Η Κοινωνία των Πιστών Χριστιανών

του Dietrich Bonhoeffer σε Μετάφραση της Δρος Γιούλικας Κ. Masry

Ο ιεροκήρυκας D. Bonhoeffer, που εκτελέστηκε από τους Ναζί, εκθέτει μ’ ένα γλαφυρό τρόπο, βασισμένος στη Βίβλο, το πώς πρέπει να ζουν οι πιστοί χριστιανοί μεταξύ τους … Στην εισαγωγή υπάρχει ένα βιογραφικό σημείωμα για την πολυτάραχη και συναρπαστική ζωή του Μπονχέφερ από τον John Dobersetin

Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ[1]

I. Εισαγωγή

                                                            (Σύντομη βιογραφία του Dietrich Bonhoeffer)

του John W. Dobersetin

Ένα συννεφιασμένο πρωινό μιας Απριλιάτικης μέρας του 1945 στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Φλόσενμπεργκ (Flossenburg), λίγο πριν το απελευθερώσουν οι σύμμαχοι, ο Ντήντριχ Μπονχέφερ (Dietrich Bonhoeffer) εκτελέστηκε με ειδική εντολή του Χάινριχ Χίμλερ (Heinrich Himmler). Τη Δευτέρα του Πάσχα του 1953 οι ποιμένες των εκκλησιών της Βαυαρίας έκαναν τα αποκαλυπτήρια μιας πλάκας στην εκκλησία του Φλόσενμπεργκ με την εξής απλή επιγραφή:

Ντήντριχ Μπονχέφερ, μάρτυρας του Ιησού Χριστού μεταξύ των αδελφών του. Γεννήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 1906 στo Βρότσλαβ. Πέθανε στις 9 Απριλίου του 1945 στο Φλόσενμπεργκ.

Για άπειρους χριστιανούς στη Γερμανία, όλη την ηπειρωτική Ευρώπη, την Αγγλία και την Αμερική ο θάνατος του Ντήντριχ Μπονχέφερ αποτελεί τη σύγχρονη επιβεβαίωση εκείνου που επιγραμματικά είχε πει ο Τερτυλλιανός: «Το αίμα των μαρτύρων είναι ο σπόρος από τον οποίο βγαίνει η Εκκλησία». Διότι η ζωή, ο θάνατος και τα γραπτά του—τα οποία πάλλονται από την απλή και ειλικρινή πίστη κάποιου που έχει γνωρίσει προσωπικά τον Ιησού Χριστό και δεχτεί τις ακραίες συνέπειες αυτής της «γνωριμίας» εν τω κόσμω (εννοώντας με τη λέξη «κόσμο» τη σφαίρα της συγκεκριμένης υπευθυνότητας που μας ανατίθεται από το Χριστό και εν Χριστώ)—όντως αποτελούν μια ζωντανή μαρτυρία στα πλαίσια της οικουμενικής εκκλησίας την οποία υπηρέτησε.

Ο Μπονχέφερ γεννήθηκε σε μια οικογένεια η οποία είχε επτά παιδιά, στο Βρότσλαβ (Breslau) που είναι σήμερα στην Πολωνία. Μεγάλωσε όμως στο Βερολίνο όπου ο πατέρας του, ένας πασίγνωστος γιατρός, ήταν ο πρώτος που κατέλαβε πανεπιστημιακή έδρα στην Ψυχιατρική στη Γερμανία. Από τον πατέρα του, όπως έγραψε ο ίδιος στο τελευταίο του γράμμα απ’ τη φυλακή, έμαθε—κάτι που χαρακτηρίζει ολόκληρο το έργο του—έναν έντονο ρεαλισμό, «μια αποστροφή προς το φρασεολογικό και στροφή προς το αληθινό». Γι’ αυτόν ο χριστιανισμός δεν θα μπορούσε ποτέ να συνίσταται σε μια  απλή θεωρία η οποία να είναι αποκύημα της διάνοιας, ένα δόγμα ξεχωριστό απ’ τη ζωή ή ένας μυστικιστικός συναισθηματισμός, αλλά πρέπει μονίμως να συνίσταται σε υπεύθυνη, υπάκουη πράξη, τη μαθητεία στο Χριστό σε κάθε περίσταση της συγκεκριμένης καθημερινής ζωής μας, ιδιωτικής και δημόσιας. Και αυτό ήταν κι εκείνο που τελικά τον οδήγησε στη φυλακή και την αγχόνη. Έξι χρόνια πριν τη φυλάκισή του από τη Γκεστάπο είχε γράψει: «Όταν ο Χριστός καλεί κάποιον, το κάλεσμα είναι, έλα και πέθανε».

Ο Μπονχέφερ, που σαν νέος ήταν δυνατός και αθλητικός, μεγάλωσε σ’ ένα προάστιο του Βερολίνου μέσα σε μια πολύ δεμένη και ευτυχισμένη οικογένεια της οποίας οι δεσμοί δεν έσπασαν ποτέ. Τα παιδιά της γειτονιάς με τα οποία έπαιζε και «έκανε μουσική» (ο ίδιος έπαιζε πολύ καλό πιάνο) ήταν τα παιδιά του Αδόλφου φον Χάρνακ (Adolf von Harnack), του μεγάλου αυτού επιστήμονα, και του ιστορικού Χανς Ντέλμπρουκ (Hans Delbrück).

Στα δεκάξι του ο Μπονχέφερ ήταν σίγουρος ότι ήθελε να σπουδάσει θεολογία. Μετά από ένα χρόνο στο Τύμπινγκεν (Tübingen), γράφτηκε στο Βερολίνο το 1924 και έκανε εκεί τα υπόλοιπα φοιτητικά του χρόνια, παίρνοντας κάθε πρωί το λεωφορείο μαζί με τον αξιοσέβαστο κ. Χάρνακ. Καθηγητές του ήταν οι μεγάλοι βερολινέζοι επιστήμονες Χολ (Holl), Σίημπεργκ (Sieberg), Λίτζμαν (Lietzmann) και Λούτγκερ (Lütgert), αλλά ο ίδιος ήταν ήδη πρόμαχος της διαλεκτικής θεολογίας του Καρλ Μπαρθ (Karl Barth), παρόλο που δεν είχε ποτέ του ακούσει τις διαλέξεις του ίδιου. Λέγεται ότι κάποτε παρευρέθηκε σε μια ώρα σεμιναρίου του Μπαρθ στη Βόννη και αθόρυβα εισήγαγε στη συζήτηση μια φράση του Λούθηρου: «Η βρισιά ενός άθεου μπορεί να δυσαρεστεί το Θεό λιγότερο απ’ τα αλληλούια των κατ’ όνομα ευσεβών». «Ποιος το πέταξε αυτό;» ρώτησε κατευχαριστημένος ο Μπαρθ, οπότε έκανε τη γνωριμία του Ντήντριχ Μπονχέφερ. Αυτός ήταν ο Μπονχέφερ ως νεαρός φοιτητής ο οποίος είχε αποκομίσει τη σωστή αντίληψη από το ντόμπρο ρεαλισμό του Λούθηρου, την οποία επρόκειτο αργότερα να αναπτύξει μαζί με άλλες παράδοξες και συχνά παρεξηγημένες απόψεις του μεταρρυθμιστή, όπως εκείνη που μοιάζει να τάσσεται υπέρ της αμαρτίας, αν θα μπορούσε ποτέ η αμαρτία να συμβιβαστεί με την πληρότητα της χαράς του Χριστού που πλημμυρίζει την καρδιά του ανθρώπου ο οποίος έχει γευτεί τη σωτηρία του!

Στην ηλικία των είκοσι ενός υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή, μια δογματική πραγματεία για την κοινωνία των πιστών, ενώ στη μετέπειτα υφηγεσία του, «Πράξη και Ύπαρξη», προσδιόρισε τη θέση και σημασία της διαλεκτικής θεολογίας. Το 1928 ήταν εφημέριος στη Βαρκελώνη και το 1929 επέστρεψε στο Βερολίνο. Μετά την αναγόρευσή του ως καθηγητή στη Θεολογική Σχολή το 1930, το Πανεπιστήμιο τον έστειλε στο Union Theological Seminary της Νέα Υόρκης για ένα χρόνο. Για το Πανεπιστήμιο αυτό έλεγε ότι ήταν μια σχολή «φημισμένη και χαίρουσα μεγάλης εκτίμησης, το προπύργιο της κριτικής στην Αμερική… που είναι ένας χώρος ελεύθερης συζήτησης, κάτι που διευκολύνεται από το ιδιάζον πολιτισμικό θάρρος των Αμερικανών και την έλλειψη κάθε είδους επισημοκρατίας στις διαπροσωπικές σχέσεις». Εδώ είναι που έκανε και τη ‘γνωριμία’ με τους δύο Νίιμπερς (Niebuhr’s)[2]. Επίσης τον εντυπωσίασαν τα σπιρίτσουαλ των μαύρων και ο αγώνας τους για ισότητα. Αργότερα, όταν «ο κλοιός στένευε στη Γερμανία», τα έμαθε και στους φοιτητές του. Ο Έμπερχαρντ Μπέθγκε (Eberhard Bethge), ο στενότερος φίλος του Μπονχέφερ, που ήταν τότε ποιμένας και αργότερα—μετά το θάνατό του—επιμελήθηκε και των έργων του (κάποιος στον οποίο εγώ προσωπικά είμαι εξαιρετικά ευγνώμων για το περιεχόμενό τους), γράφει: «Σιγοτραγουδούσαμε το “Swing low, sweet chariot / Comin’ for to take me home”[3] είκοσι χρόνια πριν το ραδιόφωνο και τα μέγαρα μουσικής το κάνουν δημοφιλές κι εδώ».

Όταν γύρισε στο Βερολίνο άρχισε να διδάσκει συστηματική θεολογία και αμέσως συγκεντρώθηκε γύρω του μια ομάδα φοιτητών. Το πρώτο του βιβλίο, «Δημιουργία και Πτώση», ήταν βασισμένο σ’ αυτά τα μαθήματα, μια θεολογική ανάπτυξη των τριών πρώτων κεφαλαίων της Γένεσης. Επίσης υπηρέτησε ως ποιμένας στους φοιτητές της τεχνικής σχολής του Σάρλοτενμπουργκ (Charlottenburg), όπου είχε μεγάλο ακροατήριο.

Έπειτα ήρθε το μοιραίο 1933. Το Φεβρουάριο ο Μπονχέφερ έκανε μια ομιλία που μεταδόθηκε από το ραδιοφωνικό σταθμό του Βερολίνου στην οποία επέκρινε αυστηρά τους Γερμανούς που δίψαγαν για έναν «αρχηγό», ο οποίος θα κατέληγε αναμφισβήτητα σε «ψευδαρχηγό», αν δεν αρνιόταν ξεκάθαρα να γίνει το είδωλο εκείνων τους οποίους θα κυβερνούσε. Η εκπομπή διακόπηκε πριν τελειώσει η ομιλία του. Όταν ήταν πια φανερό ότι ο Χίτλερ, το είδωλο, είχε επιτύχει, ο Μπονχέφερ δέχτηκε την πρόταση να ποιμάνει δύο γερμανικές εκκλησίες στο Λονδίνο και έφυγε απ’ τη Γερμανία, αφού φυσικά είχε αρνηθεί να έχει οποιαδήποτε σχέση με το «Γερμανο-Χριστιανικό» συμβιβασμό των εκκλησιών με το Ναζιστικό καθεστώς. Στην Αγγλία δημιούργησε στενή σχέση με τον επίσκοπο Μπελ (Bell) του Τσίτσεστερ (Chichester) και έγινε ένας από τους σημαντικότερους σχολιαστές στον έξω κόσμο των όσων διαδραματίζονταν στις γερμανικές εκκλησίες.

