Γράφει η Δρ Βίκυ Κάλφογλου- Καλοτεράκη
Μπορειτε να διαβάσετε και άλλα ενδιαφέροντα κείμενα της, κάνοντας κλικ στο παρακάτω σύνδεσμο:
http://nikites.eu/synergates/46-vikykalfoglou
«Μα να νιώσουν τις πληγές μας, μόνο του Θεού οι πληγές μπορούν
Και πληγές άλλος θεός δεν έχει – μονάχα Εσύ!»[1]
(Ανωνύμου)
Ο Σταυρός και ο Άδειος Τάφος.. Όλοι, πιστεύω, θα συμφωνήσουν, πως αυτές οι δύο εικόνες και βέβαια ό,τι αντιπροσωπεύουν, αποτελούν τη ζωντανή, πάλλουσα καρδιά του σωτηριακού μηνύματος του Ευαγγελίου. Η ‘εις τέλος αγάπη’ αντιμέτωπη με τα κύματα του Κακού – (‘’Εβυθίσθην εις βαθύν πηλόν, όπου δεν είναι τόπος στερεός διά να σταθώ –έφθασα εις τα βάθη των υδάτων και το ρεύμα με κατακλύζει’’[2]). Η ανθρώπινη εξουσία, πολιτική και θρησκευτική, Τον απέρριψε και Τον καταδίκασε, ο φανατισμένος όχλος Τον λοιδορεί, ο Ουρανός, ο Πατέρας σιωπούν, ενώ ξανά και ξανά ακούγεται ο απόλυτος πειρασμός: ‘’Εάν είσαι ο Υιός του Θεού, κατέβα από το σταυρό’’. Τα είχε ξανακούσει αυτά τα λόγια, αυτό το ‘’εάν’’,τότε-στην έρημο. Τότε ο ‘δεύτερος Αδάμ’ είχε σταθεί νικητής εμπιστευόμενος τα Λόγια του Πατέρα. Τώρα μέσα στην απόλυτη μοναξιά, στην έσχατη ψυχική και σωματική οδύνη ακούει την ίδια ερώτηση. Κι είναι πάλι η ίδια Φωνή, κι ας έρχεται από τις χυδαίες μορφές που στέκονται μπροστά στο σταυρό, η ίδια Παρουσία που Τον παραμόνευε σε κάθε βήμα ζοφερή και απειλητική. Τώρα είναι η ‘’ώρα της’’, η ‘’ώρα του Σκότους’’ –κι όλα δείχνουν πως αυτή τη φορά έχει νικήσει.
Όμως δεν νίκησε.
Σίγουρα μ’ αυτό το κείμενο δεν σκοπεύω να προσθέσω άλλη μια σελίδα θεολογικής ανάλυσης της σταυρικής Θυσίας στις εκατομμύρια που έχουν γραφτεί. Θέλω όμως μέσα απ’ τα γεγονότα, που σύντομα θα παραθέσω, να διαγραφεί ο ‘απερριμένος άνθρωπος των θλίψεων’, ο Ιησούς του Σταυρού μέσα από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία: σαν η απόλυτη φανέρωση της Αγάπης και Συμφιλίωσης που προσφέρει ο Θεός και σαν Εκείνος που μπορεί να φέρει απελευθέρωση και θεραπεία ακόμα και σε καρδιές πληγωμένες από πόνο ανείπωτο, καθώς, όπως ‘έβλεπε’ ο Ησαίας, ‘’αυτός τις αμαρτίες μας εβάστασε και τας θλίψεις ημών επεφορτίσθη’’.
Ένα ματωμένο Πάσχα
Ρουάντα – η καταπράσινη χώρα των ‘χιλίων λόφων’ μοιάζει σαν μια μικρή κουκίδα στην Κεντρική Αφρική – εκεί, 6 Απριλίου, τρεις μέρες μετά το Πάσχα του 1994, ανοίγουν στ’ αλήθεια ‘’οι πύλες της Κόλασης’’. Δεν συνηθίζω να χρησιμοποιώ εκφράσεις σαν κι αυτήν, ίσως είναι όμως μια από τις περιπτώσεις που τέτοιες ακραίες παρομοιώσεις δεν είναι απλώς απαραίτητες, αποδεικνύονται τελικά κι αυτές ακόμη ανεπαρκείς. Πως αλλιώς να χαρακτηρίσει κανείς τις απίστευτες φρικαλεότητες που ξετυλίχθηκαν τις επόμενες 100 μέρες (τουλάχιστον); Περίπου 800.000 έως 1.000.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους με τον πιο φρικτό τρόπο, ‘κομματιασμένοι’ στις περισσότερες περιπτώσεις με ‘μασέτες’ (τα τεράστια μαχαίρια που στις ειρηνικές μέρες οι αγρότες χρησιμοποιούν για να κόβουν φυτά με σκληρές απολήξεις, όπως το ζαχαροκάλαμο). Ανάμεσά τους περίπου 300.000 παιδιά. Θύτες: κυρίως παραστρατιωτικές εξτρεμιστικές ομάδες πολιτοφυλακής, οι περιβόητοι interahamwe (δηλ. «αυτοί που δουλεύουν μαζί») , αλλά και απλοί μη οργανωμένοι κάτοικοι, μέλη όλοι της φυλής των Χούτου. Τα θύματα στην πλειοψηφία τους ανήκαν στη φυλή των Τούτσι, υπήρξαν όμως και πολλοί νεκροί Χούτου, άνθρωποι μετριοπαθείς που διαφωνούσαν με τη σφαγή. Χιλιάδες Τούτσι κατέφυγαν σε γειτονικές χώρες, ενώ στα μέσα του καλοκαιρού, όταν η πολιτική κατάσταση άλλαξε, ένα άλλο ρεύμα προσφύγων, αυτή τη φορά πανικόβλητοι Χούτου, ένοχοι και αθώοι, φοβούμενοι τα αντίποινα ξεχύθηκαν κυρίως προς το Ζαίρ (σήμερα Δημοκρατία του Κογκό) δημιουργώντας τεράστιους καταυλισμούς εξαθλιωμένων ανθρώπων. Οι εστίες μάλιστα αυτές στα γειτονικά κράτη εξακολουθούν και σήμερα να προκαλούν και να ανατροφοδοτούν πολιτική ένταση και πράξεις βίας.
