του A. W. Tozer (Μετάφραση του Αντρέα Φούρναρη, Εκπαιδευτικού)
Η σημερινή θέση του Χριστού σε πολλές χριστινικές εκκλησίες μπορεί να παρομοιαστεί με εκείνη του βασιλιά σε μια περιορισμένη συνταγματική μοναρχία. Ο βασιλιάς (που μερικές φορές αποκαλείται με τον απρόσωπο τίτλο “το Στέμμα”) είναι σε μια τέτοια χώρα απλώς ένα παραδοσιακό σημείο ομοφωνίας, ένα όμορφο σύμβολο καθολικής ενότητας και πίστης, όπως ακριβώς είναι μια σημαία ή ένας εθνικός ύμνος…
Έχω ένα βάρος στην καρδιά μου. Και παρά το ότι δεν αξιώνω μια ιδιαίτερη έμπνευση για τον εαυτό μου, νιώθω ότι αυτό είναι και το βάρος του Αγίου Πνεύματος. Πρέπει να δηλώσω εξαρχής ότι μόνο η αγάπη είναι που με κινεί να γράψω αυτά που ακολουθούν και όχι κάποια πικρία που προκλήθηκε από συζητήσεις με άλλους αδελφούς μου Χριστιανούς. Δεν υπήρξαν τέτοιες συζητήσεις. Κανένας δεν μου μίλησε άσχημα, κανένας δεν με πρόσβαλε και κανένας δεν με κατηγόρησε. Οι παρατηρήσεις μου αυτές με κανέναν τρόπο δεν έχουν προκληθεί από κάποιες δυσάρεστες εμπειρίες που είχα από τη συνεργασία μου με άλλους Χριστιανούς. Η σχέση μου με την εκκλησία μου, καθώς και με τους Χριστιανούς άλλων δογμάτων ήταν πάντα φιλική, ευγενική και ευχάριστη. Η θλίψη αυτή που νιώθω είναι απλά το αποτέλεσμα μιας κατάστασης η οποία πιστεύω ότι είναι σχεδόν καθολικά διαδεδομένη μεταξύ των εκκλησιών.
Νομίζω επίσης ότι θα πρέπει να ομολογήσω ότι είμαι κι εγώ συνυπεύθυνος σε μεγάλο βαθμό για την κατάσταση που ελέγχω εδώ. Όπως ο Έσδρας, σε εκείνη τη ένθερμη προσευχή του συγκαταλέγει, δεόμενος, και τον εαυτό του μεταξύ των παραβατών, το ίδιο κάνω και εγώ. “Θεέ μου, ντρέπομαι και κοκκινίζω να σηκώσω το πρόσωπό μου σε σένα, Θεέ μου, επειδή οι ανομίες μας αυξήθηκαν πιο πάνω από το κεφάλι μας, και οι παραβάσεις μας μεγάλωσαν μέχρι τους ουρανούς”. Κάθε σκληρός λόγος λοιπόν που γράφεται εδώ ενάντια σε άλλους, θα πρέπει, ειλικρινά μιλώντας, να επιστρέψει και «επί της κεφαλής μου». Είμαι και εγώ ένοχος. Όλα αυτά γράφονται με την ελπίδα και μόνο ότι όλοι μας θα επιστρέψουμε στον Κύριο τον Θεό μας και θα παύσουμε να αμαρτάνουμε ενώπιόν Του.
Επιτρέψτε μου τώρα να δηλώσω για ποιο λόγο νιώθω αυτό το βάρος: Ο Ιησούς Χριστός στις μέρες μας δεν έχει σχεδόν καμιά εξουσία ανάμεσα στις εκκλησίες που φέρουν το όνομά Του. Με αυτό δεν εννοώ τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία ούτε τις ποικιλώνυμες χριστιανικές αιρέσεις, αλλά τις διαμαρτυρόμενες εκκλησίες εν γένει και ιδιαίτερα εκείνους που αξιώνουν ότι πνευματικά έλκουν την καταγωγή τους από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό και τους Αποστόλους, δηλαδή τους Ευαγγελικούς.