Έπειτα, ενώ ετοιμαζόταν να πάει στην Ινδία για να επισκεφτεί τον Γκάντι, κάτι που είχε την πρωτοβουλία να οργανώσει ο Τσ. Φ. Άντριους (C. F. Andrews) προκειμένου να ενισχύσει το ενδιαφέρον για την ειρήνη, έλαβε εντολή από την «Ομολογούσα Εκκλησία»[4] να διευθύνει ένα «παράνομο» σεμινάριο εκπαίδευσης νεαρών ιεροκηρύκων στην Πομερανία. Φυσικά πήγε αμέσως. Το 1935 μετακόμισε στο Ζινγκστ (Zingst) κι από κει στο Φίνκενβαλντε (Finkenwalde), κοντα στο Στέττιν (Stettin), όπου πήρε μέρος στο κοινόβιο είκοσι πέντε εφημέριων στο πρόγραμμα ανέγερσης κατοικιών εκτάκτου ανάγκης. Αυτή ήταν η εμπειρία πίσω από το «Η Κοινή Ζωή των Χριστιανών» (Gemeinsames Leben) που περιγράφεται και τεκμηριώνεται με βιβλικές αναφορές σ’ αυτό το βιβλίο του 1938. Την ίδια εποχή ο Μπονχέφερ έγραψε και το Nachfolge, που δημοσιεύτηκε στην Αγγλία και την Αμερική με τον τίτλο «Το Κόστος της Μαθητείας». Τα δύο αυτά έργα αποτελούν την πεμπτουσία της πνευματικής του θέσης που δεν είναι άλλη από το τι τελικά σημαίνει να είσαι ακόλουθος του Ιησού Χριστού. Λίγο μετά που δημοσίευσε ένα άλλο μικρό βιβλίο, «Το Βιβλίο Προσευχής από την Αγία Γραφή: Μια Εισαγωγή στους Ψαλμούς» (Das Gebetbuch der Bibel), του απαγόρευσαν να γράφει ή να δημοσιεύει και η Γκεστάπο έκλεισε το «παράνομο» σεμινάριο.

Ωστόσο, ο Μπονχέφερ ήταν ήδη πολύ ανακατεμένος στα διαδραματιζόμενα στην πατρίδα του η οποία τελούσε υπό δικτατορική κατοχή. Μέσω του Χανς φον Ντονάνιι (Hans von Dohnanyi), συζύγου της αδελφής του Κρίστελ, πήρε κάποιες πληροφορίες για την κρίση γύρω από το πρόσωπο του στρατηγού Φριτς (Fritsch) και το μυστικό σχέδιο να ανατρέψουν το Χίτλερ που σχεδίαζε ο στρατηγός Μπεκ (Beck) μαζί με κάποιους άλλους. Ο άνθρωπος ο οποίος είχε γνωρίσει τη μεγάλη δύναμη της ειρηνικής θέσης και ζύγιζε το «κόστος της μαθητείας» έβγαλε το συμπέρασμα στα βάθη της ψυχής του ότι το να μη συμμετέχει στο κίνημα της πολιτικής και στρατιωτικής αντίστασης κατά του Χίτλερ θα ήταν ανεύθυνη δειλία και θα αποτελούσε φυγή από την πραγματικότητα. «Όχι», όπως λέει και ο φίλος του Μπέθγκε, «ότι πίστευε πως όλοι πρέπει να ενεργούν όπως εκείνος, αλλά από κει που βρισκόταν δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσε να υπαναχωρήσει στη θέση μιας ευσεβούς αναμαρτησίας και δικαιοσύνης. Η ‘αμαρτία’ των ευσεβών ανθρώπων συνίσταται ακριβώς σε τούτο, ότι αρνούνται να πάρουν θέση. Διέκρινε λοιπόν ο Μπονχέφερ ότι το να ‘αμαρτήσει’ ήταν ο κλήρος που έπεσε σ’ εκείνον και πήρε θέση». Στο ζήτημα αυτό ενήργησε σύμφωνα με τη θεμελιώδη ηθική αξία ότι ο χριστιανός πρέπει να δεχτεί τις ευθύνες που συνεπάγεται η συμμετοχή τους στην κοσμική πολιτεία στην οποία τον τοποθέτησε ο Θεός. Το 1939 ήταν και πάλι στην Αμερική για ένα μικρό διάστημα. Οι φίλοι του εκεί τον παρότρυναν να μείνει και να χρησιμοποιήσει τα χαρίσματα του επιστήμονα και του δάσκαλου που του έδωσε ο Θεός προκειμένου να υπηρετήσει την οικουμενική εκκλησία, αλλά αυτός αρνήθηκε και πήρε ένα απ’ τα τελευταία πλοία για να επιστρέψει στο προφανές πεπρωμένο του.

Έκτοτε όλη του η ζωή ήταν αφιερωμένη στα καθήκοντα που του ανέθεταν η «Ομολογούσα Εκκλησία» και η Αντίσταση. Σ’ αυτό το διάστημα και μέχρι το θάνατό του αφιερώθηκε στη συγγραφή του έργου του «Ηθική», την οποία θεωρούσε ως την ιδιαίτερη συμβολή που μπορούσε να κάνει ως θεολόγος. Πηγαίνοντας από περιοχή σε περιοχή, κηρύττοντας και μιλώντας σε μυστικές οργανώσεις—αφού του είχε απαγορευτεί να διδάσκει, γράφει ή μένει στο Βερολίνο και απλά ενεργούσε ως «ταχυδρόμος» μεταξύ των διαφόρων αντιστασιακών ομάδων—έγραψε ολόκληρα κεφάλαια του βιβλίου του «Ηθική» στο αββαείο των βενεδικτίνων στο Ετάλ (Ettal) και άλλα προσωρινά κρησφύγετα.

Όμως μια μέρα, τον Απρίλιο του 1943, ο κύβος ερρίφθη. Στις 5 Απριλίου ο Μπονχέφερ και η αδελφή του Κρίστελ με τον άντρα της Χανς φον Ντονάνιι, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Τέγκελ (Tegel), μια στρατιωτική φυλακή όπου παρέμεινε μέχρι τις 8 Οκτωβρίου του 1944. Κατά τη διάρκεια της εκεί κράτησής του οι φύλακες ήταν φιλικοί προς το δυνατό αυτό ποιμένα και κρυφά τον πήγαιναν στα κελιά κρατουμένων οι οποίοι ήταν απελπισμένοι, για να τους μιλήσει. Φύλαξαν τα γραπτά του, τα δοκίμια και τα ποιήματά του, και μάλιστα οργάνωσαν μια ολόκληρη αλυσίδα ταχυδρόμων προς τα έξω—προς την οικογένεια και τους φίλους του.

Έπειτα, μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος της 20ης Ιουλίου, ο Μπονχέφερ μεταφέρθηκε σε άλλου είδους φυλακές, τις φυλακές της Γκεστάπο στο Βερολίνο,  Μπούχενβαλντ (Buchenwald), Σένμπεργκ (Schönberg) και τέλος στο Φλόσενμπεργκ, οπότε όλες οι επαφές με τον έξω κόσμο διακόπηκαν. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του τις πέρασε μαζί με άντρες και γυναίκες διαφόρων εθνικοτήτων—Ρώσους, Άγγλους, Γάλλους, Ιταλούς και Γερμανούς. Ένας απ’ αυτούς, ένας Άγγλος αξιωματικός, έγραψε:

Ο Μπονχέφερ έμοιαζε να εκπέμπει μονίμως μια χαρά και ευτυχία, ακόμα και για το παραμικρό, και μια βαθιά ευγνωμοσύνη απλά και μόνο επειδή ήταν ζωντανός… Ήταν ένα απ’ τα λίγα άτομα που έχω ποτέ συναντήσει για τον οποίο ο Θεός ήταν αληθινός και πάντα κοντινός…Την Κυριακή στις 8 Απριλίου του 1945, ο ποιμένας Μπονχέφερ έκανε μια μικρή λειτουργία και μίλησε με λόγια που μπήκαν στις καρδιές όλων μας. Βρήκε εκείνα ακριβώς τα λόγια που ήταν κατάλληλα να εκφράσουν τον απώτερο σκοπό της φυλάκισής μας και τις σκέψεις και αποφάσεις στις οποίες αυτή μας είχε οδηγήσει. Μόλις και μετά βίας είχε τελειώσει την τελευταία του προσευχή όταν η πόρτα άνοιξε και δύο άντρες με πολιτικά μπήκαν μέσα και είπαν: «Κρατούμενε Μπονχέφερ, ακολούθησέ μας». Αυτό σήμαινε ένα μόνο πράγμα για όλους τους κρατουμένους: Την αγχόνη. Τον αποχαιρετήσαμε. Με πήρε κατά μέρος και μου είπε: «Αυτό είναι το τέλος, αλλά για μένα είναι η αρχή της ζωής». Την επομένη τον κρέμασαν στο Φλόσενμπεργκ.

Το κομμάτι πάνω στο οποίο είχε μιλήσει την τελευταία αυτή μέρα της ζωής του ήταν το «και με τις πληγές Του γιατρευτήκαμε» από το 53ο κεφάλαιο του Ησαΐα.

Αυτή ήταν η ζωή και ο θάνατος του Ντήντριχ Μπονχέφερ—ενός βιβλικού δάσκαλου με την υψηλότερη δυνατή σημασία του όρου, ενός συγγραφέα μεγάλης θεολογικής και βιβλικής οξυδέρκειας κι ωστόσο ενός ανθρώπου κοντά στη σύγχρονη ζωή και ευαίσθητου στην αντικειμενική πραγματικότητα, ενός ‘καταθέτη’ ο οποίος είδε διορατικά τι σήμαινε να είσαι οπαδός του Χριστού και βάδισε το δρόμο αυτό μέχρι τέλους. Κανείς δεν θα ήταν περισσότερο περήφανος από κείνον που είχε το προνόμιο να τον φέρει κοντά σε όσους δεν διαβάζουν τη γλώσσα στην οποία έγραψε.

II. Η Κοινωνία των Πιστών Χριστιανών

του Dietrich Bonhoeffer

«Ιδού τι καλόν και τι τερπνόν, να συγκατοικώσιν εν ομονοία αδελφοί!» (Ψαλ. 133/1). Στο παρακάτω κείμενο θα εξετάσουμε διάφορες κατευθύνσεις και οδηγίες που μας δίνουν οι Γραφές για την κοινή ζωή μας κάτω από το Λόγο του Θεού.

Δεν θα πρέπει να θεωρείται ως δεδομένο ότι ο χριστιανός έχει το προνόμιο να ζει σε περιβάλλον χριστιανικό. Ο Ιησούς Χριστός έζησε στο μέσο των εχθρών Του. Όσο για τους μαθητές Του, κι αυτοί Τον εγκατέλειψαν στο τέλος. Επάνω στο Σταυρό ήταν πέρα για πέρα μόνος, περιβαλλόμενος από κακοποιούς και εμπαίκτες. Αυτός ήταν ο σκοπός για τον οποίο είχε έρθει: Να φέρει ειρήνη μεταξύ των εχθρών του Θεού. Έτσι, ούτε και οι χριστιανοί ανήκουν στην απομόνωση μιας περιχαρακωμένης ζωής, αλλά στο μέσο των εχθρών τους. Εκεί είναι η αποστολή τους. Εκεί είναι το έργο του Θεού. Ο Λούθηρος είπε κάποτε: «Η Βασιλεία των Ουρανών βρίσκεται στο μέσο των εχθρών σας. Και όποιος δεν το αντέχει αυτό, δεν επιθυμεί να ανήκει στη Βασιλεία του Χριστού. Θέλει να είναι μεταξύ φίλων, να κάθεται μες στα τριαντάφυλλα και τους κρίνους, όχι μαζί με τους κακούς, αλλά μαζί με τους αφιερωμένους στο Θεό. Ω, βλάστημοι και προδότες του Χριστού! Αν ο Χριστός είχε κάνει αυτό που κάνετε τώρα εσείς, ποιος από σας θα είχε σωθεί;»

«…[Θ]έλω σπείρει αυτούς μεταξύ των λαών, και θέλουσιν με ενθυμηθή εν απομεμακρυσμένοις τόποις» (Ζαχ. 10/9). Σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, ο χριστιανικός λαός είναι ένας διάσπαρτος λαός, σκορπισμένος όπως ο σπόρος «εις πάντα τα βασίλεια της γης» (Δευτ. 28/25). Αυτή είναι η κατάρα του λαού αυτού αλλά συνάμα και η υπόσχεση που του δόθηκε. Οι άνθρωποι του Θεού πρέπει να κατοικούν σε απόμακρες χώρες, μεταξύ απίστων, αλλά θα αποτελούν το σπόρο της Βασιλείας του Θεού σε ολόκληρο τον κόσμο.

