιος έκανε την εκλογή να ζήσει με τον Θεό μπορεί να πειραματιστεί την ευχάριστη επιβεβαίωση πως οι σύγχρονες γνώσεις της Φυσικής καθόλου δεν εμποδίζουν την πίστη του. Και θέλω τούτο να το δείξω πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Τα βιβλικά θαύματα, σε σύγκριση με τις σύγχρονες Φυσικές Επιστήμες δηλαδή πώς μπορεί κανείς να καταλάβει την επιβεβαίωση αυτή για την οποία μιλάει ο Jordan αφού στο μεταξύ σε άλλο μέρος έχω κάνει ήδη την προσπάθεια να αναλύσω γενικά το περιεχόμενο και τη σημασία αυτών των νέων γνώσεων.
(1) Η διπλή άρνηση αναφέρεται στο γεγονός ότι οι επιστήμες των νεώτερων χρόνων ασκούνταν από ανθρώπους που πίστευαν στον Θεό. Όμως κάτω από την επίδραση της φυσιοκρατικής φιλοσοφίας του 19ου αιώνα οι επιστήμονες άρχισαν να αρνούνται τον Θεό και να προσπαθούν να εξηγήσουν τη φύση με βάση την αιτιοκρατία Η ΄΄διπλή άρνηση΄΄ είναι η άρνηση της άρνησης του Θεού.
Τα θαύματα
Πού βρίσκεται άραγε το πρόβλημα στις εξιστορήσεις των θαυμάτων στη Βίβλο; Για να το καταλάβουμε αυτό πρέπει πρώτα απ’ όλα να πούμε κάτι για τον άνθρωπο, που διαβάζει τα θαύματα αυτά. Όποιος δεν πιστεύει στον Θεό έτσι ή αλλιώς δεν δείχνει ενδιαφέρον για τα θαύματα στη Βίβλο και οι γνώσεις του για τα φυσικά φαινόμενα, αν έχει τέτοιες γνώσεις, μάλλον θα τον ενισχύσουν στην άποψη, πώς σ’ αυτές τις εξιστορήσεις δεν έχει να κάνει με τίποτα άλλο, παρά με παραμύθια, με θρησκευτικούς μύθους, με πρωτόγονα όνειρα ή ίσως και με απάτη.
Όποιος, αντιθέτως, πιστεύει στον Θεό, μάλιστα σ’ αυτόν τον Θεό, για τον οποίο μας μιλάει ηΑγία Γραφή, τον παντοδύναμο Δημιουργό των ουρανών και της γης, τον Πατέρα του Ιησού Χριστού, αυτόν μάλλον, δεν θα τον νοιάζει, τι λένε οι Φυσικές Επιστήμες. Αυτός ξέρει, πως για τον Θεό τίποτα δεν είναι αδύνατο. Ο Θεός είναι Κύριος πάνω και από τους νόμους της Φύσης! Ένας τέτοιος άνθρωπος πιστεύει στα θαύματα, όπως μας τα έχει παραδώσει η Βίβλος, χωρίς να δίνει σημασία, τι ισχυρίζεται μια οποιαδήποτε επιστήμη εναντίον τους ή πόσο δυνατά και λογικά επιχειρήματα μπορούν να διατυπωθούν εναντίον των εξιστορήσεων αυτών. Σ’ αυτές τις δύο ακραίες δυνατότητες δεν υπάρχουν επομένως προβλήματα.
Αλλά, ανάμεσα στις δύο δυνατότητες, της απιστίας και της παιδικής πίστης, υπάρχουν πολλές αποχρώσεις. Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να πιστεύουν αλλά νομίζουν πως δεν μπορούν να πιστέψουν, μέχρις ότου έχουν τέλεια σιγουριά ότι πραγματικά έτσι είναι, όπως λέγεται. Φοβούνται, μήπως απογοητευτούν, όταν πιστέψουν. Θέλουν πρώτα αποδείξεις και δεν καταλαβαίνουν, πως η πίστη τους, έτσι πια δεν είναι πίστη. Έπειτα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι νομίζουν πως πιστεύουν αλλά στην πραγματικότητα αμφιβάλλουν για πολλά, προπαντός για τα θαύματα. Παρηγορούνται, συνήθως λέγοντας πως δεν είναι και τόσο σπουδαίο, να πιστέψουν ορισμένα γεγονότα. Το σπουδαιότερο είναι -λένε- πως πιστεύουν, στον Θεό, και γι’ αυτό όλα είναι εντάξει. Αλλά, πιστεύει στον Θεό, πραγματικά εκείνος, που δεν Τον εμπιστεύεται για ορισμένα πράγματα; Και πάλι υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι πιστεύουν ειλικρινά και θέτουν σαν σκοπό στη ζωή τους να ακολουθήσουν τον Ιησού, οι οποίοι όμως σε διάφορα σημεία αμφιβάλλουν και έτσι αρχίζουν να αμφισβητούν το περιεχόμενο και τις διακηρύξεις της χριστιανικής πίστης.
Είμαι βέβαιος, πως το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων, ανήκει σε μια από τις ενδιάμεσες κατηγορίες αυτές. Είναι, καθώς νομίζω, όχι τέλεια άπιστοι, αλλά ούτε και έχουν την παιδική, δυνατή πίστη, που δεν μπορεί πια τίποτα να τραντάξει. Δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις αμφιβολίες, που έρχονται από καιρό σε καιρό και με τις οποίες η σκέψη πολεμάει την πίστη και προσπαθεί να τη νικήσει. Καθένας ας εξετάσει τον εαυτό του. Μήπως είναι έτσι, όταν κάποιος μας ρωτήσει: «Πιστεύεις ειλικρινά, πως αυτό το γεγονός έλαβε χώρα έτσι ακριβώς;» εμείς που νομίζουμε πως πιστεύουμε, αρχίζουμε να τρομάζουμε; Εδώ, νομίζω, βρίσκεται το πραγματικό πρόβλημα του θέματός μας: Πιστεύουμε μεν, αλλά φοβόμαστε να καλοσκεφτούμε αυτό που πιστεύουμε, επειδή -έτσι νομίζουμε- είναι αδύνατο αυτό που απαιτείται από την πίστη μας.
