Γράφει η Βίκυ Κάλφογλου – Καλοτεράκη, Λέκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Α.Π.Θ.
Σκέψεις μετά τα εγκαίνια του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης…
«Ω γης όχημα καπί γης έχων έδραν,/ όστις ποτ’ ει συ, δυστόπαστος ειδέναι»
Ευρ.Τρωάδ.884-885
«Εκείνον λοιπόν τον οποίον αγνοούντες λατρεύετε, τούτον εγώ κηρύττω προς εσάς»
Πράξ.Αποστ.17:23
Όλοι, πιστεύω, θα συμφωνήσουμε, πως κορυφαίο γεγονός στο ξεκίνημα του φετινού καλοκαιριού στάθηκαν τα εγκαίνια στην Αθήνα του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης. Μια τολμηρή όσο κι ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική πρόταση (η οποία υλοποιήθηκε μέσα σε μια έντονη ατμόσφαιρα αντιλογίας, ενστάσεων κι επιφυλάξεων, όπως άλλωστε τα περισσότερα εγχειρήματα στην Ελλάδα) είχε σαν αποτέλεσμα ένα εντυπωσιακό κτίσμα, ανάλαφρο πράγματι παρά το μέγεθός του, με τεράστιες ανοιχτές επιφάνειες στο φως και σε μια μοναδική θέα – τον Βράχο και τον Παρθενώνα.
Τη βραδιά των εγκαινίων, καθώς τα χρώματα της δύσης, διαρκώς μεταβαλλόμενα, «αγκάλιαζαν» κυριολεκτικά κι «έπλαθαν» τη σιλουέτα του μουσείου, έβλεπες απέναντι το ναό να υψώνεται θριαμβικός, μ’ αυτόν τον εσωτερικό παλμό, την ένταση και την ανάταση που έδωσε στις γραμμές και τη φόρμα του ο ευφυής σχεδιασμός των αρχαίων καλλιτεχνών. Πράγματι , μια εικόνα και θέα από τις πιο όμορφες στον κόσμο. Πράγματι, το Μουσείο στεγάζει μερικούς από τους μεγαλύτερους θησαυρούς της ανθρωπότητας. Μεμονωμένα γλυπτά και συνθέσεις, με κορυφαία την πομπή των Παναθηναίων στη μεγάλη ζωφόρο, μαρτυρούν αυτό το πάθος και την εκπληκτική ικανότητα για καλλιτεχνική δημιουργία που υπάρχουν στον άνθρωπο και αναζητούν να πάρουν μορφή – να γίνουν λόγος, εικόνα, μουσική.
Η μεγάλη αντινομία
Οι παρατηρήσεις που ακολουθούν δεν έχουν βέβαια στόχο να υποβαθμίσουν ούτε στο ελάχιστο την αξία αυτού του θησαυρού, ή την απόλαυση που προκαλεί σαν μεγάλο έργο τέχνης. Άλλωστε ιδιότητα και δώρο του Καλλιτέχνη και Δημιουργού Θεού είναι αυτή η ανάγκη του ανθρώπου να εκφράζεται μέσω της καλλιτεχνικής δημιουργίας και να χαίρεται μ’ αυτήν.
Νομίζω όμως, πως αξίζει τον κόπο να τοποθετήσουμε τον Παρθενώνα στο ιστορικό του πλαίσιο αφήνοντας να αναδυθεί η μεγάλη αντινομία – από τη μια πλευρά, η ομορφιά της ανθρώπινης καλλιτεχνικής δημιουργίας και από την άλλη η γκρίζα εικόνα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Είναι αυτή η αντινομία και παραφωνία που διατρέχει σαν μουσικός ισοκράτης την ανθρώπινη ιστορία και βέβαια και την ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος.
Και αυτό ακριβώς, θεωρώ, αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προσφορές του Κλασσικού Πολιτισμού, το γεγονός δηλαδή ότι σπουδαίοι συγγραφείς και στοχαστές της εντόπισαν αυτή την αντινομία.(Σε αντίθεση με σύγχρονους ημιμαθείς ή και ανίδεους, οι οποίοι παπαγαλίζουν απλώς κούφια λόγια και ύμνους για πράγματα που στο βάθος δεν γνωρίζουν). Δύο απ’ αυτούς τους στοχαστές, ο Θουκυδίδης και ο Ευριπίδης, θα μας βοηθήσουν, πιστεύω, με τη δική τους ματιά να «δούμε» κι εμείς πόσο τραγικά ίδιος παραμένει ο άνθρωπος μέσα στους αιώνες, με την ίδια θανατερή αρρώστια να δηλητηριάζει τη ρίζα της ύπαρξής του. Ελπίζω τελικά το οπωσδήποτε ατελές αυτό κείμενο να μας οδηγήσει σε ένα ξεχείλισμα ευγνωμοσύνης για το Μήνυμα που ακούστηκε κάποτε στον Άρειο Πάγο, λίγα μέτρα δίπλα απ’ τον Παρθενώνα, αλλά και στη δική μας καρδιά.
Ιδεολογική και πολιτική σημασία του Παρθενώνα
Για την ηγεσία και τον λαό της Αθήνας του 5ου π.Χ. αι. ο χώρος της Ακρόπολης με τα έργα τέχνης που τον κοσμούν, ο ίδιος ο Παρθενώνας, δεν είχαν μόνον καλλιτεχνική σημασία, ούτε αποτελούσαν αποκλειστικά έναν τόπο λατρείας και θρησκευτικής περισυλλογής. Είναι γνωστό άλλωστε στους θρησκειολόγους ερευνητές και στους ιστορικούς, ότι η λατρεία των θεών και γενικότερα η θρησκευτική δραστηριότητα στις Ελληνικές πόλεις της Αρχαιότητας λειτουργούσε μάλλον σαν ένας από τους θεσμούς της πολιτείας παρά σαν έκφραση υπαρξιακών αναζητήσεων και της ανάγκης των ανθρώπων να επικοινωνήσουν με ένα υπερβατικό Ον. Αυτές οι αναζητήσεις και οι ανάγκες, μ’ άλλα λόγια η γνήσια κραυγή και αγωνία της ψυχής ν’ ακούσει έναν αντίλαλο από το παγερό Σύμπαν, έβρισκαν άλλες διεξόδους να εκδηλωθούν. Οι θεότητες και η λατρεία τους (όπως αυτή της Παλλάδος Αθηνάς) αποτελούσαν κυρίως χαρακτηριστικό συστατικό της ταυτότητας μιας πόλης.
Έτσι ο Παρθενώνας, εκτός από ιερός τόπος και μοναδικό έργο τέχνης, λειτουργούσε συγχρόνως και ως ένα μνημείο με εξαιρετική πολιτική και ιδεολογική σημασία. Κύριο σημείο αναφοράς μέσα στην τοπογραφία της πόλης, ο Παρθενώνας μαζί με όλα τα γλυπτά που τον κοσμούσαν υψώθηκε καταρχήν βέβαια σαν «οίκος» αντάξιος της προστάτιδας θεάς Αθηνάς, παράλληλα όμως και σαν υπόμνηση της μεγάλης νίκης επί των Περσών και της μεγάλης δύναμης που κατείχε τώρα, στα μέσα του 5ου αι., η δημοκρατική Αθήνα. Αυτή η νικηφόρα απώθηση της Περσικής επίθεσης, στην οποία η Αθήνα έπαιξε καθοριστικό ρόλο, τόσο κατά την πρώτη (Μαραθώνας, 490), όσο και κατά τη δεύτερη (Σαλαμίνας 480, Πλαταιές, 479) φάση στάθηκε καθοριστική για την ηγετική θέση που στη συνέχεια κατέλαβε. Μάλιστα, σύμφωνα με μια ευρέως αποδεκτή ερμηνεία, οι 192 ιππείς που «κινούνται» κατά μήκος της μεγάλης ζωφόρου συμβολίζουν τους 192 νεκρούς της μάχης του Μαραθώνα. Σαν μέρος περίοπτο του μεγάλου μνημείου είναι και αυτοί, κατά κάποιο τρόπο, αιώνια «παρόντες».