Ένα από τα βασικά δόγματα της Καινής Διαθήκης είναι και το ότι μετά την ανάστασή Του ο Άνθρωπος Ιησούς είχε διακηρυχθεί από τον Θεό ως Κύριος και Χριστός και ότι του δόθηκε από τον Πατέρα απόλυτη κυριότητα πάνω στην εκκλησία, η οποία είναι το Σώμα Του. Κάθε εξουσία στον ουρανό και στη γη τού ανήκει. Στη δική Του κατάλληλη στιγμή θα την ασκήσει πλήρως, αλλά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου της ιστορίας, επιτρέπει να αμφισβητείται αυτή η εξουσία Του ή ακόμη και να αγνοείται παντελώς. Και δυστυχώς στις μέρες μας αμφισβητείται μεν από τον κόσμο, αλλά, αλίμονο, παραγνωρίζεται και από την ίδια την εκκλησία!
Η σημερινή θέση του Χριστού στις ευαγγελικές εκκλησίες μπορεί να παρομοιαστεί με εκείνη του βασιλιά σε μια περιορισμένη συνταγματική μοναρχία. Ο βασιλιάς (που μερικές φορές αποκαλείται με τον απρόσωπο τίτλο “το Στέμμα”) είναι σε μια τέτοια χώρα απλώς ένα παραδοσιακό σημείο ομοφωνίας, ένα όμορφο σύμβολο καθολικής ενότητας και πίστης, όπως ακριβώς είναι μια σημαία ή ένας εθνικός ύμνος. Μπορεί να επαινείται πανηγυρικά και να υποστηρίζεται, αλλά η πραγματική εξουσία του είναι περιορισμένη. Θεωρητικά είναι ο επικεφαλής, αλλά σε μια δεδομένη κρίση κάποιοι άλλοι παίρνουν τις αποφάσεις. Στις επίσημες εκδηλώσεις εμφανίζεται με την βασιλική του ενδυμασία για να εκφωνήσει την ανούσια, άχρωμη ομιλία που βάζουν στο στόμα του οι πραγματικοί κυβερνήτες της χώρας. Το όλο ζήτημα δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ευχάριστη προσποίηση, όμως κανείς δεν θέλει να την εγκαταλείψει, επειδή, όχι μόνο έχει τις ρίζες της στο ιστορικό παρελθόν, αλλά είναι και πολύ ψυχαγωγική.
Στις ευαγγελικές εκκλησίες των ημερών μας ο Χριστός είναι στην πραγματικότητα κάτι παραπάνω από ένα αγαπημένο σύμβολο. Η επωδός «Δοξάστε το Παντοδύναμο Όνομα του Ιησού» είναι ο εθνικός ύμνος της εκκλησίας και ο σταυρός η επίσημη σημαία της, αλλά στις εβδομαδιαίες δραστηριότητες της εκκλησίας και στην καθημερινή συμπεριφορά των μελών της κάποιος άλλος, όχι ο Χριστός, παίρνει τις αποφάσεις. Υπό τις κατάλληλες συνθήκες ο Χριστός έχει το δικαίωμα να πει ” Έλθετε προς με, πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι” ή ” Ας μη ταράττηται η καρδία σας μηδέ ας δειλιά», αλλά όταν το κήρυγμα τελειώσει, κάποιος άλλος αναλαμβάνει τα ηνία. Τα ηθικά πρότυπα της εκκλησίας τα έχουν ήδη αποφασίσει εκείνοι που έχουν την πραγματική εξουσία, καθώς και όλους τους στόχους και όλες τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την επίτευξή τους. Λόγω της μακρόχρονης και σχολαστικής οργάνωσης είναι πλέον δυνατό, ακόμη και για τον πιο νέο πάστορα που μόλις αποπεράτωσε τις βιβλικές σπουδές του, να έχει περισσότερο την πραγματική εξουσία σε μια εκκλησία από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό.