Πιστεύεις πραγματικά, για παράδειγμα, πως ο Μωυσής χώρισε την Ερυθρά Θάλασσα και οι Ισραηλίτες πέρασαν από κει μέσα χωρίς να βραχούν; Πιστεύεις, πως πραγματικά με τη ράβδο του μπόρεσε να βγάλει νερό από το βράχο μέσα στην έρημο; Πιστεύεις πως ο Ιησούς του Ναυή μπόρεσε να πει στον ήλιο: «`Ηλιε, στάσου, στη Γαβαών, και έτσι έγινε; Ασφαλώς, εάν ο Ιησούς του Ναυή ζούσε σε νεότερη εποχή και με πίστη ζητούσε, η ημέρα να μακρύνει, ώστε να μπορέσει να νικήσει τη μάχη μέχρι τέλους, τότε δεν θα έλεγε: «`Ηλιε, στάσου», αλλά Γη, στάσου». Ο Ιησούς του Ναυή όμως δεν ήξερε τότε, πως δεν γύριζε ο ήλιος γύρω από τη γη, αλλά η γη γύρω από τον εαυτό της και γύρω από τον ήλιο. Αλλά, πιστεύεις πως σήμερα θα είχε κανείς τέτοια πίστη να πει: «Γη, στάσου» για να μεγαλώσει μια μέρα, για χάρη του έργου του Θεoύ; Πιστεύεις, πως τα κοράκια έφερναν στον Ηλία τροφή στον ποταμό Χερίθ; Πως το λάδι στη στάμνα της χήρας στα Σαρεπτά δεv τέλειωνε; Πως ο Ηλίας ξανάφερε τον γιό της, στη ζωή;
Πιστεύεις στα θαύματα της Καινής Διαθής, τα οποία έκανε ο Χριστός; ότι περπάτησε πάνω στη θάλασσα; ότι έδωσε σε 5.000 ανθρώπους να χορτάσουν, μόνο με λίγα ψάρια και ψωμί; ότι ησύχασε την τρικυμία; ότι ανάστησε νε:κρούς; ότι φώναξε το Λάζαρο να βγει από τον τάφο, παρ’ όλο που βρισκόταν κιόλας τέσσερις μέρες μέσα εκεί και το σώμα του πια είχε αρχίσει να σαπίζει; Τα πιστεύεις όλα αυτά, έτσι όπως μας τα περιγράφει η Γραφή, ή μήπως στο βάθος της καρδιάς σου κρατάς την αμφιβολία, μην τυχόν δεν ήταν έτσι, όπως τα ξέρεις;
Και αν προχωρήσουμε από τα θαύματα του Ιησού στο ίδιο το πρόσωπό Του, τότε, πιστεύεις στην υπερφυσική Του γέννηση; Πως η Μαρία συνέλαβε από το Άγιο Πνεύμα; Πιστεύεις στη Μεταμόρφωσή Του επάνω στο όρος Θαβώρ; Πιστεύεις στην Ανάστασή Του, πως δηλαδή αναστήθηκε από έναν κλειστό τάφο; ότι μπορούσε να περνάει μέσα από κλειστές πόρτες, που οι μαθητές Του είχαν κλειδώσει από το φόβο τους για τους Ιουδαίους; Πιστεύεις στην Ανάληψή Του προς τον ουρανό; Ή πιστεύεις μόνο θεωρητικά, γιατί έχεις τη γνώμη, πως αυτό ανήκει στα δόγματα της χριστιανικής πίστης, και σαν καλός Χριστιανός θα έπρεπε κι’ εσύ να τα πιστεύεις;
Ήθελα με όλα αυτά να δείξω, τι περιέχει ο προβληματισμός αυτός. Το ερώτημα στα βιβλικά θαύματα είναι το εξής: Μπορούμε να τα πιστεύουμε, έτσι όπως μας τα περιγράφει η Γραφή ή επιτρέπεται να αμφιβάλλουμε; Πολλοί αντιδρούν με διάφορους τρόπους στο ερώτημα αυτό. Γι’ αυτό θέλω τώρα να αναφερθώ στους διάφορους τρόπους αντίδραοης, προτού πω τη δική μου γνώμη. Υπάρχουν δυο δυνατότητες να λάβει κανείς θέση μπροστά στα θαύματα -βεβαίως αν θέλει να λάβει θέση- όταν δεν τα πιστεύει.
Η μια δυνατότητα είναι να διαγράψει όλα τα θαύματα από τη Βίβλο, επειδή είναι σκάνδαλο και υποθέτουν πράγματα, που είναι αδύνατο να έχουν συμβεί έτσι. Προπαντός βασίζονται οι οπαδοί αυτής της σκέψης σε δήθεν αντιφάσεις που εμφανίζονται όταν κανείς συγκρίνει τις περικοπές διαφόρων Ευαγγελίων. Επικαλούνται τη λογοτεχνική κριτική, την έρευνα των πηγων και άλλες συγκρίσεις. Λένε, πως και σε άλλες θρησκείες υπάρχουν θαύματα, πως π.χ. στο Βουδδισμό, ένας μαθητής του Βούδδα περπάτησε πάνω στα νερά και όταν η πίστη του άρχισε να κλονίζεται, βυθίστηκε. Αυτό το πήραν -λένε- από την Βίβλο, και αποδόθηκε στον Πέτρο επειδή δήθεν οι μαθητές του Χριστού δεν ήθελαν ο Δάσκαλός τους να φανεί κατώτερος σε θαυματουργίες μπροστά σε άλλους ιδρυτές θρησκειών, οι οποίοι έζησαν πιο πριν. Αυτό ισχύει και για τους μύθους της Κοσμογονίας. Και εκεί επίσης ψάχνουν στις θρησκείες των Βαβυλωνίων, των Αιγυπτίων και άλλων γειτονικών λαών, και ανακαλύπτουν κοινά στοιχεία. Ασφαλώς -έτσι συμπεραίνουν- όλα αυτά μπήκαν αργότερα στη Βίβλο. Δεν αποτελούν, υποστηρίζουν, την πραγματική μαρτυρία της Βίβλου, ούτε καν έχουν σχέση με τα (πραγματικά) λόγια του Θεού. Προπαντός πολλά θαυματουργικά φαινόμενα σχετικά με το πρόσωπο του Ιησου, λένε πως προστέθηκαν αργότερα, μετά από το θάνατό Του, από τους μαθητές και την πρώτη Εκκλησία. Αυτή η άποψη δεν σταματάει ούτε μπροστά στο μεγαλύτερο των θαυμάτων που ξέρουμε: την Ανάσταση του Ιησού Χριστού. Και αυτό επίσης, κατά τη γνώμη τους δεν επιτρέπεται να το δεχτεί η ανθρώπινη λογική. Οι αφηγήσεις γύρω από τον αδειανό τάφο περιέχουν πολλές ασυμφωνίες. Στον ένα Ευαγγελιστή αναφέρονται δύο άγγελοι στον τάφο, στον άλλον ένας, στον τρίτο μόνο ένας άγγελος πιο έξω. Ο ένας αναφέρει ορισμένες γυναίκες, ο άλλος άλλες που πήγαν στον τάφο και τον βρήκαν αδειανό. Επειδή υπάρχει διαφορά στις περιγραφές αυτές, δεν μπορεί να τις θεωρήσει κανείς -λένε- σαν ιστορικά αποδεικτικά στοιχεία ή σαν αξιόπιστες πηγές. Οι ίδιοι οι μαθητές, δήθεν, υποστηρίζουν αυτή την άποψη, επειδή ούτε αυτοί πίστευαν τις ειδήσεις για την ανάσταση και έλεγαν πως οι γυναίκες τους διηγήθηκαν παραμύθια. Γι’ αυτόν τον λόγο, νομίζουν πως οι διηγήσεις αυτές δεν είναι ιστορικές περιγραφές αλλά μύθοι. Πάντως, κατά την άποψη αυτή, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός, πως κάτι συνέβηκε, το οποίο έκανε τους φοβισμένους και σκορπισμένους προς όλες τις κατευθύνσεις μαθητές να γίνουν οι θαρραλέοι απόστολοι και οι δημόσιοι ομολογητές. Κάποια αλλαγή έλαβε χώρα, την οποία δεν μπορεί να εξηγήσει κανείς με φυσικό τρόπο. Και έτσι λέγεται πως οι μαθητές κάπως έλαβαν την πεποίθηση, πως ο Ιησούς ζει. Από πού; δέν παίζει κανένα ρόλο. Ή όπως πολλοί εξηγούν, ο Ιησούς «αναστήθηκε» μέσα στη συνείδησή τους. Όλα αυτά μεν μπορεί να είναι όμορφα διατυπωμένα, αλλά δεν έχουν βάση. Και αυτό που έχει σπουδαιότερη σημασία σε όλες τις ερμηνείες αυτές είναι η ιδέα, πως το σώμα του Ιησού έμεινε στον τάφο, όπως το σώμα κάθε κανονικού ανθρώπου. Το πολύ πολύ η ψυχή Του να μεταφέρθηκε σε κάποιον τόπο, εκεί που οι ψυχές μας θα μεταφερθούν, αν ζήσουμε στη γη σαν καλοί άνθρωποι. Αυτή, λοιπόν, είναι η μια δυνατότητα, δηλαδή να εξαλείψει κανείς τα θαύματα από τις Γραφές και να βρει δικαιολογία με τέτοιες ιδέες τις οποίες σκιαγράφησα ως εδώ.