Τα «Περσικά» (η περίοδος δηλαδή των Περσικών πολέμων) χαράχθηκαν ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη όλων των Ελληνικών πόλεων για τους επερχόμενους αιώνες σαν ένα μοναδικό επίτευγμα που έγινε δυνατό και χάρη στην «ομόνοια» (η οποία, δυστυχώς, αποδείχθηκε εξίσου μοναδική !) που τότε επικράτησε μεταξύ τους. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της Αθήνας, η επιτυχία οφείλεται αναμφίβολα τόσο στις τολμηρές αποφάσεις που την κρίσιμη στιγμή έλαβε μια εξαιρετικά διορατική πολιτική ηγεσία, όσο και στην κοινωνική συνοχή που είχε επιφέρει η επικράτηση ενός μετριοπαθούς δημοκρατικού πολιτεύματος, του πρώτου στην ανθρώπινη ιστορία.
«Δημοκρατία» – ο πολιτικός όρος και το πολίτευμα
Πράγματι, πιθανότατα μέσα στο πρώτο μισό του 5ου αι. αυτή η πολιτειακή οργάνωση που επέτρεπε και προέβλεπε ευρεία συμμετοχή των ελεύθερων Αθηναίων πολιτών στη λειτουργία της πόλης έλαβε την ονομασία δημοκρατία. Είχε προηγηθεί η σημαντική μεταρρύθμιση του Κλεισθένη (508 π.Χ.), η οποία εξουδετέρωσε τον πολιτικό και κοινωνικό έλεγχο των ισχυρών ευγενών-γαιοκτημόνων. Είχαν προηγηθεί επίσης τα μέτρα του Σόλωνα (594π.Χ.), του «πρώτου Ευρωπαίου πολιτικού» σύμφωνα με τον εύστοχο χαρακτηρισμό ενός νεώτερου ιστορικού[1]. Άνθρωπος του μέτρου, με μεγάλη δόση αυτού που ονομάζουμε «κοινό νου», με ικανότητα να επισημαίνει τα προβλήματα στην ανθρώπινη συμβίωση, να σκέφτεται δηλαδή πολιτικά, και να προτείνει πρακτικές και μετριοπαθείς λύσεις. Αξίζει να επισημανθούν δύο στοιχεία, ενδεικτικά της σκέψης του Σόλωνα: πρώτον, η πεποίθησή του ότι τα κοινωνικά προβλήματα προκαλούνται από την άνομη συμπεριφορά και την απληστία των πολιτών, κυρίως δε της ηγεσίας, δεύτερον, η πεποίθησή του ότι η επιβίωση και η λειτουργία μιας κοινότητος είναι αδύνατες χωρίς την κοινωνική συνοχή.[2]
Πράγματι ο Σόλων προλείανε το έδαφος για τη δημιουργία αυτού που ονομάστηκε «δημοκρατία». Ο όρος προερχόμενος από τα συνθετικά δήμος και κρατώ καθορίζει το πολιτειακό σχήμα που διαμορφώθηκε μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη και δίνει απάντηση στο ερώτημα: «ποιος είναι ο κύριος φορέας της εξουσίας», με άλλα λόγια ποιος «κρατεί». Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Αρχαία Ελληνική το ρήμα «κρατώ» αποτελεί (συγκρινόμενο με παραπλήσιες έννοιες, όπως «άρχω» ή «νέμω») το κατεξοχήν κατάλληλο να δηλώσει την κυριαρχία, το «κύριον είναι». Όσο για την έννοια του «δήμου», θεωρώ πως είναι τεκμηριωμένη και πειστική η άποψη ότι στον συγκεκριμένο όρο, δημοκρατία, λειτουργεί με την αρχική και κύρια σημασία του συνόλου των πολιτών, και όχι με μία στενώτερη, η οποία απαντά σε κείμενα πολιτικά ή ταξικά φορτισμένα δηλώνοντας τους πολλούς και ασθενέστερους οικονομικά. Δημοκρατία , όπως ειπώθηκε πιο πάνω, σημαίνει κατ’ αρχήν συμμετοχή του συνόλου των ελευθέρων (αρρένων) πολιτών στην εξουσία.[3]
Παρ’ όλο δε που στην εικόνα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας υπάρχουν στοιχεία αδιανόητα για τον σημερινό παρατηρητή – π.χ. το καθεστώς της δουλοκτησίας ή ο αποκλεισμός των γυναικών από τη συμμετοχή στην οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα – δεν είναι δυνατόν αυτά να ακυρώσουν ή να υποβαθμίσουν τη σημασία τόσο της δημιουργίας αυτού του πολιτεύματος όσο και της ανάπτυξης της θεωρητικής πολιτικής σκέψης μέσα στο συγκεκριμένο πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο. Αξίζει να σημειωθεί πόσο ισχυρή ήταν η απήχηση που διαχρονικά είχε η δημοκρατία στη συνείδηση των Αθηναίων και επίσης πόσο σταθερά εδραιωμένη ήταν. Είναι ενδεικτικό πως όσες φορές κλονίσθηκε, αυτό έγινε είτε σε περίοδο πολέμου και ιδίως στρατιωτικής αποτυχίας είτε υπό την πίεση μιας άλλης δύναμης. Το δημοκρατικό πολίτευμα έγινε μέρος καθοριστικό της ταυτότητας της πόλης και ορατή έκφραση αυτής της ταυτότητας ήταν βεβαίως ο Παρθενώνας.
Μετά τα Περσικά: η Αθήνα γίνεται πανίσχυρη
Ήταν επόμενο η αυτοπεποίθηση των Αθηναίων να είναι μεγάλη την «επόμενη μέρα» της μεγάλης νίκης. Όταν δε οι πόλεις των παραλίων της Μικράς Ασίας ζήτησαν τη συνδρομή των κύριων Ελληνικών δυνάμεων, της Αθήνας και της Σπάρτης, προκειμένου να εξασφαλισθούν απόλυτα από την Περσική επιβουλή και η Σπάρτη, με τη χαρακτηριστική πολιτική της δυσκαμψία (αποτέλεσμα βεβαίως του ιδιόμορφου κοινωνικού καθεστώτος της), αρνήθηκε, η Αθήνα δέχθηκε. Έτσι μπήκαν σταδιακά τα θεμέλια της ισχυρής Αθηναϊκής Συμμαχίας, ενός δικτύου παραλιακών και νησιωτικών πόλεων, που με επικεφαλής την Αθήνα κυριαρχεί στο Αιγαίο.
Η Αθήνα προστατεύει αλλά και ελέγχει. Εγκατάσταση φρουρών, «επισκόπων» τοποτηρητών στις συμμαχικές πόλεις, παροχή κλήρων από τη γη τους σε Αθηναίους κληρούχους – αυτά είναι κάποια από τα μέτρα που εφαρμόζει η Αθήνα, προκειμένου να ελέγχει τα μέλη της συμμαχίας. Πρόκειται για έναν έλεγχο, ο οποίος δεν ατόνησε, ακόμη και όταν ο Περσικός κίνδυνος είχε ουσιαστικά εξουδετερωθεί. Αντίθετα, πόλεις, oι οποίες επιχειρούσαν να αποστατήσουν, είτε με Σπαρτιατική ή και έμμεση Περσική υποκίνηση, είτε διότι απλώς ήθελαν να αποτινάξουν την Αθηναϊκή κηδεμονία, διαπίστωναν ότι κάτι τέτοιο αποκλειόταν, εκτός αν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία την ισχυρή πολεμική μηχανή της Αθήνας.