Ο Ιησούς λοιπόν δεν έχει μόνο περιορισμένη ή και καμιά εξουσία πολλές φορές, αλλά και η επιρροή Του επίσης καθίσταται ολοένα και πιο μικρή. Δεν θα ‘λεγα ότι δεν έχει καθόλου επιρροή, αλλά μόνο ότι είναι μικρή και φθίνουσα. Η κυριότητα του Ιησού δεν έχει λησμονηθεί ολότελα μεταξύ των Χριστιανών, αλλά έχει μετατεθεί στο υμνολόγιο, όπου όλη η ευθύνη που νιώθουμε απέναντι σε αυτή μπορεί άνετα να εκτονωθεί με την αναλαμπή ενός ευχάριστου θρησκευτικού συναισθήματος, καθώς ψάλλουμε κατά διάρκεια της λατρείας. Ή με άλλα λόγια, μπορεί μεν να διδάσκεται ως θεωρία στη βιβλική τάξη, σπάνια όμως μετατρέπεται σε πράξη στην καθημερινή ζωή. Η ιδέα ότι ο Άνθρωπος Ιησούς έχει απόλυτη και καθοριστική κυριότητα πάνω σε ολόκληρη την εκκλησία και σε κάθε ένα από τα μέλη της ξεχωριστά σε όλες τις λεπτομέρειες της ζωής τους, δεν είναι πια και τόσο δημοφιλής στις μέρες μας μεταξύ των Χριστιανών.
Αυτό που κάνουμε είναι το εξής: Δεχόμαστε ότι ο χριστιανισμός της ομάδας μας είναι ο ίδιος με αυτόν του Χριστού και των αποστόλων Του. Οι πεποιθήσεις, οι πρακτικές, τα ηθικά πρότυπα και οι διάφορες δραστηριότητες της εκκλησίας μας θεωρούμε ότι ταυτίζονται με το Χριστιανισμό της Καινής Διαθήκης, γι’ αυτό και οτιδήποτε σκέφτεται ή λέει ή κάνει η ομάδα μας πιστεύουμε ότι είναι και βιβλικό, χωρίς καμιά αμφισβήτηση. Υποθέτουμε ότι όλα που αναμένει ο Κύριος από εμάς είναι να είμαστε απλώς απασχολημένοι με τις δραστηριότητες της ομάδας μας. Με τον τρόπο αυτό έχουμε την εντύπωση ότι τηρούμε τις εντολές του Χριστού.
Για να αποφύγουμε να πάρουμε ξεκάθαρη θέση είτε υπακούοντας είτε απορρίπτοντας τις εντολές του Κυρίου, καταφεύγουμε σε μια φιλελεύθερη ερμηνεία τους. Οι σοφιστείες, βλέπετε, δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο των ρωμαιοκαθολικών θεολόγων. Κι εμείς οι ευαγγελικοί γνωρίζουμε πολύ καλά πώς να αποφεύγουμε τις σκληρές απαιτήσεις της υπακοής, χρησιμοποιώντας πολύ ωραίες και περίπλοκες ερμηνείες, κομμένες και ραμμένες στα μέτρα της σάρκας, οι οποίες δικαιολογούν την ανυπακοή, ενθαρρύνουν τη σαρκικότητα και κάνουν τα λόγια του Χριστού αναποτελεσματικά, με την πλανερή σκέψη ότι τάχα ο Ιησούς δεν μπορεί να εννοούσε απόλυτα αυτά που είπε. Έτσι λοιπόν η διδασκαλία Του, τότε μόνο γίνεται αποδεκτή – θεωρητικά έστω – αφού έχει αμβλυνθεί και αποδυναμωθεί με τη φιλελεύθερη ερμηνεία.
Μολαταύτα, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι καταφεύγουν στον Χριστό για να βρουν «λύση στα προβλήματά τους». Σαν ένα είδος πνευματικού ψυχίατρου, συστήνεται ευρέως ότι κατέχει εξαιρετικές δυνάμεις ώστε να αποκαθιστά τη ζωή των ανθρώπων. Είναι ικανός να ελευθερώνει τους ανθρώπους από τα αισθήματα ενοχής τους και από κάθε άλλο ψυχολογικό τραύμα, έτσι ώστε να προσαρμοστούν στην κοινωνία και να βρουν τον εαυτό τους. Ασφαλώς, αυτός ο παράξενος Χριστός δεν έχει καμιά σχέση με τον Χριστό της Καινής Διαθήκης. Ο αληθινός Χριστός είναι επίσης και ΚΥΡΙΟΣ, αλλά αυτός ο βολικός, δημοφιλής Χριστός είναι μάλλον υπηρέτης των σημερινών ανθρώπων.
