Γράφει ο Παναγιώτης Σταυρινού, Μαθηματικός
Πριν λίγα χρόνια φύτεψα στην αυλή μου ένα κλήμα και με τη βοήθεια ενός καλού φίλου φτιάξαμε ένα υποστήριγμα από σωλήνες, για να πιαστούν μελλοντικά οι κληματόβεργες και ν’ απλωθεί στο συρματόπλεγμα η κληματαριά μου. Προς μεγάλη μου έκπληξη το κλήμα παρέμενε καχεκτικό παρ’ όλες τις περισσές φροντίδες μου. Στο τέλος ξεράθηκε και πριν λίγες μέρες το έκοψα σύρριζα. Τώρα απέμεινε το σιδερένιο υποστήριγμα με το συρματόπλεγμα, στο οποίο αναπαύονται τα περαστικά σπουργίτια, αντί ν’ απλώνονται οι κληματόβεργες με τα μεγάλα τσαμπιά. Τι έφταιξε άραγε και το κλήμα ξεράθηκε; Σκέφτηκα λίγο και βρήκα την αιτία. Είναι το περίφραγμα μιας τεράστιας καλλιντρίδας, που περνούσε μισό μέτρο δίπλα από το κλήμα. Οι χοντρές της ρίζες δεν άφηναν το νιόφυτο κλήμα να μεγαλώσει, ώσπου στο τέλος ξεράθηκε.
Πριν λίγο καιρό συνάντησα κάποιο γνωστό μου που εκ πεποιθήσεως ήταν άθεος. Όμως μέσα από διάφορες περιστάσεις και την καλοπροαίρετη συζήτηση, κατάφερα να σπείρω στην καρδιά του το σπόρο του Ευαγγελίου. Για αρκετό διάστημα πίστευα, πως ο Χριστός άρχισε να μορφώνεται μέσα του (Γαλ.4/19). Αλλά στην τελευταία μας συνάντηση κατάλαβα, πως ο σπόρος που έπεσε στην καρδιά του ξεράθηκε με τον ίδιο τρόπο που ξεράθηκε το κλήμα μου. Αιτία ήταν μια παρέα στην οποία προσκολλήθηκε, που σαν την καλλιντρίδα της αυλής μου, απομυζούσε τις πνευματικές του δυνάμεις, ώσπου στο τέλος ο σπόρος του Ευαγγελίου ξεράθηκε μέσα στην άγονη, χέρσα καρδιά του. Κι όσο διαρκούσε η κουβέντα μας, αισθανόμουν ένα «μαύρο κοράκι» να μου κράζει κοροϊδευτικά μέσα απ’ τα βάθη της ύπαρξής του.
Τούτα τα λόγια τα γράφω κάτω από το σιδερένιο υποστήριγμα της ξεραμένης κληματαριάς μου. Και δε θα έπαιρνα μολύβι να γράψω, αν ένα λευκό περιστέρι δεν ερχόταν να καθίσει στο συρματόπλεγμα και μια γλυκιά φωνή ν’ αντηχήσει εντός μου. «Θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιω.16/33).
Λεμεσός-Κύπρος
stavrinoup@hotmail.com