Υπαινίχθηκα βέβαια και την παράλληλη δράση των άλλων δυνάμεων (Σπάρτης, Περσίας), οι οποίες πάντα καιροφυλακτούσαν, έτοιμες να εκμεταλλευθούν κάθε δυσαρέσκεια των Συμμάχων. Αυτή τη δράση πρέπει κανείς να λαμβάνει οπωσδήποτε υπόψη του, όταν εξετάζει και κρίνει τα μέτρα ελέγχου και καταστολής εκ μέρους της Αθήνας. Ένα είναι πάντως βέβαιο: η δημοκρατική Αθήνα αποκτώντας μάλιστα και μία ριζοσπαστικότερη μορφή πολιτεύματος έγινε σταδιακά μια ισχυρή ηγεμονική δύναμη. Από αυτή τη θέση μπορούσε να διαχειρίζεται τους φόρους των Συμμάχων όχι μόνο για τις αμυντικές και εξοπλιστικές ανάγκες της Συμμαχίας, αλλά και για την κατασκευή μνημείων προορισμένων να υμνήσουν το μεγαλείο και την ιστορία της πόλης.Και το κυριότερο ανάμεσα σ’ αυτά ήταν αναμφίβολα ο Παρθενώνας, κορυφαίο σημείο πολιτιστικής αναφοράς μέχρι τώρα, στον 21ο αι.
Οι συνέπειες
Μελετώντας κανείς την ανθρώπινη ιστορία θα διαπιστώσει πως υπάρχουν δύο τυπικές συνέπειες που ακολουθούν κάθε παρόμοια συσσώρευση δύναμης: α) αντίδραση και φόβος στον περίγυρο, β) σκλήρυνση στη διαχείριση της εξουσίας από το ισχυρό κέντρο, εφόσον οποιαδήποτε οπισθοχώρηση ή ήττα θέτει πλέον σε κίνδυνο την επιβίωσή του.
Ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης (περ.460-μετά το 406π.Χ.), ο άνθρωπος που πρώτος ανήγαγε την ιστορική έρευνα σε κοπιώδη και συστηματική αναζήτηση της αλήθειας, μελέτησε τις συνθήκες που οδήγησαν στη μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στην Αθήνα και τους Συμμάχους της από τη μια μεριά και στη Σπάρτη και τις δυνάμεις που την υποστήριζαν από την άλλη. Αυτή η σύγκρουση που συμβατικά ονομάσθηκε «Πελοποννησιακός πόλεμος» (431-404 π.Χ.) απετέλεσε και το αντικείμενο των «Ιστοριών» του Αθηναίου ιστορικού. Με τη χαρακτηριστική του πυκνή διατύπωση ο Θουκυδίδης λοιπόν επισημαίνει τις δύο αυτές συνέπειες της υπέρμετρης δύναμης.
Διαπιστώνει έτσι στην αρχή του έργου του: «η αληθέστερη στην πραγματικότητα, ανομολόγητη όμως αιτία της σύγκρουσης υπήρξε, κατά τη γνώμη μου, η αυξανόμενη δύναμη των Αθηνών, η οποία φόβησε τους Λακεδαιμονίους και τους εξώθησε σε πόλεμο »[4]. Η δεύτερη διαπίστωση προέρχεται από τον Περικλή[5]. Μιλώντας στους Αθηναίους λίγο πριν από τον θάνατό του προειδοποιεί: «Ούτε μπορείτε να παραιτηθείτε από τη δύναμή σας…… καθώς αυτή τη στιγμή η ηγεμονία σας έχει γίνει κάτι σαν τυραννίδα , η οποία σύμφωνα με την κοινή γνώμη μπορεί να αποκτήθηκε άδικα, αλλά από την οποία δεν είναι ασφαλές να παραιτηθείτε <ην λαβείν μεν άδικον δοκεί είναι, αφείναι δε επικίνδυνον>».
« εωσού η ανθρώπων φύσις…»
Θα ρωτήσει κανείς και δικαιολογημένα: σε μια εποχή σαν τη δική μας, με τα τόσα πολύπλοκα διεθνή προβλήματα, με τις τόσες εστίες πολέμων και έντασης, ποια η σημασία ενός πολέμου τόσο μακρινού, τόσο άσχετου με τις δικές μας ιστορικές συνθήκες; Η απάντηση μπορεί να είναι μονολεκτική: καμία. Με μια πρώτη ματιά ο Πελοποννησιακός πόλεμος δεν αφορά κανέναν άλλον παρά τον Κλασσικό Φιλόλογο ή τον ιστορικό της Κλασσικής Ελλάδος. Αυτή όμως είναι μόνον η πρόσοψη.
Κι αυτό, γιατί ο Θουκυδίδης ερευνά και αφηγείται τη συγκεκριμένη σύγκρουση αντιμετωπίζοντάς την σαν ένα αρχετυπικό μοντέλο, ερευνώντας συγχρόνως κι εξετάζοντας τα βαθύτερα αίτια που οδηγούν τους ανθρώπους στη βίαιη αντιπαράθεση, την εκτρωματική αλλοίωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε συνθήκες πολέμου, τη μέθη της εξουσίας και την απάνθρωπη μεταχείριση των αμάχων. Θέματα δυστυχώς επίκαιρα και στη δική μας, τεχνολογικά τόσο εξελιγμένη εποχή. Στην περικοπή από το τρίτο βιβλίο του τη γνωστή και ως «Παθολογία του πολέμου» (ιδίως: 3.82-84), αφού διαγράψει την εφιαλτική «μετάλλαξη» του απλού ανθρώπου μέσα στο κλίμα του πολιτικού φανατισμού και της ένοπλης σύρραξης, καταλήγει σε μια μοναδική διαπίστωση: «και οι εμφύλιες διαμάχες προκάλεσαν πολλές και φοβερές καταστροφές στις πόλεις της Ελλάδος, πράγματα που πάντα συνέβαιναν και πάντα θα συμβαίνουν, όσο η ανθρώπινη φύση παραμένει ίδια »[6].
Πιστεύω πως κάθε πιστός του Χριστού, φωτισμένος από την αποκάλυψη του Ευαγγελίου, θα συμφωνήσει πως αυτή η κλασσική φράση – διαπίστωση του Θουκυδίδη είναι μια από τις σημαντικότερες που μας έχει κληροδοτήσει η αρχαία Ελληνική Γραμματεία.
Άθεος, αγνωστικιστής, ή απλά ρεαλιστής;
Ο Θουκυδίδης αγαπούσε την πόλη του. Μεγάλωσε κι έζησε σ’ αυτήν, αξιοποίησε τις παιδευτικές δυνατότητες που του πρόσφερε η δημοκρατική Αθήνα, γνώρισε από κοντά την ομορφιά των Περίκλειων μνημείων, την ομορφιά του Παρθενώνα, (όπως κανείς μας δεν πρόκειται ποτέ να τη δει). Την εικόνα αυτής της Αθήνας και αυτής της δημοκρατίας «ιστόρησε» για την αιωνιότητα στο κείμενο του «Επιταφίου»[7]. Ίσως το περισσότερο γνωστό χωρίο από το έργο του, ο «Επιτάφιος» λόγος εκφωνήθηκε από τον Περικλή για τους πρώτους νεκρούς του πολέμου, και όπως συμβαίνει και με τις υπόλοιπες δημηγορίες του Θουκυδίδη, αποτελεί κυρίως αποτύπωση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και όχι τόσο αυτολεξεί καταγραφή των όσων ειπώθηκαν.
