της Joyce Blackburn σε μετάφραση Γιούλικας Κ. Masry
(ιστορία με μήνυμα για παιδιά και μεγάλους για το Θεό που φανερώνεται στη φύση)
1
Παρακαλoύμε δέστε τις ζώνες σας και μην καπνίζετε. Θα προσγειωθούμε στο Νησί του Σεντ Σάιμονς σε επτά περίπου λεπτά». Η φωνή, επίσημη και κοφτή, βγήκε από ένα μεγάφωνο επάνω ακριβώς από το κεφάλι της Σούκι.
Το μεγάλο τζετ στο οποίο η Σούκι είχε επιβιβαστεί το πρωί στο Σικάγο πέταγε στρωτά και αθόρυβα. Πέταγε πάνω απ’ τα σύννεφα μέχρι που έφτασαν στην Ατλάντα. Εκεί, είχαν αλλάξει αεροπλάνο και είχαν μπει σ’ αυτό το μικρό ‘γαλάζιο πουλί’. Έτσι το έβλεπε με τη φαντασία της η Σούκι αυτό το αεροπλάνο σε όλη τη διάρκεια της πτήσης τους νότια.
Το ‘γαλάζιο πουλί’ πετούσε τόσο χαμηλά που να μπορεί να βλέπει τη σκιά του ν’ αγγίζει τα δέντρα, τους αγρούς, τα ποτάμια και τα σπίτια στο έδαφος. Η Σούκι μπορούσε ακόμα να δει και δύο αγόρια που διέσχιζαν μια γέφυρα πάνω στα ποδήλατά τους. Για πρώτη φορά καταλάβαινε τι εννοούσαν οι άνθρωποι όταν έλεγαν ότι αυτή είναι θέα «απ’ το μάτι του πουλιού».
Ήταν η πρώτη φορά που η Σούκι έμπαινε σε αεροπλάνο. Προκειμένου να μπορεί να βλέπει έξω όσο γινόταν καλύτερα, ο μπαμπάς τής είχε κλείσει μια θέση δίπλα σε παράθυρο, ενώ εκείνος κι η μαμά είχαν καθήσει στο πίσω κάθισμα.
Η μύτη της Σούκι είχε παγώσει απ’ το πολύ που την είχε κολλημένη στο τζάμι. Αυτό την εξέπληξε γιατί κάτω στο έδαφος ήταν μια ζεστή καλοκαιριάτικη μέρα.
Χαίρομαι που οι αδελφές μου προτίμησαν να πάνε στην κατασκήνωση αντί να έρθουν μαζί μας, σκέφτηκε η Σούκι. Αν ήταν εδώ, η Μαρί θα έδειχνε με το δάχτυλο και θα ξεφώνιζε, «Κοίτα το νερό!» κι η Γιούρι, που ήταν η μεγαλύτερη, θα έκανε σαν ξερόλας. «Θα προσγειωθούμε σε νησί, ανόητη», θα έλεγε, «και τα νησιά περιβάλλονται από νερό».
Ο μπαμπάς σχεδόν πάντα μιλούσε για πράγματα λογικά. «Εκεί, στα αριστερά σου, είναι ο Ατλαντικός Ωκεανός, Σούκι», είπε.
Έπαιρνε φωτογραφίες, ενώ η μαμά μελετούσε ένα χάρτη της Πολιτείας της Γεωργίας. Μέχρι που τους το είπε ένας τους γείτονας, δεν είχαν ποτέ ακούσει για το Νησί του Σεντ Σάιμονς που απείχε ελάχιστα από την ακτή της Γεωργίας. Το ‘γαλάζιο πουλί’ ανατρίχιασε με ανακούφιση καθώς οι ρόδες του χαμήλωναν έτοιμες για προσγείωση.
«Το Νησί μοιάζει μ’ ένα είδος κέικ», είπε η Σούκι.
«Στο σχήμα ίσως», είπε η μαμά, «αλλά είναι πολύ πράσινο για κέικ, δεν είν’ έτσι;»
Ο πιλότος έκανε ένα γύρο πάνω απ’ το Νησί του Σεντ Σάιμονς έτσι ώστε οι επιβάτες να το δουν καλά.
Τώρα έκοβε ταχύτητα, γιατί σιγά σιγά άρχισαν να κατεβαίνουν στο αεροδρόμιο. Το μπιπ-μπιπ που άρεσε στη Σούκι ακουγόταν δυνατά και συνεχώς. Κατέβαιναν, κατέβαιναν, κατέβαιναν… πέταγαν πάνω απ’ το νερό, πάνω απ’ την παραλία, πάνω απ’ το γήπεδο του γκολφ… και πέρναγαν ξυστά από τις κορυφές των δέντρων και τις τηλεγραφοκολώνες… κατευθυνόμενοι στο διάδρομο προσγείωσης.
Τα λάστιχα του αεροπλάνου στρίγγλισαν, οι μηχανές βρυχήθηκαν για μια τελευταία φορά και οι κινητήρες εξαπέστειλαν ρεύματα αέρος που ισοπέδωσαν το γρασίδι. Το ‘γαλάζιο πουλί’ έκοψε ταχύτητα, σταμάτησε μ’ ένα τράνταγμα και μετά έκανε στροφή προς το διάδρομο που οδηγούσε στο μικρό αεροδρόμιο.
«Καλώς ήρθατε στο Νησί του Σεντ Σάιμονς», είπε η αεροσυνοδός από το μικρόφωνο. «Ο πιλότος Μπράιαν σας παρακαλεί να μείνετε στις θέσεις σας μέχρι να σταματήσουμε τελείως στην πύλη του αερολιμένα. Ευχόμαστε σε όλους σας θαυμάσιες διακοπές!»
2
«Έλα, Σούκι, δώσ’ μου το χέρι σου», είπε η μαμά καθώς έβγαιναν απ’ το αεροπλάνο.
Γιατί μου συμπεριφέρεται σαν να ήμουν τριών χρονών; σκέφτηκε η Σούκι ρίχνοντας μια λοξή ματιά στο φως του ήλιου το οποίο ήταν τόσο έντονο που χρειάστηκε να βάλει το ελεύθερο χέρι της πάνω απ’ τα μάτια της για να κάνει σκιά.
Πολλοί άνθρωποι περίμεναν κάτω από την τέντα του αεροδρομίου.
«Δεν έχω ιδέα ποιος είναι ο κ. Γκουντγουίλι», είπε ο μπαμπάς.
«Καλά, αυτός όμως σίγουρα θα αναγνωρίσει εμάς», είπε η μαμά.
«Πώς είσαι τόσο βέβαιη γι’ αυτό αφού δεν έχουμε συναντηθεί;»
«Είμαστε οι μόνοι Γιαπωνεζο-αμερικάνοι», απάντησε η μαμά. Δεν υπήρχαν άλλοι στο αεροπλάνο.
«Μα, βέβαια», είπε ο μπαμπάς γελώντας. «Ή εγώ είμαι κουτός ή εσύ είσαι έξυπνη». Στη Σούκι αυτό ακουγόταν σαν αίνιγμα. Οι επιβάτες έσμιγαν μ’ εκείνους που τους περίμεναν. Τους παρατηρούσε που αγκαλιάζονταν και χτύπαγαν ο ένας τον άλλο στην πλάτη καθώς πρόφεραν δυνατά ονόματα και χαιρετούρες. Ξαφνικά, διαπίστωσε ότι εκεί είχε περισσότερο θόρυβο απ’ ό,τι στο πάρτι των περσινών της γενεθλίων!
Καθώς ο μπαμπάς άνοιγε την πόρτα στη μαμά και στη Σούκι, ένας άντρας φώναξε, «Ο κ. Γκόσο;»
«Μάλιστα,» απάντησε ο μπαμπάς. «Χαίρετε. Θα είστε ο κ. Γκουντγουίλι».
«Το βρήκατε!» Οι δύο άντρες χαιρετήθηκαν με χειραψία.
Η Σούκι χαμογέλασε στον κ. Γκουντγουίλι με το κατάλευκο πουκάμισο και το κιτρινοκρέμ παντελόνι. Έδειχνε δροσερός σαν παγωτό, παρόλο που ο ήλιος τσουρούφλιζε.
«Κ. Γκουντγουίλι, από ’δω η κ. Γκόσο», είπε ο μπαμπάς. «Και αυτή είναι η Σούκι».
«Καλώς ήρθατε στο Νησί μας! Χαίρομαι που σας κάνει καλό καιρό. Το στέισον-βάγκον είναι εδώ στη γωνία, αυτό το άσπρο Φέρλεϊν. Γιατί δεν μπαίνετε μέσα και οι τρεις μέχρι να πάω εγώ να φέρω τις βαλίτσες σας;»
Ο κ. Γκουντγουίλι έβαλε τα γυαλιά ηλίου του και μετά άνοιξε την πόρτα του στέισον-βάγκον από την οποία πετάχτηκε ένας μεσαίου μεγέθους σκύλος ανασαίνοντας λαχανιαστά και κουνώντας την ουρά του από ενθουσιασμό.
«Λοιπόν, Μπρέντα, είσαι χαρούμενη που συναντάς την οικογένεια Γκόσο;» γέλασε με αθόρυβο γέλιο ο κ. Γκουντγουίλι. «Μην πηδάς έτσι πάνω στη Σούκι, γιατί θα τη ρίξεις κάτω. Φοβάμαι πως όταν συναντά ανθρώπους στο αεροδρόμιο η Μπρέντα ξεχνάει όλους τους καλούς της τρόπους».
Η μαμά μπήκε μέσα στο στέισον-βάγκον, αλλά η Σούκι γονάτισε να χαϊδέψει τον άσπρο μπούστο κάτω απ’ το πηγούνι της Μπρέντας. Υπήρχε άσπρο χρώμα και στην ουρά της καθώς επίσης και στα τέσσερα πόδια της. Το υπόλοιπο χρώμα της ήταν ένα ποικιλόχρωμο καφέ. Η τραχιά της γλώσσα έγλιψε το μάγουλο της Σούκι για να της δείξει ότι δεν τη θεωρούσε ξένη.
«Θα βοηθήσω εγώ με τις βαλίτσες», είπε ο μπαμπάς ακολουθώντας τον κ. Γκουντγουίλι στο καρότσι το οποίο είχε στο μεταξύ προχωρήσει και σταματήσει εκεί κοντά. Επάνω του ήταν στιβαγμένα κουτιά καπέλων και βαλίτσες, τσάντες του γκολφ και δέματα.
Σε χρόνο μηδέν οι βαλίτσες φορτώθηκαν στο στέισον-βάγκον κι εκείνοι άρχισαν ν’ απομακρύνονται από το αεροδρόμιο ακολουθώντας ένα δρόμο κατάφυτο με διαφόρων ειδών γέρικα δέντρα, πράσινα και φυλλώδη. Ο κ. Γκουντγουίλι είπε ότι λέγονταν «ζωντανές οξιές». Τα χοντρά κλαδιά τους σχημάτιζαν αψίδες που συναντιόνταν ψηλά. Για τη Σούκι ο δρόμος ήταν ένα ζεστό άντρο σκιάς που εδώ κι εκεί το ράντιζε ένα εκθαμβωτικό φως.
Το σπίτι της στο Σικάγο τώρα φάνταζε μακριά, πολύ μακριά. Αλλά η Μπρέντα, ο καφέ σκύλος, ήταν κοντά κι η ουρά του χτύπαγε χαρούμενα στο κάθισμα του αυτοκινήτου που ήταν δίπλα στη Σούκι.
3
Να’μαστε», είπε ο κ. Γκουντγουίλι κάνοντας μια απότομη στροφή για να παρκάρει πίσω απόνα μεγάλο άσπρο κτίριο.
«Αυτό είναι το Σπίτι-Πλοίο και θέλουμε να περάσετε καλά σ’ αυτό όσο μείνετε μαζί μας».
Η Μπρέντα δεν άργησε να δείξει στη Σούκι ολόκληρο το ξενοδοχείο, πάνω και κάτω. Σωστά το είχαν ονομάσει Σπίτι-Πλοίο. Ήταν φτιαγμένο έτσι ώστε να μοιάζει με πλοίο. Είχε ως κι ένα ριγέ ασπροκόκκινο φουγάρο. Υπήρχαν και κάγκελα γύρω από τις βεράντες. Στη Σούκι θύμιζε το ατμόπλοιο που είχε πάρει με τους δικούς της το περασμένο καλοκαίρι για να περάσουν στην απέναντι πλευρά της Λίμνης του Μίσιγκαν.
Αυτό όμως εδώ τώρα δεν ήταν μια λίμνη που απλωνόταν στον ορίζοντα μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου. Ήταν ο ωκεανός!