Μια άλλη δυνατότητα είναι να δεχτεί κανείς τα θαύματα, αλλά να τους δώσει άλλη εξήγηση. Αυτό γίνεται με διάφορους τρόπους, δηλαδή εξηγώντας τά συμβολικά, αλληγορικά, σαν παραβολές και όχι σαν πραγματικά γεγονότα. Το περπάτημα του Ιησού πάνω στα νερά της θάλασσας, π.χ. λέγεται πως συμβολίζει στην Αγία Γραφή το σκοτάδι, και το γεγονός ότι ο Ιησούς περπάτησε πάνω στα νερά, σημαίνει πως έθεσε κάτω από τα πόδια του τις δυνάμεις του σκότους. Η καθησύχαση της τρικυμίας σημαίνει πως ο Χριστός είναι ο Κύριος των στοιχείων. Ο χορτασμός των 5.000 σημαίνει πως μπορει να καλύψει κάθε έλλειψη τροφίμων. Τα θεραπευτικά θαύματα του Ιησού συμβολίζουν την κυριαρχία Του πάνω στην αρρώστεια. Θαύματα αναστάσεων σημαίνουν πως ο Ιησούς είναι Κύριος του θανάτου. Αυτήν την κυριαρχία του Χριστού πάνω σέ κάθε τι στον κόσμο θέλουν να μας δείξουν συμβολικά οι διηγήσεις αυτές για τα θαύματα. Αλλά, στην πραγματικότητα -λένε- τίποτα από αυτά δεν έγινε.
Μια άλλη προσπάθεια να δώσει εξήγηση κανείς στις περιγραφές των θαυμάτων είναι η ψυχολογική ροπή. Δίνεται μεγαλύτερη προσοχή στην άλλη πλευρά, όπως δηλαδή στο φόβο των μαθητών στη βάρκα την ώρα της τρικυμίας, βγάζοντας το συμπέρασμα: Δεν χρειάζεται να φοβόμαστε όταν ο Ιησούς είναι μαζί μας. Ο Ιησούς μάς δίνει την εσωτερική ειρήνη. Ή το γεγονός του χορτασμού των 5.000 χαρακτηρίζεται π.χ. σαν μαζική παραίσθηση. Οι άνθρωποι, δήθεν, τόσο μαγεύτηκαν τότε από τα λόγια του Ιησού, ώστε δεν ένιωσαν το αίσθημα της πείνας. Έτσι και στα θαύματα θεραπείας, που πολύ ή λίγο βρίσκονται ψυχολογικοί παράγοντες στη μέση, η ζωτική ορμή ξυπνάει- πρόκειται για υποβολή ή ακόμα και ύπνωση.
Μια τρίτη προσπάθεια εξήγησης είναι η εξης: Τα θαύματα εξηγούνται σαν γεγονότα τα οποία την εποχή εκείνη θεωρούνταν θαύματα. Υπενθυμίζεται, πως στις λίμνες της Παλαιστίνης, οι οποίες βρίσκονται χαμηλά, οι άνεμοι μπορούν να εμφανιστούν και να εξαφανιστουν με την ίδια ταχύτητα. Η καθησύχαση της τρικυμίας ήταν ένα τέτοιο φυσικό φαινόμενο, στο οποίο ο Ιησούς τη σωστή στιγμή άπλωσε το χέρι Του προς τον άνεμο. Στην περίπτωση του Μωυση, όταν εκείνος έβγαλε νερό χτυπώντας την πέτρα, υπενθυμίζεται, πως στους βράχους της ερήμου πολλές φορές βρίσκονται φλέβες νερού, oι οποίες μπορούν να σπάσουν όταν κανείς χτυπήσει με δύναμη. ‘Ετσι έγινε και στην περίπτωση αυτή. Στο χορτασμό των 5.000 λέγεται, πως κάτω από την επιρροή του κηρύγματος του Ιησού, το παράδειγμα του παιδιού, να δώσει τα ψωμιά και τα ψάρια του στους μαθητές , ήταν τόσο μεταδοτικό, ώστε καθένας που είχε κάτι φαγώσιμο μαζί του, το έβγαλε και το έδωσε, στους διπλανούς του, ώστε όλοι να χορτάσουν. Στα θαύματα των αναστάσεων δεν επρόκειτο για πραγματικά πεθαμένους, αλλά μόνο για φαινομενικά. Αυτά είναι λίγα παραδείγματα, πως φτάνει κανείς να κρατήσει τα θαύματα μεν αλλά να τα εξηγήσει με φυσικό τρόπο.
Ασφαλώς, οι προσπάθειες που ανέφερα στην αρχή, να διαγράψει κανείς τα θαύματα από τη Βίβλο, βασίζονται σε καθαρά επιστημονικη εργασία. Αλλά αυτή η εργασία δεν αγγίζει τα θαύματα καθόλου- αστοχεί στο σπουδαιότερο. Οι προσπάθειες που ανέφερα έπειτα, να κρατήσει, δηλαδή, τα θαύματα κανείς, δίνοντάς τους όμως άλλη εξήγηση, προσφέρουν μεν δυνατότητες εξήγησης (μερικές αδύνατες, άλλες καλές και ορισμένες πολύ καλές) μόνο που δεν εξαντλούν τα θαύματα τελείως. Υπάρχουν βεβαίως πολλά συμβολικά στοιχεία στα θαύματα. Κάθε θαύμα είναι σπουδαίο για μας, όχι μόνο σαν γεγονός της εποχής εκείνης, αλλά και σαν συνεχής μαρτυρία για μας σήμερα, επειδή η εξουσία του Χριστού παραδειγματικά εμφανίζεται στα θαύματα της εποχής εκείνης. Αλλά, όπως είπα, αυτές οι εξηγήσεις δεν εξαντλούν σε βάθος τα θαύματα.