Ένας συνειδητός Αθηναίος πολίτης που αγαπούσε και πολέμησε για την πόλη του, αυτός ήταν ο Θουκυδίδης. Έτσι η κριτική και αυστηρή πολλές φορές στάση του απέναντι στις επιλογές των συμπολιτών του είναι και αξιόπιστη και πολύτιμη. Δεν πρόκειται για προϊόν πολεμικής και προκατάληψης προερχόμενο από το στρατόπεδο των αντιπάλων.
Στην ιστορική έρευνα αποκαλείται συνήθως άθεος, οπωσδήποτε αγνωστικιστής. Και είναι αλήθεια ότι η παρουσία και κυρίως η επέμβαση του «θείου» απουσιάζουν από το έργο του, σε αντίθεση με ό, τι συμβαίνει στο έργο του Ηροδότου.Η ανάλυσή του, όσον αφορά τα αίτια των ιστορικών γεγονότων είναι καθαρά ανθρωποκεντρική. Αυτή η ανάλυση όμως, η οποία αποτελεί συχνά αληθινή ανατομία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τον οδηγεί σε εξαιρετικά ρεαλιστικές, σχεδόν ζοφερές διαπιστώσεις γύρω από την ανθρώπινη φύση – βλέπει καθαρά και προβάλλει το πάθος για εξουσία και υλικά αποκτήματα, τη σκληρότητα και την αναλγησία, προκειμένου να διατηρηθεί και να ενισχυθεί αυτή η εξουσία, την εκμετάλλευση του αδύνατου από τον ισχυρό. Θα έλεγα πως η ανθρωπολογία του Θουκυδίδη έχει πολλά κοινά σημεία με την ανθρωπολογία της Παλαιάς Διαθήκης, χωρίς βεβαίως να φωτίζεται από την αποκάλυψη και την Παρουσία του Μοναδικού, Αληθινού Θεού, εγγυητή του Δικαίου και του Ηθικού Νόμου.
Σπουδή Πολιτικού Ρεαλισμού
Υπάρχει ένα πολύ γνωστό σημείο στο ιστορικό έργο του Θουκυδίδη, το οποίο αποτελεί την επιτομή ίσως αυτής της απόλυτα ρεαλιστικής και σκοτεινής εικόνας της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο «διάλογος των Μηλίων», όπως συνηθίζεται να τον αποκαλούν, χρησιμεύει στους θεωρητικούς των Πολιτικών Επιστημών σαν ένα τυπικό παράδειγμα, μια κλασσική σπουδή του ερμηνευτικού μοντέλου που ονομάζουν «Πολιτικό Ρεαλισμό».
Πρόκειται για ένα γεγονός χωρίς ιδιαίτερη στρατιωτική και πολιτική σημασία που εξελίχθηκε σε περίοδο, τουλάχιστον τυπικά, ειρήνης, ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη φάση του Πελοποννησιακού πολέμου. ‘Ένα «μικροεπεισόδιο» που αφορά τους ανώνυμους κατοίκους ενός μικρού νησιού του Αιγαίου, της Μήλου, και θα μας ήταν πιθανότατα άγνωστο, αν ο Θουκυδίδης δεν το θεωρούσε τόσο σημαντικό, ώστε να του αφιερώσει 26 παραγράφους σ’ ένα κομβικό σημείο του έργου του (Ιστορίαι, 5.84-116). Το 416 π.Χ. οι Αθηναίοι στέλνουν εκστρατευτικό σώμα εναντίον της ουδέτερης ως τότε Μήλου, μιας Δωρικής αποικίας, προκειμένου να επιβάλουν την ένταξη του νησιού στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Συναντώντας αντίδραση και πριν εμπλακούν σε ανοιχτές εχθροπραξίες στέλνουν πρέσβεις, οι οποίοι εκθέτουν στους εκπροσώπους των Μηλίων τις επιλογές που ανοίγονται μπροστά τους. Εκείνοι, από την άλλη μεριά, παρά το άνισο της θέσης τους, επιχειρούν να παρουσιάσουν τα δικά τους επιχειρήματα.
Η φραστική αυτή αντιπαράθεση, γνωστή (διάσημη μάλλον) ως «Μηλίων διάλογος», αποτελεί σαφώς μια λογοτεχνική επινόηση και σύνθεση του Θουκυδίδη, όπως άλλωστε είπαμε συμβαίνει και με τις άλλες δημηγορίες που παραθέτει στο έργο του. Ούτε οι Αθηναίοι πρέσβεις, ούτε οι απελπισμένοι εκπρόσωποι των Μηλίων εκφράστηκαν ποτέ μ’ αυτό τον περίτεχνο και καλά ζυγισμένο λόγο. Το κείμενο όμως μεταδίδει αναμφίβολα μια βαθύτερη πραγματικότητα, απόλυτα αληθινή: την αλαζονεία του ισχυρού και την περιφρόνηση των δικαίων του αδύνατου, την αδίστακτη επιβολή της εξουσίας. Και ο Θουκυδίδης γνώριζε καλά ότι αυτή η αλαζονική και αρπακτική στάση υπαγόρευε τις επιλογές της φιλοπόλεμης παράταξης που τότε κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή της Αθήνας. Θεωρεί υποχρέωσή του να την ξετυλίξει μπροστά στον αναγνώστη και να την περι-γράψει με μια ανατριχιαστική ωμότητα.
Δύο δρόμοι ανοίγονται μπροστά στους Μηλίους: συμμόρφωση με τις επιταγές της πανίσχυρης Συμμαχίας ή ολοκληρωτική καταστροφή. Οι Αθηναίοι πρέσβεις δεν νιώθουν καν την ανάγκη να επικαλεσθούν κάποια επιχειρήματα που θα νομιμοποιούσαν την ηγεμονία και τις απαιτήσεις τους. «Όλ’ αυτά είναι περιττά. Γνωρίζετε και γνωρίζουμε πως κρίνουν και βλέπουν οι άνθρωποι τα προβλήματα στις σχέσεις τους: το δίκαιο λαμβάνεται υπόψη, όταν υπάρχει ίση δύναμη για την επιβολή του. Όταν αυτό δεν συμβαίνει, οι δυνατοί κάνουν ό, τι τους επιτρέπει η δύναμή τους, οι αδύνατοι υποχωρούν και αποδέχονται»[8]. Μια κυνική αποτύπωση ενός τυπικού μοντέλου ανθρώπινης συμπεριφοράς, το οποίο σφραγίζει την ιστορία από την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου ως τις μέρες μας.
Οι Μήλιοι επιχειρούν να βάλουν στη συζήτηση τους θεούς: σίγουρα αυτοί τουλάχιστον θα βοηθήσουν τους ευσεβείς κατοίκους του νησιού. Οι Αθηναίοι δεν κλονίζονται. Κι αυτοί, λένε, είναι εξίσου θεοφοβούμενοι και, εξάλλου, αυτός ο πανίσχυρος νόμος κυριαρχεί τόσο στη θεϊκή όσο και στην ανθρώπινη σφαίρα: ο δυνατός επιβάλλει πάντα τη θέλησή του στον αδύνατο. «Κι εσείς οι ίδιοι που μας κατηγορείτε, ότι σας αδικούμε», παρατηρούν απευθυνόμενοι στους Μηλίους, «κι εσείς κι ο καθένας, αν βρισκόσαστε στην ίδια θέση της υπεροχής, θα κάνατε το ίδιο. Δεν εφεύραμε εμείς αυτόν τον νόμο. Έτσι γίνεται πάντα»[9]. Ανάμεσα στις γραμμές ακούγεται καθαρά η φωνή των Σοφιστών της Περίκλειας Αθήνας: «το Δίκαιο βρίσκεται πάντα με την πλευρά του ισχυρού».