«Ποτέ μου δεν έχω δει τον ωκεανό», είπε η Σούκι στη Μπρέντα. Ο σκύλος δεν άκουσε, γιατί έτρεχε πέρα δώθε κατά μήκος του καγκελόφραχτου μπαλκονιού, γαυγίζοντας στα πουλιά που ήταν στην παραλία, μόλις λίγα μέτρα πιο κει.
Ο ωκεανός ήταν μεγαλύτερος από οποιαδήποτε λίμνη.
Η Σούκι μπορούσε ακόμα και να αισθανθεί το μέγεθός του.
Όταν έφτασε η ώρα του βραδινού φαγητού, η οικογένεια Γκόσο είχε τακτοποιηθεί άνετα στην ευρύχωρη σουίτα της στον επάνω όροφο, μια σουίτα που είχε ένα παράθυρο από πάνω μέχρι κάτω με θέα προς τη θάλασσα. Ενώ η μαμά ήταν απασχολημένη στην κουζινίτσα, ο μπαμπάς και η Σούκι κοίταζαν την παραλία –πάνω, κάτω και πέρα στο ορίζοντα, μέχρι εκεί που ο ουρανός έμοιαζε να συναντάει τη θάλασσα. Τι ήσυχα που ήταν!
«Μπαμπά, υπάρχουν δύο ηλιοβασιλέματα: ένα στον ουρανό κι ένα στη θάλασσα».
«Δεν θα είναι δύο για πολύ ώρα ακόμη», είπε ο μπαμπάς. «Όχι με την παλίρροια που γυρνάει. Αυτές οι αμμώδεις γλώσσες ξηράς πέρα απ’ την παραλία, όπου τώρα στέκουν όλα τα πουλιά, σύντομα θα σκεπαστούν από νερό και μια αύρα θα ταράξει τον καθρέφτη που αντικατοπτρίζει το ηλιοβασίλεμα. Η παραλία θα σκεπαστεί ολόκληρη–μέχρι τους αμμόλοφους».
«Πόσο ψηλά θ’ ανέβει το νερό;» ρώτησε η Σούκι. Δεν φοβόταν. Ή τουλάχιστον δεν νόμιζε ότι φοβόταν.
«Όχι πέρα από τον τοίχο που σχηματίζει ο βράχος εμπρός από το Σπίτι-Πλοίο», είπε ο μπαμπάς. «Κατά τα μεσάνυχτα θ’ ακούσεις τα κύματα που θ’ ανεβαίνουν, αν είσαι ξύπνια εννοείται».
«Ας μη βάζουμε μεγάλες ιδέες σε μικρά μυαλουδάκια», φώναξε η μαμά από την κουζίνα.
«Φυσικά, δεν θα είσαι ξύπνια, Σούκι. Θα κοιμάσαι βαθιά όταν θ’ ανέβει η παλίρροια».
«Και πότε θα ξαναχαμηλώσει και θα γίνει όπως είναι τώρα, μπαμπά;»
«Σε δώδεκα ώρες και είκοσι πέντε λεπτά».
«Πώς το ξέρεις;»
«Γιατί, Σούκι, κατά μήκος αυτής της πλευράς του Ατλαντικού τόσο παίρνει στην παλίρροια να βγει στ’ ανοιχτά και στην επόμενη παλίρροια νά ’ρθει μέσα».
«Και δεν αλλάζει ποτέ;»
«Ποτέ».
«Τότε οι παλίρροιες είναι ρολόγια!»
«Ναι, μπορείς να τις πεις ρολόγια. Είναι ακριβείς, τόσο ακριβείς όσο και η ανατολή και η δύση του ήλιου ή οι εποχές».
«Πώς γίνεται αυτό, μπαμπά;»
Ο μπαμπάς έβγαλε τα γυαλιά του κι άρχισε να τα καθαρίζει μ’ ένα καθαρό μαντίλι πριν απαντήσει.
«Αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα, Σούκι. Αν ήμουν επιστήμονας, θα μπορούσα να στο εξηγήσω καλύτερα. Απλά ξέρω ότι η φύση έχει κανόνες και μοντέλα που μπορούμε να τα εμπιστευόμαστε. Στα δικά μας μέρη η κάθε παλίρροια και άμπωτις έρχονται κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα, το ίδιο και ο ήλιος και το φεγγάρι. Όσο για τις εποχές, αυτές έρχονται διαδοχικά, η μία μετά την άλλη, π.χ. το Καλοκαίρι έρχεται μετά από την Άνοιξη. Αυτοί οι νόμοι της Φύσης κρατούν τον κόσμο μας σε τάξη. Μπορείς να φανταστείς τι θα γινόταν χωρίς αυτούς;»
Η Σούκι σκέφτηκε για λίγο. «Όλα θα ήταν ανάκατα», είπε.
«Ανάκατα! Να, αυτό νιώθω εγώ σ’ αυτή την παράξενη κουζίνα», αναφώνησε η μαμά. Τα ψωμάκια είναι σκληρά σαν τούβλα, αλλά αν εσείς οι δύο μπορείτε να ξεκολλήσετε απ’ το παράθυρο… »
4
Η Σούκι έβαλε τα δυνατά της να μείνει ξύπνια ως τα μεσάνυχτα που θα ερχόταν η παλίρροια.
Τι είν’ εκείνο που την κάνει να πηγαίνει και νά ’ρχεται;
Και δηλαδή πού πάει;
Πάνω σ’ έναν παγκόσμιο χάρτη ο μπαμπάς είχε βρει το Νησί του Σεντ Σάιμονς. Φυσικά ήταν πολύ μικρό για να φαίνεται, αλλά στον Ατλαντικό, στην άλλη άκρη απ’ το Σεντ Σάιμονς, ήταν ο βράχος του Γιβραλτάρ.
Πω πω! Αυτό απέχει μίλια και μίλια, σκέφτηκε η Σούκι. Αν ακολουθούσα την παλίρροια, θα με πήγαινε άραγε ως εκεί;
Η Σούκι δεν πήρε απάντηση σ’ αυτό της το ερώτημα. Πριν η ίδια και η παλίρροια προχωρήσουν κάπως, είχε αποκοιμηθεί.
Όταν ξύπνησε, το φως του ήλιου έμπαινε λοξά στα πόδια του κρεβατιού της και μια δροσερή, υγρή μύτη τής σκούνταγε τον αγκώνα. Η Μπρέντα! Με τα μπροστινά της πόδια στο μαξιλάρι, κούναγε την ουρά της για τα καλά κι έριξε μια ματιά στη Σούκι σαν να έλεγε, Σήκω! Άντε γρήγορα! Έχουμε πολλά να εξερευνήσουμε!
Η Σούκι άκουγε ομιλίες κάπου κοντά, καθώς ο σκύλος σχεδόν την έσπρωξε για να μπει στο μπάνιο. Κοιτάζοντας το πρόσωπό της στον καθρέφτη, είπε, «Μπορεί να πάω για μπάνιο, Μπρέντα, οπότε τι νόημα έχει να πλύνω τ’ αυτιά μου; Και τα δόντια μου μπορούν να περιμένουν. Όχι, η μαμά σίγουρα θα με ρωτήσει αν τα έπλυνα».
Η Σούκι με δυσκολία βρήκε τα κουμπιά στην πλάτη του μαγιό της επειδή βιαζόταν πολύ και ανυπομονούσε να τρέξει στην παραλία με το σκύλο.
«Είμαι αδέξια», γκρίνιαξε. «Εντάξει όμως. Τώρα, Μπρέντα, μπορούμε να πάμε. Μόλις προλαβαίνουμε να φάμε πρωινό».
Οι ομιλίες που είχε ακούσει ήταν της μαμάς και του μπαμπά και μιας γυναίκας με εύθυμο χαμόγελο.
«Αυτή θα πρέπει να ’ναι η Σούκι», είπε η γυναίκα. «Είμαι η κ. Γκουντγουίλι».
«Χαίρω πολύ», είπε η Σούκι, όπως ακριβώς η μαμά θα ήθελε να έλεγε.
«Η κ. Γκουντγουίλι σού έφερε κάτι», είπε η μαμά.
«Κάτι φαγώσιμο;» ρώτησε η Σούκι που ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι πεινούσε.
«Φοβάμαι πως όχι», γέλασε η κ. Γκουντγουίλι.
«Σκεφτήκαμε ότι μπορεί να θέλεις να διαβάσεις το βιβλίο μας για τα κοχύλια όσο θα είσαι εδώ».
«Α, σας ευχαριστώ, κ. Γκουντγουίλι». Στο εξώφυλλο του βιβλίου υπήρχε μια πανέμορφη φωτογραφία κοχυλιού.
«Αυτό είναι το τάδε κοχύλι», είπε η Σούκι ονοματίζοντας σωστά το είδος του.
Η κ. Γκουντγουίλι ξαναγέλασε και είπε, «Ίσως να μη χρειάζεσαι βιβλίο εσύ».
«Είναι το μόνο είδος που ξέρω», είπε η Σούκι. «Ζωγράφισα ένα σαν κι αυτό στο μάθημα ιχνογραφίας μια φορά και η δεσποινίς Κέλυ μού έβαλε άριστα».
«Μέχρι να φύγεις θα βρεις πολλά κοχύλια να ζωγραφίσεις. Ας πάω τώρα να κάνω καμιά δουλειά αντί να στέκω εδώ και να πολυλογώ. Θα σας δω αργότερα».
Η κ. Γκουντγουίλι άφησε πίσω της κάτι σαν μουσική που παλλόταν στον αέρα, έναν ήχο που έμοιαζε με το γλυκό ήχο κουδουνιών που δονούνται με την πνοή του αέρα. Η Μπρέντα έμεινε για πρωινό. Η Σούκι καταβρόχθισε γρήγορα το δικό της, όταν δεν κοίταζε η μαμά.
5
Η άμμος ήταν καφτή εκτός από την άκρη του νερού. Ο αέρας φύσαγε μικρούς κόκκους άμμου από τους αμμόλοφους. Της τσιμπούσαν το πρόσωπο.
Τα αφρώδη κύματα του ωκεανού που έσπαγαν σαν ρυτίδες στην ακρογιαλιά καβαλλούσαν τα δάχτυλα των ποδιών της –μπρος πίσω, μπρος πίσω. Μπορούσε να νιώσει την άμμο που ρουφιόταν κάτω απ’ τα πόδια της.
Η μαμά τής είχε δώσει την άδεια να περπατήσει μέχρι το μεγάλο άσπρο Σταθμό Διάσωσης μαζί με τη Μπρέντα, αλλά το σκυλί προηγείτο πολύ σαν να έτρεχε μια κούρσα στον ορίζοντα. Ξάφνου, η Σούκι δεν ήθελε ν’ ακολουθήσει. Απλά να στέκει εκεί, να κοιτάει, να αισθάνεται και ν’ ακούει της αρκούσε.
Γαλάζιο και πράσινο, νερό και ουρανός, κι εκείνη ανήκε σ’ αυτό το σκηνικό. Ένα πουλί πέταξε απότομα πάνω απ’ τα δάχτυλα των ποδιών της. Από την αφή δεν θα μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν πουλί, αλλά έβλεπε φούσκες να μαζεύονται στα πόδια της. Το πουλί ήταν σχεδόν αόρατο–το απαλό του χρώμα γινόταν ένα με την υγρή άμμο. Στηριγμένο στα ψηλόλιγνα μαύρα πόδια του έτρεχε μπροστά από κει που έσπαγαν τα κύματα κι έλεγε πιπ-πιπ. Με το μυτερό του ράμφος έψαχνε για τροφή. Δεν πρόλαβε καλά καλά να το δει κι ένα ολόκληρο κοπάδι από τέτοια πουλιά εμφανίστηκε απ’ το πουθενά. Κινούνταν μαζί με απόλυτη αρμονία. Η Σούκι σκέφτηκε ότι κάποιος αόρατος εκπαιδευτής τους θα πρέπει να τους έλεγε:
ΕΝΑ-ΔΥΟ-ΤΡΙΑ – Προχωρήστε και ανιχνεύετε
ΕΝΑ-ΔΥΟ-ΤΡΙΑ – Οπισθοχωρήστε και περιμένετε.
Δεν ήξερε για πόση ώρα παρακολουθούσε τα θαλασσοπούλια ν’ αναζητούν τροφή, όταν συνειδητοποίησε ότι η θάλασσα βάθαινε. Η παλίρροια υψωνόταν γύρω της. Ας βρω ένα στεγνό μέρος να καθήσω, αποφάσισε. Θέλω να δω τι θα κάνουν τα πουλιά στη συνέχεια.