«Θέλω συνάξει αυτούς, διότι εγώ ελύτρωσα αυτούς…και θέλουσιν επιστρέψει» (Ζαχ. 10/8, 9). Πότε θα γίνει αυτό; Έχει ήδη γίνει διά του Χριστού ο οποίος πέθανε «διά να συνάξει εις εν τα τέκνα του Θεού τα διασκορπισμένα» (Ιωάν. 11/52) και θα συμβεί και εμφανώς στα τέλη των ημερών, όταν οι άγγελοι του Θεού «θέλουσι συνάξει τους εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων, απ’ άκρων ουρανών έως άκρων αυτών» (Ματθ. 24/31). Μέχρι τότε τα παιδιά του Θεού παραμένουν διασκορπισμένα, με μόνο εγγυητή της συνοχής τους τον Ιησού Χριστό, με μόνο δεσμό μεταξύ τους το ότι, διασκορπισμένα έτσι όπως είναι μεταξύ απίστων, Εκείνον θυμούνται στα απόμακρα μέρη που βρίσκονται.

Έτσι, μεταξύ του θανάτου του Χριστού και της Εσχάτης Ημέρας, η δοσμένη κατά Χάρη προσμονή των πραγμάτων του τέλους είναι εκείνο που οι χριστιανοί έχουν το προνόμιο να βιώνουν από κοινού σε μια εμφανή κοινότητα με άλλους χριστιανούς. Είναι με τη Χάρη του Θεού που ένα εκκλησίασμα μπορεί να συναθροίζεται δημόσια σ’ αυτό τον κόσμο, προκειμένου ν’ ακούσει το Λόγο του Θεού και να πάρει μέρος στο Δείπνο του Κυρίου. Αυτή την ευλογία όμως δεν την απολαμβάνουν όλοι οι χριστιανοί. Οι φυλακισμένοι, οι άρρωστοι, οι μεμονωμένοι οι οποίοι βρίσκονται διασκορπισμένοι, οι εργάτες του ευαγγελίου σε ειδωλολατρικές χώρες, είναι μόνοι τους. Γνωρίζουν πως η εμφανής κοινότητα των πιστών είναι μια ευλογία. Θυμούνται, μαζί με τον Ψαλμωδό, πώς «διέβαινον μετά του πλήθους, και περιεπάτουν μετ’ αυτού έως του οίκου του Θεού, εν φωνή χαράς και αινέσεως, μετά πλήθους εορτάζοντος» (Ψαλ. 42/4). Είναι όμως απομονωμένοι σε χώρες μακρινές, ένας σπόρος σκορπισμένος σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Ωστόσο, εκείνο στο οποίο υστερούν σε εμπειρία το αναπληρώνουν με την ένθερμη πίστη. Έτσι, στη μοναξιά της Πάτμου, ο εξόριστος μαθητής του Κυρίου, ο Ιωάννης της Αποκάλυψης, συμμετέχει την Κυριακή μαζί με τους δικούς του στην Ουράνια Λατρεία «εν Πνεύματι» (Αποκ. 1/10). Βλέπει τις επτά λυχνίες, τις εκκλησίες, τα επτά αστέρια, τους αγγέλους των εκκλησιών, και στη μέση αυτών—και πάνω απ’ όλα— βλέπει τον Υιό του Ανθρώπου, τον Ιησού Χριστό, στη Δόξα της Ανάστασης. Ο Χριστός τον ενδυναμώνει και τον ενισχύει με το Λόγο Του. Αυτή είναι η Ουράνια Κοινωνία της οποίας ο εξόριστος Ιωάννης γίνεται μέλος την Κυριακή, την ημέρα της Ανάστασης του Ιησού Χριστού.

Η φυσική παρουσία των άλλων χριστιανών είναι πηγή ασύγκριτης χαράς και δύναμης για τον πιστό. Ποθώντας την φλογερά, ο απόστολος Παύλος τις τελευταίες μέρες της ζωής του έγραψε από τη φυλακή στον Τιμόθεο, το αγαπημένο του πνευματικό παιδί, να έρθει να τον βρει και να είναι κοντά του, για να τον γεμίσει χαρά. Δεν είχε ξεχάσει ο Παύλος τα δάκρυα που ο Τιμόθεος είχε χύσει στον τελευταίο τους αποχωρισμό (Β΄ Τιμ. 1/4). Και θυμούμενος τα μέλη της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης ο Παύλος αναφέρει επίσης ότι προσεύχεται γι’ αυτούς νύχτα και μέρα παρακαλώντας να δει το πρόσωπό τους (Α΄ Θεσ. 3/10). Όσο για τον ηλικιωμένο Ιωάννη, γνωρίζει πως η χαρά του δεν θα είναι πλήρης μέχρι να συναντήσει τους δικούς του και να τους μιλήσει πρόσωπο με πρόσωπο, αντί να τους γράφει με χαρτί και μελάνι (Β΄ Ιωάν. 12).

Ο πιστός δεν νιώθει καμιά ενοχή—μην τυχόν και ζει πολύ «κατά σάρκα»—όταν επιποθεί τη φυσική παρουσία των άλλων χριστιανών. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε με σώμα και ο Υιός του Θεού με φυσικό σώμα ήρθε στη γη και με φυσικό σώμα αναστήθηκε. Στο Δείπνο του Κυρίου σύμβολα του σώματος του Χριστού αποτελούν ο άρτος και ο οίνος στα οποία ο πιστός μετέχει εις ανάμνηση των παθημάτων Του[5]. Όσο για την ανάσταση των νεκρών, είναι η κατάσταση στην οποία θα συντελεστεί η ολοκληρωμένη σωματική και πνευματική κοινωνία των δημιουργημάτων του Θεού. Συνεπώς, στη φυσική παρουσία ενός άλλου πιστού ο χριστιανός αινεί το Δημιουργό, το Λυτρωτή, το Θεό—Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα. Ο φυλακισμένος, ο ασθενής, ο εξόριστος πιστός βλέπει στη φυσική παρουσία ενός άλλου χριστιανού ένα απτό σημάδι της κατά Χάρη παρουσίας του Τριαδικού Θεού. Επισκέπτης και επισκεπτόμενος κάτω από συνθήκες απομόνωσης αναγνωρίζουν ο ένας στον άλλο το Χριστό, ο οποίος είναι Παρών, και συναντά και δέχεται ο ένας τον άλλο όπως αν συναντούσε τον Κύριο—με σεβασμό, ταπείνωση και χαρά. Δέχονται τις ευχές ο ένας του άλλου σαν να τις είχε ευλογήσει ο΄Ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Αν λοιπόν υπάρχει τόσο μεγάλη ευλογία και χαρά στη συνάντηση αδελφού με αδελφό, πόσο αμύθητα είναι τα πλούτη εκείνων που, κατά το θέλημα του Θεού, έχουν το προνόμιο να ζουν σε καθημερινή κοινωνία ζωής με άλλους χριστιανούς!

Είναι βέβαια σωστό πως ό,τι αποτελεί ένα εξαίσιο δώρο του Θεού για τον απομονωμένο πιστό, εύκολα θεωρείται δεδομένο και υποτιμάται από κείνους που έχουν και χαίρονται αυτό το δώρο κάθε μέρα. Εύκολα ξεχνιέται πως η κοινωνία των χριστιανών είναι δώρο της Χάρης του Θεού, ένα δώρο από τη Βασιλεία των Ουρανών που μπορεί ανά πάσα στιγμή να μας αφαιρεθεί και πως ο χρόνος που χωρίζει το συντροφικό σήμερα από την απόλυτη μοναξιά μπορεί να είναι όντως βραχύτατος. Έτσι, αυτός που μέχρι τώρα είχε το προνόμιο να ζει σε μια κοινωνία πιστών μαζί με άλλους χριστιανούς, ας ευχαριστήσει το Θεό για τη Χάρη Του απ’ τα βάθη της καρδιάς του. Κι ας πέσει στα γόνατα κι ας διακηρύξει πως είναι η Χάρη και μόνο η Χάρη που επιτρέπει να ζούμε σε μια κοινωνία χριστιανών μαζί με τους αδελφούς μας.

Το μέτρο κατά το οποίο ο Θεός χαρίζει το δώρο της φανερής χριστιανικής κοινωνίας ποικίλλει. Ο εξόριστος πιστός μπορεί να απολαύσει τη σύντομη επίσκεψη ενός αδελφού, την ευλογημένη ευχή ενός άλλου χριστιανού ή μια συμπροσευχή. Και πραγματικά ενδυναμώνεται από ένα γράμμα γραμμένο με το χέρι του αδελφού. Οι χαιρετισμοί που περιέχονται στις επιστολές του Παύλου, γραμμένες με το ίδιο του το χέρι, αναμφισβήτητα αποτελούν δείγματα της ύπαρξης μιας τέτοιας χριστιανικής κοινωνίας. Σε άλλους χαρίζεται το δώρο της κοινής λατρείας τις Κυριακές, ενώ άλλοι έχουν το προνόμιο να ζουν στη χριστιανική κοινωνία των οικογενειών τους. Σε κάποιες χώρες οι φοιτητές της θεολογικής σχολής, πριν αποφοιτήσουν, λαμβάνουν ως δώρο να συμβιώσουν σε κοινωνία με άλλους αδελφούς για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Σήμερα, μεταξύ γνήσιων χριστιανών σε μια εκκλησία, υπάρχει η ολοένα αυξανόμενη επιθυμία να συναντώνται με άλλους πιστούς στα διαλείμματα της εργασίας τους, για να ζουν για λίγο την κοινή χριστιανική ζωή του Λόγου του Θεού. Η κοινή χριστιανική ζωή αναγνωρίζεται από τους πιστούς σήμερα ως προϊόν της Χάρης του Θεού, κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι βέβαια άλλο από τη θεσπέσια ζωή των «τριαντάφυλλων και των κρίνων» που στην ουσία είναι.

Δια μέσου του Ιησού Χριστού και εν Χριστώ Ιησού

Χριστιανισμός σημαίνει κοινωνία διά μέσου του Ιησού Χριστού και εν Χριστώ Ιησού. Καμιά χριστιανική κοινωνία δεν είναι κάτι παραπάνω ή λιγότερο απ’ αυτό. Είτε πρόκειται για μια σύντομη, εφάπαξ συνάντηση πιστών, είτε για τη χριστιανική συντροφικότητα χρόνων, κοινωνία πιστών είναι μόνο αυτό. Ανήκουμε ο ένας στον άλλο μόνο διά μέσου του Ιησού Χριστού και εν Χριστώ Ιησού.

Τι σημαίνει αυτό; Πρώτα απ’ όλα σημαίνει ότι ο χριστιανός έχει ανάγκη τους άλλους πιστούς λόγω του Ιησού Χριστού. Δεύτερον, σημαίνει ότι ο πιστός έρχεται σε επαφή με τους άλλους πιστούς μόνο διά μέσου του Χριστού. Τρίτον, σημαίνει ότι εν Χριστώ Ιησού έχουμε εκλεγεί προαιώνια, έχουμε γίνει δεκτοί στο χρόνο και είμαστε ενωμένοι για ολόκληρη την αιωνιότητα.

Πρώτα απ’ όλα ο πιστός είναι εκείνος που δεν εκζητεί πια τη σωτηρία του, τη λύτρωσή του, την δικαίωση του εαυτού του παρά μόνο εν Χριστώ. Γνωρίζει ότι ο Λόγος του Θεού εν τω Χριστώ τον κρίνει ένοχο, έστω κι αν αυτός δεν αισθάνεται ενοχή, και ότι ο Λόγος του Θεού εν τω Χριστώ τον ανακηρύσσει δίκαιο, έστω κι αν εκείνος δεν νιώθει καθόλου δίκαιος. Ο χριστιανός δεν ζει πια με τον εαυτό του και με τη με τη δική του αξίωση να θεωρηθεί δίκαιος, αλλά με του Θεού την αξίωση και με του Θεού τη δικαιοσύνη. Ζει εξ ολοκλήρου με το Λόγο του Θεού ο οποίος τον ανακηρύσσει είτε ένοχο είτε δίκαιο.