Η «Ύβρις» που οδηγεί στην τύφλωση
Οι Μήλιοι δεν συμβιβάζονται. Οι εχθροπραξίες με την προδιαγεγραμμένη κατάληξη αρχίζουν: «Και οι Μήλιοι, επειδή πολιορκούνταν πια πολύ στενά….. , συνθηκολόγησαν με τους Αθηναίους …..Και οι Αθηναίοι σκότωσαν όσους Μηλίους ενήλικους έπιασαν κι έκαναν δούλους τα παιδιά και τις γυναίκες τους. Το νησί το αποίκισαν οι ίδιοι, στέλνοντας αργότερα πεντακόσιους αποίκους»[10] .
Δεν χρειάζονταν περισσότεροι γι’ αυτό το μικρό κομμάτι γης.
Πράγματι, μια «ασήμαντη» στρατιωτική επιχείρηση. Ο ιστορικός έχει επανέλθει τώρα στο γνωστό λιτό και ψυχρό του λόγο. Ο μεγάλος διάλογος, η σπουδή πάνω στην τυπική συμπεριφορά του ισχυρού δίνουν τη θέση τους σ’ αυτή την τόσο λιτή και περιεκτική περιγραφή, πιο δυνατή όμως από οποιαδήποτε εξεζητημένη αφήγηση. Με φόντο την ένταση του διαλόγου που προηγήθηκε οι λίγες λέξεις που αφιερώνονται στην καταστροφή πάλλουν κυριολεκτικά από συσσωρευμένη δύναμη[11]. Σίγουρα ο Θουκυδίδης τις θέλει να ηχούν ακόμη στ’ αυτιά του αναγνώστη, καθώς περνά αμέσως στην επόμενη φάση της διήγησης: «Τον ίδιο χειμώνα, οι Αθηναίοι ήθελαν να εκστρατεύσουν πάλι κατά της Σικελίας …. με την ελπίδα να την υποτάξουν»[12].
Πρόκειται για την υπερφίαλη εκστρατεία (415-413π.Χ.) που θα καταλήξει στον αφανισμό χιλιάδων Αθηναίων οπλιτών και στο μαρτύριο των αιχμαλώτων που ρίχτηκαν στα λατομεία των Συρακοσίων. Σύμφωνα με την επιγραμματική καταληκτική φράση του Θουκυδίδη «ουδέν ότι ουκ απώλετο, και ολίγοι από πολλών επ’ οίκου απενόστησαν» («δεν υπήρχε κάτι που να μη χάθηκε – λίγοι επέστρεψαν στα σπίτια τους»)[13].
Σαν τον ζωγράφο που, προκειμένου να προβάλει τα θέματά του συνδυάζει με συγκεκριμένο τρόπο φιγούρες, επιφάνειες, φωτοσκιάσεις, έτσι και ο Θουκυδίδης μοιάζει σκόπιμα να τοποθετεί διαδοχικά τα δύο θέματα, τις δύο εικόνες του: τη σφαγή της Μήλου και την έναρξη της μοιραίας για την Αθήνα Σικελικής εκστρατείας – από τη μία πλευρά, η αλαζονεία της δύναμης, η «ύβρις», από την άλλη, η «νέμεσις», η αρχή της κάμψης της Αθηναϊκής παντοδυναμίας.
Αρκετοί μελετητές «βλέπουν» την εσωτερική σχέση που φαίνεται να συνδέει τις δύο εικόνες. Ακόμη όμως και αν πρόκειται για μια τυχαία ακολουθία, το γεγονός παραμένει: ο Θουκυδίδης έδωσε ιδιαίτερο βάρος και έκταση στο «επεισόδιο» της Μήλου, γιατί διέκρινε τη βαθύτερη ηθική διάσταση της πράξης, και επίσης: ο Θουκυδίδης «είδε» καθαρά το πρόβλημα της ανθρώπινης φύσης. Και αν στην «Παθολογία του Πολέμου» απαριθμεί με ιατρική ακρίβεια τα συμπτώματα της στρέβλωσης που ο πόλεμος φέρνει στην ανθρώπινη συμπεριφορά, στον «Διάλογο των Μηλίων» το νυστέρι του μπαίνει βαθύτερα και αποκαλύπτει τη στρέβλωση της συνείδησης, τη διαστροφή των ηθικών κριτηρίων.
Στην προσπάθειά τους να πείσουν τον ισχυρό αντίπαλο οι Μήλιοι προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν επιχειρήματα παρμένα ουσιαστικά από τις επιταγές του λεγομένου Φυσικού Νόμου – η επίθεση των Αθηναίων δεν έχει καμία ηθική βάση, η σκληρή ηγεμονική πρακτική τους είναι άδικη και επισύρει αντίδραση και τιμωρία. Βρίσκουν απέναντί τους όμως την κυνική περιφρόνηση αυτών των κανόνων και την αλαζονική διακήρυξη πως αυτές οι δεσμεύσεις δεν ισχύουν για τον ισχυρό. Τον Φυσικό Νόμο (ή αλλιώς και Φυσικό Δίκαιο), τις βασικές αρχές δηλαδή που ορίζουν την ορθή και την άδικη συμπεριφορά, τον συναντά κανείς πράγματι στη συλλογική συνείδηση όλων των πολιτισμών και μοιάζει να αποτελεί τη μυστική υπογραφή του Θεού στην ανθρώπινη ψυχή. Σ’ όλη τη διαδρομή όμως της ανθρώπινης ιστορίας συναντά κανείς επίσης και τη συνεχή παραβίαση αυτού του Νόμου. Κι αυτό είναι που ουσιαστικά επισημαίνει ο Θουκυδίδης.
«Δύο είναι τα δεδομένα», σημειώνει ο C.S.Lewis, «που αποτελούν τα θεμέλια κάθε λογικής και διαυγούς συλλογιστικής γύρω από το εαυτό μας και το σύμπαν μέσα στο οποίο ζούμε: το γεγονός ότι οι άνθρωποι γνωρίζουν στο βάθος τις αρχές αυτού του Φυσικού Νόμου και το γεγονός ότι διαρκώς τις παραβαίνουν»[14]. Και ο Εκκλησιαστής, ένας επίσης ρεαλιστής παρατηρητής των ανθρώπινων πραγμάτων, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Τότε εγώ εστράφην, και είδον πάσας τας αδικίας τας γινομένας υπό τον ήλιον – και ιδού δάκρυα των αδικουμένων, και δεν υπήρχεν εις αυτούς ο παρηγορών – η δε δύναμις ήτο εν τη χειρί των αδικούντων αυτούς – και δεν υπήρχεν εις αυτούς ο παρηγορών»[15] .
«Τρωάδες» – η ματιά του ποιητή
Είναι γνωστή η αιρετική ματιά του Αθηναίου τραγικού Ευριπίδη (485/84-406) απέναντι στις παραδοσιακές αντιλήψεις των συμπατριωτών του, ιδιαίτερα τις αντιλήψεις τους σχετικά με τους θεούς, όπως και απέναντι στο κατεστημένο θρησκευτικό αλλά και κοινωνικό σύστημα. Είναι γνωστή η ευθεία του αμφισβήτηση όσον αφορά την ανύπαρκτη ηθική των διαφόρων θεοτήτων άρα και την ίδια τους την ύπαρξη. Είναι γνωστή η σπαρακτική δέηση της γριάς βασίλισσας Εκάβης προς ένα Άγνωστο Ον, κυρίαρχο μέσα στο σύμπαν, στο οποίο αναρωτιέται τι όνομα πρέπει να δώσει. Είναι γνωστό το ενδιαφέρον του ποιητή να μελετήσει και να αποδώσει τη γυναικεία προσωπικότητα, γνωστή και η γεμάτη συμπάθεια αντιμετώπιση των δούλων στα έργα του.