Την ίδια εκείνη στιγμή θα πρέπει να τους είχε κάνει σινιάλο ο εκπαιδευτής τους γιατί σηκώθηκαν με χάρη και σήκωσαν τα φτερά τους. Το λευκό στήθος τους λαμποκοπούσε στο φως του ήλιου και η θάλασσα πίσω τους ήταν πράσινη. Με στρατιωτική ακρίβεια προσγειώθηκαν στην άμμο δίπλα στη Σούκι και στοιχήθηκαν σε σειρές που είχαν όλες το ίδιο μήκος, λες κι αυτό ήταν κάτι στο οποίο είχαν από χρόνια εκπαιδευτεί. Όταν σταμάτησαν να μετακινούνται, υπήρχαν έξι σειρές από τρία μέχρι έξι πουλιά η καθεμία. Σύνολο τριάντα τέσσερα, μέτρησε η Σούκι.
Συνέβη και κάτι άλλο αστείο. Το κάθε πουλί στεκόταν στο ένα πόδι και ήταν στραμμένο προς τον άνεμο. Της Σούκι της φαίνονταν σαν να ήταν ένα σύνταγμα από πληγωμένους στρατιώτες και τα λυπόταν. Αυτό εννοείται μόνο μέχρι που γύρισαν τα κεφάλια τους δεξιά κι έχωσαν το ράμφος τους στα πίσω φτερά τους. Θα έπαιρναν έναν υπνάκο!
Πριν προλάβει να υποθέσει η Σούκι ποια θα ήταν η επόμενη μανούβρα τους, άκουσε ένα φιλικό γαύγισμα. Η Μπρέντα ήρθε πηδώντας προς το μέρος της. Δίπλα απ’ το σκύλο, τρέχοντας με μεγάλα, άνετα βήματα, ήταν μια κυρία που φορούσε ένα τεράστιο πράσινο καπέλο. Η Σούκι δεν είχε ποτέ της ξαναδεί τόσο μεγάλο καπέλο.
Καθώς η κυρία με το τεράστιο καπέλο πλησίαζε όλο και πιο κοντά, η Σούκι πρόσεξε ότι η σκουρόχρωμη φιγούρα που υπήρχε κάτω απ’ το χαλαρό γείσο γελούσε. Και ο σκύλος γελούσε. Έφτασαν και οι δύο λαχανιασμένοι πλάι στη Σούκι και σωριάστηκαν στην άμμο σαν να ήταν μια στίβα.
«Γεια χαρά!» είπε η κυρία. «Αυτή η Μπρέντα πάντα με νικάει. Ουφ!» Της είχε κοπεί η ανάσα. Αλλά, παρόλα αυτά, η φωνή της είχε χαμηλό τόνο και ήταν γεμάτη κρυφόγελα όταν ρώτησε τη Σούκι, «Πώς σε λένε;»
«Σούκι Γκόσο. Κι εσάς;»
«Τσέρυ, Τσέρυ Χάντερ».
Η Σούκι δεν ένιωθε ντροπαλή. Χαμογέλασαν η μία στην άλλη. Τα δόντια της Τσέρυ ήταν σαν μαργαριτάρια και ήταν ολόισια.
«Πού μένετε, Τσέρυ;»
«Όπως πας για το χωριό λίγα τετράγωνα πιο κάτω».
«Εμείς μένουμε στο Σπίτι-Πλοίο».
«Α, γι’ αυτό σε ήξερε η Μπρέντα. Δεν το ’βαζε κάτω μέχρι να με φέρει εδώ να σε συναντήσω». Η Τσέρυ έβγαλε το τεράστιο καπέλο της και έκανε αέρα μ’ αυτό. «Από πού είσαι, Σούκι;»
«Από το Σικάγο της πολιτείας του Ιλινόις».
«Από το Σικάγο; Ήμουν εκεί πριν από λίγους μήνες για ένα Συνέδριο στο Πανεπιστήμιο. Εγώ ζω στη Γουάσινγτον Ντι Σι. Είναι κι αυτή μια μεγάλη πόλη».
«Τι κάνετε στη Γουάσινγτον; Εργάζεστε για τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών;»
«Ε, κατά κάποιον τρόπο υποθέτω πως ναι. Κατά κάποιον τρόπο εργάζομαι επίσης και για σένα. Μου έχουν αναθέσει ένα κυβερνητικό πρόγραμμα για τη ρύπανση του νερού. Αλλά είμαι ένας απλός επιστήμονας».
Η Σούκι δεν είχε ποτέ πριν γνωρίσει έναν επιστήμονα.
«Ρώτησα το μπαμπά μου για την παλίρροια και μου είπε πως, αν ήταν επιστήμονας, θα μπορούσε να μου πει πιο πολλά πράγματα γι’ αυτήν. Εσείς ξέρετε για την παλίρροια;»
«Όχι πολλά πράγματα. Η θάλασσα καλύπτει τα τρία τέταρτα της επιφάνειας της γης. Πολύ νερό! Και αυτό επηρεάζεται από τον ήλιο και το φεγγάρι, παρόλο που είναι σε απόσταση εκατοντάδες χιλιάδων μιλίων. Ας πούμε ότι αυτή είναι η γη μας», η Τσέρυ χάραξε έναν κύκλο στην άμμο.
«Εδώ είναι ο ήλιος. Κατά τη διάρκεια της ημέρας τραβάει τη θάλασσα προς το μέρος του. Αλλά το φεγγάρι είναι πιο κοντά στη γη απ’ ό,τι ο ήλιος». Χάραξε το φεγγάρι.
«Η δύναμη με την οποία τραβάει το φεγγάρι είναι μεγαλύτερη. Καθώς η γη γυρίζει και το φεγγάρι κινείται γύρω απ’ αυτήν, η παλίρροια την ακολουθεί. Εδώ, στο Νησί του Σεντ Σάιμονς, κάθε δώδεκα ώρες και είκοσι πέντε λεπτά η παλίρροια υψώνεται στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, επειδή το νερό κυλάει προς την ξηρά. Μετά πάει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όταν πάει προς τα πίσω, λέμε ότι έχουμε άμπωτι».
«Όπως ήταν το πρωί την ώρα που τρώγαμε πρωινό;»
«Ναι. Βλέπεις πώς σηκώνεται τώρα; Mέχρι τις δυόμιση το απόγευμα το νερό θα έχει καλύψει εντελώς όλη αυτή την περιοχή. Η παλίρροια θα είναι στο φόρτε της. Κι έπειτα, κατά τις εννιά το βράδυ, θα γίνει και πάλι άμπωτις».
«Οι παλίρροιες είναι σαν τα ρολόγια δηλαδή, δεν είν’ έτσι, κ. Τσέρυ;»
«Αυτή είναι καλή παρομοίωση, τα ρολόγια της Φύσης τα οποία δεν χαλάνε ποτέ!»
«Ποιος τα πρωτοάρχισε;»
«Άκου, Σούκι, μερικοί επιστήμονες Τον ονομάζουν Σούπερ Εγκέφαλο. Εγώ τον ονομάζω Θεό. Άλλοι τους οποίους γνωρίζω δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κανείς πίσω απ’ τους καταπληκτικούς νόμους που κρατούν το Σύμπαν μας ώστε να μην αποσυντεθεί. Ένα όμως είναι βέβαιο: κανένας επιστήμονας δεν δημιούργησε ποτέ κανέναν τέτοιο νόμο. Απλά τους ανακαλύπτουμε τους νόμους της Φύσης. Κάποια ιδιοφυία τους εφεύρε και τους έβαλε σ’ εφαρμογή και είμαι βέβαιη ότι εκείνος που τους ρυθμίζει είναι ο ίδιος που τους δημιούργησε».
«Κι αν δεν τους ρύθμιζε;»
«Να, παραδείγματος χάρη, αν η διαδρομή του φεγγαριού άλλαζε απόψε και το φεγγάρι ερχόταν κοντύτερα στη γη, η παλίρροια θ’ ανέβαινε τόσο πολύ που θα σκέπαζε όλο αυτό το Νησί. Και οι δύο ακτές της Αμερικής, η ανατολική και η δυτική, θα μπορούσαν να καταποντιστούν στη θάλασσα. Αλλά ξέρουμε ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Το φεγγάρι μένει στα όριά του ακολουθώντας την τροχιά η οποία είναι προγραμματισμένη γι’ αυτό.
Κάθε δημιούργημα έχει ένα νόμο ή ένα πρόγραμμα μέσα του και εγώ προσωπικά δεν μπορώ να φανταστώ καλύτερο όνομα για το δημιουργό από το Θεό».
Μιλούσαν αρκετή ώρα, μέχρι που η Τσέρυ πήρε τη Σούκι απ’ το χέρι και τη σήκωσε.
«Πάρε μια βαθιά αναπνοή, Σούκι. Κι άλλη μία. Δεν είναι υπέροχος ο αρμυρός αέρας; Αν είσαι έξω αύριο, ίσως ανακαλύψουμε κι άλλα ρολόγια».
Η Τσέρυ πατίκωσε το τεράστιο χαλαρό καπέλο στο ψηλό της μέτωπο.
«Δεν θέλω να φύγετε», είπε η Σούκι.
«Κι εγώ θα ’θελα να μείνω, αλλά η αδελφή μου χρειάζεται μπέιμπι σίτερ».
Στο δρόμο της επιστροφής τους στην παραλία η Σούκι ήταν αναγκασμένη να τρέχει για να προλαβαίνει την Τσέρυ. Η Μπρέντα δεν φαινόταν πουθενά.
«Το μεσημεριανό σου θα ’ναι σύντομα έτοιμο», είπε η Τσέρυ κι έδωσε στη Σούκι ένα τσιμπηματάκι. «Θα σε ξαναδώ. Και μην αφήσεις την παλίρροια να σε παρασύρει!» Έστριψε στο μονοπάτι που οδηγεί από το Σπίτι-Πλοίο στο δρόμο ενώ το σιγανό της γέλιο ακολουθούσε.
6
«Σούκι, το μιλκ σέικ σου είναι στο ψυγείο», φώναξε η μαμά λίγα λεπτά αργότερα.
Της Σούκι της άρεσε να πίνει με καλαμάκι. Πήρε το σέικ της και πήγε να δει τι γινόταν έξω απ’ το μεγάλο παράθυρο όπου οι γονείς της έκαναν ηλιοθεραπεία στο μπαλκόνι.
«Τι κάνετε εκεί;» ρώτησε.
«Απολύτως τίποτε», χασμουρήθηκε τεμπέλικα η μαμά. Αυτό ήταν ένα απ’ τα λίγα πράγματα που η Σούκι είχε ποτέ δει τη μαμά της να κάνει: απολύτως τίποτε. Στο σπίτι είχε να φροντίσει το μαγαζί, να φροντίσει το μπαμπά και τα τρία μικρά κορίτσια. Η Σούκι θυμήθηκε τις φορές που άκουγε τη μαμά της να λέει, «Δουλειά, δουλειά, δουλειά–περιμένω πώς και τι την ημέρα που τα κορίτσια θα μεγαλώσουν να βοηθούν περισσότερο». Η φωνή της ακουγόταν κουρασμένη και εκνευρισμένη. Η Σούκι είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ποτέ πια να μην προσπαθήσει ν’ αποφύγει τις δουλειές του σπιτιού. Δεν θα ξανάκανε ποτέ πως παίζει πιάνο όταν ήταν ώρα να βοηθήσει με τα πιάτα.
«Εγώ παρατηρώ τους πελεκάνους», είπε ο μπαμπάς ξαναφέρνοντάς την στην πραγματικότητα. «Να, Σούκι, κοίτα. Τώρα που έρχεται η παλίρροια αυτοί ψαρεύουν».
Η Σούκι προσάρμοσε τα κυάλια. Ήταν πάντα πολύ διασκεδαστικό όταν ο μπαμπάς την άφηνε να κοιτάει με τα κυάλια.
Και, να, που μια μακριά ευθεία γραμμή από πελεκάνους με τα φτερά τους να περνούν ξυστά από το νερό έκανε παρέλαση. Ο αρχηγός παράπλεε την ακτή, μετά έκανε φλιπ-φλοπ με τα φτερά του και ξανάρχιζε. Κάθε πουλί που ερχόταν πίσω του έκανε κι εκείνο το ίδιο.
«Έπρεπε να τους είχες δει νωρίτερα, Σούκι, όταν στέκονταν στο φράγμα της άμμου. Φαίνονταν πολύ γέρικοι και αυστηροί. Το άπλωμα των φτερών τους είναι μεγαλύτερο απ’ ό,τι εγώ μπορώ ν’ απλώσω τα χέρια μου!»
«Ω, ω, ο αρχηγός τους φαίνεται πως εντόπισε ένα ψάρι», είπε η Σούκι. Τώρα γυρνάει και ανεβαίνει ψηλότερα –βλέπεις μπαμπά;»
«Τουλάχιστον ενάμιση μέτρο ψηλότερα στον αέρα».
«Τι θα κάνει;»
«Απλά κοίτα, χρυσή μου, και μην κάνεις τόσες πολλές ερωτήσεις».