Ο θάνατος και η ζωή του πιστού δεν προσδιορίζονται με βάση τις δικές του δυνάμεις. Μάλλον και τα δύο τού δίνονται απ’έξω, από το Λόγο του Θεού προς τον άνθρωπο. Οι Mεταρρυθμιστές το εκφράσανε αυτό ως εξής: η δικαιοσύνη μας είναι μια ξένη δικαιοσύνη, μια δικαιοσύνη που αποδίδεται σ’ εμάς απ’έξω (extra nos). Αυτό που έλεγαν είναι ότι ο χριστιανός εξαρτάται από το Λόγο του Θεού που απευθύνεται σ’ αυτόν. Συνεπώς, είναι ένα ον που είναι στραμμένο προς τα έξω, προς το Λόγο του Θεού, ο οποίος απευθύνεται σ’ αυτόν. Ο χριστιανός ζει εξ ολοκλήρου με την αλήθεια του Θεού εν τω Χριστώ Ιησού. Αν κάποιος τον ρωτήσει, «πού έγκειται η σωτηρία σου και η δικαίωσή σου;» δεν μπορεί ποτέ να δείξει τον εαυτό του. Δείχνει το Λόγο του Θεού εν τω Χριστώ που του εξασφαλίζει και τη σωτηρία του και τη δικαίωσή του. Είναι διαρκώς σε επιφυλακή γι’ αυτό το Λόγο κι αυτό γιατί καθημερινά διψάει για δικαίωση, καθημερινά επιποθεί το λυτρωτικό Λόγο. Και Αυτός μπορεί να έρθει μόνο έξω από τον ίδιο τον άνθρωπο. Μέσα του ο άνθρωπος είναι χρεοκοπημένος και νεκρός. Η βοήθεια πρέπει να έρθει απ’έξω και έχει ήδη έρθει και έρχεται ανανεωμένη καθημερινά στο Λόγο του Ιησού Χριστού—φέρνοντας  λύτρωση, δικαιοσύνη, αγνότητα και ευλογία.

Ο Θεός όμως έχει βάλει αυτό το Λόγο στα χείλη των ανθρώπων έτσι ώστε να μπορεί να περνάει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Όταν έναν άνθρωπο τον «χτυπήσει» ο Λόγος του Θεού σαν αστροπελέκι, τον μεταφέρει και σε άλλους. Ήταν και είναι θέλημα Θεού να εκζητούμε και να βρίσκουμε τον Ζώντα Λόγο στη μαρτυρία ενός χριστιανού, στα χείλη ενός πιστού ανθρώπου. Γι’ αυτό ο χριστιανός χρειάζεται τον άλλο χριστιανό που θα του πει το Λόγο του Θεού. Και τον χρειάζεται ξανά και ξανά, ιδίως όταν νιώθει αποθαρρυμένος, γιατί δεν μπορεί ο ίδιος από μόνος του να βοηθήσει τον εαυτό του χωρίς να διαψεύδει τη βασική Αλήθεια της τάξης του Θεού για τη χρεοκοπία του ανθρώπου. Χρειάζεται τον πιστό συνάνθρωπό του ως φορέα και κήρυκα του Θείου Λόγου της σωτηρίας. Χρειάζεται τον πιστό συνάνθρωπό του μόνο και μόνο εξαιτίας του Ιησού Χριστού. Στη δική του καρδιά ο Χριστός είναι ασθενέστερος απ’ ό,τι είναι στην καρδιά του συνανθρώπου του. Η δική του καρδιά παραπαίει ενώ του πιστού αδελφού του είναι στερεωμένη στο Χριστό.

Και αυτό ξεκαθαρίζει επίσης και το σκοπό για τον οποίο υπάρχει η κοινωνία των πιστών, η κάθε κοινωνία πιστών: Επιποθούν ο ένας τον άλλο ως φορείς του μηνύματος της σωτηρίας. Είναι υπ’ αυτή την ιδιότητα που ο Θεός τούς επιτρέπει να ζουν συντροφικά και τους χαρίζει τη χριστιανική κοινωνία. Η συντροφικότητά τους βασίζεται μόνο στον Ιησού Χριστό και σ’ αυτή την «ξένη δικαιοσύνη», τη δικαιοσύνη δηλαδή έξω απ’ τον εαυτό τους. Αυτό λοιπόν που έχουμε να πούμε είναι το εξής: Η κοινωνία των πιστών χριστιανών πηγάζει αποκλειστικά και μόνο απ’ το Βιβλικό μήνυμα—που είναι και το μήνυμα της Μεταρρύθμισης—ότι ο άνθρωπος δικαιώνεται αποκλειστικά με τη Χάρη. Αυτό και μόνο είναι η βάση του πόθου των χριστιανών να βρίσκονται ο ένας κοντά στον άλλο.

Κατά δεύτερο λόγο ο χριστιανός έρχεται προς τους άλλους μόνο διά μέσου του Ιησού Χριστού. Μεταξύ των ανθρώπων κυριαρχεί η έχθρα. «[Α]υτός είναι η ειρήνη ημών», λέει ο απόστολος Παύλος για τον Ιησού Χριστό (Εφεσ. 2/14). Χωρίς το Χριστό υπάρχει έχθρα μεταξύ Θεού και ανθρώπων, καθώς και ανθρώπων μεταξύ τους. Ο Χριστός έγινε ο Μεσολαβητής που έφερε την ειρήνη με το Θεό και την ειρήνη μεταξύ των ανθρώπων. Χωρίς το Χριστό δεν θα ξέραμε το Θεό και δεν θα μπορούσαμε να Τον επικαλεστούμε ή να έρθουμε σ’ Αυτόν. Αλλά χωρίς το Χριστό δεν θα μπορούσαμε επίσης να γνωρίσουμε το συνάνθρωπό μας, ούτε θα μπορούσαμε να έρθουμε σ’ εκείνον. Το ίδιο μας το «εγώ» μάς φράζει το δρόμο. Ο Χριστός άνοιξε το δρόμο προς το Θεό και προς τον αδελφό μας. Τώρα οι πιστοί μπορούν να ζήσουν ο ένας πλάι στον άλλο με ειρήνη. Μπορούν να αγαπήσουν και να υπηρετήσουν ο ένας τον άλλο. Μπορούν να γίνουν ένα. Για να συνεχίσουν όμως να το κάνουν αυτό, μόνο διά του Ιησού Χριστού μπορούν. Μόνο μέσ’ από το Χριστό είμαστε ένα, μόνο μέσ’ απ’ Αυτόν δενόμαστε ο ένας με τον άλλο. Μέχρι την Αιωνιότητα Εκείνος παραμένει ο μόνος Μεσολαβητής.

Κατά τρίτο λόγο, όταν ο Υιός του Θεού ενσαρκώθηκε, πραγματικά και σωματικά πήρε—από καθαρή Χάρη—τη φύση μας, την ύπαρξή μας, το είναι μας. Αυτό ήταν το προαιώνιο σχέδιο του Τριαδικού Θεού. Και τώρα εμείς είμαστε μέσα σ’ Εκείνον. Όπου είναι Αυτός, εκεί είμαστε κι εμείς: Στην ενσάρκωση, στο Σταυρό και στην Ανάστασή Του. Ανήκουμε σ’ Αυτόν επειδή είμαστε μέσα σ’ Αυτόν. Γι’ αυτό και οι Γραφές μάς αποκαλούν «Σώμα Χριστού». Αν όμως εμείς, πριν καν το γνωρίζουμε αυτό—και άρα πριν να είμαστε σε θέση να το επιθυμούμε—έχουμε εκλεγεί και γίνει δεκτοί εν Χριστώ, μαζί με όλη την εκκλησία, τότε είμαστε επίσης και στην αιωνιότητα σε κοινωνία μ’ Εκείνον και αναμεταξύ μας. Εμείς που ζούμε εδώ σε κοινωνία μ’ Εκείνον, μια μέρα θα είμαστε μαζί Του σε αιώνια συντροφικότητα. Συνεπώς, εκείνος που φροντίζει τον αδελφό του, ας ξέρει πως θα είναι αιώνια ενωμένος μ’ αυτόν εν Χριστώ Ιησού. Χριστιανική κοινωνία σημαίνει κοινωνία διά μέσου του Χριστού και εν Χριστώ. Σ’ αυτή την προϋπόθεση είναι βασισμένη η κάθε οδηγία και εντολή που δίνει η Αγία Γραφή για την κοινή ζωή των χριστιανών.

«Περί δε της φιλαδελφίας, δεν έχετε χρείαν να σας γράφω, διότι σεις αυτοί είστε θεοδίδακτοι εις το να αγαπάτε αλλήλους… [σας] παρακαλούμε δε, αδελφοί, να περισσεύητε κατά τούτο επί το μάλλον» (Α΄ Θεσ. 4/ 9, 10). Ο Ίδιος ο Θεός έχει αναλάβει να διδάξει τους ανθρώπους την αδελφική αγάπη. Το μόνο που έχουν να προσθέσουν σ’ αυτό οι άνθρωποι είναι να θυμούνται αυτή τη θεϊκή διδασκαλία καθώς και την προτροπή να αριστεύουν όλο και περισσότερο ως προς αυτήν. Όταν ο Θεός ήταν ελεήμων, όταν μας αποκάλυψε τον Ιησού Χριστό ως τον Αδελφό μας, όταν με την αγάπη Του κέρδισε την καρδιά μας, αυτή ήταν η αρχή της μαθητείας μας στη θεϊκή αγάπη. Όταν ο Θεός ήταν ελεήμων απέναντί μας, μάθαμε κι εμείς να είμαστε ελεήμονες απέναντι των αδελφών μας. Όταν εισπράξαμε συγχώρηση αντί για επίκριση, γίναμε κι εμείς ικανοί να συγχωρούμε τους αδελφούς μας. Ό,τι έκανε ο Θεός σ’ εμάς, αυτό οφείλουμε να κάνουμε κι εμείς στους άλλους. Όσο περισσότερα λάβαμε, τόσο περισσότερα είμαστε ικανοί να δώσουμε. Και όσο πιο πενιχρή είναι η αγάπη μας προς τον αδελφό μας, τόσο λιγότερο ζούμε εμείς οι ίδιοι σύμφωνα με το έλεος και την αγάπη του Θεού. Έτσι, ο Ίδιος ο Θεός μάς δίδαξε να θεωρούμε ο ένας τον άλλο όπως Εκείνος θεώρησε εμάς εν τω Χριστώ. «Διά τούτο προσδέχεστε αλλήλους, καθώς και ο Θεός προσεδέχθη ημάς εις δόξαν Θεού» (Ρωμ. 15/7).