Η προσωπική μου άποψη
Και τώρα η προσωπική μου άποψη για τα θαύματα, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική βάση. Πρέπει κατ’ αρχήν να πω ξεκάθαρα και χωρίς παρανόηση: Προσωπικά πιστεύω και υποστηρίζω τα θαύματα, τα οποία η Αγία Γραφή μάς περιγράφει και όπως μας τα περιγράφει. Ως επιστήμονας, που είμαι, μπορώ να πιστέψω ότι τα θαύματα αυτά έλαβαν χώρα και μάλιστα με τον τρόπο που αναφέρουν οι Γραφές.
Δεν θέλω με τούτο να πω πως η πίστη μου βασίζεται πάνω σ’ αυτά, ή πως το θεωρώ σπουδαίο να πιστεύω και στα θαύματα αυτά, όπως μας παραδόθηκαν. Δεν χρειάζεται στήριγμα η πίστη μας. Ακόμα και σαν πειραζόμενος άνθρωπος, σαν άνθρωπος που βρίσκεται μέσα στη μάχη της πίστης, πρέπει να ομολογήσω, πως είμαι ευγνώμων για κάθε απάντηση στην προσευχή μου και για κάθε βοήθεια από τον Θεό σε δύσκολες στιγμές. ‘Ηρθα στην πίστη με όλες τις αμφιβολίες, και έπειτα, σιγά – σιγά, άρχισα να κερδίζω τη γνώση ότι μπορώ ακόμα και σαν επιστήμονας να πιστεύω σ’ αυτά και σε άλλα θαύματα. Καθένας μπορεί να καταλάβει την κατάστασή μου, όταν σαν επιστήμονας, μάλιστα μαθηματικός, ο οποίος έχει συνηθίσει να βγάζει συμπεράσματα μόνο μέσω της λογικής και να βασίζει κάθε τι σε αποδείξεις προτού το αναγνωρίσει, όταν ένας τέτοιος άνθρωπος έρθει στην πίστη, πρέπει να λογοδοτήσει στον εαυτό του: Mπoρώ να το συμβιβάσω αυτό με την επιστημονική μου τιμιότητα και ευθύτητα; Δεν πρέπει να κάνω διαχωρισμό, δηλαδή από το ένα μέρος τον επιστημονικό τομέα και από τον άλλο τον προσωπικό τομέα της πίστης; Αλλά, ακριβώς ένας τέτοιος διαχωρισμός είναι που φέρνει τόσες δυσκολίες σε έναν άνθρωπο που ζητάει ειλικρινά, επειδή είναι ανυπόφορο να ζει κανείς κατά τέτοιο τρόπο, δηλαδή κάθε Κυριακή στην εκκλησία να πιστεύει και να υποστηρίζει κάτι, που τις υπόλοιπες ημέρες δεν μπορεί να παραδεχθεί στο επιστημονικό του έργο. Γι’ αυτό το λόγο άρχισα να μελετώ την Αγία Γραφή. Μίλησα με ιεροκήρυκες και με επιστήμονες. Σκέφτηκα, προσευχήθηκα, παρακαλώντας τον Θεό να μου χαρίσει γνώση και να μου πάρει τις αμφιβολίες. Μέσω της πίστης ήμουν σίγουρος, πως η γνήσια επιστημονική γνώση δεν μπορεί να αμφισβητεί τη θεία αποκάλυψη ώστε σήμερα μπορώ να πω: Και οι δυο δρόμοι της γνώσης, τόσο η επιστημονική έρευνα όσο και η Θεία αποκάλυψη συνυπάρχουν και μόνο μαζί μάς ανοίγουν ολόκληρη την πραγματικότητα. Κανένα από τα πράγματα που μας δόθηκαν μέσω των Γραφών δεν προσκρούουν σε νόμους της Φύσης.
Πώς μπορεί να το πει κανείς αυτό με βάση τη σημερινή μας γνώση; Θέλω πρώτα να ρωτήσω: Γιατί μέχρι σήμερα δεν ήταν δυνατό αυτό; Γιατί υπήρχε πάντοτε σκάνδαλο γύρω από τις διηγήσεις των θαυμάτων; Η απάντηση βρίσκεται εδώ: Όπως είπα και στην αρχή, μεγαλώσαμε με την παλιά σκέψη της Φυσικής, η οποία κυριαρχούσε στις Φυσικές Επιστήμες μέχρι και τον αιώνα μας. Ο προσδιορισμός καθενός φυσικού φαινομένου καθώς και ο υπολογισμός του εκ των προτέρων ήταν ιδέα, η οποία σχετιζόταν γενικά με τη σκέψη της Φυσικής. Έτσι, όπως π.χ. κανείς μπορούσε να υπολογίσει επί χιλιάδες χρόνια προς το μέλλον ή προς το παρελθόν μια έκλειψη ηλίου ή σελήνης, έτσι επικρατούσε η γνώμη, πως με βάση την κλασική Φυσική θα βρισκόμαστε κάποτε σε θέση να προϋπολογίσουμε κάθε φαινόμενο, όταν θα είχε βρεθεί η ονομαζόμενη «παγκόσμια εξίσωση». Όποιος δέχεται μια τέτοια αιτιοκρατική αρχή, δηλαδή του προσδιορισμένου, φυσικού συμβάντος, τότε φυσικά, θαύματα γι’ αυτόν δεν είναι τίποτε άλλο παρά διάσπαοη των φυσικών νόμων, κάτι το επιστημονικά αδύνατο. Οι φυσικοί νόμοι θεωρούνταν αιώνιοι, αμετάβλητοι, αμετακίνητοι. Δεν θα υπήρχε δυνατότητα για εξαιρέσεις- και όταν κάποιος διηγόταν πως γνώρισε μια τέτοια εξαίρεση, τότε αυτό θα μπορούσε να είναι απάτη ή φαντασία ή και ανοησία. Διάσπαση των φυσικών νόμων θα είχε σαν αποτέλεσμα την ανατροπή ολόκληρης της φυσικής νομοτέλειας. Επειδή όταν ένας επιστήμονας επιτρέψει σε νόμο να έχει κάποια εξαίρεση, η οποία δεν μπορεί να ελεγχθεί, τότε προς τι ο νόμος; Έτσι πάντοτε υπάρχει η δυνατότητα της εξαίρεσης, ώστε κάθε επιστημονική εργασία να είναι περιττή. Γι’ αυτό το λόγο, ένας επιστήμονας, που πιστεύει στον προσδιορισμό του γεγονότος, δεν μπορεί να πιστεύει σε θαύματα.
Στο μεταξύ η Φυσική Επιστήμη εγκατέλειψε αυτή την παλιά σκέψη και δέχτηκε μια καινούργια. Αυτή τη νέα σκέψη δεν τη δέχτηκε ανεξέταστα, επειδή δήθεν κάποτε χόρτασε την παλιά, και τώρα για καινοτομία ή αστειότητα σκέφτηκε κάτι καινούργιο. Όχι! Την καινούργια αυτή σκέψη oι φυσικοί οπωσδήποτε έπρεπε να τη δεχτούν, έστω και ενάντια στη θέλησή τους. ‘Ηταν υποχρεωμένοι προς χάρη της επιστημονικής τους εργασίας να το κάνουν, επειδή δεν θα μπορούσαν αλλιώς να κατανοήσουν τα συμβάντα του ατομικού – του πιο μικρού δηλαδή – τομέα. Οι φυσικοί νόμοι, στο βάθος, δεν είναι τέλεια προσδιορισμένοι. Στις πρώτες αρχές κάθε φυσικού γεγονότος υπάρχουν ανυπολόγιστες δυνατότητες αντίδρασης, στις οποίες δεν μπορούμε να επιδράσουμε.