Ο παράξενος καφετόχρωμος πελεκάνος έφερε το κεφάλι του κοντά στο σώμα του, έκλεισε λίγο τα μεγάλα φτερά του κι έπειτα έκανε μια βουτιά ως κάτω, κάτω… Η Σούκι μπορούσε να φανταστεί τη μεγάλη σακκούλα του να κλείνει σφιχτά κάτω απ’ το νερό. Όταν το πουλί βγήκε απ’ το νερό, κρατούσε το μεγάλο ράμφος του με τη μύτη προς τα κάτω για ν’ αδειάσει το νερό που είχε ρουφήξει η μεγάλη σακκούλα του. Στη στιγμή όμως έστρεψε το ράμφος του προς τα πάνω και το άνοιξε ρουφώντας κάτι αδέξια.
«Κάτι καταπίνει!» αναφώνησε η Σούκι. «Κοίτα, πάνε κι οι άλλοι πελεκάνοι για ψάρεμα. Δεν πιτσιλάνε πολλά νερά;»
«Όπως κάνεις κι εσύ όταν βουτάς στο νερό», την πείραξε ο μπαμπάς. «Σαν να πέφτει μια πέτρα. Δώσ’ μου λίγο τα κυάλια, Σούκι. Ένας μικρός υποψήφιος φαίνεται ότι προστίθεται στο κοπάδι. Μάλιστα κυρίες μου, ένας γλάρος. Και καμιά απ’ τις δυο σας δεν θα το πιστέψει αλλά αυτός ο γλάρος βρίσκεται κατά τύχη ακριβώς επάνω απ’ την πλάτη ενός πελεκάνου. Δεν θέλει να χάσει τίποτε απ’ τα περισσεύματα!»
Ο μπαμπάς γέλασε μέχρι που κι η μαμά και η Σούκι κοίταξαν με τα κυάλια και γέλασαν κι αυτές. Η Σούκι δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε είχαν γελάσει τόσο πολύ όλοι μαζί. Συνέβαιναν τόσα και τόσα εκεί πέρα πάνω απ’ το νερό για να παρατηρήσουν: Μαύρα φανταχτερά ‘ξαφριστήρια’ με λαμπερά κόκκινα πόδια και σκιστές ουρές ψάρευαν με χάρη βγάζοντας απαλές παραπονιάρικες φωνούλες, ενώ, ψηλότερα, τα γλαρονάκια, φώναζαν αγριωπά. Τα γλαρονάκια ήταν πουλιά που ανέβαιναν κάθετα στον ουρανό, στριφογύριζαν κι έπεφταν κατακόρυφα, το ίδιο θανάσιμα όσο και τα πολεμικά τζετ, για να καμακώσουν τη λεία τους.
Όταν οι τράτες που είχαν βγει για γαρίδες εμφανίζονταν στον ορίζοντα, κοπάδια ολόκληρα από γλαρονάκια πέταγαν ψηλά κι έκαναν καταδύσεις στα απόνερα των πλοίων. Και σ’ όλη τη διαδρομή προς την προκυμαία έκαναν ακροβατικά νούμερα που σου ’κοβαν την αναπνοή.
Βορειότερα, υπήρχαν αγόρια με τα σερφ τους που, σαν πουλιά κι εκείνα, καβάλλαγαν την άκρη των κυμάτων. Ολοένα και γρηγορότερα τα κύματα τα γύρναγαν προς την ακτή μέχρι που τα παιδιά έπεφταν πλαγιαστά μέσα στον αφρό–γίνονταν άφαντα–
ανεβοκατέβαιναν,
τίναζαν τα κεφάλια τους
και χαιρετούσαν θριαμβευτικά.
Η παλίρροια είχε ανέβει πολύ. Μια κίνηση τάραζε όλη τη θάλασσα.
Η Σούκι μπορούσε να το νιώσει στον αέρα, καθώς παρατηρούσε το μπουχό της θάλασσας να γίνεται σαν κρυστάλλινη χάντρα πάνω στους ώμους της και μετά να τρέχει κάτω σταλαγματιά σταλαγματιά αφήνοντας πίσω του λέπια από αρμυρή λάμψη.
7
Δεν πέρασε ούτε μέρα από το διάστημα των διακοπών στο Νησί που η Σούκι να μην κάνει κάποια καινούργια ανακάλυψη. Οι τσέπες των ρούχων της ήταν πάντα μούσκεμα, παραφουσκωμένες με κοχύλια, σφουγγάρια, κομματάκια από χρωματιστό γυαλί και σκουριασμένες βίδες που έκαναν τρύπες στις γωνίες της τσέπης της. Στο Σικάγο η μαμά θέλει να είμαι πάντα ντυμένη στην πένα, σκέφτηκε η Σούκι, αλλά εδώ δεν τη νοιάζει. Και κάτι άλλο ακόμα σχετικά με το ‘εδώ’: γελάει πολύ και δεν πηγαινόρχεται όλο φούρια.
«Μαμά, βλέπεις ένα κοχύλι που βρήκα;»
«Τι είδους πράγμα είν’ αυτό, χρυσή μου; Για κοίτα αν είναι στο βιβλίο με τα κοχύλια. Άντε».
«Θα ξέρει η Τσέρυ, μαμά».
«Ποια είναι η Τσέρυ; Μήπως είναι η κυρία που σε είδα να συζητάς μαζί της στην παραλία;»
Η μαμά έβγαλε τα γυαλιά της του ηλίου, έκατσε με την πλάτη ίσια στη σεζ-λονγκ του μπαλκονιού κι έκανε νόημα στη Σούκι να καθήσει στα πόδια της. Αυτό σίγουρα ήταν πιο διασκεδαστικό απ’ το να κοιτάει απλά απ’ το παράθυρο του Σπιτιού-Πλοίου.
«Η Τσέρυ είναι η καινούρια μου φίλη», είπε η Σούκι. Είναι επιστήμονας, μια αληθινή επιστήμονας. Ξέρει τα πάντα».
«Α, δηλαδή, όπως κι ο Κολλητός σου!»
Το Αόρατο Παγώνι! Δεν το έχω σκεφτεί για μέρες, συνειδητοποίησε η Σούκι και ξαφνιάστηκε. Περίεργο. Η μαμά δεν φαινόταν ν’ αστειεύεται όπως αστειευόταν συνήθως για τον Κολλητό της. Απλά και μόνο επειδή ήταν αόρατος δεν έπεται ότι δεν ήταν και αληθινος. Ίσως η μαμά το είχε πιάσει επί τέλους.
Η Σούκι θυμήθηκε την πρώτη φορά που συναντήθηκε με το Αόρατο Παγώνι. Ήταν σε μια πολυσύχναστη γωνία του δρόμου. Εκείνο το είχε σκάσει απ’ το ζωολογικό κήπο και θα πέθαινε της πείνας. Η Σούκι το είχε πείσει να έρθει να μείνει στο Δέντρο του Παραδείσου έξω απ’ το παράθυρο του δωματίου της.
Σχεδόν από την αρχή τον έλεγε «ο Κολλητός μου» γιατί μπορούσε να του λέει τα πάντα–τα πιο μυστικά πράγματα. Για ένα διάστημα έκαναν τα πάντα μαζί. Αλλά αυτό γινόταν όταν ήταν πάρα πολύ μικρή.
«Μαμά, ξέρεις γιατί δεν έφερα τον Κολλητό μαζί μου;»
«Όχι, Σούκι. Γιατί;»
«Γιατί τώρα πια έχω μεγαλώσει!»
Η μαμά χαμογέλασε. «Δύο χρόνια είναι μεγάλη διαφορά, αλλά δεν ξεχνάμε ποτέ πόσο δοασκεδαστικό ήταν όταν παίζαμε με τους αόρατους φίλους μας».
Αυτό το είπε λες και είχε κι εκείνη έναν αόρατο φίλο για τα παιχνίδια, συνειδητοποίησε ξαφνικά η Σούκι. Στο κάτω-κάτω κάποτε ήταν κι η μαμά μικρό κοριτσάκι.
Ίσως να θέλεις να καλέσεις την Τσέρυ για μεσημεριανό αύριο, οπότε ο μπαμπάς κι εγώ θα γνωρίσουμε μια αληθινή επιστήμονα».
«Ω, τέλεια, μαμά. Όπου να ’ναι θά ’ρθει και θα τη ρωτήσω αμέσως».
Η Σούκι έτρεξε στο μπαλκόνι σαν σαΐτα και με το βλέμμα της έψαχνε την ακτή. Να ’ταν η Τσέρυ εκείνη που σκαρφάλωνε με δυσκολία στον απότομο βράχο με τις μυτερές πέτρες; Ναι, αυτό ήταν το τεράστιο πράσινο καπέλο. Και μπορούσε να δει και τη Μπρέντα να πηδάει από βράχο σε βράχο και να ’ναι ο οδηγός.
«Έρχονται αυτή τη στιγμή, μαμά. Και θα καλέσουμε και τη Μπρέντα μαζί με την Τσέρυ, δεν είν’ έτσι;»
«Και βέβαια, χρυσή μου, αν της αρέσει η γαριδοσαλάτα».
Η Σούκι κατέβηκε βιαστικά τα σκαλιά του Σπιτιού-Πλοίου και έτρεξε να συναντήσει τις φίλες της.
«Τσέρυ, δες τι βρήκα», είπε κρατώντας ψηλά το θησαυρό της.
«Βρήκα το όστρακο ενός κάβουρα-πέταλο και δεν είναι σπασμένο!» Η Τσέρυ το πήρε απ’ τα χέρια της Σούκι προσεχτικά. «Είναι η εποχή τους τώρα», είπε. Το γύρισε ανάποδα.
«Αναρωτιέμαι τι συνέβη στον κύριο που κατοικούσε εδώ μέσα».
Το όστρακο είχε ένα γυαλιστερό καφέ χρώμα σαν δέρμα που έμοιζε με το χρώμα της επιδερμίδας της Τσέρυ.
«Σούκι, αυτό δεν είναι σαν ένα είδος μεντεσέ που προσδένει την ουρά με το μεγάλο μπροστινό κάλυμμα; Και εφαρμόζει κιόλας!»
«Για να δοκιμάσω κι εγώ», είπε η Σούκι. «Δεν θα πρέπει να ήταν πολύ γέρος ο κάβουρας γιατί δεν τρίζει».
«Ίσως τον λάδωνε», γέλασε η Τσέρυ. Οι κάβουρες-πέταλο προέρχονται από μια οικογένεια που είναι παλιότερη κι από τους δεινόσαυρους, Σούκι. Κι έχουν, όπως τα λες εσύ, εσωτερικά ρολόγια».
«Τι εννοείς;», ρώτησε η Σούκι.
«Μόνο αυτή την εποχή και μόνο όταν το φεγγάρι λάμπει στο ζενίθ, βγαίνουν από το βυθό της θάλασσας οι κάβουρες-πέταλο κι έρχονται στην ακτή. Έρχονται κατά ζευγάρια όταν η παλίρροια είναι στη μέγιστη φάση της. Μόνο όταν είναι στη μέγιστη».
«Έρχονται πολλοί τέτοιοι κάβουρες, Τσέρυ;»
«Τους έχω δει να έρχονται κατά εκατοντάδες. Υποθέτω ότι αυτό το όστρακο ανήκε σε αρσενικό κάβουρα. Τα αρσενικά είναι πιο μικρόσωμα απ’ τα θηλυκά. Θα ήθελα να είχες δει τα πόδια του».
«Γιατί;»
«Γιατί είναι φτιαγμένα μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο ώστε να γαντζώνονται στο θηλυκό όταν εκείνο τραβάει το αρσενικό μαζί της στην ακτή».
«Γιατί το κάνει αυτό;»
«Για να είναι έτοιμοι να γονιμοποιήσουν τα χιλιάδες αυγά που γεννάει το θηλυκό…»
«Χιλιάδες;» διέκοψε η Σούκι.
«Ναι, χιλιάδες. Και μετά που ακουμπούν τα αυγά στην αμμοφωλιά τους και γονιμοποιούνται, το ζευγάρι αναχωρεί και πάλι για τη θάλασσα, καθώς η παλίρροια αρχίζει ν’ αποτραβιέται. Από τα αχνάρια τους τα οποία έχω εξετάσει, νομίζω ότι καμιά φορά θα πρέπει να χάνουν το δρόμο. Αν δεν φτάσουν στον ωκεανό ως την αυγή, ο ήλιος μπορεί να τους σκοτώσει. Ή μπορεί να εμφανιστεί κάποιο θαλασσοπούλι, ν’ αναποδογυρίσει τον κύριο κάβουρα-πέταλο και να απολαύσει το κρέας του φρέσκου καβουριού, οπότε αυτό εδώ είναι ό,τι απομένει».
«Μα αυτό είναι έγκλημα», διαμαρτυρήθηκε η Σούκι.