Μ’ αυτό τον τρόπο εκείνος τον οποίο ο Θεός τοποθέτησε σε κοινωνία με αδελφούς μαθαίνει τι σημαίνει να έχει αδελφούς. Ο απόστολος Παύλος ονομάζει τα μέλη της εκκλησίας του «αδελφούς εν Κυρίω» (Φιλιπ. 1/14). Μόνο μέσω του Ιησού Χριστού είναι κανείς αδελφός του άλλου. Είμαι αδελφός κάποιου προσώπου μόνο με βάση του τι έκανε ο Ιησούς Χριστός για μένα και προς εμένα. Το άλλο πρόσωπο έχει γίνει δικός μου αδελφός μέσω εκείνου που έκανε ο Ιησούς Χριστός για κείνον και προς εκείνον. Το γεγονός αυτό, ότι είμαστε αδέλφια μόνο μέσω του Ιησού Χριστού, είναι εξαιρετικά μεγάλης σημασίας. Όχι μόνο με το άλλο πρόσωπο, το οποίο είναι ειλικρινές και αφοσιωμένο στο Θεό και έρχεται να ζητήσει τη χριστιανική μου συντροφικότητα, πρέπει να έχω τέτοιου είδους κοινωνία. Πνευματικός αδελφός μου είναι μάλλον εκείνος τον οποίο λύτρωσε ο Χριστός, έσωσε από την αμαρτία και προσκάλεσε σε πίστη και ζωή αιώνια. Όχι δηλαδή το τι είναι από μόνος του ο άνθρωπος ως χριστιανός—η πνευματικότητα, η ευσέβειά του—να συνιστούν το κριτήριο του μέλους της χριστιανικής κοινωνίας, αλλά μάλλον ο άνθρωπος με βάση του τι έκανε για κείνον ο Χριστός. Η μεταξύ μας κοινωνία βασίζεται αποκλειστικά στο τι έκανε ο Χριστός για τον καθένα μας ξεχωριστά. Και αυτό είναι σωστό όχι μόνο στην αρχή—λες και κάτι άλλο θα προστίθετο αργότερα στη συντροφικότητά μας. Ισχύει και για το μέλλον, καθώς και για την αιωνιότητα. Έχω κοινωνία με άλλους πιστούς και θα συνεχίσω να έχω μόνο διά μέσου του Ιησού Χριστού. Όσο βαθύτερη και αυθεντικότερη γίνεται η κοινωνία μας, τόσο πιο ξεκάθαρα και πιο ανόθευτα ο Ιησούς Χριστός και το έργο Του θα γίνει ο μόνος ζωτικός μας σύνδεσμος. Έχουμε ο ένας τον άλλο μόνο μέσ’ απ’ το Χριστό. Αλλά μέσ’ απ’ το Χριστό όντως έχουμε ο ένας τον άλλο. Ολοκληρωτικά και για όλη την αιωνιότητα.

Αυτό αποκλείει άπαξ και διά παντός κάθε κραυγαλέα επιθυμία για κάτι περισσότερο. Όποιος επιθυμεί κάτι περισσότερο από κείνο που όρισε ο Χριστός, δεν επιθυμεί χριστιανική κοινωνία. Αναζητεί κάποια εξαιρετική κοινωνική εμπειρία που δεν βρήκε πουθενά αλλού. Εισάγει μπερδεμένες και νοθευμένες επιθυμίες στην κοινωνία των πιστών. Και εδώ ακριβώς είναι που η χριστιανική κοινωνία απειλείται περισσότερο, συχνά στα πρώτα της βήματα, από το μεγαλύτερο κίνδυνο που υπάρχει: Να δηλητηριαστεί στη ρίζα της, να μπερδευτεί η κοινωνία της χριστιανικής αδελφότητας με κάποια φυσική επιθυμία θρησκευτικής συντροφικότητας, να δημιουργηθεί σύγχυση ανάμεσα στη φυσική επιθυμία κάθε αφοσιωμένης καρδιάς για συντροφικότητα με την πνευματική πραγματικότητα της χριστιανικής αδελφότητας. Στη χριστιανική κοινωνία τα πάντα είναι ξεκάθαρα απ’ την αρχή: Πρώτα πρώτα ότι η χριστιανική κοινωνία δεν είναι ένα ιδεώδες, αλλά μια θεϊκή πραγματικότητα και δεύτερον ότι η χριστιανική κοινωνία έχει πνευματική και όχι ψυχική υπόσταση.

Όχι ένα Ιδεώδες αλλά μία Θεϊκή Πραγματικότητα

Άπειρες φορές χριστιανικές κοινωνίες διαλύθηκαν, γιατί ξεπήδησαν από ένα ποθητό όνειρο. Ο σοβαρός χριστιανός που πρωτοεγκαθίσταται σε μια χριστιανική κοινωνία κατά πάσα πιθανότητα φέρνει στις αποσκευές του και κάποιο συγκεκριμένο ιδανικό για το πώς θα πρέπει να είναι η κοινωνία των αδελφών, το οποίο και προσπαθεί να υλοποιήσει. Η Χάρη του Θεού όμως γρήγορα γκρεμίζει αυτά τα όνειρα. Το ίδιο σίγουρα όπως ο Θεός επιθυμεί να μας οδηγήσει στη γνώση της αυθεντικής χριστιανικής κοινωνίας, θα νιώσουμε κι εμείς ότι καταποντιζόμαστε από μεγάλη απογοήτευση: Απ’ τους χριστιανούς αδελφούς μας, από τους χριστιανούς γενικότερα και, αν είμαστε τυχεροί, και απ’ τον ίδιο τον εαυτό μας.

Μόνο και μόνο από Χάρη ο Θεός δεν θα επιτρέψει να ζήσουμε ούτε και για λίγο με την ψευδαίσθηση ενός ποθητού όνειρου. Δεν μας εγκαταλείπει σ’ αυτές τις συναρπαστικές εμπειρίες και υψηλόφρονες διαθέσεις που μας συνεπαίρνουν σαν όνειρο. Ο Θεός δεν είναι Θεός συναισθηματικών / συγκινησιακών καταστάσεων αλλά Θεός Αλήθειας. Μόνο εκείνη η χριστιανική κοινωνία η οποία έχει δοκιμάσει τέτοιες απογοητεύσεις—σε όλες τις ατυχείς και άσχημες πλευρές της—αρχίζει να μεταμορφώνεται σ’ αυτό που πρέπει να είναι στα μάτια του Θεού, αρχίζει να συλλαμβάνει διά πίστεως την υπόσχεση που μας δόθηκε. Όσο γρηγορότερα το σοκ της απογοήτευσης έρχεται στο άτομο και στην κοινωνία των πιστών, τόσο το καλύτερο και για τους δύο. Η κοινωνία των πιστών, η οποία δεν μπορεί να επιβιώσει μιας τέτοιας κρίσης, εκείνη που επιμένει να διατηρεί τις ψευδαισθήσεις της αντί να τις γκρεμίζει, την ίδια ακριβώς στιγμή χάνει πέρα για πέρα την υπόσχεση του Θεού για μια κοινωνία πιστών. Αργά ή γρήγορα θα συντριβεί. Κάθε ανθρώπινο όνειρο ή ευγενής πόθος που υπεισέρχεται σε μια χριστιανική κοινωνία αποτελεί εμπόδιο στην αυθεντική χριστιανική κοινωνία και πρέπει να εξοριστεί αν είναι να επιβιώσει η αυθεντική κοινωνία των πιστών. Εκείνος που αγαπάει το δικό του όραμα για μια χριστιανική κοινωνία περισσότερο απ’ την ίδια την κοινωνία των πιστών, γίνεται καταστροφέας της, έστω κι αν οι δικές του προθέσεις είναι απόλυτα ειλικρινείς, έντιμες και γεμάτες αυτοθυσία.

Ο Θεός μισεί τους προσωπικούς οραματισμούς, γιατί κάνουν τον άνθρωπο ατομιστή και υπερόπτη. Ο άνθρωπος που φτιάχνει μόνος του ένα ιδεώδες όραμα για την κοινωνία των πιστών κατά κάποιον τρόπο απαιτεί να γίνει αποδεκτό—από το Θεό, από τους άλλους, απ’ τον εαυτό του. Μπαίνει στην κοινωνία των πιστών με τις απαιτήσεις του, εγκαθιστά το δικό του νόμο, και σύμφωνα μ’ αυτόν, κρίνει Θεό και ανθρώπους. Παραμένει αλύγιστος, ένα ζωντανό «κατηγορώ» όλων των άλλων στον κύκλο των αδελφών. Ενεργεί σαν να ήταν αυτός ο δημιουργός της χριστιανικής κοινωνίας, σαν να είναι το δικό του όνειρο που δένει τους πιστούς μεταξύ τους. Όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως τα είχε οραματιστεί, αποκαλεί την προσπάθεια αποτυχία. Όταν το δικό του ιδεώδες γκρεμίζεται, βλέπει την όλη χριστιανική αδελφότητα να καταρρέει. Έτσι, γίνεται πρώτα κριτής των αδελφών, μετά, του Θεού και τέλος ο απελπισμένος κριτής του ίδιου του εαυτού του.

Επειδή ο Θεός έβαλε τα θεμέλια της χριστιανικής μας αδελφότητας, επειδή ο Θεός μάς ένωσε σε ένα σώμα πιστών εν Χριστώ Ιησού—πολύ πριν εμείς γίνουμε μέλη αυτής της κοινωνίας—η είσοδός μας στη χριστιανική κοινωνία δεν γίνεται με βάση τις δικές μας απαιτήσεις, αλλά με βάση την ευγνωμοσύνη μας που είμαστε αποδέκτες ενός τέτοιου δώρου. Τον ευχαριστούμε γι’ αυτό που έκανε για μας. Τον ευχαριστούμε που μας έχει δώσει αδελφούς οι οποίοι ζουν σύμφωνα με την κλήση Του, τη συγχώρηση και την υπόσχεσή Του. Δεν παραπονούμαστε για κείνα που δεν μας έχει δώσει ο Θεός, αλλά Τον ευχαριστούμε για τα όσα μας δίνει καθημερινά. Και μήπως δεν είναι αρκετά τα όσα μας έχει δώσει; Αδέλφια που θα εξακολουθήσουν να ζουν πλάι μας ακόμα και στην αμαρτία μας ή στην ανάγκη μας—κάτω από την ευλογία της Χάρης Του. Είναι άραγε το θεϊκό δώρο της κοινωνίας των πιστών μικρότερο κάποια μέρα, ακόμα και την πιο δύσκολη και απογοητευτική μέρα; Και όταν η αμαρτία και οι παρεξηγήσεις βαραίνουν πάνω στην κοινωνία των πιστών, ο αδελφός που αμαρτάνει δεν είναι πάντα αδελφός μου πλάι στον οποίο στέκω κι εγώ κάτω από το Λόγο του Χριστού; Δεν είναι η αμαρτία του αδελφού μου ευκαιρία για μένα να ευχαριστώ καθημερινά που και οι δυο μας ζούμε κάτω απ’ το σχήμα της συγχωρητικής αγάπης του Θεού εν τω Χριστώ Του; Έτσι, την ίδια ακριβώς στιγμή που απογοητεύομαι απ’ τον αδελφό μου, ξεκινάει για μένα ένας ασύλληπτα ευεργετικός χρόνος, αφού τόσο αποτελεσματικά με διδάσκει πως κανείς μας δεν μπορεί να ζει με βάση τα δικά του έργα και λόγια αλλά μόνο με το Λόγο και το Έργο που πραγματικά μάς δένει μεταξύ μας—τη συγχώρηση των αμαρτιών μας μέσω του Χριστού. Όταν τα ανθρώπινα όνειρα διαλύονται σαν πρωινή πάχνη, τότε είναι που ανατέλλει η λαμπρή ημέρα της χριστιανικής κοινωνίας.

Στη χριστιανική κοινωνία η ευγνωμοσύνη έχει το ίδιο αποτέλεσμα που έχει αυτή η αρετή σε κάθε τομέα της χριστιανικής ζωής: Μόνο εκείνος που ευχαριστεί για τα μικρά, γίνεται αποδέκτης και μεγάλων δώρων. Εμποδίζουμε το Θεό να μας δώσει τα μεγάλα πνευματικά δώρα που έχει για μας, επειδή δεν Τον ευχαριστούμε για τα όσα μας χαρίζει καθημερινά. Νομίζουμε πως θα ήταν παράτολμο εκ μέρους μας να μείνουμε ικανοποιημένοι από το μικρό μέτρο της πνευματικής γνώσης, εμπειρίας και αγάπης που μας έχει δοθεί κι ότι θα πρέπει μονίμως να επιδιώκουμε το μέγιστο αγαθό. Έπειτα, θρηνούμε για το γεγονός ότι μας λείπει η βαθιά βεβαιότητα, η δυνατή πίστη και η πλούσια σε πνευματικές εμπειρίες ζωή που έχει δοθεί σε άλλους, θεωρώντας το μάλιστα και ευσέβεια να επιδιδόμαστε σε τέτοια θρηνωδία. Προσευχόμαστε για τα μεγάλα πράγματα και ξεχνάμε να ευχαριστήσουμε για τα καθημερινά μικρά—αλλά στην πραγματικότητα όχι και τόσο μικρά—δώρα του Θεού προς εμάς. Πώς να εμπιστευτεί ο Θεός τα μεγάλα σε κάποιον ο οποίος δεν είναι ευγνώμων για τα μικρά; Σε κάποιον που δεν είναι καθημερινά ευγνώμων για την κοινωνία των πιστών στην οποία έχει τοποθετηθεί, έστω κι αν δεν υπάρχουν εκεί οι συνταρακτικές εμπειρίες ή οι κρυφοί θησαυροί, αλλά μεγάλη αδυναμία, λιγοστή πίστη και ποκίλες δυσκολίες; Και, αντίθετα, αν διαρκώς παραπονούμαστε στο Θεό που τα πάντα είναι τόσο ασήμαντα και τιποτένια και απέχουν παρασάγγες απ’ τις προσδοκίες μας, τότε εμποδίζουμε το Θεό ν’ αφήσει την κοινωνία μας να αναπτυχθεί κατά το μέτρο και τον πλούτο που είναι προσιτός σε όλους μας εν Χριστώ Ιησού.