Αλλά υποθέτω ότι θα πρέπει να παρουσιάσω κάποιες συγκεκριμένες αποδείξεις που να στηρίζουν την άποψή μου, ότι δηλαδή ο Χριστός έχει μικρή ή και καμία εξουσία σήμερα μεταξύ των εκκλησιών. Λοιπόν, επιτρέψτε μου να υποβάλω μερικές ερωτήσεις και οι απαντήσεις ας είναι οι ζητούμενες αποδείξεις.
– Ποιανής εκκλησίας το διοικητικό συμβούλιο συμβουλεύεται τα λόγια του Κυρίου μας, προκειμένου να αποφασίσει για κάποιο υπό συζήτηση θέμα; Ας προσπαθήσει να θυμηθεί οποιοσδήποτε διαβάζει τις γραμμές αυτές και που έχει συμμετάσχει σε συμβούλιο εκκλησίας, πότε κάποιο μέλος του διοικητικού συμβουλίου ανέτρεξε στις Γραφές για να κάνει κάποια παρατήρηση, ή πότε ο πρόεδρος πρότεινε ότι οι αδελφοί πρέπει να δουν τι οδηγίες είχε ο Κύριος για αυτούς αναφορικά με ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Οι συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου αρχίζουν συνήθως με μια τυπική προσευχή. Μετά από αυτό η Κεφαλή της Εκκλησίας, ο Χριστός, τίθεται ευλαβώς στο περιθώριο, καθώς οι πραγματικοί ηγέτες αναλαμβάνουν τα ηνία. Όποιος το αρνείται αυτό ας φέρει στο προσκήνιο αποδείξεις για να το αντικρούσει. Εγώ θα ήμουν ευτυχής να τις ακούσω.
– Ποια επιτροπή Κυριακού σχολείου καταφεύγει στις Γραφές για οδηγίες; Δεν υποθέτουν συνήθως τα μέλη ότι γνωρίζουν ήδη τι πρέπει να κάνουν και ότι το μόνο τους πρόβλημα είναι να βρουν αποτελεσματικά μέσα για να το φέρουν σε πέρας; Σχέδια, κανονισμοί, προγράμματα και νέες μεθοδολογικές προσεγγίσεις διδασκαλίας είναι αυτά που απορροφούν συνήθως όλο το χρόνο και την προσοχή τους. Η προσευχή πριν από τις συνεδριάσεις είναι για να βοηθήσει ο Θεός ώστε να διεκπεραιώσουν τα προαποφασισμένα σχέδιά τους. Προφανώς, η ιδέα ότι ο Κύριος μπορεί να έχει κάποιες ειδικές οδηγίες για αυτούς ποτέ δεν περνάει από το νου τους.
– Ποιος θυμάται πότε ο πρόεδρος μιας σύσκεψης έφερε μαζί του τη Βίβλο με σκοπό να τη χρησιμοποιήσει; Στα πρακτικά, στα προγράμματα, στους κανονισμούς, στους κανόνες της τάξεως, λέμε ναι. Στις άγιες εντολές του Κυρίου, όχι. Ένας απόλυτος διαχωρισμός υπάρχει ανάμεσα στο χρόνο της λατρείας και στον τομέα των εκκλησιαστικών δραστηριοτήτων. Ο πρώτος δεν έχει καμιά σχέση με το δεύτερο.
– Ποιο συμβούλιο ιεραποστολής επιδιώκει να ακολουθήσει αληθινά την καθοδήγηση του Κυρίου, όπως αποκαλύπτεται από το Λόγο Του και από το Πνεύμα Του; Όλοι νομίζουν ότι αυτό κάνουν, αλλά αυτό που κάνουν στην πραγματικότητα είναι ότι, αφού υποθέσουν τη βιβλικότητα των σκοπών τους, στη συνέχεια ζητούν τη βοήθεια του Θεού, ώστε να βρουν τρόπους για την επίτευξή τους. Μπορεί να προσεύχονται όλη νύχτα για να δώσει ο Θεός επιτυχία στις επιδιώξεις τους, αλλά στην πραγματικότητα ο Χριστός είναι επιθυμητός ως βοηθός τους και όχι ως ο Κύριος τους. Για την επίτευξη αυτών των στόχων επινοούνται ανθρώπινα μέσα, τα οποία εκλαμβάνονται ως θεϊκά. Αυτά καθιερώνονται στη συνέχεια ως άτεγκτη πολιτική, και απ’ εκεί και πέρα ο Κύριος δεν έχει έστω ούτε μια ψήφο.