«Αν είσαι κάβουρας, την έχεις άσχημα! Αλλά δεν είναι αυτό το τέλος του δράματος», συνέχισε η Τσέρυ. Μην ξεχνάς τα αυγά στην άμμο. Σε δύο εβδομάδες θα είναι έτοιμα να εκκολαφθούν, οπότε η παλίρροια βοηθάει και πάλι».
«Πώς;»
«Με το να ανακατεύει την άμμο γύρω απ’ τη φωλιά της μαμάς-καβουρίνας. Ξέρεις πώς κόβει και λειαίνει το μαλακό ξύλο το γυαλόχαρτο ;»
«Ναι».
«Έτσι, λοιπόν, και η άμμος κόβει τη μεμβράνη που σκεπάζει το αυγό μέχρι που ανοίγει στα δύο και το μικρό καβουράκι βγαίνει έξω. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα βγάζουν ουρές και αναχωρούν για το βυθό της θάλασσας όπου μεγαλώνουν και μεγαλώνουν… Σε εννιά με δέκα χρόνια είναι έτοιμα να γεννήσουν κι αυτά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που έκαναν παιδιά και οι γονείς τους και με το ίδιο ακριβώς πρόγραμμα».
«Αλήθεια, Τσέρυ; Είναι πραγματικό αυτό;» Τα μάτια της Σούκι είχαν ανοίξει διάπλατα απ’ το θαυμασμό.
«Δεν θα με εξέπληττε, Σούκι, αν κάθε ζωντανό κύτταρο–είτε είναι ζώο είτε φυτό, είτε ζει στην ξηρά είτε στον ωκεανό–έχει ένα ρολόι ενσωματωμένο μέσα του».
Η Τσέρυ ξαφνικά έβγαλε τη ζακέτα της και πέταξε και το καπέλο από πάνω της. «Το δικό μου ρολόι λέει ότι είναι ώρα για μπάνιο!»
Χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο προχώρησε περπατώντας μέσ’ απ’ τα αφρισμένα κύματα μέχρι να φτάσει στα άπατα για να πέσει μέσα και να χοροπηδήσει με τη χάρη δελφινιού.
Η Σούκι πολύ θα ήθελε να πάει κι εκείνη μέσα, αλλά είχε υποσχεθεί να μην το κάνει. Ο μπαμπάς τής είχε πει ότι μπορούσε να παίζει όσο ήθελε στην ακρογιαλιά, αν του έδινε την υπόσχεση ότι θα κολυμπούσε μόνο όταν εκείνος ήταν μαζί της. Αυτή ακριβώς τη στιγμή όμως η υπόσχεση αυτή τής φαινόταν άδικη. (Ως και η Μπρέντα μπορούσε να πάει με την Τσέρυ!) Αλλά ο μπαμπάς και η Σούκι δεν είχαν ποτέ αθετήσει την υπόσχεσή τους ο ένας προς τον άλλο. Ίσως να γύριζε απ’ το γκολφ που έπαιζε με τον κ. Γκουντγουίλι. Τότε θα κολυμπούσε μαζί της όπως είχε κάνει και τα προηγούμενα απογεύματα.
Η Σούκι δεν είχε προλάβει να χτίσει ένα κάστρο στην άμμο με πολλά τούνελ και πυργίσκους όταν η Μπρέντα άλλαξε κατεύθυνση και το ’βαλε για την ακτή. Όσο κοντύτερα ερχόταν, τόσο δυνατότερα γαύγιζε.
Ετοιμάσου! Έρχομαι! Φαινόταν να λέει με το γαύγισμά της.
Η Μπρέντα όρμησε καταμεσίς του κάστρου από άμμο και τίναξε όλο το θαλασσινό νερό του σώματός της πάνω στη Σούκι.
«Ντροπή σου Μπρέντα! Κοίτα τι μου έκανες! Και κοίτα τι έκανες στο κάστρο μου που έφτιαξα από άμμο!» τη μάλωσε η Σούκι. «Γιατί δεν έμενες στη θάλασσα; Εσύ δεν χρειάζεται να έχεις άδεια για να κολυμπήσεις σαν κάτι άλλους από μας».
Ο πιτσιλωτός σκύλος τέντωσε τ’ αυτιά του και άκουγε τη Σούκι, αλλά δεν αποθαρρύνθηκε. Με τη μακριά ουρά του να κουνιέται πέρα δώθε μ’ ευχαρίστηση έγλειψε τρυφερά το σαγώνι της Σούκι σαν να έλεγε: Αλλά εγώ θέλω να είμαι μαζί σου.
«Τότε λοιπόν θα πρέπει να κάτσεις κάτω και να μη μ’ εμποδίζεις», είπε η Σούκι στο σκύλο και του έδωσε μια σπρωξιά να κάτσει κάτω. «Πραγματικά κάνει ζέστη. Γιατί δεν μου φέρνεις το καπέλο της Τσέρυ;»
Η Μπρέντα σηκώθηκε, πήγε στη μεριά που ήταν το καπέλο, το σήκωσε, έβαλε το γείσο του ανάμεσα στα δόντια της και το ’φερε στη Σούκι. Με κομμένη την ανάσα απ’ την κατάπληξη η Σούκι είπε, «Εσύ, Μπρέντα, δεν είσαι σκύλος. Είσαι άνθρωπος!»
Την ώρα ακριβώς που έλεγε αυτό, ένας υπόκωφος κρότος ακούστηκε από έξω, από τον ωκεανό. Η Σούκι δεν ήταν σίγουρη ότι ήταν βροντή, αλλά η Μπρέντα ήταν. Ξαφνικά, ο σκύλος σταμάτησε να κουνάει την ουρά του η οποία έπεσε ανάμεσα στα σκέλη του και κίνησε ολοταχώς για το Σπίτι-Πλοίο.
Την ίδια στιγμή η Τσέρυ άρχισε να κολυμπάει προς την κατεύθυνση της ακτής με σταθερές, γρήγορες κινήσεις. Η Σούκι την περίμενε και της κούναγε το χέρι κρυμμένη σχεδόν τελείως πίσω απ’ το τεράστιο καπέλο.
«Φαίνεται πως έρχεται καταιγίδα», είπε η Τσέρυ καθώς έτρεχε λαχανιασμένη απ’ το κολύμπι. «Ένα απόγευμα έχω ρεπό απ’ το μπέιμπι σίτινγκ και βρέχει». Γέλασε και τυλίχτηκε με τη ζακέτα της. «Ε, αυτό το καπέλο σού πάει τέλεια». Έβγαλε έναν καθρέφτη απ’ την τσέπη της και τον κράτησε μπροστά στη Σούκι για να την κάνει να κοιταχτεί. Η Σούκι έκανε μια αστεία γκριμάτσα.
«Είναι καλύτερο από ομπρέλα, Τσέρυ».
«Κράτα το λοιπόν κι ας σε πάμε σπίτι τώρα. Έλα. Θα σε συναγωνιστώ στο τρέξιμο ως το Σπίτι-Πλοίο.
Ευτυχώς που η απόσταση ήταν μικρή γιατί η Σούκι δεν μπορούσε και να τρέχει γρήγορα και να φοράει το καπέλο στο κεφάλι της.
Φτάσανε στη βεράντα του Σπιτιού-Πλοίου ακριβώς καθώς έλαμψε στον ουρανό μια αστραπή σε σχήμα γυμνού δέντρου. Έμοιαζε να ήταν τα προεόρτια του κεραυνού που μπουμπούνισε και του αέρα ο οποίος άρχισε να φυσάει τόσο δυνατά που έκανε τη Σούκι να κλείσει τα μάτια της σφιχτά. Όταν τα ξανάνοιξε, ένα βλοσυρό, απειλητικό σύννεφο έκρυψε την άσπρη μάζα του ήλιου σαν να ήταν στορ σε παράθυρο το οποίο έπεσε απότομα προς τα κάτω, προς τον ορίζοντα.
«Καλύτερα να μείνεις εδώ μαζί μου, Τσέρυ ώσπου να περάσει η καταιγίδα».
«Αυτό θα ήταν ωραίο, αλλά δεν μπορώ».
«Θα βραχείς. Έχει αρχίσει να βρέχει», είπε η Σούκι.
Η Τσέρυ χαμογέλασε. «Αν θυμάσαι, βγήκα από μπάνιο. Είμαι ήδη μούσκεμα! Πρέπει να κάνω ένα ντους και να έχω ντυθεί μέχρι την ώρα που θα ’ρθει η αδελφή μου να φέρει τη Ρενέ απ’ τον οδοντογιατρό».
«Ποια είναι η Ρενέ;»
«Η αγαπημένη μου ανηψιά», είπε η Τσέρυ. «Πρέπει να τη γνωρίσεις».
Προς στιγμή η Σούκι ήθελε να μην υπάρχει κανένα πρόσωπο με το όνομα «Ρενέ». Αυτή θα ’ναι ο λόγος που η Τσέρυ φεύγει πάντα βιαστικά.
«Τσέρυ, ξέχασα, η μαμά μού είπε να σε καλέσω αύριο για μεσημεριανό».
«Πολύ ωραία, Σούκι. Τι ώρα;»
«Γύρω στις δωδεκάμιση».
«Εντάξει», είπε η Τσέρυ πηδώντας από τη βεράντα στο έδαφος. «Γεια σου! Μην αφήσεις τον αέρα να σε παρασύρει». Και έτρεξε κατά μήκος της ανηφόρας του μονοπατιού που οδηγούσε προς το δρόμο.
«Περίμενε. Ξέχασες το καπέλο σου», της φώναξε η Σούκι.
«Φύλαξέ το μου», φώναξε και η Τσέρυ μιλώντας πάνω απ’ τον ώμο της.
Τότε είναι που η βροχή άρχισε να πέφτει με το τουλούμι. Οι σταγόνες ήταν τεράστιες κι έτσι όπως έπεφταν, χοντρές και γρήγορες, η Σούκι δεν μπορούσε καθόλου να δει την Τσέρυ.
Θα ξαναρχόταν όμως αύριο για μεσημεριανό.
8
Η Σούκι ήταν χαρούμενη που η μαμά αποφάσισε να σερβίρει μεσημεριανό έξω στη βεράντα. Είχε αεράκι και ήταν μια ηλιόλουστη μέρα. Δεν υπήρχε ούτε ένα σύννεφο στο γαλανό, στον καταγάλανο ουρανό.
Είχε πλύνει το μαρούλι για τη σαλάτα την ώρα που η μαμά καθάριζε τις γαρίδες. Ο μπαμπάς έφτιαξε την σάλτσα που ήταν η σπεσιαλιτέ του. Ζήτησε αρκετές φορές από τη Σούκι να τη δοκιμάσει.
«Είναι αρκετό το κρεμμυδάκι, Σούκι;»
«Ό,τι πρέπει, μπαμπά».
Όταν ήρθε η Τσέρυ, όλα ήταν έτοιμα. Η Σούκι μοίρασε τις κοραλί χαρτοπετσέτες που ήταν ασορτί με τους δίσκους. Ήταν μάλλον σαν πάρτι έτσι όπως έτρωγαν σε δίσκους που είχαν βάλει στην ποδιά τους.
Οι μεγάλοι συζητούσαν κιόλας λες και γνωρίζονταν από πολύ καιρό. Τη Σούκι δεν την πείραζε που άκουγε–μιλούσαν για κείνη–αλλά θα ήθελε να έχει ένα φίλο στην ηλικία της που να μιλάει σ’ εκείνη.
Άκουσε την Τσέρυ να λέει, «Η Σούκι σας έχει αρκετή περιέργεια για δύο, κ. Γκόσο».
Ο μπαμπάς σήκωσε τα φρύδια του και κούνησε το κεφάλι του. «Περισσότερη απ’ ό,τι μπορούμε να της ικανοποιήσουμε», είπε. «Είμαστε ευγνώμονες που βρεθήκατε εσείς να δώσετε απάντηση στις ερωτήσεις της. Φοβάμαι πως η μαμά της κι εγώ δεν ξέρουμε πολλά επιστημονικά πράγματα».
«Υποθέτω ότι τα επιστημονικά πράγματα μπορεί να μην είναι τόσο σημαντικά όσο τα παριστάνουμε εμείς οι μεγάλοι, κ. Γκόσο», είπε η Τσέρυ. «Τις προάλλες ένα κύμα έριξε κάτω τη Σούκι. Σηκώθηκε επάνω μ’ ένα πήδημα και γελώντας μου είπε ότι το κύμα έμοιαζε σαν μια έκρηξη από πράσινη υγρή μελάσσα. Μου είπε πόσο αρμυρό ήταν στη γεύση και πώς της «τράνταξε» την αναπνοή μέσ’ απ’ τα πνευμόνια. Μ’ έκανε να ζηλέψω γιατί το ίδιο εκείνο κύμα για μένα αντιπροσώπευε απλά ένα μάτσο αριθμούς. Πόσο γρήγορα πήγαινε. Πόσο ψηλό ήταν στο ζενίθ του. Πόση ήταν η ενέργειά του κατά τετραγωνικό μέτρο. Μάθαινα γι’ αυτό και όχι απ’ αυτό». Η Τσέρυ γέλασε σιγανά σαν να είχε πει ένα ανέκδοτο για τον εαυτό της.