Αυτό ισχύει κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο για τα παράπονα που εκφράζουν συχνά οι ποιμένες και τα μέλη-ζηλωτές για τη χριστιανική τους κοινωνία. Ο ποιμένας δεν πρέπει να παραπονείται για το ποίμνιό του, οπωσδήποτε ουδέποτε σε τρίτους, αλλά επίσης ούτε και στο Θεό. Το ποίμνιο δεν του έχει ανατεθεί για να γίνει κριτής του ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Όταν ένα άτομο αποξενώνεται από τη χριστιανική κοινωνία στην οποία έχει τοποθετηθεί και αρχίσει να εκφράζει παράπονα εναντίον της, καλά θα έκανε να εξετάσει πρώτα τον εαυτό του να δει μήπως το πρόβλημα έχει να κάνει με κάποιο δικό του ιδανικό, το οποίο ο Θεός επιβάλλεται να ισοπεδώσει. Και αν πραγματικά συμβαίνει αυτό, ας ευχαριστήσει το Θεό που τον έφερε σ’ αυτή τη δυσάρεστη θέση. Αν όμως όχι, ας προσέξει να μη γίνει ποτέ κατήγορος του ποιμνίου του ενώπιον του Θεού. Καλύτερα να πάρει αυτός την ευθύνη για την έλλειψη πίστης εκ μέρους του. Ας προσευχηθεί στο Θεό να κατανοήσει τη δική του αποτυχία και τη δική του συγκεκριμένη αμαρτία κι ας παρακαλέσει το Θεό να μη βλάψει τους αδελφούς του. Και, στη συνειδητοποίηση της δικής του ενοχής, ας κάνει μεσολαβητική προσευχή για τους αδελφούς του. Ο ίδιος ας κάνει εκείνο για το οποίο έχει δεσμευτεί κι ας ευχαριστήσει το Θεό.

Η χριστιανική κοινωνία είναι σαν τον αγιασμό του χριστιανού: Είναι δώρο Θεού το οποίο δεν μπορούμε να το απαιτήσουμε. Μόνο ο Θεός γνωρίζει την κατάσταση της χριστιανικής κοινωνίας στην οποία ανήκουμε, το βαθμό του προσωπικού μας αγιασμού. Εκείνο που σ’ εμάς μπορεί να φαίνεται αδυναμία και ασημαντότητα, μπορεί να είναι κάτι μεγάλο και ένδοξο στα μάτια του Θεού. Όπως ακριβώς και ο χριστιανός δεν πρέπει να παίρνει διαρκώς τον πνευματικό σφυγμό του, έτσι και η κοινωνία των πιστών δεν μας έχει δοθεί από το Θεό για να της βάζουμε συνέχεια θερμόμετρο. Με όσο μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη δεχόμαστε καθημερινά εκείνο που μας έχει δοθεί, με τόσο μεγαλύτερη σταθερότητα θα αυξάνει από μέρα σε μέρα η κοινωνία των πιστών, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.

Η χριστιανική κοινωνία δεν είναι ένα ιδεώδες το οποίο καλούμαστε να υλοποιήσουμε. Είναι μάλλον μια πραγματικότητα που τη δημιούργησε ο Θεός εν τω Χριστώ Του στην οποία μπορούμε να συμμετέχουμε. Όσο πιο καλά μάθουμε να αναγνωρίζουμε ότι η βάση, η δύναμη και η υπόσχεση για όλες τις κοινωνίες μας είναι αποκλειστικά και μόνο εν Χριστώ Ιησού, τόσο πιο γαλήνιες σκέψεις θα κάνουμε για τη χριστιανική κοινωνία στην οποία ανήκουμε και θα προσευχόμαστε και θα έχουμε ελπίδα γι’ αυτήν.

Μία Πνευματική και μία Ανθρώπινη Πραγματικότητα

Επειδή η χριστιανική κοινωνία βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στον Ιησού Χριστό, είναι μια πνευματική και όχι ψυχική πραγματικότητα. Σ’ αυτό διαφέρει ριζικά απ’ όλες τις άλλες κοινωνίες. Οι Γραφές αποκαλούν «πνευματικό» εκείνο που μόνο το Άγιο Πνεύμα μπορεί να δημιουργήσει το οποίο βάζει τον Ιησού Χριστό στην καρδιά μας ως Κύριο και Σωτήρα. Οι Γραφές αποκαλούν «ψυχικό», δηλαδή ανθρώπινο, εκείνο που προέρχεται απ’ τις φυσικές επιθυμίες, δυνάμεις και ικανότητες του ανθρώπινου πνεύματος.

Η βάση για κάθε πνευματική πραγματικότητα είναι ο καθαρός, φανερός Λόγος του Θεού εν Χριστώ Ιησού. Η βάση για κάθε ανθρώπινη πραγματικότητα είναι οι ανεξέλεγκτες και σκοτεινές επιθυμίες και παρορμήσεις του ανθρώπινου νου. Ο ακρογωνιαίος λίθος της πνευματικής κοινωνίας είναι η Αλήθεια. Ο ακρογωνιαίος λίθος της ανθρώπινης κοινωνίας είναι η επιθυμία. Το απόσταγμα της πνευματικής κοινωνίας είναι το Φως, γιατί «ο Θεός είναι φως, και σκοτία εν αυτώ δεν υπάρχει ουδεμία» (Α΄ Ιωάν. 1/5). Και εάν «περιπατώμεν εν τω φωτί καθώς αυτός είναι εν τω φωτί, έχομεν κοινωνίαν μετ’ αλλήλων» (Α΄ Ιωάν. 1/7). Το απόσταγμα της κοινωνίας του ανθρώπινου πνεύματος είναι το σκοτάδι, «διότι έσωθεν, εκ της καρδίας των ανθρώπων εξέρχονται οι διαλογισμοί οι κακοί» (Μάρκ. 7/21). Πάνω απ’ τις πηγές απ’ όπου αναβλύζει η κάθε ανθρώπινη πράξη πλανιέται το βαθύ σκοτάδι, ακόμα και πάνω από τις πράξεις που ξεπηδούν απ’ τα πιο ευγενικά και ειλικρινή ελατήρια. Η κοινωνία του Πνεύματος είναι η κοινωνία εκείνων που καλούνται από το Χριστό. Η κοινωνία του ανθρώπινου πνεύματος είναι η κοινωνία ευσεβών ανθρώπινων ψυχών. Στην κοινωνία του Πνεύματος επικρατεί η φωτεινή αγάπη της αδελφικής αλληλεγγύης. Στην κοινωνία του ανθρώπινου πνεύματος φέγγει η σκοτεινή αγάπη της καλής και κακής ανθρώπινης επιθυμίας, του έρωτα. Στην πρώτη υπάρχει η με τάξη λειτουργία της αδελφικής υπηρεσίας, ενώ στην τελευταία η έξω από κάθε τάξη επιθυμία για ατομική ευχαρίστηση. Στην πρώτη υπάρχει η ταπεινή υποταγή των αδελφών ο ένας στον άλλο. Στη δεύτερη η ταπεινή, αλλά συγχρόνως υπεροπτική, υποταγή του κάθε μέλους στη δική του επιθυμία. Στην κοινωνία του Πνεύματος μόνο ο Λόγος του Θεού είναι κυρίαρχος. Στην κοινωνία του ανθρώπινου πνεύματος, εκτός από το Λόγο, κυριαρχεί ο άνθρωπος που είναι εξοπλισμένος με εξαιρετικές δυνάμεις, πείρα, καθώς και «μαγικές» ικανότητες που μπορούν να επηρεάσουν διά της υποβολής τους άλλους. Στην κοινωνία του Πνεύματος μόνο ο Λόγος του Θεού είναι δεσμευτικός και κάθε εξουσία, τιμή και διάκριση υποτάσσονται στο Άγιο Πνεύμα. Στην κοινωνία του ανθρώπινου πνεύματος εκείνο που επιδιώκεται και καλλιεργείται είναι η προσωπική ισχύς και επιρροή. Η αλήθεια είναι πως αν στην ανθρώπινη κοινωνία τα άτομα είναι ευσεβή, αυτό γίνεται με την πρόθεση να προσφέρουν την υψηλότερη και καλύτερη δυνατή υπηρεσία, αλλά στην ουσία το αποτέλεσμα είναι ότι το Άγιο Πνεύμα εκθρονίζεται και υποβιβάζεται σε μια απόμακρη ουτοπία. Στην πραγματικότητα εδώ λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο ο ανθρώπινος παράγοντας. Στην πνευματική κοινωνία είναι το Άγιο Πνεύμα που κυβερνά. Στην ανθρώπινη κοινωνία οι ψυχολογικές τεχνικές και μέθοδοι. Στην πρώτη παρατηρούμε να προσφέρεται από αδελφό σε αδελφό—από αγάπη—μια αφελής, ψυχολογικά αδαής και αμεθόδευτη αρωγή και βοήθεια. Στη δεύτερη η προσφορά συνίσταται σε ψυχολογική ανάλυση και δόμηση. Στην πρώτη, η υπηρεσία του ενός προς τον άλλο είναι απλή και ταπεινή. Στη δεύτερη, η υπηρεσία συνίσταται στην ερευνητική, υπολογιστική ανάλυση κάποιου τρίτου.

Ίσως η αντίθεση μεταξύ της πνευματικής και της ανθρώπινης πραγματικότητας να μπορεί να φανεί καθαρότερα στην εξής παρατήρηση: Στην πνευματική κοινωνία ουδέποτε και κατά κανέναν τρόπο δεν υπάρχει μια «άμεση» εξάρτηση του ενός από τον άλλο, ενώ η ανθρώπινη κοινωνία εκφράζει μια βαθιά, πρωτεϊκή, ανθρώπινη επιθυμία για κοινωνία και άμεση επαφή με άλλους ανθρώπους, το ίδιο όπως και στη σάρκα υπάρχει η επίμονη παρόρμηση για φυσική ένωση με άλλη σάρκα. Αυτού του είδους η ανθρώπινη επιθυμία επιζητεί την ολοκληρωτική ένωση του «εγώ» και του «εσύ», είτε αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της αγάπης είτε—κάτι που στην ουσία είναι το ίδιο πράγμα—στην υπαγωγή ενός προσώπου στη σφαίρα της δύναμης και επιρροής ενός άλλου. Εδώ είναι που η με τα ανθρώπινα κριτήρια δυνατή προσωπικότητα βρίσκεται στο στοιχείο της, εξασφαλίζοντας για τον εαυτό της το θαυμασμό, την αγάπη ή το φόβο των αδυνάτων. Στην περίπτωση αυτή οι ανθρώπινοι δεσμοί, εισηγήσεις και εξαρτήσεις είναι το παν και στην άμεση κοινωνία των ανθρώπινων ψυχών που προκύπτει απ’ αυτή την ένωση βλέπουμε να καθρεφτίζεται η παραμορφωμένη εικόνα του καθετί που αρχικά και αποκλειστικά χαρακτηρίζει την κοινωνία που μεσίτης της είναι ο Χριστός.