Τεράστιος ο όγκος της βιβλιογραφίας γύρω από τα γεγονότα: ειδικές ιστορικές μελέτες και άρθρα, προσωπικές μαρτυρίες και καταγραφές. Η εικόνα που σχηματίζεται είναι αδύνατον να αποδοθεί χωρίς το κείμενο, το όποιο κείμενο, να φορτισθεί με ιστορίες φρίκης και λεπτομέρειες ασύλληπτης βίας – ένας παροξυσμός αίματος που δεν έχει τίποτα το ανθρώπινο. Αυτό μάλιστα που, πιστεύω, κάνει την εικόνα ακόμη πιο ανατριχιαστική είναι το γεγονός ότι ο πληθυσμός της Ρουάντα είναι στη συντριπτική πλειοψηφία του Χριστιανοί, Καθολικοί στο μεγαλύτερο μέρος (με την αυστηρά δομημένη ιεραρχία της συγκεκριμένης εκκλησιαστικής ομολογίας και έντονη παρουσία της στην εκπαίδευση των παιδιών μέσω εκκλησιαστικών σχολείων) και, σ’ ένα μικρό ποσοστό Διαμαρτυρόμενοι, Αγγλικανοί και Ευαγγελικοί. Αυτό δε που κάνει έναν πιστό κυριολεκτικά να παγώσει, καθώς διατρέχει τη βιβλιογραφία, είναι η παρουσία άρθρων που εξετάζουν την εμπλοκή της επίσημης εκκλησίας, την εμπλοκή ιερέων και εκκλησιαστικών παραγόντων στη σφαγή και γενικά τον ρόλο και τη στάση της Εκκλησίας. Αρκετοί είναι οι χώροι λατρείας που έμειναν γνωστοί σαν τόποι σφαγής των εκατοντάδων που είχαν καταφύγει εκεί θεωρώντας, λανθασμένα όπως αποδείχθηκε, πως θα είναι ασφαλείς.
Δεν είναι δυνατόν να επεκταθώ σ’ αυτό το τόσο σύνθετο θέμα κι άλλωστε δεν αποτελεί στόχο αυτού του κειμένου. Ούτε φυσικά αυτά που ανέφερα σημαίνουν, ότι στις σκοτεινές εκείνες μέρες δεν υπήρξαν εξαιρέσεις αληθινά πιστών ανθρώπων και από τις δύο φυλές που στάθηκαν φώτα πραγματικά Χριστού, όπως και άλλων, πιστών και μη, που με κίνδυνο της ζωής τους, ή και θυσιάζοντας ακόμη τη ζωή τους, πρόσφεραν κρυψώνα και σωτηρία στον φίλο ή στον γείτονα. Θα κάνω μόνον δύο παρατηρήσεις: α) πόσο πνευματικά ανώφελη και τελικά επικίνδυνη αποβαίνει η μεταστροφή στον Χριστό και στο Ευαγγέλιο, η οποία δεν είναι αποτέλεσμα αληθινής μετάνοιας και αλλαγής της καρδιάς, αλλά υιοθετείται σαν μέσο κοινωνικής ένταξης. Αυτό συνέβη κατεξοχήν στις πρώην αποικιακές χώρες, καθώς για πολλούς ντόπιους η προσχώρηση στη θρησκεία της κυρίαρχης αποικιακής εξουσίας σήμαινε συγχρόνως ευκαιρία για εκπαίδευση και κοινωνική ανέλιξη, β) πόσο τρομακτική είναι η κυριαρχία του ‘’άρχοντα του σκότους’’, όταν καταλαμβάνει απόλυτα την ανθρώπινη καρδιά. Πέρα και πίσω από τις πραγματικές ιστορικές συνθήκες και τα αίτια (που είναι βέβαια απαραίτητο να εξετάζονται), πίσω από το φανατισμό και την προκατάληψη που καλλιεργούν την εικόνα του Άλλου σαν ένα επικίνδυνο ‘ζωύφιο’ που πρέπει να συνθλιβεί, πίσω απ’ όλ’ αυτά, υψώνεται πανίσχυρη η Σκιά του Σκοτεινού Άρχοντα αυτού του κόσμου. Αυτός είναι που χειρίζεται αριστοτεχνικά την ιστορική μνήμη μιας παλαιότερης καταπίεσης, την αγανάκτηση, την παραπληροφόρηση, την πολιτική προπαγάνδα για να δημιουργήσει τελικά έναν μη-άνθρωπο, ένα ον που ορίζεται μόνον από το μίσος και το πάθος να σκοτώσει.
Το ιστορικό πλαίσιο
Κανένα ιστορικό φαινόμενο και γεγονός δεν είναι δυνατόν να αναλυθεί έστω στοιχειωδώς μέσα σε λίγες γραμμές, ούτε βεβαίως με την απλή, σχηματική παράθεση κάποιων γεγονότων και δεδομένων. Ξέρω λοιπόν καλά πως αυτό που θα ακολουθήσει είναι μια παραμορφωτική απλούστευση των εξελίξεων και εξαιρετικά περίπλοκων διεργασιών στην κοινωνία της Ρουάντα, οι οποίες οδήγησαν στον Απρίλη του ’94. Είναι όμως το μόνο που μπορώ να προσπαθήσω να κάνω στα πλαίσια αυτού του κειμένου.
Περί το 1890, λίγο μετά το Συνέδριο του Βερολίνου, η Ρουάντα μαζί με γειτονικά εδάφη κατακυρώνονται στη Γερμανία – 1894 κ.εξ. Φτάνουν στη Ρουάντα οι πρώτοι Ευρωπαίοι εξερευνητές και ανακαλύπτουν τις δύο κύριες φυλετικές ομάδες που χαρακτηρίζουν την κοινωνία της χώρας και καθορίζουν τη λειτουργία της: Τούτσι και Χούτου χρησιμοποιούν την ίδια γλώσσα, ζουν δίπλα ο ένας στον άλλον χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, ενώ συχνές είναι και οι επιγαμίες. Όμως έχουν διακριτούς ρόλους: οι Χούτου, αριθμητικά περισσότεροι, είναι γεωργοί, ενώ οι Τούτσι, η μειοψηφία, κτηνοτρόφοι, σε αρκετές δε περιοχές αποτελούν το ηγετικό κοινωνικό στρώμα. Ο βασιλιάς ανήκει παραδοσιακά στη φυλή των Τούτσι. Ο διαχωρισμός πάντως έχει μάλλον ρευστό χαρακτήρα, ενώ λειτουργεί και ένα πολύπλοκο σύστημα παραδοσιακών σχέσεων και προστασίας, το οποίο εξασφαλίζει αρκετά ικανοποιητικά την κοινωνική συνοχή, ενώ συχνά δίνει και τη δυνατότητα στον γεωργό Χούτου να βελτιώσει την κοινωνική του θέση.