Παρ’ όλα αυτά, μολονότι τα βασικά γεγονότα είναι κατ’ ουσίαν απροσδιόριστα, τα γεγονότα που συμβαίνουν στον μακροσκοπικό τομέα φαίνονται προσδιορισμένα και αιτιολογημένα, ώστε να μπορούμε να βασίζουμε όλες τις τεχνικές εφαρμογές πάνω σ’ αυτά. Το ότι, παρά την απροσδιοριστία, το γεγονός μάς παρουσιάζεται προσδιοριζόμενο στον μακροσκοπικό τομέα οφείλεται στο ότι είναι μεγάλος ο αριθμός των σωματιδίων που λαμβάνουν μέρος σε αυτό. Κατά το νόμο των μεγάλων αριθμών, συμπυκνώνονται τα μεμονωμένα συμβάντα του μικρόκοσμου σε ένα ορισμένο γεγονός στον μακρόκοσμο. Οι νόμοι του μακρόκοσμου πρέπει να θεωρούνται σαν οριακές περιπτώσεις των φυσικών νόμων του μικρόκοσμου.
Αν θέλει κανείς σχετικά με την επιστημονική ορολογία να ταξινομήσει ένα θαυματουργικό φαινόμενο, τότε θα πρέπει να το χαρακτηρίσει ένα «στατιστικά σπάνιο φαινόμενο». Κάθε δήλωση περί φυσικών φαινομένων μπορούμε να κάνουμε μόνο βάσει πιθανολογικών αναφορών, δηλαδή μπορούμε μόνο για γεγονότα να πούμε κάτι, τα οποία έλαβαν χώρα πολλές φορές. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε πολύ σπάνια γεγονότα. Δεν μπορούμε να τα προσδιορίσουμε νομοτελειακά, ακριβώς επειδή είναι σπάνια.
Αυτό είναι κάτι που αξίζει να το κρατήσουμε στη μνήμη μας: Λόγω της βαθύτερης γνώσης που έχουμε σήμερα για τα φυσικά φαινόμενα, από επιστημονικής πλευράς δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τη δυνατότητα του θαύματος. Επιστημονικά ένα Θαύμα δεν είναι παρά ένα πολύ απίθανο, στατιστικά σπάνιο, αλλά όχι αδύνατο φαινόμενο. Αυτή όμως είναι μια πολύ μονόπλευρη περιγραφή, είναι η άποψη που προσφέρει η Επιστήμη σ’ αυτόν που βλέπει τη δυνατότητα ενός Θαύματος. Ο επιστήμονας στον επιστημονικό του τομέα, βέβαια, ποτέ δεν μιλάει για θαύματα.
Όταν τώρα εκφράζω τη θέση μου μπροστα στα βιβλικά θαύματα, δεν μιλάω μόνο σαν επιστήμονας, αλλά και σαν πιστός Χριστιανός. Αυτό σημαίνει, πως πέρα από τον υλικό κόσμο, ο οποίος ανοίγεται στην σκέψη μας με τους τρόπους και τις μεθόδους της έρευνας, αναγνωρίζω και την αόρατη πραγματικότητα του Θεού η οποία ανοίγεται μέσω της πίστης. Μόνο αυτή η αναγνώριση, η οποία όπως και η πίστη είναι μια πράξη ελεύθερης προσωπικής εκλογής, μας δίνει τη δυνατότητα να ολοκληρώσουμε τη μονόπλευρη περιγραφή του θαύματος, όπως είπαμε πάρα πάνω. Ένα θαύμα στον τομέα του υλικού κόσμου, λαμβάνει μεν χώρα μέσα σ’ αυτόν τον τομέα, δεν μπορεί όμως να εξηγηθεί μόνο μέσω αυτού. Πρέπει να θεωρήσουμε το θαύμα σαν μια αποκάλυψη από την αόρατη πραγματικότητα του Θεού, μέσα στον υλικό κόσμο. Γι’ αυτό, είναι αναγκαίο, για τη σωστή στάση απέναντι των θαυμάτων, νά προσέξει κανείς τέσσερα στοιχεία. Έτσι φτάνω στο κύριο μέρος, μιλώντας μόνο για τέτοια θαύματα, τα οποία είναι σημεία θείας αποκάλυψης. Τα τέσσερα αυτά στοιχεία είναι τα εξής:
Πρώτο: Πρέπει να ξέρω, ότι είναι ο Θεός που κάνει τα θαύματα. Δεν έχουν σχέση αυτά με ένα είδος μαγείας· είναι πράξεις του Θεού. Δεν είναι ο Μωυσής που κάνει τα θαύματα αυτά ούτε ο Ιησούς του Ναυή ούτε ο Ηλίας, αλλά πάντοτε και μόνο ο Θεός που κάνει τα θαύματα μέσω του Μωυσή, του Ιησού του Ναυή, του Ηλία. Δεν πρέπει να θεωρούμε τον άνθρωπο μέσω του οποίου γίνονται θαύματα, σαν θαυματουργό, αλλά μόνο σαν όργανο στα χέρια του Θεού. Ας θυμηθούμε πως ο Ιησούς πριν από κάθε θαύμα προσευχόταν. Πόσες φορές μας περιγράφεται, πως έστρεφε το βλέμμα προς τα πάνω. Και στην ανάσταση του Λαζάρου, διαβάζουμε πως ο Χριστός ευχαριστεί πριν ακόμα κάνει το θαύμα: «Πατέρα, σ’ ευχαριστώ που με άκουσες». Και έπειτα φωνάζει: «Λάζαρε, βγες έξω». Ο Θεός κάνει θαύματα, αν του το ζητήσει κανείς.
Δεύτερο: Πρέπει να έχω την πεποίθηση πως ο Θεός μπορεί να κάνει θαύματα, δηλαδή πρέπει να πάρω την παντοδυναμία του Θεού στα σοβαρά, όχι μόνο να την αναφέρω. Θα έπρεπε να πιστεύω πως ο Θεός μπορεί να κάνει θαύματα, και αν ακόμα δεν μας μιλούσε η Αγία Γραφή για θαύματα. Και αν σήμερα δεν πιστεύουμε, πως ο Θεός μπορεί να κάνει θαύματα ή αν νομίζουμε, πως χρειάζονται γι’ αυτό ειδικές ανθρώπινες ικανότητες, τότε φταίμε οι ίδιοι, που σήμερα δεν πειραματιζόμαστε τα θαύματα. Ο Θεός είναι έτοιμος να κάνει θαύματα, και σήμερα. Τα κάνει μέσω ανθρώπων που πιστεύουν, πως Εκείνος μπορεί. Είναι μάλιστα έτοιμοι να Τον παρακαλέσουν.