Γέλασε κι ο μπαμπάς. «Νομίζω πως ήταν ο Αμερικανός Θορώ που είπε ότι ο άνθρωπος δεν έχει δει κάτι ώσπου να το αισθανθεί. Για σας θα έλεγε ότι «δοκιμάζατε» το κύμα, με την έννοια του επιστημονικού τεστ, αντί να το δοκιμάζετε με τις αισθήσεις σας».
«Ακριβώς, κ. Γκόσο».
Αυτή ήταν η αγαπημένη λέξη το Αόρατου Παγωνιού, το «ακριβώς». Ξαφνικά, η Σούκι το πεθύμησε περισσότερο απ’ ό,τι το είχε πεθυμήσει κατά τη διάρκεια όλων των διακοπών. Και πριν το συνειδητοποιήσει, σκεφτόταν το Αόρατο Παγώνι αντί να παρακολουθεί τη συζήτηση που εν πάση περιπτώσει ήταν πολύ μεγαλίστικη γι’ αυτήν. Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει μέχρι που η Τσέρυ είπε κάτι το οποίο την έκανε να ξαναπροσέξει. «Αύριο το βράδυ θα έχει πανσέληνο κι έχω υποσχεθεί στην ανηψιά μου, τη Ρενέ, να πάμε να δούμε τις χελώνες. Αυτή είναι η εποχή που έρχονται στην ακτή και γεννούν τ’ αυγά τους και πρόσεξα ότι υπήρχαν τρία «κρόουλς», δηλαδή αχνάρια απ’ το σούρσιμό τους, κοντά στον αμμόλοφο βόρεια από ’δω. Θα θέλατε να ’ρθείτε μαζί μας;»
«Τι λες εσύ γι’ αυτό, Σούκι;», ρώτησε ο μπαμπάς. «Θα σου άρεσε αυτό;»
«Ω, ναι, μπαμπά. Και θα ξενυχτήσουμε;»
«Αυτό εξαρτάται απ’ το τι θα πει η μαμά».
«Ω, μαμά, πες ναι, σε παρακαλώ… σε παρακαλώ.»
«Ας πούμε ότι εξαρτάται από τις χελώνες», είπε η μαμά κάνοντας ότι το λέει σοβαρά. «Δεν θα μπορούσαμε να μην τις δούμε, έστω κι αν αργήσουν να έρθουν, δεν είν’ έτσι;»
Η Σούκι αγκάλιασε τη μαμά της και φώναξε, «Ανυπομονώ τόσο πάρα πολύ!»
9
Η νύχτα ήταν ζεστή και φιλική.
Έχοντας ξεκινήσει από ένα κιτρινωπό τόξο στον ουρανό, το φεγγάρι κατέληξε να έχει εξελιχθεί σε μια τέλεια σφαίρα.
Και ανέβαινε, όλο ανέβαινε στον ουρανό, χύνοντας ασήμι κατά μήκος του νερού και της έρημης ακρογιαλιάς.
Η Σούκι μπορούσε να νιώσει το φεγγάρι να χαμογελάει. Μπορούσε να το βλέπει να αντικατοπτρίζεται, μικρό και μακρινό, μέσα στα γυαλιά του μπαμπά. Έκανε το χρώμα του πουκάμισου της μαμάς άσπρο-κάτασπρο και το πρόσωπο της Τσέρυς μαύρο-κατάμαυρο. Δίπλα σ’ εκείνη και στη Ρενέ έριχνε δύο σκιές. Το τεράστιο καπέλο τις έκανε σαν στοιχειωμένες.
Οι δυνατές φωνές, τα γουργουρίσματα των γλάρων κι οι σειρήνες των πλοίων ανήκαν στην ημέρα. Στη νύχτα ανήκε η σιγαλιά. Η σιγαλιά υπήρχε μέσα στη Σούκι και υπήρχε και έξω απ’ αυτήν σαν ένα κομμάτι του φεγγαρόφωτου. Μίλησε σχεδόν ψιθυριστά καθώς εκείνη κι η Ρενέ έτρεχαν προς το ψηλότερο κομμάτι της γλώσσας της ξηράς που έμπαινε μες στη θάλασσα. Εκεί ήταν το μέρος που πήγαιναν.
«Μακάρι να σε είχε φέρει μαζί της η Τσέρυ νωρίτερα», είπε η Σούκι. Όταν η Τσέρυ και η ανηψιά της έφτασαν για την «περιπολεία των χελώνων», όπως την έλεγαν, η Σούκι είχε ξεχάσει την κακιά σκέψη που της είχε έρθει στο νου την πρώτη φορά που άκουσε για τη Ρενέ. Μα αυτές είχαν την ίδια ηλικία και πήγαιναν και στην ίδια τάξη! Είχαν μάλιστα και το ίδιο ύψος: ένα μέτρο και οκτώ εκατοστά.
«Μας μένουν μόνο μία ακόμα μέρα και μία νύχτα διακοπών», είπε η Σούκι κατσουφιασμένα. «Ω, Ρενέ μακάρι να είχες έρθει με την Τσέρυ μέρες και μέρες πριν!»
«Κι εγώ θα το ευχόμουν», είπε η Ρενέ.
Οι δύο σκιές βράδυναν το βήμα τους και τώρα πια περπατούσαν. Είμαστε πολύ μακριά απ’ το Σπίτι-Πλοίο, δεν είν’ έτσι, Σούκι;»
«Ναι, γύρνα πίσω να το δεις. Είναι ένα πλοίο-φάντασμα που πλέει μες στο σκοτάδι», είπε η Σούκι σαν να έβλεπε όνειρο, αλλά αμέσως μετά ένιωσε μια ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά της όταν κάτι αναδεύτηκε στη συστάδα των θαλασσινών θάμνων καθώς περνούσαν. «Τι ήταν αυτό, Ρενέ;»
«Ίσως κάποιο ρακούν», είπε ήρεμα η Ρενέ. «Ψάχνει κι αυτό για χελώνες».
«Γιατί;»
«Γιατί θέλει να ξέρει πού κρύβουν τ’ αυγά τους. Δεν θα σου κάνει κακό».
Η Σούκι χάρηκε που έφτασαν κι οι μεγάλοι. «Μπορείς να το πιστέψεις ότι είναι κιόλας περασμένα μεσάνυχτα;» ρώτησε ο μπαμπάς. Ποτέ της δεν είχε ξενυχτήσει τόσο πολύ.
«Η παλίρροια είναι σχεδόν στο ζενίθ της», είπε η Τσέρυ. «Και, να, τ’ αχνάρια των χελώνων που είδα σήμερα το πρωί. Ρενέ, εσύ και η Σούκι πατήσατε επάνω τους!»
Το φως του φεγγαριού αποκάλυψε ένα μονοπάτι φάρδους ενός περίπου μέτρου που έμοιαζε σαν να είχε συρθεί επάνω στην αμμώδη του επιφάνεια κάποιο βαρύ, επίπεδο αντικείμενο. Στα πλαϊνά αυτού του αχναριού υπήρχαν σημάδια από τα πτερύγια της χελώνας και η ουρά της είχε αφήσει μικρά αιχμηρά σημάδια στη μέση.
«Η μαμά-χελώνα ήταν σίγουρα εδώ ψάχνοντας για μια καλή φωλιά για τ’ αυγά της, αλλά δεν γέννησε αυγά», είπε η Τσέρυ. «Θα διαλέξουμε ένα μέρος κοντά στο πιο ψηλό σημείο που περνάει το νερό και θα περιμένουμε μήπως και ξαναγυρίσει να τελειώσει τη δουλειά».
«Πόση ώρα;» ρώτησε η Σούκι.
«Πόση ώρα μπορείς να κάτσεις ακίνητη; Μπορεί να είναι δέκα λεπτά και μπορεί να είναι δύο ώρες. Αν έρθει».
Κάθησαν όλοι κάτω στην πλαγιά ενός αμμόλοφου–η Σούκι απ’ τη μία μεριά της Τσέρυ και η Ρενέ απ’ την άλλη. Ο μπαμπάς πέρασε το χέρι του πάνω απ’ τον ώμο της μαμάς και ένωσαν τα κεφάλια τους.
«Θεία Τσέρυ, ακούσαμε ένα ρακούν», είπε η Ρενέ.
«Σοβαρά; Αυτός είναι εχθρικός κατάσκοπος. Προσέξτε εσείς οι δύο να κάνετε τόση ησυχία όση κάνει και το ρακούν. Αν φοβίσουμε τη μαμά-χελώνα καθώς βγαίνει απ’ τον ωκεανό, θα ξαναπάει μέσα και θ’ απομακρυνθεί κολυμπώντας. Αλλά, αν δεν κάνουμε θόρυβο μέχρι ν’ αρχίσει να φτιάνει τη φωλιά της, τότε θα μας αφήσει να πλησιάσουμε αρκετά για να δούμε».
Το σερφ κύμα πλησιάζει όλο και περισσότερο, συλλογίστηκε ρεμβάζοντας η Σούκι. Διερωτώμαι αν αυτό το πονηρό ρακούν μάς παρακολουθεί. Από το μυαλό της περνούσαν χιλιάδες σκέψεις καθώς τα λεπτά γίνονταν ώρες. Ή τουλάχιστον τα οπίσθιά της ένιωθαν λες κι είχαν μείνει σ’ αυτή τη θέση για ώρες. Η άμμος που φαινόταν απαλή και μεταξένια ήταν στην πραγματικότητα σκληρή και υγρή. Και εκτός αυτού την πονούσαν τα πόδια της. Ήθελε να μπορούσε να τα τεντώσει και να γυρίσει μπρούμυτα.
Ξάφνου, η Τσέρυ έδειξε κάτι. Στην αρχή η Σούκι δεν μπορούσε να δει τίποτε. Όχι, όχι μπορούσε! Ήταν ένα μαυριδερό αντικείμενο καβάλλα σ’ ένα κύμα που ερχόταν προς την ακτή, σε απόσταση μόλις έξι μέτρων. Ήταν η μαμά-χελώνα!
Η χελώνα κοίταξε ολόγυρα και πήρε μια ανάσα. Έπειτα, ξαποσταμένη, άρχισε τη βραδυκίνητη πορεία της μπουσουλώντας προς τους αμμόλοφους όπου δεν μπορούσε να φτάσει η μεγάλη παλίρροια. Τα πτερύγιά της ανασηκώνονταν κι έσπρωχναν, αλλά δεν μπορούσαν να προωθήσουν το σώμα της, το οποίο είχε μήκος ένα και τριάντα, περισσότερο από δυόμιση εκατοστά τη φορά.
Έφτασε! Αυτό το μέρος ήταν κατάλληλο γι’ αυτήν. Και άρχισε να σκάβει τη φωλιά της χρησιμοποιώντας πρώτα το πισινό της πτερύγιο κι ύστερα το μπροστινό. Τα πτερύγιά της ήταν σαν μικρά φτυαράκια ή σέσουλες.
«Τώρα μπορούμε να την πλησιάσουμε όσο θέλουμε», είπε η Τσέρυ οδηγώντας την «περιπολία της χελώνας» μέχρι το σημείο της φωλιάς.
ΣΚΑΒΕΙ-ΣΚΑΒΕΙ-ΣΚΑΒΕΙ-
ΦΤΥΑΡΙΖΕΙ-ΦΤΥΑΡΙΖΕΙ-ΦΤΥΑΡΙΙΙΙΙΙΙΖΕΙ-
Σωριάζει την άμμο–τη σωριάζει προσεκτικά απ’ τη μία πλευρά.
Ξεκουράζει το ένα της πτερύγιο.
ΣΚΑΒΕΙ-ΣΚΑΒΕΙ-ΣΚΑΒΕΙ-
ΦΤΥΑΡΙΖΕΙ-ΦΤΥΑΡΙΖΕΙ-ΦΤΥΑΡΙΙΙΙΙΙΙΖΕΙ-
Κάνει έναν ψηλό σωρό από άμμο.
Ξεκουράζει το άλλο της πτερύγιο.
Καμιά μπουλντόζα δεν θα ήταν πιο αποτελεσματική.
Το τελευταίο στάδιο ήταν να σκορπίσει τη σωρό της άμμου και να τη συμπιέσει δυνατά στα πλαϊνά της φωλιάς για να την ασφαλίσει.