Αυτό όμως που εντυπωσιάζει τους Ευρωπαίους είναι η μεγάλη διαφορά στον σωματότυπο των δύο ομάδων: τυπικά Αφρικανικά χαρακτηριστικά οι Χούτου, ψηλοί, αδύνατοι οι Τούτσι με λεπτή μύτη και χείλη, θυμίζουν περισσότερο κατοίκους π.χ. της Αιθιοπίας. Με την εμμονή στο φυλετικό στοιχείο, που στα τέλη του 19ου αιώνα χαρακτήριζε τις αναλύσεις αρκετών ανθρωπολόγων και ιστορικών, αρχίζουν να διατυπώνονται η μία θεωρία μετά την άλλη γύρω από την προέλευση των Τούτσι, που εξωτερικά παρουσιάζουν τόση ομοιότητα με τους λευκούς κυρίους.
1919: Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ρουάντα περνά στον έλεγχο του Βελγίου – Οι Βέλγοι διατηρούν στην εξουσία τον Τούτσι μονάρχη, ενώ εισάγουν τη χρήση ταυτοτήτων, όπου αναγράφεται η φυλετική καταγωγή των κατοίκων, Τούτσι ή Χούτου
Περί το 1933 η χρήση των ταυτοτήτων γίνεται υποχρεωτική, η άτυπη ως τότε ταξική διαίρεση γίνεται το αυστηρό όριο που χωρίζει την κυρίαρχη κοινωνικά ομάδα των Τούτσι από τους Χούτου. Οι Βέλγοι ασκούν τη διοίκηση μέσω της μικρότερης πληθυσμιακά ομάδας των Τούτσι. Οι επιπτώσεις στην αντιμετώπιση των Χούτου δεν ήταν κάτι διαφορετικό από αυτό που συνήθως συμβαίνει, όταν σε μια ανθρώπινη ομάδα δοθεί επίσημα εξουσία πάνω σε μια άλλη. Ένα ολέθριο χάσμα άνοιξε έτσι ανάμεσα στους προνομιούχους συν-κατόχους της εξουσίας Τούτσι και στους προβαλλόμενους ως κατώτερους Χούτου. (Θυμίζω πάλι, ότι η παρουσίαση αυτή δεν μπορεί παρά να είναι σχηματική. Η ιστορική πραγματικότητα είναι σύνθετη και πολυεπίπεδη).
1957: Δημιουργείται Κόμμα των Χούτου με στόχο την αποτίναξη της πολιτικής κυριαρχίας των Τούτσι.
1959-1961: Η Ρουάντα αποκτά την ανεξαρτησία της από το Βέλγιο μέσα σε μια έκρηξη βίας. Υποστηριζόμενοι τώρα από τους Βέλγους οι Χούτου αναλαμβάνουν την εξουσία. Χιλιάδες Τούτσι βρίσκουν τον θάνατο – χιλιάδες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Οι επόμενες δεκαετίες σημαδεύονται από κύματα διωγμών και σφαγών σε βάρος των Τούτσι της Ρουάντα, όπως και από κατά καιρούς επιδρομές των εξόριστων Τούτσι. Ακριβώς από αυτούς τους πρόσφυγες δημιουργείται στη γειτονική Ουγκάντα το Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντα (RPF), ένα στρατιωτικό κίνημα με στόχο την ανακατάληψη της εξουσίας. Αντίστοιχα μέσα στη Ρουάντα εξτρεμιστές Χούτου αρχίζουν να εξοπλίζουν ομάδες πολιτοφυλακής, τους interahamwe, ενώ συγκεκριμένοι ραδιοφωνικοί σταθμοί (π.χ. το Radio Milles Collines) καλλιεργούν ένα ακραίο κλίμα μίσους εναντίον των Τούτσι, οι οποίοι προβάλλονται όχι απλώς σαν απειλή, σαν οι απ’ αιώνος τύραννοι των Χούτου, αλλά και σαν όντα χωρίς ανθρώπινη αξία,‘κατσαρίδες’ (inyenzi) που πρέπει να εξοντωθούν. (Αν σε κάποιον αναγνώστη η προπαγάνδα ηχεί…. αφρικανικά πρωτόγονη και απλοϊκή, τον καλώ να ερευνήσει τη Ναζιστική προπαγάνδα κατά του Εβραϊκού λαού και τον παραλληλισμό της εξόντωσής του με την απολύμανση και .. απεντόμωση).
Κάποια αχτίδα ελπίδας στους μετριοπαθείς και έντιμους ανθρώπους και των δύο κοινοτήτων δημιουργεί το 1993 η υπογραφή μιας Συμφωνίας ανάμεσα στην εξόριστη ηγεσία των Τούτσι του Πατριωτικού Μετώπου και στον πρόεδρο J.Habyarimana, ο οποίος το 1973 είχε εγκαθιδρύσει πραξικοπηματικά ένα μονοκομματικό καθεστώς. Βεβαίως η Συμφωνία θεωρήθηκε ανοιχτή προδοσία από τους εξτρεμιστές Χούτου. 2500 άνδρες υπό τον Καναδό στρατηγό Roméo Dallaire αναλαμβάνουν ως ειρηνευτική δύναμη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών την εφαρμογή των όρων της συμφωνίας. Είναι ο ίδιος στρατηγός που στις 11 Ιανουαρίου 1994 έστειλε το περίφημο φαξ στα Ηνωμένα Έθνη, με το οποίο προειδοποιούσε, ότι επίκειται μεγάλης κλίμακας σφαγή. Κανείς τότε δεν αξιολόγησε αυτή την πληροφορία, όπως έπρεπε.
Στις 6 Απριλίου, τρεις μέρες μετά το Πάσχα, μια περίεργη έκρηξη συντρίβει το αεροπλάνο που μετέφερε τον πρόεδρο Habyarimana και τον πρόεδρο του Μπουρούντι λίγο πριν αυτό προσγειωθεί στο αεροδρόμιο του Κιγκάλι, της πρωτεύουσας της Ρουάντα. Ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει ομοφωνία για το ποια πλευρά την προκάλεσε. Γεγονός είναι, ότι η δολιοφθορά και ο θάνατος του προέδρου σήμαναν το ίδιο βράδυ την αρχή της σφαγής.