Τρίτο: Πρέπει να αντιλαμβάνομαι τα θαύματα σαν αποκάλυψη του Θεού. Γνωρίζουμε πολλά θαύματα: Ας σκεφτούμε π.χ. το θαύμα της δημιουργίας. Είναι αποκαλύψεις του Θεού. Δεν θέλω όμως να μπω πιο βαθιά στο θέμα αυτό. Σκέφτομαι, πάντως, πιο πολύ τα θαύματα της Βιβλου και προπαντός τα θαύματα που έγιναν δια του Ιησού. Είναι ειδικές αποκαλύψεις του Θεού της δύναμης, της δόξας Του.
Το θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου δεν στοιχειοθετείται μόνο από το γεγονός ότι βγήκε ο Λάζαρας πραγματικά από τον τάφο. Το θαύμα πρέπει να παρατηρηθεί πιο βαθιά. Θέλω να διευκρινίσω τι θέλω να δείξω με τα στοιχεία που ανέφερα ως εδώ. Ότι είναι ο Θεός, που κάνει τα θαύματα, πρέπει να Τον εμπιστευόμαστε και ότι τα θαυματα είναι αποκαλύψεις της δύναμής Του. Ο Ιησούς φώναξε: «Λάζαρε, βγες έξω». Τον φώναξε με το όνομά του. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Αν δεν φώναζε το όνομα αυτό, τότε όλοι οι πεθαμένοι θα βγαίναν έξω.
Τέταρτο: Πρέπει να ξέρω πως ο Θεός κάνει τα θαύματά Του δια της φυσικής οδού. Εφ’ όσον λαμβάνουν χώρα στον υλικό κόσμο, γίνονται τα θαύματα αυτά μέσα στα πλαίσια της φυσικής νομιμότητας, την οποίαν έβαλε ο ίδιος ο Θεός μέσα στη Δημιουργία. Κανένα από τα θαύματα αυτά δεν στρέφεται ενάντια στους νόμους αυτούς. Υπάρχουν όμως και θαύματα που ξεπερνούν τη νομιμότητα αυτή, π.χ. η δημιουργία του κόσμου και τα θαύματα γύρω από το πρόσωπο του Ιησού. Στο τέταρτο αυτό στοιχείο θέλω να δείξω πως η ιδέα, ότι ένα θαύμα αποτελεί παράβαση των φυσικών νόμων, είναι εσφαλμένη. Αυτό που θέλω να περιγράψω στο τελευταίο τούτο στοιχείο είναι πως τα θαύματα, έτσι όπως μας περιγράφονται στην Αγία Γραφή, έχουν δυνατότητα να συμβούν, δηλαδή είναι έπιστημονικώς πιθανά.
Θέλω να μη προσφέρω την κακή εντύπωση, πως τάχα προσπαθώ να δώσω εξηγήσεις για θαύματα. Δεν μπορώ μα ούτε θέλω να εξηγήσω τα θαύματα. Δεν ξέρω, πώς ο Θεός έκανε τα θαύματα στην πραγματικότητα. Το μόνο που ξέρω, με βάση τις Γραφές, είναι ότι τα έκανε, και μπορώ να δώσω μια τέτοια εξήγηση, που δεν αντιφάσκει με τη γνώση των νόμων της Φύσης. Η εξήγηση αυτή είναι μια από τις πολλές. Αυτό δεν προσφέρει στήριγμα στην πίστη μας, επειδή η πίστη είναι η προϋπόθεση για να αναγνωρίσω, όπως είδαμε, τη δυνατότητα των θαυμάτων. Γι’ αυτό μένει, καθώς και πριν, στην προσωπική εκλογή του καθενός, αν θέλει να πιστεψει σε θαύματα ή όχι. Αλλά η εκλογή είναι μόνο τότε πια ελεύθερη, όταν γνωρίσει κανείς ότι η παλιά επιστημονική επιχειρηματολογία, η οποία στρέφεται ενάντια στη δυνατότητα ενός θαύματος, δεν είναι πια βάσιμη.
Η καταληπτή δυνατότητα των θαυμάτων
Κατά πόσον είναι δυνατόν να θεωρηθούν καταληπτά τα θαύματα σήμερα; Αυτό έχει σχέση με το γεγονός, ότι σήμερα έχουμε μια τελείως διαφορετική αντίληψη για την ύλη, μπροστά στην παλιά αντίληψη της μηχανιστικής – αιτιοκρατικής εποχής. Η ύλη, όπως τώρα δεχόμαστε, ισοδυναμεί με ενέργεια. Αλλά δεν ξέρουμε τι είναι ενέργεια, τι είναι π.χ. ο ηλεκτρισμός. ξέρουμε μόνο πώς ενεργεί και τι μπορούμε να κάνουμε μ’ αυτόν, χωρίς να μπορούμε να περιγράψουμε τη φύση του. Ένα τεμάχιο ύλης -και το σώμα μας είναι ένα μέρος ύλης- πρέπει να το θεωρήσουμε σαν μια μεγάλη συρροή πολλών στοιχειωδών σωματιδίων. Μόνο μέσω της πολύ γρήγορης αλλά τακτικής κίνησης αυτών των σωματιδίων προέρχεται αυτή η οπτική αίσθηση της ύλης. Τώρα, μπορεί να αντιτάξει κανείς, ότι τουλάχιστον αυτά τα μικρά τεμάχια, τα στοιχειώδη σωματίδια, από τα οποία αποτελούνται τα άτομα, τα μόρια, η ύλη γενικά, είναι κάτι το υλικό. Αλλά αυτό δεν είναι έτσι. Ακόμα κι αυτά τα σωματίδια που ισοδυναμούν με ενέργεια, μπορεί να τα παρομοιάσει κανείς με ταλαντώσεις. Όμως, πρέπει να έχει κανείς υπ’ όψη του, ότι τέτοια παρομοίωση μόνο κατά μέρος αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Αν θεωρήσουμε την ενέργεια σε μορφή ταλαντώσεων, τότε δεν επιτρέπεται να νομίσουμε ότι υπάρχει μέσο το οποίον ταλαντεύεται, όπως π.χ. ο αέρας στα ηχητικά κύματα ή το νερό στα υδάτινα κύματα. Πρέπει να μιλάμε για κύματα χωρίς να υπάρχει μέσο.
(2) Κάθε ύλη συνίσταται από τέτοιες ταλαντώσεις χωρίς να υπάρχει φορέας. Δεν είναι εύκολο να μπει κανείς σ’ αυτόν τον τρόπο σκέψης.