Έτσι, παρατηρείται το φαινόμενο της ανθρώπινης αφομοίωσης. Εμφανίζεται σε όλους τους τύπους της μεταστροφής όπου η υπερέχουσα δύναμη ενός ατόμου, συνειδητά ή ασυνείδητα, χρησιμοποιείται καταχρηστικά προκειμένου να επηρεάσει βαθιά και να ελκύσει προς το μέρος της και άλλα άτομα ή ολόκληρες κοινωνίες. Εδώ η μία ψυχή ενεργεί απευθείας επάνω στην άλλη. Ο αδύνατος απορροφάται απ’ το δυνατό, η αντίστασή του λυγίζει κάτω απ’ την επίδραση ενός άλλου προσώπου. Νικιέται αλλά δεν κερδίζεται απ’ αυτό που τον νίκησε. Αυτό γίνεται φανερό αμέσως μόλις του ζητηθεί να ασπαστεί ο ίδιος αυτό το σκοπό, ανεξάρτητα απ’ το άτομο με το οποίο συνδέεται ή και ενδεχομένως και σε σύγκρουση με το πρόσωπο αυτό. Εδώ είναι που το άτομο το οποίο μεταστράφηκε από άλλο άτομο καταρρέει, αποδεικνύοντας συνεπώς πως η μεταστροφή του δεν είχε γίνει από το Άγιο Πνεύμα αλλά από ένα ανθρώπινο ον και γι’ αυτό δεν έχει καμία σταθερότητα.

Παρόμοια, υπάρχει μια καθαρά ανθρώπινης προέλευσης αγάπη του ατόμου προς τον πλησίον του, η οποία μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε ανυπέρβλητες θυσίες. Συχνά μάλιστα ξεπερνάει κατά πολύ τη γνήσια χριστιανική αγάπη σε ένθερμη αφοσίωση και ορατά αποτελέσματα. Μιλάει τη χριστιανική γλώσσα με συγκλονιστική και συγκινητική ευφράδεια. Αλλά αυτού του είδους η αγάπη είναι εκείνο ακριβώς που ο απόστολος Παύλος είχε υπόψη του όταν είπε: «Και εάν πάντα τα υπάρχοντά μου διανείμω, και εάν παραδώσω το σώμα μου διά να καυθώ,»—με άλλα λόγια παρόλο που συνδυάζω τις ύψιστες πράξεις αγάπης με τη μεγαλύτερη αφοσίωση—«αγάπην δε μη έχω [δηλαδή την αγάπη του Χριστού], ουδέν ωφελούμαι» (Α΄ Κοριν. 13/3). Η ανθρώπινη αγάπη κατευθύνεται προς το άλλο πρόσωπο για δικό της όφελος, ενώ η πνευματική αγάπη αγαπαέι τον άλλο για χάρη του Ιησού Χριστού. Συνεπώς η ανθρώπινη αγάπη ζητάει απευθείας επαφή με το άλλο πρόσωπο. Δεν αγαπάει τον άλλο ως ελεύθερο άτομο, αλλά ως κάποιον τον οποίον παίρνει όμηρο. Θέλει να κερδίσει, να αιχμαλωτίσει πάση θυσία. Χρησιμοποιεί την ισχύ. Επιθυμεί να είναι ακατανίκητος, να διαφεντεύει.

Η ανθρώπινη αγάπη δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια. Κάνει την αλήθεια σχετική αφού τίποτε, ούτε καν η ίδια η αλήθεια, δεν πρέπει να μπαίνει ανάμεσα στον άνθρωπο και το αγαπώμενο πρόσωπο. Η ανθρώπινη αγάπη επιθυμεί το άλλο πρόσωπο, τη συντροφιά του, την εκ μέρους του ανταπόδοση της αγάπης. Αλλά δεν υπηρετεί το αγαπώμενο πρόσωπο. Αντίθετα, εξακολουθεί να απαιτεί απ’ αυτό, ακόμα κι όταν φαίνεται πως το υπηρετεί. Υπάρχουν δύο διακριτικά γνωρίσματα, που όμως στην ουσία είναι ένα και το αυτό, τα οποία δείχνουν τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ πνευματικής και ανθρώπινης αγάπης: Η ανθρώπινη αγάπη δεν μπορεί να ανεχτεί τη διάλυση μιας συντροφικότητας, η οποία όμως έχει αποβεί ψεύτικη, προς χάρη μιας αυθεντικής συντροφικότητας και, επίσης, η ανθρώπινη αγάπη δεν μπορεί να αγαπήσει έναν εχθρό της, δηλαδή έναν ο οποίος σοβαρά και επίμονα την απορρίπτει. Και τα δύο πηγάζουν απ’ την ίδια αιτία: Η ανθρώπινη αγάπη είναι απ’ τη φύση της επιθυμία—επιθυμία για ανθρώπινη συντροφικότητα. Όσο μπορεί και ικανοποιεί αυτή της την επιθυμία με κάποιον τρόπο, δεν παραιτείται—ακόμα και για χάρη της αλήθειας, ακόμα και για χάρη της αυθεντικής αγάπης προς άλλους. Όταν όμως δεν μπορεί πια να ελπίζει ότι η ανάγκη της θα ικανοποιηθεί, τότε αποτραβιέται—στην εμφάνιση ενός εχθρού—και μετατρέπεται σε μίσος, περιφρόνηση και συκοφαντία.

Εδώ είναι το σημείο απ’ όπου αρχίζει η πνευματική αγάπη. Αυτός είναι και ο λόγος που η ανθρώπινη αγάπη γίνεται μίσος όταν συναντά αυθεντική πνευματική αγάπη η οποία δεν επιθυμεί αλλά υπηρετεί. Η ανθρώπινη αγάπη γίνεται αυτοσκοπός. Κάνει τον εαυτό της αυτοσκοπό, ένα είδωλο το οποίο λατρεύει και στο οποίο πρέπει να υποτάξει τα πάντα. Τρέφει και καλλιεργεί ένα ιδανικό, αγαπάει τον εαυτό της και τίποτε άλλο στον κόσμο. Αλλά η πνευματική αγάπη έρχεται από τον Ιησού Χριστό και μόνον Εκείνον υπηρετεί. Γνωρίζει ότι δεν έχει άμεση πρόσβαση στους άλλους ανθρώπους.

Ο Ιησούς Χριστός στέκει ανάμεσα σ’ εκείνον που αγαπά και στο αντικείμενο της αγάπης του. Δεν μπορώ να ξέρω εκ των προτέρων τι σημαίνει αγάπη για τον άλλο όταν αυτή πηγάζει από τη γενική περί αγάπης ιδέα που βασίζεται στις ανθρώπινες επιθυμίες—αλλά αυτό μπορεί να είναι μάλλον μίσος κι ένας ύπουλος εγωισμός στα μάτια του Ιησού Χριστού. Το τι είναι αγάπη μόνο ο Χριστός το λέει στο Λόγο Του. Αντίθετα απ’ όλες τις δικές μου απόψεις και πεποιθήσεις, είναι ο Ιησούς Χριστός που θα μου πει τι πραγματικά συνιστά αγάπη προς τους αδελφούς. Συνεπώς, η πνευματική αγάπη δεσμεύεται μόνο από το Λόγο του Ιησού Χριστού. Όπου ο Χριστός με προστάζει να διατηρώ συντροφικότητα προς χάρη της αγάπης, θα τη διατηρώ. Όπου η αλήθεια Του με ωθεί να διαλύσω μια συντροφικότητα για χάρη της αγάπης, θα τη διαλύσω—παρόλες τις αντιρρήσεις της ανθρώπινης αγάπης μου. Διότι η πνευματική αγάπη ουδέποτε επιθυμεί. Μόνο υπηρετεί και αγαπά έναν εχθρό σαν να ήταν αδελφός. Δεν έχει την πηγή της ούτε στον αδελφό αυτό καθεαυτό ούτε στον εχθρό, αλλά στο Χριστό και το Λόγο Του. Η ανθρώπινη αγάπη δεν μπορεί ποτέ να κατανοήσει την πνευματική αγάπη, γιατί η πνευματική αγάπη είναι εκ των Άνω. Είναι κάτι το εντελώς παράδοξο, το νέο και το ακατανόητο από κάθε ανθρώπινη αγάπη.

Επειδή ανάμεσα σε μένα και στους άλλους στέκει ο Χριστός, δεν τολμώ να επιθυμήσω απευθείας κοινωνία μαζί τους. Όπως ακριβώς μόνο ο Χριστός μπορεί να μου μιλήσει με τέτοιον τρόπο ώστε να σωθώ, έτσι επίσης και οι άλλοι μπορούν να σωθούν μόνο από τον Ίδιο το Χριστό. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ελευθερώσω τον άλλον από κάθε δική μου προσπάθεια να τον ‘φτιάξω’, ‘εξαναγκάσω’ και ‘κυριεύσω’ με την αγάπη μου. Ο άλλος πρέπει να διατηρήσει την ανεξαρτησία του από μένα, να αγαπιέται γι’ αυτό που είναι—σαν κάποιος για τον οποίο ο Χριστός ενανθρωπίστηκε, πέθανε και αναστήθηκε, σαν ένας του οποίου ο Χριστός εξαγόρασε τις αμαρτίες και εξασφάλισε συγχώρηση και ζωή αιώνια. Και επειδή ο Χριστός έχει ήδη—και προ πολλού—ενεργήσει μ’ αυτό τον τρόπο για τον άλλο, πριν εγώ αρχίσω να προβαίνω σε ενέργειες απέναντί του, πρέπει να τον αφήσω στην ελευθερία του να ανήκει στο Χριστό. Πρέπει δηλαδή να τον δω ως το πρόσωπο που ήδη στέκεται ενώπιον του Χριστού. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βλέπω τον άλλο μόνο με τη μεσολάβηση του Χριστού. Η ανθρώπινη αγάπη κατασκευάζει τη δική της εικόνα για το πρόσωπο του άλλου—τι είναι και τι πρέπει να γίνει. Παίρνει τη ζωή των άλλων ανθρώπων στα χέρια της. Η πνευματική αγάπη αναγνωρίζει την πραγματική εικόνα του άλλου, την οποία εκείνος παρέλαβε από τον Ιησού Χριστό, την εικόνα δηλαδή που ο Ίδιος ο Ιησούς Χριστός πήρε επάνω Του όταν έγινε σάρκα, την επαναπροσδιόρισε σωτηριακά και στη συνέχεια θα την έβαζε σφραγίδα σε όλους τους ανθρώπους.

Επομένως, η πνευματική αγάπη αποδεικνύει την ταυτότητά της επειδή σε καθετί που λέει και κάνει εμπιστεύεται το Χριστό. Δεν πρόκειται να επιδιώξει να αλλάξει τον άλλο με καθαρά προσωπική, απευθείας εξάσκηση επιρροής ή με προγραμματισμένη παρεμβολή στη ζωή του. Δεν θα αντλεί τη χαρά της από την ανθρώπινη ζέση και υπερδιέγερση. Μάλλον θα βλέπει το άλλο πρόσωπο ξεκάθαρα, με τα μάτια του Λόγου του Χριστού, και θα είναι πρόθυμη να το αφήσει μόνο του με αυτό το Λόγο για μεγάλο χρονικό διάστημα και να το ξαναελευθερώσει, αν χρειαστεί, προκειμένου να έχει να κάνει μαζί του ο Χριστός. Η πνευματική αγάπη θα σεβαστεί τη διαχωριστική γραμμή που έχει χαράξει ο Χριστός μεταξύ του ενός ανθρώπου και του άλλου και θα βρει την πλήρη συντροφικότητα μαζί του μέσ’ απ’ το Χριστό ο οποίος και μόνο μάς δένει τον ένα με τον άλλο. Έτσι, αυτή η πνευματική αγάπη μάλλον θα μιλήσει στο Χριστό για ένα άτομο παρά σε ένα άτομο για το Χριστό. Η αγάπη αυτή γνωρίζει ότι ο αμεσότερος τρόπος σύνδεσης με τον άλλο είναι πάντοτε διά μέσου της προσευχής στο Χριστό και ότι η αγάπη για τον άλλο εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την αλήθεια εν Χριστώ. Ορμώμενος από τέτοια πνευματική αγάπη ο απόστολος Ιωάννης είπε: «Μεγαλητέραν χαράν δεν έχω παρά τούτο, να ακούω ότι τα τέκνα μου περιπατούσιν εν τη αληθεία» (Γ΄ Ιωάν. 4).