Τους επόμενους μήνες, ενώ τα νερά στις λίμνες και τα ποτάμια της Ρουάντα είχαν κοκκινίσει από το αίμα των θυμάτων, ενώ άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους μέσα στα σπίτια τους, στα μπλόκα των interahamwe, στα στάδια, στα σχολεία και στις εκκλησίες, οι γραφειοκράτες των Διεθνών οργανισμών συζητούσαν αμήχανα, αν το φαινόμενο μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν ‘γενοκτονία’, ώστε να πάρουν κάποια μέτρα, ή όχι. Τμήματα κυανοκράνων αποσύρθηκαν, αντί να ενισχυθούν, παρά τις εναγώνιες εκκλήσεις του στρατηγού Dallaire, που έξαλλος κυριολεκτικά ήταν υποχρεωμένος να παρακολουθεί τη φρίκη με ‘δεμένα τα χέρια’, χωρίς άνωθεν εξουσιοδότηση να παρέμβει. Η συζήτηση και η αμηχανία για το τι πρέπει να γίνει συνεχίστηκε παράλληλα με τη σφαγή. Κατέληξαν επίσημα στην ονομασία ‘γενοκτονία’ τον επόμενο Οκτώβρη.
«Την ώρα της μεγαλύτερης ανάγκης η διεθνής κοινότητα ‘’πρόδωσε’’ τη Ρουάντα», παραδέχθηκε μιλώντας στο Κοινοβούλιο της Ρουάντα λίγα χρόνια αργότερα ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών Κόφι Ανάν.
Αποκατάσταση και συμφιλίωση – είναι δυνατόν;
Τον Ιούλιο του 1994 οι δυνάμεις του Πατριωτικού Μετώπου των Τούτσι, οι οποίες τους προηγούμενους μήνες προωθούνταν σταδιακά στο έδαφος της Ρουάντα, επικράτησαν και κήρυξαν το τέλος του εμφυλίου. Ο επικεφαλής τους, Paul Kagame, Τούτσι μεγαλωμένος στην εξορία, υποστήριξε αρχικά ως πρόεδρο έναν πολιτικό από τη φυλή των Χούτου. Το 2000 εξελέγη ο ίδιος πρώτος Τούτσι πρόεδρος της Ρουάντα.
Πολλά τα προβλήματα εξαιτίας των θυλάκων που φυγάδες Χούτου έχουν δημιουργήσει στις διπλανές χώρες. Αμφιλεγόμενη και τώρα, ακόμη και από υποστηρικτές του, η πολιτική του Kagame.
Όμως, ας σκεφτούμε για λίγο τους ανθρώπους της χώρας όλη αυτή την περίοδο που έχει μεσολαβήσει, αυτή τη ραγισμένη κοινωνία που κάπως πρέπει να ανασυνταχθεί και να επιβιώσει. Είναι άραγε αυτό δυνατόν;
Από τη μια πλευρά οι επιζώντες, σημαδεμένοι ανεξίτηλα από τον Απρίλη του ’94, αγωνίζονται να ελευθερωθούν από τις φρικτές αναμνήσεις και να συνεχίσουν τη ζωή τους. Από την άλλη πλευρά η φυλετική οικογένεια των δραστών – μπορούν άραγε να χτιστούν ανάμεσά τους γέφυρες επικοινωνίας; Οι φυλακές πλημμυρισμένες από χιλιάδες κρατουμένους, δράστες της σφαγής – οι συνθήκες άθλιες, αφού φιλοξενείται ο τετραπλάσιος αριθμός του προβλεπόμενου δυναμικού. Αυτό μάλιστα οδήγησε το 2003 τον πρόεδρο Kagame στην απόφαση να προχωρήσει σε απελευθέρωση για ανθρωπιστικούς λόγους χιλιάδων κρατουμένων, εφόσον η όλη διαγωγή τους μαρτυρούσε μετάνοια και διάθεση επανένταξης στην κοινωνία.
Εκείνο που πάντα μου έκανε τεράστια εντύπωση, όσες φορές τα τελευταία χρόνια διάβαζα ειδήσεις για την κατάσταση στη Ρουάντα, ήταν οι πολλές φωνές από ποικίλες κοινωνικές ομάδες, όχι απαραίτητα πιστούς, που μιλούσαν για την ανάγκη οι άνθρωποι αυτής της χώρας να ξεπεράσουν το παρελθόν, αν θέλουν να επιβιώσουν ως κοινότητα. Σαν να αποδέχονταν, χωρίς να το ξέρουν, την αλήθεια της φράσης που ο Desmond Tutu, Επίσκοπος της Νότιας Αφρικής, χρησιμοποίησε σαν τίτλο βιβλίου του «Δεν υπάρχει μέλλον χωρίς συγχώρηση» (No Future without Forgiveness).
Αναβίωσε μάλιστα η παραδοσιακή πρακτική της gacaca, της δημόσιας δηλαδή εξομολόγησης εκ μέρους του ενόχου. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις οι δράστες κλήθηκαν να σταθούν μπροστά στους προεστούς της τοπικής κοινότητας, να παραδεχθούν με ειλικρίνεια τις πράξεις του και να ζητήσουν συγχώρηση από τους συγγενείς των θυμάτων. Ανάλογα με την ετυμηγορία της συνέλευσης, είτε κρίθηκε απαραίτητο να συνεχίσει η έκτιση της ποινής τους, είτε η κοινότητα τους ανέθεσε κάποιο κοινωνικό έργο. Πολύ συχνά αυτοί οι άνθρωποι ανέλαβαν να κτίσουν σπίτια για τους επιζώντες της γενοκτονίας.
Φως μέσα στο σκοτάδι
Και ακριβώς μέσα σ’ αυτές τις δύσκολες και ζοφερές συνθήκες βλέπει κανείς να εισβάλει λαμπρό το Φως του Χριστού, βλέπει τα απλωμένα τρυπημένα Χέρια Του να αγγίζουν και να θεραπεύουν τις πληγές.
Κι όπως σε καμιά περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας, ακόμη και στην πιο σκοτεινή, δεν έλλειψε η παρουσία και η μαρτυρία αληθινών παιδιών του Θεού, έτσι και στη Ρουάντα ομάδες πιστών ανθρώπων δραστηριοποιούνται ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια στην τόσο αναγκαία πνευματική συμβουλευτική. Ενθαρρύνουν τους επιζώντες να μιλήσουν για το παρελθόν και να το αντιμετωπίσουν, τους ακούν ξανά και ξανά. Τους οδηγούν να σταθούν μπροστά στον Σταυρό, εκεί που ο μεγάλος Αρχιερέας και Αδελφός μας κατέβηκε στην άβυσσο του Πόνου, για να μπορεί τώρα να ‘συμπαθήσει’, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, τον δικό μας πόνο.