Εδώ πρέπει να επιστήσω την προσοχή σ’ ένα άλλο στοιχείο: Δεν ξέρουμε από πού προέρχονται οι ταλαντώσεις αυτές, οι οποίες στο κάτω – κάτω, παρουσιάζουν κάθε στοιχειώδες σωματίδιο, κάθε υλικό άτομο. Το πεδίο ταλαντώσεων που σχηματίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο και το οποίο μπορούμε επιστημονικά να θεωρήσουμε μας είναι δεδομένο. Απ’ αυτό το δεδομένο, το οποίο πρέπει να δεχτούμε όπως μας δίνεται, προέρχεται κάθε φυσική νομιμότητα, την οποία παρατηρούμε. Αυτό το πεδίο ταλαντώσεων στο οποίο φτάσαμε με την έρευνά μας είναι το ζενίθ, το όριο, το οποίο μπορούμε να ανακαλύψουμε με την επιστημονική μας μέθοδο. Πέρα απ’ αυτό σταματάει η δυνατότητα θεώρησής μας. Το ερώτημα τίθεται: Από πού προέρχονται αυτές οι ταλαντώσεις; Ως επιστήμονας οφείλω να σημειώσω, πως το ερώτημα αυτό δεν βρίσκεται στο χώρο των Φυσικών Επιστημών. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τίποτα επιπλέον γι’ αυτό, γιατί κάθε δυνατότητα θεώρησης σταματάει εκεί. Μόνο εκεί μπορούμε να ρωτάμε επιστημονικά, όπου μπορούμε να κάνουμε επιστημονική έρευνα. Αυτό το όριο στη γνώση μας είναι πιθανόν το εκπληκτικότερο που γνώρισε η φυσική έρευνα μέχρι τώρα.
Εάν κανείς θέλει να ρωτήσει και πέρα από το όριο αυτό, δηλαδή, τι μπορεί να είναι εκείνο που παράγει τις ταλαντώσεις αυτές, τις οποίες μπορούμε μεν να θεωρήσουμε αλλά όχι να εξηγήσουμε, τότε υπάρχουν δυο δυνατές απαντήσεις. Η μια είναι: Από το τίποτα. Κάθε άθεος ή μηδενιστής μπορεί να υποθέσει με βάση την επιστημονική γνώση, πως ο κόσμος έγινε από το τίποτα. Η άλλη: Από την αόρατη πραγματικότητα του Θεού. Όποιος πιστεύει, πως υπάρχει ένας Δημιουργός και πως ο Δημιουργός αυτός όχι μόνο δημιούργησε τον κόσμο, αλλά και τον διατηρεί, μπορεί να ολοκληρώσει την επιστημονική γνώση ως εξής: Αυτές οι ταλαντώσεις είναι αποτύπωμα του Θεού, προέρχονται απ’ Αυτόν και αποτελούν εδώ στο χώρο και στο χρόνο, τη δημιουργία Του.
Και οι δύο εξηγήσεις, του πιστού και του άπιστου, επιστημονικά, δεν μπορούν ούτε να δικαιολογηθούν ούτε όμως να αμφισβητηθούν. Στηρίζονται σε μια εκλογή που γίνεται σ’ ένα πεδίο που βρίσκεται πέρα από το πεδίο της επιστημονικής γνώσης. Η σημερινή αντίληψη για τη Φύση μπορεί να ολοκληρωθεί τόσο με τη θεμελίωση στην ανυπαρξία, όσο και με τη θεμελίωση στην αόρατη πραγματικότητα του Θεού.
Προσωπικά πιστεύω στη δεύτερη δυνατότητα και κάνω το τελικό αυτό βήμα, να αποδείξω πως η πραγματικότητα των θαυμάτων δεν αντιφάσκει στην επιστημονική γνώση.
Η γνώση μας σχετικά με τη ύλη είναι: Η ύλη βασικά ισοδυναμεί με ενέργεια. Με άλλη διατύπωση: Η ύλη δεν είναι κάτι στατικό, η ύλη γίνεται. Εκεί η επιστημονική μας γνώση φτάνει στο όριο. Αλλά διαθέτουμε και άλλη πηγή γνώσης, πέρα από τη λογική. Αυτή τη ξέρει τουλάχιστον κάθε πιστός. Έχουμε κάποιο όργανο γνώσης μέσα μας, το οποίο, με την ίδια σιγουριά, όπως και ο επιστημονικός πειραματισμός στον υλικό κόσμο, μπορεί να μας βοηθήσει να γνωρίσουμε γεγονότα, τα οποία δέν βρίσκονται στον τομέα της επιστημονικής δραστηριότητας. Αν σ’ αυτό το όργανο, που είναι έτσι κατασκευασμένο, ώστε να μας γνωρίζει την αλήθεια του Θεού, δεν δίνουμε σημασία και δεν το καλλιεργούμε, όπως τη σκέψη μας, αλλά το αφήνουμε να μαραθεί, τότε δεν πρέπει να απορούμε, όταν δεν μας μεταφέρει γνώσεις. Το έχουμε μέσα μας. Πρέπει να το καλλιεργούμε. Για την εξέλιξη και την περιποίηση του οργάνου αυτού πρέπει μόνο να ανοίξουμε τον εαυτό μας στο Λόγο του Θεού. Εδώ μαθαίνουμε πως ο λόγος του Θεού είναι κάτι που γίνεται: «καί έγινε λόγος Θεού» στον Ηλία, στον Ιεζεκιήλ και σε πολλούς προφήτες (Α’ Βασ. ιζ’ 2-8, Ιερ. α’ 4, Ιεζ. α’ 3). Τι παράξενη έκφραση που είναι αυτή! Η Βίβλος όμως από καιρό περιείχε τη γνώση για την πραγματικότητα, την οποία εμείς τώρα μόλις αρχίσαμε να κερδίζουμε με την επιστημονική εργασία. Πάντοτε την είχε: Ο Θεός λέγει να γίνει και γίνεται (Ψαλμ. λγ’ 9). Ο λόγος του Θεού είναι εκείνος που δημιουργεί και δια του οποίου ενεργούνται τα πάντα.
Τώρα ας συγκρίνουμε τις δυο προτάσεις, την επιστημονική πρόταση: «η ύλη δεν είναι, η ύλη γίνεται» και τη βιβλική πρόταση: «ο λόγος του Θεού είναι αυτός που δημιουργεί τα πάντα, ο λόγος του Θεού είναι κάτι που γίνεται». Τότε μπορούμε χρησιμοποιώντας και τις δυο πηγές γνώσης, τη Βίβλο και την Επιστήμη, να καταλήξουμε στο εξής: Ο Θεός λέγει, ο λόγος Του γίνεται και παρουσιάζεται στον υλικό κόσμο σαν ταλάντωση, σαν στοιχειώδες σωματίδιο, σαν ύλη. Η εξήγηση του εδαφίου ότι ο λόγος είναι ο Υιός δεν ταιριάζει. Δεν είναι αυτό συμπέρασμα στο οποίο μόνο μέσω της πίστης μπορούμε να καταλήξουμε. Συμβαδίζει παράλληλα στις δυο αυτές πηγές της γνώσης και δεν παραβιάζει καμιά από τις δυο. Ο Λόγος του Θεού για μας έχει την ακατανόητη και ασύλληπτη αυτή ικανότητα να φανερώνεται σαν ενέργεια και να απλώνει το πεδίο ταλαντώσεων το οποίο επιστημονικά μπορούμε να θεωρήσουμε.