Παιδί κι αυτός της Περίκλειας Αθήνας, εκπαιδευμένος κάτω από τη σκιά του Παρθενώνα, μας έχει διασώσει στην τραγωδία του «Ικέτιδες» ένα απόσπασμα που προφανώς αποτελούσε μέρος της δημοκρατικής επιχειρηματολογίας. Βρίσκεται όμως και αυτός μπροστά στην ίδια πολιτική και στρατιωτική πραγματικότητα, όπως και ο Θουκυδίδης: βλέπει την Αθήνα να εξελίσσεται από προστάτιδα της Συμμαχίας σε ανάλγητη ηγεμονική δύναμη, πληροφορείται τη σφαγή στη Μήλο και τις πυρετώδεις προετοιμασίες για τη Σικελική εκστρατεία. Λίγο πριν αυτές ολοκληρωθούν ο Ευριπίδης ανεβάζει μια καινούρια τραγωδία του τις «Τρωάδες» – πρόκειται για ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα αντιπολεμικά έργα που γράφτηκαν ποτέ, παρόν στο διεθνές θεατρικό ρεπερτόριο μέχρι και σήμερα. Μέσα από την ποίησή του και τον τρόπο που χειρίζεται τον παλαιό, γνωστό μύθο ο Ευριπίδης εκφράζει μοναδικά την αγωνία για τις επιλογές των συμπατριωτών του. Βέβαια το έργο στάθηκε αιτία να ενταθούν ακόμη περισσότερο οι σχέσεις του με την κοινή γνώμη.
Σ’ αυτό το σημείο θα ήθελα να μεταφέρω αυτούσιο ένα εκπληκτικό κείμενο που αφορά τις «Τρωάδες» και προέρχεται από την κλασσική μονογραφία του Gilbert Murray «Ο Ευριπίδης και η Εποχή του» .[16] Ο περίφημος Άγγλος κλασσικός φιλόλογος που διακρίθηκε στους ακαδημαϊκούς κύκλους κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα ήταν αυθεντία σε θέματα Αρχαίας Τραγωδίας και μετέφρασε έργα του Ευριπίδη στα Αγγλικά.
Αξίζει να δούμε την ανάλυση που κάνει στον «Πρόλογο» των «Τρωάδων»: «Ο Ευριπίδης πρέπει να στριφογυρνούσε μες στο μυαλό του εκείνο το φθινόπωρο και το χειμώνα το έγκλημα της Μήλου. Την άνοιξη, ενώ ο μεγάλος στόλος ετοιμαζόταν ακόμα για το ταξίδι, παρουσίασε ένα περίεργο δράμα, έργο προφήτη μάλλον παρά ποιητή, που στη αρχαιότητα το θεωρούσαν σαν ένα από τα αριστουργήματά του, μα που άναψε τη φωτιά της παντοτινής διαφωνίας ανάμεσα σ’ αυτόν και τους συμπολίτες του…..Ο τίτλος του ήταν «Τρωάδες» και η υπόθεσή του η μεγαλύτερη νίκη που είχαν κερδίσει, σύμφωνα με την παράδοση, τα ελληνικά όπλα, η κατάληψη δηλ. της Τροίας από τον στρατό του Αγαμέμνονα. Διηγείται όμως την παλιά παράδοση μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο. Μας κάνει να βλέπουμε τη μεγάλη δόξα με έναν αργό, σκεφτικό…. Τρόπο, ώσπου δε βλέπουμε πια δόξα καθόλου, αλλά ντροπή, τύφλωση κι έναν κόσμο τυλιγμένο στο σκοτάδι. Στην αρχή του έργου βλέπουμε θεούς σκεφτικούς πάνω από τα ερείπια της Τροίας, όπως θα μπορούσαν να είναι σκεφτικοί πάνω απ’ αυτό το ερειπωμένο νησί του Αιγαίου που τα τείχη του ήταν σχεδόν τόσο παλιά, όσο και της Τροίας. Απ’ το Αιγαίο ήταν που ο Ποσειδώνας υψώθηκε για να δει την πόλη που αφάνισαν οι Έλληνες και τώρα είναι ερείπια που καπνίζουν. «Τα άλση είναι έρημα και τα ιερά των θεών έγιναν κόκκινα από το αίμα που τρέχει». Τα άταφα πτώματα κείτονται μολύνοντας τον αέρα – κι οι νικητές, όλο νοσταλγία κι ανησυχία, χωρίς να ξέρουν γιατί, γυρίζουν εδώ κι εκεί περιμένοντας τον άνεμο που θα τους πάρει μακριά απ’ τη χώρα αυτή που οι ίδιοι την έκαναν φριχτή. Αυτό είναι το έργο της Αθηνάς, θυγατέρας του Δία!Για μια στιγμή το όνομα ταράζει το ακροατήριο. Η Αθηνά είναι βέβαια προστάτισσα θεά της Αθήνας. Ο Ευριπίδης όμως απλώς ακολουθεί τη γνήσια Ομηρική παράδοση, όπου η Αθηνά ήταν ο μεγάλος εχθρός της Τροίας κι ο αδίσταχτος φίλος των Ελλήνων. Εμφανίζεται στη σκηνή, μόλις αναφέρουν το όνομά της. Όμως έχει αλλάξει. Οι ευνοούμενοί της πήγαν πολύ μακριά. Οι πράξεις τους είναι «Ύβρις», γιατί πρόσβαλαν τους βωμούς των θεών κι ατίμασαν παρθένες σε ιερούς τόπους. Τώρα κι η Αθηνά η ίδια έχει στραφεί εναντίον του λαού της. Ο μεγάλος στόλος τους, γεμάτος έπαρση για τη νίκη του, μα στιγματισμένος για το αμάρτημά του, είναι πια έτοιμος ν’ ανοίξει τα πανιά – η Αθηνά ζητάει απ’ το Δία πατέρα την τιμωρία που κι ο Δίας την αποθέτει στα χέρια της. Η Αθηνά κι ο Ποσειδώνας ορκίζονται συμμαχία – η φουρτούνα θα ξεσπάσει, μόλις σαλπάρει ο στόλος, κι οι πεινασμένοι βράχοι του Αιγαίου θα χορτάσουν από συντρίμμια καραβιών κι ανθρώπους που πεθαίνουν.«Μώρος δε, θνητών όστις εκπορθεί πόλεις,/Ναούς τε, τύμβους θ’ ιερά των κεκμηκότων/Ερημία δους, αυτός ώλεθ’ ύστερον»(Ανόητος είναι όποιος κουρσεύει πόλεις/Και τους τάφους ρημάζει και τα όσια των νικημένων./Ερημιά έφερε – κι αυτός με τη σειρά του αφανίζεται)Κι οι οργισμένοι θεοί χάνονται μες τη νύχτα. Ήταν τάχα ολότελα ήσυχες οι συνειδήσεις εκείνων που λεηλάτησαν τη Μήλο, όταν άκουγαν αυτό τον πρόλογο;»
Η μια μετά την άλλη οι γυναίκες της Τροίας βλέπουν ξαφνικά τη ζωή τους να διαλύεται. Έχασαν τους άντρες τους, τα παιδιά τους, τώρα χάνουν την ελευθερία τους και σέρνονται στα πλοία των νικητών βλέποντας πίσω την αγαπημένη πόλη στις φλόγες. Η βασίλισσα Εκάβη, η Ανδρομάχη, η αγαπημένη γυναίκα του Έκτορα, ο γιος της. ο μικρός Αστυάνακτας, η Πολυξένη, είναι πια κλασσικές μορφές, αιώνια σύμβολα του πόνου και του σπαραγμού των αμάχων, σύμβολα της ατέλειωτης χορείας όσων είδαν και, δυστυχώς, βλέπουν και σήμερα τη ζωή τους να αφανίζεται μέσα στην παραφροσύνη του πολέμου.