Άλλες ομάδες επισκέπτονται τις φυλακές, συναντούν τους δράστες της γενοκτονίας. Προσπαθούν εκεί που βρίσκουν ανταπόκριση, να ξυπνήσουν κάποιον αντίλαλο από τις νεκρωμένες συνειδήσεις. Και μέσα απ’ όλη αυτή τη διακονία απίστευτες ιστορίες ξεπηδούν, εικόνες από τα θαύματα της Επέμβασης του Θεού, από τις κατεστραμμένες ζωές που Εκείνος μπορεί να μεταμορφώσει. Μη φανταστούμε, ότι πλέον παραδείσιες συνθήκες επικρατούν στη Ρουάντα και όλοι, θύτες και θύματα, ζουν αγκαλιασμένοι. Οι παρεμβάσεις του Θεού είναι πάντα ατομικές και αλλάζουν εκείνους μόνον που Τον προσκαλούν στην καρδιά τους, δεν συμπαρασύρουν σαν ρεύμα όλους ανεξαιρέτως. Δεν είναι όμως γι’ αυτό λιγώτερο θαυμαστές.
Η Catherine Claire Larson, πιστή αδελφή, η οποία δραστηριοποιείται ιδιαίτερα στη διακονία μεταξύ φυλακισμένων, συγκέντρωσε κάποιες από τις μαρτυρίες απελευθέρωσης και συμφιλίωσης στο βιβλίο της ‘’Ως και ημείς αφίεμεν’’ (As We Forgive). Συγκλονισμένη η ίδια απ’ όσα άκουσε και βίωσε στη Ρουάντα έδωσε ένα λιτό και περιεκτικό κείμενο που προσπαθεί να μεταδώσει κάτι από τη Δόξα του Κυρίου, που, όπως δηλώνει η ίδια, την ‘’είδε’’ να αγγίζει και να μεταμορφώνει ανθρώπους βαθιά πληγωμένους.
Η ιστορία της Devota: ’’Εκείνος πήρε πάνω Του τη θλίψη μου’’
Με πολλή δυσκολία διάλεξα μια από τις μαρτυρίες και το περίγραμμά της θα δώσω.
Μια γυναίκα, η Devota (σημαίνει: ‘’αφοσιωμένη’’). Μέρες του Απρίλη του 1994. Οι interahamwe ανακάλυψαν την κρυψώνα της, κομμάτιασαν κυριολεκτικά το κοριτσάκι της και τραυμάτισαν την ίδια, όχι όμως τόσο που να μην μπορεί να αναζητήσει αλλού καταφύγιο. Ο γιος της φάνηκε για λίγο διάστημα πιο τυχερός, καθώς κρυβόταν κάπου αλλού με τις αδελφές της. Οι πολιτοφύλακες ήρθαν και στη νέα της κρυψώνα και αυτή τη φορά τη χτύπησαν με απίστευτη μανία στον αυχένα. Ήταν αδύνατον οι αδελφές της και οι άντρες τους που τη βρήκαν αργότερα σωριασμένη, μα κι οποιοσδήποτε μπορούσε να δει την έκταση του τραύματός της, να πιστέψουν πως η γυναίκα αυτή ήταν ζωντανή. Κι όμως ζούσε. Όσο πιο προσεκτικά μπορούσαν τη μετέφεραν στη δική τους κρυψώνα, εκεί που βρισκόταν και το αγοράκι της. Μια εβδομάδα ολόκληρη ξαπλωμένη μπρούμυτα, χωρίς ιατρική φροντίδα, ούτε καν τη στοιχειώδη, η Devota έμεινε μετέωρη ανάμεσα σε ζωή και θάνατο. Την ημέρα η οικογένειά της κρύβονταν στα έλη και στις θαμνώδεις εκτάσεις, το βράδυ επέστρεφαν και προσπαθούσαν να την περιποιηθούν, να της φέρουν κάτι λίγο να φάει, νερό (βρώμικο τις πιο πολλές φορές) να πιει. Κι όμως ζούσε. Το αγοράκι της ερχόταν και την έβλεπε. Αρνιόταν να φύγει από κοντά της και ν’ ακολουθήσει τους άλλους στον βάλτο. Τελικά τον άφησαν να μένει σε μια απομακρυσμένη καλύβα, όπου ο παλιός ιδιοκτήτης φύλαγε τις κατσίκες του. Κατάφεραν μάλιστα να τον πείσουν να τους υποσχεθεί, πως όσο ο ήλιος ήταν ψηλά΄, δεν θα άφηνε με τίποτα την κρυψώνα του. Μόνο μετά το σούρουπο θα έπρεπε να βγαίνει και να πηγαίνει στη μητέρα του.
Στο μεταξύ, αρχές Μαίου, ομάδες εξαγριωμένων και πανικόβλητων πια Χούτου της περιοχής (στην οποία, μέσα σ’ ένα μήνα από τους 59.000 Τούτσι είχαν χάσει τη ζωή τους περίπου οι 50.000) άρχισαν να φεύγουν μαζικά προς το Ζαϊρ (Κογκό), καθώς πληροφορούνταν, ότι διεισδύουν στη Ρουάντα τμήματα του Πατριωτικού Μετώπου. Τα αντίποινα θεωρούνταν περισσότερο από βέβαια. Στην ξέφρενη φυγή τους πολλοί απ’ αυτούς φρόντιζαν να καταστρέφουν με μανία ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Έφτασαν και στον οικισμό, όπου κρύβονταν η Devota και ο γιος της. Η γυναίκα άκουσε τις άγριες φωνές έξω από την καλύβα, κατάλαβε πως έβαλαν φωτιά. Πεσμένη όπως ήταν μπρούμυτα, παράλυτη σχεδόν, ύψωσε μια και μόνο προσευχή: ‘’Πατέρα Θεέ, ήρθε η ώρα νομίζω να φύγω. Ας με πάρει η φωτιά απ’ αυτό τον κόσμο’’. Έχασε τις αισθήσεις της και της φάνηκε πως την πήρε ο ύπνος. Και τότε είδε μια περίεργη εικόνα : ένα ψηλός άνδρας οδηγούσε ένα παιδάκι που τρίκλιζε – κάθε φορά που το παιδί έπεφτε, ο άνδρας το έστηνε στα πόδια του και συνέχιζαν μαζί να προχωρούν. Δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπό του. Τον έβλεπε μόνο να οδηγεί σταθερά το μικρό παιδί.