Η ανθρώπινη αγάπη ζει με ανεξέλεγκτες σκοτεινές επιθυμίες που ακόμα και να ήθελε κανείς δεν θα μπορούσε να τις υποβάλει σε έλεγχο. Η πνευματική αγάπη ζει στο καθαρό φως της υπηρεσίας την οποία διέπει η αλήθεια. Η ανθρώπινη αγάπη οδηγεί στην υποδούλωση, την εξάρτηση και τον περιορισμό. Η πνευματική αγάπη δημιουργεί την ελευθερία των ανθρώπων κάτω απ’ το Λόγο του Θεού. Η ανθρώπινη αγάπη παράγει καρπούς θερμοκηπίου. Η πνευματική αγάπη γεννάει καρπούς οι οποίοι μεγαλώνουν υγιώς, σύμφωνα με την καλή θέληση του Θεού—στη βροχή, τις καταιγίδες και τον ήλιο της Ουράνιας υπαίθρου. Η ύπαρξη οποιασδήποτε συντροφικής χριστιανικής ζωής εξαρτάται απ’ το εάν θα γίνει δυνατό, την κατάλληλη χρονική στιγμή, να αναδειχτεί το πνεύμα διάκρισης με το οποίο μπορούμε να ξεχωρίζουμε τα ανθρώπινα ιδανικά από την πραγματικότητα του Θεού, την πνευματική από την ανθρώπινη κοινωνία.

Η ζωή ή ο θάνατος μιας χριστιανικής κοινωνίας καθορίζεται απ’ το εάν αποκτήσει νηφάλια σοφία πάνω σ’ αυτό το ζήτημα το συντομότερο δυνατό. Με άλλα λόγια η συντροφική ζωή κάτω από το Λόγο θα παραμείνει υγιής μόνον όπου δεν εξελίσσεται σε κίνημα, τάξη ή κοινωνία ευσεβείας (collegium pietatis), αλλά μάλλον στέκει μόνη της ως τμήμα της Μίας, Αγίας, Χριστιανικής Εκκλησίας, μετέχοντας ενεργά και παθητικά στους πόνους, τους αγώνες και την υπόσχεση της «καθολικής εκκλησίας» του Χριστού. Κάθε προγραμματικός σχεδιασμός «επιλογής» και κάθε «χωρισμός» που δεν υπαγορεύεται αντικειμενικά από το είδος του επιτελούμενου έργου, τις τοπικές ανάγκες ή οικογενειακούς δεσμούς είναι άκρως επικίνδυνος για τη χριστιανική κοινωνία. Όταν παρεμβαίνει ο ανθρώπινος παράγοντας στο χάραγμα της κατευθυντήριας γραμμής, αυτό γίνεται πάντα εις βάρος της πνευματικής ισχύος και αποτελεσματικότητας της εκκλησίας και οδηγεί σε σεχταρισμό. Ο αποκλεισμός των αδυνάτων και των ασήμαντων ανθρώπων—που βασικά θεωρούνται άχρηστοι—από μια χριστιανική κοινωνία μπορεί στην ουσία να σημαίνει τον αποκλεισμό του Χριστού. Στο πρόσωπο του φτωχού αδελφού μπορεί στην πραγματικότητα να είναι ο Χριστός που χτυπάει την πόρτα. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί σ’ αυτό το σημείο.

Ο παρατηρητής που δεν έχει πνεύμα διάκρισης μπορεί να νομίζει ότι αυτό το μπέρδεμα ανάμεσα στην ιδεατή ανθρώπινη κοινωνία και την πνευματική μάλλον συμβαίνει μόνο όταν υπάρχουν πολλαπλά επίπεδα στην κοινωνική δομή, όπως στο γάμο, την οικογένεια ή τη φιλία, όπου το ανθρώπινο στοιχείο κατέχει ήδη μια κεντρική θέση στη σύσταση της κοινωνικής δομής και το πνευματικό είναι μόνο κάτι που απλά προστίθεται στο φυσικό και το διανοητικό. Σύμφωνα μ’ αυτή την άποψη, μόνο σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει ο κίνδυνος σύγχυσης του φυσικού και του πνευματικού στοιχείου, ενώ στην καθαρά πνευματική κοινωνία τέτοιος κίνδυνος σύγχυσης δεν υπάρχει. Αυτή η άποψη όμως κρύβει μέσα της μια μεγάλη αυταπάτη. Σύμφωνα με πολλά εμπειρικά στοιχεία, το ακριβώς αντίθετο είναι εκείνο που γίνεται στην πραγματικότητα. Ένας γάμος, μια οικογένεια ή μια φιλία έχουν πλήρη επίγνωση των δυσκολιών τους για το χτίσιμο μιας κοινωνίας. Αυτές οι σχέσεις—αν είναι υγιείς—γνωρίζουν πολύ καλά πού σταματά το ανθρώπινο στοιχείο και πού αρχίζει το πνευματικό. Γνωρίζουν τη διαφορά μεταξύ «φυσικής/διανοητικής» και «πνευματικής» κοινωνίας. Αντίθετα, όταν στήνεται μια κοινωνία πνευματικού χαρακτήρα, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να παρεμβληθούν σ’ αυτήν πολλά ανθρώπινα στοιχεία τα οποία να αναμειχθούν με τα πνευματικά. Μια καθαρά πνευματική σχέση δεν είναι απλά κάτι το επικίνδυνο αλλά και κάτι το τελείως αφύσικο. Όταν οι φυσικές και οικογενειακές σχέσεις ή οι σχέσεις συνηθισμένων ενώσεων, δηλαδή ενώσεων που προκύπτουν απ’ την καθημερινή ζωή—με όλες τις απαιτήσεις της τελευταίας πάνω στα συνεργαζόμενα άτομα—δεν προεκτείνονται και στον πνευματικό τομέα, τότε πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. Γι’ αυτό το λόγο, όπως έχει δείξει και η πράξη, είναι κυρίως στις ολιγοήμερες «αποδράσεις αναψυχής» των πνευματικών κοινωνιών που το ανθρώπινο στοιχείο αναπτύσσεται ευκολότερα. Δεν υπάρχει τίποτε πιο απλό από το να εξαρθεί η λάμψη της κοινής ζωής κατά τη διάρκεια μιας συντροφικότητας λίγων ημερών, αλλά δεν υπάρχει και τίποτε πιο θανάσιμα επιζήμιο απ’ αυτό για την υγιή, νηφάλια χριστιανική κοινωνία των αδελφών σε καθημερινή βάση.

Ίσως δεν υπάρχει καμιά χριστιανική ψυχή στην οποία ο Θεός να μην έχει αποκαλύψει την ανάταση που χαρίζει η εμπειρία μιας αυθεντικής χριστιανικής κοινωνίας τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του. Αλλά σ’ αυτή τη γη τέτοιες εμπειρίες δεν μπορεί να είναι τίποτε περισσότερο από ένα bonus που δίνει η Χάρη του Θεού, πέρα από τον καθημερινό άρτο της συνηθισμένης ζωής σε χριστιανική κοινωνία. Δεν έχουμε το δικαίωμα να απαιτούμε τέτοιες εμπειρίες και δεν ζούμε στην κοινωνία των αδελφών με το σκοπό να τις αποκτήσουμε. Δεν είναι το εξαίσιο μιας εμπειρίας στην κοινωνία των αδελφών που μας κρατάει δεμένους αλλά η στερεή και ακλόνητη πίστη στη χριστιανική κοινωνία αυτή καθεαυτή. Το ότι ο Θεός έχει ενεργήσει και θέλει να ενεργήσει πάνω σε όλους μας είναι εκείνο που βλέπουμε διά πίστεως στο μεγάλο αυτό δώρο, το οποίο μας κάνει χαρούμενους και ευτυχισμένους αλλά επίσης μας ετοιμάζει και να μην ενδιαφερόμαστε για τέτοιου είδους εμπειρίες, όταν ο Θεός δεν μας τις χαρίζει. Είμαστε ενωμένοι μεταξύ μας δια πίστεως και όχι μέσω εξαιρετικών εμπειριών.

«Ιδού τι καλόν και τι τερπνόν, να συγκατοικώσιν εν ομονοία αδελφοί!»—αυτός είναι ο Βιβλικός έπαινος της κοινής χριστιανικής ζωής. Αλλά τώρα μπορούμε να ερμηνεύσουμε σωστά το «εν ομονοία» και να πούμε «να συγκατοικώσιν εν Χριστώ οι αδελφοί». Διότι μόνο ο Ιησούς Χριστός είναι η ενότης μας. «[Α]υτός είναι η ειρήνη ημών». Μόνο διά μέσου Εκείνου έχουμε πρόσβαση ο ένας στον άλλο, χαρά ο ένας για τον άλλο και κοινωνία ο ένας με τον άλλο.



[1] Αυτό είναι το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Dietrich Bonhoeffer «Η Κοινή Ζωή των Χριστιανών» (Life Together), Harper & Row, 1954, σ.  17-39. (Σ.τ.μ.)

[2] Η αναφορά είναι προφανώς στα δύο αδέλφια, Ράινχολντ Νίιμπερ (Reinhold Niebuhr) και Ρίτσαρντ Νίιμπερ (Richard Niebuhr), χριστιανούς θεολόγους και διανοούμενους μεγάλου κύρους στην Αμερική του 20ου αιώνα που ανήκαν στη Σχολή του νεο-ορθόδοξου προτεσταντισμού ο οποίος επικεντρωνόταν στο χριστιανικό ρεαλισμό (σε αντίθεση με τον ουτοπιστικό) παίζοντας έτσι σπουδαίο ρόλο στην πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις. (Σ.τ.μ.)

[3] Το ‘Swing lo’…είναι το γνωστό σπιρίτσουαλ για το ταξίδι του ανθρώπου στην ουράνια πατρίδα του. Σε ελεύθερη απόδοση τα λόγια λένε τα εξής: «Κατέβα χαμηλά / γλυκό μου άρμα / έλα να με πας στο αληθινό μου σπίτι / Κοίταξα πάνω απ’ τον Ιορδάνη / και ΤΙ ΝΑ ΔΩ / ποιοι έρχονται για να με πάνε σπίτι! / Μια συντροφιά αγγέλων έρχεται για μένα, / έρχεται να με μεταφέρει σπίτι μου / Αν πας εσύ πριν από μένα / πες σ’ όλους μου τους φίλους ότι έρχομαι κι εγώ». (Σ.τ.μ.)

[4] Στη Γερμανία της χιτλερικής περιόδου ο όρος «Ομολογούσα Εκκλησία» αναφερόταν στην ομάδα εκείνων των προτεσταντικών εκκλησιών οι οποίες είχαν αποσχιστεί από την πλειονότητα των γερμανικών εκκλησιών, επειδή οι τελευταίες είχαν υποκύψει στις προσπάθειες του καθεστώτος να επιστρατεύσει και τις εκκλησίες στο ναζισμό.

[5] Η φράση «εις ανάμνηση των παθημάτων Του» αποτελεί προσθήκη της μεταφράστριας, για να είναι πλήρης η αναφορά στα εδάφια της Γραφής: «Λάβετε, φάγετε∙ τούτο είναι το σώμα μου το υπέρ υμών κλώμενον∙ τούτο κάμνετε εις την ανάμνησίν μου…Τούτο το ποτήριον είναι η καινή διαθήκη εν τω αίματί μου∙ τούτο κάμνετε, οσάκις πίνητε, εις την ανάμνησίν μου. Διότι οσάκις αν τρώγητε τον άρτον τούτον, και πίνητε το ποτήριον τούτο, τον θάνατον του Κυρίου καταγγέλετε, μέχρι της ελεύσεως αυτού» (Α΄ Κοριν. 11/24-27). Σ.τ.μ.


Comments are closed.