– Κατά τη διεξαγωγή της δημόσιας λατρείας μας, πού βλέπει κανείς την εξουσία του Χριστού; Η αλήθεια είναι ότι σήμερα ο Κύριος σπάνια έχει υπό τον έλεγχό Του μια προγραμματισμένη συνάθροιση λατρείας, ενώ η επιρροή που ασκεί είναι πολύ μικρή. Ψάλλουμε για Αυτόν και κηρύττουμε για Αυτόν, αλλά Αυτός δεν πρέπει να παρεμβαίνει. Λατρεύουμε με το δικό μας τρόπο και πρέπει να είναι ο σωστός, επειδή πάντοτε έτσι λατρεύαμε, αφού έτσι γινόταν ανέκαθεν σε όλες τις αδελφές εκκλησίες.
– Ποιος Χριστιανός, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα ηθικό πρόβλημα, πηγαίνει κατ’ ευθείαν στην επί του Όρους Ομιλία ή σε άλλα μέρη της Καινής Διαθήκης για την αυθεντική απάντηση; Ποιος αφήνει τα λόγια του Χριστού να είναι η τελική απάντηση όσον αφορά στο δόσιμο, στον έλεγχο των γεννήσεων, στην ανατροφή των παιδιών, στις προσωπικές συνήθειες, στα δέκατα, στην ψυχαγωγία, στην αγορά, στην πώληση και σε άλλα τέτοια σημαντικά ζητήματα;
– Ποια θεολογική σχολή, από την κατώτερη μέχρι την ανώτατη, θα μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί, αν ήταν να κάνει τον Χριστό Κύριο κάθε πολιτικής της; Μπορεί να υπάρχουν κάποιες, και μακάρι να υπάρχουν, αλλά πιστεύω ότι έχω δίκιο όταν λέγω ότι οι περισσότερες τέτοιες σχολές, για να συνεχίσουν τη λειτουργία τους, αναγκάζονται να υιοθετήσουν διαδικασίες οι οποίες δεν βρίσκουν κανένα έρεισμα στην Αγία Γραφή, την οποία πρεσβεύουν ότι διδάσκουν. Έτσι, έχουμε αυτή την παράξενη ανωμαλία: η εξουσία του Χριστού παραγνωρίζεται, προκειμένου να διατηρηθεί μια βιβλική σχολή, η οποία διδάσκει, μεταξύ άλλων, την εξουσία του Χριστού!
Τα αίτια αυτής της κατάστασης είναι πολλά. Θα αναφέρω μόνο δύο:
Το πρώτο είναι η δύναμη της συνήθειας και η παράδοση που επικρατεί ανάμεσα στις παλαιότερες εκκλησίες, κάτι που, σαν τον νόμο της βαρύτητας, επηρεάζει κάθε θρησκευτική πρακτική της ομάδας, ασκώντας μια μόνιμη και συνεχή πίεση προς μία κατεύθυνση, που δεν είναι άλλη από τη διατήρηση του στάτους κβο. Κύριος είναι η συνήθεια και όχι ο Χριστός σε μια τέτοια κατάσταση.
Η δεύτερη αιτία είναι η αναζωπύρωση του διανοουμενισμού μεταξύ των ευαγγελικών. Αυτό, εάν αντιλαμβάνομαι σωστά την κατάσταση, δεν σημαίνει απλώς την επιθυμία για μάθηση, ώστε να θεωρείται κανείς μορφωμένος. Δυστυχώς, αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πολλοί καλοί άνθρωποι, που όφειλαν να γνωρίζουν περισσότερο, έχουν φτάσει στο σημείο να συνεργάζονται με τον εχθρό! Και εξηγούμαι:
Η ευαγγελική μας πίστη ( η οποία είναι, πιστεύω, η αληθινή πίστη του Χριστού και των Αποστόλων) δέχεται στις μέρες μας επίθεση από διάφορες κατευθύνσεις. Στον δυτικό κόσμο ο εχθρός έχει ορκιστεί εκδίκηση. Έρχεται εναντίον μας, όχι πλέον με δόρυ και ξίφος, αλλά με δώρα και ευλαβικό ύφος. Σηκώνει το βλέμμα στον ουρανό και ορκίζεται ότι και αυτός ακολουθεί την πίστη των πατέρων μας, αλλά ο πραγματικός σκοπός του είναι να καταστρέψει αυτή την πίστη, ή τουλάχιστον να την μετατρέψει σε έναν τέτοιο βαθμό, ώστε να μην είναι πια κάτι το υπερφυσικό, όπως ήταν τότε που πρωτοάρχισε. Έρχεται στο όνομα της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας ή της ανθρωπολογίας και με λογικοφανή επιχειρήματα μάς προτρέπει να αναθεωρήσουμε την ιστορική μας θέση, έτσι ώστε να είναι λιγότερο αυστηρή, περισσότερο ανεκτική και πιο συγκαταβατική.