Όταν συνήλθε, κατάλαβε, πως βρισκόταν έξω από την καλύβα, μέσα στα χόρτα. Η καλύβα, καμμένη τελείως, δυόμιση περίπου μέτρα μακριά της. Εγκαύματα δεν υπήρχαν στο σώμα της. Η πεποίθηση πως ο ψηλός άντρας που οδηγούσε το παιδί ήταν ένας άγγελος του Θεού που την έβγαλε από τη φλεγόμενη καλύβα δεν έφυγε ποτέ από την καρδιά της. Αντλώντας ανεξήγητη ενέργεια απ’ αυτή τη θαυμαστή διάσωση κατάφερε να κινηθεί προς τη μικρή καλύβα που κρυβόταν το αγοράκι της. Η καλύβα, αν και κοντά, δεν είχε αρπάξει φωτιά. Το παιδί όμως ήταν ακίνητο, χωρίς ζωή. Πιστό στην υπόσχεσή του να μη βγει από την κρυψώνα με το φως της ημέρας έμεινε μέσα και ο καπνός το έπνιξε.
Περισσότερο νεκρή παρά ζωντανή και προσπαθώντας να κρατά κλειστή την πληγή στον σκισμένο αυχένα της η Devota σύρθηκε προς τους βάλτους που βρίσκονταν οι αδελφές της. Μόνο λασπόνερο διέθεταν, για να περιποιηθούν το τραύμα που πυορροούσε. Σε λίγες μέρες οι κυνηγημένοι Τούτσι του βάλτου αποφάσισαν να επιχειρήσουν να συνενωθούν με τα τμήματα των ομοφύλων τους που προέλαυναν στη χώρα. Ήταν αδύνατο όμως να μεταφέρουν την Devota. Υποσχέθηκαν πως θα της έστελναν βοήθεια, μόλις συναντούσαν τους δικούς τους στρατιώτες.
Όσο κι αν καταλάβαινε, πως ήταν αδύνατον να γίνει κάτι διαφορετικό, η τραυματισμένη και βαθιά πονεμένη γυναίκα ύστερα από το θάνατο και του δεύτερου παιδιού της νιώθει πως φθάνει πια στα όρια της αντοχής της. Ολομόναχη μέσα στους βάλτους, εγκαταλειμμένη απ’ όλους, με τη συνείδηση πως ακόμη κι αν επιζήσει, ακόμη κι αν έρθει βοήθεια, το τραύμα της πολύ πιθανόν να την άφηνε τελικά παράλυτη, η Devota ζει την πιο σκοτεινή μέρα της ύπαρξής της. Το μόνο που ζητά είναι να πεθάνει.
Το ίδιο βράδυ στρατιώτες του Πατριωτικού Μετώπου τη βρήκαν. Έφτιαξαν ένα πρόχειρο φορείο, τη μετέφεραν πρώτα σ’ ένα υποτυπώδες ιατρείο και αργότερα στην πρωτεύουσα, στο Κιγκάλι, στο Νοσοκομείο ‘Βασιλιάς Φεϊζάλ’. Κάποτε ένα από τα καλύτερα εξοπλισμένα νοσοκομεία της Αφρικής, λειτουργούσε τον Ιούλιο του 1994 με προσωπικό τέσσερις μόνο γιατρούς, δύο ντόπιους και δύο από τους ‘’Γιατρούς χωρίς Σύνορα’’. Οι περισσότεροι γιατροί της Ρουάντα ήταν Τούτσι και στο προηγούμενο διάστημα είτε είχαν χάσει τη ζωή τους, είτε είχαν εγκαταλείψει τη χώρα. Γεννήτριες παρήγαγαν ηλεκτρικό ρεύμα για τις ανάγκες του νοσοκομείου τέσσερις μόνον ώρες κάθε απόγευμα. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες το νοσοκομείο καλούνταν να προσφέρει περίθαλψη σε 400 άτομα την ημέρα κατά μέσο όρο, τα περισσότερα φρικτά τραυματισμένα και ακρωτηριασμένα, όπως η Devota. Όταν εισήχθη στο νοσοκομείο, εξετάστηκε από μια ομάδα γιατρών από την Αυστραλία, επίσης της οργάνωσης ‘’Γιατροί χωρίς σύνορα’’, οι οποίοι μόλις είχαν έρθει να βοηθήσουν στις απίστευτες αυτές συνθήκες. Παρά τη βαθιά της θλίψη, παρ’ όλο που ουσιαστικά είχε χάσει κάθε επιθυμία να ζήσει, άρχισε να κλαίει, όταν ένας γιατρός της είπε: ‘’Λυπάμαι, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για σένα’’. Βλέποντας όμως τα δάκρυά της ο άνθρωπος αυτός συνέχισε: ‘’Ο Θεός που σε βοήθησε να επιζήσεις είναι ο Ίδιος που θα σε βοηθήσει και τώρα’’.
Η Devota δεν αρνιόταν τη θαυμαστή παρέμβαση του Θεού στη ζωή της. Έχοντας όμως χάσει με τον πιο σκληρό τρόπο ό,τι αγαπούσε, έχοντας βιώσει τον τρόμο, τη βία στην πιο ακραία μορφή της, δεν έβρισκε τώρα πια κανένα λόγο να συνεχίσει να ζει, αναγκασμένη μάλιστα χωρίς τον έλεγχο του σώματός της να εξαρτάται πάντα από τους άλλους – ακόμη και αν η κατάστασή της κάπως βελτιωνόταν. Το μόνο που ζητούσε ήταν να πεθάνει. Κι όμως – βαθιά μέσα της μια επίμονη φωνή επαναλάμβανε κάτι που η ίδια ούτε ήθελε ν’ ακούσει ούτε καταλάβαινε τη σημασία του: ‘’έχεις κάτι να κάνεις – έχεις μια αποστολή’’.
Κάποτε η Devota γύρισε στους συγγενείς της και παρά την πρόβλεψη των γιατρών η κατάστασή της άρχισε να βελτιώνεται. Ένα χρόνο μετά τη γενοκτονία μπορούσε και πάλι να χρησιμοποιεί και να κινεί τα χέρια και τα πόδια της. Άλλη μια απίστευτη εξέλιξη που άφηνε όμως την ψυχή της ασυγκίνητη. Γιατί η ψυχή και τα αισθήματά της είχαν νεκρωθεί, ο χρόνος γι’ αυτήν είχε παγώσει μπροστά στο παραμορφωμένο σώμα του μικρού της κοριτσιού, μπροστά στο νεκρό αγόρι της. Το μόνο που στριφογύριζε επίμονα μέσα στο μυαλό της ήταν ένα ερώτημα: ‘’Ποιος μπορεί να σηκώσει τέτοια θλίψη;’’.