ΣΚΑΒΕΙ-ΦΤΥΑΡΙΖΕΙ-
ΣΩΡΙAΖΕΙ-ΣΚΟΡΠΙΖΕΙ-ΣΥΜΠΙΕΕΕΕΕΕΕΖΕΙ-
Ξανά και ξανά η χελώνα επαναλάμβανε τα στάδια λες και έκανε τα βήματα ενός αργού, επίσημου χορού.
«Θα γίνει μια πολύ μεγάλη τρύπα, δεν είν’ έτσι, Τσέρυ;» ψιθύρισε η Σούκι.
«Ναι, και πρόσεξε, θα είναι φαρδύτερη στη βάση απ’ ό,τι στην κορφή. Τώρα μπορείς να δεις το κυκλικό της σχήμα».
Η πανάρχαιη αυτή τελετουργία είχε μαγέψει τους θεατές μέχρι που η χελώνα σταμάτησε να ξεκουραστεί.
«Η τρύπα έχει εξήντα εκατοστά βάθος», υπολόγισε ο μπαμπάς. «Θα πρέπει να ’ναι τώρα έτοιμη για να γεννήσει τ’ αυγά της».
«Ναι, παίρνει θέση», συμφώνησε η Τσέρυ.
«Ρενέ, Σούκι, παρατηρήστε προσεκτικά. Κάθε φορά που θα γεννάει ένα αυγό, θα κουνάει ελαφρά τα μπροστινά της πτερύγια. Αν μετράτε τις κινήσεις, θα ξέρετε πόσα αυγά γέννησε».
Η Σούκι κι η Ρενέ, ανυπόμονες ν’ αρχίσουν το μέτρημα, κάθησαν οκλαδόν μπρος στη μαμά-χελώνα.
Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, επτά… δέκα… δεκαεννιά… είκοσι πέντε, είκοσι έξι… τριάντα… σαράντα, σαράντα ένα, σαράντα δύο, σαράντα τρία…
«Μα αυτή κλαίει!» αναφώνησε η Σούκι. «Κοίτα τα μεγάλα δάκρυα, Τσέρυ. Ωχ! τώρα έχασα το μέτρημα».
«Εξήντα»… , είπε η Ρενέ για να βοθήσει τη Σούκι να ξαναβρεί το μέτρημα.
Εξήντα επτά… εβδομήντα… ογδόντα… ενενήντα… εκατό… εκατόν ένα… εκατόν δύο… εκατόν τρία… εκατόν τέσσερα…
Η Σούκι περίμενε μην τολμώντας να πάρει αναπνοή. Θα σταματούσε η χελώνα; Ο χρόνος έμεινε ακίνητος. Ναι, τέλειωσαν όλα.
«Εκατόν τέσσερα!» είπαν τραγουδιστά η Σούκι κι η Ρενέ όταν η χελώνα σταμάτησε να ξεκουραστεί. «Εκατόν τέσσερα αυγά!»
Αλλά η δουλειά της μαμάς-χελώνας δεν είχε ακόμα τελειώσει. Σε λίγα λεπτά άρχισε να ρίχνει άμμο επάνω στη φωλιά των αυγών με τα πισινά της πτερύγια. Τη στίβαξε και τη σκόρπισε σε ακτίνα τριάμιση μέτρων προς όλες τις κατευθύνσεις. Όταν σταμάτησε, σίγουρα ήταν δύσκολο να διακρίνεις πού ακριβώς βρισκόταν η φωλιά.
Αφού τελείωσε η χελώνα τη δουλειά της, ήταν καιρός να πάρει το δρόμο για το νερό. Ήταν τόσο κουρασμένη που μόλις και μετά βίας μπορούσε να σύρει τον όγκο της προς τη σωστή κατεύθυνση. Δεν έκανε καν την προσπάθεια να σηκώσει την ουρά της η οποία άφησε πίσω απ’ το μπουσούλημά της ένα συμπαγές αυλάκι. Μετά από πάρα πολλές στάσεις που έκανε για να ξεκουραστεί, έφτασε επί τέλους στην άκρη του νερού. Από την ώρα που είχε αρχίσει τη δουλειά της είχε περάσει περίπου μία ώρα.
Το σερφ κύμα τη σήκωσε ελαφρά κι εκείνη κοίταξε αργά πάνω κάτω στην ακρογιαλιά λες και λυπόταν που άφηνε τα πολύτιμα αυγά πίσω της. Έπειτα, με το κεφάλι ψηλά από περηφάνεια, χρησιμοποίησε τα τελευταία της αποθέματα ενέργειας για να μπαρκάρει στο επόμενιο κύμα. Εκείνο την πήρε και τη μετέφερε επιπλέοντας πέρα απ’ την ακτή, μέσα… μέσα… μέσα στα βαθιά.
«Τώρα πια μπορεί να ξεκουραστεί», αναστέναξε με ανακούφιση η Τσέρυ.
Το φεγγαρόφωτο ήταν τo ίδιο λαμπερό όπως πάντα, αλλά δεν μπορούσαν να δουν τη μαμά-χελώνα.
«Πού έχει πάει;» απόρησε η Σούκι δυνατά.
«Ναι, πού είναι;» είπε κι η Ρενέ σαν αντίλαλος.
«Κανείς δεν ξέρει», είπε η Τσέρυ.
Δεν ειπώθηκε τίποτε άλλο. Οι πέντε φίλοι άρχισαν να περπατούν προς την κατεύθυνση του Σπιτιού-Πλοίου. Η ακτή ήταν ήσυχη και η Σούκι νύσταζε. Ήταν χαρούμενη που η Ρενέ και η Τσέρυ συμφώνησαν να μείνουν μαζί της και μαζί με τη μαμά και το μπαμπά το υπόλοιπο της νύχτας–αποτελούσαν όλοι τους την «περιπολία της χελώνας!»
10
Η Σούκι θα μπορούσε να είχε κοιμηθεί ολόκληρο το επόμενο πρωινό αν η μυρωδιά του μπέικον και της φρυγανιάς δεν της είχε γαργαλήσει την όσφρηση να την ξυπνήσει. Πλύθηκε και ντύθηκε βιαστικά.
Όταν ήρθε στο τραπέζι για το πρωινό, έτριψε τα μάτια της, κοίταξε ολόγυρα τον κύκλο των προσώπων και χαμογέλασε. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα για ν’ αρχίσουν να μιλούν για την περιπέτεια της χτεσινής νύχτας. Αντί να μιλούν, λοιπόν, άκουγαν τον αρωματικό θόρυβο που έκανε η καφετιέρα.
«Τι θα λέγατε να πηγαίναμε να βλέπαμε τη φωλιά της χελώνας πριν η Ρενέ κι εγώ γυρίσουμε σπίτι;» ρώτησε η Τσέρυ όταν τελείωσαν το πρωινό τους.
«Ναι, ναι, ας πάμε», είπε η Σούκι.
Πόσο διαφορετική φαινόταν η ακτή! Από την επιφάνεια του νερού ξεκινούσε μια ομίχλη, βελούδινη και γκρίζα. Ο ωκεναός ήταν σαν μια μεγάλη θαμπάδα–ο ήλιος δεν φαινόταν παρά σαν φλέβες κίτρινου εδώ κι εκεί. Η Σούκι κι η Ρενέ προπαθούσαν ν’ ακολουθούν το ρυθμό βαδίσματος της Τσέρυ. Μια παράξενη αβεβαιότητα τους προωθούσε. «Θα πάρει δύο μήνες μέχρι να εκκολαφθούν τ’ αυγά», είπε η Τσέρυ. «Σε δύο μήνες πολλά μπορεί να συμβούν».
«Σαν τι, δηλαδή;» Η Σούκι ήθελε να μάθει.
«Πολλά, δυστυχώς». Καβούρια-φαντάσματα συχνά κάνουν υπόγεια τούνελ για να φτάσουν τη φωλιά και να καταστρέψουν τ’ αυγά που μετά τα τρώνε για ολόκληρο το καλοκαίρι. Και ξέρετε ήδη ότι τα ρακούν αποτελούν πραγματική απειλή. Μερικές φορές είναι τόσο επιθετικά που αρπάζουν τ’ αυγά την ώρα που γεννιούνται! Και ακόμα χειρότερο απ’ αυτό, δίποδα ζώα κλέβουν τα αυγά της χελώνας».
«Άνθρωποι δηλαδή;»
«Ναι, άνθρωποι. Αν τους πιάσουν, τους βάζουν πρόστιμο, αλλά εκείνοι εξακολουθούν να ληστεύουν τις φωλιές».
Τη Σούκι την έπιασε ένας παγερός τρόμος καθώς έφτασαν στο μέρος της σκορπισμένης άμμου που καμουφλάριζε τη φωλιά. Αχνάρια που έμοιαζαν με αχνάρια μικρών χεριών κάλυπταν την περιοχή. Σκόρπια τσόφλια αυγών ήταν πεταγμένα ολόγυρα, ενώ μερικοί απ’ τους κρόκους κείτονταν ακόμα στην άμμο, υγροί και πορτοκαλένιοι. Μεγάλες πράσινες μύγες βούιζαν πάνω απ’ τα υπολείμματα σαν λαίμαργο σμήνος, αλλά το ρακούν-κατάσκοπος είχε ήδη κάνει την επιδρομή του!
«Το φοβόμουνα πως θα συνέβαινε αυτό», είπε η Τσέρυ. «Μάλλον θα ξέθαψε τ’ αυγά αμέσως μετά που φύγαμε».
Της Σούκι τής στάθηκε ένας κόμπος στο λαιμό. Φοβόταν πως θ’ άρχιζε τα κλάματα. Και για να κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα, η Τσέρυ πρόσθεσε, «Ρενέ, η μαμά σου θα νομίζει ότι το σκάσαμε για το Τιμπουκτού. Ας πηγαίνουμε».
Η Τσέρυ περπάτησε το δρόμο του γυρισμού προς την ακτή τόσο γρήγορα σαν να ’ταν θυμωμένη. Η Σούκι κι η Ρενέ έτρεχαν πίσω της. Όταν έφτασαν στο μονοπάτι που οδηγεί στο δρόμο, η Τσέρυ σταμάτησε κι έσκυψε κάτω για να κοιτάξει τη Σούκι στα μάτια. «Όταν δεν πάνε καλά τα πράγματα, οι άνθρωποι της φυλής μου τραγουδούν», είπε. «Πάντα βοηθάει». Και άρχισε να τραγουδάει με τη μπάσα, σαν μέσα από αποσκιά φωνή της.
Φέρε μου έναν κροκόδειλο
κορίτσι μου σαν έρθεις από το νησί–
έναν κροκόδειλο με δαχτυλίδια στην ουρά
κορίτσι μου σαν έρθεις από το νησί–
«Μου το έμαθε ο προσπάππους μου αυτό, Σούκι, όταν ήμουνα μικρή. Πριν πολλά χρόνια ήταν δούλος σ’ αυτό εδώ το Νησί. Η ζωή ήταν πολύ σκληρή, αλλά είχε τραγούδια για τους δύσκολους καιρούς, το ίδιο όπως και για τους ευχάριστους. Και αυτά τα τραγούδια μού τα χάρισε».
«Θεία Τσέρυ, ας χαρίσουμε κι εμείς αυτό το τραγούδι στη Σούκι», είπε η Ρενέ.
«Ναι, ας της το χαρίσουμε!»
Άρχισαν να ξανατραγουδούν και η Σούκι το σιγομουρμούριζε μαζί τους. Το τραγούδι τη βοήθησε, όταν η Ρενέ και η Τσέρυ έφυγαν και την άφησαν μόνη στο μονοπάτι.
Μέχρι το τέλος της ημέρας η Σούκι τραγουδούσε αυτό το τραγούδι. Κι όμως εξακολουθούσε να είναι λυπημένη. Και όχι μόνο για τ’ αυγά της χελώνας. Αύριο θα ήταν η τελευταία της μέρα στο Σεντ Σάιμονς. Όταν δεν έφαγε το μεσημεριανό της φαγητό, η μαμά ρώτησε, «Δεν αισθάνεσαι καλά, Σούκι;» Ω, πόσο τις μισούσε τις ερωτήσεις.
Όταν δεν πήγε στην παραλία να παίξει, η Μπρέντα ήρθε και την αναζητούσε. Ο σκύλος ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Στριμώχτηκε ανάμεσα στα πόδια της Σούκι κι έπειτα κοίταξε κατά πάνω με μια απορημένη έκφραση.
Όταν η Σούκι δεν φόρεσε το μαγιό της για το καθιερωμένο κολύμπι πριν απ’ το βραδινό φαγητό, ο μπαμπάς είπε, «Υπάρχει κάτι που σε απασχολεί, Σούκι;»
Η Σούκι έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι της, αλλά δυο χοντρά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της.