Μιλάει στην ιερή γλώσσα των σχολείων και πολλοί από τους ημιμαθείς ευαγγελικούς μας τρέχουν να τον κολακεύσουν. Πετάει τότε ακαδημαϊκά πτυχία στους γιους των προφητών, κι εκείνοι σκύβουν να τα βρουν με τα τέσσερα στο χώμα, όπως συνήθιζε να κάνει ο Ροκφέλερ που πετούσε δεκάρες στα παιδιά των χωρικών. Οι ευαγγελικοί εκείνοι, που δικαιολογημένα ίσως, έχουν κατηγορηθεί για έλλειψη πραγματικής μόρφωσης, αρπάζουν τα σύμβολα αυτά της κοινωνικής θέσης, και όταν πια τα έχουν στα χέρια τους δεν μπορούν να πιστέψουν στα μάτια τους. Συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο, όπως και ο σολίστ μιας χορωδίας στην εκκλησία της γειτονιάς, που τον κάλεσαν να τραγουδήσει στη Σκάλα του Μιλάνου. Εντούτοις, για τον αληθινό Χριστιανό, εκείνο που αποτελεί τη λυδία λίθο για την ορθότητα καθετί θρησκευτικού είναι η θέση που κατέχει ο Χριστός μέσα σε αυτό. Είναι Αυτός ο ΚΥΡΙΟΣ ή είναι απλά ένα ιερό σύμβολο; Είναι ο καπετάνιος ή απλά ένα μέλος του πληρώματος; Αυτός είναι που λαμβάνει τις αποφάσεις ή μήπως καλείται εκ των υστέρων να ευλογήσει τα σχέδια κάποιων άλλων; Όλες οι θρησκευτικές δραστηριότητες, από την πιο απλή μέχρι την πιο σοβαρή και πολυέξοδη μιας εκκλησίας θα πρέπει να εξετάζονται με βάση αυτό το καίριο ερώτημα: Είναι ο Ιησούς Χριστός ΚΥΡΙΟΣ αυτής της δραστηριότητας; Το κατά πόσο τα έργα μας θα αποδειχτούν αν είναι άχυρα και καλάμια ή πολύτιμες πέτρες, ασήμι και χρυσάφι εξαρτάται από τη σωστή απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.
Τι μπορούμε να κάνουμε, λοιπόν; Κάθε ένας από εμάς θα πρέπει να αποφασίσει, και υπάρχουν τουλάχιστον τρεις πιθανές επιλογές. H μία είναι να σοκαριστούν κάποιοι και αγανακτισμένοι να απορρίψουν τα λεγόμενά μου σαν αβάσιμες κατηγορίες. Μια άλλη είναι να συγκατανεύσουν με ό,τι είναι γραμμένο εδώ, αλλά στη συνέχεια να επαναπαυτούν στο γεγονός ότι υπάρχουν και εξαιρέσεις και ότι εμείς είμαστε μεταξύ των εξαιρέσεων. Η τρίτη επιλογή είναι να πέσουμε στα γόνατα με μετάνοια και να ομολογήσουμε ταπεινά ότι έχουμε λυπήσει το Πνεύμα του Κυρίου, αφού δεν τιμήσαμε τον Ιησού Χριστό, ως Κεφαλή και Κύριο της Εκκλησίας Του, αναγνωρίζοντας έτσι σε Αυτόν τη θέση που ο Θεός Πατέρας του έχει δώσει.
Τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη επιλογή θα επιβεβαιώσουν απλώς το λάθος, ενώ η τρίτη, αν πραγματοποιηθεί μέχρι τέλους, μπορεί να απομακρύνει την κατάρα. Η απόφαση είναι δική μας.