Ώσπου το 1996 πήρε μια πρόσκληση για κάποιες συναντήσεις που διοργανώνονταν από τις Ευαγγελικές Εκκλησίες της Αφρικής. Οι προσκλήσεις αυτές αφορούσαν επιζώντες της γενοκτονίας, άτομα και από τις δύο φυλές. Στόχος ήταν καταρχήν να οδηγήσουν αυτούς τους πληγωμένους ανθρώπους να μιλήσουν για τις συντριπτικές τους εμπειρίες, να ανοίξουν τις καρδιές τους, να αντιμετωπίσουν με ειλικρίνεια τα αρνητικά τους αισθήματα, την οργή και τον πόνο, και να οδηγηθούν με αγάπη και ευαισθησία στη θεραπεία του Χριστού.
Η Ουαλλή Χριστιανή ψυχίατρος ξεκίνησε αναγνωρίζοντας την ευθύνη των Ευρωπαίων αποικιοκρατών στη δημιουργία ουσιαστικά του φυλετικού προβλήματος στη Ρουάντα και στην εγκληματική διστακτικότητα της σύγχρονης Διεθνούς κοινότητας το 1994 να παρέμβει, όταν έπρεπε να το κάνει, ώστε να σωθούν πολύτιμες ζωές. Κι ύστερα έβαλε μπροστά τους το αιώνιο, καυτό ερώτημα: ‘’Που ήταν άραγε ο Θεός τον Απρίλη του 1994; ‘’ Οι κάτοικοι της Ρουάντα έχουν ένα πολύ όμορφο ρητό: ‘’Όλη την ημέρα ο Θεός περιτρέχει όλη τη γη, τη νύχτα όμως έρχεται να ξεκουραστεί στη Ρουάντα’’. Που ήταν όμως ο Θεός τις νύχτες εκείνου του Απρίλη;
Το ερώτημα ήρθε σαν μαχαιριά για την Devota. Άλλωστε αυτό τη βασάνιζε στο βάθος όλα αυτά τα χρόνια, δεν περνούσε μέρα που να μην έκαιγε μέσα της, κι ας δίσταζε να το ξεστομίσει. Τώρα όμως άκουγε κάποιος άλλος να το προφέρει δυνατά. Η ομιλήτρια είχε κερδίσει μεμιάς και την εμπιστοσύνη και την προσοχή της.
Στη συζήτηση που ακολούθησε η γιατρός θύμισε το μεγάλο κεντρικό γεγονός της Πτώσης – μίλησε για την ελεύθερη επιλογή των ανθρώπων να αγνοούν τον Θεό στη ζωή τους, μίλησε για την αμαρτία, μίλησε για τον Ιησού που έκλαψε πάνω απ’ την Ιερουσαλήμ. Λαχταρούσε να την κλείσει μέσα στην αγκαλιά Του, ‘’αλλά εκείνοι δεν θέλησαν’’.
Η καρδιά της είχε αρχίσει να μαλακώνει. Η γιατρός όμως συνέχισε. Κι αυτό που είπε ήταν πράγματι η έμπνευση και ο λόγος του Πνεύματος του Αγίου που οδήγησε την Devota, όπως η ίδια μαρτυρεί, στην ‘’απελευθέρωση’’. Διάβασαν από το 53ο κεφάλαιο του Ησαΐα (εδ.4) : ‘’Αυτός τωόντι τας αμαρτίας ημών εβάστασε και τας θλίψεις ημών Αυτός επεφορτίσθη’’. Ήταν τα λόγια που η καρδιά της πληγωμένης αυτής γυναίκας λαχταρούσε ν’ ακούσει. Υπήρχε Κάποιος που ήταν πρόθυμος να σηκώσει τη θλίψη της.
‘’Στο Σταυρό’’, είπε η γιατρός , ‘’ο Ιησούς πήρε πάνω Του τις αμαρτίες μας, σήκωσε όμως και όλα τα βάρη και τον πόνο που προκάλεσε η αμαρτία. Όλη η τραγωδία της ανθρώπινης ζωής βρίσκεται εκεί πάνω. Και ο Ιησούς καλεί να ρίξουμε πάνω Του όλο τον πόνο και τη θλίψη που η αμαρτία μας έχει προκαλέσει’’.
Τούτσι και Χούτου άρχισαν ύστερα να μιλούν περιγράφοντας ο ένας στον άλλον όλα τα φρικτά που πέρασαν. Για την Devota το εδάφιο αυτό όμως, ήταν η απόλυτη Αποκάλυψη – η απάντηση στο ερώτημα που την κρατούσε φυλακισμένη, ακίνητη μέσα στον πόνο της: ‘’Ποιος άραγε μπορεί να σηκώσει μια τέτοια θλίψη;’’
Ο ‘’Άνθρωπος των θλίψεων’’ μπορούσε να το κάνει.
Σε μια συμβολική κίνηση, η γιατρός έφερε έναν σταυρό, τους μοίρασε καρφιά, ζήτησε να γράψουν σ’ ένα κομμάτι χαρτί αυτά που τους βάραιναν και να τα ‘καρφώσουν’ στον σταυρό. Η Devota έβαλε σ’ εκείνο το χαρτί όλη τη φρίκη που τη βάραινε: ο θάνατος των παιδιών, ο δικός της τραυματισμός, η απώλεια όλης της ζωής της, τα χαμένα της όνειρα, η κατεστραμμένη της ευτυχία. Και κάρφωσε το χαρτί στον ξύλινο σταυρό. Δεν ήταν γι’ αυτήν μια συμβολική τελετουργία. Η Devota άνοιγε εκείνη την ώρα την καρδιά της σ’ Εκείνον που ήταν δυνατός να σηκώσει τη θλίψη της.
Αυτό που μέρα με τη μέρα συνειδητοποιούσε ολοένα και περισσότερο ήταν, ότι, ενώ η ίδια ζητούσε επίμονα από τον Θεό να την πάρει απ’ αυτό τον κόσμο, Εκείνος τη συνάντησε και της αποκάλυψε πως μπορεί και θέλει να σηκώσει τη θλίψη της. Αποφάσισε να καταρτιστεί και να εργαστεί ανάμεσα στους φυλακισμένους δράστες της γενοκτονίας. Αυτό κάνει μέχρι τώρα.