Η λύση της αντινομίας
Στην αρχή αυτού του κειμένου ανέφερα κάτι που αποτελεί για μένα βαθιά πεποίθηση και στερεώνεται μέσα μου όλο και περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου: μια από τις σημαντικότερες προσφορές του Αρχαίου Ελληνικού Κόσμου είναι ακριβώς η παρουσία στοχαστών, όπως ο Θουκυδίδης και ο Ευριπίδης, οι οποίοι μίλησαν με ειλικρίνεια, ο καθένας με τον τρόπο του, για το ανθρώπινο πρόβλημα.
Από πουθενά δεν προκύπτει ότι η περίοδος της Κλασσικής Αρχαιότητας, η Περίκλεια Αθήνα συγκεκριμένα, ήταν η «πιο ευτυχισμένη και αρμονική εποχή της ανθρώπινης ιστορίας», όπως ακούστηκε από μια τηλεπαρουσιάστρια τη βραδιά των εγκαινίων στην προσπάθειά να γεμίσει τον τηλεοπτικό της χρόνο με τις γνωστές αστήρικτες αοριστολογίες. Κανείς από τους σκεπτόμενους ανθρώπους που έζησαν τότε και μας άφησαν δείγματα από το στοχασμό τους δεν θα συμφωνούσε μαζί της – και αυτοί, ας σημειωθεί, ανήκαν στο προνομιούχο κοινωνικό στρώμα. Όπως ενδεικτικά είδαμε, οι ίδιοι οι Αθηναίοι διανοούμενοι, στους οποίους η Αθήνα οφείλει τη φήμη της, διαπίστωναν τις σκοτεινές πλευρές της κοινωνίας τους και τις άφρονες αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας.
Βεβαίως αυτή η διαπίστωση δεν αναιρεί το μέγεθος των πολιτιστικών επιτεύξεων – τη λάμψη της τέχνης, το βάθος του φιλοσοφικού στοχασμού. Δεν ακυρώνει το μέγεθος αυτού που πρόσφερε η δημοκρατική Αθήνα «γεννώντας» τον θεατρικό λόγο και τη θεωρητική πολιτική σκέψη. Επιβεβαιώνει απλώς την ύπαρξη αυτής της μεγάλης αντινομίας ανάμεσα στην ανθρώπινη πνευματική δημιουργία και στην ανθρώπινη συμπεριφορά. «Αυτό είναι το κλειδί για την ανθρώπινη ιστορία», γράφει ο C.S.Lewis σε μια από τις πιο γνωστές σελίδες του έργου του[17]. «Τεράστιες ποσότητες ενέργειας αναλώνονται, πολιτισμοί δημιουργούνται, εξαιρετικοί θεσμοί εισάγονται – κι όμως. Κάθε φορά κάτι πάει στραβά. Κάποιο θανάσιμο ελάττωμα φέρνει πάντα εγωϊστές και σκληρούς ανθρώπους στην εξουσία και όλο το σύστημα γλιστρά πάλι πίσω, στην αθλιότητα και την καταστροφή». Κι αυτό, γιατί «ο Θεός δημιούργησε την ανθρώπινη μηχανή έτσι ώστε να κινείται από τον Ίδιο. Ο Ίδιος ο Θεός είναι το καύσιμο που το πνεύμα μας χρειάζεται με βάση τον τρόπο που έχει δημιουργηθεί, ή, αλλιώς, η τροφή που σχεδιάστηκε να καταναλώνει το πνεύμα μας….. Ο Θεός δεν μπορεί να μας προσφέρει την ευτυχία και την ειρήνη ξέχωρα από τον εαυτό Του, επειδή απλούστατα δεν υπάρχουν». Το λάθος των ανθρώπων μέσα στους αιώνες είναι, ότι προσπαθούν να κινήσουν τη μηχανή «με λάθος καύσιμα».
Η ίδια αντινομία σφραγίζει και την κάθε ανθρώπινη προσωπικότητα ξεχωριστά. Πάλι ο Ευριπίδης παρακολουθεί και καταγράφει την εσωτερική πάλη και τον αγώνα της πιο γνωστής ίσως ηρωϊδας του, της Μήδειας, να νικήσει το πάθος που την κατακαίει οδηγώντας την στην απόφαση να σκοτώσει τα ίδια της τα παιδιά: «και μανθάνω μεν οια δραν μέλλω κακά/θυμός δε κρείσσων των εμών βουλευμάτων» («καταλαβαίνω με το νου πόσο κακό είναι αυτό που πάω να κάνω, όμως τα αισθήματά μου είναι πιο δυνατά από τη λογική μου»)[18].
Έχω την αίσθηση πως οι στίχοι αυτοί ηχούσαν στο νου του Παύλου, καθώς περιγράφει στην επιστολή του προς τους Ρωμαίους την ίδια πάλη : «διότι δεν πράττω το αγαθόν, το οποίον θέλω – αλλά το κακόν το οποίον δεν θέλω τούτο πράττω…..Διότι ηδύνομαι μεν εις τον νόμον του Θεού κατά τον εσωτερικόν άνθρωπον βλέπω όμως εν τοις μέλεσί μου άλλον νόμον αντιμαχόμενον εις τον νόμον του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εις τον νόμον της αμαρτίας τον όντα εν τοις μέλεσί μου».[19]
Άλλωστε στον λόγο του Αρείου Πάγου ο Παύλος απέδειξε πως είχε μελετήσει και γνώριζε Έλληνες ποιητές: «Διότι εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχομεν – καθώς και τινες των ποιητών σας είπον «Διότι και γένος είμεθα τούτου», θυμίζει στους Αθηναίους[20]. Στην πρώτη εικόνα – «ύπαρξη εν τω Θεώ» – αναγνωρίζεται ένας στίχος του ποιητή Επιμενίδη από την Κρήτη (6ος αι.π.Χ.)[21], ενώ η ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι «γένος του Θεού» απαντά και στον περίφημο ύμνο προς τον Δία του Στωϊκού Κλεάνθη (331-232π.Χ.)[22], αλλά και στα Φαινόμενα, έργο του αστρονόμου-ποιητή Άρατου από τους Σόλους της Κιλικίας (315/10-240), μια πόλη που γειτόνευε με την πατρίδα του Παύλου.[23] Μιλώντας στη σκιά του Παρθενώνα ο Παύλος διακηρύττει στους Αθηναίους πως έρχεται να τους αποκαλύψει τον Άγνωστο θεό που ίσως κάποιοι απ’ αυτούς διαισθάνονταν την ύπαρξή του: «εύρον και βωμόν, εις τον οποίον είναι εγγεγραμμένον ΑΓΝΩΣΤΩ ΘΕΩ. Εκείνον λοιπόν τον οποίον αγνοούντες λατρεύετε, τούτον εγώ κηρύττω προς εσάς»[24].Και βέβαια να μην ξεχνούμε, ότι είχαν προηγηθεί συζητήσεις στην Αγορά, όταν «διελέγετο μετά των τυχόντων… και εκήρυττε προς αυτούς τον Ιησούν και την ανάστασιν» [25]. Πρόκειται για μια περιεκτική διατύπωση που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι ο Παύλος είχε εκθέσει στους Αθηναίους το έργο της Σωτηρίας του Χριστού και ότι παρουσίασε την τελική απόδειξη της Θείας ταυτότητας του Κυρίου, την Ανάσταση. Ευαγγελιζόμενος τους λίγους που τελικά «προσεκολλήθησαν εις αυτόν και επίστευσαν» είναι βέβαιο ότι φώτισε μπροστά τους την τελική λύση της μεγάλης αντινομίας, την νέα εν Χριστώ δημιουργία και ζωή. Δεν είναι δυνατόν να μη συμμερίστηκε μαζί τους το θριαμβευτικό μήνυμα που ο ίδιος ξεδιπλώνει στην επιστολή του προς τους Ρωμαίους: «Ταλαίπωρος άνθρωπος εγώ – τις θέλει με ελευθερώσει από του σώματος του θανάτου τούτου; Ευχαριστώ τον Θεόν διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών»[26].