«Δεν θα μου πεις τι συμβαίνει;»
«Μπαμπά, το ρακούν έφαγε όλα τ’ αυγά της χελώνας».
Ο μπαμπάς την τράβηξε προς το μέρος του και της ανακάτεψε τις αφέλειες. «Μην ανησυχείς. Θα γεννήσει κι άλλα αυγά. Και μέχρι το τέλος του καλοκαιριού θα βγουν πολλά μωράκια-χελώνες που θα μεγαλώσουν και θα γίνουν μαμάδες-χελώνες. Είσαι σίγουρη πως αυτό είναι το μόνο που σε στενοχωρεί;»
«Δεν θέλω να τελειώσουν οι διακοπές μας. Δεν θέλω να φύγω από το Νησί, μπαμπά. Μπορεί να μην τα ξαναδούμε ποτέ όλ’ αυτά–τον ωκεανό και τη Ρενέ, την Τσέρυ, τη Μπρέντα, τον κύριο και την κυρία Γκούντγουίλι και το Σπίτι-Πλοίο».
Ο μπαμπάς γέλασε, αλλά το γέλιο του ήταν ευγενικό. «Τόσες πολλές ανακαλύψεις! Πόσα πολλά παιδιά–αγόρια και κορίτσια–θα ήθελαν να τις έχουν κάνει κι αυτά, και μάλιστα μέσα σε δύο μόνο εβδομάδες. Προσπάθησε να είσαι ευγνώμων. Θα ξαναγυρίσουμε κάποια στιγμή να ξαναδούμε τους φίλους μας. Γιατί δεν σκέφτεσαι έτσι;»
Η Σούκι προσπάθησε να είναι ευγνώμων. Προσπάθησε να σκεφτεί ότι θα ξαναρχόταν στο Νησί καμιά φορά. Προσπάθησε να τραγουδήσει το τραγούδι του κροκόδειλου. Αλλά, όταν πήγε για ύπνο εκείνο το βράδυ, ο κόμπος ήταν ακόμα στο λαιμό της.
11
Ξημέρωσε το Σάββατο, καθαρό και χρυσαφένιο.
«Τέλεια μέρα για να πετάξει κανείς με αεροπλάνο», είπε ο μπαμπάς.
«Ελπίζω να κάνει τον ίδιο καιρό και στο Σικάγο», είπε η μαμά.
Μετά το πρωινό, η μαμά έφτιαξε τις βαλίτσες, ενώ η Σούκι έκανε ένα τελευταίο μπάνιο με το μπαμπά και τη Μπρέντα.
Τώρα η Σούκι μάζευε όλα τα κοχύλια που μπορούσαν να χωρέσουν οι τσέπες της και μια μικρή χαρτοσακκούλα. Ευχόταν να μπορούσε να τα πάρει όλα, κάθε ένα απ’ αυτά τα είδη–τα φτερά του αγγέλου, τα όστρακα, τα φεγγαροσαλίγκαρα, τις ελιές, τις φέτες, τα στρείδια, τους οιωνούς, τα ξυραφομύδια–είχε μάθει τα ονόματά τους από το βιβλίο των κοχυλιών. Λιλά και κίτρινα, μαύρα και ροζ, άσπρα σαν κιμωλία και πράσινα σαν τα βρύα. Τα ήθελε όλα! Ήταν τόσο απορροφημένη που δεν πρόσεξε τη Ρενέ και την Τσέρυ οι οποίες γλίστρησαν απαρατήρητες από πίσω της.
«Γιούχου!» της φώναξε η Ρενέ και η Σούκι αναπήδησε σκορπώντας κοχύλια στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
«Ω, με τρόμαξες!» είπε γελαστά η Σούκι.
«Μας τηλεφώνησε η κ. Γκουντγουίλι και μας κάλεσε να ’ρθουμε μαζί σας στο αεροδρόμιο», είπε η Τσέρυ.
«Για ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι», πρόσθεσε η Ρενέ.
«Ο μπαμπάς μού είπε ότι κάποτε θα ξανάρθουμε», είπε αδύναμα η Σούκι.
«Έτσι και μπει στα παπούτσια τους άμμος απ’ αυτό το Νησί όλοι κάποτε ξανάρχονται», είπε η Τσέρυ χαμογελώντας με το υπέροχο χαμόγελό της. «Αυτό είναι μια παλιά παροιμία εδώ στην περιοχή. Κάτσε να σε βοηθήσω με τα κοχύλια, Σούκι. Τι θα ’λεγες να έπαιρνες ένα απ’ το κάθε είδος αντί να προσπαθείς να κουβαλήσεις τέτοια μεγάλη σωρό;»
«Μάλλον ναι, αφού η μαμά είπε να πάρω ‘μερικά’».
«Α, δεν έχεις το δολάριο της άμμου!» αναφώνησε η Ρενέ.
«Τι είναι το δολάριο της άμμου;» Η Σούκι νόμιζε ότι είχε βρει όλα τα είδη που υπήρχαν στην παραλία.
«Είναι το καλύτερο απ’ όλα», είπε η Ρενέ τρέχοντας προς την ακροθαλασσιά. «Η παλίρροια είναι χαμηλή. Ό,τι πρέπει για να βρει κανείς αμμοδόλαρα. Είναι κάπως θαμμένα στην άμμο».
Καβούρια και θαλασσοπούλια έψαχναν για τροφή και το ντελικάτο αχνάρι που άφηναν πίσω τους διέγραφε ένα ζιγκ-ζαγκ πάνω στην υγρή, καλοστιβαγμένη άμμο.
«Βρήκα ένα!» φώναξε η Ρενέ.
Η Σούκι κοίταξε το επίπεδο καφετί αντικείμενο. «Δεν ήξερα ότι αυτό είναι κοχύλι. Έχω βγάλει πολλά απ’ αυτά, αλλά δεν είναι κοχύλια. Ή μήπως είναι;»
«Και βέβαια είναι», είπε η Ρενέ. Η θεία Τσέρυ τα λέει ‘απολιθώματα’».
«Μπορούμε να τα γνωρίσουμε καλύτερα από κείνα που είναι ξεραμένα. Βλέπεις; Αυτά τα βρήκα πάνω απ’ τη γραμμή του νερού», είπε η Τσέρυ. Όταν τα ‘δολάρια της άμμου’ είναι βρεγμένα και ζωντανά, δεν μπορείς να δεις πολύ καλά το σχέδιό τους, αλλά κοίτα τι ωραία που φαίνεται το σχέδιό τους σ’ αυτά τα ξασπρισμένα».
Η Σούκι δεν πίστευε τα μάτια της! Καταμεσίς του κοχυλιού υπήρχε ένα πενταπέταλο λουλούδι. Οι γραμμές του ήταν λεπτές και τέλειες λες και κάποιος καλλιτέχνης το είχε ζωγραφίσει εκεί με μεγάλη προσοχή.
«Κοίτα! Και στη μέση του λουλουδιού είναι ένα αστέρι», πρόφερε απαλά η Σούκι.
«Γύρνα το ανάποδα», την παρότρυνε η Τσέρυ. «Υπάρχει κι άλλο ένα λουλούδι από πίσω».
Και φυσικά υπήρχε κι άλλο ένα λουλούδι, ένα μεγαλύτερο.
«Ένα λουλούδι στο επάνω μέρος κι ένα στο κάτω. Πόσο όμορφο!» ψιθύρισε η Σούκι.
«Όμορφο και εκπληκτικό», είπε η Τσέρυ. «Το δολάριο της άμμου δεν έχει κεφάλι, αλλά έχει δόντια. Δεν έχει βράγχια ή πόδια, αλλά τα αγκάθια του, που είναι λεπτά σαν τρίχα, τού επιτρέπουν να κολυμπά εδώ κι εκεί και να μαζεύει τροφή. Βλέπεις την ελαφρά κυρτή επιφάνεια; Αυτό το σχήμα μαζί με τον όλο του σχεδιασμό τού επιτρέπουν να κινείται στο νερό χωρίς κανένα εμπόδιο, ακριβώς όπως οι καταδυόμενοι δίσκοι που χρησιμοποιούν οι ωκεανοναύτες».
«Ωκεανοναύτες;» η Ρενέ δεν την είχε ξανακούσει αυτή τη λέξη.
«Ναι, οι εξερευνητές του διαστήματος λέγονται αστροναύτες, όπως ξέρετε κι οι δυο σας, και οι εξερευνητές του ωκεανού λέγονται ωκεανοναύτες».
«Θεία Τσέρυ, μπαίνεις σε πολύ τεχνικές λεπτομέρειες», είπε κελαηδιστά η Ρενέ. «Λέει τα δολάρια της άμμου απολιθώματα και σκελετούς, Σούκι. Φαντάσου! Για μένα είναι όμορφα κοχύλια με λουλούδια επάνω. Και το καλύτερο απ’ όλα είναι το μέσα τους: πουλιά».
«Πουλιά;» είπε η Σούκι αμήχανα.
«Σπάσε το αμμοδόλαρο στα δύο και θα δεις».
«Ω, δεν θέλω να το χαλάσω, Ρενέ».
«Υπάρχουν πολλά ολόκληρα γύρω μας, φοβιτσιάρα. Για μένα το αστέρι και τα πουλιά είναι τόσο μυστηριώδη!»
Η Σούκι δεν άντεχε να σπάσει το θαυμάσιο κοχύλι στα δύο, αλλά τώρα έπρεπε να ξέρει τι υπήρχε μέσα. Έσπασε στα δύο σαν μπαγιάτικο μπισκότο κι έπεσαν στα χέρια της το αστέρι και τα πέντε μικροσκοπικά ‘πουλιά’. Τα φτερά τους ήταν απλωμένα σαν γλάροι ή σαν άσπρα περιστέρια που πετούσαν.
«Είναι μαγικό», ψιθύρισε η Σούκι. «Το αμμοδόλαρο είναι μαγικό! Σκέψου–λουλούδια από πάνω απ’ το κοχύλι και πουλιά από κάτω! Ω, Τσέρυ, ο Θεός το εφεύρε κι αυτό;»
«Ναι, Σούκι. Μόνο Αυτός μπορούσε. Από το τίποτε. Δημιούργησε τα πάντα–τα πουλιά που πετούν, τη ζωή μέσα στον ωκεανό, τον ήλιο, το φεγγάρι, τους πλανήτες, τις νιφάδες του χιονιού, τα αμμοδόλαρα–μόνο Αυτός μπορούσε να τα επινοήσει».
Ακούστηκε η κόρνα του στέισον-βάγκον από το Σπίτι-Πλοίο. Ήταν ώρα για το αεροδρόμιο. Η Ρενέ μάζεψε τη σακκούλα με τα κοχύλια και η Σούκι γέμισε τις τσέπες της με αμμοδόλαρα–το σπασμένο και τέσσερα ολόκληρα. Θα έδινε από ένα στις αδερφές της, ένα για τον Κολλητό της, το Αόρατο Παγώνι, και, φυσικά, ένα για να το κρατήσει η ίδια.
Η διαδρομή προς το αεροδρόμιο ήταν τόσο μα τόσο πολύ μικρή.
Ο μπαμπάς πήγε στον έλεγχο των εισιτηρίων.
Ο κ. Γκουντγουίλι μετέφερε τις βαλίτσες.
Η Μπρέντα ήταν τόσο ενθουσιασμένη που πήδαγε επάνω σε τελείως ξένα πρόσωπα.
Η κ. Γκουντγουίλι κι η μαμά συζητούσαν για το επόμενο καλοκαίρι.
Και η Σούκι κρατούσε τα χέρια των δύο φίλων της, της Ρενέ και της Τσέρυ, μέχρι που ήρθε η ώρα να τις αποχαιρετήσει.
«Αν κάποτε βρεθείτε στο Σικάγο, ελάτε να μας επισκεφτείτε», είπε ο μπαμπάς δίνοντας μία κάρτα του στον κ. Γκουντγουίλι και μία στην Τσέρυ. «Είσαστε πάντοτε καλοδεχούμενοι».
«Επιβίβαση πτήσεως 426», ανακοίνωσε η φωνή από το μεγάφωνο.
Και πάλι η Σούκι κάθησε σε παράθυρο.
Η μαμά κι ο μπαμπάς της κάθησαν πίσω της.
Το ‘γαλάζιο πουλί’ που περίμενε σιωπηλά στην πύλη τώρα πήρε μια βαθιά ανάσα και οι μηχανές του ξέσπασαν σ’ ένα βρυχηθμό. Αφού το μικρό αεροπλάνο απομακρύνθηκε απ’ την πύλη, έβαλε ταχύτητα και προχώρησε γρήγορα στο διάδρομο, όλο και γρηγορότερα… γρηγορότερα…
Απογειώθηκε αργά και βρέθηκαν στον αέρα.
Τα πάντα ήταν αληθινά!
Αλλά και μαγικά!
|