Μαζί με άλλους πιστούς επισκέπτεται τις φυλακές της πατρίδας της μιλώντας πάντα για την απελευθέρωση και θεραπεία που ο Ιησούς Χριστός της χάρισε. Ύστερα από κάποια ομιλία της, ένας φυλακισμένος σηκώθηκε. Ομολόγησε πως ήταν μέσα στην ομάδα εκείνων που με τόση μανία της επιτέθηκαν αφήνοντάς την μισοπεθαμένη. Η Devota πάγωσε. Οι εφιάλτες της ζωντάνεψαν ξανά. Δεν μπορούσε να πει τίποτα κι έμεινε λίγη ώρα σιωπηλή. Αλλά δεν άργησε να θυμηθεί πως το Χέρι του Θεού την είχε οδηγήσει μέσα απ’ το πιο βαθύ σκοτάδι χαρίζοντάς της τελικά τη δική Του ειρήνη και απελευθέρωση. Σηκώθηκε από τη θέση της και του είπε: ‘’Είμαι έτοιμη να σε συγχωρήσω’’. Ο άντρας άρχισε να κλαίει και η Devota είδε καθαρά πως ο Θεός την είχε προετοιμάσει γι’ αυτήν ακριβώς τη στιγμή.
Γι’ αυτήν και για άλλες παρόμοιες. Δεν έπαυσε να επισκέπτεται φυλακισμένους που είχαν πάρει μέρος στη σφαγή, στη σφαγή που της είχε στερήσει τα παιδιά της. Πολλές φορές οι άνθρωποι που την άκουγαν έκλαιγαν – ‘’Πως μπορείς να φέρεσαι έτσι σε μας που συμπεριφερθήκαμε σαν ζώα;’’, ρώτησε κάποιος με αναφιλητά. ‘’Τι είδους άνθρωποι είστε εσείς;’’, κάποιος άλλος. Κι άλλοι ζητούσαν να της αγγίξουν το χέρι, λέγοντας: ‘’Ευχαριστώ, ευχαριστώ. Ο Θεός είναι εύσπλαχνος’’.
Όταν το διάβαζα αυτό, ειδικά τα τελευταία λόγια, σκέφτηκα πόσο μεγάλο ήταν αυτό που γινόταν εκείνη τη στιγμή μέσα στην άθλια φυλακή της Ρουάντα: το Έλεος, η Ευσπλαχνία και η Δόξα του Θεού φανερώθηκαν σ’ αυτούς τους παραμορφωμένους από την αμαρτία ανθρώπους όχι γιατί ο Ίδιος ο Θεός εμφανίστηκε μπροστά τους, αλλά γιατί Τον ‘’είδαν’’, είδαν το Έλεος και το απλωμένο Χέρι της δικής Του συγχώρησης σ’ αυτή την απλή, πονεμένη γυναίκα.
Λίγα χρόνια μετά τη γενοκτονία η Devota πήρε στο σπίτι της δύο από έξι ορφανά αδελφάκια, (από τα χιλιάδες που η σφαγή άφησε στη Ρουάντα). Ζήτησε από δύο πάστορες να αναλάβουν τα τέσσερα και η ίδια ανέλαβε να φροντίζει τα δύο μικρότερα. Τελικά τα υιοθέτησε. Δεν θέλησε ποτέ να ψάξει, να μάθει ακριβώς τη φυλετική τους καταγωγή.
Η τελετουργία της δημόσιας εξομολόγησης, την οποία ανέφερα πιο πάνω γίνεται σύμφωνα με τα έθιμα της Ρουάντα στη σκιά ενός συγκεκριμένου δέντρου, που το αποκαλούν umuwumu. Το δέντρο αυτό έχει μια ιδιαίτερη θέση και χρήση στη ζωή των κατοίκων. Όταν δουν ότι έχει φτάσει σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο ανάπτυξης, κόβουν λεπτές φλούδες από τον κορμό, προκαλώντας του έτσι ‘’πληγές’’. Το δέντρο ‘’αντιδρά’’ στον τραυματισμό παράγοντας ένα θεραπευτικό περίβλημα– πάνω στην ‘’πληγή’’ αναπτύσσεται σιγά σιγά μια πορφυρή επίστρωση. Είναι ένα λεπτό πλέγμα από μικρές ντελικάτες ρίζες, που αποτελεί εξαιρετικής ποιότητας πρώτη ύλη στην παραδοσιακή υφαντουργία της Ρουάντα. Με την κατάλληλη επεξεργασία το θεραπευτικό αυτό περίβλημα του δέντρου μπορεί να δώσει φίνα υφάσματα. Και βέβαια αυτή η εξαιρετική ποιότητα αλλά και η περίπλοκη και επίπονη διαδικασία παραγωγής αυτής της πρώτης ύλης κάνουν τα προϊόντα της εξαιρετικά πολύτιμα. Σήμερα με βάση αυτό το υλικό φτιάχνουν παραδοσιακά ρούχα, πορτοφόλια, καλύμματα βιβλίων, χάρτες, όλα αντικείμενα τέχνης. Και την παλιά εποχή μ’ αυτό τον τρόπο έφτιαχναν ρούχα προορισμένα να φορέσει ο βασιλιάς.
Σκέφτομαι τους ανθρώπους, ακόμη και πιστούς, που συχνά κρύβουν την πληγή της καρδιάς τους, την αφήνουν να πυορροεί, ώσπου φτάνει να δηλητηριάσει όλη τους την προσωπικότητα.
Σκέφτομαι εκείνους που ζητούν και αφήνουν τον Κύριο να απλώσει πάνω στην πληγή, είτε είναι μικρή είτε μεγάλη, το δικό Του θεραπευτικό περίβλημα. Κι Εκείνος το μεταμορφώνει σε ύφασμα πολύτιμο, βασιλικό.
Σκέφτομαι τέλος, πάνω και πρώτα απ’ όλα και απ’ όλους, Εκείνον και τις Πληγές Του πάνω στον Σταυρό. Αυτές οι πληγές έγιναν για μας ‘’ένδυμα δικαιοσύνης’’, αυτές είναι το υφάδι της νυφικής εσθήτας που θα δοθεί κάποτε στη Νύμφη του Αρνίου:
‘’και εδόθη εις αυτήν να ενδυθή βύσσινον καθαρόν και λαμπρόν –διότι το βύσσινον είναι τα δικαιώματα των αγίων’’(Αποκ.19:8)
Γιατί ‘’με τις πληγές Του γιατρευτήκαμε’’.
Σημ.: Για τη διακονία της συμφιλίωσης βλ.: Catherine Claire Larson, As We Forgive – Stories of Reconciliation from Rwanda, Zondervan Grand Rapids, Michigan 2009.
Για μια εμπεριστατωμένη μελέτη πάνω στο πρόβλημα της Ρουάντα βλ. Gérard Prunier: The Rwanda Crisis – History of a Genocide, London 1995, 5η έκδοση 2005.
Ο στρατηγός Roméo Dallaire κατέγραψε τις μέρες που σφράγισαν τη ζωή του στο ‘’Shaking hands with the Devil – The failure of Humanity in Rwanda’’, London 2003.