Πάνω στο λόφο του Αρείου Πάγου ο Παύλος διέγραψε μπροστά στους Αθηναίους έναν Θεό Δημιουργό του Κόσμου και του ανθρώπου. Αν και «άγνωστος» σ’ αυτούς, ο «κρυμμένος Θεός» (deus absconditus) είχε αφήσει «χνάρια» Του στη φύση, αλλά και μέσα στην ίδια τους την ύπαρξη «διά να ζητώσι τον Κύριον, ίσως δυνηθώσι να ψηλαφήσωσιν Αυτόν και να εύρωσιν»[27] . Η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία μας έχει διασώσει αρκετές τέτοιες απόπειρες του ανθρώπου να «ψηλαφήσει», μήπως και ανακαλύψει αυτόν τον «κρυμμένο θεό» – ο Ύμνος του Κλεάνθη που αναφέραμε είναι μια τέτοια απόπειρα όπως και πολλοί στίχοι του Αισχύλου.
Εγώ απ’ την πλευρά μου θα ήθελα να κλείσω αυτές τις σκέψεις με ένα από τα συγκλονιστικότερα κομμάτια των «Τρωάδων», με την απελπισμένη δέηση-κραυγή της Εκάβης. Η γριά βασίλισσα έχει χάσει τα πάντα και μέσα στην απέραντη μοναξιά και απελπισία αναζητά «ψηλαφώντας» να βρει στήριγμα και παρηγοριά σ’ αυτή την άγνωστη Παρουσία που αδιόρατα νιώθει να την περιβάλλει. Δεν ξέρει τι όνομα να της δώσει, με ποια μορφή να τη συλλάβει ο νους της, όμως ζητά βοήθεια και, για κάποιο περίεργο λόγο, περιμένει απ’ Αυτήν δικαιοσύνη.«Ω γης όχημα καπί γης έχων έδραν, όστις ποτ’ει συ, δυστόπαστος ειδέναι,/Ζευς, είτ’ ανάγκη φύσεος είτε νους βροτών,/προσηυξάμην σε – πάντα γαρ δι’ αψόφου/βαίνων κελεύθου κατά δίκην τα θνητά άγεις»[28]. («Ω συ, που κινείς τη γη και την εξουσιάζεις, όποιος κι αν είσαι, άγνωστε συ! Δεν μπορώ να σε διακρίνω, δεν ξέρω ποιο είναι το όνομά σου – Ζευς, Νόμος της Φύσης, Νους που κυβερνά τους θνητούς; Σε σένα προσεύχομαι – γιατί μέσα από αθόρυβα μονοπάτια οδηγείς τα ανθρώπινα πράγματα με δικαιοσύνη».
Πέρασαν αιώνες από τότε που ακούστηκε αυτή η κραυγή. Ήρθε όμως η μέρα που ο «δυστόπαστος ειδέναι» Θεός αποκαλύφθηκε και απάντησε. Στο λόφο του Άρειου Πάγου, δίπλα στον Παρθενώνα.
Βίκυ Κάλφογλου-Καλοτεράκη
Σημ. Η βιβλιογραφία γύρω από τα θέματα και τα προβλήματα της Αρχαίας Ιστορίας και βεβαίως της Κλασσικής περιόδου, στην οποία αναφερθήκαμε, είναι, με τον επιεικέστερο χαρακτηρισμό, τεράστια. Αναφέρω τελείως ενδεικτικά τη μελέτη του καθηγητή στο University College London (UCL) Simon Hornblower: The Greek World, 479-323, 20023 (ελλ.μτφρ .Εύα Πέππα, Ο Ελληνικός Κόσμος 479-323, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2005), η οποία δίνει μια πολύ καλή εποπτεία της Κλασσικής περιόδου και περιέχει μια κατατοπιστική επιλογή βιβλιογραφίας. Ο ίδιος μάλιστα συνέγραψε τρίτομο Υπόμνημα (Commentary) στο ιστορικό έργο του Θουκυδίδη, ο τρίτος τόμος του οποίου κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2008 από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Οι δύο πρώτοι τόμοι (1991 και 1996 αντίστοιχα οι αγγλικές εκδόσεις) μεταφράστηκαν και κυκλοφορούν από τις εκδόσεις University Studio Press (Θεσσαλονίκη) σε επιμέλεια του καθηγητή του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ Α.Ρεγκάκου. Κλασσικό παραμένει το εγχειρίδιο του H.Bengtson που αναφέρεται στη σημ.1 Αξίζει επίσης ν’ αναφερθεί, κυρίως για την πολύ καλή παρουσίαση των τάσεων της έρευνας και της πρόσφατης βιβλιογραφίας το εγχειρίδιο του Wolfgang Schuller: Griechische Geschichte, Muenchen 1991 (ελλ.μτφρ.Α.Καμάρα-Χ.Κοκκινιά,επ.Κ.Μπουραζέλης, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, από την Κρητομυκηναϊκή εποχή ως το τέλος των κλασσικών χρόνων, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999. (
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο περιοδικό ΑΣΤΗΡ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ, που είναι το αρχαιότερο ελληνικό περιοδικό. ΄Ετος ιδρύσεως 1858)
[1] Hermann Bengtson, Griechische Geschichte,Muenchen 19694, ελλ.μτφρ.Ανδρ. Γαβρίλης, Ιστορία της αρχαίας Ελλάδος – από τις απαρχές μέχρι τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, εκδ.Μέλισσα, Αθήνα 19912,113.
[3]Βλ. Ι.Σ.Τουλουμάκος, Η θεωρητική θεμελίωση της Δημοκρατίας στην Κλασσική Ελλάδα, εκδ.Παπαζήση, Αθήνα 1979, 8-38.
[4] Θουκ.Ιστ.1.23.6
[5] Θουκ.Ιστ.2.63
[6] Θουκ.Ιστ.3.82.2
[7] Θουκ.Ιστ.2.35-46
[8] Θουκ.Ιστ.5.89
[9] Θουκ.Ιστ.5.105.1-2
[10] Θουκ.Ιστ.5.116.3-4
[11] Βλ.σημ.10: «οι δε απέκτειναν Μηλίων όσους ηβώντας έλαβον, παίδας δε και γυναίκας ηνδραπόδισαν. Το δε χωρίον αυτοί ώκισαν, αποίκους ύστερον πεντακοσίους πέμψαντες».
[12] Θουκ.Ιστ.6.1
[15] Εκκλ.4:1
[16] G.Murray, Ο Ευριπίδης και η Εποχή του (μτφρ.Κ.Ν.Παπανικολάου), Αθήνα 1965,64,65.
[18] Ευρ.Τρωάδ.1078-79
[19] Επ.προς Ρωμ.7:19,22
[20] Πράξ.Απ.17:28
[21] Από το έργο του «Κρητικά».
[23] Φαινόμενα,στ.5: «Γιατί πράγματι είμαστε γένος του Διός». Ο Άρατος έζησε περίπου τρεις αιώνες πριν τον Απόστολο Παύλο, το έργο του όμως ήταν ευρύτερα γνωστό στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο. Τα Φαινόμενα είχαν μεταφρασθεί από τον Κικέρωνα στα Λατινικά.
[24] Πράξ.Απ.ό.π.23
[25] Πράξ.Απ.ό.π.17,18β
[26] Επ.πρ.Ρωμ.ό.π.24,25
[27] Πράξ.Απ.ό.π.27
[28] Ευρ.Τρωάδ.884-888