Έτσι δεν είναι αυτονόητο, πως ο Θεός μπορεί να κάνει θαύματα; Όταν ο Θεός θελήσει το λάδι στο δοχείο της χήρας από τα Σαρεπτά να μη σταματήσει να ρέει, τότε αυτό Του στοιχίζει μόνον ένα λόγο και τα σωματίδια, που αποτελούν το λάδι, έρχονται σε ύπαρξη και δεν επιτρέπουν στο λάδι να σταματήσει να ρέει, όσο ο Θεός το θέλει. Έτσι και με την τροφοδότηση των 5.000. Όσο ο Ιησούς κόβει το ψωμί και ευχαριστεί, το ψωμί πολλαπλασιάζεται στα χέρια Του, επειδή ο Θεός θέλει να υπάρχει, ώστε στο τέλος, μέσα στα δώδεκα καλάθια είναι πιο πολύ «ύλη» απ’ ό,τι ήταν στην αρχή. Το σύμπαν δεν είναι κλειστό σύστημα, αλλά ανοικτό στην κατεύθυνση του Θεού. Γι’ αυτό στον λόγο Του μπορεί να δημιουργείται ή να απορροφάται ενέργεια. Και τα υπόλοιπα θαύματα μπορεί κανείς να τα «εξηγήσει» με παρόμοιο τρόπο, δηλαδή σαν δυνατά με την πίστη. Στη μετατροπή του νερού σε κρασί στο γάμο της Κανά (Ιωάν. β’ 1-11), μπορούμε να σκεφτούμε πως ο Θεός σε μια στιγμή μπορεί να ανακαλέσει τα σωματίδια που αποτελούν τα μόρια του νερού και να φέρει νέα σωματίδια στην ύπαρξη, αυτά που αποτελούν το κρασί. Έτσι όπως ο Θεός λέει: «Επιστρέψατε, υιοί των ανθρώπων» (Ψαλμ. 4′ 3). Έτσι ανακαλεί κι εμάς, δηλαδή τα σωματίδια από τα οποία αποτελούμαστε, όταν θέλει να τελειώσει η ζωή μας. ‘Ετσι κάλεσε και τον Λάζαρο στο θάνατο. Πώς λοιπόν θα είναι
αδύνατο σ’ Αυτόν μέσω της παράκλησης του Χριστού, να ξαναφέρει σε ύπαρξη τα σωματίδια που αποτελούν το σώμα εκείνου και να τους δώσει ξανά την προθεσμία για ζωή;
Δεν θέλω να ανοίξω συζήτηση πάνω σ’ όλα τα θαύματα που μας περιγράφει η Βίβλος. Τα παραδείγματα που ανέφερα μέχρι τώρα είναι αρκετά. Τα θαύματα γύρω από το πρόσωπο του Χριστού από τη γέννησή Του ως την ανάστασή Του -όπως είπα και πριν- είναι ειδικής μορφής. Ανήκουν σε υψηλότερο επίπεδο. Πρέπει να τα θεωρήσει κανείς σαν μετασχηματισμό της δημιουργίας αυτής σε μια νέα δημιουργία. Κατά τη μαρτυρία της Αγίας Γραφής είναι ο Ιησούς ο πρώτος της νέας δημιουργίας (Α’ Κορ. ιε’ 20-23, Εβρ. θ’ 11). Γι’ αυτό το λόγο κάθε συμβάν γύρω απ’ το πρόσωπο του Χριστού, δεν ανήκει σ’ αυτήν τη δημιουργία που βρίσκεται σε πτώση, αλλά βρίσκεται πέρα από τη φυσική νομιμότητα. Και το ότι ο Θεός δεν εγκαταλείπει αυτήν την εκπεσμένη δημιουργία, αλλά τη ξανατιμάει, αφήνοντας τον Ιησού να γεννηθεί από μια ανθρώπινη μητέρα και Τον μεταμορφώνει στη δόξα του Θεού, είναι παράδειγμα της μεγάλης αγαθότητας του Θεού.
Σε ένα άλλο στοιχείο όμως πρέπει να παραμείνω. ‘Εως εδώ πάντοτε έβαλα σαν προϋπόθεση ότι ο Θεός είναι Αυτός που κάνει τα θαύματα. Η Βίβλος όμως μας μιλάει και για θαύματα που δεν προέρχονται από τον Θεό. (‘Εξοδ. ζ’ 11, Ματθ. κδ’ 24, Πράξ. η’ 9 κ.έ.). Και πρέπει να μάθουμε από αυτό πώς και ο Σατανάς, ο διάβολος, ο άρχοντας του κόσμου αυτού κάνει και αυτός θαύματα (Β’ Θεσ. β’ 9). Γι’ αυτά τα θαύματα επίσης ισχύουν και τα τέσσερα στοιχεία για τα οποία μίλησα πριν. Πρέπει να ξέρει κανείς πως και ο Σατανάς κάνει θαύματα και μάλιστα μέσω ανθρώπων που τον επικαλούνται. Μπορεί και θέλει κι αυτός να κάνει θαύματα. Πρέπει να τα θεωρήσει κανείς κι αυτά σαν αποκαλύψεις της δύναμής του και της δύναμης του σκότους. Και εκείνος ενεργεί με φυσικό τρόπο, με βάση τη φυσική τάξη. Και ο Σατανάς έχει τη δυνατότητα να επιδράσει στον υλικό κόσμο, προπάντων σε εμάς τους ανθρώπους, στη σκέψη μας. Η Βίβλος δεν μας προειδοποιεί άδικα, να μην έχουμε επικοινωνία με προγνώστες των καιρών, οιωνοσκόπους, μάγους, ανταποκριτές δαιμονίων, τερατοσκόπους (Δευτ. ιη’ 10-15). Κι επίσης μας προτρέπει να δοκιμάσουμε τα πνεύματα αν είναι από Θεού (Α’ Ιωάν. δ’ 1).
Τα αναφέρω αυτά εμφαντικά, γιατί οι πιο πολλοί σήμερα πιστεύουν μάλλον στα θαύματα που κάνει ο Σατανάς, παρά σ’ αυτά που κάνει ο Θεός. Αυτά που θεωρούμε σαν ακίνδυνες πράξεις, Όπως τη μαγεία, πρόγνωση, πνευματισμό, ωροσκόπια, μαγικές θεραπείες κ.λ.π. είναι στην πραγματικότητα ενέργεια του Σατανά. Γιατί δεν δίνουμε τόση σημασία και στις ενέργειες του φωτός, όσο δίνουμε στις ενέργειες του σκότους; Όποιος βρίσκεται κάτω από την επίδραση του Σατανά, δεν ξεφεύγει εύκολα, αλλά βυθίζεται πιο βαθιά, εκτός αν επιτρέψει να τον ελευθερώσει ο Ένας, Αυτός που νίκησε τη δύναμη του σκότους: ο Ιησούς Χριστός.
Ζούμε σ’ ένα καιρό, όπου ο Σατανάς κυριαρχεί μέσω των άπιστων ανθρώπων (Εφεσ. β’ 2), επειδή εξακολουθεί να εiναι ο άρχοντας του κόσμου τούτου. Αλλά ξέρουμε πως η κυριαρχία του έχει κάποιο τέλος, επειδή εiναι νικημένος. ξέρουμε ακόμα ότι σ’ αυτόν τον κόσμο ο Ιησούς ενεργεi μέσω εκείνων που Τον εμπιστεύονται. Αυτή η ενέργεια είναι ακόμα ασαφής, η ενέργεια όμως του Σατανά είναι φανερή.
Ξέρουμε ότι ο Ιησούς διακήρυξε την κυριαρχία Του και θα την αναλάβει φανερά, όταν έρθει η δική Του ώρα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
|